Υπόθεση C-326/07

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Ιταλικής Δημοκρατίας

«Παράβαση κράτους μέλους — Άρθρα 43 ΕΚ και 56 ΕΚ — Καθεστώς επιχειρήσεων που έχουν ιδιωτικοποιηθεί — Κριτήρια ασκήσεως ορισμένων ειδικών δικαιωμάτων που διατήρησε το Δημόσιο»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer της 6ης Νοεμβρίου 2008   I ‐ 2295

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 26ης Μαρτίου 2009   I ‐ 2317

Περίληψη της αποφάσεως

  1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Διατάξεις της Συνθήκης – Πεδίο εφαρμογής

    (Άρθρα 43 ΕΚ και 56 ΕΚ)

  2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Περιορισμοί – Δίκαιο των εταιριών

    (Άρθρα 43 ΕΚ και 56 ΕΚ)

  3. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Περιορισμοί – Δίκαιο των εταιριών

    (Άρθρο 43 ΕΚ)

  1.  Εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία δεν έχει εφαρμογή μόνο στις περιπτώσεις που το ποσοστό συμμετοχής σε εταιρικό κεφάλαιο παρέχει τη δυνατότητα ασκήσεως αναμφισβήτητης επιρροής επί των αποφάσεων μιας εταιρίας και καθορισμού των δραστηριοτήτων της, αλλά εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του ποσοστού συμμετοχής ενός μετόχου στο κεφάλαιο της εταιρίας, μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής είτε του άρθρου 43 ΕΚ είτε του άρθρου 56 ΕΚ.

    Ειδικότερα, όσον αφορά το δικαίωμα του Δημοσίου να εναντιώνεται στην απόκτηση ποσοστού συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο ή στη σύναψη συμφώνων μεταξύ μετόχων εκπροσωπούντων ορισμένο ποσοστό δικαιωμάτων ψήφου σε εθνική εταιρία, το ποσοστό του 5% τουλάχιστον των δικαιωμάτων ψήφου ή, ενδεχομένως, το χαμηλότερο ποσοστό που θα καθοριστεί πρέπει να παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να μετέχουν πράγματι στη διαχείριση της εν λόγω εταιρίας, περίπτωση η οποία εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 56 ΕΚ. Πάντως, δεν αποκλείεται, προκειμένου περί εταιριών με μεγάλη διασπορά μετοχών, οι κάτοχοι μεριδίων που αντιστοιχούν στα ποσοστά αυτά να έχουν τη δυνατότητα να επηρεάζουν πράγματι τη διαχείριση μιας τέτοιας εταιρίας και να καθορίζουν τις δραστηριότητές της, η οποία περίπτωση εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 43 ΕΚ. Επιπροσθέτως, η επίμαχη εθνική ρύθμιση, δεδομένου ότι καθορίζει ένα ελάχιστο ποσοστό, μπορεί επίσης να έχει εφαρμογή και σε περιπτώσεις που το ποσοστό συμμετοχής υπερβαίνει το κατώτατο αυτό όριο και παρέχει προδήλως δυνατότητα ελέγχου.

    Όσον αφορά το δικαίωμα αρνησικυρίας σε ορισμένες αποφάσεις της εθνικής αυτής εταιρίας, το εν λόγω δικαίωμα συναρτάται με αποφάσεις που άπτονται της διαχείρισης της εταιρίας και, κατά συνέπεια, αφορά εκείνους μόνον τους μετόχους που έχουν τη δυνατότητα να ασκούν πράγματι επιρροή επί των οικείων εταιριών, οπότε τα σχετικά με την άσκηση αυτού του δικαιώματος κριτήρια πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα του άρθρου 43 ΕΚ. Εξάλλου, ακόμα και αν υποτεθεί ότι τα κριτήρια αυτά συνεπάγονται περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, οι περιορισμοί αυτοί θα αποτελούσαν αναπόφευκτη συνέπεια ενδεχόμενης προσβολής της ελευθερίας εγκαταστάσεως και δεν δικαιολογούν αυτοτελή έλεγχο υπό το πρίσμα του άρθρου 56 ΕΚ.

    (βλ. σκέψεις 36-39)

  2.  Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 43 ΕΚ και 56 ΕΚ κράτος μέλος το οποίο θεσπίζει εθνική ρύθμιση που θέτει τα κριτήρια ασκήσεως του ειδικού δικαιώματος του Δημοσίου να εναντιώνεται στην απόκτηση ποσοστού συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο ή στη σύναψη συμφώνων μεταξύ μετόχων εκπροσωπούντων ορισμένο ποσοστό δικαιωμάτων ψήφου στις οικείες εθνικές εταιρίες, εφόσον η εφαρμογή των κριτηρίων αυτών δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη των επιδιωκομένων σκοπών λόγω ελλείψεως συνδέσμου μεταξύ των εν λόγω κριτηρίων και του συγκεκριμένου δικαιώματος.

    Συγκεκριμένα, συνιστούν σοβαρό περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων οι εξουσίες παρεμβάσεως κράτους μέλους (όπως είναι αυτή που συναρτάται με το δικαίωμα εναντιώσεως του οποίου τις προϋποθέσεις ασκήσεως καθορίζουν τα επίμαχα κριτήρια) που δεν υπόκεινται σε κανέναν όρο πλην μιας γενικής αναφοράς στην προστασία εθνικών συμφερόντων, χωρίς να διευκρινίζονται οι συγκεκριμένες και αντικειμενικές περιστάσεις υπό τις οποίες πρόκειται να ασκηθούν οι εξουσίες αυτές. Συναφώς, καίτοι τα επίμαχα κριτήρια αφορούν διαφορετικά είδη γενικών συμφερόντων, όπως ειδικότερα τον κατ’ ελάχιστο όριο εφοδιασμό σε ενεργειακές πηγές και σε ουσιώδη για το σύνολο αγαθά, την αδιάπτωτη παροχή δημόσιας υπηρεσίας, την ασφάλεια των απαιτουμένων για την παροχή ουσιωδών δημοσίων υπηρεσιών εγκαταστάσεων, την εθνική άμυνα, την προστασία της δημοσίας τάξεως και ασφάλειας, καθώς και την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών σε επείγουσες περιπτώσεις, τα κριτήρια αυτά διατυπώνονται με τρόπο ασαφή και αόριστο. Επιπροσθέτως, η έλλειψη συνδέσμου μεταξύ των κριτηρίων αυτών και των ειδικών δικαιωμάτων που αφορούν ενισχύει την αοριστία ως προς τις περιστάσεις υπό τις οποίες δύνανται να ασκηθούν αυτά τα δικαιώματα και τους προσδίδει χαρακτήρα διακριτικής ευχέρειας λόγω του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτουν οι εθνικές αρχές κατά την άσκησή τους. Ένα τέτοιο περιθώριο εκτιμήσεως είναι δυσανάλογο σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

    Εξάλλου, απλώς και μόνον η ύπαρξη στην εθνική ρύθμιση μιας μνείας ότι τα ειδικά δικαιώματα πρέπει να ασκούνται κατά τρόπο σύμφωνο προς το κοινοτικό δίκαιο δεν αρκεί ώστε να καταστεί η άσκηση των σχετικών κριτηρίων συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο. Πράγματι, ο γενικός και αόριστος χαρακτήρας των κριτηρίων δεν διασφαλίζει ότι η άσκηση των ειδικών δικαιωμάτων θα γίνει σύμφωνα προς τις απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου.

    Τέλος, ναι μεν η δυνατότητα ελέγχου από τον εθνικό δικαστή του τρόπου ασκήσεως των ειδικών δικαιωμάτων συνιστά στοιχείο αναγκαίο για την προστασία των προσώπων στο πλαίσιο εφαρμογής των κανόνων περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, πλην όμως δεν αρκεί, από μόνη της, για να θεραπεύσει την ασυμβατότητα των κριτηρίων εφαρμογής των ειδικών δικαιωμάτων προς τους κανόνες αυτούς.

    Κατά το μέτρο στο οποίο η άσκηση του δικαιώματος εναντιώσεως αφορά επίσης ποσοστά μετοχών που παρέχουν στους κατόχους τους τη δυνατότητα ασκήσεως αναμφισβήτητης επιρροής επί της διαχειρίσεως των οικείων εταιριών και καθορισμού των δραστηριοτήτων τους, ώστε δύναται να περιορίσει την ελευθερία εγκαταστάσεως, πρέπει να θεωρηθεί, για τους ίδιους λόγους, ότι τα κριτήρια αυτά παρέχουν στις εθνικές αρχές δυσανάλογο περιθώριο εκτιμήσεως κατά την άσκηση του δικαιώματος εναντιώσεως.

    (βλ. σκέψεις 40, 45, 47, 51-57 και διατακτ.)

  3.  Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 43 ΕΚ κράτος μέλος το οποίο θεσπίζει εθνική ρύθμιση που θέτει τα κριτήρια ασκήσεως του ειδικού δικαιώματος αρνησικυρίας του Δημοσίου σε αποφάσεις των οικείων εθνικών εταιριών σχετικές με τη λύση τους, τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως, τη συγχώνευση, τη διάσπαση, τη μεταφορά της καταστατικής έδρας στην αλλοδαπή, την αλλαγή του εταιρικού σκοπού καθώς και τις τροποποιήσεις του καταστατικού που καταργούν ή τροποποιούν τα ειδικά δικαιώματα αφορούν σημαντικές πτυχές της διαχειρίσεως αυτών των εταιριών, όταν δεν καθορίζονται επακριβώς οι περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να ασκηθεί το δικαίωμα αυτό, και η ρύθμιση είναι δυσανάλογη σε σχέση με τον προβαλλόμενο σκοπό.

    Συναφώς, καίτοι το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί μόνο σε περιπτώσεις σοβαρού και πραγματικού κινδύνου ή σε περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης παροχής υγειονομικής περιθάλψεως και τηρουμένων των προϋποθέσεων που θέτει η εθνική ρύθμιση, δηλαδή για λόγους δημοσίας τάξεως και ασφάλειας, δημόσιας υγείας και άμυνας, ελλείψει διευκρινίσεων ως προς τις συγκεκριμένες περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να ασκηθεί το δικαίωμα αυτό, οι επενδυτές δεν γνωρίζουν πότε αυτό το δικαίωμα αρνησικυρίας μπορεί να ασκηθεί. Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να ασκηθεί το δικαίωμα αρνησικυρίας είναι δυνητικώς πολυάριθμες, απροσδιόριστες και μη δυνάμενες να προσδιοριστούν, καθώς και ότι παρέχουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως στις εθνικές αρχές. Έτσι, η επίμαχη εθνική ρύθμιση δεν διευκρινίζει τις συγκεκριμένες περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να ασκηθεί το δικαίωμα αρνησικυρίας και, επομένως, τα κριτήρια που θέτει δεν στηρίζονται σε αντικειμενικές και δυνάμενες να ελεγχθούν προϋποθέσεις.

    Η μνεία ότι το δικαίωμα αρνησικυρίας πρέπει να ασκείται σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, καθώς και το γεγονός ότι η άσκησή του μπορεί να ελεγχθεί από τον εθνικό δικαστή, δεν καθιστούν την επίμαχη εθνική ρύθμιση συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο.

    (βλ. σκέψεις 45, 60-63, 66, 72-74 και διατακτ.)