Υπόθεση C-425/07 P

AEΠI Ελληνική Εταιρία προς Προστασίαν της Πνευματικής Ιδιοκτησίας AE

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταγωνισμός — Απόρριψη καταγγελίας από την Επιτροπή — Σημαντικές δυσλειτουργίες στην κοινή αγορά — Έλλειψη κοινοτικού συμφέροντος»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi της 27ης Νοεμβρίου 2008   I ‐ 3208

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 23ης Απριλίου 2009   I ‐ 3226

Περίληψη της αποφάσεως

  1. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξέταση των καταγγελιών – Εκτίμηση του κοινοτικού συμφέροντος που συναρτάται με την εξέταση υποθέσεως

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

  2. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών – Έννοια

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

  3. Αναίρεση – Λόγοι αναιρέσεως – Σκεπτικό αποφάσεως που ενέχει σύγχυση μεταξύ δύο νομικών εννοιών – Διατακτικό αποφάσεως που είναι βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους – Απόρριψη

  1.  Η Επιτροπή καλείται να καθορίζει και να θέτει σε εφαρμογή την κοινοτική πολιτική ανταγωνισμού, διαθέτει δε προς τούτο διακριτική εξουσία στο πλαίσιο της εξέτασης των καταγγελιών που της υποβάλλονται. Το θεσμικό αυτό όργανο, όταν καθορίζει προτεραιότητες κατά την εξέταση των καταγγελιών των οποίων έχει επιληφθεί, δικαιούται να αναφερθεί στο κοινοτικό συμφέρον. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υποχρεούται να εκτιμά σε κάθε περίπτωση τη σοβαρότητα των φερομένων παραβάσεων του ανταγωνισμού και την εξακολούθηση των αποτελεσμάτων τους. Η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τη διάρκεια και τη σημασία των καταγγελθεισών παραβιάσεων καθώς και την επίπτωσή τους στην κατάσταση του ανταγωνισμού εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

    Κατά συνέπεια, στην περίπτωση κατά την οποία συνάγεται ότι το ενδοκοινοτικό εμπόριο επηρεάζεται, μια καταγγελία που αφορά παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ θα εξεταστεί μάλλον από την Επιτροπή παρά από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού, εφόσον υφίσταται επαρκές κοινοτικό συμφέρον. Τούτο μπορεί να συμβαίνει, μεταξύ άλλων, οσάκις η καταγγελλόμενη παράβαση είναι ικανή να προκαλέσει σημαντικές δυσλειτουργίες στην κοινή αγορά.

    (βλ. σκέψεις 31, 53-54)

  2.  Ο επηρεασμός του ενδοκοινοτικού εμπορίου, αφενός, και οι σημαντικές δυσλειτουργίες στην κοινή αγορά, αφετέρου, αποτελούν δύο διακριτές έννοιες.

    Ο επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών χρησιμεύει ως κριτήριο οριοθέτησης μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, ειδικότερα των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, και του πεδίου εφαρμογής του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού. Οσάκις αποδεικνύεται ότι η προβαλλόμενη παράβαση δεν μπορεί να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο ή ότι ο επηρεασμός είναι μόνον επουσιώδης, το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού και, ειδικότερα, τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ δεν έχουν εφαρμογή. Εξάλλου, για να μπορεί μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων να επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, πρέπει, βάσει ενός συνόλου νομικών ή πραγματικών αντικειμενικών στοιχείων, να είναι δυνατόν να πιθανολογηθεί, με επαρκή βαθμό βεβαιότητας, ότι μπορεί να επηρεάσει άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, τα εμπορικά ρεύματα μεταξύ κρατών μελών κατά τρόπο που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων μιας ενιαίας αγοράς μεταξύ των κρατών μελών.

    Όσον αφορά την έννοια των σημαντικών δυσλειτουργιών στην κοινή αγορά, η έννοια αυτή μπορεί να αποτελεί ένα από τα κριτήρια αξιολόγησης περί του αν υφίσταται επαρκές κοινοτικό συμφέρον για την εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση μιας καταγγελίας.

    Επομένως, ο επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών αυτός καθαυτόν δεν συνεπάγεται σημαντικές δυσλειτουργίες στην κοινή αγορά.

    (βλ. σκέψεις 48-52)

  3.  Η σύγχυση μεταξύ εννοιών την οποία προκαλεί το Πρωτοδικείο με μια αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να επιφέρει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής αν το διατακτικό της είναι βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους.

    (βλ. σκέψη 55)