Υπόθεση C-407/07

Stichting Centraal Begeleidingsorgaan voor de Intercollegiale Toetsing

κατά

Staatssecretaris van Financiën

(αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Έκτη οδηγία ΦΠΑ — Άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο στ’ — Απαλλαγές — Προϋποθέσεις — Παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται από ανεξάρτητες ενώσεις — Υπηρεσίες που παρέχονται σε ένα ή περισσότερα μέλη της ενώσεως»

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston της 9ης Οκτωβρίου 2008   I ‐ 9617

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 11ης Δεκεμβρίου 2008   I ‐ 9625

Περίληψη της αποφάσεως

Φορολογικές διατάξεις – Εναρμόνιση των νομοθεσιών – Φόροι κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας – Απαλλαγές προβλεπόμενες από την έκτη οδηγία

(Οδηγία 77/388 του Συμβουλίου, άρθρο 13, A § 1, στοιχείο στ’)

Το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο στ’, της έκτης οδηγίας 77/388, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση που πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής, οι υπηρεσίες που ανεξάρτητες ενώσεις παρέχουν στα μέλη τους καλύπτονται από την απαλλαγή που προβλέπει η εν λόγω διάταξη, ακόμη και αν οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται μόνο σε ένα ή σε κάποια από τα μέλη αυτά.

Συγκεκριμένα, περιορισμός του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως αυτής με το να αποκλειστούν από το ευεργέτημα της απαλλαγής από τον φόρο προστιθεμένης αξίας υπηρεσίες που οι ανεξάρτητες ενώσεις παρέχουν στα μέλη τους, και ιδίως εντός ενός πλαισίου όπου διαφέρουν οι ανάγκες των εν λόγω μελών, δεν επιβεβαιώνεται από τον σκοπό της, ο οποίος είναι να εισαχθεί μια απαλλαγή από τον φόρο προστιθεμένης αξίας για να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο παρέχων ορισμένες υπηρεσίες να υποβληθεί στον εν λόγω φόρο ενώ οδηγήθηκε να συνεργαστεί με άλλους επαγγελματίες σε μια κοινή οργάνωση η οποία έχει αναλάβει αναγκαίες δραστηριότητες για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών.

Άλλωστε, η ανάγκη στενής ερμηνείας της εν λόγω διατάξεως δεν δύναται να οδηγήσει στο να χορηγηθεί σε κάθε μέλος μιας ανεξάρτητης ενώσεως το δικαίωμα να στερήσει τα άλλα μέλη της ενώσεως αυτής από το ευεργέτημα της απαλλαγής από τον φόρο προστιθεμένης αξίας, αποφασίζοντας ανά πάσα στιγμή να μη χρησιμοποιήσει την τάδε ή τη δείνα υπηρεσία που παρέχεται από την ένωση στην οποία παρά ταύτα επέλεξε αρχικά να ανήκει. Η ύπαρξη τέτοιου δικαιώματος κάθε μέλους μιας ανεξάρτητης ενώσεως δεν απορρέει ούτε από το κείμενο ούτε από τον σκοπό του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο στ’, της έκτης οδηγίας.

(βλ. σκέψεις 36-37, 41 και διατακτ.)