ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 24ης Σεπτεμβρίου 2009 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Συμπράξεις — Καθορισμός επιτοκίων καταθέσεων και επιτοκίων χορηγήσεων από τις αυστριακές τράπεζες — “Όμιλος Lombard” — Επίδραση επί του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών — Υπολογισμός των προστίμων — Διαδοχή των επιχειρήσεων — Πραγματική επίπτωση στην αγορά — Θέση σε λειτουργία της συμπράξεως»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-125/07 P, C-133/07 P, C-135/07 P και C-137/07 P,

με αντικείμενο αιτήσεις αναιρέσεως βάσει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που υποβλήθηκαν στις 1, 2, 5 και 6 Μαρτίου 2007, αντιστοίχως,

Erste Group Bank AG, πρώην Εrste Bank der österreichischen Sparkassen AG (C-125/07 P), με έδρα τη Βιέννη (Αυστρία), εκπροσωπούμενη από τον F. Montag, Rechtsanwalt,

Raiffeisen Zentralbank Österreich AG (C-133/07 P), με έδρα τη Βιέννη (Αυστρία), εκπροσωπούμενη από τους S. Völcker και G. Terhorst, Rechtsanwälte,

Bank Austria Creditanstalt AG (C-135/07 P), με έδρα τη Βιέννη (Αυστρία), εκπροσωπούμενη από τους C. Zschocke και J. Beninca, Rechtsanwälte,

Österreichische Volksbanken AG (C-137/07 P), με έδρα τη Βιέννη (Αυστρία), εκπροσωπούμενη από τους A. Ablasser, R. Bierwagen και F. Neumayr, Rechtsanwälte,

αναιρεσείουσες,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους A. Bouquet και R. Sauer, επικουρούμενους από τον D. Waelbroeck, avocat, και την U. Zinsmeister, Rechtsanwältin, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, J.-C. Bonichot, P. Kūris (εισηγητή), L. Bay Larsen και C. Toader, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: B. Fülöp, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Μαρτίου 2008,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Μαρτίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με τις αιτήσεις αναιρέσεως, η Erste Group Bank AG, πρώην Bank der österreichischen Sparkassen AG (στο εξής: Erste), η Raiffeisen Zentralbank Österreich AG (στο εξής: RZB), Bank Austria Creditanstalt AG (στο εξής: BA-CA) και η Österreichische Volksbanken AG (στο εξής: ÖVAG), ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T-259/02 έως T-264/02 και T-271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II-5169, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή τους με σκοπό την ακύρωση της αποφάσεως 2004/138/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 2002, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση COMP/36.571/D-1 — Αυστριακές τράπεζες — «Όμιλος Lombard») (ΕΕ 2004, L 56, σ. 1, στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση) και, επικουρικώς, να μειώσει τα πρόστιμα που επεβλήθησαν σε καθεμία από αυτές με το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έτι δε επικουρικότερον, να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου.

I — Το νομικό πλαίσιο

Α — Ο κανονισμός 17

2

Το άρθρο 11, παράγραφος 5, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (ΕΕ 1962, 13, σ. 204), ορίζει:

«Αν μία επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων δεν παρέχει τις αιτούμενες πληροφορίες εντός της καθορισμένης από την Επιτροπή προθεσμίας ή τις παρέχει κατά τρόπο ελλιπή, η Επιτροπή τις ζητεί με απόφαση. Η απόφαση καθορίζει ακριβώς τις αιτούμενες πληροφορίες, ορίζει εύλογη προθεσμία εντός της οποίας οι πληροφορίες πρέπει να παρασχεθούν και αναφέρει τις κυρώσεις οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, περίπτωση β’, και στο άρθρο 16, παράγραφος 1, περίπτωση γ’, καθώς και το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο κατά της αποφάσεως.»

3

Το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 ορίζει:

«2.   Η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει με απόφαση στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμο ύψους χιλίων μέχρις ενός εκατομμυρίου λογιστικών μονάδων, ή και ποσό μεγαλύτερο από αυτό μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό του κύκλου εργασιών που επραγματοποιήθη κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο από μία των επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν συνεργήσει στην παράβαση, όταν εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α)

διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου [81], παράγραφος 1, ή του άρθρου [82] της Συνθήκης, ή

β)

παραβαίνουν υποχρέωση επιβεβλημένη δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1.

Κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψη, εκτός από την σοβαρότητα της παραβάσεως, και η διάρκειά της.»

Β — Οι κατευθυντήριες γραμμές

4

Η ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ» (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές) ορίζει, στο προοίμιό της, τα εξής:

«Σκοπός των αρχών που διέπουν τις […] κατευθυντήριες γραμμές είναι να καταστεί δυνατή η διασφάλιση της διαφάνειας και της αντικειμενικότητας των αποφάσεων της Επιτροπής, τόσο έναντι των επιχειρήσεων, όσο και έναντι του Δικαστηρίου, και παράλληλα να κατοχυρωθεί η διακριτική ευχέρεια που ο νομοθέτης έχει παραχωρήσει στην Επιτροπή για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, με ανώτατο όριο το 10% του συνολικού κύκλου εργασιών των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. Η άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας θα πρέπει, ωστόσο, να εντάσσεται σε μια συνεκτική και απαλλαγμένη από αυθαίρετες διακρίσεις πολιτική, η οποία να είναι κατάλληλα προσαρμοσμένη στους στόχους της καταστολής των παραβιάσεων των κανόνων ανταγωνισμού.

Η νέα μέθοδος, η οποία θα εφαρμόζεται για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, θα πρέπει στο εξής να συμβαδίζει με το ακόλουθο σύστημα, το οποίο στηρίζεται στον προσδιορισμό ενός βασικού ποσού επί του οποίου εφαρμόζονται προσαυξήσεις, εάν συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, και μειώσεις, εάν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις.»

5

Το σημείο 1 των κατευθυντηρίων γραμμών ορίζει ότι, για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων, το βασικό ποσό καθορίζεται σε συνάρτηση με τα κριτήρια τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, ήτοι σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως. Στις κατευθυντήριες γραμμές διευκρινίζεται επίσης ότι, για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο χαρακτήρας της ίδιας της παραβάσεως, η πραγματική επίπτωση επί της αγοράς, εφόσον αυτή είναι δυνατό να εκτιμηθεί, καθώς και η έκταση της γεωγραφικής αγοράς αναφοράς.

Γ — Η ανακοίνωση περί συνεργασίας

6

Με την ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 18 Ιουλίου 1996 (ΕΕ 1996, C 207, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας), σχέδιο της οποίας, με τίτλο πληροφορίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την πολιτική της σε θέματα προστίμων για παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, δημοσιεύθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1995 (ΕΕ C 341, σ. 13), η Επιτροπή καθόρισε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι επιχειρήσεις που συνεργάζονται με την Επιτροπή κατά την έρευνά της ως προς τη σύμπραξη θα μπορούν να απαλλάσσονται του προστίμου ή να τυγχάνουν μειώσεως του ύψους του προστίμου το οποίο θα έπρεπε να καταβάλουν αν δεν είχαν συνεργαστεί, όπως προκύπτει από το κεφάλαιο A, σκέψη 3, της ανακοινώσεως αυτής.

7

Το κεφάλαιο A, παράγραφος 5, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας προβλέπει τα εξής:

«Η συνεργασία μιας επιχειρήσεως με την Επιτροπή αποτελεί ένα μόνον από τα στοιχεία τα οποία λαμβάνει υπόψη της η τελευταία κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου.

[…]»

8

Το κεφάλαιο Δ της εν λόγω ανακοινώσεως, σχετικά με τη σημαντική μείωση του ύψους του προστίμου, έχει ως εξής:

«1.

Εφόσον επιχείρηση συνεργάζεται χωρίς να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που εκτίθενται στα τμήματα Β ή Γ, τυγχάνει μειώσεως κατά 10 έως 50% του ύψους του προστίμου που θα της είχε υποβληθεί εάν δεν είχε συνεργαστεί.

2.

Αυτό μπορεί ιδίως να συμβεί εφόσον:

πριν από την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η επιχείρηση παράσχει στην Επιτροπή πληροφορίες, έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που συμβάλλουν στην επιβεβαίωση της παράβασης,

μετά την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η επιχείρηση ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν αμφισβητεί τα γεγονότα επί των οποίων βασίζονται οι κατηγορίες της.»

9

Το κεφάλαιο E, σημείο 3, της ίδιας ανακοινώσεως, σχετικά με τη διαδικασία, προβλέπει μεταξύ άλλων τα εξής:

«[Η] Επιτροπή έχει επίγνωση του γεγονότος ότι η παρούσα ανακοίνωση δημιουργεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στις επιχειρήσεις που επιθυμούν να την ενημερώσουν για την ύπαρξη συμπράξεων.»

II — Το ιστορικό της διαφοράς και η προσβαλλομένη απόφαση

10

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο συνόψισε το ιστορικό της υποθέσεως επί της οποίας κλήθηκε να αποφανθεί με την ασκηθείσα ενώπιόν του προσφυγή ως εξής:

«1.

Με την [προσβαλλομένη] απόφαση […] η Επιτροπή διαπίστωσε τη συμμετοχή διαφόρων επιχειρήσεων σε μια σειρά συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

2.

Επρόκειτο, μεταξύ άλλων, για τις οκτώ ακόλουθες τράπεζες, οι οποίες είναι αποδέκτριες της [προσβαλλομένης] αποφάσεως:

Erste […]·

[RZB]·

[BA-CA]·

[…]

[ÖVAG]·

[…]

3.

Η Επιτροπή προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στις αποδέκτριες της [προσβαλλομένης] αποφάσεως ότι έθεσαν σε λειτουργία το εκ μέρους της επονομαζόμενο “δίκτυο Lombard”, ήτοι ένα σύνολο τακτικών συσκέψεων (στο εξής: κύκλοι διαβουλεύσεων), που ήσαν εκτεταμένες κατά το περιεχόμενό τους και στενά συνδεδεμένες από οργανωτική άποψη και στο πλαίσιο των οποίων οι αποδέκτριες της ως άνω αποφάσεως προέβαιναν, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, σε συνεννόηση ως προς τη συμπεριφορά τους όσον αφορά τις κύριες παραμέτρους του ανταγωνισμού στην αγορά των τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών εντός της Αυστρίας.

[…]

15.

Η Επιτροπή, αφού έλαβε γνώση, τον Απρίλιο του 1997, ενός εγγράφου που άφηνε υπόνοιες για την ύπαρξη, εντός της αυστριακής τραπεζικής αγοράς, συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών που ήσαν αντίθετες προς το άρθρο 81 ΕΚ, κίνησε την επίσημη διαδικασία εξετάσεως. Στις 30 Ιουνίου 1997, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 17 […], το πολιτικό κόμμα Freiheitliche Partei Österreichs (στο εξής: FPÖ) υπέβαλε καταγγελία κατά οκτώ αυστριακών πιστωτικών ιδρυμάτων για τα οποία υπήρχε η υπόνοια ότι συμμετείχαν σε συμφωνίες ή/και σε εναρμονισμένες πρακτικές που περιόριζαν τον ανταγωνισμό.

16.

Στις 23 και 24 Ιουνίου 1998, η Επιτροπή διεξήγαγε αιφνιδιαστικούς ελέγχους σε πολλές τράπεζες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι περισσότερες από τις αποδέκτριες της [προσβαλλομένης] αποφάσεως. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1998, η Επιτροπή απηύθυνε αίτηση παροχής πληροφοριών σε πολλά πιστωτικά ιδρύματα για τα οποία υπήρχε η υπόνοια ότι συμμετείχαν στις ως άνω συμφωνίες ή πρακτικές, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

17.

Αμέσως μόλις έλαβαν την αίτηση παροχής πληροφοριών, οι σημαντικότερες από τις εμπλεκόμενες τράπεζες προσέφεραν στην Επιτροπή τη “συνεργασία” τους κατά την εξέταση της υποθέσεως, μέχρι σημείου ώστε πρότειναν να εκθέσουν τα πραγματικά περιστατικά “οικειοθελώς” (αντί να απαντήσουν στην αίτηση παροχής πληροφοριών), ενώ θα παραιτούνταν από την ακρόαση· σε αντάλλαγμα, η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Επιτροπής θα ανακαλούσε την αίτησή της παροχής πληροφοριών και θα επέβαλλε απλώς ένα “μετριοπαθές” διοικητικό πρόστιμο. Η Επιτροπή χαιρέτισε μεν την προθυμία για συνεργασία των τραπεζών, απέκλεισε όμως το ενδεχόμενο οποιασδήποτε συμφωνίας επί του ζητήματος αυτού.

18.

Όλοι οι αποδέκτες της αιτήσεως παροχής πληροφοριών ανταποκρίθηκαν τότε στην εν λόγω αίτηση. Συναφώς, κάποιοι υποστήριξαν, εντούτοις, ότι δεν υπέχουν υποχρέωση απαντήσεως των περισσοτέρων από τις ερωτήσεις που είχαν υποβληθεί και ότι μπορούν να απαντήσουν στις σχετικές ερωτήσεις, καθώς και να διαβιβάσουν τα σχετικά έγγραφα, οικειοθελώς, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας συνεργασίας. Η Επιτροπή αντέκρουσε τη νομική αυτή άποψη.

19.

Λίγο αργότερα, οι σημαντικότερες από τις εμπλεκόμενες τράπεζες, στις οποίες περιλαμβάνονταν οι προσφεύγουσες […] απηύθυναν στην Επιτροπή έγγραφο 132 σελίδων, τιτλοφορούμενο “Κοινό έγγραφο στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά”, στο οποίο περιέγραφαν λεπτομερώς το ιστορικό της συμπράξεώς τους και, εν συνεχεία, συνόψιζαν και αξιολογούσαν το περιεχόμενο των κύκλων διαβουλεύσεών τους, όπως αυτό προέκυπτε από τα υποβληθέντα έγγραφα καθώς και από τα έγγραφα των οποίων είχε ζητηθεί η προσκόμιση. Παράλληλα, προσκόμισαν δεκαέξι αρχειοθήκες που περιείχαν έγγραφα τα οποία είχαν ταξινομηθεί ανά κύκλο διαβουλεύσεων και τα οποία συνοδεύονταν από λεπτομερείς πίνακες περιεχομένων. Προκειμένου η Επιτροπή να εκτιμήσει την ενδεχόμενη προστιθέμενη αξία των εγγράφων που διαβιβάσθηκαν με το κοινό έγγραφο στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, παρακάλεσε τις τράπεζες να της επισημάνουν αν ορισμένα από τα έγγραφα αυτά της ήσαν ακόμη άγνωστα και, ενδεχομένως, ποια ήσαν αυτά. Οι τράπεζες θεώρησαν ότι δεν ήταν δυνατό ούτε αναγκαίο να κάνουν δεκτό το αίτημα αυτό.

20.

Στις 13 Σεπτεμβρίου 1999, η Επιτροπή διαβίβασε σε οκτώ τράπεζες την ανακοίνωση των αιτιάσεων που εκδόθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1999 […]. Στις 22 Νοεμβρίου 2000, η Επιτροπή απέστειλε στις τράπεζες συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων […].

21.

Στις 11 Ιουνίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε την [προσβαλλόμενη] απόφαση.

[…]

22.

Στο άρθρο 1 της [προσβαλλομένης] αποφάσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι οκτώ τράπεζες στις οποίες απευθύνεται η εν λόγω απόφαση διέπραξαν παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ επειδή συμμετείχαν σε συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές ως προς τις τιμές, τις τραπεζικές προμήθειες και άλλες παραμέτρους του ανταγωνισμού, που είχαν ως αντικείμενο, από την 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 24 Ιουνίου 1998, τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην αγορά των τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών εντός της Αυστρίας.

[…]

24.

Το άρθρο 3 της [προσβαλλομένης] αποφάσεως επιβάλλει στους αποδέκτες αυτής τα ακόλουθα πρόστιμα:

Erste: 37,69 εκατομμύρια ευρώ·

RZB: 30,38 εκατομμύρια ευρώ·

BA-CA: 30,38 εκατομμύρια ευρώ·

[…]

ÖVAG: 7,59 εκατομμύρια ευρώ·

[…].

25.

Η [προσβαλλόμενη] απόφαση επισημαίνει ότι στην Αυστρία οι συμφωνίες μεταξύ τραπεζών, ιδίως όσον αφορά τα επιτόκια και τις προμήθειες, έχουν μακρά παράδοση, η οποία στηριζόταν εν μέρει, μέχρι τη δεκαετία του’80, σε μια νομική βάση η οποία, εντούτοις, καταργήθηκε το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 1994, όταν η Δημοκρατία της Αυστρίας προσχώρησε στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) και ο [νόμος περί του τραπεζικού συστήματος (Bankwesengesetz)] άρχισε να ισχύει.

26.

Ωστόσο, τα πιστωτικά ιδρύματα εξακολούθησαν, στο πλαίσιο του συσταθέντος δικτύου, να συνάπτουν συμφωνίες, ιδίως ως προς τα επιτόκια χορηγήσεων και τα επιτόκια καταθέσεων.

27.

Η [προσβαλλόμενη] απόφαση αναφέρει, στον τίτλο 5, ότι οι συναφθείσες συμφωνίες ήσαν πληρέστατες κατά το περιεχόμενό τους, θεσμοθετημένες σε μεγάλο βαθμό καθώς και στενά συνδεδεμένες και ότι οι εν λόγω συμφωνίες κάλυπταν ολόκληρη την αυστριακή επικράτεια. Κάθε τραπεζικό προϊόν αποτελούσε αντικείμενο ενός ειδικού κύκλου διαβουλεύσεων, στον οποίο συμμετείχαν οι εκάστοτε υπεύθυνοι συνεργάτες του δευτέρου ή του τρίτου ιεραρχικού κλιμακίου των οικείων τραπεζών. Στην πράξη, αυτός ο θεωρητικός διαχωρισμός δεν ετηρείτο αυστηρά: ενίοτε εξετάζονταν συναφή ζητήματα, τα οποία υπάγονταν σε διαφορετικούς κύκλους διαβουλεύσεων, σε έναν μόνο κύκλο. Τέλος, αυτοί οι επιμέρους κύκλοι διαβουλεύσεων αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος ενός οργανικού συνόλου.

28.

Εκπρόσωποι της διοικήσεως των μεγαλυτέρων αυστριακών τραπεζών, που συγκροτούσαν την ανώτατη αρχή (η οποία έφερε την ονομασία “όμιλος Lombard”), συμμετείχαν σε συσκέψεις μία φορά τον μήνα, εκτός Αυγούστου. Εκτός από ουδέτερα όσον αφορά τον ανταγωνισμό θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, η ως άνω αρχή επεξεργαζόταν τη μεταβολή των επιτοκίων, τη λήψη μέτρων στον τομέα της διαφημίσεως, κ.λπ. Σε ορισμένες από τις συσκέψεις αυτές παρίσταντο εκπρόσωποι της Εθνικής Τράπεζας της Αυστρίας […].

29.

Στο αμέσως χαμηλότερο επίπεδο υπήρχαν οι κύκλοι διαβουλεύσεων τεχνικού χαρακτήρα, οι οποίοι συνδέονταν με ειδικά προϊόντα. Συναφώς, οι σημαντικότεροι ήσαν οι κύκλοι διαβουλεύσεων σχετικά με τις ενεργητικές τραπεζικές συναλλαγές, ήτοι τα επιτόκια χορηγήσεων, και οι κύκλοι διαβουλεύσεων σχετικά με τις παθητικές τραπεζικές συναλλαγές, ήτοι τα επιτόκια καταθέσεων ταμιευτηρίου· όπως υποδηλώνει η ονομασία τους, οι ως άνω κύκλοι διαβουλεύσεων είχαν ως αντικείμενο τον καθορισμό των όρων (ήτοι των επιτοκίων) χορηγήσεων και καταθέσεων ταμιευτηρίου και λάμβαναν χώρα είτε ξεχωριστά είτε ως κοινοί κύκλοι διαβουλεύσεων. Μεταξύ του “ομίλου Lombard” και των ως άνω κύκλων διαβουλεύσεων υπήρχε εντονότατη ανταλλαγή πληροφοριών.

30.

Σε όλα τα αυστριακά ομόσπονδα κράτη λάμβαναν χώρα τακτικά πολλοί περιφερειακοί κύκλοι διαβουλεύσεων, που είχαν ποικίλο περιεχόμενο. Σε ορισμένα ομόσπονδα κράτη, επαναλαμβανόταν μάλιστα η ιεραρχική διάρθρωση του “ομίλου Lombard” και των κύκλων διαβουλεύσεων τεχνικού χαρακτήρα.

31.

Κατά τη διάρκεια των ομοσπονδιακών κύκλων διαβουλεύσεων με θέμα τα επιτόκια χορηγήσεων ή/και τα επιτόκια καταθέσεων, εκπρόσωποι των ιδρυμάτων της Βιέννης συναντούσαν τους ομολόγους τους των περιφερειακών ιδρυμάτων προκειμένου, κατ’ ουσίαν, να επεκτείνουν την ισχύ των αποφάσεών τους στο σύνολο της αυστριακής επικράτειας.

32.

Επιπλέον, υπήρχαν ειδικοί κύκλοι διαβουλεύσεων που ήσαν αφιερωμένοι στις συναλλαγές με επιχειρήσεις, στις συναλλαγές με ιδιώτες στον τομέα “ελευθέρια επαγγέλματα”, στα ενυπόθηκα δάνεια και στα στεγαστικά δάνεια (που ονομάζονταν, αντιστοίχως, “Minilombard”, “κύκλος διαβουλεύσεων των παρεχόντων υπηρεσίες προς μεγάλους πελάτες”, “κύκλος διαβουλεύσεων στον τομέα ‘ελευθέρια επαγγέλματα’”, “κύκλος διαβουλεύσεων σχετικά με τα ενυπόθηκα δάνεια” και “κύκλος διαβουλεύσεων με θέμα τα επιτόκια καταθέσεων των στεγαστικών τραπεζών”).

33.

Τέλος, λάμβανε χώρα, ανά τακτά διαστήματα, πλήθος άλλων κύκλων διαβουλεύσεων που αφορούσαν τον ανταγωνισμό: στον κύκλο διαβουλεύσεων των διαχειριστών κεφαλαίων (Treasurerrunde) συζητούνταν θέματα της ομοσπονδιακής χρηματοδοτήσεως και θέματα επιτοκίων, ενώ στους επιμέρους κύκλους διαβουλεύσεων που αφορούσαν τις πληρωμές (και ειδικότερα στον κύκλο διαβουλεύσεων με θέμα τις πληρωμές, στον κύκλο διαβουλεύσεων των τραπεζών με θέμα τις συναλλαγές εξωτερικού και στην Οργανωτική Επιτροπή των αυστριακών συνδέσμων πιστωτικών ιδρυμάτων ή Organisationskomitee der österreichischen Kreditinstitutsverbände) συζητούνταν θέματα τραπεζικών εξόδων και προμηθειών ως προς τις συναλλαγές πληρωμών, στον όμιλο “Εξαγωγές” (Exportklub) συζητούνταν θέματα της χρηματοδότησης των εξαγωγών και στον κύκλο διαβουλεύσεων σχετικά με τα αξιόγραφα (Bankenrunde Wertpapiere) συζητούνταν θέματα των κατωτάτων τραπεζικών εξόδων, των προμηθειών και των επιτοκίων που ίσχυαν για τα προϊόντα αυτά.

34.

Μεταξύ όλων αυτών των ειδικών κύκλων διαβουλεύσεων, σημαντική είναι η θέση του κύκλου διαβουλεύσεων των ελεγκτών διαχειρίσεως (Controllerrunde), στον οποίο συμμετείχαν εκπρόσωποι των αρμοδίων τμημάτων των μεγαλύτερων αυστριακών τραπεζών. Στο πλαίσιο του ως άνω κύκλου διαβουλεύσεων, γινόταν η επεξεργασία ενιαίων βάσεων υπολογισμού και κοινών προτάσεων για την αύξηση των κερδών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι τράπεζες ενίσχυαν τη διατραπεζική διαφάνεια όσον αφορά τα στοιχεία κοστολόγησης και υπολογισμού που εφάρμοζαν.

35.

Ανάμεσα σε όλους αυτούς τους κύκλους διαβουλεύσεων, που είχαν, επομένως, ως κύριο αντικείμενο τα επιτόκια χορηγήσεων και καταθέσεων καθώς και τις τραπεζικές προμήθειες, υπήρχε τακτική ανταλλαγή πληροφοριών. Συχνά, οι συζητήσεις στο πλαίσιο ενός κύκλου διαβουλεύσεων αναβάλλονταν μέχρι να επιτευχθεί συμφωνία στο πλαίσιο ενός άλλου κύκλου διαβουλεύσεων. Τέλος, η υπεροχή του “ομίλου Lombard” είχε ως αποτέλεσμα ότι, σε αμφισβητούμενες περιπτώσεις, αναμενόταν η απόφαση του εν λόγω ομίλου για την άρση της αμφισβητήσεως.

36.

Προς τον σκοπό της εφαρμογής, σε όλη την επικράτεια της Αυστρίας, των συμφωνιών που συνάπτονταν στους κύκλους διαβουλεύσεων της Βιέννης (ή προς συμμόρφωση με τις εν λόγω συμφωνίες), υπήρχε επίσης τακτική ροή πληροφοριών προς τους κύκλους διαβουλεύσεων των ομόσπονδων κρατών ή, αντιστρόφως, από αυτούς προς τους κεντρικούς κύκλους διαβουλεύσεων στη Βιέννη. Κατά καιρούς, οι περιφερειακοί κύκλοι διαβουλεύσεων έστελναν εκπροσώπους στους ομοσπονδιακούς κύκλους διαβουλεύσεων με θέμα τα επιτόκια χορηγήσεων ή/και τα επιτόκια καταθέσεων.

37.

Με την [προσβαλλόμενη] απόφαση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, κατά την περίοδο την οποία αφορά η έρευνα (ήτοι από 1ης Ιανουαρίου 1994 έως το τέλος Ιουνίου 1998), μόνο στη Βιέννη πραγματοποιήθηκαν τουλάχιστον 300 συσκέψεις, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι πολυάριθμοι περιφερειακοί κύκλοι διαβουλεύσεων. […]

38.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει τον ειδικό ρόλο των ηγετικών εταιριών στο πλαίσιο του “δικτύου Lombard” ως προς τον συντονισμό και την εκπροσώπηση των αντιστοίχων τραπεζικών ομίλων τους, ήτοι, όσον αφορά την Εrste ([πρώην] GiroCredit), για τον τομέα των ταμιευτηρίων, όσον αφορά την RZB, για τον τομέα Raiffeisen και, όσον αφορά την ÖVAG, για τον τομέα των λαϊκών τραπεζών. Κατά την Επιτροπή, ο ρόλος αυτός αξιοποιήθηκε άμεσα προς όφελος της εύρυθμης λειτουργίας του “δικτύου Lombard”. Αφενός, οι ηγετικές εταιρίες ήσαν υπεύθυνες για την οργάνωση των αμοιβαίων ανταλλαγών πληροφοριών μεταξύ της Βιέννης και των ομόσπονδων κρατών στο πλαίσιο των ομίλων· αφετέρου, εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα του ομίλου τους έναντι των άλλων μελών του καρτέλ. Σύμφωνα με την Επιτροπή, οι λοιποί μετέχοντες θεωρούσαν, ως εκ τούτου, τις ηγετικές εταιρίες ως εκπροσώπους των ως άνω ομίλων. Κατά συνέπεια, οι συναφθείσες συμφωνίες δεν καταρτίζονταν μόνο μεταξύ των ως άνω ιδρυμάτων, αλλά και μεταξύ των ομίλων.»

III — Οι ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγές και η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

11

Με τις προσφυγές που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Αυγούστου και στις 2 Σεπτεμβρίου 2002, οι οκτώ επιχειρήσεις στις οποίες επεβλήθησαν πρόστιμα με την προσβαλλομένη απόφαση, μεταξύ των οποίων οι τέσσερις αναιρεσείουσες των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως, η Erste, η RZB, η BA και η ÖVAG, άσκησαν, δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, προσφυγές με σκοπό την ακύρωση, εν όλω ή εν μέρει, της αποφάσεως αυτής και, επικουρικώς, την ακύρωση των προστίμων που επιβλήθηκαν σε καθεμία από αυτές ή τη μείωση του ύψους των προστίμων.

12

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Πρωτοδικείο απέρριψε τις προσφυγές, μεταξύ άλλων, της Erste, της BA καθώς και της ÖVAG, και καταδίκασε αυτές τις τρεις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

13

Το Πρωτοδικείο απέρριψε επίσης την προσφυγή της RZB, καθώς και την ασκηθείσα από την Επιτροπή ανταγωγή, και καταδίκασε την RZB στα δικαστικά της έξοδα, πλην του 90% των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

IV — Αιτήματα των αναιρεσειουσών

14

Η Erste ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον απορρίπτει την προσφυγή ακυρώσεως της αναιρεσείουσας·

να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση καθόσον επιβάλλει πρόστιμο στην Erste·

επικουρικώς, να μειώσει το ύψος του προστίμου που της επιβλήθηκε με το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

έτι επικουρικότερον, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου, και

εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

15

Η RZB ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον απορρίπτει την προσφυγή ακυρώσεως της αναιρεσείουσας·

να ακυρώσει το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης αποφάσεως στο μέτρο που αφορά την RZB·

επικουρικώς, να μειώσει το ύψος του προστίμου που της επιβλήθηκε με το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

16

Η BA-CA ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον απορρίπτει την προσφυγή ακυρώσεως της αναιρεσείουσας·

να ακυρώσει το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης στο μέτρο που αφορά την BA-CA·

επικουρικώς, να μειώσει το ύψος του προστίμου που της επιβλήθηκε με το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

17

Η ÖVAG ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει τα σημεία 2 και 4 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως·

να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση στο μέτρο που αφορά την ÖVAG·

επικουρικώς, να μειώσει το ύψος του προστίμου που της επιβλήθηκε με το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

έτι επικουρικότερον, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα ή να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου.

18

Η Επιτροπή ζητεί, σε καθεμία από τις υπό κρίση υποθέσεις, από το Πρωτοδικείο:

να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως των αναιρεσειουσών και

να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

V — Λόγοι αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

19

Η Erste προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως:

προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας·

παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ εφόσον δεν υπάρχει αισθητός επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου·

παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 επειδή καταλογίστηκε στην Erste η συμπεριφορά της GiroCredit για την περίοδο που προηγήθηκε της εξαγοράς της, και

παράβαση του εν λόγω άρθρου σε συνδυασμό με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων και τον καθορισμό του ύψους τους.

20

Η RZB προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως:

παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ διότι δεν αποδείχθηκε ο επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου·

παραβίαση των κατευθυντηρίων γραμμών καθόσον οι συσκέψεις των οικείων τραπεζών χαρακτηρίστηκαν ως «πολύ σοβαρές παραβάσεις»·

παραβίαση του κανονισμού 17 και των κατευθυντηρίων γραμμών καθόσον τα μερίδια αγοράς του συνόλου του «τομέα Raiffeisen» κακώς της καταλογίστηκαν, και

πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση της συνεργασίας της με την Επιτροπή.

21

Η BA-CA προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως:

την εσφαλμένη διαπίστωση, στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του προστίμου, ότι οι διαβουλεύσεις είχαν οικονομικά αποτελέσματα·

το γεγονός ότι δεν ελήφθησαν υπόψη περιστάσεις δικαιολογούσες μείωση του προστίμου στο πλαίσιο καθορισμού του βασικού προστίμου, και

το γεγονός ότι δεν ελήφθη υπόψη η συνεργασία της υπό μορφή απαντήσεων στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών, το κοινό έγγραφο στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, η οικειοθελής κοινοποίηση συμπληρωματικών εγγράφων και η απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

22

Η ÖVAG προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως:

την εσφαλμένη διαπίστωση περί παρακωλύσεως του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου·

τον εσφαλμένο καταλογισμό του αποκεντρωμένου τομέα στο πλαίσιο της κατανομής ανά κατηγορίες, και

το γεγονός ότι δεν ελήφθησαν υπόψη ελαφρυντικές περιστάσεις.

VI — Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

23

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2007, κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων και του γενικού εισαγγελέα επί του σημείου αυτού, διετάχθη η συνεκδίκαση των τεσσάρων υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και έκδοση κοινής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 43 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

24

Επειδή οι λόγοι αναιρέσεως των αναιρεσειουσών αλληλεπικαλύπτονται εν πολλοίς, πρέπει να εξετασθούν από κοινού.

Α — Επί των λόγων που αντλούνται από παραβίαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ

1. Επί του λόγου που αφορά πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση της προϋποθέσεως επηρεασμού του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου

25

Η Erste, η RZB και η ÖVAG υποστηρίζουν από κοινού τον λόγο αυτόν αναιρέσεως, ο οποίος διαιρείται, κατ’ ουσίαν, σε τρία σκέλη.

α) Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκτίμηση περί της ικανότητας μιας καλύπτουσας το σύνολο του εθνικού εδάφους συμπράξεως να επηρεάσει αισθητώς το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

26

Η RZB και η ÖVAG υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τη σκέψη 181 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, «ότι υπάρχει, τουλάχιστον, ισχυρό τεκμήριο ότι μια πρακτική που περιορίζει τον ανταγωνισμό και η οποία εφαρμόζεται στο σύνολο του εδάφους κράτους μέλους είναι ικανή να συμβάλει στη στεγανοποίηση των αγορών και να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο».

27

Συναφώς, η RZB προβάλλει, πρώτον, ότι το Πρωτοδικείο ερμήνευσε απλουστευμένα την προϋπόθεση επηρεασμού του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου όταν έκρινε ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδείξει την ύπαρξη αποτελέσματος στεγανοποιήσεως.

28

Με τις σκέψεις 182 έως 184 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη του το περιεχόμενο της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 21ης Ιανουαρίου 1999, C-215/96 και C-216/96, Bagnasco κ.λπ. (Συλλογή 1999, σ. I-135).

29

Δεύτερον, η RZB φρονεί ότι το Πρωτοδικείο δεν ερμήνευσε προσηκόντως τη νομολογία του Δικαστηρίου κρίνοντας ότι το γεγονός και μόνον ότι οι διαβουλεύσεις καλύπτουν το σύνολο του εδάφους της Δημοκρατίας της Αυστρίας αρκεί για να συναχθεί ότι επηρεάζεται το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

30

Συγκεκριμένα, η ικανότητα επηρεασμού του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου προϋποθέτει, πλέον της «εδαφικής καλύψεως», την παρουσία τουλάχιστον ενός άλλου παράγοντα, εν προκειμένω των αποτελεσμάτων της στεγανοποιήσεως.

31

Εξάλλου, η RZB τονίζει ότι το Πρωτοδικείο αντιστρέφει, με τη σκέψη 181 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το βάρος αποδείξεως στην επιχείρηση, ενώ απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και την ικανότητα της συμπράξεως να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

32

Η ÖVAG εκφράζει επίσης τη δυσαρέσκειά της για το ότι το Πρωτοδικείο σχετικοποίησε το περιεχόμενο του κριτηρίου του αποτελέσματος της στεγανοποιήσεως των αγορών.

33

Προσθέτει ότι το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη του, με τη σκέψη 166 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις ιδιαιτερότητες της εκ των υστέρων εκτιμήσεως παρελθούσας παραβάσεως. Το Πρωτοδικείο κακώς δεν εξέτασε την πραγματική επίπτωση των συμφωνιών επί του ενδοκρατικού εμπορίου.

34

Επιπλέον, η ÖVAG επισημαίνει τον αντιφατικό και ανεπαρκή χαρακτήρα της αιτιολογίας του Πρωτοδικείου. Συγκεκριμένα, με τη σκέψη 164 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι τα αποτελέσματα της στεγανοποιήσεως των αγορών δεν είναι σημαντικό στοιχείο βάσει του οποίου μπορεί να συναχθεί ο επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου, ενώ με τη σκέψη 181 της εν λόγω αποφάσεως, έκρινε, αντιθέτως, ότι υφίσταται στενός σύνδεσμος μεταξύ των αποτελεσμάτων στεγανοποιήσεως των αγορών μιας συμπράξεως και της ικανότητάς της να επηρεάσει το διασυνοριακό εμπόριο.

35

Η Επιτροπή προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

36

Πρώτον, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι, για να μπορεί μια απόφαση, συμφωνία ή πρακτική να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, πρέπει, βάσει ενός συνόλου νομικών ή πραγματικών στοιχείων, να πιθανολογείται επαρκώς ότι η οικεία απόφαση, συμφωνία ή πρακτική μπορεί να ασκήσει επιρροή, άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική, στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, τούτο δε κατά τρόπο δυνάμενο να εμποδίσει την υλοποίηση της ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατών μελών. Επιπλέον, πρέπει η επιρροή αυτή να μην είναι ασήμαντη (απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2006, C-238/05, Asnef-Equifax και Administraciόn del Estrado, Συλλογή 2006, σ. I-11125, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37

Έτσι, η διαπίστωση επιπτώσεων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο προϋποθέτει εν γένει τη συνδρομή πολλών παραγόντων, οι οποίοι, εκτιμώμενοι μεμονωμένα, δεν θα ήταν κατ’ ανάγκη καθοριστικοί. Για να διαπιστωθεί αν μια σύμπραξη επηρεάζει αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, πρέπει να εξετάζεται στα πλαίσια του οικονομικού και του νομικού του πλαισίου (προπαρατεθείσα απόφαση Asnef-Equifax και Administraciόn del Estado, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38

Αφετέρου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το γεγονός ότι μια σύμπραξη σκοπεί απλώς στη διάθεση προϊόντων στο εμπόριο ενός μόνον κράτους μέλους δεν αρκεί για να αποκλεισθεί η ύπαρξη επιπτώσεων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο. Πράγματι, σύμπραξη η οποία εκτείνεται στο σύνολο του εδάφους κράτους μέλους συνεπάγεται, ως εκ της φύσεώς της, την εδραίωση στεγανοποιήσεων εθνικού χαρακτήρα, εμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό την οικονομική αλληλοδιείσδυση που επιδιώκει η Συνθήκη ΕΚ (προπαρατεθείσα απόφαση Asnef-Equifax και Administraciόn del Estado, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39

Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζονται οι αναιρεσείουσες, ορθώς το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 181 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δέχθηκε ως αφετηρία της συλλογιστικής του την ύπαρξη ισχυρού τεκμηρίου επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, διευκρινίζοντας ευθύς αμέσως ότι «[το τεκμήριο αυτό] μπορεί να ανατραπεί μόνον αν η ανάλυση των χαρακτηριστικών της συμφωνίας και του οικονομικού πλαισίου, στο οποίο εντάσσεται, αποδεικνύει το αντίθετο».

40

Ωστόσο, το Πρωτοδικείο προέβη στην ανάλυση αυτή με τις σκέψεις 182 έως 185 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ειδικότερα, με τη σκέψη 183 της αποφάσεως αυτής, διαπίστωσε ότι «στις συνεννοήσεις εντός του πλαισίου του «ομίλου Lombard» είχαν εμπλακεί όχι μόνο σχεδόν όλα τα πιστωτικά ιδρύματα στην Αυστρία, αλλά και ένα πολύ ευρύ φάσμα τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών, ιδίως δε οι καταθέσεις και οι πιστώσεις και, ως εκ τούτου, οι εν λόγω συνεννοήσεις ήσαν ικανές να μεταβάλουν τους όρους του ανταγωνισμού στο σύνολο του ως άνω κράτους μέλους». Με τη σκέψη 185 της ιδίας αποφάσεως, εξέτασε το ότι «το “δίκτυο Lombard” μπορεί να συνέβαλε στη διατήρηση των φραγμών για την πρόσβαση στην αγορά […], καθόσον ενδέχεται να επέτρεψε τη διατήρηση των διαρθρώσεων της αυστριακής τραπεζικής αγοράς […]».

41

Επομένως, το Πρωτοδικείο, αφού διευκρίνισε, με τις σκέψεις 111 έως 121 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον επιδιωκόμενο από κάθε κύκλο διαβουλεύσεων σκοπό, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, διαπίστωσε, με τη σκέψη 185 της αποφάσεως αυτής, ότι η ύπαρξη του «δικτύου Lombard» παρεμπόδιζε την ελεύθερη πρόσβαση στην αυστριακή αγορά, οπότε η σύμπραξη μπορούσε να έχει διασυνοριακό αποτέλεσμα.

42

Συνεπώς, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε, με τη σκέψη 186 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίμαχη συμφωνία μπορούσε να έχει αποτελέσματα στεγανοποιήσεως της αγοράς και να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

43

Δεύτερον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η RZB, το Πρωτοδικείο δεν αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως, αλλά, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, κατόπιν αναλύσεως, διαπίστωσε ότι οι αναιρεσείουσες δεν ανέτρεψαν το τεκμήριο ότι η σύμπραξη, εξεταζόμενη στο σύνολό της και εκτεινόμενη σε όλη την Αυστρία, είναι ικανή να επηρεάσει το διακρατικό εμπόριο.

44

Τρίτον, διαπιστώνεται ότι η συλλογιστική του Πρωτοδικείου στη σκέψη 181 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν αντιφάσκει με τις κρίσεις του στη σκέψη 164 της ιδίας αποφάσεως.

45

Συγκεκριμένα, με τη σκέψη 164, το Πρωτοδικείο απλώς απέρριψε την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών ότι μόνον τα αποτελέσματα της στεγανοποιήσεως των αγορών μιας συμπράξεως μπορούν να ληφθούν υπόψη για να συναχθεί η ικανότητα της συμπράξεως αυτής να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

46

Τέταρτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ δεν επιβάλλει μεν οι διαλαμβανόμενες στη διάταξη αυτή συμφωνίες να επηρεάζουν αισθητά το ενδοκοινοτικό εμπόριο, επιβάλλει όμως να αποδεικνύεται ότι οι συμφωνίες αυτές είναι ικανές να έχουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα (προπαρατεθείσα απόφαση Asnef-Equifax και Administraciόn del Estado, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47

Συνεπώς, η ÖVAG δεν δύναται να υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο έπρεπε να εξετάσει την πραγματική επίπτωση της εν λόγω συμπράξεως επί του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου.

48

Επομένως, το πρώτο σκέλος του εξετασθέντος λόγου πρέπει να απορριφθεί.

β) Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από το ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή μπορούσε να εξετάσει συνολικώς τα διασυνοριακά αποτελέσματα των κύκλων διαβουλεύσεων και προβαίνοντας σε εσφαλμένη, ανεπαρκή και αντιφατική ανάλυση του ορισμού της σχετικής αγοράς

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

49

Με την πρώτη αιτίαση, η ÖVAG υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας, με τις σκέψεις 168 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή μπορούσε να εξετάσει συνολικώς τα διασυνοριακά αποτελέσματα των κύκλων διαβουλεύσεων αντί να εξετάσει μεμονωμένα την ικανότητα κάθε κύκλου διαβουλεύσεων να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

50

Συναφώς, η αναιρεσείουσα προβάλλει, αφενός, ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο μη εξετάζοντας, μεμονωμένα, τα αποτελέσματα επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου των κύκλων διαβουλεύσεων, οι οποίοι εμπίπτουν σε διαφορετική δραστηριότητα και, εξάλλου, δεν εκτίμησε ορθώς την προερχόμενη από την απόφαση Bagnasco κ.λπ., προπαρατεθείσα, νομολογία του Δικαστηρίου.

51

Με τη δεύτερη αιτίαση, η ÖVAG επικρίνει τη συλλογιστική του Δικαστηρίου, η οποία εκτίθεται στη σκέψη 172 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «ο ορισμός της σχετικής αγοράς δεν διαδραματίζει τον ίδιο ρόλο ανάλογα με το αν πρόκειται να εφαρμοσθεί το άρθρο 81 ΕΚ ή το άρθρο 82 ΕΚ». Η ÖVAG υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο έπρεπε να εκτιμήσει τα αποτελέσματα επί του εμπορίου των συμφωνιών που έχουν συναφθεί εντός των διαφόρων κύκλων διαβουλεύσεων βάσει πιο συσταλτικού ορισμού των σχετικών αγορών.

52

Επιπλέον, η ÖVAG επισημαίνει αντίφαση μεταξύ της σκέψεως 174 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία το Πρωτοδικείο αναγνωρίζει ότι «οι διάφορες τραπεζικές παροχές υπηρεσιών τις οποίες αφορούν οι συμφωνίες δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αμοιβαίας αντικαταστάσεως», και της σκέψεως 175 της εν λόγω αποφάσεως, με την οποία κρίνει ότι «η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει χωριστά τις αγορές των διαφόρων τραπεζικών προϊόντων που αφορούν οι κύκλοι διαβουλεύσεων».

53

Η Επιτροπή προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο ουδόλως υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

— Επί της αιτιάσεως που αντλείται από το ότι το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένως τη νομολογία

54

Κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων των συμφωνιών υπό το πρίσμα του άρθρου 81 ΕΚ, πρέπει να συνεκτιμώνται το συγκεκριμένο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται, ιδίως δε το οικονομικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους οι οικείες επιχειρήσεις, η φύση των επηρεαζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, καθώς και οι πραγματικές συνθήκες της λειτουργίας και της διαρθρώσεως της εν λόγω αγοράς ή των εν λόγω αγορών (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Asnef-Equifax και Administraciόn del Estado, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

55

Με τις σκέψεις 111 έως 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι υφίσταται συμφωνία αρχής μεταξύ όλων των τραπεζών που μετέχουν στη σύμπραξη προς εξάλειψη του ανταγωνισμού επί των τιμών σχετικά με ευρύ φάσμα τραπεζικών υπηρεσιών προς ιδιώτες και επιχειρήσεις, περιλαμβανομένων των «μεγάλων λογαριασμών». Το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε επίσης τον χαρακτηρισμό της ενιαίας συνολικής συμπράξεως που δόθηκε στους κύκλους διαβουλεύσεων.

56

Καθόσον, όπως διαπίστωσε το Πρωτοδικείο, επρόκειτο για συνολική σύμπραξη που αφορούσε τους ουσιώδεις πρωταγωνιστές οικονομικού τομέα κράτους μέλους και ευρύ φάσμα χρηματοπιστωτικών προϊόντων και υπηρεσιών, ορθώς το Πρωτοδικείο εκτίμησε ότι οι επίμαχες συμφωνίες, οι οποίες βασίζονται σε ενιαίο σχέδιο και τέθηκαν σε εφαρμογή στο πλαίσιο διαφορετικών κύκλων διαβουλεύσεων, συνιστούν ενιαία παράβαση που δικαιολογεί και απαιτεί συνολική εξέταση της ικανότητας της γενικευμένης αυτής συμπράξεως να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

57

Όσον αφορά την απόφαση Bagnasco κ.λπ., προπαρατεθείσα, την οποία επικαλείται η αναιρεσείουσα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως έπραξε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 171 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο δεν χρειάστηκε να εξετάσει συνολικώς τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών από τις δύο ρήτρες της κύριας δίκης, καθόσον, για τη μία, η συμφωνία δεν είχε ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού, ενώ η άλλη δεν μπορούσε να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

58

Κατά συνέπεια, αντίθετα προς τις συμπράξεις των υπό κρίση υποθέσεων, στην απόφαση εκείνη δεν ετέθη το ζήτημα της εξετάσεως του συνόλου των συμφωνιών από της απόψεως της προϋποθέσεως του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών. Επομένως, οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν να επικαλεστούν λυσιτελώς την απόφαση αυτή για να αμφισβητήσουν τα διαπιστωθέντα με τη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως.

59

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της ÖVAG με την οποία υποστηρίζεται ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της προϋποθέσεως περί του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, το Πρωτοδικείο όφειλε να εξετάσει μεμονωμένα τις επίμαχες συμφωνίες.

— Επί της αιτιάσεως που αντλείται από τον εσφαλμένο, ανεπαρκή και αντιφατικό χαρακτήρα της αναλύσεως του Πρωτοδικείου σχετικά με τον ορισμό της σχετικής αγοράς

60

Πρώτον, όσον αφορά τη σκέψη 172 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο, αφού υπενθύμισε ότι ο ορισμός της σχετικής αγοράς δεν διαδραματίζει τον ίδιο ρόλο ανάλογα με το αν πρόκειται να εφαρμοσθεί το άρθρο 81 ΕΚ ή το άρθρο 82 ΕΚ, έκρινε ότι ο ορισμός της σχετικής αγοράς είναι αλυσιτελής εφόσον η Επιτροπή έκρινε ότι η επίμαχη συμφωνία νόθευε τον ανταγωνισμό και ήταν ικανή να επηρεάσει αισθητά το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

61

Η προβληθείσα από την ÖVAG αιτίαση κατά της αναλύσεως αυτής δεν ασκεί επιρροή εφόσον το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 172 έως 174 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εξέτασε την προβληθείσα αιτίαση με σκοπό την αμφισβήτηση της μεθόδου που ακολούθησε η Επιτροπή για να εκτιμήσει τα αποτελέσματα επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου και δεν άντλησε καμία συνέπεια από την ανάλυσή του.

62

Δεύτερον, όσον αφορά την αιτιολογία που εκθέτει το Πρωτοδικείο στη σκέψη 174 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία έκρινε ότι οι διάφορες τραπεζικές παροχές υπηρεσιών, τις οποίες αφορούν οι συμφωνίες, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αμοιβαίας αντικαταστάσεως, και στη σκέψη 175, με την οποία διευκρίνισε ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει μεμονωμένα τις αγορές των διαφόρων αυτών τραπεζικών προϊόντων, η προβληθείσα από την ÖVAG αιτίαση πρέπει να απορριφθεί, καθόσον το Πρωτοδικείο αιτιολόγησε προσηκόντως τους λόγους για τους οποίους θα ήταν τεχνητός ο συσταλτικός ορισμός της αγοράς, διαπιστώνοντας ότι η πλειονότητα των πελατών των τραπεζών γενικών εργασιών ζητεί ένα σύνολο τραπεζικών υπηρεσιών και, επομένως, ο επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου μπορεί να είναι έμμεσος και η σχετική αγορά μπορεί να είναι διαφορετική από την αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών τις οποίες αφορά η σύμπραξη.

63

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της ÖVAG που αντλείται από τον εσφαλμένο, ανεπαρκή και αντιφατικό χαρακτήρα της αναλύσεως του Πρωτοδικείου σχετικά με τον ορισμό της σχετικής αγοράς, κατά συνέπεια δε, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του εξετασθέντος λόγου.

Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από το ότι δεν αποδείχθηκε ότι η σύμπραξη επηρεάζει αισθητά το ενδοκοινοτικό εμπόριο

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

64

Η Erste υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο έπρεπε να διαπιστώσει, στις σκέψεις 153 έως 187 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι το άρθρο 81 ΕΚ δεν ετύγχανε εφαρμογής εφόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η επίμαχη σύμπραξη επηρεάζει αισθητά το εμπόριο. Κατά την αναιρεσείουσα, ακόμη κι αν η συναφθείσα μεταξύ των τραπεζών σύμπραξη είχε διασυνοριακά αποτελέσματα, τα αποτελέσματα αυτά ήσαν περιορισμένα.

65

Η Επιτροπή προβάλλει ότι οι ισχυρισμοί της Erste είναι εσφαλμένοι.

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

66

Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ δεν επιβάλλει μεν οι διαλαμβανόμενες στη διάταξη αυτή συμφωνίες να επηρεάζουν αισθητά το ενδοκοινοτικό εμπόριο, επιβάλλει όμως να αποδεικνύεται ότι οι συμφωνίες αυτές είναι ικανές να έχουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Asnef-Equifax και Administraciόn del Estado, σκέψη 43).

67

Συναφώς, με τις σκέψεις 111 έως 121, 179 και 183 έως 185 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι η συμφωνία συγκέντρωνε το σύνολο σχεδόν των αυστριακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, κάλυπτε ευρύτατο φάσμα τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών και εκτεινόταν στο σύνολο του αυστριακού εδάφους, με κίνδυνο να μεταβληθούν οι όροι του ανταγωνισμού στο σύνολο αυτού του κράτους μέλους.

68

Επομένως, το Πρωτοδικείο, μολονότι δεν αποφάνθηκε ρητώς ως προς τον αισθητό επηρεασμό του ενδοκοινοτικού εμπορίου, επισήμανε ωστόσο τα στοιχεία βάσει των οποίων, λαμβανομένης υπόψη της αναλύσεως της προϋποθέσεως που διευκρινίζεται με τη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως, η σύμπραξη μπορεί να έχει αποτελέσματα επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου.

69

Κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος του εξετασθέντος λόγου πρέπει να απορριφθεί.

70

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο λόγος που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκτίμηση της προϋποθέσεως επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

2. Επί του λόγου που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον καταλογισμό της ευθύνης της παραβάσεως

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

71

Η Erste υποστηρίζει ότι κακώς το Πρωτοδικείο έκρινε, με τις σκέψεις 323 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ήταν υπεύθυνη για την παράβαση που διέπραξε η GiroCredit πριν από την εξαγορά της από την Erste, πρώην Die Erste Österreichische Spar-Casse-Bank AG (στο εξής: ΕÖ), και ότι η Επιτροπή δεν διέπραξε καμία παρανομία καταλογίζοντας τη συμπεριφορά αυτή στην Erste, υπό την ιδιότητά της ως δικαιούχου της GiroCredit.

72

Με την πρώτη αιτίαση, η Erste υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι το Πρωτοδικείο δεν εκτίμησε ορθώς τους υφιστάμενους οικονομικούς και νομικούς δεσμούς μεταξύ GiroCredit και του ομίλου BA. Συναφώς, η Erste υπενθυμίζει ότι, μέχρι να ανακτήσει την πλειοψηφία του κεφαλαίου της GiroCredit στις 20 Μαΐου 1997, ο όμιλος BA, ο οποίος συμμετείχε στον «όμιλο Lombard» κατείχε κατά πλειοψηφία την GiroCredit. Ο όμιλος αυτός δεν ήλεγχε την GiroCredit μόνο μέσω πλειοψηφούσας συμμετοχής στο κεφάλαιό της, αλλά και μέσω του διορισμού των μελών του συμβουλίου εποπτείας και διευθύνσεως και της κατοχής των υψηλότερων διoικητικών θέσεων της GiroCredit από μισθωτούς υπαλλήλους προερχόμενους από τον όμιλο BA. Κατά συνέπεια, η συμπεριφορά της GiroCredit έπρεπε να καταλογιστεί για την περίοδο αυτή στην BA-CA.

73

Περαιτέρω, η διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι το νομικό πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την εκμετάλλευση των τραπεζικών δραστηριοτήτων της GiroCredit πριν από τη μεταβίβασή της ήταν η «GiroCredit Bank der österreichischen Sparkassen AG» είναι εσφαλμένη από νομικής απόψεως, εφόσον ο όμιλος BA είχε επίσης τον έλεγχο και τη διεύθυνση της τελευταίας αυτής εταιρίας.

74

Με τη δεύτερη αιτίαση, η Erste υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε επίσης σε πλάνη περί το δίκαιο με τις σκέψεις 328 έως 336 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κρίνοντας ότι η Επιτροπή είχε την επιλογή να επιβάλει κυρώσεις είτε στη θυγατρική που μετείχε στην παράβαση, είτε στη μητρική εταιρία που την ήλεγχε κατά την περίοδο εκείνη, τούτο δε, ακόμη και στην περίπτωση οικονομικής διαδοχής, και, επομένως, να της καταλογίσει τη συμπεριφορά της GiroCredit αντί να την καταλογίσει στην πρώην μητρική εταιρία.

75

Η Επιτροπή φρονεί ότι πρέπει να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ του καθορισμού του νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την επιχείρηση που μετείχε στην παράβαση και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες η συμπεριφορά θυγατρικής, με αυτοτελή νομική προσωπικότητα, μπορεί να καταλογιστεί στη μητρική εταιρία. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η προσέγγισή της δεν είναι ανεπιεικής καθόσον η Erste μετείχε στη σύμπραξη.

β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

76

Με τις δύο αυτές αιτιάσεις, που αρμόζει να εξεταστούν από κοινού, η Erste αμφισβητεί το ότι η προσβαλλομένη απόφαση της καταλογίζει τη συμπεριφορά της GiroCredit πριν από την 1η Οκτωβρίου 1997, ημερομηνία της συγχωνεύσεώς της με την GiroCredit.

77

Οσάκις μια επιχείρηση παραβαίνει τους κανόνες του ανταγωνισμού, ευθύνεται, κατά την αρχή της προσωπικής ευθύνης, για την παράβαση αυτή (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1999, C-49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I-4125, σκέψη 145, και της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-279/98 P, Cascades κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-9693, σκέψη 78).

78

Ως προς το ερώτημα υπό ποίες περιστάσεις μπορεί να επιβληθεί παρά ταύτα κύρωση σε φορέα για παράβαση της οποίας αυτός δεν διέπραξε, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η διαπίστωση ότι αυτή η περίπτωση συντρέχει αν ο φορέας που διέπραξε την παράβαση έπαυσε να υφίσταται νομικώς (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 145).

79

Συγκεκριμένα, όπως το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει, οσάκις επιχείρηση, η οποία παρέβη τους κανόνες του ανταγωνισμού, αποτελεί αντικείμενο νομικής ή οργανωτικής μεταβολής, η μεταβολή αυτή δεν έχει κατ’ ανάγκην ως αποτέλεσμα τη δημιουργία νέας επιχειρήσεως απαλλαγμένης της ευθύνης των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών της προηγουμένης επιχειρήσεως αν, από οικονομικής απόψεως, οι δύο επιχειρήσεις ταυτίζονται (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 1984, 29/83 και 30/83, Compagnie royale asturienne des mines και Rheinzink κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 1679, σκέψη 9, καθώς και της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, Συλλογή 2004, σ. Ι-123, σκέψη 59).

80

Εξάλλου, η αντίθετη στους κανόνες ανταγωνισμού συμπεριφορά μιας επιχείρησης μπορεί να καταλογιστεί σε άλλη όταν η πρώτη δεν έχει καθορίσει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά έχει ακολουθήσει ουσιαστικά τις οδηγίες της δεύτερης ενόψει ιδίως των οικονομικών και νομικών δεσμών που τις συνδέουν (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-294/98 P, Metsä-Serla κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-10065, σκέψη 27, καθώς και της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-196/99 P, Aristrain κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-11005, σκέψη 96). Επομένως, το γεγονός ότι μια θυγατρική εταιρία έχει αυτοτελή νομική προσωπικότητα δεν αρκεί για να αποκλεισθεί η δυνατότητα καταλογισμού της συμπεριφοράς της στη μητρική εταιρία.

81

Με την επιχειρηματολογία της, η Erste σκοπεί να υποστηρίξει ότι, κατά τον χρόνο διαπράξεως των παραβάσεων τις οποίες αφορά η προσβαλλομένη απόφαση, η συμπεριφορά της GiroCredit καθοριζόταν στο επίπεδο της μητρικής εταιρίας στην οποία ανήκε, εν προκειμένω, του ομίλου BA, και ότι, κατά συνέπεια, στην τελευταία αυτή εταιρία πρέπει να καταλογισθεί η ευθύνη για τις παραβάσεις που διέπραξε τότε η GiroCredit. Επομένως, η Erste σκοπεί να αμφισβητήσει τις κρίσεις του Πρωτοδικείου με τη σκέψη 331 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι ότι η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να επιλέξει την επιβολή κυρώσεων είτε στη θυγατρική που συμμετείχε στην παράβαση είτε στη μητρική εταιρία που την ήλεγχε κατά την περίοδο την οποία αφορά η προσβαλλομένη απόφαση.

82

Συναφώς, ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε την υποχρέωση να εξακριβώσει κατά προτεραιότητα αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις καταλογισμού της παραβάσεως στη μητρική εταιρία της επιχειρήσεως που διέπραξε την επίμαχη παράβαση. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να προβεί αρχικώς στην εξέταση αυτή πριν στραφεί κατά της επιχειρήσεως, η οποία είναι ο δράστης της παραβάσεως, ακόμη κι αν η επιχείρηση αυτή έχει υποστεί μεταβολές ως νομική προσωπικότητα. Η αρχή της προσωπικής ευθύνης, υπομνησθείσα με τη σκέψη 77 της παρούσας αποφάσεως, ουδόλως εμποδίζει την Επιτροπή να επιβάλει κατ’ αρχάς κυρώσεις στην τελευταία αυτή εταιρία προτού ερευνήσει αν, ενδεχομένως, η παράβαση μπορεί να καταλογιστεί στη μητρική εταιρία. Επιπλέον, όπως επισήμανε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 335 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αν τούτο δεν ίσχυε, οι έρευνες της Επιτροπής θα επιβαρύνονταν σημαντικά από την ανάγκη να εξακριβώνεται, σε κάθε περίπτωση διαδοχής ως προς τον έλεγχο μιας επιχειρήσεως, σε ποιον βαθμό οι ενέργειες της επιχειρήσεως αυτής μπορούν να καταλογισθούν στην πρώην μητρική εταιρία.

83

Κατά τα λοιπά, τονίζεται ότι η Erste, που συμμετείχε στη σύμπραξη η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά τον χρόνο αναλήψεως των δραστηριοτήτων της GiroCredit, γνώριζε ότι η GiroCredit μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ και, με την ιδιότητά της ως δικαιούχου της εταιρίας αυτής, εκτίθετο επομένως στις συνέπειες της διαδικασίας αυτής όσον αφορά την επιβολή προστίμου.

84

Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η δεύτερη αιτίαση που προέβαλε η Erste προς στήριξη του παρόντος λόγου αναιρέσεως.

85

Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση σχετικά με την εξέταση από το Πρωτοδικείο των υφισταμένων μεταξύ GiroCredit και του ομίλου BA οικονομικών και νομικών δεσμών, αρκεί η διαπίστωση ότι, εφόσον η Επιτροπή μπορούσε εγκύρως να επιβάλει κυρώσεις για την παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ στο επίπεδο της θυγατρικής GiroCredit και, συνεπώς, να καταλογίσει την ευθύνη της εταιρίας αυτής στην Erste υπό την ιδιότητά της ως απορροφούσας εταιρίας, ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 336 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξακριβωθεί αν η συμπεριφορά της GiroCredit μπορεί να καταλογισθεί στον όμιλο BA. Επομένως, η επιχειρηματολογία της Erste σχετικά με τον πραγματικό έλεγχο της GiroCredit από τον όμιλο BA δεν ασκεί επιρροή.

86

Κατόπιν των ανωτέρω, ο λόγος αναιρέσεως που αντλείται από την πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον καταλογισμό της ευθύνης της παραβάσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

Β — Επί των λόγων που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17

1. Επί του λόγου που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως

87

Η BA-CA, η Erste και η RZB αμφισβητούν τη βασιμότητα των εκτιμήσεων του Πρωτοδικείου σχετικά με τη σοβαρότητα της παραβάσεως. Κατ’ ουσίαν, ο λόγος αυτός διαιρείται σε επτά σκέλη.

α) Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από εκτίμηση μη συνάδουσα προς τις κατευθυντήριες γραμμές

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

88

Η RZB προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο περιήλθε σε αντιφάσεις μη εξετάζοντας, ειδικότερα με τις σκέψεις 237 και 254 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ζήτημα αν η παράβαση πρέπει να χαρακτηριστεί ως «πολύ σοβαρή» σύμφωνα με τους κανόνες που διατύπωσε με τη σκέψη 226 της αποφάσεως αυτής.

89

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, αν πράγματι περιορίζεται από τις κατευθυντήριες γραμμές που καθόρισε, τούτο δεν ισχύει για το Πρωτοδικείο στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του. Εξάλλου, προκύπτει σαφώς από τη νομολογία ότι οι κατευθυντήριες γραμμές καθορίζουν απλώς ένα «ελάχιστο πρόγραμμα» που δεν απαριθμεί περιοριστικώς τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Είναι μάλιστα δυνατόν να μην εφαρμοστούν σε δικαιολογημένες περιστάσεις.

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

90

Εισαγωγικά, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η διάρκεια και όλα τα στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων (απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-5425, σκέψη 240).

91

Η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει πολλών στοιχείων, όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το γενικό πλαίσιο στο οποίο αυτές εντάσσονται και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, τούτο δε χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 241 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

92

Επομένως, απόκειται στο Πρωτοδικείο να ελέγξει την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής επί των στοιχείων αυτών.

93

Στη συνέχεια, το Πρωτοδικείο δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις κρίνοντας, με τη σκέψη 237 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή μπορούσε να εκτιμήσει συνολικώς τη σοβαρότητα της παραβάσεως σε συνάρτηση με όλες τις κρίσιμες για την υπόθεση περιστάσεις, περιλαμβανομένων των στοιχείων που δεν αναφέρουν ρητώς οι κατευθυντήριες γραμμές, ούτε κρίνοντας, με τη σκέψη 254 της αποφάσεως αυτής, ότι οριζόντια σύμπραξη επί των τιμών αφορώσα τόσο σημαντικό οικονομικό τομέα δεν μπορεί να εκφύγει του χαρακτηρισμού ως «πολύ σοβαρής» παραβάσεως.

94

Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του εξετασθέντος λόγου πρέπει να απορριφθεί.

β) Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την «ιδίας φύσεως» παράβαση

95

Το δεύτερο αυτό σκέλος διαιρείται, κατ’ ουσίαν, σε τέσσερις αιτιάσεις.

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

96

Πρώτον, η RZB υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τη σκέψη 240 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η φύση της παραβάσεως διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο για τον χαρακτηρισμό των παραβάσεων ως πολύ σοβαρών, ενώ τα λοιπά κριτήρια, ήτοι η πραγματική επίπτωση στην αγορά και η γεωγραφική έκταση της σχετικής αγοράς, έχουν μικρότερη βαρύτητα.

97

Δεύτερον, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε επίσης σε πλάνη περί το δίκαιο βασίζοντας, με τις σκέψεις 249 έως 264 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την εκτίμησή του επί στοιχείων που δεν περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές, ήτοι στη σημασία του τραπεζικού τομέα για την οικονομία, στο ευρύ φάσμα των τραπεζικών προϊόντων τα οποία αφορά η σύμπραξη και στη συμμετοχή της συντριπτικής πλειονότητας των αυστριακών τραπεζών στις συσκέψεις.

98

Τρίτον, η RZB προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη τη θέση της κυβερνήσεως με σκοπό την προστασία του τραπεζικού τομέα από τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Εξάλλου, το Πρωτοδικείο κακώς έκρινε ότι η παρέμβαση των κρατικών αρχών σε συμπεριφορές εμπίπτουσες στο άρθρο 81 ΕΚ συνιστά επιβαρυντική περίσταση για τους σκοπούς του υπολογισμού του προστίμου.

99

Τέλος, τέταρτον, η RZB προβάλλει ότι κακώς το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 256 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την εξέταση της απορρέουσας από τη φύση της σοβαρότητας της παραβάσεως.

100

Η Επιτροπή προβάλλει ότι οι ισχυρισμοί της RZB είναι είτε απαράδεκτοι είτε αβάσιμοι.

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

101

Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, το Πρωτοδικείο, κρίνοντας, με τη σκέψη 240 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι τρεις πτυχές της αξιολογήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως δεν έχουν την ίδια βαρύτητα στο πλαίσιο της συνολικής εξετάσεως και ότι η φύση της παραβάσεως διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο, δεν υπέπεσε σε καμία πλάνη περί το δίκαιο βασιζόμενο στις κατευθυντήριες γραμμές που δέχονται, ως «πολύ σοβαρές» παραβάσεις, τους οριζόντιους περιορισμούς του είδους «συμπράξεις επί των τιμών» και των ποσοστώσεων κατανομής των αγορών ή λοιπών πρακτικών που θίγουν την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

102

Συναφώς, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, με τη σκέψη 121 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι υφίσταται συμφωνία αρχής μεταξύ όλων των τραπεζών που μετείχαν στη σύμπραξη για την εξάλειψη του ανταγωνισμού επί των τιμών που αφορούν ευρύ φάσμα τραπεζικών υπηρεσιών παρεχομένων σε ιδιώτες και επιχειρήσεις, περιλαμβανομένων των «μεγάλων λογαριασμών», γεγονός το οποίο αποτελεί χαρακτηριστικό περιορισμού όπως αυτός τον οποίο αφορούν οι κατευθυντήριες γραμμές.

103

Επιπλέον, από τις κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ότι η φύση της παραβάσεως μπορεί να αποτελεί επαρκές στοιχείο προκειμένου αυτή να χαρακτηρισθεί ως «πολύ σοβαρή» και μάλιστα ανεξαρτήτως της πραγματικής επιπτώσεώς της στην αγορά και της γεωγραφικής εκτάσεώς της.

104

Τέλος, με τη σκέψη 241 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι υπάρχει αλληλεξάρτηση μεταξύ των τριών αυτών κριτηρίων.

105

Συνεπώς, η πρώτη αιτίαση του δευτέρου σκέλους πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

106

Για τους ίδιους λόγους με τους εκτεθέντες στη σκέψη 93 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί η δεύτερη αιτίαση του δεύτερου σκέλους.

107

Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση, διαπιστώνεται ότι, με τη σκέψη 260 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο δεν έκρινε ότι η παρέμβαση των κρατικών αρχών αποτελεί επιβαρυντική περίσταση δυνάμενη να έχει, σε βάρος των επιχειρήσεων, αποτελέσματα επί του ύψους των επιβληθέντων προστίμων.

108

Κατά συνέπεια, η τρίτη αιτίαση του δευτέρου σκέλους πρέπει να απορριφθεί.

109

Όσον αφορά την τέταρτη αιτίαση, επισημαίνεται ότι, μετά την ανάλυση στην οποία περιλαμβάνεται η σκέψη 256 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 264 της ιδίας αποφάσεως, ότι οι επικληθείσες από τις αναιρεσείουσες περιστάσεις δεν είναι ικανές να θέσουν εν αμφιβόλω το κύρος της διαπιστώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία οι συμφωνίες του «δικτύου Lombard» αποτελούν πολύ σοβαρή παράβαση ως εκ της φύσεώς τους. Ωστόσο, η RZB δεν αποδεικνύει τίνι τρόπω θα ήταν διαφορετική η κρίση του Πρωτοδικείου αν είχε λάβει υπόψη του το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων για να εξετάσει την απορρέουσα από τη φύση της σοβαρότητα της παραβάσεως, αν υποτεθεί ότι έπρεπε να το λάβει υπόψη του. Επομένως, η τέταρτη αιτίαση είναι αλυσιτελής.

110

Επομένως, η εν λόγω αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

111

Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του εξετασθέντος λόγου αναιρέσεως είναι εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

γ) Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την «πραγματική επίπτωση της παραβάσεως στην αγορά»

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

112

Η RZB υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενο ότι η Επιτροπή μπορούσε να συναγάγει από την απλή «εφαρμογή» της συμπράξεως την ύπαρξη πραγματικής επιπτώσεως της παραβάσεως στην αγορά. Η εκτίμηση αυτή αντίκειται στο γράμμα των κατευθυντηρίων γραμμών και αποδεικνύει ότι το Πρωτοδικείο συγχέει την «εφαρμογή» των συμφωνιών, η οποία είναι προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, με το αυστηρότερο κριτήριο της «πραγματικής επιπτώσεως της παραβάσεως στην αγορά», που είναι λυσιτελές για τη δικαιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως. Η απόφαση Cascades κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, αντίκειται στη συλλογιστική αυτή και η οικονομική πραγματογνωμοσύνη που προσκόμισαν οι αναιρεσείουσες αποδεικνύει ότι οι συμφωνίες που αφορούσαν τα ουσιώδη προϊόντα δεν είχαν καμία επίπτωση επί των πράγματι εφαρμοσθέντων όρων.

113

Η BA-CA υποστηρίζει ότι οι συγκεκριμένες επιπτώσεις της παραβάσεως στην αγορά εκτιμήθηκαν εσφαλμένως. Η προαναφερθείσα οικονομική πραγματογνωμοσύνη αποδεικνύει ότι οι συσκέψεις δεν είχαν τέτοια αποτελέσματα επί της αγοράς.

114

Eξάλλου, η BA-CA προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε τις αρχές της διεξαγωγής αποδείξεων στο πλαίσιο της εξετάσεως της οικονομικής πραγματογνωμοσύνης. Συγκεκριμένα, απαιτώντας από την πραγματογνωμοσύνη αυτή να αφορά «το σύνολο των δυνητικών αποτελεσμάτων των συμφωνιών επί της αγοράς», το Πρωτοδικείο υπερέβη αυτό που είναι δυνατόν να απαιτείται από οικονομική πραγματογνωμοσύνη με σκοπό την απόδειξη της μη εφαρμογής των συμφωνιών και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των τραπεζικών κύκλων διαβουλεύσεων και του ανταγωνισμού στην αγορά.

115

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η προσκομισθείσα από τις τράπεζες οικονομική πραγματογνωμοσύνη αφορούσε μόνο δύο τραπεζικά προϊόντα και δεν αφορούσε τα δυνητικά αποτελέσματα της συμφωνίας στην αγορά. Εν πάση περιπτώσει, η μερική έστω εφαρμογή συμφωνίας, της οποίας το αντικείμενο είναι αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, αρκεί για να αποκλεισθεί το συμπέρασμα ότι η συμφωνία αυτή δεν έχει επιπτώσεις στην αγορά.

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

116

Διαπιστώνεται ότι το Πρωτοδικείο δεν έκρινε απλώς την εφαρμογή της συμφωνίας για να εκτιμήσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως.

117

Συγκεκριμένα, με τη σκέψη 285 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε προσηκόντως ότι η σύμπραξη επί των τιμών είχε συγκεκριμένα αποτελέσματα επί της αγοράς επισημαίνοντας ότι τα μέλη της συμπράξεως είχαν λάβει μέτρα για να ανακοινώσουν τις συμφωνηθείσες τιμές στους πελάτες, δίνοντας στους υπαλλήλους οδηγίες να τις χρησιμοποιήσουν ως βάση διαπραγματεύσεως και εποπτεύοντας την εφαρμογή τους από τους ανταγωνιστές και τις υπηρεσίες τους πωλήσεων.

118

Στη συνέχεια, σύμφωνα με εξέταση πραγματοποιηθείσα με τις σκέψεις 289 έως 294 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο κατέληξε, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, με τη σκέψη 295 της αποφάσεως αυτής, ότι «[Λ]αμβανομένων υπόψη των πλειόνων αδιαμφισβητήτων παραδειγμάτων εφαρμογής των συμφωνιών, στα οποία αναφέρεται η [προσβαλλόμενη] απόφαση, το γεγονός ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι συμφωνίες δεν τηρήθηκαν από μία ή περισσότερες τράπεζες, ότι οι τράπεζες δεν κατόρθωσαν να διατηρήσουν το συμφωνηθέν επίπεδο επιτοκίων ή να αυξήσουν την αποδοτικότητά τους ή το γεγονός ότι υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ αυτών ως προς ορισμένα προϊόντα δεν αρκεί για να αναιρέσει τη διαπίστωση ότι οι συμφωνίες εφαρμόσθηκαν και […] είχαν αποτελέσματα στην αγορά».

119

Κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος του εξετασθέντος λόγου πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

δ) Επί του τετάρτου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκτίμηση περί «της εκτάσεως της σχετικής γεωγραφικής αγοράς»

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

120

Η RZB προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν εξέτασε, με τις σκέψεις 308 έως 313 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το επιχείρημα ότι το προδήλως και αδιαμφισβητήτως περιορισμένο μέγεθος του εδάφους της Δημοκρατίας της Αυστρίας απαγορεύει τον χαρακτηρισμό της διαπιστωθείσας παραβάσεως ως «πολύ σοβαρής». Εξάλλου, η συλλογιστική των προαναφερθεισών σκέψεων 308 έως 313 αντίκειται στη διατύπωση των κατευθυντηρίων γραμμών και στην πολιτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής.

121

Η Επιτροπή αμφισβητεί τους ισχυρισμούς της RZB.

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

122

Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η RZB, το Πρωτοδικείο δεν παρέλειψε να αποφανθεί επί του επιχειρήματος που αντλείται από την περιορισμένη έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο εξέθεσε ρητώς, με τις σκέψεις 308 έως 313 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους το περιορισμένο μέγεθος του εδάφους της Δημοκρατίας της Αυστρίας δεν απαγορεύει τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως «πολύ σοβαρής».

123

Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, στον τομέα του καθορισμού του ύψους των προστίμων, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και δεν δεσμεύεται από τις προγενέστερες εκτιμήσεις της (βλ. αποφάσεις Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 209 έως 213, καθώς και της 19ης Μαρτίου 2009, C-510/06 P, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. Ι-1843, σκέψη 82). Κατά συνέπεια, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον του κοινοτικού δικαστή την πολιτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής.

124

Τέλος, ούτε οι κατευθυντήριες γραμμές, ούτε ο κανονισμός 17 απαγορεύουν τον περιορισμό της εξετάσεως της σχετικής γεωγραφικής αγοράς στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της εξετάσεως παραβάσεως στο σύνολο ή σε μέρος του εδάφους κράτους μέλους.

125

Επομένως, το τέταρτο σκέλος του εξετασθέντος λόγου πρέπει να απορριφθεί.

ε) Επί του πέμπτου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων του επιλεκτικού χαρακτήρα των συνεπειών επί του χαρακτηρισμού της παραβάσεως και από μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

126

Η RZB προβάλλει δύο αιτιάσεις.

127

H πρώτη αιτίαση αντλείται από το ότι το Πρωτοδικείο κακώς απέρριψε το επιχείρημα ότι ο χαρακτηρισμός της παραβάσεως ως «πολύ σοβαρής» δεν συμβιβάζεται με την επιλογή της Επιτροπής να επιβάλει κυρώσεις σε ορισμένες μόνον από τις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στη σύμπραξη.

128

Η δεύτερη αιτίαση αντλείται από το ότι το Πρωτοδικείο δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως μη απαντώντας στα επιχειρήματα ότι, αφενός, το υψηλό ποσό του προστίμου αντιφάσκει προς τον συμβολικό χαρακτήρα διαδικασίας στρεφομένης τελικώς κατά του συνόλου του αυστριακού τραπεζικού τομέα και, αφετέρου, καταλήγει σε στρέβλωση του ανταγωνισμού εφόσον το πρόστιμο επιβάλλεται μόνο στο 10% των τραπεζών.

129

Η Επιτροπή διατείνεται ότι οι ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας είναι απλή επανάληψη των αναπτυχθέντων ενώπιον του Πρωτοδικείου επιχειρημάτων της.

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

130

Με την πρώτη αιτίαση, η RZB επαναλαμβάνει απλώς τα επιχειρήματα που προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου, χωρίς να προσδιορίζει επακριβώς την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο.

131

Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, από τα άρθρα 225 ΕΚ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επίμαχα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Επομένως, δεν πληροί την υποχρέωση αιτιολογήσεως που απορρέει από τις διατάξεις αυτές η αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου (βλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2005, C-499/03 P, Biegi Nahrungsmittel και Commonfood κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-1751, σκέψεις 37 και 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

132

Επομένως, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

133

Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, που αφορά την έλλειψη αιτιολογίας, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση του Πρωτοδικείου να αιτιολογεί τις αποφάσεις του δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως συνεπαγόμενη την υποχρέωσή του να απαντά λεπτομερώς σε κάθε προβαλλόμενο από τον διάδικο επιχείρημα (βλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2001, C-274/99 P, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-1611, σκέψη 121, καθώς και της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, C-120/06 P και C-121/06 P FIAMM et FIAMM Technologies κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 91 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

134

Ωστόσο, διαπιστώνοντας, με τη σκέψη 315 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή νομίμως έλαβε υπόψη, ως κριτήριο επιλογής των αποδεκτών της αποφάσεως, τη συχνή συμμετοχή τους στους σημαντικότερους κύκλους διαβουλεύσεων, χωρίς τούτο να εμποδίζει τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως «πολύ σοβαρής», το Πρωτοδικείο, το οποίο δεν υποχρεούνταν να εξετάσει τα λοιπά επιχειρήματα που δεν ασκούσαν στο εξής επιρροή, τήρησε την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως.

135

Επομένως, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

136

Συνεπώς, το πέμπτο σκέλος του εξετασθέντος λόγου είναι εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

στ) Επί του έκτου σκέλους, που αντλείται από την ανυπαρξία συνολικής εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

137

Η RZB προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν εκτίμησε συνολικώς τη σοβαρότητα της παραβάσεως, λαμβανομένων υπόψη όλων των πτυχών των κατευθυντηρίων γραμμών, καθώς και εξωγενών στοιχείων, δηλαδή της οικονομικής σημασίας του αυστριακού τραπεζικού τομέα, της μη αναγκαιότητας αποτρεπτικού αποτελέσματος και του επιλεκτικού χαρακτήρα των κυρώσεων. Η RZB υποστηρίζει ότι, αν το Πρωτοδικείο είχε πραγματοποιήσει συνολική εκτίμηση, θα είχε κατά συνέπεια επισημάνει ότι η επίμαχη παράβαση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «πολύ σοβαρή».

138

Η Επιτροπή φρονεί ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι.

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

139

Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η RZB, το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη του τη σημασία των ρητώς αναφερομένων στις κατευθυντήριες γραμμές κριτηρίων καθώς και τη σημασία μη περιλαμβανομένων ρητώς σε αυτές στοιχείων.

140

Συγκεκριμένα, κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας μιας παραβάσεως, η Επιτροπή δεν οφείλει να λαμβάνει υπόψη μόνον τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, αλλά και το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η παράβαση, για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, και να μεριμνά ώστε η δράση της να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα, ιδίως για τα είδη των παραβάσεων που είναι ιδιαίτερα επιζήμια για την πραγματοποίηση των σκοπών της Κοινότητας (βλ., συναφώς, απόφαση Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 63).

141

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ειδικότερα με τις σκέψεις 249, 250 και 254, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι οριζόντια σύμπραξη επί των τιμών συγκαταλέγεται μεταξύ των πολύ σοβαρών παραβάσεων, ακόμη και εν απουσία λοιπών περιορισμών του ανταγωνισμού όπως της στεγανοποιήσεως των αγορών, και, τέτοιου είδους σύμπραξη σε τόσο σημαντικό τομέα όπως ο τραπεζικός τομέας, που καλύπτει ευρύ φάσμα τραπεζικών προϊόντων και στην οποία εμπλέκεται η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρηματιών, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να μην υπάγεται στον χαρακτηρισμό πολύ σοβαρής παραβάσεως ανεξαρτήτως του πλαισίου της (βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Μαΐου 2008, C-266/06 P, Evonik Degussa κατά Επιτροπής, και Συμβουλίου, σκέψη 104).

142

Εξάλλου, το Πρωτοδικείο εξέτασε επίσης τα λοιπά επιχειρήματα των αναιρεσειουσών, μεταξύ άλλων, με τις σκέψεις 254 έως 264 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Πάντως, το Πρωτοδικείο κατέληξε, με τη σκέψη 264, ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι ικανά να θέσουν εν αμφιβόλω το κύρος της διαπιστώσεως ότι οι συμφωνίες του «δικτύου Lombard» συνιστούν πολύ σοβαρή παράβαση ως εκ της φύσεώς τους.

143

Κατόπιν τούτου και όπως ελέχθη με τη σκέψη 93 της παρούσας αποφάσεως, το Πρωτοδικείο ουδόλως υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο συναφώς. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι το Πρωτοδικείο, κατά την εξέτασή του και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η RZB, έλαβε υπόψη του τα αναφερόμενα στις κατευθυντήριες γραμμές κριτήρια, τα οποία χαρακτηρίζουν επίσης ως πολύ σοβαρές παραβάσεις τις οριζόντιες συμπράξεις σε θέματα τιμών, όπως τη στοιχειοθετηθείσα εν προκειμένω σύμπραξη.

144

Επομένως, το έκτο σκέλος του εξετασθέντος λόγου είναι αβάσιμο.

ζ) Επί του εβδόμου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο ως προς την υπαγωγή των αναιρεσειουσών στις κατηγορίες παραβάσεων που δέχθηκε η Επιτροπή

145

Στο πλαίσιο του εβδόμου σκέλους, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν κατ’ ουσίαν πέντε αιτιάσεις.

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

146

Με την πρώτη αιτίαση, που αντλείται από έλλειψη νομικού ερείσματος, παραβίαση των αρχών της προσωπικής ευθύνης, της αναλογικότητας των κυρώσεων και της ισότητας, επειδή καταλογίστηκαν στα κεντρικά ιδρύματα τα μερίδια αγοράς των τραπεζών των αποκεντρωμένων τομέων, η Erste, η RZB και η ÖVAG αμφισβητούν, κατ’ ουσίαν, επί της αρχής, τον συνυπολογισμό των μεριδίων αγοράς των αντιστοίχων αποκεντρωμένων τομέων τους στο πλαίσιο της κατατάξεως σε κατηγορίες.

147

Συναφώς, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, πρώτον, ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, με τις σκέψεις 356 έως 373 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αποφαινόμενο ότι, συνυπολογίζοντάς τους τα εν λόγω μερίδια αγοράς για τους σκοπούς του καθορισμού του προστίμου, η Επιτροπή δεν τους καταλόγισε την παραβατική συμπεριφορά των τραπεζών των τομέων τους, αλλά τους επέβαλε κυρώσεις μόνο «λόγω της δικής τους συμπεριφοράς».

148

Στην πραγματικότητα, ένας τέτοιος συνυπολογισμός αντιστοιχεί με τον καταλογισμό της ευθύνης για παραβάσεις που διέπραξαν οι τράπεζες των αποκεντρωμένων τομέων τους στον βαθμό που η θέση στην αγορά των τομέων αυτών λαμβάνεται εξ ολοκλήρου υπόψη για τον υπολογισμό του προστίμου.

149

Κατά συνέπεια, η Erste, η RZB και η ÖVAG φρονούν ότι ο συνυπολογισμός αυτός των μεριδίων αγοράς έπρεπε να εκτιμηθεί από απόψεως των κριτηρίων που θέσπισε το Δικαστήριο ως προς τον καταλογισμό των παραβάσεων εντός ενός ομίλου εταιριών, δηλαδή της δυνατότητας ελέγχου της επιχειρήσεως και της υπάρξεως οικονομικής ενότητας.

150

Η Επιτροπή προβάλλει ότι το καθοριστικό κριτήριο για την κατανομή σε κατηγορίες είναι η σύγκριση της πραγματικής ισχύος στην αγορά, η οποία βασίζεται στις σταθερές σχέσεις των τραπεζών των αποκεντρωμένων τομέων με τις ηγετικές εταιρίες τους.

151

Δεύτερον, η Erste υποστηρίζει ότι ο καταλογισμός στις ηγετικές εταιρίες των μεριδίων αγοράς 70 περίπου αυστριακών ταμιευτηρίων συνιστά παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, σε συνδυασμό με το σημείο 1, A, έκτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών. Συγκεκριμένα, βάσει των διατάξεων αυτών δεν μπορεί να καταλογιστεί σε μια επιχείρηση το μερίδιο αγοράς τρίτων επιχειρήσεων που υφίστανται στον ίδιο τομέα δραστηριοτήτων.

152

Η Erste και η RZB ισχυρίζονται επίσης ότι ο καταλογισμός αυτός παραβιάζει την αρχή της προσωπικής ευθύνης εκ των παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας των κυρώσεων.

153

Τέλος, η RZB και η ÖVAG ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε επίσης την αρχή της ισότητας. Συναφώς, η RZB προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι, για τους σκοπούς της κατατάξεως σε κατηγορίες, εξομοίωσε τα κεντρικά ιδρύματα των αποκεντρωμένων τομέων με τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες. Το Πρωτοδικείο όφειλε να εξετάσει αν έπρεπε να λάβει υπόψη του ένα μέρος μόνον των μεριδίων αγοράς κάθε οικείου τομέα προκειμένου να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι, όταν ένα κεντρικό ίδρυμα συμμετέχει σε κύκλους διαβουλεύσεων, διαβιβάζει απλώς πληροφορίες, καθόσον δεν μπορεί να παρέμβει επ’ ονόματι των τραπεζών και δεν μπορεί να δώσει οδηγίες για την εφαρμογή των ενδεχομένων συμφωνιών.

154

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι ο συνυπολογισμός των μεριδίων αγοράς με την προσβαλλομένη απόφαση δεν βασίζεται σε συγκεκριμένες διαπιστώσεις σχετικά με την πραγματική συμμετοχή των αποκεντρωμένων τραπεζών στην παράβαση, αλλά μόνο στο γεγονός ότι η Επιτροπή επέβαλε κυρώσεις στις ηγετικές εταιρίες λόγω της δικής τους συμπεριφοράς. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, εν προκειμένω, δεν καταλογίστηκε καμία συμπεριφορά τρίτου.

155

Όσον αφορά την RZB, η Επιτροπή τονίζει ότι τα επιβληθέντα στις ηγετικές εταιρίες πρόστιμα δεν υπερβαίνουν το ανώτατο όριο του 10% του κύκλου εργασιών της επιχειρήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού 17.

156

Επομένως, τούτο διαφέρει από την κατάσταση όπου θα ήταν απαραίτητο να ληφθεί υπόψη ο συνολικός κύκλος εργασιών του ομίλου αν η ηγετική εταιρία και οι τράπεζες των αποκεντρωμένων τομέων θεωρούνταν ως μία οικονομική ενότητα.

157

Τέλος, η Επιτροπή προβάλλει ότι είναι απαράδεκτο το επιχείρημα με το οποίο διώκεται η εξέταση της αναλογικότητας του προστίμου, διότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαθιστά, για λόγους επιείκειας, το Πρωτοδικείο.

158

Με τη δεύτερη αιτίαση, η Erste και η ÖVAG υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας κρίνοντας, με τη σκέψη 369 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός ότι στην ανακοίνωση των αιτιάσεων αναφέρονταν ως οι ηγετικές εταιρίες του τομέα των ταμιευτηρίων και των λαϊκών τραπεζών διασφαλίζει αρκούντως τα δικαιώματά τους άμυνας.

159

Εξάλλου, υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να αρκεστεί απλώς σε γενικό ισχυρισμό και έπρεπε να πληροφορήσει τις επιχειρήσεις για τα συμπεράσματα που σκοπούσε να αντλήσει από όλα τα πραγματικά στοιχεία σχετικά με την παράβαση και, ειδικότερα, για την πρόθεσή της να τους καταλογίσει τα μερίδια αγοράς των αποκεντρωμένων τομέων τους.

160

Με την τρίτη αιτίαση, η Erste, η RZB και η ÖVAG προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι δεν εκτίμησε ορθώς τον ρόλο τους και τα καθήκοντά τους εντός των τραπεζικών ομίλων.

161

Η Erste αμφισβητεί την εκτίμηση του Πρωτοδικείου στη σκέψη 401 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι είχε ως αποστολή να «εκπροσωπεί» τον τομέα των ταμιευτηρίων στους κύκλους διαβουλεύσεων.

162

Η ÖVAG επισημαίνει ότι, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Πρωτοδικείο, δεν έχει καμία δυνατότητα να δεσμεύει τις αυτόνομες λαϊκές τράπεζες και δεν αποτελεί οικονομική οντότητα με αυτές.

163

Η RZB προβάλλει ότι δεν διέθετε «περισσότερες ειδικές γνώσεις και καλύτερες πληροφορίες» σε σχέση με τις λοιπές τράπεζες του αποκεντρωμένου τομέα της, αντιθέτως προς όσα αναφέρει η σκέψη 405 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Εν πάση περιπτώσει, η RZB υποστηρίζει ότι, βάσει των διαπιστώσεων του Πρωτοδικείου σχετικά με τους δεσμούς που διατηρούσε με τον αποκεντρωμένο τομέα της, δεν μπορούν να της καταλογιστούν όλα τα μερίδια αγοράς του τομέα αυτού.

164

Τέλος, η RZB επισημαίνει ότι δεν έχει ισχύ συγκρίσιμη με αυτή των μεγάλων ιεραρχικώς οργανωμένων τραπεζών ώστε να προκαλέσει ζημίες σε ιδιώτες και δεν είναι σε θέση να ωφεληθεί των επίμαχων πρακτικών, εφόσον δεν κατέχει σημαντικό ατομικό μερίδιο αγοράς και δεν συμμετέχει στα κέρδη των τραπεζών του τομέα.

165

Με την τέταρτη αιτίαση, η Erste υποστηρίζει ότι κακώς το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε, με τις σκέψεις 455 και 458 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την εκτίμηση της Επιτροπής ως προς τα μερίδια αγοράς που κατείχε πριν ή μετά τη συγχώνευσή της με την GiroCredit. Η Erste φρονεί ότι έπρεπε να καταταγεί σε χαμηλότερη κατηγορία.

166

Επομένως, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στη σκέψη 457 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κρίνοντας ότι η Erste παραμένει στην πρώτη κατηγορία. Το Πρωτοδικείο παραβίασε επίσης τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας μη διακρίνοντας, ενόψει της κατατάξεως σε κατηγορίες, μεταξύ της κατοχής μεριδίων αγοράς 30% και 17%.

167

Η Επιτροπή προβάλλει ότι μπορούσε να κατατάξει την Erste στην πρώτη κατηγορία μετά τη συγχώνευση με την GiroCredit, ανεξαρτήτως του ακριβούς μεριδίου αγοράς. Περαιτέρω, προβάλλει ότι είναι απαράδεκτο το επιχείρημα που αντλείται από το ότι η Επιτροπή έλαβε διττώς υπόψη τα μερίδια αγοράς και τη συμπεριφορά της EÖ, για τον λόγο ότι η Erste επιζητεί στην πραγματικότητα απλή επανεξέταση των πραγματικών περιστατικών.

168

Με την πέμπτη αιτίαση, η ÖVAG υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 401 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεχόμενο ότι η αναιρεσείουσα διαδραμάτιζε «στους σημαντικότερους κύκλους διαβουλεύσεων» ρόλο εκπροσώπου των αυτονόμων λαϊκών τραπεζών, παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά. Όσον αφορά την ÖVAG, οι ανταλλαγές πληροφοριών καθώς και οι δραστηριότητες συντονιστή και εκπροσώπου των αποκεντρωμένων λαϊκών τραπεζών ουδέποτε αποδείχθηκαν.

169

Εξάλλου, το Πρωτοδικείο κακώς επικαλέστηκε απόφαση του Αυστριακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 23ης Ιουνίου 1993, την οποία προσκόμισε η Επιτροπή για να δικαιολογήσει τον καταλογισμό στην ÖVAG των μεριδίων αγοράς των τραπεζών του τομέα (σκέψεις 392 έως 401 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Επομένως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε πραγματικά περιστατικά, των οποίων η ανακρίβεια προκύπτει από τη δικογραφία, ή παραμόρφωσε αποδεικτικά στοιχεία. Εν πάση περιπτώσει, υπερέβη το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει. Με το υπόμνημα απαντήσεως, η ÖVAG τονίζει ειδικώς την παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων από το Πρωτοδικείο, ισχυριζόμενη ότι η παραμόρφωση αυτή εμπίπτει στον έλεγχο του Δικαστηρίου.

170

Τέλος, η ÖVAG υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε ρητώς την κατάστασή της, αντιθέτως προς όσα έπραξε όσον αφορά την Erste και την RZB και τους αντίστοιχους τομείς τους.

171

Η Επιτροπή επισημαίνει την ανυπαρξία διευκρινίσεων εκ μέρους της αναιρεσείουσας και ζητεί την απόρριψη της αιτιάσεως. Όσον αφορά την αναφορά στην απόφαση του Αυστριακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι υπήρξε οιαδήποτε παραμόρφωση.

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

172

Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, όπως διαπίστωσε το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 355 έως 357 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο συνυπολογισμός από την Επιτροπή των μεριδίων αγοράς των τραπεζών των αποκεντρωμένων τομέων δεν αποτελεί καταλογισμό της παραβατικής συμπεριφοράς των τραπεζών αυτών στις ηγετικές εταιρίες.

173

Συγκεκριμένα, το πρώτο αυτό στάδιο διακρίνεται του δευτέρου καθόσον σκοπεί να διασφαλίσει, όπως έκρινε το Πρωτοδικείο, ότι το επίπεδο των επιβληθέντων στις ηγετικές εταιρίες προστίμων αντανακλά προσηκόντως τη σοβαρότητα της παραβατικής τους συμπεριφοράς, εν προκειμένω τον θεμελιώδη ρόλο που διαδραμάτισαν εντός των διαφόρων ενοτήτων ως εκπρόσωποι των τραπεζών των αποκεντρωμένων τομέων, περιλαμβανομένης της υπερασπίσεως των συμφερόντων των τραπεζών αυτών, και ως κέντρα αμοιβαίας ανταλλαγής πληροφοριών, ρόλος που αποτελεί ένδειξη της πραγματικής επιρροής τους στη συμπεριφορά των αποκεντρωμένων τραπεζών.

174

Για να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της συμπεριφοράς αυτής, πρέπει, σύμφωνα με το σημείο 1, A, τέταρτο και έκτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών να ληφθεί υπόψη η πραγματική οικονομική ισχύς των επιχειρήσεων για νόθευση του ανταγωνισμού και το ειδικό τους βάρος και, επομένως, η πραγματική επίπτωση της παραβατικής τους συμπεριφοράς επί του ανταγωνισμού.

175

Ωστόσο, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι τούτο απαιτεί να λαμβάνονται επίσης υπόψη οι σταθεροί διαρθρωτικοί δεσμοί που διατηρούν οι ηγετικές εταιρίες με τις τράπεζες των αποκεντρωμένων τομέων από απόψεως, μεταξύ άλλων, εκπροσωπήσεως και ανταλλαγής πληροφοριών, εφόσον, λόγω των δεσμών αυτών, η πραγματική οικονομική ισχύς των εν λόγω εταιριών και, επομένως, η ικανότητά τους να θίξουν τον ανταγωνισμό δύναται να είναι μεγαλύτερη από αυτήν που αντιπροσωπεύει ο δικός τους κύκλος εργασιών.

176

Αν δεν ληφθούν υπόψη τα μερίδια αγοράς των αποκεντρωμένων οντοτήτων, υφίσταται ο κίνδυνος να μη διασφαλίζεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας του προστίμου, που αποτελεί γενική απαίτηση, η οποία, όπως προκύπτει από το σημείο 1 A, τέταρτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών, πρέπει να καθοδηγεί την Επιτροπή κατά τον υπολογισμό του προστίμου.

177

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι για την εκτίμηση της κατατάξεως σε κατηγορίες, το Πρωτοδικείο, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, ορθώς έκρινε, με τη σκέψη 357 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της την προσωπική συμπεριφορά των ηγετικών εταιριών και δεν τους καταλόγισε την παραβατική συμπεριφορά των τραπεζών των τομέων τους.

178

Συνεπώς, οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν να επικαλεστούν τη μη τήρηση των αρχών της προσωπικής ευθύνης, της αναλογικότητας των κυρώσεων και της ισότητας καθώς και του σημείου 1, A, έκτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών.

179

Επομένως, η πρώτη αιτίαση του εβδόμου σκέλους του εξετασθέντος λόγου πρέπει να απορριφθεί.

180

Η δεύτερη αιτίαση πρέπει εκ προοιμίου να απορριφθεί.

181

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η Επιτροπή, εφόσον αναφέρει ρητώς, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι θα εξετάσει κατά πόσον πρέπει να επιβληθούν πρόστιμα στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και εκθέτει τα κύρια πραγματικά και νομικά στοιχεία που μπορούν να προκαλέσουν την επιβολή προστίμου, όπως η σοβαρότητα και η διάρκεια της υποτιθεμένης παραβάσεως και το αν διαπράχθηκε «από πρόθεση ή από αμέλεια», εκπληρώνει την υποχρέωση τηρήσεως του δικαιώματος ακροάσεως των επιχειρήσεων. Με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή τους παρέχει τα αναγκαία στοιχεία για την άμυνά τους τόσο κατά της διαπιστώσεως της παραβάσεως, αλλά και κατά της επιβολής προστίμου (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 428 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

182

Όσον αφορά το ύψος των προστίμων των οποίων μελετάται η επιβολή, κατά πάγια νομολογία, η παροχή τέτοιων στοιχείων, πριν παρασχεθεί στις επιχειρήσεις η δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί των αιτιάσεων που ελήφθησαν υπόψη κατ’ αυτών, θα προδίκαζε κατά τρόπον ανάρμοστο την απόφαση της Επιτροπής (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 434 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

183

Επομένως, ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 369 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι πληρούνταν, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις αυτές εφόσον η Επιτροπή τόνισε στην ανακοίνωση των αιτιάσεων ότι η Erste, η RZB και η ÖVAG ήσαν οι ηγετικές εταιρίες των αντιστοίχων τομέων τους και έτσι το στοιχείο αυτό αρκεί για τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας.

184

Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση, επισημαίνεται ότι το Πρωτοδικείο εξέτασε, με τις σκέψεις 389 έως 408 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλομένη απόφαση όσον αφορά τον ρόλο των κεντρικών ιδρυμάτων των αναιρεσειουσών εταιριών.

185

Στην πραγματικότητα, οι αναιρεσείουσες επιδιώκουν απλή επανεξέταση των πραγματικών περιστατικών τα οποία δεν μπορούν να συζητηθούν κατ’ αναίρεση.

186

Επομένως, η τρίτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

187

Όσον αφορά την τέταρτη αιτίαση με την οποία η Erste υποστηρίζει ότι κακώς το Πρωτοδικείο διατήρησε την κατάταξή της στην πρώτη κατηγορία και παραβίασε συνεπώς τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, υπενθυμίζεται ότι, καίτοι, κατ’ αναίρεση, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαθιστά, για λόγους επιείκειας, το Πρωτοδικείο αποφαινόμενο, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, επί του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις λόγω παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου, αντιθέτως, η άσκηση μιας τέτοιας αρμοδιότητας δεν μπορεί να συνεπάγεται, κατά τον υπολογισμό των εν λόγω προστίμων, διάκριση μεταξύ των επιχειρήσεων που έχουν μετάσχει σε συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική αντίθετη προς το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, C-411/04 P, Salzgitter Mannesmann κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-959, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

188

Με τη σκέψη 457 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο εξέτασε την αιτίαση της Erste ως εξής:

«Όσον αφορά την αιτίαση ότι το μερίδιο αγοράς [του ομίλου] ΒΑ, που προσέγγιζε το 12 έως 13%, περιελήφθη, εκ παραδρομής, σε εκείνο του 30% που καταλογίσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση στην οντότητα που απαρτιζόταν από την ηγετική εταιρία και τα ταμιευτήρια, διαπιστώνεται ότι, αφού αφαιρεθεί το μερίδιο αγοράς [του ομίλου] ΒΑ, το εναπομένον μερίδιο αγοράς της τάξεως του 17 έως 18% δικαιολογεί πάντοτε την κατάταξη στην πρώτη κατηγορία, δεδομένου ότι είναι σαφώς εγγύτερο προς την κατευθυντήρια αξία του 22% απ’ ό,τι προς εκείνη του 11%, που εμπίπτει στη δεύτερη κατηγορία. Επομένως, η ως άνω αιτίαση πρέπει να απορριφθεί στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας της αποφάσεως της Επιτροπής, δεδομένου ότι, έστω και αν υποτεθεί ότι είναι βάσιμη, δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εξάλλου, το Πρωτοδικείο εκτιμά, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, ότι η κατάταξη της Erste στην πρώτη κατηγορία είναι δικαιολογημένη προκειμένου να επιβληθεί πρόστιμο ενδεδειγμένου ύψους.»

189

Συναφώς, διευκρινίζεται ότι, όσον αφορά την κατανομή των μελών της συμπράξεως σε πολλές κατηγορίες, η οποία συνεπάγεται τον κατ’ αποκοπήν καθορισμό του αρχικού ποσού που ορίσθηκε για τις επιχειρήσεις που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 424 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε τα εξής:

«Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν καθόρισε ακριβή όρια για τις πέντε κατηγορίες που κατήρτισε, αλλά παρέθεσε, με τα υπομνήματά της αντικρούσεως, “κατευθυντήριες αξίες”, γύρω από τις οποίες κυμαίνονται τα μερίδια αγοράς των επιχειρήσεων που έχουν καταταγεί στην ίδια κατηγορία. Οι αποκλίσεις μεταξύ των ως άνω κατευθυντηρίων αξιών είναι συνεπείς και αντικειμενικώς δικαιολογημένες όσον αφορά την πρώτη έως την τέταρτη κατηγορία. Συγκεκριμένα, η κατευθυντήρια αξία της δεύτερης έως την τέταρτη κατηγορία αντιστοιχεί, κάθε φορά, στο ήμισυ της αξίας της ανώτερης κατηγορίας και το ίδιο ισχύει όσον αφορά το αντίστοιχο ποσό εκκινήσεως.»

190

Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, εν προκειμένω, οι κατηγορίες καθορίζονται σε συνάρτηση των μεριδίων αγοράς που κατέχει κάθε εταιρία και οι κατευθυντήριες αξίες καθορίζονται αντιστοίχως σε 22% περίπου, σε 11% περίπου, 5,5% περίπου, 2,75% περίπου και λιγότερο του 1% για την τελευταία κατηγορία.

191

Επομένως, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι, ανεξαρτήτως του μεριδίου αγοράς που κατείχε πράγματι η Erste, ήτοι 17-18% ή 30%, η εταιρία αυτή τοποθετείται στο ύψος της κατευθυντήριας αξίας του 22%, γεγονός που οδηγεί στην κατάταξη της επιχειρήσεως στην πρώτη κατηγορία.

192

Εξάλλου, το περιεχόμενο των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με το ύψος των προστίμων που μπορούν να επιβληθούν στις επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε σύμπραξη δεν καθορίζει μέθοδο αριθμητικού υπολογισμού των εν λόγω προστίμων (βλ., συναφώς, απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 266 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

193

Επομένως, άνευ πλάνης περί το δίκαιο το Πρωτοδικείο, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, διατήρησε την κατάταξη της Erste στην πρώτη κατηγορία.

194

Επομένως, η τέταρτη αιτίαση του εβδόμου σκέλους του εξετασθέντος λόγου πρέπει να απορριφθεί.

195

Όσον αφορά την πέμπτη αιτίαση, πρέπει, πρώτον, να απορριφθεί το επιχείρημα της ÖVAG ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε την κατάστασή της.

196

Συγκεκριμένα, με τις σκέψεις 389 έως 408 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο εξέτασε στο σύνολό τους τις σχέσεις που υφίστανται μεταξύ των ηγετικών εταιριών και του αποκεντρωμένου τομέα τους και διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, για την ÖVAG, με τη σκέψη 400 της αποφάσεως αυτής, ότι η επιχείρηση αυτή επιβεβαίωνε ότι παρείχε στις τράπεζες του τομέα της υπηρεσίες αντιστοιχούσες με λειτουργίες τις οποίες τα ιδρύματα αυτά δεν μπορούν να αναλάβουν μόνα τους λόγω του μικρού μεγέθους τους και της ελλείψεως πόρων.

197

Όσον αφορά την απόφαση του Αυστριακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 393 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπενθύμισε τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιλήφθηκε της υποθέσεως το Δικαστήριο αυτό και ανέλυσε την πραγματοποιηθείσα από αυτό περιγραφή του ρόλου των κεντρικών ιδρυμάτων και των σχέσεών τους με τις αποκεντρωμένες τράπεζες. Το Πρωτοδικείο επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι, σύμφωνα με το Συνταγματικό Δικαστήριο, ένα στενά αλληλοκαλυπτόμενο δίκτυο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια πολλών δεκαετιών, πράγμα που ισχύει τόσο για τον τομέα Raiffeisen, τον οποίο αφορά η απόφασή του, όσο και για τις λαϊκές τράπεζες και τα ταμιευτήρια.

198

Στο πλαίσιο αυτό, παρατηρείται ότι οι ισχυρισμοί περί διαπιστώσεως ανακριβών πραγματικών περιστατικών, παραμορφώσεως αποδεικτικών στοιχείων και υπερβάσεως του περιθωρίου εκτιμήσεως, που διατύπωσε η ÖVAG αντιστοιχούν με αμφισβήτηση της εκτιμήσεως από το Πρωτοδικείο των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται σε αποδεικτικό στοιχείο που προσκόμισε διάδικος.

199

Ωστόσο, στο Πρωτοδικείο απόκειται αποκλειστικώς να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να δοθεί στα στοιχεία που του υποβλήθηκαν, η δε εκτίμηση αυτή, εκτός αν παραμορφώθηκε το περιεχόμενο των στοιχείων αυτών, δεν αποτελεί νομικό ζήτημα το οποίο, ως τέτοιο, υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C-113/04 P, Technische Unie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. Ι-8831, σκέψη 89 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

200

Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η ÖVAG δεν προσκόμισε στοιχεία αποδεικνύοντα το υποστατό της παραμορφώσεως την οποία ειδικώς προβάλλει.

201

Το αυτό ισχύει όσον αφορά την παραμόρφωση την οποία η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι διέπραξε με τη σκέψη 401 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

202

Επομένως, η πέμπτη αιτίαση του εβδόμου σκέλους του εξετασθέντος λόγου πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

203

Επομένως, το έβδομο σκέλος του εξετασθέντος λόγου πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του καθώς και, κατά συνέπεια, το σύνολο του λόγου που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως.

2. Επί του λόγου που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο, έλλειψη αιτιολογίας και παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων

204

Ο λόγος αυτός διαιρείται, κατ’ ουσίαν, σε τρία σκέλη.

α) Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο, παραμόρφωση και αντιφατική αιτιολογία όσον αφορά την παθητική συμπεριφορά της ÖVAG

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

205

Η ÖVAG επικρίνει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση καθόσον το Πρωτοδικείο απορρίπτει το σύνολο των αιτιάσεων που αφορούν το ότι δεν ελήφθησαν υπόψη ελαφρυντικές περιστάσεις.

206

Με την πρώτη αιτίαση, η ÖVAG προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι απλώς επανέλαβε το κείμενο των κατευθυντηρίων γραμμών χωρίς να εξετάσει τις περιστάσεις της υποθέσεως και ιδίως τον ιδιαίτερο ρόλο της εντός του «ομίλου Lombard».

207

Με τη δεύτερη αιτίαση, η ÖVAG υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο με τη σκέψη 483 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στηρίζοντας την εκτίμησή του στο κριτήριο της συμμετοχής των τραπεζών στους κύκλους διαβουλεύσεων, το οποίο χρησιμοποιήθηκε επίσης για την κατάταξη των τραπεζών σε κατηγορίες. Με τον τρόπο αυτό, το Πρωτοδικείο συνδυάζει το ζήτημα της κατατάξεως των τραπεζών αναλόγως της ισχύος τους στην αγορά με το ζήτημα της αναγνωρίσεως ελαφρυντικών περιστάσεων. Εντούτοις, κατά την αναιρεσείουσα, η αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων δεν εξαρτάται από τον «σποραδικό» χαρακτήρα της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως στις συσκέψεις. Συγκεκριμένα, οι κατευθυντήριες γραμμές επιβάλλουν στην Επιτροπή να προβαίνει σε διαχωρισμό των ρόλων κατά την εκτίμησή της και όχι σε μανιχαϊστική προσέγγιση του είδους «ή όλα ή τίποτα».

208

Με την τρίτη αιτίαση, η ÖVAG προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά το έγγραφο και τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από τη δικογραφία ως προς τη συμμετοχή της στη σύμπραξη. Συγκεκριμένα, η ÖVAG ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι αποστασιοποιήθηκε από τη σύμπραξη αλλά παγίως τόνιζε τον μετριοπαθή ρόλο που διαδραμάτιζε σε αυτή (σκέψη 484 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

209

Με την τέταρτη αιτίαση, που αντλείται από αντιφατική αιτιολογία, η ÖVAG επισημαίνει ότι η ανάλυση των σκέψεων 485 και 486 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι αντιφατική καθόσον χαρακτηρίζεται ως «μεγάλη τράπεζα» και «εκπρόσωπος του τομέα», ενώ η Επιτροπή δεν πραγματοποίησε έλεγχο στις εγκαταστάσεις της, η αναιρεσείουσα δεν αποτελούσε μέρος του «περιορισμένου κύκλου τραπεζών» και έλαβε μέρος μόνο σε περιορισμένο αριθμό συσκέψεων.

210

Η Επιτροπή διατείνεται ότι οι αιτιάσεις αυτές είναι αλυσιτελείς λόγω του γεγονότος και μόνον ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο να υποκαθιστά, για λόγους επιείκειας, το Πρωτοδικείο.

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

211

Το Πρωτοδικείο, παραπέμποντας, με τις σκέψεις 482 και 486 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στη νομολογία σχετικά, αφενός, με τα στοιχεία που μπορούν να αποκαλύψουν τον παθητικό ρόλο μιας επιχειρήσεως στο πλαίσιο συμπράξεως και, αφετέρου, με τη συμμετοχή επιχειρήσεως σε μία ή περισσότερες συσκέψεις, και εξετάζοντας, με τις σκέψεις 483 έως 485 και 487 έως 489 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τη συμπεριφορά καθεμίας από τις επιχειρήσεις, δεν περιορίστηκε στην απλή επανάληψη των κατευθυντηρίων γραμμών, αλλά, αντιθέτως, εξέτασε εμπεριστατωμένα τα προβληθέντα από την ÖVAG στοιχεία.

212

Επομένως, η πρώτη αιτίαση του πρώτου σκέλους πρέπει να απορριφθεί.

213

Όσον αφορά την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 483 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι εγκύρως καταλογίζεται ευθύνη σε συγκεκριμένη επιχείρηση λόγω της παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ όταν αυτή συμμετείχε σε συναντήσεις γνωρίζοντας το αντικείμενό τους, έστω και αν εν συνεχεία δεν εφάρμοσε το ένα ή το άλλο των συμφωνηθέντων κατά τις συναντήσεις αυτές μέτρων (βλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, C-238/99 P, C-244/99 P, C-245/99 P, C-247/99 P, C-250/99 P έως C-252/99 P και C-254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-8375, σκέψη 509).

214

Το Πρωτοδικείο, κρίνοντας, με τη σκέψη 483 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, ακριβώς λόγω της συχνής συμμετοχής των τραπεζών στους σημαντικότερους κύκλους διαβουλεύσεων, η Επιτροπή τις επέλεξε ως αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

215

Ομοίως, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η ÖVAG, το κριτήριο αυτό διαφέρει του κριτηρίου που χρησιμοποιήθηκε για την κατάταξη των τραπεζών σε κατηγορίες. Συγκεκριμένα, στην τελευταία αυτή περίπτωση, εφαρμόστηκε το κριτήριο που αναφέρεται στο σημείο I, A, έκτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών περί της οικονομικής ισχύος των τραπεζών.

216

Το Πρωτοδικείο, κρίνοντας, με τη σκέψη 487 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διαφοροποίηση των τραπεζών που μπορεί να προκύψει από τους ρόλους που διαδραμάτισαν στους κύκλους διαβουλεύσεων «ελήφθη ήδη υπόψη στο πλαίσιο της κατανομής των τραπεζών σε διάφορες κατηγορίες», δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο, πριν από τη διαπίστωση αυτή, εξέτασε τις τράπεζες που διαδραμάτισαν σημαντικότερο ρόλο στους κύκλους διαβουλεύσεων σε συνδυασμό με τη θέση τους στην αγορά για να καταλήξει στο ότι επρόκειτο για τις ίδιες τράπεζες.

217

Επομένως, η δεύτερη αιτίαση του πρώτου σκέλους του εξετασθέντος λόγου πρέπει να απορριφθεί.

218

Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση, διαπιστώνεται ότι η αναιρεσείουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο δυνάμενο να αποδείξει παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων.

219

Συνεπώς, η τρίτη αυτή αιτίαση του πρώτου σκέλους του εξετασθέντος λόγου πρέπει να απορριφθεί.

220

Όσον αφορά την τέταρτη αιτίαση, διαπιστώνεται ότι, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, η αναιρεσείουσα προβάλλει ισχυρισμούς περί ελαφρυντικών περιστάσεων για πρώτη φορά στην αναιρετική διαδικασία.

221

Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, αν επιτρεπόταν στον διάδικο να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμό που δεν προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αναιρετική αρμοδιότητα είναι περιορισμένη, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο από τη διαφορά που εκδίκασε το Πρωτοδικείο. Η αναιρετική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στην εκτίμηση της νομικής λύσεως που δόθηκε κατόπιν εξετάσεως των προβληθέντων ενώπιον του Πρωτοδικείου ισχυρισμών (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 165).

222

Κατά συνέπεια, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι απαράδεκτοι κατ’ αναίρεση.

223

Επομένως, το πρώτο σκέλος του εξετασθέντος λόγου πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

β) Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο ως προς τη συμμετοχή των δημοσίων αρχών στους τραπεζικούς κύκλους διαβουλεύσεων

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

224

Η BA-CA υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο παραλείποντας, με τη σκέψη 505 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να λάβει υπόψη του τη συμμετοχή των δημοσίων αρχών ως ελαφρυντική περίσταση.

225

Συγκεκριμένα, από την πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής και τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ανοχή της συμπεριφοράς αυτής από τον εθνικό νομοθέτη ή τις αρχές αποτελεί ελαφρυντική περίσταση και δικαιολογεί, επομένως, τη μείωση του ύψους του προστίμου και, μάλιστα, ανεξαρτήτως του μεγέθους των οικείων επιχειρήσεων.

226

Ειδικότερα, η BA-CA προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι, με τη σκέψη 505 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι η ανοχή της παραβάσεως εκ μέρους των δημοσίων αρχών δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη «λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, των μέσων που διαθέτουν οι τράπεζες προκειμένου να λάβουν ακριβείς και ορθές νομικές πληροφορίες». Αφενός, η προϋπόθεση αυτή δεν συνάδει με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ειδικότερα με την απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C-198/01, CIF (Συλλογή 2003, σ. I-8055, σκέψη 57). Αφετέρου, η προϋπόθεση αυτή συνεπάγεται δυσμενή διάκριση σε βάρος ορισμένων επιχειρήσεων, αναλόγως του εταιρικού τους σκοπού.

227

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι απαράδεκτοι για τον λόγο ότι επαναλαμβάνουν τα εκτεθέντα ενώπιον του Πρωτοδικείου πραγματικά περιστατικά. Επικουρικώς, οι ισχυρισμοί αυτοί στερούνται ερείσματος.

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

228

Με τη σκέψη 505 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο τόνισε τα εξής:

«Όσον αφορά τη συμμετοχή ορισμένων δημοσίων αρχών [(banque nationale autrichienne), ministère des Finances et Wirtschaftskammer] στις συσκέψεις, τα στοιχεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν είναι επαρκή για να θεμελιώσουν την ύπαρξη εύλογης αμφιβολίας ως προς τον παραβατικό χαρακτήρα των κύκλων διαβουλεύσεων από απόψεως κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού. Ναι μεν δεν αποκλείεται, υπό ορισμένες περιστάσεις, ένα εθνικό νομικό πλαίσιο ή μια συμπεριφορά των εθνικών αρχών να μπορούν να αποτελέσουν ελαφρυντικές περιστάσεις (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση CIF, σκέψη 258 ανωτέρω, σκέψη 57), πλην όμως η έγκριση ή η ανοχή της παραβάσεως εκ μέρους των αυστριακών αρχών δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη προς τούτο εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, των μέσων που διαθέτουν οι τράπεζες προκειμένου να λάβουν ακριβείς και ορθές νομικές πληροφορίες.»

229

Η πρώτη φράση της σκέψεως αυτής αποτελεί πραγματική εκτίμηση του Πρωτοδικείου, η οποία δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω κατ’ αναίρεση.

230

Όσον αφορά τη δεύτερη φράση της σκέψεως αυτής, διαπιστώνεται εκ προοιμίου ότι το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

231

Αφενός, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η BA-CA, με την απόφαση CIF, προπαρατεθείσα, το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα αφορούσε, στο πλαίσιο του άρθρου 81 ΕΚ, τον ρόλο της εθνικής αρχής ανταγωνισμού όταν η σύμπραξη επιβάλλεται ή ευνοείται από εθνική νομοθετική διάταξη που τη νομιμοποιεί ή ενισχύει τα αποτελέσματά της. Με τη σκέψη 57 της αποφάσεως εκείνης, το Δικαστήριο έκρινε ότι «κατά τον προσδιορισμό του επιπέδου της ποινής, η συμπεριφορά των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων μπορεί να εκτιμάται υπό το φως της ελαφρυντικής περιστάσεως που συνιστούσε το εθνικό νομικό πλαίσιο». Κατά συνέπεια, η απόφαση CIF ουδαμώς αφορά τη συμμετοχή των δημοσίων αρχών στη σύμπραξη.

232

Επιπλέον, όπως υπογραμμίζει ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 404 των προτάσεών του, ο αυστριακός νόμος που επέτρεπε τις διαβουλεύσεις μεταξύ τραπεζικών ιδρυμάτων καταργήθηκε το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 1994, ήτοι ένα έτος πριν από την περίοδο της παραβάσεως, την οποία καλύπτει η προσβαλλομένη απόφαση.

233

Αφετέρου, η BA-CA δεν μπορεί να προβάλει προσβολή της αρχής της ισότητας. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει πλειστάκις κρίνει ότι η προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού και ότι αποφάσεις που αφορούν άλλες υποθέσεις έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα όταν εξετάζεται η ύπαρξη δυσμενών διακρίσεων (βλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C-167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-8935, σκέψη 205).

234

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθούν οι αιτιάσεις της BA-CA και, ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του εξετασθέντος λόγου.

γ) Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο ως προς τον δημόσιο χαρακτήρα των συσκέψεων

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

235

Η BA-CA υποστηρίζει ότι, με τη σκέψη 506 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, μη δεχόμενο τον δημόσιο χαρακτήρα των κύκλων διαβουλεύσεων ώστε να της χορηγήσει μείωση του προστίμου.

236

Πρώτον, το Πρωτοδικείο παραβίασε τις αρχές της διεξαγωγής αποδείξεων μη εξετάζοντας επί της ουσίας τα προσκομισθέντα από την BA-CA έγγραφα, τα οποία αποδεικνύουν τον δημόσιο χαρακτήρα του σκοπού και του περιεχομένου των κύκλων διαβουλεύσεων.

237

Δεύτερον, το Πρωτοδικείο εσφαλμένως επανέλαβε το έγγραφο της BA-CA στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, καθόσον η BA-CA δεν υποστήριξε συγκεκριμένα ότι ο δημόσιος χαρακτήρας των κύκλων διαβουλεύσεων αποδεικνύει τη νομιμότητά τους.

238

Τρίτον, το Πρωτοδικείο βαίνει πέραν αυτού που είναι δυνατόν να απαιτηθεί, κρίνοντας ότι, για να είναι δυνατή η μείωση του προστίμου, η κοινή γνώμη πρέπει να έχει πλήρη γνώση των συζητήσεων εντός των κύκλων διαβουλεύσεων.

239

Η Επιτροπή φρονεί ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι απαράδεκτοι και, επικουρικώς, αβάσιμοι. Φρονεί ότι δεν υφίσταται καμία νομολογία σύμφωνα με την οποία οι μετέχοντες σε σύμπραξη μπορεί να θεωρούν ότι οι πρακτικές τους είναι θεμιτές επειδή ορισμένες συμπεριφορές είναι γνωστές. Αν επρόκειτο περί αυτού, θα αρκούσε η δημοσιοποίηση ορισμένων πρακτικών για τη μη επιβολή χρηματικών κυρώσεων. Συναφώς, από την κρίση του Πρωτοδικείου προκύπτει σαφώς ότι ο δημόσιος χαρακτήρας των κύκλων διαβουλεύσεων δεν είναι καθοριστικής σημασίας.

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

240

Οι δύο πρώτοι ισχυρισμοί πρέπει να απορριφθούν εφόσον η BA-CA δεν προσκόμισε τα στοιχεία που απαιτούνται για την εξέταση της παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία δέχθηκε το Πρωτοδικείο με τις πραγματοποιηθείσες με τη σκέψη 506 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως διαπιστώσεις.

241

Όσον αφορά τον τρίτο ισχυρισμό, διαπιστώνεται ότι το Πρωτοδικείο δεν δέχθηκε ότι το κοινό έπρεπε να έχει πλήρη γνώση των συμπράξεων, αλλά μόνον ότι η σύμπραξη έπρεπε να είναι γνωστή σε όλη της την εμβέλεια. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

242

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το τρίτο σκέλος του παρόντος λόγου πρέπει να απορριφθεί, καθώς και, κατά συνέπεια, το σύνολο του λόγου που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο, έλλειψη αιτιολογίας και παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων.

3. Επί του λόγου που αντλείται από μη τήρηση της ανακοινώσεως περί συνεργασίας

243

Ο λόγος αυτός διαιρείται, κατ’ ουσίαν, σε δύο σκέλη.

α) Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από το ότι το Πρωτοδικείο δεν εκτίμησε ορθώς το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

244

Η BA-CA υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο δεν εκτίμησε ορθώς το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή στο πλαίσιο της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας καθώς και τα όρια του δικαστικού του ελέγχου.

245

Συγκεκριμένα, το σημείο Δ της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας δεν χορηγεί στην Επιτροπή καμία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά, αφενός, το αν οι προσκομισθείσες από την επιχείρηση πληροφορίες διευκόλυναν το έργο της Επιτροπής και, αφετέρου, αν η επιχείρηση που συνεργάστηκε δικαιούται μειώσεως του προστίμου. Ούτε η παραπομπή στην απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, δύναται να δικαιολογήσει την ύπαρξη απεριόριστης εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής. Εξάλλου, και αντιθέτως προς τις κρίσεις του Πρωτοδικείου με τη σκέψη 532 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η εκτίμηση της συνεργασίας μιας επιχειρήσεως υπόκειται στην πλήρη δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου.

246

Η Επιτροπή φρονεί ότι οι ισχυρισμοί της ÖVAG είναι εσφαλμένοι.

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

247

Εκ προοιμίου, το πρώτο σκέλος του παρόντος λόγου πρέπει να απορριφθεί.

248

Συγκεκριμένα, με τη σκέψη 394 της αποφάσεως Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως για να αξιολογήσει αν οι πληροφορίες ή τα έγγραφα που προσκόμισαν οικειοθελώς οι επιχειρήσεις διευκόλυναν το έργο της και αν μπορεί να μειωθεί το πρόστιμο των επιχειρήσεων αυτών βάσει του τίτλου Δ, σημείο 2, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

249

Επομένως, το Πρωτοδικείο, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, έκρινε, με τη σκέψη 532 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αξιολόγηση αυτή της Επιτροπής αποτελεί αντικείμενο περιορισμένου δικαστικού ελέγχου.

250

Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του εξετασθέντος λόγου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

β) Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

i) Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την απαίτηση παροχής «προστιθεμένης αξίας» λόγω της συνεργασίας και παραβίαση της αρχής της ισότητας

— Επιχειρήματα των διαδίκων

251

Η RZB και η BA-CA υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τη σκέψη 553 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή μπορούσε να απαιτήσει την παροχή «προστιθεμένης αξίας» λόγω της συνεργασίας για να μειώσει το πρόστιμο.

252

Η BA-CA ισχυρίζεται επίσης ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε την αρχή της ισότητας χρησιμοποιώντας το κριτήριο αυτό. Βάσει της εν λόγω αρχής έπρεπε να της χορηγηθεί σημαντικότερη μείωση του προστίμου, καθόσον η συνεργασία της ήταν σημαντικότερη και ποιοτικώς ανώτερη της συνεργασίας των λοιπών τραπεζών.

— Εκτίμηση του Δικαστηρίου

253

Το πρώτο επιχείρημα είναι απαράδεκτο κατ’ αναίρεση εφόσον επαναλαμβάνει προβληθέν ενώπιον του Πρωτοδικείου επιχείρημα.

254

Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, υπενθυμίζεται ότι ο αναιρετικός έλεγχος του Δικαστηρίου έχει ως αντικείμενο, αφενός, να εξεταστεί σε ποιο μέτρο το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη, με σωστό από νομικής απόψεως τρόπο, όλους τους ουσιώδεις παράγοντες για να αξιολογήσει τη σοβαρότητα μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς υπό το πρίσμα των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, καθώς και του άρθρου 15, του κανονισμού 17, και, αφετέρου, να εξακριβωθεί αν το Πρωτοδικείο απάντησε επαρκώς κατά νόμο στο σύνολο των επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας για την εξαφάνιση ή μείωση του προστίμου (προπαρατεθείσα απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 244 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

255

Αντιθέτως, όσον αφορά το μέγεθος της μειώσεως του προστίμου, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να υποκαθιστά την κρίση του στην κρίση του Πρωτοδικείου το οποίο αποφαίνεται, κατά πλήρη δικαιοδοσία (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 245).

256

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με τις σκέψεις 553 έως 557 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο εξέτασε και κατόπιν διαπίστωσε ότι η προστιθεμένη αξία των προσκομισθέντων από τις αναιρεσείουσες εγγράφων δεν δικαιολογεί σημαντικότερη μείωση του ύψους των προστίμων. Η εκτίμηση πραγματικών περιστατικών εμπίπτει μόνο στην αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου και το Δικαστήριο δεν μπορεί, σύμφωνα με την υπομνησθείσα με την παρούσα απόφαση νομολογία, να υποκαθιστά το Πρωτοδικείο κατά την αναιρετική διαδικασία.

257

Επομένως, η αιτίαση αυτή πρέπει να κριθεί απαράδεκτη καθόσον έχει ως αντικείμενο την επανεξέταση της μειώσεως του προστίμου.

ii) Επί της δευτέρας αιτιάσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο στο πλαίσιο της εξετάσεως της εκτάσεως της συνεργασίας των επιχειρήσεων, παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως, προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και ανεπαρκή αιτιολογία

258

Η δεύτερη αιτίαση διαιρείται, κατ’ ουσίαν, σε έξι σκέλη.

— Επί του πρώτου σκέλους της δεύτερης αιτιάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

259

Με το πρώτο επιχείρημα, που αντλείται από αντιφατική αιτιολογία, η RZB υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο δεν άντλησε τις συνέπειες από τον οικειοθελή χαρακτήρα ορισμένων απαντήσεων (σκέψη 542 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), αλλά και από το ότι παρείχαν περισσότερες πληροφορίες από αυτές που είχε ζητήσει η Επιτροπή (σκέψη 552 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

260

Με το δεύτερο επιχείρημα, η RZB προβάλλει ότι η αναπτυχθείσα με τη σκέψη 541 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως άποψη καταλήγει στο ότι δίνεται στην Επιτροπή η δυνατότητα να απευθύνει στις επιχειρήσεις, ως προς τις οποίες εκτιμά ότι έχουν συστήσει σύμπραξη, αιτήσεις παροχής πληροφοριών διατυπωμένες αορίστως και έχουσες επιπτώσεις για τις επιχειρήσεις που δεν απαντούν. Επομένως, η Επιτροπή ασκεί αφόρητη πίεση επί των επιχειρήσεων αυτών απευθύνοντάς τους απλές τυποποιημένες ερωτήσεις, οι οποίες τις οδηγούν σε μαρτυρίες στρεφόμενες εναντίον τους. Η συλλογιστική αυτή προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας όπως προσδιορίστηκαν με την απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 1989, 374/87, Orkem κατά Επιτροπής (Συλλογή 1989, σ. 3283, σκέψη 32).

261

Η RZB διευκρινίζει ότι η νομολογία αυτή δεν διακυβεύεται με τον κανόνα που έθεσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 29ης Ιουνίου 2006, C-301/04 P, Επιτροπή κατά SGL Carbon (Συλλογή 2006, σ. I-5915, σκέψη 48), διότι τα προβληθέντα προβλήματα είχαν προσδιορισθεί λεπτομερέστερα και ήσαν πιο συγκεκριμένα από ό,τι στην παρούσα υπόθεση.

262

Κατά την Επιτροπή, η RZB δεν λαμβάνει υπόψη το ότι η Επιτροπή μπορεί να συνεκτιμήσει τις πληροφορίες που προκύπτουν από οικειοθελή συνεργασία, υπό την έννοια της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, μόνον εάν διευκολύνουν το έργο της κατά τη διαπίστωση και εξάλειψη της παραβάσεως και συνιστούν μια σφαίρα αληθούς συνεργασίας. Ωστόσο, οι παρασχεθείσες από την RZB πληροφορίες απλώς περιέγραψαν το ιστορικό πλαίσιο του «δικτύου Lombard» και το περιεχόμενο των συσκέψεων της συμπράξεως που ήδη είχε στην κατοχή της η Επιτροπή. Επομένως, δεν συντρέχει η απαραίτητη «προστιθέμενη αξία».

263

Εξάλλου, η Επιτροπή τονίζει ότι είχε πληροφορηθεί, κατά τον χρόνο που έθεσε ερωτήσεις στις αναιρεσείουσες, ότι το σύνολο των τραπεζικών προϊόντων είχε συζητηθεί σε πολλούς κύκλους διαβουλεύσεων και οι κύκλοι αυτοί εντάσσονταν σε ένα δίκτυο, οπότε το πλαίσιο της παραβάσεως και, επομένως, το αντικείμενο της έρευνας ήσαν σαφώς προσδιορισμένα, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τις επιχειρήσεις που μετείχαν στους κύκλους διαβουλεύσεων, τη φύση της παραβάσεως και το αντικείμενο των συμφωνιών.

264

Τέλος, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι οι ερωτήσεις αφορούσαν το σύνολο των κύκλων διαβουλεύσεων που ελάμβαναν χώρα τακτικώς, οπότε δεν απαιτούνταν από τις επιχειρήσεις να επιλέξουν ή να αξιολογήσουν τις συσκέψεις που μπορεί να συνιστούσαν παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

265

Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η RZB, το Πρωτοδικείο δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις όταν έκρινε, με τη σκέψη 542 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «[…] από την αιτιολογική σκέψη 546 της [προσβαλλομένης] αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή αναγνώρισε τον οικειοθελή χαρακτήρα των απαντήσεων στις ερωτήσεις που αφορούσαν το περιεχόμενο των σχετικών με τη συμπαιγνία συσκέψεων» και, με τη σκέψη 552 της αποφάσεως αυτής, ότι «η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 553 της [προσβαλλομένης] αποφάσεως, αναγνώρισε ότι οι τράπεζες παρείχαν οικειοθελώς, με το κοινό έγγραφο στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, περισσότερες πληροφορίες από αυτές που τους είχαν ζητηθεί».

266

Συγκεκριμένα, η πρώτη διαπίστωση αφορά την κοινοποίηση εγγράφων και πληροφοριών στο πλαίσιο της αιτήσεως παροχής πληροφοριών που απηύθυνε η Επιτροπή στις τράπεζες στις 21 Σεπτεμβρίου 1998 κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του άρθρου 11, παράγραφοι 2 έως 4, του κανονισμού 17.

267

Αντιθέτως, η δεύτερη διαπίστωση αφορά το περιεχόμενο του κοινού εγγράφου στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, που προσκόμισαν οι τράπεζες κατά τη διάρκεια της προγενέστερης διαδικασίας, αλλά κατόπιν των απαντήσεών τους στην προαναφερθείσα αίτηση παροχής πληροφοριών.

268

Εξάλλου, ορθώς, με τη σκέψη 545 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι «εν πάση περιπτώσει, το ίδιο θα ίσχυε και σε περίπτωση αποκλίνουσας εκτιμήσεως του οικειοθελούς χαρακτήρα της προσκομίσεως των [εν λόγω] εγγράφων», εφόσον η Επιτροπή είχε ήδη εγκρίνει μείωση των προστίμων κατά 10%.

269

Κατά συνέπεια, το πρώτο επιχείρημα του πρώτου σκέλους της δεύτερης αιτιάσεως πρέπει να απορριφθεί.

270

Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, περί του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία ικανή να καταλήξει σε κυρώσεις και, μεταξύ άλλων, σε πρόστιμα ή χρηματικές ποινές αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου που πρέπει να τηρείται ακόμη και αν πρόκειται για διαδικασία διοικητικής φύσεως (βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2006, C-308/04 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-5977, σκέψη 94).

271

Ναι μεν η Επιτροπή δικαιούται, για να διαφυλάξει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 11, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού αριθ. 17, να υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να παρέχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά των οποίων έχει λάβει γνώση και να της προσκομίζουν, εν ανάγκη, τα σχετικά έγγραφα που κατέχουν, έστω και αν αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποδειχθεί, σε βάρος των ιδίων ή άλλων επιχειρήσεων, συμπεριφορά που προσβάλλει τον ελεύθερο ανταγωνισμό, δεν μπορεί όμως να θίγει τα δικαιώματα υπερασπίσεως των επιχειρήσεων με απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών (απόφαση Orkem κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 34).

272

Ωστόσο, εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή ουδέποτε έλαβε «απόφαση» υπό την έννοια του άρθρου 11, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού 17. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που αντλείται από το ότι το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 541 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν τήρησε τη νομολογία που προκύπτει από την απόφαση Orkem κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα.

273

Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο επιχείρημα καθώς και, κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος της δεύτερης αιτιάσεως στο σύνολό του.

— Επί του δευτέρου σκέλους της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του κοινού εγγράφου στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά

Επιχειρήματα των διαδίκων

274

Πρώτον, η RZB και η BA-CA υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τη σκέψη 556 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι νοηματικές εξηγήσεις που αφορούν πρακτικές αντίθετες προς το δίκαιο του ανταγωνισμού δεν μπορούν να θεωρηθούν ως συνεργασία στη διαδικασία υπό την έννοια της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας για τον λόγο ότι μπορούν να αποτελέσουν αμυντικό ισχυρισμό των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με την BA-CA, δεν υφίσταται κανένας κανόνας δικαίου ότι ένα έγγραφο που χρησιμοποιούν οι διάδικοι προς υπεράσπισή τους δεν μπορεί, ταυτοχρόνως, να παρέχει στην Επιτροπή πολύτιμες και χρήσιμες επί της ουσίας πληροφορίες, συμβάλλουσες στη διαπίστωση της παραβάσεως.

275

Δεύτερον, η RZB προβάλλει ότι η ανάλυση του Πρωτοδικείου είναι εσφαλμένη, εφόσον η συλλογιστική της Επιτροπής αντίκειται στην πρακτική της περί λήψεως αποφάσεων. Συναφώς, η αναιρεσείουσα αναφέρει τα κεφάλαια ΙΙ, Α, σημείο 9, στοιχείο α’, και IV της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων (ΕΕ 2006, C 298, σ. 17).

276

Τρίτον, η BA-CA υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι η Επιτροπή μπορούσε να λάβει υπόψη, κατά την εκτίμηση της χρησιμότητας της οικειοθελούς συνεργασίας των τραπεζών, το γεγονός ότι οι τράπεζες δεν της προσκόμισαν, με το κοινό έγγραφο στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, το «σύνολο των εγγράφων σχετικά με τους κύκλους διαβουλεύσεων».

277

Κατά την άποψη της BA-CA, δεν υφίσταται κανένας κανόνας συναφώς. Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της εκτάσεως της παραβάσεως, η BA-CA μπορούσε να προσκομίσει τα έγγραφα αυτά μόνον σταδιακά.

278

Τέταρτον, η BA-CA ισχυρίζεται ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ενέχει αντιφάσεις. Συγκεκριμένα, ενώ το κοινό έγγραφο στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά συνέβαλε στη διαπίστωση της παραβάσεως, το Πρωτοδικείο ουδόλως μείωσε το πρόστιμό της.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

279

Oρθώς, άνευ πλάνης περί το δίκαιο και αντιφατικής αιτιολογίας, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τις σκέψεις 554 έως 558 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δικαίως η Επιτροπή δεν χαρακτήρισε ως «νέα πραγματικά περιστατικά» τα έγγραφα που προκομίσθηκαν ως παράρτημα του κοινού εγγράφου στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, ότι έλαβε υπόψη τον «ατελή χαρακτήρα των [εν λόγω] παραρτημάτων» και ότι «οι τράπεζες χρησιμοποίησαν το ως άνω έγγραφο για να παρουσιάσουν τη δική τους εκδοχή όσον αφορά τους κύκλους διαβουλεύσεων και, ως εκ τούτου, ως μέσο άμυνας».

280

Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή διαθέτει συναφώς εξουσία εκτιμήσεως, όπως προκύπτει από το γράμμα του κεφαλαίου Δ, σημείο 2, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας και, ειδικότερα, από την εισαγωγική διατύπωση «Αυτό μπορεί ιδίως να συμβεί […]» (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 394).

281

Επιπλέον και κυρίως, μείωση βάσει της ανακοινώσεως σχετικά με τη συνεργασία μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον όταν τα παρασχεθέντα πληροφοριακά στοιχεία και, γενικότερα, η συμπεριφορά της οικείας επιχειρήσεως μπορούν συναφώς να θεωρηθούν ότι αποδεικνύουν μια πραγματική συνεργασία εκ μέρους της (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 395).

282

Συγκεκριμένα, από την ίδια την έννοια της συνεργασίας, όπως αυτή διασαφηνίζεται στο κείμενο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας και ειδικότερα στην εισαγωγή και στο κεφάλαιο Δ, σημείο 1, της ανακοινώσεως αυτής, προκύπτει ότι μόνον όταν η συμπεριφορά της οικείας επιχειρήσεως μαρτυρεί ένα τέτοιο πνεύμα συνεργασίας μπορεί να χορηγηθεί μείωση βάσει της εν λόγω ανακοινώσεως (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 396).

283

Ωστόσο, όπως διαπίστωσε το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 554 έως 557 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εφόσον το έγγραφο στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που προσκόμισαν η RZB και η BA-CA είναι ατελές, επιβεβαιωτικό και άνευ «προστιθεμένης αξίας», δεν μπορούν να προβάλουν τέτοιου είδους συμπεριφορά.

284

Επομένως, το δεύτερο σκέλος της δεύτερης αιτιάσεως πρέπει να απορριφθεί.

— Επί του τρίτου σκέλους της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκτίμηση ως προς την αναγνώριση από την RZB του αντιθέτου προς τον ανταγωνισμό σκοπού της παραβάσεως και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

285

Η RZB προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι αγνόησε, με τη σκέψη 559 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την ιδιαίτερη αξία της ομολογίας της, ενώ η Επιτροπή βασίστηκε ρητώς στο στοιχείο αυτό για να ισχυριστεί ότι δεν χρειαζόταν να εξεταστούν οι πραγματικές επιπτώσεις των κύκλων διαβουλεύσεων.

286

Η ανάλυση που ακολουθεί στη σκέψη 559 αντιστοιχεί με παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως εφόσον, παρά τις ομολογίες της, η RZB έτυχε της ίδιας μεταχειρίσεως όπως και οι λοιπές τράπεζες. Η RZB ζητεί από το Δικαστήριο να επανορθώσει το σφάλμα του Πρωτοδικείου και φρονεί ότι δικαιολογείται μείωση του προστίμου τουλάχιστον κατά 10%.

287

Η Επιτροπή προβάλλει ότι, με το σημείο 426 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εξήγησε και απέδειξε ότι οι κύκλοι διαβουλεύσεων σκοπούσαν τον περιορισμό του ανταγωνισμού και η ομολογία δεν προσέθετε τίποτα.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

288

Το Πρωτοδικείο, κρίνοντας, με τη σκέψη 559 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «εναπόκειται [στην Επιτροπή] να εκτιμήσει, σε κάθε επιμέρους περίπτωση, αν μια τέτοια ομολογία όντως διευκόλυνε το έργο της», δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

289

Συγκεκριμένα, όπως κρίθηκε με τη σκέψη 248 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως της συνεργασίας των επιχειρήσεων στη διαδικασία.

290

Επιπλέον, εφόσον η ομολογία δεν διευκόλυνε την εργασία της Επιτροπής, αλλά, όπως έκρινε το Πρωτοδικείο, απλώς επιβεβαίωσε τις διαπιστώσεις του, το επιχείρημα της RZB που αντλείται από τη μη τήρηση της αρχής της ισότητας δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

291

Επομένως, το τρίτο σκέλος της δεύτερης αυτής αιτιάσεως πρέπει να απορριφθεί.

— Επί του τετάρτου σκέλους της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από αντιστροφή του βάρους αποδείξεως όσον αφορά την αξία της συνεργασίας της RZB και παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

Επιχειρήματα των διαδίκων

292

Η RZB προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως κρίνοντας, με τις σκέψεις 546 έως 551 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, για να της χορηγηθεί μείωση του ποσού του προστίμου άνω του 10%, η αναιρεσείουσα έπρεπε να αποδείξει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να στοιχειοθετήσει την παράβαση χωρίς τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία.

293

Αφενός, η ανάλυση αυτή αντίκειται στο κεφάλαιο Δ, σημείο 2, δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας και παραβιάζει, συνεπώς, την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Αφετέρου, η ανάλυση αυτή δεν συμβιβάζεται με την υποχρέωση της Επιτροπής να αποδεικνύει, στις διοικητικές διαδικασίες, και τα ευνοϊκά και τα δυσμενή πραγματικά περιστατικά.

294

Η Επιτροπή φρονεί ότι οι ισχυρισμοί της RZB είναι εσφαλμένοι. Διευκρινίζει ότι από το κεφάλαιο Δ, σημείο 2, πρώτη περίπτωση, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας προκύπτει ότι τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να συμβάλλουν στην επιβεβαίωση της παραβάσεως. Ωστόσο, κατόπιν των ελέγχων, η Επιτροπή διέθετε έγγραφα που ήσαν απαραίτητα για τη διαπίστωση των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και, επομένως, προσκόμισε τα συνιστώντα την παράβαση στοιχεία. Η RZB δεν αντέκρουσε την απόδειξη αυτή.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

295

Με τη σκέψη 551 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι «οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν προς απάντηση στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών ήσαν αναγκαία για να παρασχεθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να προσδιορίσει το σύνολο των ουσιωδών κύκλων διαβουλεύσεων ούτε ότι, ελλείψει των ως άνω εγγράφων, τα αποδεικτικά στοιχεία που συνελέγησαν μέσω των ελέγχων θα ήσαν ανεπαρκή για να αποδειχθεί, κατ’ ουσίαν, η παράβαση και για να εκδοθεί απόφαση περί επιβολής προστίμων».

296

Εφόσον η επιχειρηματολογία της RZB σκοπεί να θέσει εν αμφιβόλω την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Πρωτοδικείο, είναι απαράδεκτη στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

297

Όσον αφορά την προβαλλομένη αντιστροφή του βάρους αποδείξεως, υπενθυμίζεται ότι, αν και η Επιτροπή υποχρεούται να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους φρονεί ότι τα στοιχεία που προσκομίζουν οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας συμβάλλουν υπέρ ή κατά της μειώσεως του επιβληθέντος προστίμου, αντιστρόφως, απόκειται στις επιχειρήσεις που επιθυμούν να αμφισβητήσουν τη συναφή απόφαση της Επιτροπής να αποδείξουν ότι η Επιτροπή, ελλείψει τέτοιων πληροφοριών προσκομισθεισών οικειοθελώς από τις επιχειρήσεις, δεν μπορεί να αποδείξει, κατ’ ουσίαν, την παράβαση και, επομένως, να εκδώσει απόφαση περί επιβολής προστίμων.

298

Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 551 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε σιωπηρώς ότι οι αναιρεσείουσες έπρεπε να προσκομίσουν την απόδειξη αυτή.

299

Συνεπώς, το τέταρτο σκέλος της δεύτερης αιτιάσεως πρέπει να απορριφθεί.

— Επί του πέμπτου σκέλους της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο και αντιφατική αιτιολογία στο πλαίσιο της αναλύσεως του Πρωτοδικείου σχετικά με την αξία των συμπληρωματικών εγγράφων που κοινοποίησε η BA-CA

Επιχειρήματα των διαδίκων

300

Η BA-CA αμφισβητεί κατ’ ουσίαν την εκτίμηση του Πρωτοδικείου στις σκέψεις 560 έως 563 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά την αξία των 33 αρχειοθηκών με περισσότερες από 10000 σελίδες εγγράφων, τις οποίες απέστειλε η BA-CA στην Επιτροπή.

301

Πρώτον, η BA-CA υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο μείωσε την αξία της συνεργασίας της αυξάνοντας διαρκώς τις απαιτήσεις που έπρεπε να πληρούνται για να της χορηγήσει μείωση του προστίμου. Η BA-CA επικρίνει, μεταξύ άλλων, τη σύγκριση στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο μεταξύ της αξίας που πρέπει να δοθεί στα έγγραφα αυτά και της αξίας που πρέπει να δοθεί στο κοινό έγγραφο στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά.

302

Δεύτερον, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η αιτιολογία του Πρωτοδικείου είναι αντιφατική, διότι αρνείται, βάσει του κοινού εγγράφου στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, να προβεί σε μείωση του προστίμου ελλείψει νέων εγγράφων, ενώ στοιχειοθετείται ότι, στο πλαίσιο της οικειοθελούς προσκομίσεως εγγράφων, η αναιρεσείουσα κοινοποίησε 10000 σελίδες νέων εγγράφων, μέρος των οποίων χρησιμοποιήθηκε αναμφισβήτητα στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

303

Η Επιτροπή προβάλλει ότι το επιχείρημα αυτό είναι απαράδεκτο εφόσον επαναλαμβάνει προβληθέν ενώπιον του Πρωτοδικείου επιχείρημα. Εξάλλου, η Επιτροπή τονίζει ότι μόνον η ύπαρξη νέων εγγράφων, δηλαδή μη προσκομισθέντων, δεν αρκεί ώστε τα εν λόγω έγγραφα να συμβάλουν επωφελώς στη συνεργασία.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

304

Το Πρωτοδικείο, κρίνοντας, με τη σκέψη 560 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «[…]η προσκόμιση συμπληρωματικών εγγράφων από μία εκ των τραπεζών μπορεί να δικαιολογήσει μεταγενέστερη μείωση του επιμέρους προστίμου της μόνον αν η συνεργασία αυτή όντως απέφερε νέα και χρήσιμα στοιχεία σε σχέση με εκείνα που παρασχέθηκαν από κοινού εκ μέρους του συνόλου των επιχειρήσεων», δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

305

Συγκεκριμένα, όπως υπομνήσθηκε με τις σκέψεις 281 έως 283 της παρούσας αποφάσεως, μείωση του ύψους του προστίμου, βάσει της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, δικαιολογείται μόνον όταν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι παρασχεθείσες πληροφορίες αποδεικνύουν αληθή συνεργασία εκ μέρους της επιχειρήσεως, δεδομένου ότι ο σκοπός της μειώσεως του ύψους του προστίμου αποσκοπεί στο να ανταμείψει μια επιχείρηση για τη συμβολή της κατά τη διοικητική διαδικασία που παρέσχε τη δυνατότητα στην Επιτροπή να διαπιστώσει μια παράβαση με λιγότερες δυσχέρειες.

306

Εφόσον το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι τα προσκομισθέντα από την BA-CA έγγραφα δεν συνιστούν νέα και χρήσιμα στοιχεία σε σχέση με τα προσκομισθέντα με το κοινό έγγραφο στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 562 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε συμπληρωματική μείωση του προστίμου της BA-CA εκ του λόγου αυτού.

307

Κατά συνέπεια, το πέμπτο σκέλος της δεύτερης αιτιάσεως πρέπει να απορριφθεί.

— Επί του έκτου σκέλους της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από το ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι απαντήσεις της BA-CA στην ανακοίνωση των αιτιάσεων

Επιχειρήματα των διαδίκων

308

Η BA-CA αμφισβητεί την εκτεθείσα με τη σκέψη 564 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εκτίμηση του Πρωτοδικείου, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, ως συνεργασία, την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

309

Η Επιτροπή φρονεί ότι οι ισχυρισμοί της BA-CA είναι εσφαλμένοι.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

310

Συναφώς, τονίζεται ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων αποτελεί διαδικαστικό και προπαρασκευαστικό έγγραφο το οποίο, προκειμένου να διασφαλισθεί η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας, ορίζει το αντικείμενο της διοικητικής διαδικασίας που κινεί η Επιτροπή, εμποδίζοντάς την έτσι να προβάλει άλλες αιτιάσεις με την απόφαση που περατώνει την οικεία διαδικασία (βλ., ιδίως, διάταξη της 18ης Ιουνίου 1986, 142/84 και 156/84, British American Tobacco και Reynolds Industries κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 1899, σκέψεις 13 και 14). Συνεπώς, η ανακοίνωση των αιτιάσεων, λόγω της φύσεώς της, είναι προσωρινή και ενδέχεται να τροποποιηθεί κατά την αξιολόγηση στην οποία προβαίνει στη συνέχεια η Επιτροπή βάσει των παρατηρήσεων που τα μέρη τής υπέβαλαν ως απάντηση και άλλων διαπιστώσεων ως προς τα πραγματικά περιστατικά (βλ., συναφώς, απόφαση SGL Carbon κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 62).

311

Πράγματι, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τα στοιχεία που προκύπτουν από ολόκληρη τη διοικητική διαδικασία είτε για να παραιτηθεί από αβάσιμες αιτιάσεις είτε για να προσαρμόσει και να συμπληρώσει, τόσο από πραγματική όσο και από νομική άποψη, την επιχειρηματολογία της προς στήριξη των αιτιάσεων που διατυπώνει. Έτσι, η ανακοίνωση αιτιάσεων ουδόλως εμποδίζει την Επιτροπή να τροποποιήσει την άποψή της υπέρ των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων (βλ. διάταξη British American Tobacco και Reynolds Industries κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 13).

312

Δεν αποκλείεται η δυνατότητα των επιχειρήσεων, μετά την ανακοίνωση των αιτιάσεων, και ειδικότερα με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αυτή, να προσκομίσουν στην Επιτροπή αποφασιστικής φύσεως πληροφορίες, δικαιολογούσες μείωση του προστίμου βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

313

Ωστόσο, συναφώς, το Πρωτοδικείο έκρινε σιωπηρώς, με τη σκέψη 564 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εν προκειμένω, δεν πρόκειται περί αυτού όσον αφορά την απάντηση της BA-CA στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

314

Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον η BA-CA δεν προέβαλε συναφώς παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων από το Πρωτοδικείο, το έκτο σκέλος της δεύτερης αιτιάσεως πρέπει να απορριφθεί καθώς και, κατά συνέπεια, η δεύτερη αιτίαση και το δεύτερο σκέλος στο σύνολό τους.

315

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο λόγος που αντλείται από παραβίαση της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας είναι εν μέρει αβάσιμος και εν μέρει απαράδεκτος και πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί στο σύνολό του.

Γ — Επί του λόγου που αντλείται από παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως από το Πρωτοδικείο

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

316

Η BA-CA υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο προσέβαλε το δικαίωμά της ακροάσεως αρνούμενο να εξετάσει μάρτυρα.

317

Η Επιτροπή προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο δεν υποχρεούται να δώσει συνέχεια σε προσκομισθέν αποδεικτικό στοιχείο αν το στοιχείο αυτό, όπως εν προκειμένω, δεν ασκεί επιρροή στη διαφώτιση των πραγματικών περιστατικών.

β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

318

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με τη σκέψη 563 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο δεν δέχθηκε να εξετάσει μάρτυρα για τον λόγο ότι «το αποδεικτικό μέσο δεν είναι αμέσως λυσιτελές για την αξιολόγηση της χρησιμότητας των εν λόγω [προσκομισθέντων] εγγράφων».

319

Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι το Πρωτοδικείο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να κρίνει την ενδεχόμενη ανάγκη συμπληρώσεως των πληροφοριακών στοιχείων που διαθέτει στις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνεται (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C-57/00 P και C-61/00 P, Freistaat Sachsen κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-9975, σκέψη 47, καθώς και της 7ης Οκτωβρίου 2004, C-136/02 P, Mag Instrument κατά ΓΕΕΑ, συλλογή 2004, σ. I-9165, σκέψη 76).

320

Ακόμη και όταν μια αίτηση εξετάσεως μαρτύρων, που υποβάλλεται με το δικόγραφο της προσφυγής, είναι αιτιολογημένη, εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να εκτιμήσει τη χρησιμότητα της αιτήσεως σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς και την αναγκαιότητα να προχωρήσει στην εξέταση των προταθέντων μαρτύρων (βλ. απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 68).

321

Κατ’ αναίρεση, η αναιρεσείουσα δεν προσκόμισε αποδείξεις περί του ότι το Πρωτοδικείο, αρνούμενο να εξετάσει τον μάρτυρα αυτό, έστω και αν η BA-CA απάντησε στις συμπληρωματικές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, προσέβαλε το δικαίωμά της ακροάσεως.

322

Επομένως, ο εξετασθείς λόγος πρέπει να απορριφθεί.

Δ — Επί του λόγου που αντλείται από μη τήρηση εκ μέρους του Πρωτοδικείου της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων και την προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

323

Η BA-CA προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι, με τη σκέψη 566 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, άσκησε την πλήρη δικαιοδοσία του χωρίς να τηρήσει την υποχρέωση αιτιολογήσεως και χωρίς να δώσει στις επιχειρήσεις, τις οποίες αφορά ο καθορισμός του προστίμου, τη δυνατότητα να ακουστούν.

324

Η BA-CA διευκρινίζει ότι, εν προκειμένω, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων το Δικαστήριο απέρριψε την ύπαρξη τέτοιων υποχρεώσεων με την απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C-3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I-1331).

325

Η BA-CA τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι το επιβληθέν στις τράπεζες πρόστιμο το 2002 ήταν το έκτο υψηλότερο πρόστιμο που επέβαλε η Επιτροπή και, επανεξετάζοντάς το τέσσερα έτη μετά, κακώς το Πρωτοδικείο το έκρινε ως «ελάχιστα υψηλό».

326

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι εκτεθείσες με τη σκέψη 566 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κρίσεις είναι απλώς πρόσθετες και τελικές διαπιστώσεις, που εκθέτουν την εκτίμηση του Πρωτοδικείου.

β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

327

Συναφώς, υπενθυμίζεται, εισαγωγικά, ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία ικανή να καταλήξει σε κυρώσεις και, μεταξύ άλλων, σε πρόστιμα ή χρηματικές ποινές αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου την οποία έχει επανειλημμένως τονίσει το Δικαστήριο (απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

328

Ο αναιρετικός έλεγχος του Δικαστηρίου έχει ως αντικείμενο, αφενός, να εξεταστεί σε ποιο μέτρο το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη, με σωστό από νομικής απόψεως τρόπο, όλους τους ουσιώδεις παράγοντες για να αξιολογήσει τη σοβαρότητα μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς υπό το φως των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, καθώς και του άρθρου 15 του κανονισμού 17, και, αφετέρου, να εξακριβωθεί αν το Πρωτοδικείο απάντησε επαρκώς κατά νόμο στο σύνολο των επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας για την εξαφάνιση ή μείωση του προστίμου (απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

329

Χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί το ζήτημα αν ο κοινοτικός δικαστής, προτού ασκήσει την αρμοδιότητά του πλήρους δικαιοδοσίας, όφειλε να καλέσει την αναιρεσείουσα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί ενδεχόμενης τροποποιήσεως του ύψους του προστίμου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η BA-CA είχε τη δυνατότητα να εκθέσει λυσιτελώς την άποψή της.

330

Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 519 και επ. των προτάσεών του, τέσσερις από τους έξι λόγους που προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου η BA-CA σκοπούν τη μείωση του ύψους του επιβληθέντος προστίμου. Οι λόγοι αυτοί αφορούν, μεταξύ άλλων, τις εκτιμήσεις της Επιτροπής όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως, την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων και τη συνεργασία της αναιρεσείουσας στη διαδικασία.

331

Επιπλέον, το Πρωτοδικείο έθεσε πολλές ερωτήσεις στην BA-CA σχετικά με την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων και τη συνεργασία της στη διαδικασία.

332

Τέλος, επισημαίνεται ότι το Πρωτοδικείο εξέτασε λεπτομερέστατα, με τις σκέψεις 216 έως 571 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το σύνολο των στοιχείων που ασκούν επιρροή στον καθορισμό του ύψους του προστίμου.

333

Επομένως, ο εξετασθείς λόγος πρέπει να απορριφθεί.

334

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

VII — Επί των δικαστικών εξόδων

335

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118 του ιδίου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Erste, της RZB, της BA-CA καθώς και της ÖVAG και αυτές ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει την Erste Group Bank AG, πρώην Erste Bank der österreichischen Sparkassen AG, την Raiffeisen Zentralbank Österreich AG, την Bank Austria Creditanstalt AG και την Österreichische Volksbanken AG στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)

Πίνακας περιεχομένων

 

I — Το νομικό πλαίσιο

 

Α — Ο κανονισμός 17

 

Β — Οι κατευθυντήριες γραμμές

 

Γ — Η ανακοίνωση περί συνεργασίας

 

II — Το ιστορικό της διαφοράς και η προσβαλλομένη απόφαση

 

III — Οι ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγές και η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

 

IV — Αιτήματα των αναιρεσειουσών

 

V — Λόγοι αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

 

VI — Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

 

Α — Επί των λόγων που αντλούνται από παραβίαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ

 

1. Επί του λόγου που αφορά πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση της προϋποθέσεως επηρεασμού του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου

 

α) Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκτίμηση περί της ικανότητας μιας καλύπτουσας το σύνολο του εθνικού εδάφους συμπράξεως να επηρεάσει αισθητώς το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο

 

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

β) Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από το ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή μπορούσε να εξετάσει συνολικώς τα διασυνοριακά αποτελέσματα των κύκλων διαβουλεύσεων και προβαίνοντας σε εσφαλμένη, ανεπαρκή και αντιφατική ανάλυση του ορισμού της σχετικής αγοράς

 

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

— Επί της αιτιάσεως που αντλείται από το ότι το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένως τη νομολογία

 

— Επί της αιτιάσεως που αντλείται από τον εσφαλμένο, ανεπαρκή και αντιφατικό χαρακτήρα της αναλύσεως του Πρωτοδικείου σχετικά με τον ορισμό της σχετικής αγοράς

 

γ) Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από το ότι δεν αποδείχθηκε ότι η σύμπραξη επηρεάζει αισθητά το ενδοκοινοτικό εμπόριο

 

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

2. Επί του λόγου που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον καταλογισμό της ευθύνης της παραβάσεως

 

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Β — Επί των λόγων που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17

 

1. Επί του λόγου που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως

 

α) Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από εκτίμηση μη συνάδουσα προς τις κατευθυντήριες γραμμές

 

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

β) Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την «ιδίας φύσεως» παράβαση

 

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

γ) Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την «πραγματική επίπτωση της παραβάσεως στην αγορά»

 

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

δ) Επί του τετάρτου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκτίμηση περί «της εκτάσεως της σχετικής γεωγραφικής αγοράς»

 

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

ε) Επί του πέμπτου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων του επιλεκτικού χαρακτήρα των συνεπειών επί του χαρακτηρισμού της παραβάσεως και από μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

στ) Επί του έκτου σκέλους, που αντλείται από την ανυπαρξία συνολικής εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως

 

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

ζ) Επί του εβδόμου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο ως προς την υπαγωγή των αναιρεσειουσών στις κατηγορίες παραβάσεων που δέχθηκε η Επιτροπή

 

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

2. Επί του λόγου που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο, έλλειψη αιτιολογίας και παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων

 

α) Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο, παραμόρφωση και αντιφατική αιτιολογία όσον αφορά την παθητική συμπεριφορά της ÖVAG

 

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

β) Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο ως προς τη συμμετοχή των δημοσίων αρχών στους τραπεζικούς κύκλους διαβουλεύσεων

 

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

γ) Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο ως προς τον δημόσιο χαρακτήρα των συσκέψεων

 

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

3. Επί του λόγου που αντλείται από μη τήρηση της ανακοινώσεως περί συνεργασίας

 

α) Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από το ότι το Πρωτοδικείο δεν εκτίμησε ορθώς το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής

 

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

ii) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

β) Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

 

i) Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την απαίτηση παροχής «προστιθεμένης αξίας» λόγω της συνεργασίας και παραβίαση της αρχής της ισότητας

 

— Επιχειρήματα των διαδίκων

 

— Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

ii) Επί της δευτέρας αιτιάσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο στο πλαίσιο της εξετάσεως της εκτάσεως της συνεργασίας των επιχειρήσεων, παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως, προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και ανεπαρκή αιτιολογία

 

— Επί του πρώτου σκέλους της δεύτερης αιτιάσεως

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

— Επί του δευτέρου σκέλους της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του κοινού εγγράφου στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

— Επί του τρίτου σκέλους της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκτίμηση ως προς την αναγνώριση από την RZB του αντιθέτου προς τον ανταγωνισμό σκοπού της παραβάσεως και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

— Επί του τετάρτου σκέλους της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από αντιστροφή του βάρους αποδείξεως όσον αφορά την αξία της συνεργασίας της RZB και παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

— Επί του πέμπτου σκέλους της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο και αντιφατική αιτιολογία στο πλαίσιο της αναλύσεως του Πρωτοδικείου σχετικά με την αξία των συμπληρωματικών εγγράφων που κοινοποίησε η BA-CA

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

— Επί του έκτου σκέλους της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από το ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι απαντήσεις της BA-CA στην ανακοίνωση των αιτιάσεων

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Γ — Επί του λόγου που αντλείται από παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως από το Πρωτοδικείο

 

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Δ — Επί του λόγου που αντλείται από μη τήρηση εκ μέρους του Πρωτοδικείου της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων και την προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως

 

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

VII — Επί των δικαστικών εξόδων


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.