Υπόθεση C-227/07
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
κατά
Δημοκρατίας της Πολωνίας
«Παράβαση κράτους μέλους — Ηλεκτρονικές επικοινωνίες — Δίκτυα και υπηρεσίες — Οδηγία 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση) — Άρθρα 4, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο — Πλημμελής μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο»
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer της 10ης Ιουνίου 2008 I ‐ 8406
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 2008 I ‐ 8424
Περίληψη της αποφάσεως
Προσέγγιση των νομοθεσιών – Δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, και διασύνδεση αυτών – Οδηγία 2002/19 – Υποχρέωση των φορέων να διαπραγματεύονται τη μεταξύ τους διασύνδεση
(Οδηγία 2002/19 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 4 § 1, 8 § 2 και 12 § 1, στοιχείο β’)
Προσέγγιση των νομοθεσιών – Δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, και διασύνδεση αυτών – Οδηγία 2002/19 – Εξουσία της εθνικής κανονιστικής αρχής να ενθαρρύνει και, κατά περίπτωση, να εξασφαλίζει την κατάλληλη πρόσβαση και διασύνδεση
(Οδηγία 2002/19 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 5 § 1, εδ. 1)
Το κράτος μέλος, επιβάλλοντας στους φορείς εκμεταλλεύσεως τηλεπικοινωνιακών δικτύων γενική υποχρέωση διαπραγματεύσεως συμβάσεως με σκοπό την πρόσβαση στο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο, δεν μετέφερε ορθώς στο εσωτερικό του δίκαιο το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/19, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους, το οποίο αφορά την υποχρέωση διαπραγματεύσεως της μεταξύ τους διασύνδεσης, και, ως εκ τούτου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.
Συγκεκριμένα, το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας επιτρέπει στους φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύου να παρέχουν την πρόσβαση και τη διασύνδεση σε άλλες επιχειρήσεις υπό όρους και προϋποθέσεις συμβατές με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τις εθνικές κανονιστικές αρχές. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις που η αρχή αυτή μπορεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, να επιβάλει, μετά από ανάλυση της αγοράς, σε φορέα εκμεταλλεύσεως δικτύου που έχει οριστεί ως έχων σημαντική ισχύ σε δεδομένη αγορά. Συναφώς, από τη συνδυασμένη ανάγνωση των άρθρων 8 και 12, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι η υποχρέωση καλόπιστης διαπραγματεύσεως μιας συμβάσεως με επιχειρήσεις μπορεί να επιβληθεί από την εθνική κανονιστική αρχή στους φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύου που διαθέτουν σημαντική ισχύ στην αγορά, μετά από ανάλυση της αγοράς αυτής. Πάντως, η εθνική ρύθμιση για τις τηλεπικοινωνίες δεν στηρίζεται σε διπλό καθεστώς ανάλογα με την ισχύ των επιχειρήσεων, αλλά οδηγεί στην ίση μεταχείριση όλων των φορέων εκμεταλλεύσεως δικτύου, χωρίς να επιτρέπει στην εθνική κανονιστική αρχή να λαμβάνει υπόψη συγκεκριμένες καταστάσεις προτού παρέμβει ή κατά την εξέταση της αιτήσεως της επιχειρήσεως που ζητεί πρόσβαση σε τηλεπικοινωνιακό δίκτυο. Πράγματι, η υποχρέωση καλόπιστης διαπραγματεύσεως των συμβάσεων προσβάσεως που προβλέπει η εθνική ρύθμιση για τις τηλεπικοινωνίες έχει ως συνέπεια την επιβολή της υποχρεώσεως αυτής χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση του βαθμού πραγματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά. Επίσης, η εθνική ρύθμιση δεν προβλέπει κατάργηση ή τροποποίηση της υποχρεώσεως αυτής αν ο ανταγωνισμός στην αγορά αυτή αυξηθεί.
Εξάλλου, οι παρεμβάσεις της εθνικής κανονιστικής αρχής πρέπει, σύμφωνα με τη δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας, παράλληλα με την αύξηση του ανταγωνισμού, να λαμβάνουν εξίσου υπόψη το δικαίωμα του ιδιοκτήτη να αξιοποιεί την υποδομή του προς όφελός του και το δικαίωμα άλλων φορέων παροχής υπηρεσιών να έχουν πρόσβαση σε ευκολίες ουσιώδεις για την εκ μέρους τους παροχή ανταγωνιστικών υπηρεσιών.
Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2002/19, κατά τις παρεμβάσεις της εθνικής κανονιστικής αρχής είναι αναγκαίο να λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία που αναφέρει η διάταξη αυτή, μεταξύ των οποίων η ανάγκη μακροπρόθεσμης διασφαλίσεως του ανταγωνισμού και εξετάσεως του ανάλογου χαρακτήρα των υποχρεώσεων που σκοπεύει να επιβάλει η αρχή αυτή όσον αφορά την πρόσβαση σε συγκεκριμένα στοιχεία του δικτύου και τη χρήση τους για τους σκοπούς του άρθρου 8 της οδηγίας 2002/21, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Μη προβλέποντας, όμως, την παρέμβαση της εθνικής κανονιστικής αρχής πριν την επιβολή της υποχρεώσεως διαπραγματεύσεως συμβάσεων προσβάσεως, ο νόμος για τις τηλεπικοινωνίες δεν επιτρέπει καμιά εκτίμηση της καταστάσεως σύμφωνα με τα στοιχεία που περιέχει το άρθρο 12, παράγραφος 2.
(βλ. σκέψεις 37-44, 49, διατακτ.1)
Το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2002/19, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους, το οποίο αφορά την εξουσία της εθνικής κανονιστικής αρχής να ενθαρρύνει και, κατά περίπτωση, να εξασφαλίζει, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας αυτής, την κατάλληλη πρόσβαση και διασύνδεση, καθώς και τη διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών, περιορίζεται στην πρόβλεψη μιας γενικής εξουσιοδοτήσεως προς τις εθνικές κανονιστικές αρχές με σκοπό την επίτευξη των στόχων του άρθρου 8 της οδηγίας 2002/21, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών στο ειδικό πλαίσιο της προσβάσεως και της διασυνδέσεως.
(βλ. σκέψη 65)