ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 17ης Ιουλίου 2008 ( *1 )

«Άρθρο 39 ΕΚ — Έννοια του όρου “εργαζόμενος” — Μη κυβερνητική οργάνωση δημόσιας ωφέλειας — Υποτροφία για την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής — Σύμβαση εργασίας — Όροι»

Στην υπόθεση C-94/07,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Arbeitsgericht Bonn (Γερμανία) με απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 2004, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Φεβρουαρίου 2007, στο πλαίσιο της δίκης

Andrea Raccanelli

κατά

Max-Planck-Gesellschaft zur Förderung der Wissenschaften eV,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet και E. Levits (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro

γραμματέας: K. Sztranc-Sławiczek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Απριλίου 2008,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Max-Planck-Gesellschaft zur Förderung der Wissenschaften eV, εκπροσωπούμενη από τον A. Schülzchen, Rechtsanwalt,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους V. Kreuschitz και G. Rozet,

έχοντας υπόψη την απόφαση που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 39 ΕΚ και 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος (ΕΕ L 257, σ. 2).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Raccanelli και της Max-Planck-Gesellschaft zur Förderung der Wissenschaften eV (στο εξής: MPG), αναφορικά με τη σχέση εργασίας που φέρεται ότι αυτός είχε συνάψει με το Ινστιτούτο Max-Planck für Radioastronomie, με έδρα τη Βόννη (στο εξής: MPI), οργανισμό ανήκοντα στην MPG.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική νομοθεσία

3

Το άρθρο 1 του κανονισμού 1612/68, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο I του κανονισμού αυτού τον επιγραφόμενο «Πρόσβαση σε απασχόληση», ορίζει:

«1.   Κάθε υπήκοος κράτους μέλους, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής του, έχει το δικαίωμα να αναλαμβάνει μισθωτή δραστηριότητα και να την ασκεί στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, συμφώνως προς τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ρυθμίζουν την απασχόληση των ημεδαπών εργαζομένων του κράτους αυτού.

2.   Απολαύει ιδίως στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, του ιδίου, όπως και οι υπήκοοι του κράτους αυτού, δικαιώματος προτεραιότητος στις διαθέσιμες θέσεις εργασίας.»

4

Το άρθρο 7 του κανονισμού 1612/68, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο II τον επιγραφόμενο «Άσκηση της απασχολήσεως και ισότης μεταχειρίσεως», ορίζει:

«1.   Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών να έχει, λόγω της ιθαγενείας του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχολήσεως και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.

2.   Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.

[…]

4.   Κάθε ρήτρα συλλογικής ή ατομικής συμβάσεως ή άλλης συλλογικής ρυθμίσεως που αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας και απολύσεως, είναι αυτοδικαίως άκυρη κατά το μέτρο που προβλέπει ή επιτρέπει όρους που εισάγουν διακρίσεις έναντι των εργαζομένων υπηκόων άλλων κρατών μελών.»

Η εθνική νομοθεσία

5

Από την εθνική νομοθεσία προκύπτει ότι ως «σύμβαση εργασίας BAT/2» ή «BAT II a 1/2», νοείται σύμβαση συναφθείσα βάσει του βαθμού II a του πίνακα αμοιβών, ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, της συλλογικής συμβάσεως των ομοσπονδιακών υπαλλήλων (BAT), για διάρκεια εργασίας ίση προς το 50 % του κανονικού χρόνου απασχολήσεως.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

6

Η MPG έχει συσταθεί κατά το γερμανικό ιδιωτικό δίκαιο ως ένωση δημόσιας ωφέλειας. Διαχειρίζεται στη Γερμανία και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη ινστιτούτα επιστημονικής έρευνας.

7

Τα ινστιτούτα έρευνας, με την ονομασία «ινστιτούτα Max-Planck», επιδίδονται, προς το κοινό όφελος, σε βασική έρευνα στους τομείς των φυσικών επιστημών, της βιολογίας, των ανθρωπιστικών και των κοινωνικών επιστημών.

8

Η MPG εφαρμόζει δύο μεθόδους προωθήσεως νέων ερευνητών, παρέχοντάς τους ιδίως τη δυνατότητα εκπονήσεως διδακτορικής διατριβής, συγκεκριμένα τη σύμβαση υποτροφίας και τη σύμβαση εργασίας.

9

Η διαφορά μεταξύ των δύο μεθόδων υποστηρίξεως των υποψηφίων διδακτόρων συνίσταται κυρίως στο ότι:

ο μεν υπότροφος δεν υπέχει καμία υποχρέωση παροχής εργασίας στο αντίστοιχο ινστιτούτο, αλλά μπορεί να συγκεντρωθεί αποκλειστικώς στο έργο της εκπονήσεως της διατριβής του, ενώ

ο συμβασιούχος BAT II a 1/2 υπέχει την υποχρέωση παροχής εργασίας στο ινστιτούτο που τον απασχολεί, μπορεί δε να χρησιμοποιεί τις εγκαταστάσεις του για την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής μόνον εκτός των ωρών απασχολήσεώς του.

10

Εξάλλου, τα δύο αυτά είδη συμβάσεων διαφέρουν και ως προς τις φορολογικές υποχρεώσεις των αντισυμβαλλομένων και την υπαγωγή τους στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.

11

Ειδικότερα, οι μεν υπότροφοι απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος και δεν υπάγονται στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, ενώ, αντιθέτως, οι ερευνητές με τους οποίους έχει συναφθεί σύμβαση BAT II a 1/2 υπόκεινται στον φόρο αυτόν και οφείλουν να καταβάλλουν τις αντιστοιχούσες προς τη θέση τους εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως.

12

Κατά την περίοδο από 7 Φεβρουαρίου 2000 έως 31 Ιουλίου 2003, ο Α. Raccanelli, ιταλικής ιθαγένειας, απασχολήθηκε στο MPI στο πλαίσιο εκπονήσεως διδακτορικής διατριβής. Έγγραφο του MPI της 7ης Φεβρουαρίου 2000, το οποίο έφερε και την υπογραφή του ιδίου, καθόριζε τους σχετικούς όρους.

13

Με το έγγραφο αυτό, το MPI του χορήγησε μηνιαία υποτροφία για την περίοδο από 7 Φεβρουαρίου 2000 έως 6 Φεβρουαρίου 2002, με σκοπό την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής στη Γερμανία και εκτός της χώρας αυτής με θέμα «κατασκευή βολομέτρου για μήκη κύματος μικρότερα των 300 µm».

14

Το περιεχόμενο του εγγράφου ήταν το ακόλουθο:

«Με την αποδοχή της υποτροφίας αναλαμβάνετε την υποχρέωση να αφοσιωθείτε αποκλειστικά στην επίτευξη του σκοπού για τον οποίο σας χορηγείται η υποτροφία. Για την άσκηση άλλης δραστηριότητας απαιτείται η προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του διευθυντή του ινστιτούτου.

Η υποτροφία χορηγείται για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών και όχι ως αντιπαροχή της επιστημονικής σας εργασίας.

Η αποδοχή της υποτροφίας δεν σας υποχρεώνει σε παροχή εργασίας υπέρ της Max-Planck-Gesellschaft. Κατά συνέπεια, το ποσό της υποτροφίας απαλλάσσεται του φόρου εισοδήματος σύμφωνα με το άρθρο 3, σημείο 44, του Einkommensteuergesetz (νόμου περί φόρου εισοδήματος), καθώς, επίσης, τον φόρο μισθωτών υπηρεσιών σύμφωνα με το άρθρο 6, σημείο 22, της Lohnsteuerdurchführungsverordnung (κανονιστικής αποφάσεως περί εφαρμογής του νόμου περί φόρου εισοδήματος), επομένως δε, και της υποχρεώσεως καταβολής εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως.»

15

Με συμπληρωματική σύμβαση της 29ης Νοεμβρίου 2001 η «σύμβαση διδακτορικού διπλώματος» παρατάθηκε μέχρι τις 6 Αυγούστου 2002, στη συνέχεια δε μέχρι τις 6 Μαΐου 2003. Για την περίοδο από 7 Μαΐου έως 31 Ιουλίου 2003, τα δύο μέρη συνήψαν στις 19 Μαΐου 2003 συμφωνία με το ακόλουθο περιεχόμενο:

«Ο κ. Raccanelli θα παραμείνει στο ινστιτούτο μας ως φιλοξενούμενος από τις 7 Μαΐου 2003 έως τις 31 Ιουλίου 2003. Το ινστιτούτο θα του προσφέρει κατάλληλη θέση εργασίας και την επικουρία των συνεργατών του.

Οι λοιπές εγκαταστάσεις είναι στη διάθεσή του υπό τους όρους που προβλέπει ο κανονισμός λειτουργίας του ινστιτούτου και οι λοιπές εκτελεστικές διατάξεις. Αναλαμβάνει την υποχρέωση να τηρεί τις διατάξεις αυτές.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του ως φιλοξενούμενος δεν δημιουργείται σχέση εργασίας ούτε συντρέχει υποχρέωση καταβολής αμοιβής.

[…]»

16

Ο A. Raccanelli άσκησε προσφυγή ενώπιον του Arbeitsgericht Bonn ζητώντας να αναγνωριστεί ότι υφίστατο σχέση εργασίας μεταξύ αυτού και της MPG κατά την περίοδο από 7 Φεβρουαρίου 2000 έως 31 Ιουλίου 2003.

17

Ο A. Raccanelli υποστήριξε ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έτυχε της ίδιας μεταχειρίσεως με τους Γερμανούς υποψήφιους διδάκτορες που είχαν συνάψει σύμβαση εργασίας BAT II a και οι οποίοι, κατά την άποψή του, μόνοι μπορούσαν να υπογράψουν τέτοιες συμβάσεις, συνεπαγόμενες ιδίως υπαγωγή σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.

18

Η MPG αποκρούει αυτούς τους ισχυρισμούς.

19

Χωρίς να αποφαίνεται επί των πραγματικών πτυχών της υφιστάμενης μεταξύ των δύο μερών συμβατικής σχέσεως κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, το αιτούν δικαστήριο στηρίζει τη συλλογιστική του στην αρχή ότι ο βαθμός προσωπικής εξαρτήσεως του A. Raccanelli έναντι του MPI δεν αρκεί για την αναγνώριση σχέσεως εργασίας μεταξύ των ως άνω δύο μερών.

20

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η MPG, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι έχει συσταθεί υπό μορφή ενώσεως ιδιωτικού δικαίου, δεσμεύεται από την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων ως εάν επρόκειτο για οργανισμό δημοσίου δικαίου.

21

Υπό τις προϋποθέσεις αυτές το Arbeitsgericht Bonn αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Εμπίπτει ο προσφεύγων στην κατά το κοινοτικό δίκαιο έννοια του εργαζόμενου, δεδομένου ότι δεν υποχρεούται να προσφέρει περισσότερη εργασία από τους υποψήφιους διδάκτορες με σύμβαση εργασίας διεπόμενη από τη συλλογική σύμβαση εργασίας των δημοσίων ομοσπονδιακών υπαλλήλων (BAT/2);

2)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: έχει το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας την έννοια ότι δεν υφίσταται δυσμενής διάκριση μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το καθού παρέσχε στον προσφεύγοντα τουλάχιστον το δικαίωμα επιλογής μεταξύ συνάψεως συμβάσεως εργασίας και υποτροφίας πριν από την έναρξη του χρόνου εκπονήσεως της διδακτορικής του διατριβής;

3)

Σε περίπτωση κατά την οποία στο δεύτερο ερώτημα δοθεί η απάντηση ότι έπρεπε να έχει παρασχεθεί στον προσφεύγοντα η δυνατότητα συνάψεως συμβάσεως εργασίας, ανακύπτει το ερώτημα:

Ποιες είναι οι έννομες συνέπειες σε περίπτωση δυσμενούς διακρίσεως λόγω ιθαγένειας;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως

22

Η MPG υποστηρίζει, με τις γραπτές της παρατηρήσεις, ότι η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

23

Πράγματι, κατά την MPG, το αιτούν δικαστήριο, αφενός, δεν εξέθεσε τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και, αφετέρου, δεν αιτιολόγησε τα υποβληθέντα ερωτήματα. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν έχει τα απαιτούμενα στοιχεία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα αυτά.

24

Πρέπει, σχετικώς, να τονισθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ανάγκη ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου χρήσιμης για το εθνικό δικαστήριο επιβάλλει τον εκ μέρους του προσδιορισμό του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, τη διευκρίνιση των περιπτώσεων με τις οποίες συναρτώνται τα ερωτήματα αυτά (αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 2005, C-134/03, Viacom Outdoor, Συλλογή 2005, σ. I-1167, σκέψη 22, και της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C-217/05, Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio, Συλλογή 2006, σ. I-11987, σκέψη 26).

25

Επίσης, τα στοιχεία που παρέχονται με τις αποφάσεις περί παραπομπής δεν χρησιμεύουν μόνο στο να καθιστούν δυνατό στο Δικαστήριο να δίδει χρήσιμες απαντήσεις, αλλά και στο να παρέχουν τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις των κρατών μελών και στους λοιπούς ενδιαφερόμενους να υποβάλλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 20 του Οργανισμού του Δικαστηρίου (διάταξη της 2ας Μαρτίου 1999, C-422/98, Colonia Versicherung κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. I-1279, σκέψη 5, και απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2007, C-20/05, Schwibbert, Συλλογή 2007, σ. I-9447, σκέψη 21).

26

Προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα παρασχεθέντα από το Arbeitsgericht Bonn στοιχεία ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές, πρέπει να ληφθεί υπόψη η φύση και το περιεχόμενο των υποβληθέντων ερωτημάτων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προαναφερθείσα απόφαση Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio, σκέψη 29).

27

Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι πολύ γενικό, καθόσον ζητεί ερμηνεία της κοινοτικής έννοιας του εργαζομένου, όπως αυτή προκύπτει από τα άρθρα 39 ΕΚ και 7 του κανονισμού 1612/68.

28

Τα ερωτήματα που επικουρικώς υποβάλλει το Arbeitsgericht Bonn αφορούν την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που θέτει το άρθρο 12 ΕΚ.

29

Πάντως, μολονότι η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρουσιάζει κενά, τόσο ως προς την παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης όσο και ως προς τους λόγους που επέβαλαν την υποβολή αυτής της αιτήσεως, το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του επαρκή στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να προσδιορίσει το περιεχόμενο των υποβληθέντων ερωτημάτων και να ερμηνεύσει τις σχετικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα αυτά.

30

Άλλωστε, τόσο η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσο και, σε κάποιο βαθμό, η MPG θεώρησαν ότι έχουν τη δυνατότητα, βάσει των στοιχείων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, να διατυπώσουν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου.

31

Υπό τις συνθήκες αυτές, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

Επί της ουσίας

Επί του πρώτου ερωτήματος

32

Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, ουσιαστικώς, να διευκρινιστεί αν ερευνητής, ευρισκόμενος σε κατάσταση όμοια με εκείνη του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, εκπονεί, δηλαδή, διδακτορική διατριβή βάσει συμβάσεως υποτροφίας συναφθείσας με την MPG, μπορεί να θεωρηθεί ως εργαζόμενος, κατά την έννοια του άρθρου 39 ΕΚ, εφόσον υποχρεούται να προσφέρει εργασία ίδια με την εργασία του ερευνητή ο οποίος εκπονεί διδακτορική διατριβή βάσει συμβάσεως εργασίας BAT/2 που έχει συνάψει με την εν λόγω ένωση.

33

Υπενθυμίζεται, σχετικώς, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο όρος «εργαζόμενος», κατά την έννοια του άρθρου 39 ΕΚ, έχει κοινοτικό περιεχόμενο και δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς. Ως «εργαζόμενος» πρέπει να θεωρείται κάθε πρόσωπο που ασκεί πραγματική και γνήσια δραστηριότητα, εξαιρουμένων των δραστηριοτήτων που είναι τόσο περιορισμένες ώστε να έχουν αμιγώς δευτερεύοντα ή επικουρικό χαρακτήρα. Το χαρακτηριστικό της σχέσεως εργασίας είναι, σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, το γεγονός ότι ένα πρόσωπο παρέχει, κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου, προς έτερο και υπό τη διεύθυνση αυτού του τελευταίου, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 1986, 66/85, Lawrie-Blum, Συλλογή 1986, σ. 2121, σκέψεις 16 και 17· της 23ης Μαρτίου 2004, C-138/02, Collins, Συλλογή 2004, σ. I-2703, σκέψη 26, και της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C-456/02, Trojani, Συλλογή 2004, σ. I-7573, σκέψη 15).

34

Συνεπώς, μπορεί να θεωρηθεί ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης έχει την ιδιότητα του εργαζομένου μόνον εφόσον το αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, διαπιστώσει ότι υφίστανται τα συστατικά στοιχεία μιας σχέσεως μισθωτής εργασίας, δηλαδή η σχέση εξαρτήσεως και η καταβολή αμοιβής.

35

Κατά συνέπεια, εφόσον το αιτούν δικαστήριο καλείται να εξακριβώσει αν πληρούνται τα κριτήρια που τέθηκαν με τη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, η εξέτασή του πρέπει κυρίως να επικεντρωθεί στο περιεχόμενο της συμβάσεως που έχει συνάψει ο υποψήφιος διδάκτορας, στη συναφθείσα συμπληρωματική σύμβαση, καθώς και στις λεπτομέρειες εφαρμογής των δύο αυτών πράξεων.

36

Μολονότι από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το ζήτημα αν ο A. Raccanelli έχει την ιδιότητα του εργαζομένου κατά την έννοια του 39 ΕΚ πρέπει να επιλυθεί αντικειμενικώς, αντιθέτως, βάσει των κριτηρίων που τέθηκαν με τη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, δεν μπορεί να συναχθεί συμπέρασμα ως προς την ύπαρξη αυτής της ιδιότητας από μια σύγκριση μεταξύ της προσφερθείσας από τον A. Raccanelli εργασίας και της εργασίας που προσέφερε ή προσφέρει ο ερευνητής που εκπονεί διδακτορική διατριβή βάσει συμβάσεως εργασίας BAT/2 που έχει συνάψει με το MPG.

37

Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ερευνητής ευρισκόμενος σε κατάσταση όμοια με εκείνη του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, ο οποίος, δηλαδή, εκπονεί διδακτορική διατριβή βάσει συμβάσεως υποτροφίας που έχει συνάψει με την MPG, μπορεί να θεωρηθεί ως εργαζόμενος, κατά την έννοια του άρθρου 39 ΕΚ, μόνον εφόσον η δραστηριότητά του ασκείται, κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου, υπό τη διεύθυνση ινστιτούτου ανήκοντος στην ένωση αυτή και εφόσον, ως αντάλλαγμα για τη δραστηριότητά του αυτή, εισπράττει αμοιβή. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να προβεί στην απαιτούμενη εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών προκειμένου να κρίνει αν αυτό συμβαίνει στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

38

Με το δεύτερο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί ουσιαστικώς να διευκρινιστεί αν πρέπει να αποφανθεί ότι δεν υφίσταται δυσμενής διάκριση μόνο στην περίπτωση κατά την οποία είχε παρασχεθεί στον προσφεύγοντα η δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ συμβάσεως εργασίας και συμβάσεως υποτροφίας πριν αρχίσει την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής στις εγκαταστάσεις της καθής.

39

Πρέπει να υπογραμμιστεί εκ προοιμίου ότι το ζήτημα αν ο A. Raccanelli, χωρίς να έχει την ιδιότητα του εργαζομένου κατά την έννοια των άρθρων 39 ΕΚ και 7 του κανονισμού, είχε το δικαίωμα, λόγω της ακολουθούμενης από την MPG πρακτικής, να επιλέξει μεταξύ συμβάσεως υποτροφίας και συμβάσεως BAT/2 αποτελεί ζήτημα του εσωτερικού δικαίου του οποίου δεν μπορεί να επιληφθεί το Δικαστήριο.

40

Εντούτοις, από το δεύτερο μέρος του σκεπτικού της αποφάσεως περί παραπομπής προκύπτει ότι με το δεύτερο ερώτημά του, το Arbeitsgericht Bonn ζητεί ουσιαστικώς να διευκρινιστεί αν η MPG δεσμεύεται, παρά το ότι έχει τη μορφή ενώσεως ιδιωτικού δικαίου, από την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, ως εάν είχε την ιδιότητα οργανισμού δημοσίου δικαίου και αν, κατά συνέπεια, η εν λόγω ένωση είχε την υποχρέωση να παράσχει στον A. Raccannelli το δικαίωμα να επιλέξει μεταξύ συμβάσεως υποτροφίας και συμβάσεως εργασίας.

41

Επιβάλλεται, σχετικώς, να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 39 ΕΚ, η ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας συνεπάγεται την κατάργηση κάθε είδους δυσμενούς διακρίσεως λόγω ιθαγένειας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών όσον αφορά την απασχόληση, τις αμοιβές και τους λοιπούς όρους εργασίας (απόφαση της 6ης Ιουνίου 2000, C-281/98, Angonese, Συλλογή 1998, σ. I-4139, σκέψη 29).

42

Πρέπει, επίσης, να τονισθεί ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που θέτει το άρθρο 39 ΕΚ είναι διατυπωμένη κατά τρόπο γενικό και δεν απευθύνεται ειδικώς στα κράτη μέλη ή στους οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

43

Όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο, η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας επιβάλλεται όχι μόνο στη δράση των δημόσιων αρχών, αλλά εκτείνεται εξίσου και στις άλλης φύσεως διατάξεις με τις οποίες ρυθμίζεται συλλογικά η μισθωτή εργασία και η παροχή υπηρεσιών (βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1974, 36/74, Walrave και Koch, Συλλογή τόμος 1974, σ. 572, σκέψη 17, καθώς και προαναφερθείσα απόφαση Angonese, σκέψη 31).

44

Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η κατάργηση, μεταξύ των κρατών μελών, των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων θα μπορούσε να διακυβευθεί αν η κατάργηση των φραγμών κρατικής προελεύσεως εξουδετερωνόταν από εμπόδια προερχόμενα από την άσκηση της νομικής αυτονομίας ενώσεων ή οργανισμών μη διεπομένων από το δημόσιο δίκαιο (βλ. αποφάσεις Walrave και Koch, προαναφερθείσα, σκέψη 18, καθώς και της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman, Συλλογή 1995, σ. Ι-4921, σκέψη 83).

45

Όσον αφορά το άρθρο 39 ΕΚ το οποίο καθιερώνει μια θεμελιώδη ελευθερία και συνιστά ειδικότερη εφαρμογή της γενικής απαγορεύσεως των διακρίσεων που θέτει το άρθρο 12 ΕΚ, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων ισχύει επίσης επί όλων των συμβάσεων που έχουν ως αντικείμενο τη συλλογική ρύθμιση της μισθωτής εργασίας, καθώς και επί των συμβάσεων μεταξύ ιδιωτών (βλ. απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, 43/75, Defrene, Συλλογή τόμος 1976, σ. 175, σκέψη 39, καθώς και προαναφερθείσα απόφαση Angonese, σκέψεις 34 και 35).

46

Συνεπώς, η απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, που επιβάλλει το άρθρο 39 ΕΚ, εφαρμόζεται, επίσης, επί των ενώσεων ιδιωτικού δικαίου όπως η MPG.

47

Όσον αφορά το ζήτημα αν, λόγω αυτής της απαγορεύσεως, η MPG είχε την υποχρέωση να παράσχει στον A. Raccanelli το δικαίωμα επιλογής μεταξύ συμβάσεως υποτροφίας και συμβάσεως εργασίας, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, δυσμενή διάκριση αποτελεί η εφαρμογή διαφορετικών κανόνων σε παρεμφερείς καταστάσεις ή η εφαρμογή του ίδιου κανόνα σε διαφορετικές καταστάσεις (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 29ης Απριλίου 1999, C-311/97, Royal Bank, Συλλογή 1999, σ. I-2651, σκέψη 26). Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν, με την εφαρμογή διαφορετικών κανόνων σε παρεμφερείς καταστάσεις υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η δυνητική άρνηση μιας τέτοιας επιλογής συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση ημεδαπών και αλλοδαπών υποψηφίων διδακτόρων.

48

Υπό τις περιστάσεις αυτές, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ένωση ιδιωτικού δικαίου όπως η Max-Planck-Gesellschaft zur Förderung der Wissenschaften eV οφείλει να εφαρμόζει, έναντι των κατά την έννοια του άρθρου 39 ΕΚ εργαζομένων, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, συντρέχει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών υποψηφίων διδακτόρων.

Επί του τρίτου ερωτήματος

49

Με το τρίτο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστούν οι συνέπειες μιας δυσμενούς διακρίσεως εις βάρος αλλοδαπού υποψηφίου διδάκτορα που απορρέουν από το γεγονός ότι δεν του παρασχέθηκε η δυνατότητα να συνάψει με την MPG σύμβαση εργασίας.

50

Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι ούτε το άρθρο 39 ΕΚ ούτε οι διατάξεις του κανονισμού 1612/68 επιβάλλουν στα κράτη μέλη ή σε ενώσεις όπως η MPG την υποχρέωση λήψεως συγκεκριμένου μέτρου σε περίπτωση παραβιάσεως της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, αλλά παρέχουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιλέγουν μεταξύ των διαφόρων λύσεων που προσφέρονται για την επίτευξη του σκοπού των ως άνω διατάξεων, αναλόγως των διαφόρων καταστάσεων που ανακύπτουν (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 10ης Απριλίου 1984, 14/83, von Colson και Kamann, Συλλογή 1984, σ. 1891, σκέψη 18, καθώς και της 11ης Οκτωβρίου 2007, C-460/06, Paquay, Συλλογή 2007, σ. I-8511, σκέψη 44).

51

Επομένως, όπως επισημαίνει η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, με βάση τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που ρυθμίζουν την εξωσυμβατική ευθύνη, τη φύση της αποζημιώσεως που θα μπορούσε να ζητήσει.

52

Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, στην περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων της κύριας δίκης βασίμως προβάλλει ζημία που υπέστη λόγω της εις βάρος του δυσμενούς διακρίσεως, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει, βάσει των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας που ρυθμίζουν την εξωσυμβατική ευθύνη, τη φύση της αποζημιώσεως που θα μπορούσε να ζητήσει.

Επί των δικαστικών εξόδων

53

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πέραν εκείνων των εν λόγω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Ερευνητής ευρισκόμενος σε κατάσταση όμοια με εκείνη του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, ο οποίος, δηλαδή, εκπονεί διδακτορική διατριβή βάσει συμβάσεως υποτροφίας που έχει συνάψει με τη Max-Planck-Gesellschaft zur Förderung der Wissenschaften eV, μπορεί να θεωρηθεί ως εργαζόμενος, κατά την έννοια του άρθρου 39 ΕΚ, μόνον εφόσον η δραστηριότητά του ασκείται, κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου, υπό τη διεύθυνση ινστιτούτου ανήκοντος στην ένωση αυτή και εφόσον, ως αντάλλαγμα για τη δραστηριότητά του αυτή, εισπράττει αμοιβή. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να προβεί στην απαιτούμενη εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών προκειμένου να κρίνει αν αυτό συμβαίνει στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί.

 

2)

Ένωση ιδιωτικού δικαίου όπως η Max-Planck-Gesellschaft zur Förderung der Wissenschaften eV, οφείλει να εφαρμόζει, έναντι των κατά την έννοια του άρθρου 39 ΕΚ εργαζομένων, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, συντρέχει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών υποψηφίων διδακτόρων.

 

3)

Στην περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων της κύριας δίκης βασίμως προβάλλει ζημία που υπέστη λόγω της εις βάρος του δυσμενούς διακρίσεως, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει, βάσει των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας που ρυθμίζουν την εξωσυμβατική ευθύνη, τη φύση της αποζημιώσεως που θα μπορούσε να ζητήσει.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.