ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 9ης Οκτωβρίου 2008 ( *1 )

«Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας — Οδηγία 2003/54/ΕΚ — Άρθρο 20 — Δίκτυα μεταφοράς και διανομής — Πρόσβαση τρίτων — Υποχρεώσεις των κρατών μελών — Ελεύθερη πρόσβαση τρίτων στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας»

Στην υπόθεση C-239/07,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Lietuvos Respublikos Konstitucinis Teismas (Λιθουανία) με απόφαση της 8ης Μαΐου 2007, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις , στο πλαίσιο της δίκης για τον έλεγχο της συνταγματικότητας που κίνησαν οι

Julius Sabatauskas κ.λπ.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, A. Ó Caoimh, J. N. Cunha Rodrigues, U. Lõhmus και P. Lindh (εισηγήτρια), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Απριλίου 2008,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

οι Sabatauskas κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τον G. Kaminskas, advokatas,

η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. Kriaučiūnas και την R. Mackevičienė,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia επικουρούμενο από τη W. Ferrante, avvocato dello Stato,

η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Heliskoski και την A. Guimaraes-Purokoski,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον B. Schima και την A. Steiblytė,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 12ης Ιουνίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 20 της οδηγίας 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ (ΕΕ L 176, σ. 37, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 16, σ. 74, στο εξής: οδηγία).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο εκκρεμούς διαφοράς ενώπιον του Lietuvos Respublikos Konstitucinis Teismas (Συνταγματικού Δικαστηρίου της Δημοκρατίας της Λιθουανίας), από το οποίο οι Sabatauskas κ.λπ., μέλη του Κοινοβουλίου της Λιθουανίας, ζήτησαν να ελέγξει τη συνταγματικότητα του άρθρου 15, παράγραφος 2, του νόμου για την ηλεκτρική ενέργεια, όπως διατυπώθηκε με τον νόμο IX-2307, της 1ης Ιουλίου 2004 (Lietuvos Respublikos elektros energetikos įstatymo pakeitimo įstatymas Νr. IX-2307, Žin., 2004, Νr. 107-3964).

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική νομοθεσία

3

Σύμφωνα με το άρθρο 1 της οδηγίας:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινούς κανόνες που αφορούν την παραγωγή, τη μεταφορά, τη διανομή και την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας. Ορίζει τους κανόνες σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, την πρόσβαση στην αγορά, τα κριτήρια και τις διαδικασίες που ισχύουν για τις προσκλήσεις προς υποβολή προσφορών και τη χορήγηση αδειών καθώς και για την εκμετάλλευση των δικτύων.»

4

Η δεύτερη, τέταρτη έως έβδομη, δέκατη τρίτη, δέκατη πέμπτη και δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας έχουν ως εξής:

«(2)

Η πείρα που αποκτήθηκε κατά την υλοποίηση [της] οδηγίας [96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 1997, L 27, σ. 20)] καταδεικνύει τα σημαντικά οφέλη που είναι δυνατόν να προκύψουν από την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, όσον αφορά τα κέρδη σε απόδοση, τη μείωση τιμών, τα υψηλότερα επίπεδα υπηρεσιών και την αυξημένη ανταγωνιστικότητα. Εντούτοις, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις και δυνατότητες για βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς, κυρίως δε απαιτούνται συγκεκριμένες διατάξεις για τη διασφάλιση ισότιμων όρων παραγωγής για τη μείωση του κινδύνου δημιουργίας δεσπόζουσας θέσης στην αγορά και επιθετικής συμπεριφοράς, διασφαλίζοντας τιμολόγια μεταφοράς και διανομής χωρίς την επιβολή διακρίσεων, μέσω της παροχής πρόσβασης στο δίκτυο με βάση τιμολόγια τα οποία δημοσιεύονται πριν τεθούν σε ισχύ […].

[…]

(4)

Οι ελευθερίες που εγγυάται η Συνθήκη [ΕΚ] στους ευρωπαίους πολίτες —η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, η ελευθερία παροχής υπηρεσιών και η ελευθερία εγκατάστασης— είναι δυνατές μόνο στο πλαίσιο της εντελώς ανοικτής αγοράς, η οποία παρέχει σε όλους τους καταναλωτές τη δυνατότητα να επιλέγουν ελεύθερα τους προμηθευτές τους και παρέχει σε όλους τους προμηθευτές την ελευθερία να προμηθεύουν τους πελάτες τους.

(5)

Τα κυριότερα εμπόδια για την επίτευξη μιας απολύτως λειτουργικής και ανταγωνιστικής εσωτερικής αγοράς σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με τα θέματα της πρόσβασης στο δίκτυο, με την τιμολόγηση των υπηρεσιών του δικτύου και με τους διαφορετικούς βαθμούς ανοίγματος της αγοράς μεταξύ κρατών μελών.

(6)

Για να είναι σε θέση να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός, η πρόσβαση στο δίκτυο πρέπει να παρέχεται χωρίς διακρίσεις, με διαφάνεια και σε λογικές τιμές.

(7)

Προκειμένου να ολοκληρωθεί η εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, η χωρίς διακρίσεις πρόσβαση του διαχειριστή του δικτύου μεταφοράς ή διανομής στο δίκτυο έχει ύψιστη σημασία […].

[…]

(13)

Θα πρέπει να ληφθούν περαιτέρω μέτρα προκειμένου να διασφαλιστούν τιμολόγια διαφανή και άνευ διακρίσεων για την πρόσβαση στα δίκτυα. Τα εν λόγω τιμολόγια θα πρέπει να ισχύουν για όλους τους χρήστες του δικτύου σε αμερόληπτη βάση.

[…]

(15)

Η ύπαρξη αποτελεσματικού ρυθμιστικού καθεστώτος, το οποίο τίθεται σε εφαρμογή από μία ή περισσότερες εθνικές ρυθμιστικές αρχές, αποτελεί σημαντικό χαρακτηριστικό για την εγγύηση της άνευ διακρίσεων πρόσβασης στο δίκτυο. Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τις λειτουργίες, τις αρμοδιότητες και τις διοικητικές εξουσίες των ρυθμιστικών αρχών. Είναι σημαντικό οι ρυθμιστικές αρχές, σε όλα τα κράτη μέλη, να διαθέτουν κοινό ελάχιστο επίπεδο αρμοδιοτήτων. Οι εν λόγω αρχές θα πρέπει να έχουν την αρμοδιότητα να καθορίζουν ή να εγκρίνουν τα τιμολόγια ή, τουλάχιστον, τις μεθοδολογίες που διέπουν τον υπολογισμό των τιμολογίων μεταφοράς και διανομής. Για να μην υπάρχει αβεβαιότητα και δαπανηρές και χρονοβόρες διαφωνίες, τα τιμολόγια αυτά θα πρέπει να δημοσιεύονται πριν τεθούν σε ισχύ.

[…]

(17)

Για να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική πρόσβαση στην αγορά όλων των συντελεστών της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των νεοεισερχόμενων επιχειρήσεων στην αγορά, απαιτείται η εφαρμογή μηχανισμών εξισορρόπησης που δεν επιβάλλουν διακρίσεις και αντικατοπτρίζουν το κόστος. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί, μόλις η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας αποκτήσει επαρκή ρευστότητα, με την καθιέρωση των διαφανών και βασιζόμενων στην αγορά μηχανισμών εφοδιασμού και αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας που είναι αναγκαίοι στο πλαίσιο των απαιτήσεων εξισορρόπησης. Όταν δεν υπάρχει τέτοια ρευστότητα στην αγορά, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές υποχρεούνται να διαδραματίζουν ενεργό ρόλο ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι τα τιμολόγια εξισορρόπησης δεν επιβάλλουν διακρίσεις και ότι αντικατοπτρίζουν το κόστος. Συγχρόνως, θα πρέπει να παρασχεθούν κατάλληλα κίνητρα για την εξισορρόπηση της εισροής και άντλησης ηλεκτρισμού και για να μην τεθεί σε κίνδυνο το σύστημα.»

5

Το άρθρο 2 της οδηγίας, με τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

3)

“μεταφορά”: η μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας μέσω διασυνδεδεμένου δικτύου υπερυψηλής και υψηλής τάσης με σκοπό την παροχή σε τελικούς πελάτες ή σε διανομείς, μη συμπεριλαμβανομένης όμως της προμήθειας·

[…]

5)

“διανομή”: η μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας μέσω δικτύων διανομής υψηλής, μεσαίας και χαμηλής τάσης με σκοπό την παράδοσή της σε πελάτες, μη συμπεριλαμβανομένης όμως της προμήθειας·

[…]

7)

“πελάτες”: οι πελάτες χονδρικής και οι τελικοί πελάτες ηλεκτρικής ενέργειας·

[…]

9)

“τελικοί πελάτες”: οι πελάτες που αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια για δική τους χρήση·

10)

“οικιακοί πελάτες”: οι πελάτες που αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια για δική τους οικιακή κατανάλωση, αποκλειομένων των εμπορικών ή επαγγελματικών δραστηριοτήτων·

[…]

12)

“επιλέξιμοι πελάτες”: οι πελάτες που είναι ελεύθεροι να αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια από τον προμηθευτή της επιλογής τους κατά την έννοια του άρθρου 21 της παρούσας οδηγίας·

[…]

18)

“χρήστες δικτύου”: τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που τροφοδοτούν ένα δίκτυο μεταφοράς ή διανομής ή που τροφοδοτούνται από ένα τέτοιο δίκτυο·

19)

“προμήθεια”: η πώληση, συμπεριλαμβανομένης της μεταπώλησης, ηλεκτρικής ενέργειας σε πελάτες·

[…]».

6

Όπως προκύπτει από το άρθρο 21, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, της οδηγίας, από 1ης Ιουλίου 2007 τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε όλοι οι πελάτες να είναι επιλέξιμοι πελάτες κατά την έννοια της οδηγίας.

7

Το άρθρο 3 της οδηγίας, με τίτλο «Υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και προστασία των πελατών», διευκρινίζει:

«[…]

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλοι οι οικιακοί πελάτες και, όπου κρίνεται σκόπιμο από τα κράτη μέλη, οι μικρές επιχειρήσεις (ήτοι οι επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 50 εργαζόμενους και έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών η ισολογισμό που δεν υπερβαίνει τα 10 εκατομμύρια ευρώ) απολαύουν της καθολικής υπηρεσίας, δηλαδή του δικαιώματος να προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια συγκεκριμένης ποιότητας εντός του εδάφους τους σε λογικές, εύκολα και άμεσα συγκρίσιμες και διαφανείς τιμές. Για να διασφαλίσουν την παροχή καθολικής υπηρεσίας, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να καθορίσουν έναν ύστατο προμηθευτή. Τα κράτη μέλη επιβάλλουν στις εταιρείες διανομής την υποχρέωση σύνδεσης των πελατών με το δίκτυό τους υπό όρους, προϋποθέσεις και τιμολόγια που καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 23 παράγραφος 2. Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει επ’ ουδενί τα κράτη μέλη να ενισχύουν τη θέση των εγχώριων, μικρών και μεσαίων καταναλωτών στην αγορά, με τη διεύρυνση των δυνατοτήτων για προαιρετικές συγκεντρώσεις των εκπροσώπων αυτής της κατηγορίας των καταναλωτών.

Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται με διαφανή και αμερόληπτο τρόπο και δεν εμποδίζει το άνοιγμα της αγοράς που προβλέπει το άρθρο 21.

[…]»

8

Το άρθρο 5 της οδηγίας, με τίτλο «Τεχνικοί κανόνες», ορίζει:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τον καθορισμό κριτηρίων τεχνικής ασφάλειας και την εκπόνηση και δημοσιοποίηση τεχνικών κανόνων που ορίζουν τις ελάχιστες τεχνικές προδιαγραφές σχεδιασμού και λειτουργίας όσον αφορά τη σύνδεση με δίκτυο εγκαταστάσεων παραγωγής, δικτύων διανομής, εξοπλισμού άμεσα συνδεδεμένων καταναλωτών, κυκλωμάτων διασυνδέσεων και απευθείας γραμμών. Οι τεχνικοί αυτοί κανόνες πρέπει να εξασφαλίζουν τη διαλειτουργικότητα των δικτύων, να είναι αντικειμενικοί και να μην εισάγουν διακρίσεις. […]»

9

Το άρθρο 20 της οδηγίας, με τίτλο «Πρόσβαση τρίτων», διευκρινίζει:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την εφαρμογή ενός συστήματος για την πρόσβαση τρίτων στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής με βάση δημοσιευμένα τιμολόγια, το οποίο ισχύει για όλους τους επιλέξιμους πελάτες και εφαρμόζεται αντικειμενικά και χωρίς διακρίσεις μεταξύ των χρηστών του δικτύου. Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε τα εν λόγω τιμολόγια, ή οι μεθοδολογίες που διέπουν τον υπολογισμό τους, να εγκρίνονται πριν τεθούν σε ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 23, τα δε τιμολόγια αυτά και οι μεθοδολογίες —στην περίπτωση που μόνο μεθοδολογίες εγκρίνονται— να δημοσιεύονται πριν από την έναρξη ισχύος τους.

2.   Ο διαχειριστής του δικτύου μεταφοράς ή διανομής μπορεί να αρνείται την πρόσβαση λόγω έλλειψης χωρητικότητας. Η άρνηση αυτή πρέπει να αιτιολογείται δεόντως, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του άρθρου 3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν, όπου ενδείκνυται και στις περιπτώσεις άρνησης της πρόσβασης, προκειμένου ο διαχειριστής του δικτύου μεταφοράς ή διανομής να παρέχει πληροφορίες για τα μέτρα που θα ήταν αναγκαία για την ενίσχυση του δικτύου. Η πλευρά που έχει ζητήσει τη χορήγηση των στοιχείων αυτών μπορεί να επιβαρύνεται με εύλογο τέλος που αντικατοπτρίζει το κόστος της παροχής των εν λόγω πληροφοριών.»

10

Το άρθρο 23 της οδηγίας, με τίτλο «Ρυθμιστικές αρχές», ορίζει:

«1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν ένα ή περισσότερα αρμόδια όργανα ως ρυθμιστικές αρχές. Οι εν λόγω αρχές είναι εντελώς ανεξάρτητες από τα συμφέροντα του κλάδου της ηλεκτρικής ενέργειας. Είναι υπεύθυνες, μέσω της εφαρμογής του παρόντος άρθρου, τουλάχιστον για τη διασφάλιση της αμεροληψίας, του ουσιαστικού ανταγωνισμού και της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς, παρακολουθώντας, ειδικότερα:

[…]

γ)

το χρόνο που χρειάζονται οι επιχειρήσεις μεταφοράς και διανομής για να πραγματοποιούν τις σχετικές διασυνδέσεις και επισκευές·

[…]

στ)

τους όρους, τις προϋποθέσεις και τα τιμολόγια για τη σύνδεση νέων παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου να διασφαλίζεται ότι είναι αντικειμενικοί, διαφανείς και αμερόληπτοι, λαμβανομένων ιδίως πλήρως υπόψη των δαπανών και των οφελών που απορρέουν από τις διάφορες τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, την αποκεντρωμένη παραγωγή και τη συνδυασμένη παραγωγή θερμικής και ηλεκτρικής ενέργειας·

[…]

2.   Οι ρυθμιστικές αρχές είναι υπεύθυνες για τον καθορισμό ή την έγκριση, πριν από την έναρξη ισχύος τους, τουλάχιστον των μεθοδολογιών οι οποίες χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό ή τον καθορισμό των όρων και των προϋποθέσεων για:

α)

τη σύνδεση και την πρόσβαση στα εθνικά δίκτυα, συμπεριλαμβανομένων των τιμολογίων μεταφοράς και διανομής. Τα εν λόγω τιμολόγια ή μεθοδολογίες επιτρέπουν την πραγματοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων στα δίκτυα κατά τρόπο ώστε οι επενδύσεις αυτές να διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των δικτύων·

[…]».

Η εθνική νομοθεσία

11

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το Κοινοβούλιο της Λιθουανίας εξέδωσε, την 1η Ιουλίου 2004, τον νόμο IX-2307 περί τροποποιήσεως του νόμου για την ηλεκτρική ενέργεια. Ο νόμος IX-2307, της , είχε ως αντικείμενο, ιδίως, τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Ο νόμος αυτός τέθηκε σε ισχύ στις .

12

Το άρθρο 15, παράγραφος 2, του νόμου για την ηλεκτρική ενέργεια, όπως διατυπώθηκε με τον νόμο IX-2307, της 1ης Ιουλίου 2004, έχει ως εξής:

«Ο διαχειριστής του δικτύου μεταφοράς πρέπει να εξασφαλίζει ότι οι προϋποθέσεις για τη σύνδεση στο δίκτυο των εξοπλισμών των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, των διαχειριστών του δικτύου διανομής και των πελατών πληρούν τις απαιτήσεις που επιβάλλονται κατά νόμο και δεν δημιουργούν διακρίσεις. Ο εξοπλισμός ενός πελάτη μπορεί να συνδεθεί με δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας μόνον όταν ο διαχειριστής του δικτύου διανομής αρνείται, λόγω επιβεβλημένων απαιτήσεων τεχνικής ή λειτουργικής φύσης, να συνδέσει στο δίκτυο τον εξοπλισμό πελάτη, που βρίσκεται στην περιφέρεια ασκήσεως δραστηριότητας η οποία αναφέρεται στην άδεια του διαχειριστή του δικτύου διανομής.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

13

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι στη Λιθουανία ο εξοπλισμός των περισσοτέρων πελατών ηλεκτρικής ενέργειας, δηλαδή των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας, είναι συνδεδεμένος με τα δίκτυα διανομής που εκμεταλλεύονται δύο διαχειριστές αυτού του είδους δικτύων. Οι δύο αυτοί διαχειριστές είναι οι κύριοι χρήστες των δικτύων μεταφοράς. Εξάλλου, πέντε εταιρίες διαχειρίζονται τοπικά δίκτυα, που πληρούν τις δικές τους απαιτήσεις και τις απαιτήσεις των κατοίκων μιας μικρής περιοχής. Τέλος, έξι εταιρίες που διαχειρίζονται βιομηχανικές επιχειρήσεις είναι συνδεδεμένες απευθείας με δίκτυα μεταφοράς. Οι συνδέσεις αυτές υπάρχουν από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, όταν δεν υπήρχαν χωριστοί τομείς παραγωγής, μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας. Επομένως ορισμένοι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας έχουν παραμείνει συνδεδεμένοι με τις εγκαταστάσεις των βιομηχανικών αυτών επιχειρήσεων και η προμήθεια της ηλεκτρικής ενέργειάς τους εξαρτάται από την τεχνική και χρηματοοικονομική ικανότητα των εν λόγω επιχειρήσεων.

14

Κατόπιν τροποποιήσεως, με τον νόμο IX-2307, της 1ης Ιουλίου 2004, του νόμου για την ηλεκτρική ενέργεια και, ιδίως, του άρθρου 15, παράγραφος 2, οι νέοι πελάτες δεν μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα με ποιο είδος δικτύου θα συνδέσουν τον εξοπλισμό τους και πρέπει να συνδεθούν με δίκτυο διανομής. Ο πελάτης μπορεί να συνδέσει τον εξοπλισμό του με δίκτυο μεταφοράς μόνον όταν ο διαχειριστής του δικτύου διανομής αρνείται να τον συνδέσει στο δίκτυό του λόγω επιβεβλημένων απαιτήσεων τεχνικής ή λειτουργικής φύσης.

15

Ομάδα μελών του Κοινοβουλίου ζήτησαν από το Lietuvos Respublikos Konstitucinis Teismas να ελέγξει τη συνταγματικότητα του άρθρου 15, παράγραφος 2, του νόμου για την ηλεκτρική ενέργεια, όπως διατυπώθηκε με τον νόμο IX-2307, της 1ης Ιουλίου 2004. Το δικαστήριο αυτό υπενθυμίζει ότι είναι επιφορτισμένο, σύμφωνα με το άρθρο 102 του Συντάγματος, με τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Διευκρινίζει ότι μπορεί να προσφύγει ενώπιον του ομάδα μελών του Κοινοβουλίου. Κατά την εξέταση της συνταγματικότητας ενός νόμου, το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφασίζει επί διαφορών μεταξύ αυτού ή αυτών που προσέφυγαν ενώπιον του και του οργάνου που εξέδωσε τον επίμαχο νόμο, δηλαδή του Λιθουανικού Κοινοβουλίου. Οι αποφάσεις του δεν προσβάλλονται με ένδικα μέσα.

16

Το Lietuvos Respublikos Konstitucinis Teismas διευκρινίζει ότι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, οι νομικοί κανόνες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αποτελούν μέρος της έννομης τάξης της Δημοκρατίας της Λιθουανίας και ότι, στις περιπτώσεις όπου ο ευρωπαϊκός κανόνας απορρέει από τις Συνθήκες για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ο νομικός αυτός κανόνας έχει άμεση εφαρμογή και, σε περίπτωση συγκρούσεως νόμων, υπερέχει των εθνικών νόμων. Πάντως, δεδομένου ότι η οδηγία εκδόθηκε βάσει των άρθρων 45 ΕΚ, 55 ΕΚ και 95 ΕΚ, το αιτούν δικαστήριο έχει την άποψη ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, του νόμου για την ηλεκτρική ενέργεια, όπως διατυπώθηκε με τον νόμο IX-2307, της 1ης Ιουλίου 2004, πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της οδηγίας.

17

Σύμφωνα με τα μέλη του Κοινοβουλίου που προσέφυγαν ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, το εν λόγω άρθρο 15, παράγραφος 2, δεν εξασφαλίζει την ελευθερία του πελάτη να επιλέξει ένα δίκτυο μεταφοράς ή ένα δίκτυο διανομής για τη σύνδεση του εξοπλισμού του. Πάντως, το άρθρο 20 της οδηγίας δεν περιορίζει ρητώς ένα πελάτη ηλεκτρικής ενέργειας να συνδέσει τον εξοπλισμό του με δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και δεν του επιβάλλει την υποχρέωση να συνδεθεί μόνο με δίκτυο διανομής.

18

Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το Κοινοβούλιο της Λιθουανίας εκτιμά, αντιθέτως, ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να ορίσουν τους κανόνες σύνδεσης με το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας. Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου προσκομίσθηκε το από 21 Δεκεμβρίου 2005 έγγραφο του A. Piebalgs, μέλους της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αρμόδιου σε θέματα ενέργειας, με το οποίο διευκρινιζόταν ότι η οδηγία «δεν απαιτεί να χορηγείται στον πελάτη δικαίωμα επιλογής, κατά τη διακριτική του ευχέρεια, μεταξύ συνδέσεως με δίκτυο μεταφοράς ή συνδέσεως με δίκτυο διανομής. Ο πελάτης έχει δικαίωμα να συνδεθεί με δίκτυο παροχής ηλεκτρικής ενέργειας· η συγκεκριμένη εφαρμογή της αποτελεί θέμα που υπάγεται στην αρχή της επικουρικότητας».

19

Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 20, παράγραφος 1, της οδηγίας, εναπόκειται στα κράτη μέλη να δημιουργήσουν σύστημα σύμφωνα με το οποίο οι πελάτες που το ζητούν θα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αμφότερα τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει επίσης ότι τα θέματα σύνδεσης με τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να ερμηνευθούν στο πλαίσιο των διατάξεων της οδηγίας, ιδίως του άρθρου της 3, που επιδιώκουν κοινωνικούς σκοπούς, όπως την παροχή καθολικών υπηρεσιών, την προστασία του καταναλωτή ή την προστασία του περιβάλλοντος. Πάντως, το άρθρο 15, παράγραφος 2, του νόμου για την ηλεκτρική ενέργεια, όπως διατυπώθηκε με τον νόμο IX-2307, της 1ης Ιουλίου 2004, φαίνεται να επιδιώκει τους σκοπούς αυτούς.

20

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Lietuvos Respublikos Konstitucinis Teismas αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 20 της οδηγίας […] την έννοια ότι υποχρεώνει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν νομικούς κανόνες σύμφωνα με τους οποίους οποιοσδήποτε τρίτος έχει το δικαίωμα, κατά τη διακριτική του ευχέρεια και με την επιφύλαξη ότι το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας έχει την «απαιτούμενη χωρητικότητα», να επιλέγει το δίκτυο —δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας ή δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας— με το οποίο επιθυμεί να συνδεθεί και ο διαχειριστής του δικτύου αυτού υποχρεούται να του επιτρέπει την πρόσβαση στο δίκτυο;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

21

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί αν το άρθρο 20 της οδηγίας έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίσουν ρύθμιση που να προβλέπει, αφενός, ότι οι τρίτοι μπορούν να επιλέγουν, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, το είδος δικτύου, μεταφοράς ή διανομής, στο οποίο επιθυμούν να έχουν πρόσβαση ή να συνδεθούν και, αφετέρου, ότι ο διαχειριστής του δικτύου αυτού υποχρεούται να τους επιτρέπει την πρόσβαση ή τη σύνδεση στο δίκτυό του εφόσον διαθέτει την απαιτούμενη χωρητικότητα.

Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

22

Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι το άρθρο 20 της οδηγίας υποχρεώνει τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν ένα σύστημα πρόσβασης στα δίκτυα που να επιτρέπει σε όλους τους πελάτες που το ζητούν να έχουν πρόσβαση σε αμφότερα τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής. Η μόνη εξαίρεση από την αρχή αυτή προβλέπεται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου. Όπως προκύπτει από τον ορισμό του όρου «μεταφορά» που δίδεται στο άρθρο 2 της οδηγίας, η μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι τον πελάτη μπορεί να είναι άμεση χωρίς τη χρήση δικτύου διανομής.

23

Το άρθρο 15, παράγραφος 2, του νόμου για την ηλεκτρική ενέργεια, όπως διατυπώθηκε με τον νόμο IX-2307, της 1ης Ιουλίου 2004, δεν παρέχει στον πελάτη την ελευθερία επιλογής του δικτύου στο οποίο θα συνδέσει τον εξοπλισμό του. Εισάγει επομένως διακρίσεις και αντιβαίνει στους σκοπούς της οδηγίας. Αυτή η έλλειψη επιλογής προσβάλλει τα δικαιώματα των καταναλωτών.

24

Η Λιθουανική και η Φινλανδική Κυβέρνηση, που συντάχθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση με την Επιτροπή, υποστηρίζουν ότι, για τους σκοπούς της ερμηνείας του άρθρου 20 της οδηγίας, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της έννοιας της «πρόσβασης στο δίκτυο» και της έννοιας της «σύνδεσης στο δίκτυο». Η πρόσβαση στο δίκτυο καλύπτει τη δυνατότητα χρησιμοποίησης του δικτύου με βάση δημοσιευμένα τιμολόγια. Η σύνδεση στο δίκτυο αφορά τη φυσική σύνδεση στο δίκτυο. Το εν λόγω άρθρο 20 ρυθμίζει μόνον τις υποχρεώσεις που πρέπει να εκπληρώσουν τα κράτη μέλη για να επιτρέψουν την ελεύθερη πρόσβαση τρίτων στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και όχι τα θέματα σύνδεσης στα δίκτυα αυτά.

25

Η Λιθουανική Κυβέρνηση εκτιμά ότι η οδηγία δεν επιβάλλει καμία υποχρέωση, για τα κράτη μέλη, όσον αφορά τη σύνδεση των πελατών με τα δίκτυα, εκτός των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας.

26

Η κυβέρνηση αυτή ισχυρίζεται ότι ο πελάτης, συνδεόμενος με ένα δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, αποκτά πρόσβαση στο δίκτυο αυτό. Επομένως, η επίδικη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση του εξασφαλίζει πρόσβαση στα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας και, εξάλλου, εξασφαλίζει την τήρηση των υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και της παροχής καθολικής υπηρεσίας του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας.

27

Κατά τα λοιπά, τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να προβλέπουν την κατά προτεραιότητα σύνδεση των πελατών με τα δίκτυα διανομής και επικουρικώς τη σύνδεση στα δίκτυα μεταφοράς. Το σύστημα που έθεσε σε εφαρμογή η επίδικη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση σκοπεί ιδίως στο να αποφεύγεται η άμεση σύνδεση των μεγάλων πελατών με τα δίκτυα μεταφοράς, γεγονός που θα είχε ως αποτέλεσμα τη μετακύλιση της επιβάρυνσης για τη σύνδεση με τα δίκτυα διανομής αποκλειστικά στους μικρούς πελάτες και την ως εκ τούτου αύξηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας κατά 10 έως 30 %. Εξάλλου, η ελεύθερη επιλογή σύνδεσης με το δίκτυο μεταφοράς θα έβλαπτε την κατά τον καλύτερο τρόπο ανάπτυξη των δικτύων.

28

Για τη Φινλανδική Κυβέρνηση, η έννοια των «τρίτων» του άρθρου 20 της οδηγίας υποδηλώνει μάλλον έναν άλλον προμηθευτή και όχι τη μονάδα μιας κάθετα οργανωμένης επιχείρησης που εξασφαλίζει την παραγωγή ή την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας. Η διάταξη αυτή δεν αφορά επομένως την πρόσβαση των καταναλωτών στα δίκτυα.

29

Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, η οδηγία δεν αναγνωρίζει στον πελάτη την ελευθερία επιλογής, κατά το δοκούν, του δικτύου στο οποίο θα συνδεθεί. Πρέπει, προηγουμένως, να συμμορφωθεί με το «σύστημα πρόσβασης» που προβλέπει η εθνική ρύθμιση. Ο πελάτης διαθέτει έτσι ένα υπό προϋποθέσεις δικαίωμα πρόσβασης στο σύστημα. Ωστόσο, αν τα κράτη μέλη μπορούσαν να υποχρεώσουν τους πελάτες να απευθυνθούν πρώτα σε διαχειριστή του δικτύου διανομής, θα υφίστατο προσβολή της ελευθερίας επιλογής του πελάτη και κίνδυνος εφαρμογής των κανόνων πρόσβασης από τον διαχειριστή του δικτύου διανομής κατά τρόπο εισάγοντα διακρίσεις.

30

Κατά την Επιτροπή, εφόσον το ζήτημα της σύνδεσης δεν έχει άμεση επίπτωση στην ελευθέρωση της εσωτερικής αγοράς, πρέπει να αφεθεί στη δικαιοδοσία των κρατών μελών, εκτός από τη σύνδεση των πλέον ευάλωτων πελατών για τους οποίους τα κράτη μέλη οφείλουν να θέσουν σε εφαρμογή μία καθολική υπηρεσία, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας.

Απάντηση του Δικαστηρίου

31

Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι σκοπός της οδηγίας είναι η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Σύμφωνα με την έκτη και την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, η πρόσβαση στο δίκτυο χωρίς διακρίσεις, με διαφανή τρόπο και με λογικές τιμές είναι αναγκαία για την καλή λειτουργία του ανταγωνισμού και έχει πρωταρχική σημασία για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (βλ. απόφαση της 22ας Μαΐου 2008, C-439/06, citiworks, Συλλογή 2008, σ. I-3913, σκέψεις 38 και 40).

32

Η τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας διευκρινίζει ότι μια εντελώς ανοικτή αγορά πρέπει να δίνει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να επιλέγει ελεύθερα τον προμηθευτή του και στον προμηθευτή αυτόν τη δυνατότητα να παραδίδει ελεύθερα τα προϊόντα του στους πελάτες του.

33

Το Δικαστήριο κατέληξε, αφενός, ότι, για να μπορούν οι πελάτες να επιλέγουν ελεύθερα τους προμηθευτές τους, οι τελευταίοι πρέπει να μπορούν να έχουν πρόσβαση στα διάφορα δίκτυα μεταφοράς και διανομής που φέρνουν την ηλεκτρική ενέργεια μέχρι τους πελάτες και, αφετέρου, ότι η ελεύθερη πρόσβαση των τρίτων στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής είναι ένα από τα ουσιώδη μέτρα που τα κράτη μέλη οφείλουν να εφαρμόζουν για να ολοκληρωθεί η εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση citiworks, σκέψεις 43 και 44).

34

Για να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα, πρέπει να αναζητηθεί το αντικείμενο της έννοιας της «πρόσβασης στο δίκτυο» και της έννοιας των «τρίτων», όπως χρησιμοποιούνται στο άρθρο 20 της οδηγίας, και να καθοριστούν οι υποχρεώσεις που επιβάλλει το εν λόγω άρθρο 20 στα κράτη μέλη για να εξασφαλίσει την πρόσβαση των τρίτων στα δίκτυα.

35

Το άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την εφαρμογή ενός συστήματος «το οποίο ισχύει για όλους τους επιλέξιμους πελάτες, για την πρόσβαση τρίτων στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής» και ότι το σύστημα «εφαρμόζεται αντικειμενικά και χωρίς διακρίσεις μεταξύ των χρηστών του δικτύου».

36

Όσον αφορά, πρώτον, την έννοια της «πρόσβασης στο δίκτυο», επιβάλλεται να αναζητηθεί αν, όπως υποστήριξαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Λιθουανική και η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των εννοιών της «πρόσβασης στο δίκτυο» και της «σύνδεσης στο δίκτυο».

37

Συναφώς, διαπιστώνεται η ύπαρξη διαφοράς μεταξύ των μεταφράσεων της οδηγίας σε ορισμένες γλώσσες. Συγκεκριμένα, τόσο η πρώτη περίοδος της παραγράφου 1 του άρθρου 20 όσο και η πρώτη περίοδος της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου αποδίδεται, σε πολλές γλώσσες, με τη λέξη «accès» [πρόσβαση]. Αυτό συμβαίνει, ιδίως, στα ισπανικά («acceso»), στα γερμανικά («Zugang»), στα αγγλικά («access»), στα γαλλικά και στα ιταλικά («accesso»). Αντιθέτως, στα λιθουανικά, στην παράγραφο 1 του άρθρου 20 της οδηγίας χρησιμοποιείται η λέξη «prieiga» που αντιστοιχεί στη γαλλική λέξη «accès», ενώ, στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, χρησιμοποιείται η λέξη «prisijungti», η οποία αντιστοιχεί στις γαλλικές λέξεις «connecter» ή «raccorder» [σύνδεση]. Η λέξη «prisijungti» χρησιμοποιείται επίσης στα λιθουανικά στη δεύτερη και έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, ενώ στις λοιπές γλώσσες που παρατίθενται χρησιμοποιείται η λέξη «accés» ή το αντίστοιχό της.

38

Κατά πάγια νομολογία, η διατύπωση που χρησιμοποιείται σε μία από τις γλωσσικές αποδόσεις κοινοτικής διατάξεως δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως μόνη βάση για την ερμηνεία της διατάξεως αυτής ούτε μπορεί να της αναγνωριστεί, προς τον σκοπό αυτό, υπεροχή έναντι των άλλων γλωσσικών αποδόσεων. Πράγματι, μια τέτοια αντιμετώπιση θα ήταν αντίθετη προς την απαίτηση της ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (βλ. αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1998, C-149/97, Institute of the Motor Industry, Συλλογή 1998, σ. I-7053, σκέψη 16, και της , C-187/07, Endendijk, Συλλογή 2008, σ. I-2115, σκέψη 23).

39

Σε περίπτωση διαστάσεως μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων ενός κοινοτικού νομοθετήματος, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα το όλο σύστημα και τον σκοπό της ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί στοιχείο (αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2000, C-437/97, EKW και Wein & Co, Συλλογή 2000, σ. I-1157, σκέψη 42· της , C-1/02, Borgmann, Συλλογή 2004, σ. I-3219, σκέψη 25, καθώς και Endendjik, προπαρατεθείσα, σκέψη 24).

40

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι λέξεις «πρόσβαση» και «σύνδεση» απαντώνται στην οδηγία με διαφορετικές σημασίες. Ο όρος «πρόσβαση» αφορά την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας, περιλαμβάνοντας ιδίως την ποιότητα, την τακτική παροχή και το κόστος της υπηρεσίας. Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο της εξασφάλισης τιμολογίων άνευ διακρίσεων. Έτσι, από τη δωδέκατη και τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας προκύπτει ότι η πρόσβαση στο δίκτυο με βάση τιμολόγια τα οποία δημοσιεύονται πριν τεθούν σε ισχύ εξασφαλίζει τιμολόγια μεταφοράς και διανομής άνευ διακρίσεων, από την έκτη αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι η πρόσβαση αυτή πρέπει να παρέχεται χωρίς διακρίσεις, με διαφάνεια και σε λογικές τιμές, από τη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας προκύπτει ότι η παρέμβαση των ρυθμιστικών αρχών εξασφαλίζει την ύπαρξη προϋποθέσεων πρόσβασης άνευ διακρίσεων και από τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη ότι για να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική πρόσβαση στην αγορά όλων των συντελεστών της αγοράς απαιτείται η εφαρμογή μηχανισμών εξισορρόπησης που δεν επιβάλλουν διακρίσεις και αντικατοπτρίζουν το κόστος.

41

Η λέξη «σύνδεση» χρησιμοποιείται περισσότερο σε ένα τεχνικό πλαίσιο και αφορά τη φυσική σύνδεση με το δίκτυο. Έτσι, το άρθρο 5 της οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τον καθορισμό κριτηρίων τεχνικής ασφάλειας και την εκπόνηση και δημοσιοποίηση τεχνικών κανόνων που ορίζουν τις ελάχιστες τεχνικές προδιαγραφές σχεδιασμού και λειτουργίας όσον αφορά τη σύνδεση με δίκτυο εγκαταστάσεων παραγωγής, δικτύων διανομής, εξοπλισμού άμεσα συνδεδεμένων καταναλωτών, κυκλωμάτων διασυνδέσεων και απευθείας γραμμών. Ομοίως, το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, της οδηγίας διευκρινίζει ότι οι ρυθμιστικές αρχές είναι υπεύθυνες για την εξασφάλιση της αμεροληψίας και του ουσιαστικού ανταγωνισμού, ιδίως όσον αφορά το χρόνο που χρειάζονται οι επιχειρήσεις μεταφοράς και διανομής για να πραγματοποιούν τις σχετικές συνδέσεις. Οι ίδιες αρχές οφείλουν επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α’, της οδηγίας, να καθορίζουν ή να εγκρίνουν, τις μεθοδολογίες για τον υπολογισμό ή τον καθορισμό των προϋποθέσεων σύνδεσης στα δίκτυα. Επ’ αυτού, όπως ορθώς το επισημαίνει η γενική εισαγγελέας στο σημείο 33 των προτάσεών της, το εν λόγω άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α’, χρησιμοποιεί στην ίδια πρόταση τις λέξεις «πρόσβαση» και «σύνδεση». Επομένως, οι δύο λέξεις έχουν διαφορετικές σημασίες. Εξάλλου, πρέπει να μνημονευθεί το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας, το οποίο διευκρινίζει ότι, για να διασφαλίσουν την παροχή καθολικής υπηρεσίας, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν στις εταιρείες διανομής την υποχρέωση σύνδεσης των πελατών με τα δίκτυά τους.

42

Έτσι, από την εξέταση αυτή των διατάξεων της οδηγίας προκύπτει, όπως το τονίζει η γενική εισαγγελέας στα σημεία 34 και 36 των προτάσεών της, ότι ως πρόσβαση στο δίκτυο νοείται το δικαίωμα χρήσης των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας και ότι η σύνδεση αντιστοιχεί στη φυσική σύνδεση με το δίκτυο. Το άρθρο 20 της οδηγίας διευκρινίζει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών μόνον όσον αφορά την πρόσβαση στα δίκτυα και όχι τη σύνδεση με αυτά.

43

Κατά συνέπεια, στον βαθμό που, αφενός, η μεταφορά και η διανομή δεν περιλαμβάνουν την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας και στον βαθμό που, αφετέρου, οι επιλέξιμοι πελάτες πρέπει να μπορούν να επιλέγουν ελεύθερα τους προμηθευτές τους και οι τελευταίοι πρέπει να μπορούν να έχουν πρόσβαση στα δίκτυα, όπως υπενθυμίστηκε με τη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι, για τους επιλέξιμους πελάτες, το δικαίωμα πρόσβασης στα δίκτυα ασκείται μέσω προμηθευτή τον οποίο οι εν λόγω πελάτες μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα. Αυτή η ελευθερία επιλογής είναι, όπως διευκρίνισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 41 των προτάσεών της, εν πάση περιπτώσει εξασφαλισμένη, είτε ο προμηθευτής τους συνδέσει με δίκτυο μεταφοράς είτε με δίκτυο διανομής.

44

Όσον αφορά στη συνέχεια την έννοια των «τρίτων», επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ίδιο το κείμενο του άρθρου 20, παράγραφος 1, της οδηγίας διευκρινίζει την έννοια αυτή χρησιμοποιώντας επίσης την έννοια του «χρήστη του δικτύου», ο ορισμός της οποίας δίδεται στο άρθρο 2, σημείο 18, της οδηγίας και καλύπτει τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που τροφοδοτούν ένα δίκτυο μεταφοράς ή διανομής ή που τροφοδοτούνται από ένα τέτοιο δίκτυο. Οι πελάτες περιλαμβάνονται στα πρόσωπα αυτά.

45

Συνεπώς, περιλαμβάνοντας τους χρήστες του δικτύου στο πεδίο εφαρμογής του, το άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας παρέχει επίσης στους επιλέξιμους πελάτες δικαίωμα πρόσβασης στα δίκτυα άνευ διακρίσεων.

46

Ένας από τους σκοπούς της οδηγίας είναι η ελευθερία πρόσβασης στο δίκτυο, η οποία αποτελεί, όπως υπενθυμίστηκε με τη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, ουσιώδες μέτρο για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και η πρόσβαση αυτή στο δίκτυο πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά, μη εισάγοντα διακρίσεις, διαφανή κριτήρια καθώς και σε τιμολόγια που δημοσιεύονται πριν τεθούν σε ισχύ και, επίσης, η εν λόγω πρόσβαση πρέπει να μην είναι προαιρετική.

47

Επομένως, τα κράτη μέλη διαθέτουν ένα περιθώριο χειρισμών για να κατευθύνουν τους χρήστες των δικτύων προς το ένα ή το άλλο είδος δικτύου υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι το πράττουν άνευ διακρίσεων και χρησιμοποιώντας αντικειμενικά κριτήρια. Οι χρήστες του δικτύου έχουν επομένως δικαίωμα πρόσβασης σε δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι η σύνδεση θα γίνει στο ένα ή το άλλο είδος δικτύου. Πρέπει πάντως να ελέγχεται αν τα κριτήρια που χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη είναι αντικειμενικά και άνευ διακρίσεων.

48

Προς τούτο, η μέριμνα να αποφευχθεί η σύνδεση των μεγάλων πελατών απευθείας με δίκτυα μεταφοράς, η οποία σύνδεση θα είχε ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση μόνον των μικρών πελατών με το κόστος σύνδεσης στα δίκτυα διανομής και την ως εκ τούτου αύξηση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, μπορεί να δικαιολογήσει την υποχρέωση σύνδεσης κατά προτεραιότητα με δίκτυο διανομής. Στον εθνικό δικαστή εναπόκειται ωστόσο να εξακριβώσει αν οι λόγοι αυτοί είναι πραγματικοί και βασίζονται σε αντικειμενικά και άνευ διακρίσεων κριτήρια.

49

Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει ότι στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 20 της οδηγίας έχει την έννοια ότι καθορίζει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών μόνον ως προς την πρόσβαση και όχι ως προς τη σύνδεση των τρίτων με τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και ότι δεν προβλέπει ότι το σύστημα πρόσβασης στα δίκτυα το οποίο οφείλουν να θεσπίσουν τα κράτη μέλη πρέπει να επιτρέπει στον επιλέξιμο πελάτη την επιλογή, κατά τη διακριτική του ευχέρεια, του είδους δικτύου με το οποίο επιθυμεί να συνδεθεί. Το εν λόγω άρθρο 20 έχει επίσης την έννοια ότι δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση που προβλέπει ότι ο εξοπλισμός επιλέξιμου πελάτη δεν μπορεί να συνδεθεί με δίκτυο μεταφοράς παρά μόνον αν ο διαχειριστής του δικτύου διανομής αρνείται, λόγω επιβεβλημένων απαιτήσεων τεχνικής ή λειτουργικής φύσης, να συνδέσει με το δίκτυο τον εξοπλισμό πελάτη ο οποίος βρίσκεται στην περιφέρεια ασκήσεως δραστηριότητας που αναφέρεται στην άδεια του διαχειριστή του δικτύου διανομής. Στον εθνικό δικαστή εναπόκειται, ωστόσο, να εξακριβώσει αν η θέση σε ισχύ και η εφαρμογή του συστήματος αυτού έγινε με αντικειμενικά κριτήρια που δεν ενέχουν διακρίσεις μεταξύ των χρηστών των δικτύων.

Επί των δικαστικών εξόδων

50

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 20 της οδηγίας 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ, έχει την έννοια ότι καθορίζει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών ως προς την πρόσβαση και όχι ως προς τη σύνδεση των τρίτων με τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και ότι δεν προβλέπει ότι το σύστημα πρόσβασης στα δίκτυα το οποίο οφείλουν να θεσπίσουν τα κράτη μέλη πρέπει να επιτρέπει στον επιλέξιμο πελάτη την επιλογή, κατά τη διακριτική του ευχέρεια, του είδους δικτύου με το οποίο επιθυμεί να συνδεθεί.

 

Το εν λόγω άρθρο 20 έχει επίσης την έννοια ότι δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση που προβλέπει ότι ο εξοπλισμός επιλέξιμου πελάτη δεν μπορεί να συνδεθεί σε δίκτυο μεταφοράς παρά μόνον αν ο διαχειριστής του δικτύου διανομής αρνείται, λόγω επιβεβλημένων απαιτήσεων τεχνικής ή λειτουργικής φύσης, να συνδέσει με το δίκτυο τον εξοπλισμό πελάτη ο οποίος βρίσκεται στην περιφέρεια ασκήσεως δραστηριότητας που αναφέρεται στην άδεια του διαχειριστή του δικτύου διανομής. Στον εθνικό δικαστή εναπόκειται, ωστόσο, να εξακριβώσει αν η θέση σε ισχύ και η εφαρμογή του συστήματος αυτού έγινε με αντικειμενικά κριτήρια που δεν ενέχουν διακρίσεις μεταξύ των χρηστών των δικτύων.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η λιθουανική.