ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 1ης Οκτωβρίου 2009 ( *1 )

«Έμμεσοι φόροι — Συγκεντρώσεις κεφαλαίων — Επιβολή φόρου ύψους 1,5% επί της μεταβιβάσεως ή εκδόσεως μετοχών εντός υπηρεσίας φυλάξεως και διαχειρίσεως κινητών αξιών (“clearance service”)»

Στην υπόθεση C-569/07,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλαν οι Special Commissioners of Income Tax, London (Ηνωμένο Βασίλειο), με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2007, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις , στο πλαίσιο της δίκης

HSBC Holdings plc,

Vidacos Nominees Ltd

κατά

The Commissioners of Her Majesty’s Revenue & Customs,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, J.-C. Bonichot, K. Schiemann, J. Makarczyk (εισηγητή) και L. Bay Larsen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: K. Sztranc-Sławiczek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Ιανουαρίου 2009,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η HSBC Holdings plc, εκπροσωπούμενη από την R. Norton, solicitor, τον I. Glick, QC, και τον D. Jowell, barrister,

η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τις Μ. Hall και I. Rao, καθώς και από τον R. Thomas,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους R. Lyal και M. Afonso,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Μαρτίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 10 και 11 της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 1969, περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 20 ), όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 85/303/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της (EE L 156, σ. 23, στο εξής: οδηγία), καθώς και των άρθρων 43 ΕΚ, 49 ΕΚ ή 56 ΕΚ, ή οποιασδήποτε άλλης διατάξεως του κοινοτικού δικαίου.

2

Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, των HSBC Holdings plc (στο εξής: HSBC) και Vidacos Nominees Ltd, και, αφετέρου, των Commissioners of Her Majesty’s Revenue & Customs (βρετανικών φορολογικών αρχών), με αντικείμενο την είσπραξη φόρου αποκαλούμενου «stamp duty reserve tax» (στο εξής: SDRT), κατ’ εφαρμογή του άρθρου 96 του νόμου περί δημοσίων οικονομικών του 1986 (Finance Act 1986, στο εξής: NΔΟ του 1986).

Το νομικό πλαίσιο

Το κοινοτικό δίκαιο

3

Σύμφωνα με την πρώτη και την έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας:

«εκτιμώντας ότι σκοπός της Συνθήκης είναι η δημιουργία μιας οικονομικής ενώσεως με χαρακτηριστικά γνωρίσματα ανάλογα με εκείνα μιας εσωτερικής αγοράς και ότι μία από τις βασικές προϋποθέσεις για να επιτευχθεί τούτο είναι η προώθηση της ελευθέρας κινήσεως των κεφαλαίων·

[…]

εκτιμώντας ότι η έννοια μιας κοινής αγοράς με χαρακτηριστικά γνωρίσματα εσωτερικής αγοράς προϋποθέτει ότι η εφαρμογή επί των κεφαλαίων, τα οποία συγκεντρώνονται στο πλαίσιο μιας εταιρίας, ενός φόρου επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίου, δεν πρέπει να επιβάλλεται παρά μόνο μία φορά στο πλαίσιο της κοινής αγοράς και ότι η φορολογία αυτή, για να μη διαταράσσει την κυκλοφορία των κεφαλαίων, πρέπει να ευρίσκεται στο αυτό επίπεδο σε όλα τα κράτη μέλη».

4

Στο άρθρο 4 της οδηγίας παρατίθεται ο κατάλογος των πράξεων οι οποίες υπόκεινται στον φόρο εισφοράς, κατάλογος περιλαμβάνων, μεταξύ άλλων, τη σύσταση κεφαλαιουχικής εταιρίας και την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου της δι’ εισφορών σε είδος οποιασδήποτε μορφής.

5

Σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας απαγορεύεται η είσπραξη οποιουδήποτε φόρου πλην του φόρου εισφοράς επί των κατά το άρθρο 4 πράξεων.

6

Κατά το άρθρο 11 της οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη δεν υποβάλλουν σε οποιοδήποτε φόρο οποιασδήποτε μορφής:

α)

τη δημιουργία, έκδοση, εισαγωγή στο χρηματιστήριο ή θέση σε κυκλοφορία ή διαπραγμάτευση μετοχών, μεριδίων ή άλλων τίτλων της ιδίας φύσεως, καθώς και τα πιστοποιητικά, τα παραστατικά των τίτλων αυτών, όποιος και αν είναι ο εκδότης τους·

β)

τα δάνεια, συμπεριλαμβανομένων των παγίων δανείων, τα οποία συνάπτονται υπό μορφή εκδόσεως ομολογιών ή άλλων διαπραγματευσίμων τίτλων, όποιος και αν είναι ο εκδότης τους, και όλες τις σχετικές διατυπώσεις, όπως τη δημιουργία, έκδοση, εισαγωγή στο χρηματιστήριο, κυκλοφορία ή διαπραγμάτευση αυτών των ομολογιών ή άλλων διαπραγματευσίμων τίτλων.»

7

Πάντως, δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της ιδίας οδηγίας, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις των άρθρων 10 και 11 αυτής, τα κράτη μέλη δύνανται να εισπράττουν «φόρους επί μεταβιβάσεως κινητών αξιών οι οποίοι εισπράττονται κατ’ αποκοπή ή όχι».

8

Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, από 1ης Ιουλίου 1984 τα κράτη μέλη απαλλάσσουν του φόρου εισφοράς τις πράξεις οι οποίες απαλλάσσονταν ή φορολογούνταν με συντελεστή ίσο ή κατώτερο του 0,50%. Αναφορικά με τις λοιπές πράξεις επί των οποίων είναι δυνατή, δυνάμει της οδηγίας, η είσπραξη φόρου εισφοράς, οι πράξεις αυτές μπορούν είτε να τύχουν απαλλαγής είτε να φορολογηθούν με ενιαίο συντελεστή μη υπερβαίνοντα το 1%.

Το εθνικό δίκαιο

9

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 1, του ΝΔΟ του 1986, οποιαδήποτε εκχώρηση μετοχών ή άλλων υποκειμένων σε φόρο εξ επαχθούς αιτίας αξιών φορολογείται με SDRT ύψους 0,5% της αξίας των τίτλων ή της τιμής εκχωρήσεως. Ο SDRT δεν οφείλεται εφόσον η μεταβίβαση κυριότητας των μετοχών διαπιστώνεται μέσω εντύπου εκχωρήσεως δεόντως χαρτοσημασμένων, σύμφωνα με το άρθρο 92 του ΝΔΟ του 1986, κινητών αξιών.

10

Το άρθρο 87, παράγραφος 1, του ΝΔΟ του 1986 τυγχάνει εφαρμογής μόνο επί των πράξεων εκχωρήσεως «υποκειμένων σε φόρο αξιών». Η έννοια των «υποκειμένων σε φόρο αξιών» ορίζεται στο άρθρο 99 του εν λόγω νόμου και περιλαμβάνει τις εκδιδόμενες από εταιρίες εδρεύουσες στο Ηνωμένο Βασίλειο μετοχές ή τις εκδιδόμενες από αλλοδαπές εταιρίες μετοχές εφόσον καταχωρίζονται σε μητρώο του Ηνωμένου Βασιλείου ή «συνδυάζονται» με πράξεις εκδιδόμενες από εταιρίες εδρεύουσες στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και ορισμένα άλλα δικαιώματα επί και εκ των μετοχών αυτών. Το άρθρο 86, παράγραφος 4, του ΝΔΟ του 1986 προβλέπει ότι ο φόρος οφείλεται ανεξάρτητα από τον τόπο της συναλλαγής και τον τόπο διαμονής των συμβαλλομένων.

11

Το άρθρο 96, παράγραφοι 1 και 2, του ΝΔΟ του 1986 ορίζει:

«1.   Υπό την επιφύλαξη των […] άρθρων 97 και 97Α κατωτέρω, ο SDRT οφείλεται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου:

a)

οσάκις ένα πρόσωπο A, η δραστηριότητα του οποίου συνίσταται, κατ’ αποκλειστικότητα ή όχι, στην παροχή υπηρεσιών φυλάξεως και διαχειρίσεως στα πλαίσια των αγοραπωλησιών υποκειμένων σε φόρο αξιών, συνήψε με τρίτο πρόσωπο συμφωνία για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών και

b)

βάσει της εν λόγω συμφωνίας, οσάκις υποκείμενες σε φόρο αξίες μεταβιβάζονται ή εκδίδονται υπέρ του A ή υπέρ τρίτου, η δραστηριότητα του οποίου συνίσταται, κατ’ αποκλειστικότητα ή μη, στην κατοχή υποκειμένων σε φόρο αξιών για λογαριασμό του Α.

2.   […] ο οφειλόμενος, κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου, φόρος καθορίζεται με συντελεστή ύψους 1,5%:

a)

επί της τιμής εκδόσεως όταν πρόκειται για την έκδοση τίτλων·

b)

επί της τιμής εκχωρήσεως όταν η κυριότητα των αξιών μεταβιβάζεται εξ επαχθούς αιτίας·

c)

επί της αξίας των τίτλων σε κάθε άλλη περίπτωση.»

12

Ο νόμος δεν ορίζει την έννοια των υπηρεσιών φυλάξεως και διαχειρίσεως. Σύμφωνα με το εγχειρίδιο της φορολογικής αρχής επί των τελών χαρτοσήμου, στην ανωτέρω έννοια περιλαμβάνονται:

«14.10

Οι υπηρεσίες φυλάξεως και διαχειρίσεως συνίστανται κατά κανόνα σε σύστημα κατοχής κινητών αξιών και διαχειρίσεως πράξεων επί των αξιών αυτών λογιστικώς. Οι τίτλοι μπορεί να φυλάσσονται επ’ αόριστον εντός του συστήματος παρά τις αλλαγές της κυριότητας εν τοις πράγμασι· φυλάσσονται είτε από τη διαχειριζόμενη το σύστημα φυλάξεως και διαχειρίσεως εταιρία είτε από τον χρηματιστηριακό εντολοδόχο της και μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συναλλαγών χωρίς τη μεσολάβηση πράξεων διαπιστωνουσών τη μεταβίβαση κυριότητας.

14.11

Οι υπηρεσίες φυλάξεως και διαχειρίσεως είναι ευρέως διαδεδομένες στην ηπειρωτική Ευρώπη. Είναι σύνηθες οι μετοχές να εκδίδονται στον κομιστή, οπότε το σύστημα παρέχει υλική ασφάλεια (δεδομένου ότι τα πιστοποιητικά των τίτλων στον κομιστή φυλάσσονται σε θησαυροφυλάκια), ενώ παράλληλα διευκολύνει τις συναλλαγές επί των αξιών και τον διακανονισμό.

14.12

Ο SDRT δεν επιβάλλεται επί των συμφωνιών μεταβιβάσεως κυριότητας κινητών αξιών φυλασσομένων στο πλαίσιο υπηρεσιών φυλάξεως και διαχειρίσεως.»

13

Μετά την εξόφληση του αρχικού φόρου, το άρθρο 90, παράγραφος 5, του ΝΔΟ του 1986 εξαιρεί από τον συνήθως οφειλόμενο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 87 του εν λόγω νόμου, φόρο τις πράξεις μεταβιβάσεως κυριότητας που πραγματοποιούνται εντός των υπηρεσιών φυλάξεως και διαχειρίσεως.

14

Το άρθρο 97Α του ΝΔΟ του 1986 ορίζει ότι ο παρέχων υπηρεσίες φυλάξεως και διαχειρίσεως δύναται, κατόπιν εγκρίσεως της διοικήσεως των αμέσων φόρων, να επιλέξει το τέλος χαρτοσήμου και ο SRDT να εισπραχθούν κατ’ εφαρμογή του ανωτέρω άρθρου. Η επιλογή του άρθρου 97Α του ΝΔΟ του 1986 αρχίζει να ισχύει από την ημέρα κατά την οποία η διοίκηση των αμέσων φόρων κοινοποιεί την έγκρισή της στον παρέχοντα υπηρεσίες φυλάξεως και διαχειρίσεως. Ενόσω ισχύει η ανωτέρω επιλογή, το τέλος χαρτοσήμου και ο SDRT εισπράττονται, όσον αφορά τις υπηρεσίες φυλάξεως και διαχειρίσεως για τις οποίες ισχύει η επιλογή (επί παραδείγματι, για κάθε εκχώρηση ή έκδοση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 96, παράγραφος 1, του ΝΔΟ του 1986), όπως θα συνέβαινε ανεξαρτήτως της διατάξεως του άρθρου 96 του ΝΔΟ του 1986. Ως εκ τούτου, οσάκις ασκείται και εγκρίνεται παρόμοια επιλογή, οι διενεργούμενες στο πλαίσιο των υπηρεσιών φυλάξεως και διαχειρίσεως συναλλαγές φορολογούνται με τον συνήθη συντελεστή ύψους 0,5%, ενώ ουδείς φόρος οφείλεται κατά την παράδοση των εν λόγω αξιών στις υπηρεσίες φυλάξεως και διαχειρίσεως.

15

Το άρθρο 97, παράγραφος 4, του ΝΔΟ του 1986 απαλλάσσει από τον φόρο του άρθρου 96 του ΝΔΟ του 1986 τις εκδόσεις μετοχών ως ανταλλάγματος για άλλες μετοχές που φυλάσσονται στο πλαίσιο «συστήματος υπηρεσιών φυλάξεως και διαχειρίσεως», εφόσον ο εκδότης είτε έχει τον έλεγχο άλλης εταιρίας είτε πρόκειται να τον αποκτήσει συνεπεία της προσφοράς περί ανταλλαγής. Το άρθρο 97, παράγραφος 6, του ΝΔΟ του 1986 έχει ως αποτέλεσμα το εν λόγω σύστημα να εφαρμόζεται μόνον εφόσον οι λοιπές μετοχές αποτελούν επίσης υποκείμενες σε φόρο αξίες.

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

16

Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η συσταθείσα και έχουσα τη φορολογική κατοικία της στο Ηνωμένο Βασίλειο εταιρία HSBC υπέβαλε δημόσια προσφορά προκειμένου να αγοράσει όλες τις μετοχές της Crédit commercial de France (στο εξής: CCF), ανώνυμης εταιρίας συσταθείσας και έχουσας φορολογική έδρα στη Γαλλία, οι μετοχές της οποίας ήσαν εισηγμένες στο Χρηματιστήριο του Παρισιού.

17

Όπως ήταν διατυπωμένη, η προσφορά αφορούσε την αγορά τοις μετρητοίς των μετοχών της CCF, περιελάμβανε όμως και τη δυνατότητα ανταλλαγής μετοχών μεταξύ των δύο εταιριών κατ’ αναλογία δεκατριών μετοχών της HSBC έναντι μιας μετοχής της CCF. Προκειμένου να καταστεί ελκυστικότερη για τους διαμένοντες στη Γαλλία μετόχους της CCF η επιλογή αυτή, η HSBC κατέστη εισηγμένη στο Χρηματιστήριο του Παρισιού εταιρία. Εν συνεχεία της εισαγωγής της αυτής στο χρηματιστήριο, η HSBC υποχρεώθηκε να ανοίξει επ’ ονόματί της λογαριασμό στη société interprofessionnelle pour la compensation des valeurs mobilières (Sicovam) (διεπαγγελματική εταιρία παροχής υπηρεσιών φυλάξεως και διαχειρίσεως κινητών αξιών), ήτοι στο γαλλικό σύστημα φυλάξεως και διαχειρίσεως το οποίο κατείχε, κατά τον κρίσιμο χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, το μονοπώλιο επί του θέματος, όσον αφορά τις υπό διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο του Παρισιού μετοχές. Επομένως, υφίσταντο τρεις τρόποι κτήσεως των μετοχών της HSBC έναντι των μετοχών της CCF, ήτοι:

μέσω της Sicovam, του γαλλικού συστήματος φυλάξεως και διαχειρίσεως των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο του Παρισιού μετοχών·

μέσω του CREST, βρετανικού συστήματος εκκαθαρίσεως μετοχών υπό άυλη μορφή και

διά της ονομαστικής εγγραφής τους στο μητρώο των μετόχων της HSBC με την έκδοση αντίστοιχου πιστοποιητικού.

18

Η HSBC απεδέχθη να καταβάλει τον οφειλόμενο για τις διαπραγματευόμενες από τη Sicovam μετοχές SDRT. Σε αντίθετη περίπτωση, η προσφορά θα ήταν οικονομικώς ασύμφορη και ως εκ τούτου ελάχιστα ενδιαφέρουσα για πολλούς Γάλλους μετόχους.

19

Οι εκδοθείσες ως αντάλλαγμα των τίτλων της CCF μετοχές της HSBC ήσαν «υποκείμενες σε φόρο αξίες» κατά την έννοια του άρθρου 99, παράγραφος 3, του ΝΔΟ του 1986. Κατά την έκδοσή τους στο πλαίσιο υπηρεσιών φυλάξεως και διαχειρίσεως, ήτοι, όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης, στη Vidacos Nominees Ltd, εντολοδόχο της Sicovam για το Ηνωμένο Βασίλειο, οφειλόταν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 96, παράγραφοι 1 και 2, του ΝΔΟ του 1986, ο SDRT με συντελεστή ύψους 1,5% της τιμής ή της αξίας των οικείων μετοχών. Αντιθέτως, όσον αφορά τις δύο άλλες επιλογές, κατά την έκδοση των μετοχών δεν οφειλόταν κανένα τέλος χαρτοσήμου ή κανένας SDRT. Μόνον με κάθε μεταγενέστερη μεταβίβαση των μετοχών εισπράττονταν φόροι με συντελεστή ύψους 0,5%.

20

Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, οι μέτοχοι της CCF επέλεξαν να αποκτήσουν 255607131 μετοχές της HSBC μέσω της Sicovam. Από τις μετοχές αυτές, περί τα 105 εκατομμύρια, ήτοι το 41% απεσύρθησαν από τη Sicovam και αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεων εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου. Οι μεταγενέστερες μεταβιβάσεις των εν λόγω μετοχών στο πλαίσιο του CREST φορολογήθηκαν με SDRT βάσει κανονικού συντελεστή ύψους 0,5%.

21

Επί πλέον, η HSBC, οι μετοχές της οποίας εξακολουθούν πάντοτε να είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο του Παρισιού, παρέχει στους μετόχους της τη δυνατότητα να λάβουν ως μέρισμα μετοχές αντί χρημάτων. Πάντως, οσάκις οι μετοχές της HSBC οι οποίες παρέχουν δικαίωμα λήψεως μερίσματος φυλάσσονται από τη Sicovam, οι έναντι του μερίσματος μετοχές εκδίδονται υπέρ της Sicovam δεδομένου ότι, στο πλαίσιο του συγκεκριμένου συστήματος, καταχωρίζονται εξ ονόματος της εν λόγω εταιρίας. Επειδή οι οικείες μετοχές αποτέλεσαν αντικείμενο καταβολής του SDRT με συντελεστή ύψους 1,5%, το κόστος της συγκεκριμένης φορολογικής επιβαρύνσεως μετακυλίεται στους Γάλλους μετόχους της HSBC, οι οποίοι απέκτησαν τις μετοχές τους μέσω της Sicovam, οι εν λόγω μέτοχοι λαμβάνουν μετοχές με συντελεστή κατά 1,5% μικρότερο σε σχέση με τους λοιπούς μετόχους.

22

Η HSBC υπέβαλε αίτηση αποδόσεως του καταβληθέντος με συντελεστή 1,5% SDRT για τις εκδοθείσες υπέρ της Sicovam μετοχές. Κατόπιν της απορρίψεως της αιτήσεώς της από τη φορολογική αρχή, η HSBC άσκησε προσφυγή ενώπιον των Special Commissioners.

23

Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι Special Commissioners ανέστειλαν τη δίκη και υπέβαλαν στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Απαγορεύει το άρθρο 10 ή το άρθρο 11 της οδηγίας […] ή τα άρθρα 43 ΕΚ, 49 ΕΚ ή 56 ΕΚ ή οποιαδήποτε άλλη διάταξη του κοινοτικού δικαίου την επιβολή εκ μέρους ενός κράτους μέλους (στο εξής: πρώτο κράτος μέλος) τέλους επί της μεταβιβάσεως ή της εκδόσεως μετοχών στο πλαίσιο υπηρεσίας ΦΔ με συντελεστή 1,5% εφόσον:

1)

μια εταιρία (στο εξής: εταιρία A) εγκατεστημένη στο πρώτο κράτος μέλος προσφέρεται να αγοράσει τις εισηγμένες και υπό διαπραγμάτευση στο χρηματιστήριο μετοχές άλλης εταιρίας (στο εξής: εταιρία Β), εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος (στο εξής: δεύτερο κράτος μέλος), με αντάλλαγμα μετοχές της εταιρίας A που πρόκειται να εκδοθούν και να εισαχθούν στο χρηματιστήριο του δευτέρου κράτους μέλους·

2)

οι μέτοχοι της εταιρίας B έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τις νέες μετοχές της εταιρίας A είτε:

α)

υπό μορφή μετοχών με πιστοποιητικό είτε

β)

υπό τη μορφή μετοχών χωρίς πιστοποιητικό μέσω συστήματος διακανονισμού δι’ εκκαθαρίσεως εντός του πρώτου κράτους μέλους· είτε

γ)

υπό τη μορφή μετοχών χωρίς πιστοποιητικό μέσω υπηρεσίας ΦΔ εντός του δευτέρου κράτους μέλους

3)

ο νόμος του πρώτου κράτους μέλους ορίζει, συνοπτικώς, τα εξής:

α)

σε περίπτωση εκδόσεως μετοχών υπό τη μορφή μετοχών με πιστοποιητικό (ή χωρίς πιστοποιητικό στο πλαίσιο του συστήματος διακανονισμού για άυλες μετοχές του πρώτου κράτους μέλους), δεν επιβάλλεται τέλος κατά την έκδοση των μετοχών, αλλά σε κάθε μεταγενέστερη πώλησή τους, το οποίο τέλος έχει συντελεστή 0,5% και επιβάλλεται επί της αντιπαροχής για τη μεταβίβαση· αλλά

β)

κατά τη μεταβίβαση ή την έκδοση μετοχών χωρίς πιστοποιητικό στο πλαίσιο της υπηρεσίας ΦΔ, επιβάλλεται τέλος (εφόσον πρόκειται περί εκδόσεως μετοχών) με συντελεστή 1,5% επί της τιμής εκδόσεως ή (εφόσον πρόκειται περί μεταβιβάσεως μετοχών έναντι αντιπαροχής) με συντελεστή 1,5% επί του ποσού ή της αξίας της αντιπαροχής ή (σε κάθε άλλη περίπτωση) με συντελεστή 1,5% επί της αξίας των μετοχών και στη συνέχεια δεν επιβάλλεται περαιτέρω τέλος επί των πωλήσεων των μετοχών (ή των δικαιωμάτων επί ή εκ των μετοχών) στο πλαίσιο της υπηρεσίας ΦΔ·

γ)

ο παρέχων υπηρεσίες ΦΔ μπορεί, εφόσον λάβει έγκριση από την αρμόδια φορολογική αρχή, να επιλέξει τη μη επιβολή τέλους επί της μεταβιβάσεως ή της εκδόσεως μετοχών στο πλαίσιο της υπηρεσίας ΦΔ, αλλά την επιβολή του τέλους αυτού σε κάθε πώληση μετοχών στο πλαίσιο της υπηρεσίας ΦΔ, με συντελεστή 0,5% επί της αντιπαροχής. Η αρμόδια φορολογική αρχή μπορεί να επιβάλλει (και σήμερα όντως επιβάλλει) ως προϋπόθεση για την έγκριση αυτής της επιλογής το να δημιουργεί και να διατηρεί ο παρέχων την υπηρεσία ΦΔ μηχανισμούς (τους οποίους η φορολογική αρχή θεωρεί ικανοποιητικούς) για την είσπραξη του τέλους στο πλαίσιο της υπηρεσίας ΦΔ και για τη συμμόρφωση ή για τη διασφάλιση της συμμορφώσεως με τις σχετικές κανονιστικές αποφάσεις·

4)

οι ισχύοντες στο χρηματιστήριο του δευτέρου κράτους μέλους κανόνες επιβάλλουν όλες οι μετοχές που εκδίδονται στην περιφέρειά του να φυλάσσονται υπό μορφή μετοχών χωρίς πιστοποιητικό στο πλαίσιο μιας και μόνης υπηρεσίας ΦΔ, εγκατεστημένης στο δεύτερο κράτος μέλος, ως προς την οποία δεν έχει πραγματοποιηθεί η ανωτέρω επιλογή;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

24

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν η είσπραξη φόρου, όπως ο επίδικος στο πλαίσιο της κύριας δίκης, κατά την έκδοση μετοχών εντός υπηρεσίας φυλάξεως και διαχειρίσεως κινητών αξιών προσκρούει στα άρθρα 10 και 11 της οδηγίας, καθώς και στα άρθρα 43 ΕΚ, 49 ΕΚ ή 56 ΕΚ ή σε κάθε άλλη διάταξη του κοινοτικού δικαίου.

25

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία προέβη σε εξαντλητική εναρμόνιση των περιπτώσεων κατά τις οποίες τα κράτη μέλη δύνανται να επιβάλλουν στις συγκεντρώσεις κεφαλαίων εμμέσους φόρους (βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, C-178/05, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2007, σ. I-4185, σκέψη 31).

26

Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, όταν ένα ζήτημα αποτελεί αντικείμενο εναρμονίσεως σε κοινοτικό επίπεδο, τα σχετικά εθνικά μέτρα πρέπει να εκτιμώνται υπό το πρίσμα των διατάξεων του συγκεκριμένου μέτρου εναρμονίσεως και όχι εκείνων της Συνθήκης ΕΚ (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2001, C-324/99, DaimlerChrysler, Συλλογή 2001, σ. I-9897, σκέψη 32, και της , C-257/06, Roby Profumi, Συλλογή 2008, σ. I-189, σκέψη 14).

27

Εξ αυτού έπεται ότι, για να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα, το Δικαστήριο πρέπει να περιοριστεί στην ερμηνεία της οδηγίας.

28

Ευθύς εξαρχής, προέχει η υπόμνηση ότι, όπως προκύπτει από το προοίμιό της, η οδηγία σκοπεί στην προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, η οποία λογίζεται ως ουσιώδης για τη δημιουργία οικονομικής ενώσεως με χαρακτηριστικά γνωρίσματα ανάλογα εκείνων μιας εσωτερικής αγοράς. Η επιδίωξη ενός τέτοιου σκοπού προϋποθέτει, όσον αφορά τη φορολόγηση των συγκεντρώσεων κεφαλαίων, την κατάργηση των εμμέσων φόρων οι οποίοι ίσχυαν έως τότε εντός των κρατών μελών και την εφαρμογή, αντ’ αυτών, φόρου εισπραττόμενου άπαξ εντός της κοινής αγοράς και ιδίου επιπέδου εντός όλων των κρατών μελών.

29

Συναφώς, η οδηγία προβλέπει, ιδίως, σύμφωνα με την τελευταία αιτιολογική σκέψη της, την κατάργηση των εμμέσων φόρων που εμφανίζουν τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα με εκείνα του φόρου εισφοράς ή του τέλους χαρτοσήμου επί των τίτλων, η διατήρηση των οποίων θα υπήρχε κίνδυνος να θέσει υπό αμφισβήτηση τους επιδιωκόμενους από την οδηγία σκοπούς. Οι εν λόγω έμμεσοι φόροι των οποίων απαγορεύεται η είσπραξη απαριθμούνται στα άρθρα 10 και 11 της οδηγίας.

30

Οι διατάξεις του άρθρου 12, παράγραφος 1, της οδηγίας θεσπίζουν εξαντλητικό κατάλογο των φόρων και τελών, πέραν του φόρου εισφοράς, οι οποίοι δύνανται, κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 10 και 11, να επιβάλλονται στις κεφαλαιουχικές εταιρίες επ’ αφορμή των αποτελουσών αντικείμενο των ανωτέρω διατάξεων πράξεων (βλ. απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 36/86, Investeringsforeningen Dansk Sparinvest, Συλλογή 1988, σ. 409, σκέψη 9). Το άρθρο 12 της οδηγίας αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην παράγραφο 1, στοιχείο αʹ, στους «φόρους επί μεταβιβάσεως κινητών αξιών οι οποίοι εισπράττονται κατ’ αποκοπή ή όχι».

31

Στα πλαίσια της κύριας δίκης, το γενεσιουργό του SDRT γεγονός έγκειται στο ότι έλαβε χώρα συγκεκριμένη πράξη αφορώσα την κτήση τίτλων οι οποίοι εκδόθηκαν προσφάτως με την ευκαιρία δημόσιας προσφοράς αγοράς. Συναφώς, όπως υπενθυμίζει ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 23 των προτάσεών του, οι μετοχές της HSBC, οι οποίες εισήχθησαν εντός της υπηρεσίας φυλάξεως και διαχειρίσεως προκειμένου να ανταλλαγούν με μετοχές της CCF, αποτελούσαν νέες μετοχές στοιχούσες σε αύξηση κεφαλαίου.

32

Προέχει η υπόμνηση ότι το να επιτρέπεται η είσπραξη επιβαρύνσεως ή φόρου επί της πρώτης αποκτήσεως νεοεκδοθέντος τίτλου ισοδυναμεί στην πραγματικότητα με φορολόγηση της ιδίας της εκδόσεως του τίτλου ως αποτελούσας αναπόσπαστο τμήμα συνολικής πράξεως για τους σκοπούς της συγκεντρώσεως κεφαλαίων. Πράγματι, η έκδοση τίτλων δεν αρκεί αφ’ εαυτής αλλ’ έχει νόημα μόνον αφ’ ης στιγμής οι εν λόγω τίτλοι ευρίσκουν αγοραστές (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2004, C-415/02, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2004, σ. I-7215, σκέψη 32).

33

Επομένως, η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 11, στοιχείο αʹ, της οδηγίας συνεπάγεται ότι η «έκδοση», κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, πρέπει να περιλαμβάνει την πρώτη απόκτηση τίτλων που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της εκδόσεώς τους (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψη 33).

34

Συναφώς το να ερμηνεύεται ο παρατιθέμενος στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας όρος «μεταβίβαση» υπό την έννοια που προτείνουν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ήτοι ότι ο SDRT με συντελεστή ύψους 1,5% συνιστά φόρο επί των μεταβιβάσεων μετοχών υπό μορφή μιας «κάρτας απεριορίστων διαδρομών» («season ticket»), θα ισοδυναμούσε με αποστέρηση του άρθρου 11, στοιχείο αʹ, της οδηγίας της πρακτικής αποτελεσματικότητάς του και αμφισβήτηση της σαφούς διακρίσεως, κατά τα άρθρα 11, στοιχείο αʹ, και 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας μεταξύ των εννοιών «έκδοση» και «μεταβίβαση». Πράγματι, συνέπεια μιας τέτοιας ερμηνείας θα ήταν ότι θα μπορούσε μολοντούτο η πράξη εκδόσεως, η οποία, αν και σημαίνει κατ’ ανάγκη απόκτηση των νεοεκδοθέντων τίτλων, δεν πρέπει, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, να υπόκειται σε καμία επιβάρυνση ή σε κανένα φόρο, πέραν του φόρου εισφοράς, να αποτελέσει αντικείμενο επιβαρύνσεως ή φόρου.

35

Κατόπιν αυτού, η πρώτη απόκτηση τίτλων στο πλαίσιο της εκδόσεώς τους δεν μπορεί να λογίζεται ως συνιστώσα «μεταβίβαση», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, οπότε ο επιβαλλόμενος επί της πρώτης αυτής αποκτήσεως φόρος δεν μπορεί να εμπίπτει στην προβλεπόμενη με την εν λόγω διάταξη παρέκκλιση.

36

Άλλωστε, φόρος όπως ο SDRT δεν μπορεί να λογίζεται ως εφαρμοζόμενος, στην πράξη, επί μελλουσών μεταβιβάσεων, καθόσον, όπως υπογραμμίζει ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 38 των προτάσεών του, ούτε η φορολογητέα βάση ούτε ο υποκείμενος στον φόρο προσδιορίζονται σε σχέση με τέτοιες μεταβιβάσεις οι οποίες παραμένουν άλλωστε υποθετικές.

37

Ενόψει των προεκτεθεισών σκέψεων, διαπιστώνεται ότι, καθ’ ο μέτρο φόρος όπως ο SDRT εισπράττεται επί νέων τίτλων κατόπιν της αυξήσεως κεφαλαίου, ο φόρος αυτός συνιστά επιβάρυνση, κατά την έννοια του άρθρου 11, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, την επιβολή του οποίου απαγορεύει η ανωτέρω διάταξη.

38

Κατόπιν αυτού, στο υποβληθέν ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 11, στοιχείο αʹ, της οδηγίας έχει την έννοια ότι προσκρούει σ’ αυτό η είσπραξη φόρου, όπως ο επίδικος φόρος της κύριας δίκης, κατά την έκδοση μετοχών εντός υπηρεσίας φυλάξεως και διαχειρίσεως κινητών αξιών.

Επί των δικαστικών εξόδων

39

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πέραν των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 11, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 1969, περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 85/303/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της , έχει την έννοια ότι προσκρούει σ’ αυτό η είσπραξη φόρου, όπως ο επίδικος φόρος της κύριας δίκης, κατά την έκδοση μετοχών εντός υπηρεσίας φυλάξεως και διαχειρίσεως κινητών αξιών.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.