Υπόθεση C-388/07

The Queen, κατόπιν αιτήσεως της:

The Incorporated Trustees of the National Council on Ageing

(Age Concern England)

κατά

Secretary of State for Business, Enterprise and Regulatory Reform

[αίτηση του High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court), για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 2000/78 — Ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας — Διάκριση λόγω ηλικίας — Απόλυση λόγω συνταξιοδοτήσεως — Δικαιολόγηση»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mazák της 23ης Σεπτεμβρίου 2008   I ‐ 1573

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 5ης Μαρτίου 2009   I ‐ 1598

Περίληψη της αποφάσεως

  1. Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας – Οδηγία 2000/78

    (Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, 14η αιτιολογική σκέψη και άρθρα 1 και 3 § 1, στοιχείο γ’)

  2. Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας – Οδηγία 2000/78

    (Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 2, στοιχείο α’, και 6 § 1)

  3. Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας – Οδηγία 2000/78

    (Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 2, στοιχείο β’, και 6 § 1)

  1.  Η οδηγία 2000/78, για τη διασφάλιση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει ως σκοπό να θεσπίσει ένα γενικό πλαίσιο προκειμένου να εξασφαλίζεται σε κάθε πρόσωπο ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, με την παροχή αποτελεσματικής προστασίας από τις διακρίσεις που στηρίζονται σε έναν από τους λόγους του άρθρου 1, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η ηλικία.

    Κατά τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία 2000/78 δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως. Ωστόσο, η αιτιολογική αυτή σκέψη διευκρινίζει απλώς και μόνον ότι η εν λόγω οδηγία δεν περιορίζει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να καθορίζουν ηλικίες συνταξιοδοτήσεως, ενώ ουδόλως κωλύει την εφαρμογή της οδηγίας αυτής επί εθνικών μέτρων που διέπουν τους όρους λύσεως μιας συμβάσεως εργασίας όταν συμπληρωθεί η καθορισθείσα ηλικία συνταξιοδοτήσεως.

    Επομένως, εθνική ρύθμιση η οποία δεν θεσπίζει υποχρεωτικό καθεστώς αυτεπάγγελτης συνταξιοδοτήσεως, αλλά προβλέπει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο εργοδότης μπορεί να παρεκκλίνει από την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας και να απολύσει εργαζόμενο για τον λόγο ότι έχει συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδοτήσεως, επηρεάζει ευθέως τη διάρκεια της εργασιακής σχέσεως που συνδέει τα μέρη καθώς και, γενικότερα, την άσκηση εκ μέρους του ενδιαφερόμενου εργαζομένου της επαγγελματικής του δραστηριότητας.

    Εξάλλου, η ρύθμιση αυτή στερεί τους εργαζομένους οι οποίοι συμπλήρωσαν ή πρόκειται να συμπληρώσουν το όριο της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως από κάθε προστασία έναντι των διακρίσεων λόγω ηλικίας κατά την πρόσληψη, περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό τη μελλοντική συμμετοχή της οικείας κατηγορίας εργαζομένων στην ενεργό ζωή. Μια τέτοια εθνική ρύθμιση πρέπει να θεωρηθεί ότι θεσπίζει κανόνες σχετικούς με τους «όρους πρόσβασης στην απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, της οδηγίας 2000/78, οπότε εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

    (βλ. σκέψεις 23, 25, 27-28, 30, διατακτ. 1)

  2.  Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, για τη διασφάλιση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύει εθνικό μέτρο το οποίο δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένη απαρίθμηση των σκοπών που δικαιολογούν τη δυνατότητα παρεκκλίσεως από την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, οι οποίες εμπίπτουν, ειδικότερα, στην κατηγορία των άμεσων διακρίσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο α’. Πάντως, το εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 1, παρέχει τη δυνατότητα παρεκκλίσεως από την αρχή αυτή μόνο για τα μέτρα που δικαιολογούνται από θεμιτούς σκοπούς κοινωνικής πολιτικής, όπως εκείνα που συνδέονται με την πολιτική της απασχολήσεως, της αγοράς εργασίας ή της επαγγελματικής καταρτίσεως. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να ελέγξει αν εθνική ρύθμιση που παρέχει στους εργοδότες τη δυνατότητα να απολύουν τους εργαζομένους που συμπληρώνουν την ηλικία συνταξιοδοτήσεως εξυπηρετεί τέτοιο θεμιτό σκοπό και αν η εθνική νομοθετική ή κανονιστική αρχή νομίμως μπορεί να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, ότι τα μέσα που επιλέχθηκαν ήσαν πρόσφορα και αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

    (βλ. σκέψη 52, διατακτ. 2)

  3.  Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, για τη διασφάλιση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να προβλέπουν, στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου, ορισμένες μορφές διαφορετικής μεταχειρίσεως που στηρίζονται στην ηλικία όταν αυτές δικαιολογούνται «αντικειμενικά και λογικά» από νόμιμο σκοπό, όπως η πολιτική για την απασχόληση, την αγορά εργασίας ή την επαγγελματική κατάρτιση, τα δε μέσα για την επίτευξή του είναι πρόσφορα και αναγκαία.

    Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να θεσπίζουν στο εθνικό τους δίκαιο διατάξεις που προβλέπουν διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, εμπίπτουσες ειδικότερα στην κατηγορία των άμεσων διακρίσεων, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο α’, της εν λόγω οδηγίας. Είναι πράγματι σε αυτόν ιδίως τον βαθμό που το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται, όπως προκύπτει από το πρώτο του εδάφιο, «[κ]ατά παρέκκλιση του άρθρου 2, παράγραφος 2» της εν λόγω οδηγίας. Η ευχέρεια αυτή, καθόσον συνιστά εξαίρεση από την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, οριοθετείται πάντως αυστηρά από τις προϋποθέσεις που προβλέπει το ίδιο το άρθρο 6, παράγραφος 1.

    Όσον αφορά την ύπαρξη διαφοράς στην εφαρμογή των κριτηρίων του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο β’, της οδηγίας 2000/78, σε σχέση με εκείνη των κριτηρίων του άρθρου 6, παράγραφος 1, η τελευταία αυτή διάταξη παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να προβλέπουν, στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου, ότι ορισμένες μορφές διαφορετικής μεταχειρίσεως λόγω ηλικίας δεν συνιστούν διάκριση κατά την έννοια της οδηγίας όταν δικαιολογούνται «αντικειμενικά και λογικά». Καίτοι διαπιστώνεται ότι ο όρος «λογικά» δεν απαντά στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β’, της οδηγίας, είναι απίθανο το ενδεχόμενο η διαφορετική μεταχείριση να μπορεί να δικαιολογηθεί από θεμιτό σκοπό που επιτυγχάνεται με πρόσφορα και αναγκαία μέσα, αλλά η δικαιολόγηση αυτή να μην είναι λογική. Επομένως, δεν πρέπει να προσδίδεται ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι ο όρος αυτός χρησιμοποιείται μόνο στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας. Πρέπει ωστόσο να υπογραμμιστεί ότι η τελευταία αυτή διάταξη απευθύνεται στα κράτη μέλη και τους επιβάλλει, παρά το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως που αυτά διαθέτουν στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, την υποχρέωση να αποδεικνύουν, με μέσα αυξημένης αποδεικτικής ισχύος, τον θεμιτό χαρακτήρα του επιδιωκόμενου σκοπού.

    (βλ. σκέψεις 61-62, 65, 67, διατακτ. 3)