Υπόθεση C-566/07

Staatssecretaris van Financiën

κατά

Stadeco BV

(αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Έκτη οδηγία ΦΠΑ — Άρθρο 21, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ — Φόρος οφειλόμενος αποκλειστικώς λόγω της μνείας του επί τιμολογίου — Διόρθωση του αχρεωστήτως τιμολογηθέντος φόρου — Αδικαιολόγητος πλουτισμός»

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 12ης Μαρτίου 2009   I ‐ 5298

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 18ης Ιουνίου 2009   I ‐ 5308

Περίληψη της αποφάσεως

  1. Φορολογικές διατάξεις – Εναρμόνιση των νομοθεσιών – Φόρος κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας – Φόρος οφειλόμενος αποκλειστικώς λόγω της μνείας του επί τιμολογίου

    (Οδηγία 77/388 του Συμβουλίου, άρθρο 21 § 1, στοιχείο γʹ)

  2. Φορολογικές διατάξεις – Εναρμόνιση των νομοθεσιών – Φόρος κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας – Φόρος οφειλόμενος αποκλειστικώς λόγω της μνείας του επί τιμολογίου

    (Οδηγία 77/388 του Συμβουλίου)

  1.  Το άρθρο 21, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της έκτης οδηγίας 77/388, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/680, έχει την έννοια ότι ο φόρος προστιθεμένης αξίας οφείλεται, δυνάμει της διατάξεως αυτής, στο κράτος μέλος στο οποίο αντιστοιχεί ο φόρος προστιθεμένης αξίας που αναγράφεται επί τιμολογίου ή κάθε εγγράφου που επέχει θέση τιμολογίου, ακόμη και αν η οικεία πράξη δεν ήταν φορολογητέα στο εν λόγω κράτος μέλος. Αντίθετα προς την περίπτωση της φορολογικής οφειλής που γεννάται ενδεχομένως λόγω πράξεως υποκειμένης στον ΦΠΑ, ο τόπος της παροχής των υπηρεσιών για τις οποίες εκδόθηκε τιμολόγιο είναι άνευ σημασίας για τη γένεση της φορολογικής οφειλής που προβλέπει το άρθρο 21, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της έκτης οδηγίας, η οποία οφείλεται αποκλειστικώς στο γεγονός ότι ο ΦΠΑ αναγράφεται επί του τιμολογίου αυτού.

    Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξετάσει, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις κρίσιμες περιστάσεις, σε ποιο κράτος μέλος οφείλεται ο ΦΠΑ που αναγράφεται επί του οικείου τιμολογίου. Μπορούν να αποτελούν κρίσιμες συναφώς περιστάσεις, μεταξύ άλλων, ο αναγραφόμενος συντελεστής, το νόμισμα του ποσού που πρέπει να τακτοποιηθεί, η γλώσσα συντάξεως, το περιεχόμενο και το πλαίσιο του οικείου τιμολογίου, οι τόποι εγκαταστάσεως του εκδότη του εν λόγω τιμολογίου και του αποδέκτη των παρασχεθεισών υπηρεσιών, καθώς και η συμπεριφορά αυτών.

    (βλ. σκέψεις 27, 33, διατακτ. 1)

  2.  Η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας δεν απαγορεύει, καταρχήν, σε κράτος μέλος να εξαρτά τη διόρθωση του φόρου προστιθεμένης αξίας, που οφείλεται εντός του εν λόγω κράτους μέλους μόνον επειδή αναγράφεται εκ παραδρομής επί του αποσταλέντος τιμολογίου, από την προϋπόθεση ότι ο υποκείμενος στον φόρο απέστειλε στον αποδέκτη των παρασχεθεισών υπηρεσιών διορθωμένο τιμολόγιο που δεν αναγράφει τον εν λόγω φόρο προστιθεμένης αξίας, αν ο εν λόγω φορολογούμενος δεν εξάλειψε εγκαίρως και πλήρως τον κίνδυνο απώλειας φορολογικών εσόδων.

    Εξάλλου, καθόσον οι εθνικές φορολογικές αρχές εξαρτούν τη διόρθωση του ΦΠΑ από την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου από τον εκδότη του επίμαχου τιμολογίου στον αποδέκτη των παρασχεθεισών υπηρεσιών, πρέπει να υπομνησθεί ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει σε εθνικό νομικό σύστημα να αρνείται την απόδοση αχρεωστήτως εισπραχθέντων φόρων υπό συνθήκες που συνεπάγονται τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των δικαιούχων.

    Η ύπαρξη και η έκταση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, που η επιστροφή ενός αχρεωστήτως εισπραχθέντος από πλευράς κοινοτικού δικαίου φόρου συνεπάγεται για τον υποκείμενο στον φόρο, μπορούν να αποδειχθούν μόνον κατόπιν οικονομικής αναλύσεως που λαμβάνει υπόψη όλες τις κρίσιμες συνθήκες. Συναφώς, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να πραγματοποιήσει αυτή την ανάλυση. Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί μεταξύ άλλων να είναι λυσιτελές το ερώτημα αν οι συναφθείσες συμβάσεις μεταξύ του εκδότη του τιμολογίου και του αποδέκτη των παρασχεθεισών υπηρεσιών προέβλεπαν σταθερά ποσά αμοιβής για τις πραγματοποιούμενες υπηρεσίες ή, ενδεχομένως, αυξημένα βασικά ποσά των επιβλητέων φόρων. Στην πρώτη περίπτωση, ενδεχομένως, δεν υφίσταται αδικαιολόγητος πλουτισμός του εκδότη του τιμολογίου.

    (βλ. σκέψεις 48-51, διατακτ. 2)