ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 4ης Σεπτεμβρίου 2008 ( 1 )

Υπόθεση C-443/07 P

Isabel Clara Centeno Mediavilla κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως — Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων — Ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII για την κατάταξη των υπαλλήλων που προσλαμβάνονται μετά την 1η Μαΐου 2004 — Διαβούλευση με την επιτροπή ΚΥΚ — Ανυπαρξία προσβολής των κεκτημένων δικαιωμάτων και της αρχής της ίσης μεταχείρισης»

1. 

Ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) τροποποιήθηκε σε ευρεία κλίμακα από 1ης Μαΐου 2004 ( 2 ). Ειδικότερα, ο νέος ΚΥΚ εισάγει νέο σύστημα των σταδιοδρομιών ριζικά διαφορετικό. Οι βασικοί βαθμοί στο νέο σύστημα συνεπάγονται συχνά χαμηλότερες αμοιβές από τις αντίστοιχες του παλαιού συστήματος πλην όμως κάθε σχετικό μειονέκτημα υποτίθεται ότι αντισταθμίζεται με μεγαλύτερες δυνατότητες προαγωγής. Με μεταβατικές διατάξεις ρυθμίστηκαν διάφορες καταστάσεις περιλαμβανομένης και αυτής όπου υπάλληλοι είχαν επιτύχει σε γενικό διαγωνισμό που είχε διοργανωθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νέου συστήματος σταδιοδρομιών πλην όμως διορίστηκαν μετά. Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως του Πρωτοδικείου ασκήθηκε από δεκαεπτά υπαλλήλους που βρέθηκαν σε τέτοια κατάσταση, δυσαρεστημένοι ειδικότερα από το γεγονός ότι διορίστηκαν με όρους εξ αρχής λιγότερο ευνοϊκούς από τους υπαλλήλους που συμμετείχαν επιτυχώς στον ίδιο διαγωνισμό αλλά προσελήφθησαν πριν την 1η Μαΐου 2004.

2. 

Πενήντα άλλες υποθέσεις εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορούν ουσιαστικά το ίδιο ζήτημα εν αναμονή της αποφάσεως στην παρούσα υπόθεση. Επιπλέον, αν το Δικαστήριο εκδώσει απόφαση κατά την έννοια ότι οι επίδικες διατάξεις δεν έπρεπε να εφαρμοστούν στους οικείους υπαλλήλους, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεσμεύτηκε να επεκτείνει το ευεργέτημα της συνακόλουθης ανακατάταξης σε όλους τους υπαλλήλους που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με αυτούς που θα καλύπτει η απόφαση, περιλαμβανομένων και αυτών που δεν αμφισβήτησαν τον βαθμό τους με διοικητική ένσταση ( 3 ).

Νομοθετικό πλαίσιο

Οι θεωρήσεις που υπαγόρευσαν τις τροποποιήσεις του ΚΥΚ

3.

Το προοίμιο του κανονισμού 723/2004, που επέφερε τις τροποποιήσεις αυτές περιέχει μεταξύ άλλων τις ακόλουθες σκέψεις:

«[…]

7)

Θα πρέπει να τηρείται η αρχή περί μη διακρίσεων, όπως κατοχυρώνεται στη Συνθήκη ΕΚ, η οποία, ως εκ τούτου, απαιτεί την περαιτέρω ανάπτυξη μιας πολιτικής προσωπικού που εξασφαλίζει ίσες ευκαιρίες για όλους, ανεξαρτήτως φύλου, σωματικής ικανότητας, ηλικίας, φυλετικής ή εθνοτικής ταυτότητας, γενετήσιου προσανατολισμού και οικογενειακής κατάστασης.

[…]

10)

Υπάρχει σαφής ανάγκη να ενισχυθεί η αρχή της εξέλιξης της σταδιοδρομίας με βάση τα προσόντα και να καθιερωθεί στενότερος δεσμός μεταξύ της επίδοσης και της αμοιβής με την παροχή μεγαλύτερων κινήτρων για καλή επίδοση μέσω διαρθρωτικών αλλαγών στο σύστημα σταδιοδρομιών, ενώ παράλληλα θα εξασφαλίζεται η ισοδυναμία των μέσων τύπων σταδιοδρομίας μεταξύ της νέας και της παλαιάς διάρθρωσης, στο πλαίσιο τήρησης του πίνακα θέσεων και της δημοσιονομικής πειθαρχίας.

[…]

12)

Έχει προκύψει η ανάγκη να σχεδιασθεί ένα σύστημα που θα εξασφαλίζει την ισοδυναμία των μέσων τύπων σταδιοδρομίας, το οποίο, όταν εξετασθεί ως σύνολο, θα αντισταθμίζει δίκαια και εύλογα, πρώτον, την αύξηση του συνολικού αριθμού των βαθμών και, κατά δεύτερο λόγο, τη μείωση του αριθμού των κλιμακίων σε κάθε βαθμό.

[…]

34)

Οι όροι απασχόλησης που διέπουν το συνολικό επίπεδο αποδοχών και συντάξεων για τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό, παραμένουν ( 4 ) σε τέτοιο ύψος ώστε να προσελκύουν και να συγκρατούν τους καλύτερους υποψηφίους από όλα τα κράτη μέλη σε μια ανεξάρτητη και μόνιμη ευρωπαϊκή δημόσια υπηρεσία.

[…]

37)

Θα πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικές ρυθμίσεις, ώστε να καταστεί δυνατή η βαθμιαία εφαρμογή των νέων κανόνων και μέτρων, τηρουμένων των κεκτημένων δικαιωμάτων των υπαλλήλων δυνάμει του κοινοτικού συστήματος πριν από την έναρξη ισχύος των εν λόγω τροποποιήσεων του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, και λαμβάνοντας υπόψη τις θεμιτές προσδοκίες τους.

[…]»

Οι διατάξεις του ΚΥΚ πριν και μετά την τροποποίησή του

4.

Το άρθρο 1α, παράγραφος 1, ΚΥΚ όπως ίσχυε πριν από το 2004, που εισήχθη με τον κανονισμό (ΕΚ, ΕΚΑΧ. Ευρατόμ) 781/98 ( 5 ), όριζε:

«Οι υπάλληλοι, κατά την εφαρμογή του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, δικαιούνται ίσης μεταχείρισης χωρίς άμεση ή έμμεση αναφορά στη φυλή, στο φύλο, στο σεξουαλικό προσανατολισμό και τις πολιτικές, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως που απαιτούν ορισμένη οικογενειακή ή προσωπική κατάσταση.»

5.

Στη νέα έκδοση η διάταξη αυτή αναδιατυπώθηκε και είναι πλέον το άρθρο 1 δ, παράγραφος 1, που ορίζει τα ακόλουθα:

«Κατά την εφαρμογή του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, απαγορεύεται οποιαδήποτε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, ηλικίας, αναπηρίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.

Για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, οι μη έγγαμες σχέσεις συμβίωσης αντιμετωπίζονται όπως και ο γάμος, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλοι οι απαριθμούμενοι στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ’, του παραρτήματος VII όροι.»

6.

Πριν τις τροποποιήσεις του 2004, το άρθρο 5 ΚΥΚ ήταν το ακόλουθο:

«1.   Οι θέσεις που αναφέρονται στον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης κατατάσσονται, ανάλογα με τη φύση και το επίπεδο των καθηκόντων στα οποία αντιστοιχούν, σε τέσσερις κατηγορίες που ορίζονται κατά φθίνουσα ιεραρχική τάξη με τα γράμματα A, B, C και D.

Η κατηγορία Α περιλαμβάνει οκτώ βαθμούς που αντιστοιχούν σε σταδιοδρομίες που καλύπτουν γενικά δύο βαθμούς και ανταποκρίνεται σε καθήκοντα διευθύνσεως, συλλήψεως και μελέτης, που απαιτούν γνώσεις πανεπιστημιακού επιπέδου ή επαγγελματική πείρα ισοδυνάμου επιπέδου.

Η κατηγορία Β περιλαμβάνει πέντε βαθμούς που αντιστοιχούν σε σταδιοδρομίες που καλύπτουν γενικά δύο βαθμούς και ανταποκρίνεται σε καθήκοντα εφαρμογής και πλαισιώσεως, που απαιτούν γνώσεις επιπέδου πλήρους κύκλου μέσης εκπαιδεύσεως ή επαγγελματική πείρα ισοδυνάμου επιπέδου.

Η κατηγορία C περιλαμβάνει πέντε βαθμούς που αντιστοιχούν σε σταδιοδρομίες που καλύπτουν γενικά δύο βαθμούς και ανταποκρίνεται σε εκτελεστικά καθήκοντα που απαιτούν γνώσεις επιπέδου πρώτου κύκλου μέσης εκπαιδεύσεως ή επαγγελματική πείρα ισοδυνάμου επιπέδου.

Η κατηγορία D περιλαμβάνει τέσσερις βαθμούς που αντιστοιχούν σε σταδιοδρομίες που καλύπτουν γενικά δύο βαθμούς και ανταποκρίνεται σε εργασίες χειρωνακτικές ή παροχής υπηρεσιών, που απαιτούν γνώσεις επιπέδου στοιχειώδους εκπαιδεύσεως και συμπληρώνονται ενδεχομένως με τεχνικές γνώσεις.

[…]

2.   Οι θέσεις μεταφραστών και διερμηνέων συγκροτούν τον γλωσσικό κλάδο που ορίζεται από τα γράμματα LA και περιλαμβάνει έξι βαθμούς που εξομοιώνονται με τους βαθμούς 3 έως 8 της κατηγορίας A που αντιστοιχούν σε σταδιοδρομίες που καλύπτουν γενικά δύο βαθμούς.

3.   Οι υπάλληλοι που ανήκουν στην ίδια κατηγορία ή στον ίδιο κλάδο υπόκεινται αντίστοιχα στις ίδιες προϋποθέσεις προσλήψεως και εξελίξεως της σταδιοδρομίας.

[…]»

7.

Μετά την τροποποίηση, το άρθρο 5 είναι πλέον το ακόλουθο:

«1.   Οι θέσεις που καλύπτονται από τον κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης κατατάσσονται, ανάλογα με τη φύση και τη σημασία των καθηκόντων στα οποία αντιστοιχούν, σε μία ομάδα καθηκόντων των υπαλλήλων διοικήσεως (στο εξής: AD) και σε μια ομάδα καθηκόντων των βοηθών υπαλλήλων (στο εξής: AST).

2.   Η ομάδα καθηκόντων AD περιλαμβάνει δώδεκα βαθμούς που αντιστοιχούν σε διοικητικά, συμβουλευτικά, γλωσσικά και επιστημονικά καθήκοντα. Η ομάδα καθηκόντων AST περιλαμβάνει ένδεκα βαθμούς που αντιστοιχούν σε εκτελεστικά καθήκοντα, καθώς και σε εργασίες γραφείου και τεχνικής φύσεως.

3.   Τα ελάχιστα απαιτούμενα για διορισμό σε θέση υπαλλήλου είναι:

α)

για την ομάδα καθηκόντων AST:

i)

τριτοβάθμια εκπαίδευση που πιστοποιείται με δίπλωμα, ή

ii)

δευτεροβάθμια εκπαίδευση που πιστοποιείται με δίπλωμα, το οποίο δίνει δικαίωμα εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και κατάλληλη επαγγελματική πείρα τουλάχιστον τριών ετών, ή

iii)

οσάκις δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ή επαγγελματική πείρα ισοδύναμου επιπέδου·

β)

για την ομάδα καθηκόντων AD και για τους βαθμούς 5 και 6:

i)

εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές τουλάχιστον τριών ετών πιστοποιούμενες με δίπλωμα, ή

ii)

οσάκις δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ισοδύναμου επιπέδου·

γ)

για την ομάδα καθηκόντων AD και για τους βαθμούς 7 έως 16:

i)

εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές πιστοποιούμενες με δίπλωμα, όταν η κανονική διάρκεια της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι τέσσερα έτη ή περισσότερα, ή

ii)

εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές πιστοποιούμενες με δίπλωμα και κατάλληλη επαγγελματική πείρα τουλάχιστον ενός έτους, όταν η κανονική διάρκεια της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι τουλάχιστον τρία έτη, ή

iii)

όταν δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ισοδύναμου επιπέδου.

4.   Στο παράρτημα Ι, σημείο A, περιλαμβάνεται πίνακας περιγραφής των θέσεων-τύπων. Με αναφορά στον πίνακα αυτόν, κάθε όργανο καθορίζει, κατόπιν γνώμης της επιτροπής του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, τα καθήκοντα και τις συναφείς με κάθε θέση-τύπο αρμοδιότητες.

5.   Οι υπάλληλοι που ανήκουν στην ίδια ομάδα καθηκόντων υπόκεινται σε ταυτόσημους όρους πρόσληψης και επαγγελματικής σταδιοδρομίας.»

8.

Οι βαθμοί του παλαιού συστήματος σταδιοδρομιών περιελάμβαναν κατά κανόνα οκτώ κλιμάκια, συνεπαγόμενα έκαστο αύξηση των αποδοχών ενώ οι βαθμοί του νέου συστήματος σταδιοδρομιών περιλαμβάνουν κατά κανόνα πέντε κλιμάκια. Ο κανόνας ότι ο υπάλληλος προάγεται ανά διετία αυτομάτως στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού (άρθρο 44 ΚΥΚ), ενώ η προαγωγή στον ανώτερο βαθμό λαμβάνεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή βάσει των προσόντων (άρθρο 45), παρέμεινε ο ίδιος.

9.

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του ΚΥΚ ορίζει ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) τοποθετεί, με διορισμό ή μετάθεση, προς το συμφέρον και μόνον της υπηρεσίας και χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ιθαγένεια, κάθε υπάλληλο σε θέση της κατηγορίας ή του κλάδου του που αντιστοιχεί στον βαθμό του.

10.

Το άρθρο 10 του ΚΥΚ συστήνει την επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως που αποτελείται από ίσο αριθμό εκπροσώπων των Οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και εκπροσώπων των επιτροπών προσωπικού τους. Πριν τροποποιηθεί ( 6 ), το άρθρο αυτό όριζε στο μέτρο που μας ενδιαφέρει τα ακόλουθα:

«Η επιτροπή διαβουλεύεται με την Επιτροπή για κάθε πρόταση αναθεώρησης του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως· διαβιβάζει τη γνώμη της εντός της προθεσμίας που καθορίζεται από την Επιτροπή.»

11.

Το άρθρο 31 του ΚΥΚ αφορά τον διορισμό των υπαλλήλων που προσλαμβάνονται μέσω γενικών διαγωνισμών. Πριν τροποποιηθεί, το άρθρο 31, παράγραφος 1, του ΚΥΚ όριζε ότι οι υπάλληλοι της κατηγορίας Α ή του γλωσσικού κλάδου διορίζονται στον εισαγωγικό βαθμό της κατηγορίας ή του κλάδου τους και οι υπάλληλοι των άλλων κατηγοριών στον εισαγωγικό βαθμό που αντιστοιχεί στη θέση στην οποία έχουν προσληφθεί. Η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου 31 εξουσιοδοτούσε την ΑΔΑ να παρεκκλίνει από τις αρχές αυτές εντός ορίων που τοποθετούνται μεταξύ του ενός και των δύο τρίτων των θέσεων που έχουν κενωθεί αναλόγως του βαθμού ή του τρόπου κατά τον οποίο προέκυψε η κενή θέση.

12.

Μετά τη μεταρρύθμιση του 2004, το άρθρο 31, παράγραφοι 1 και 2, του ΚΥΚ ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Οι επιλεγέντες υποψήφιοι διορίζονται στον βαθμό της ομάδας καθηκόντων που αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού στον οποίο έγιναν δεκτοί.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 29 [ ( 7 )], παράγραφος 2, οι προσλαμβανόμενοι υπάλληλοι μπορούν να προσλαμβάνονται μόνο στους βαθμούς AST 1 έως AST 4 ή AD 5 έως AD 8. Ο βαθμός που αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού καθορίζεται από το όργανο σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

τον στόχο της προσλήψεως υπαλλήλων με τα υψηλότερα προσόντα, όπως ορίζονται στο άρθρο 27 [ ( 8 )]·

β)

την ποιότητα της απαιτούμενης επαγγελματικής πείρας.

Για την κάλυψη ειδικών αναγκών των οργάνων, μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη, κατά την πρόσληψη υπαλλήλων, οι συνθήκες της αγοράς εργασίας που επικρατούν στην Κοινότητα [ ( 9 )]

13.

Το άρθρο 32 του ΚΥΚ προβλέπει και πριν και μετά τη μεταρρύθμιση ότι ο υπάλληλος προσλαμβάνεται κατ’ αρχήν στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού του, πλην όμως η ΑΔΑ μπορεί να χορηγήσει βελτίωση αρχαιότητας για να λάβει υπόψη την κατάρτιση και την επαγγελματική πείρα του ενδιαφερομένου. Κατά το τρίτο εδάφιο του άρθρου αυτού:

«Ο έκτακτος υπάλληλος, η κατάταξη του οποίου καθορίστηκε σύμφωνα με τα κριτήρια κατάταξης που θεσπίστηκαν από το όργανο, διατηρεί την αρχαιότητα κατά κλιμάκιο που είχε αποκτήσει ως έκτακτος υπάλληλος όταν διορίστηκε υπάλληλος στον ίδιο βαθμό αμέσως μετά την περίοδο αυτή.»

Οι μεταβατικές διατάξεις

14.

Όπως ισχύει από την 1η Μαΐου 2004, ο ΚΥΚ περιέχει ένα νέο παράρτημα, το παράρτημα XIII, που φέρει τον τίτλο «Μεταβατικά μέτρα που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους των Κοινοτήτων». Τα άρθρα 1 και 2 του παραρτήματος αυτού έχουν ως εξής:

«Άρθρο 1

1.   Κατά τη διάρκεια της περιόδου από την 1η Μαΐου 2004 έως τις 30 Απριλίου 2006, το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

“1.   Οι θέσεις που αναφέρονται στον κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης κατατάσσονται, ανάλογα με τη φύση και το επίπεδο των καθηκόντων στα οποία αντιστοιχούν, σε τέσσερις κατηγορίες που ορίζονται κατά φθίνουσα ιεραρχική τάξη με τα γράμματα A*, B*, C* και D*.

2.   Η κατηγορία A περιλαμβάνει δώδεκα βαθμούς, η κατηγορία B εννέα βαθμούς, η κατηγορία C επτά βαθμούς και η κατηγορία D πέντε βαθμούς.»

2.   Κάθε αναφορά στην ημερομηνία πρόσληψης νοείται ως αναφορά στην ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας.

Άρθρο 2

1.   Την 1η Μαΐου 2004 και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 8 του παρόντος παραρτήματος, οι βαθμοί των υπαλλήλων που βρίσκονται σε μια από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 35 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως [ ( 10 )], λαμβάνουν νέα ονομασία ως εξής:

Παλαιός βαθμός

Νέος βαθμός (ενδιάμεσος)

Παλαιός βαθμός

Νέος βαθμός (ενδιάμεσος)

Παλαιός βαθμός

Νέος βαθμός (ενδιάμεσος)

Παλαιός βαθμός

Νέος βαθμός (ενδιάμεσος)

A1

A *16

 

 

 

 

 

 

A2

A *15

 

 

 

 

 

 

A3/LA3

A *14

 

 

 

 

 

 

A4/LA4

A *12

 

 

 

 

 

 

A5/LA5

A *11

 

 

 

 

 

 

A6/LA6

A *10

B1

B *10

 

 

 

 

A7/LA7

A *8

B2

B *8

 

 

 

 

A8/LA8

A *7

B3

B *7

C1

C *6

 

 

 

 

B4

B *6

C2

C *5

 

 

 

 

B5

B *5

C3

C *4

D1

D *4

 

 

 

 

C4

C *3

D2

D *3

 

 

 

 

C5

C *2

D3

D *2

 

 

 

 

 

 

D4

D *1

[…]»

15.

Βάσει του άρθρου 4 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, για την περίοδο μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 30ής Απριλίου 2006, οι όροι «ομάδα καθηκόντων» αντικαθίστανται από τον όρο «κατηγορία», ιδίως στα άρθρα 5, παράγραφος 5, και 31, παράγραφος 1, του ΚΥΚ· οι όροι «ομάδα καθηκόντων AD» από τους όρους «κατηγορία A», μεταξύ άλλων, στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γ’ του ΚΥΚ, και οι όροι «ομάδα καθηκόντων AST» από τους όρους «κατηγορίες B και C», μεταξύ άλλων στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο α’, του ΚΥΚ. Βάσει του άρθρου 4, στοιχείο ιδ’, στο άρθρο 5, παράγραφος 4, του ΚΥΚ η παραπομπή στο παράρτημα I, σημείο A, αντικαθίσταται από την παραπομπή στο παράρτημα XIII.1 που απαριθμεί τις θέσεις-τύπους κατά τη μεταβατική περίοδο.

16.

Το άρθρο 12 του παραρτήματος XIII του KYK ορίζει τα εξής:

«1.   Κατά το διάστημα από την 1η Μαΐου 2004 έως την 30ή Απριλίου 2006, η αναφορά στους βαθμούς των ομάδων καθηκόντων AST και AD, στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 31 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, γίνεται ως εξής:

AST 1 έως AST 4: C *1 έως C *2 και B *3 έως B *4

AD 5 έως AD 8: A *5 έως A *8

AD 9, AD 10, AD 11, AD 12: A *9, A *10, A *11, A *12.

2.   Το άρθρο 5, παράγραφος 3, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως δεν εφαρμόζεται στους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται από πίνακες ικανότητας [ ( 11 )] που συντάσσονται κατόπιν διαγωνισμών που έχουν δημοσιευθεί πριν από την 1η Μαΐου 2004.

3.   Οι υπάλληλοι που έχουν εγγραφεί σε πίνακα ικανότητας πριν από την 1η Μαΐου 2006 και προσλαμβάνονται μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της 30ής Απριλίου 2006, κατατάσσονται:

εάν ο πίνακας έχει συνταχθεί για την κατηγορία A*, B* ή C*, στον βαθμό του διαγωνισμού που δημοσιεύθηκε,

εάν ο πίνακας έχει συνταχθεί για την κατηγορία A, LA, B ή C, στον βαθμό που προβλέπει ο κατωτέρω πίνακας:

Βαθμός του διαγωνισμού

Βαθμός πρόσληψης

A/LA8

A *5

A/LA7 και A/LA6

A *6

A/LA5 και A/LA4

A *9

A/LA3

A *12

A2

A *14

A1

A *15

B5 και B4

B *3

B3 και B2

B *4

C5 και C4

C *1

C3 και C2

C *2

[…]»

17.

Όσον αφορά τη δεύτερη σειρά του ανωτέρω πίνακα, από τη δικογραφία ενώπιον του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε προτείνει να προσληφθούν τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται σε πίνακα επιτυχόντων για την πλήρωση θέσεων των σταδιοδρομιών A7/LA7 και A6/LA6 όχι στον νέο βαθμό A *6 αλλά στον A *7. Δεν αμφισβητείται ότι ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής του ΚΥΚ του άρθρου 10 του ΚΥΚ επί της αρχικής πρότασης αλλά όχι και ως προς την εκ των υστέρων αντικατάσταση του A *6 από το A *7. Χάριν συγκρίσεως αναφέρω ότι οι βασικές αποδοχές για τον παλαιό βαθμός A7/LA7 ήταν 4815,59 ευρώ μηνιαίως. Η αντιστοιχούσα στο νέο βαθμό A *7 ήταν 4878,24 ευρώ, και 4311,55 ευρώ για τον νέο βαθμό A *6 ( 12 ).

Ιστορικό της διαφοράς

18.

Τα πραγματικά περιστατικά εκτίθενται στις σκέψεις 9 έως 21 ( 13 ) της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ως εξής:

«9

Η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 11ης Απριλίου 2001 και της 18ης Ιουνίου 2002, πλείονες προκηρύξεις γενικών διαγωνισμών προκειμένου να καταρτίσει πίνακες για μελλοντική πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων σταδιοδρομίας A7/A6 (COM/A/6/01, COM/A/9/01, COM/A/10/01, COM/A/1/02, COM/A/3/02 και CC/A/12/02), επικουρικών υπαλλήλων σταδιοδρομίας A8 (διαγωνισμός COM/A/2/02) και βοηθών διοικήσεως σταδιοδρομίας B5/B4 (διαγωνισμός COM B/1/02).

10

Οι 17 προσφεύγοντες είχαν εγγραφεί πριν από την 1η Μαΐου 2004 στους διαφόρους πίνακες ικανότητας που καταρτίσθηκαν μετά το πέρας των δοκιμασιών επιλογής.

11

Στο τμήμα που φέρει τον τίτλο “Όροι προσλήψεως”, οι προκηρύξεις των διαγωνισμών διευκρίνιζαν ότι η εγγραφή των επιτυχόντων στους πίνακες για μελλοντική πρόσληψη τους παρείχε προσδοκία προσλήψεως ανάλογα με τις ανάγκες των υπηρεσιών.

12

Στο σημείο Δ (“Γενικές πληροφορίες”), in fine, στις προκηρύξεις των διαγωνισμών COM/A/l/02 και COM/A/2/02 περιλαμβανόταν η ακόλουθη μνεία:

“Η Επιτροπή διαβίβασε επισήμως στο Συμβούλιο πρόταση τροποποιήσεως του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως. Η πρόταση αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, νέο σύστημα σταδιοδρομιών. Στους επιτυχόντες υποψηφίους του διαγωνισμού αυτού θα μπορούσε, επομένως, να προταθεί πρόσληψη βάσει νέων διατάξεων του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, αφού αυτές υιοθετηθούν από το Συμβούλιο.”

13

Η προκήρυξη του διαγωνισμού COM/A/3/02 περιελάμβανε σχεδόν ταυτόσημη μνεία, η οποία αναφερόταν στις “διατάξεις του νέου Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως”.

14

Οι πίνακες ικανότητας που καταρτίσθηκαν κατόπιν των διαγωνισμών COM/A/6/01, COM/A/9/01 και COM/A/10/01 (στο εξής: διαγωνισμοί του 2001) δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 19 Νοεμβρίου 2002 (διαγωνισμός COM/A/6/01), στις 8 Μαρτίου (διαγωνισμός COM/A/10/01) και στις 2 Ιουλίου 2003 (διαγωνισμός COM/A/9/01), αντιστοίχως.

15

Οι επιστολές με τις οποίες οι επιτυχόντες υποψήφιοι των διαγωνισμών του 2001 ενημερώθηκαν για την εγγραφή τους στον πίνακα ικανότητας ανέφεραν, μεταξύ άλλων, ότι η ισχύς του πίνακα αυτού θα έληγε στις 31 Δεκεμβρίου 2003.

16

Τον Δεκέμβριο του 2003, η γενική διεύθυνση “Προσωπικού και Διοίκησης” της Επιτροπής απηύθυνε έγγραφο σε έκαστο των επιτυχόντων υποψηφίων των διαγωνισμών του 2001, με το οποίο τους ενημέρωνε ότι η ισχύς των διαφόρων πινάκων ικανότητας παρατεινόταν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2004

17

Οι πίνακες ικανότητας που καταρτίσθηκαν κατόπιν των διαγωνισμών COM/A/l/02, COM/A/2/02, COM/A/3/02, COM/B/1/02 και CC/A/12/02 (στο εξής: διαγωνισμοί του 2002) δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 19 Δεκεμβρίου 2003 (διαγωνισμός CC/A/12/02), στις 23 Μαρτίου (διαγωνισμοί COM/A/1/02 και COM/A/2/02) και στις 18 Μαΐου 2004 (διαγωνισμοί COM/A/3/02 και COM/B/1/02), αντιστοίχως.

18

Οι προσφεύγοντες διορίστηκαν δόκιμοι υπάλληλοι με αποφάσεις που εκδόθηκαν μετά την 1η Μαΐου 2004 (στο εξής: προσβαλλόμενες αποφάσεις) και ετίθεντο σε ισχύ μεταξύ της ημερομηνίας αυτής και της 1ης Δεκεμβρίου 2004.

19

Με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, οι προσφεύγοντες κατατάχθηκαν σε βαθμό κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, δηλαδή στον βαθμό B*3 (διαγωνισμός COM/B/1/02) στον βαθμό A*5 (διαγωνισμός COM/A/2/02) ή στον βαθμό A*6 (όλοι οι λοιποί διαγωνισμοί).

20

Έκαστος των προσφευγόντων άσκησε, μεταξύ της 6ης Αυγούστου 2004 και της 21ης Οκτωβρίου 2004, διοικητική ένσταση, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά της αποφάσεως περί διορισμού του ως δοκίμου υπαλλήλου, καθόσον όριζε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, την κατάταξή του σε βαθμό χαμηλότερο εκείνων για τους οποίους εγένετο μνεία στις διάφορες προκηρύξεις διαγωνισμών.

21

Με αποφάσεις που ελήφθησαν μεταξύ της 21ης Οκτωβρίου 2004 και της 22ας Δεκεμβρίου 2004, η ΑΔΑ απέρριψε τις ενστάσεις που άσκησαν οι προσφεύγοντες.»

19.

Συνεπώς, οι προσφεύγοντες ανήκουν σε τρεις κατηγορίες:

αυτών που διορίστηκαν πριν την 1η Μαΐου 2004, στον βαθμό A7 (με αρχικό βασικό μηνιαίο μισθό 4815,59 ευρώ) βαθμός ο οποίος στη συνέχεια μετονομάστηκε A *8, με μισθό στο ίδιο επίπεδο, πλην όμως τελικά διορίστηκαν μετά την 1η Μαΐου 2004, στον βαθμό A *6 (με αρχικό βασικό μηνιαίο μισθό 4311,55 ευρώ)·

αυτών που διορίστηκαν πριν την 1η Μαΐου 2004, στον βαθμό A8 (με αρχικό βασικό μηνιαίο μισθό 4258,95 ευρώ) βαθμός ο οποίος στη συνέχεια μετονομάστηκε A *7, με μισθό στο ίδιο επίπεδο, πλην όμως τελικά διορίστηκαν μετά την 1η Μαΐου 2004, στον βαθμό A *5 (με αρχικό βασικό μηνιαίο μισθό 3810,69 ευρώ)·

αυτών που διορίστηκαν πριν την 1η Μαΐου 2004, στον βαθμό B5 (με αρχικό βασικό μηνιαίο μισθό 3143,24 ευρώ) οποίος στη συνέχεια μετονομάστηκε B *5, με μισθό στο ίδιο επίπεδο πλην όμως τελικά διορίστηκαν μετά την 1η Μαΐου 2004, στον βαθμό B*3 (με αρχικό βασικό μηνιαίο μισθό 2976,76 ευρώ) ( 14 ).

Η πρωτοβάθμια δίκη

20.

Με ενιαίο δικόγραφο που κατέθεσαν στις 3 Φεβρουαρίου 2005 οι δεκαεφτά προσφεύγοντες ζήτησαν από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις καθόσον με αυτές κατατάσσονται σε βαθμό κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ·

να ανασυστήσει τη σταδιοδρομία τους (λαμβανομένων υπόψη της πείρας τους στον κατ’ αυτόν τον τρόπο διορθωμένο βαθμό, των δικαιωμάτων τους για προαγωγή και των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τους), και τούτο με βάση τον βαθμό στον οποίο θα έπρεπε να διοριστούν βάσει της προκηρύξεως του διαγωνισμού μετά το πέρας του οποίου περιελήφθησαν στον πίνακα ικανότητας, είτε στον βαθμό του οποίου γινόταν μνεία σ’ αυτή την προκήρυξη διαγωνισμού, είτε στον βαθμό που αναλογεί στον αντίστοιχό του σύμφωνα με την κατάταξη που προβλέπουν οι νέοι κανόνες του ΚΥΚ (και στο κατάλληλο κλιμάκιο σύμφωνα με τους κανόνες που είχαν εφαρμογή πριν από την 1η Μαΐου 2004), με χρόνο αφετηρίας την απόφαση περί διορισμού·

να τους επιδικάσει τόκους υπερημερίας, υπολογιζομένους βάσει του επιτοκίου που ορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επί του συνόλου των ποσών που αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ του μισθού που αντιστοιχεί στην κατάταξη που μνημονεύεται στην απόφαση περί διορισμού και στην κατάταξη την οποία αυτοί θα εδικαιούντο, μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της ορθής αποφάσεως περί κατατάξεως σε βαθμό και

να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

21.

Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως παρενέβη προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

22.

Προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων τους, οι προσφεύγοντες επικαλούνται, κατ’ αρχάς, τον παράνομο χαρακτήρα του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, βάσει του οποίου η Επιτροπή καθόρισε την κατάταξή τους σε βαθμό με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις. Στη συνέχεια, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις παραβιάζουν τις αρχές της χρηστής διοικήσεως, της αρωγής, της διαφάνειας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της καλής πίστεως, της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθώς και τον κανόνα της ισοδυναμίας της θέσεως απασχολήσεως και του βαθμού.

23.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Πρωτοδικείο απέρριψε τους λόγους ακυρώσεως της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ( 15 ) και, δεδομένου ότι δεν ήταν συνεπώς αναγκαίο να αποφανθεί επί του αιτήματος της ανασύστασης της σταδιοδρομίας των προσφευγόντων καθώς και της επιδικάσεως τόκων υπερημερίας επί των αναδρομικών αμοιβών που θα προέκυπταν από την ακύρωση, απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

24.

Το Πρωτοδικείο έκρινε πάντως ότι, η Επιτροπή δεν είχε προειδοποιήσει τους προσφεύγοντες με ακρίβεια και σαφήνεια για τις συγκεκριμένες και προβλέψιμες επιπτώσεις, στην κατάσταση καθενός, του σχεδίου τροποποιήσεως του ΚΥΚ το οποίο είχε συντάξει η ίδια, οπότε λόγω της αβεβαιότητας που προκλήθηκε κατά τα ανωτέρω, οι ενδιαφερόμενοι θεώρησαν ότι βασίμως αμφισβήτησαν τη βαθμολογική τους κατάταξη. Για τον λόγο αυτόν καταδίκασε την Επιτροπή στο ήμισυ των δικαστικών εξόδων των προσφευγόντων.

Η αίτηση αναιρέσεως

25.

Οι δεκαεφτά προσφεύγοντες στην πρωτοβάθμια δίκη άσκησαν συλλογική αίτηση αναιρέσεως στις 21 Σεπτεμβρίου 2007.

26.

Κατ’ αρχάς επικαλούνται το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο i) τους αντιμετώπισε όλους κατά τον ίδιο τρόπο χωρίς να λάβει υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση εκάστου και ii) στήριξε την απόφασή του στο τεκμήριο —το οποίο αμφισβητούν— ότι η νομιμότητα της βαθμολογικής κατάταξής τους δεν μπορεί να εκτιμηθεί παρά μόνο μετά την ημερομηνία διορισμού τους.

27.

Στη συνέχεια οι αναιρεσείοντες προβάλλουν δύο λόγους αναιρέσεως.

28.

Πρώτον, υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο αβασίμως έκρινε ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ είναι νόμιμο. Συνοπτικά υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο i) παρέβη το άρθρο 10 του παλαιού ΚΥΚ καθόσον το ερμήνευσε κατά τρόπο ώστε να δικαιολογείται η παράλειψη νέας διαβουλεύσεως με την επιτροπή ΚΥΚ· ii) αγνόησε την αρχή των κεκτημένων δικαιωμάτων εξετάζοντας το ζήτημα της υπάρξεως κεκτημένου δικαιώματος για διορισμό και όχι κεκτημένου δικαιώματος για κατάταξη σε βαθμό σε περίπτωση διορισμού· iii) αγνόησε την αρχή της ίσης μεταχείρισης κάνοντας διάκριση μεταξύ των επιτυχόντων αναλόγως του αν διορίστηκαν πριν ή μετά την 1η Μαΐου 2004· iv) αγνόησε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και αλλοίωσε αποδεικτικά στοιχεία και v) δεν εκτίμησε ορθά το περιεχόμενο των άρθρων 5, 7 και 31 του ΚΥΚ, και κατ’ αυτόν τον τρόπο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογίας.

29.

Δεύτερον, οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή παρέβη το οικείον καθήκον πληροφορήσεως δεν μπορούσε καθεαυτόν να καταστήσει παράνομες τις επίδικες αποφάσεις. Συναφώς, υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο παρέβη τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της μέριμνας, της διαφάνειας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της καλής πίστης, της ισότητας καθώς και της ισοδυναμίας θέσεως και βαθμού.

Παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως

30.

Το Συμβούλιο δεν προβάλλει μεν ένσταση απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως στο σύνολό της, πλην όμως υποστηρίζει ότι πολλά από τα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του άρθρου 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου καθόσον δεν προσδιορίζουν παράβαση του κοινοτικού δικαίου από το Πρωτοδικείο, αλλά απλώς επιδιώκουν την επανεξέταση των επιχειρημάτων που είχαν προβάλει πρωτοδίκως.

31.

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, «η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, αν δεν περιλαμβάνει καμία ιδιαίτερη επιχειρηματολογία σχετικά με τον προσδιορισμό του νομικού σφάλματος που ενέχει κατά τον αναιρεσείοντα η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αλλά περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου. Αντίθετα, αν ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από το Πρωτοδικείο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την αναιρετική διαδικασία. Πράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει την αναίρεσή του σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Πρωτοδικείου, η αναιρετική διαδικασία θα έχανε εν μέρει τη σημασία της» ( 16 ).

32.

Εν προκειμένω, είναι προφανές ότι οι αναιρεσείοντες προσδιόρισαν για καθένα από τους λόγους αναιρέσεως, τα νομικά σφάλματα που υποστηρίζουν ότι ενέχει η απόφαση του Πρωτοδικείου σε διάφορα χωρία. Το γεγονός ότι επαναλαμβάνουν κατ’ ανάγκη σ’ αυτό το πλαίσιο ορισμένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν πρωτοδίκως ουδόλως επηρεάζει το παραδεκτό των λόγων αναιρέσεως.

Επί της ουσίας

Πρώτος λόγος αναιρέσεως: παράνομος χαρακτήρας του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ

Πρώτο σκέλος: παράβαση του άρθρου 10 του ΚΥΚ

— Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

33.

Οι αναιρεσείοντες υποστήριξαν πρωτοδίκως ότι η αντικατάσταση του βαθμού A *7 από τον βαθμό A *6 στον πίνακα του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ είναι παράνομη διότι δεν ζητήθηκε επ’ αυτού η γνώμη της επιτροπής ΚΥΚ ( 17 ).

34.

Στις σκέψεις 35 έως 43 της αποφάσεώς του το Πρωτοδικείο απέρριψε το επιχείρημα αυτό, αιτιολογώντας την απόφασή του, κατά τα ουσιώδη, ως εξής.

35.

Η γνώμη της επιτροπής Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως ζητείται όχι μόνο για τις τυπικές προτάσεις αλλά και για τις ουσιώδεις τροποποιήσεις προτάσεων που έχουν ήδη εξεταστεί εκτός αν οι τροποποιήσεις αντιστοιχούν βασικά στις τροποποιήσεις που προτείνει η επιτροπή αυτή. Συνεπώς, αν υπάρξουν τροποποιήσεις που επηρεάζουν ουσιωδώς την οικονομία μιας προτάσεως αναθεώρησης του ΚΥΚ κατά τη διαπραγμάτευση ενώπιον του Συμβουλίου, υπάρχει υποχρέωση νέας διαβουλεύσεως με την επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως πριν από την υιοθέτηση των οικείων διατάξεων. Ωστόσο, οι τροποποιήσεις συγκεκριμένων σημείων και περιορισμένου αποτελέσματος δεν συνεπάγονται τέτοια υποχρέωση, η οποία διαφορετικά θα συνιστούσε υπέρμετρο περιορισμό του δικαιώματος τροποποιήσεως στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας. Το αν μια τροποποίηση είναι ουσιώδης ή όχι εξαρτάται από το αντικείμενο και από τη θέση της στην όλη οικονομία του προτεινομένου κειμένου και όχι από τις κατ’ ιδίαν συνέπειες που μπορεί να έχει στην κατάσταση των προσώπων τα οποία αφορά η εφαρμογή της.

36.

Εν προκειμένω, το προτεινόμενο νέο σύστημα σταδιοδρομιών είχε ως άμεσο αποτέλεσμα ότι οι νέοι υπάλληλοι προσλαμβάνονται σε χαμηλότερους βαθμούς, ενώ παράλληλα ευνοεί τη μακροπρόθεσμη εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους. Η υποκατάσταση του βαθμού A 6 στον βαθμό A*7 εντάσσεται στη συνολική οικονομία και στη γενική προοπτική της εξελικτικής αναδιάρθρωσης. Πρόκειται για συγκεκριμένη διαρρύθμιση των μεταβατικών διατάξεων η οποία δεν θίγει ούτε τη γενική οικονομία τους ούτε την ίδια την ουσία τους σε σημείο που να απαιτείται νέα διαβούλευση με την Επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως.

37.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 10 του ΚΥΚ παραλείποντας να προβεί σε νέα διαβούλευση με την επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως ακόμη και αν η εν λόγω υποκατάσταση, που έγινε μετά τη διαβούλευση με την επιτροπή αυτή είχε στο άμεσο μέλλον οικονομικές συνέπειες όχι αμελητέες στο επίπεδο της αρχικής κατάταξης και του αρχικού μισθού των οικείων υπαλλήλων.

— Επιχειρήματα των διαδίκων

38.

Οι αναιρεσείοντες δέχονται το πρώτο μέρος του συλλογισμού αλλά όχι i) την άποψη ότι το ζήτημα της ουσιώδους ή όχι μεταβολής δεν μπορεί να εκτιμηθεί από τη σκοπιά των κατ’ ιδίαν συνεπειών που μπορεί να έχει γι’ αυτούς τους οποίους αφορά ούτε επομένως ii) το συμπέρασμα ότι η εν λόγω υποκατάσταση δεν υπήρξε ουσιώδης μεταβολή.

39.

Χωρίς να αναπτύσσουν περαιτέρω το σημείο αυτό, οι αναιρεσείοντες υπογραμμίζουν τη σημασία των συνεπειών που απορρέουν εξ αυτού στην παρούσα υπόθεση για «πολύ μεγάλο αριθμό» υπαλλήλων —όχι μόνο χαμηλότερος αρχικός μισθός αλλά και απόκλιση που καλύπτει ολόκληρη τη σταδιοδρομία κατά ένα βαθμό σε σχέση με την κατάσταση στην οποία θα βρίσκονταν αν είχαν διοριστεί με τον ανώτερο βαθμό— πράγμα επί του οποίου η επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως θα είχε ίσως διατυπώσει παρατηρήσεις.

40.

Οι αναιρεσείοντες συγκρίνουν την υποκατάσταση που έγινε εν προκειμένω με την τροποποίηση του κανονισμού 2688/95 ( 18 ) κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας. Η αρχική πρόταση επί της οποίας ζητήθηκε η γνώμη της επιτροπής Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως περιείχε διατάξεις περί πρόωρης συνταξιοδότησης για υπαλλήλους όλων των οργάνων ενώ το κείμενο που υιοθετήθηκε τελικά περιόριζε τις διατάξεις αυτές στους υπαλλήλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Με την απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1998, T-13/97, Losch κατά Δικαστηρίου ( 19 ), το Πρωτοδικείο έκρινε ότι επρόκειτο για ουσιώδη τροποποίηση επί της οποίας δεν είχε ζητηθεί εκ νέου η γνώμη της επιτροπής Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως.

41.

Επιπλέον, οι αναιρεσείοντες φρονούν ότι το Πρωτοδικείο παρέλειψε να αιτιολογήσει καταλλήλως το συμπέρασμα ότι η υποκατάσταση του βαθμού A 6 στον βαθμό A*7 «εντάσσεται στη συνολική οικονομία και στη γενική προοπτική της εξελικτικής αναδιάρθρωσης των σταδιοδρομιών» τη στιγμή μάλιστα που δέχτηκε παράλληλα ότι ο πίνακας του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ διαφέρει από τον πίνακα του άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω παραρτήματος που μετατρέπει τους βαθμούς των υπαλλήλων όπως είχαν πριν την 1η Μαΐου 2004 σε νέους, ενδιάμεσους βαθμούς.

42.

Η Επιτροπή φρονεί ότι η εν λόγω υποκατάσταση δεν επηρεάζει την ομοιογένεια της κοινοτικής δημόσιας διοίκησης, η διαφύλαξη της οποίας συνιστά την ειδική αποστολή που έχει ανατεθεί στην επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως. Το γεγονός ότι η επιτροπή αυτή θα επέβαλε ενδεχομένως παρατηρήσεις δεν είναι αφ’ εαυτού ικανό να θεμελιώσει υποχρέωση τέτοιας διαβούλευσης. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο αιτιολόγησε κατάλληλα το συμπέρασμά του. Ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων αφορά μάλλον την παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογίας από τον νομοθέτη, αιτίαση η οποία δεν διατυπώθηκε πρωτοδίκως και συνεπώς είναι απαράδεκτη στο στάδιο της αναίρεσης.

43.

Το Συμβούλιο προσθέτει ότι η επίδικη στην υπόθεση Losch τροποποίηση απέκλειε το προσωπικό όλων των οργάνων εκτός του Κοινοβουλίου από το πλεονέκτημα του συστήματος πρόωρης συνταξιοδότησης ενώ η υπό κρίση τροποποίηση συνιστά μικρής εκτάσεως τροποποίηση μεταβατικής διάταξης που επηρεάζει περιορισμένο αριθμό υπαλλήλων. Η τροποποίηση αυτή ήταν εύλογη στη συνολική οικονομία της αναδιάρθρωσης δεδομένου ότι ο βαθμός A 7 ήταν ο δεύτερος βαθμός του συστήματος σταδιοδρομιών της παλαιάς κατηγορίας A, ο δε βαθμός A *6 αντιστοιχεί στον βαθμό AD 6, που είναι ο δεύτερος βαθμός εντός της νέας ομάδας καθηκόντων AD. Επιπλέον, αφού η επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως είχε ήδη διατυπώσει τη γνώμη της επί του συστήματος αντιστοιχίας γενικώς, μια νέα διαβούλευση επί του συγκεκριμένου αυτού σημείου δεν θα προσέθετε τίποτα.

— Εκτίμηση

44.

Πρώτον, τα επιχειρήματα που αναπτύσσουν οι αναιρεσείοντες όσον αφορά τη σημασία της επίδικης αντικατάστασης αναφέρονται όλα στις συνέπειές της για τα ενδιαφερόμενα άτομα. Κατά συνέπεια, είναι λυσιτελή μόνον αν αποδεικνύεται είτε i) ότι το Πρωτοδικείο έσφαλε κρίνοντας ότι η τροποποίηση προτάσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως του αντικειμένου της και της θέσεώς της εντός του συνόλου του κειμένου που περιλαμβάνει η πρόταση και όχι αναλόγως των κατ’ ιδίαν συνεπειών που μπορεί να έχει επί των προσώπων τα οποία αφορά, είτε ii) η τροποποίηση ήταν ουσιώδης και από τη σκοπιά του αντικειμένου της και της θέσεώς της στο προτεινόμενο κείμενο.

45.

Νομίζω ότι κανένα από αυτά τα στοιχεία δεν αποδεικνύεται.

46.

Οι αναιρεσείοντες δεν προβάλλουν κανένα επιχείρημα για να στηρίξουν την άποψη ότι ήταν νομικώς εσφαλμένη η βασική προσέγγιση. Η προσέγγιση αυτή δεν μου φαίνεται αβάσιμη. Είναι σαφές ότι δεν χρειάζεται να φέρεται οποιαδήποτε επιμέρους τροποποίηση προτάσεως στην επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως διότι διαφορετικά παραλύει η νομοθετική διαδικασία. Ωστόσο, κάθε τροποποίηση, ακόμη και μικρή, είναι ικανή να έχει κατ’ ιδίαν συνέπειες για μικρότερο ή μεγαλύτερο αριθμό υπαλλήλων. Υπό τις συνθήκες αυτές είναι λογικό να εκτιμάται το ζήτημα αν μια τροποποίηση είναι αρκούντως ουσιώδης ώστε να δικαιολογεί μια διαβούλευση, αναλόγως όχι των ιδίων των συνεπειών αλλά της αντικειμενικής σημασίας της εντός του συνόλου του προτεινομένου κειμένου.

47.

Από τη σκοπιά αυτή νομίζω ότι δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός ότι η εν λόγω τροποποίηση υπήρξε ουσιαστική.

48.

Δέχομαι εξ’ αρχής ότι η κρίσιμη υπό εξέταση πρόταση δεν είναι η μεταρρύθμιση του ΚΥΚ στο σύνολό του αλλά οι μεταβατικές διατάξεις και ειδικότερα το σύστημα αντιστοιχίας μεταξύ του βαθμού κατά τον διαγωνισμό και του βαθμού προσλήψεως που εμφαίνεται στον πίνακα του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ (αν προσδιορίσουμε την πρόταση με ευρύτερη διατύπωση τότε η έκταση της τροποποίησης στο γενικό σύστημα μειώνεται).

49.

Αν εξετάσουμε τον πίνακα αυτό και τους αρχικούς μισθούς πριν και μετά την 1η Μαΐου 2004 ( 20 ), θα δούμε ότι με δυο εξαιρέσεις μόνο, ο αρχικός μισθός, για τον νέο βαθμό προσλήψεως είναι χαμηλότερος αυτού του παλαιού βαθμού ή της σταδιοδρομίας για την οποία διοργανώθηκε ο διαγωνισμός. Οι εξαιρέσεις αφορούν τους δύο υψηλότερους βαθμούς που αντιστοιχούν βασικά σε θέσεις διευθυντή ή γενικού διευθυντή, η πρόσληψη των οποίων γίνεται συχνά εκτός διαγωνισμού ( 21 ). Για όλους τους άλλους βαθμούς, ο νέος βαθμός προσλήψεως (C *1 έως A *12) είναι χαμηλότερος από τον παλαιό βαθμό που αναφέρεται στις προκηρύξεις διαγωνισμών (C5 έως A3/LA3). Μέσα στα όρια αυτά, στο κείμενο της πρότασης επί της οποίας η επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως διατύπωσε αρχικά τη γνώμη της, μόνο ο βαθμός προσλήψεως A *7 αντιστοιχούσε σε αρχικό μισθό ελαφρά υψηλότερο από την αντίστοιχη σταδιοδρομία που ανέφεραν οι προκηρύξεις διαγωνισμού (A7/LA7 και A6/LA6). Η αντικατάσταση του βαθμού A *7 από τον βαθμό A *6 υπήρξε δηλαδή συνεπής με τη συνολική εικόνα του πίνακα αντιστοιχίας.

50.

Υπό το φως των προεκτεθέντων, η αιτιολογία του Πρωτοδικείου που συνόψισα στα σημεία 36 και 37 ανωτέρω μου φαίνεται σαφής και κατάλληλη. Το ζήτημα της διαφοράς μεταξύ των πινάκων αντιστοιχίας που περιέχουν τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ αντιστοίχως, ανάγεται, όπως υπογράμμισαν η Επιτροπή και το Συμβούλιο, στην αιτιολογία που διατύπωσε ο νομοθέτης στο πλαίσιο του κανονισμού 723/2004 και όχι σ’ αυτήν που παρέθεσε το Πρωτοδικείο με την απόφασή του.

51.

Κατά συνέπεια, προτείνω να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως που προβάλλουν οι αναιρεσείοντες.

Δεύτερο σκέλος: παραβίαση της αρχής των κεκτημένων δικαιωμάτων

— Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

52.

Οι αναιρεσείοντες υποστήριξαν πρωτοδίκως ότι, λόγω της εγγραφής τους σε πίνακα επιτυχόντων, απέκτησαν το δικαίωμα να διοριστούν στους βαθμούς που αναφέρουν οι αντίστοιχες προκηρύξεις διαγωνισμού. Το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ αγνοεί το δικαίωμα αυτό.

53.

Στις σκέψεις 52 έως 58 της αποφάσεώς του, το Πρωτοδικείο απέρριψε το επιχείρημα αυτό βασικά για τους ακόλουθους λόγους.

54.

Η εγγραφή σε πίνακα επιτυχόντων κατόπιν γενικού διαγωνισμού συνεπάγεται απλώς προσδοκία των ενδιαφερομένων να διοριστούν. Η κατάταξη σε βαθμό δεν μπορεί να θεωρηθεί κεκτημένη παρά μόνον αν εκδοθεί —μονομερής— απόφαση διορισμού για τον ενδιαφερόμενο από την ΑΔΑ που προσδιορίζει την ημερομηνία από την οποία αρχίζει να ισχύει καθώς και τη θέση στην οποία τοποθετείται ο υπάλληλος. Μόνον από τη στιγμή αυτή μπορεί ο επιτυχών να διεκδικήσει την ιδιότητα του υπαλλήλου και να απαιτήσει την εφαρμογή των διατάξεων του ΚΥΚ.

55.

Όταν τέθηκε σε ισχύ το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ (δηλαδή την 1η Μαΐου 2004), οι αναιρεσείοντες δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο τέτοιας απόφασης. Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή δεν προσέβαλε κάποιο δικαίωμα κατατάξεως στους βαθμούς που καθορίζουν οι προκηρύξεις διαγωνισμού. Ο υπάλληλος δεν μπορεί να επικαλεσθεί κεκτημένο δικαίωμα παρά μόνον αν το γενεσιουργό του δικαιώματος αυτού γεγονός επήλθε υπό το κράτος του συγκεκριμένου καθεστώτος που στη συνέχεια τροποποιήθηκε ( 22 ).

— Επιχειρήματα των διαδίκων

56.

Οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν βασικά την άποψη ότι το δικαίωμά τους να καταταχθούν σε συγκεκριμένο βαθμό δεν ήταν κεκτημένο πριν τεθούν σε ισχύ οι τροποποιήσεις του ΚΥΚ. Δέχονται ότι η εγγραφή τους σε πίνακα επιτυχόντων δεν τους έδωσε δικαίωμα για διορισμό, πλην όμως υποστηρίζουν ότι τους έδωσε το δικαίωμα να καταταχθούν, σε περίπτωση διορισμού, στον βαθμό που δημοσιεύθηκε με την προκήρυξη διαγωνισμού.

57.

Οι αναιρεσείοντες επικαλούνται νομολογία κατά την οποία η ΑΔΑ δεσμεύεται από την προκήρυξη διαγωνισμού. Στην υπόθεση Σπαχή κατά Επιτροπής ( 23 ), η προσφεύγουσα είχε επιτύχει σε δύο γενικούς διαγωνισμούς και είχε διοριστεί αρχικά σε θέση μεταφραστή για την οποία δεν είχε τότε την κατάλληλη επαγγελματική πείρα και στη συνέχεια, βάσει του δευτέρου διαγωνισμού, σε διοικητική θέση για την οποία είχε επαγγελματική πείρα εννέα ετών. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την πείρα αυτή όταν καθόρισε την κατάταξή της κατά τον δεύτερο διορισμό αλλά τη διόρισε στον ίδιο βαθμό με τη μεταφραστική υπηρεσία. Το Δικαστήριο έκρινε ότι συντρέχει προσβολή ενεργού δικαιώματος ( 24 ) που είχε αποκτήσει κατόπιν της επιτυχίας της στον εν λόγω διαγωνισμό.

58.

Επιπλέον, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι τα γενεσιουργά τους δικαιώματός του γεγονότα επήλθαν υπό το κράτος του παλαιού ΚΥΚ, δηλαδή με τη συμμετοχή τους στους διαγωνισμούς, την εγγραφή τους στον πίνακα επιτυχόντων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την απόφαση να διοριστούν σε κάποια θέση, καθώς και την επιστολή στην οποία αναφέρεται ότι θα τους δοθεί κάποια θέση. Το Πρωτοδικείο αναγνώρισε ότι οι αναιρεσείοντες ενημερώθηκαν απευθείας για το νέο σύστημα βαθμολογικής κατάταξης μετά την ανάληψη των καθηκόντων τους, σύστημα το οποίο συνεπάγεται αντίστοιχη μείωση του οικείου βαθμού προσλήψεως σε σχέση με τον μνημονευόμενο στις προκηρύξεις διαγωνισμό. Τέλος, το πλεονέκτημα των διατάξεων του ΚΥΚ δεν ισχύει μόνο για τους ήδη υπαλλήλους, δεδομένου ότι, κατά πάγια νομολογία, τον ΚΥΚ μπορούν να επικαλεστούν και πρόσωπα που διεκδικούν την ιδιότητα του υπαλλήλου.

59.

Η Επιτροπή φρονεί ( 25 ) ότι δεν υπάρχει κεκτημένο δικαίωμα εκτός αν το γενεσιουργό του δικαιώματος γεγονός επήλθε υπό το κράτος διάταξης προγενέστερης των τροποποιήσεων. Ο ΚΥΚ δεν μπορεί να τροποποιηθεί αναδρομικώς εις βάρος των υπαλλήλων, μπορεί όμως να τροποποιηθεί και επί το δυσμενέστερο, για το μέλλον. Επιπλέον, ένα δικαίωμα δεν μπορεί να είναι «κεκτημένο» παρά μόνον αν η νομική κατάσταση έχει καθοριστεί και δεν εξαρτάται πλέον από μέλλουσα απόφαση ενέχουσα περιθώριο εκτιμήσεως. Εν προκειμένω, οι καταστάσεις των αναιρεσειόντων εξαρτώνταν πάντα από αποφάσεις που θα ελαμβάνοντο μετά την 1η Μαΐου 2004.

60.

Το επιχείρημα των αναιρεσειόντων είναι παράλογο στο μέτρο που δέχεται ότι η επιτυχία σε γενικό διαγωνισμό δεν παρέχει δικαίωμα διορισμού παρέχει όμως δικαίωμα κατατάξεως σε συγκεκριμένο βαθμό η οποία είναι συνακόλουθη του διορισμού. Η προαναφερθείσα απόφαση Σπαχή κατά Επιτροπής επιβεβαιώνει σιωπηρά ότι η επιτυχία σε διαγωνισμό παρέχει μόνον προσδοκία διορισμού σε συγκεκριμένο βαθμό —η προσφεύγουσα μπορούσε να διοριστεί στον ένα ή στον άλλο από τους δύο βαθμούς της οικείας σταδιοδρομίας και το Δικαστήριο έκρινε ότι η σχετική πείρα της έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό του κατάλληλου βαθμού.

61.

Όσον αφορά το επιχείρημα ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η απόφαση προσφοράς θέσεως εργασίας στους αναιρεσείοντες και η επιστολή που αναφέρει ότι θα τους προταθεί κάποια θέση ήταν προγενέστερες της 1ης Μαΐου 2004, η κρίσιμη χρονική στιγμή είναι αυτή κατά την οποία λαμβάνεται η επίσημη απόφαση διορισμού και όχι αυτή κατά την οποία διαμορφώνεται ή κοινοποιείται η πρόθεση λήψεως της απόφασης αυτής. Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα αυτό δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως και είναι απαράδεκτο στο στάδιο της αναιρέσεως.

62.

Τέλος, οι όροι της προκήρυξης διαγωνισμού δεσμεύουν την ΑΔΑ όσον αφορά τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι υποψήφιοι, όχι όμως σε σχέση με το περιεχόμενο μιας απόφασης διορισμού επιτυχόντος, η οποία πρέπει να συνάδει προς τους ισχύοντες κανόνες του ΚΥΚ κατά τον χρόνο της λήψεώς της.

63.

Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι αναιρεσείοντες δεν απέκτησαν ούτε δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις έναντι οποιουδήποτε κοινοτικού θεσμικού οργάνου μέχρι την έκδοση της οικείας απόφασης διορισμού. Η εγγραφή σε πίνακα επιτυχόντων δεν παρέχει καμία εγγύηση και δεν επιβάλλει καμία υποχρέωση. Η απόφαση Σπαχή κατά Επιτροπής, δεν αφορά τροποποίηση του ΚΥΚ και δεν μπορεί να στηρίξει κανένα συμπέρασμα. Η προκήρυξη διαγωνισμού δεσμεύει βεβαίως την ΑΔΑ, πλην όμως δεν εμποδίζει τον νομοθέτη να τροποποιήσει το πλαίσιο αναφοράς που τη διέπει. Εν προκειμένω, κανείς δεν μπορούσε να διοριστεί στους παλαιούς βαθμούς που δεν υπήρχαν πλέον μετά την 1η Μαΐου 2004, ο νομοθέτης όμως διατήρησε τη δυνατότητα διορισμού των προσώπων που περιελήφθησαν στους υπάρχοντες πίνακες επιτυχόντων καταρτίζοντας έναν πίνακα αντιστοιχίας με τους νέους βαθμούς.

— Εκτίμηση

64.

Τα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων στηρίζονται κατά μεγάλο μέρος σε νομολογία κατά την οποία η ΑΔΑ δεσμεύεται από την προκήρυξη διαγωνισμού. Ωστόσο η προκήρυξη διαγωνισμού υπόκειται στον ΚΥΚ. Όταν η ΑΔΑ λαμβάνει απόφαση βάσει της προκήρυξης διαγωνισμού δεν μπορεί να δεσμεύεται από διάταξη αντίθετη με διάταξη του ΚΥΚ που είναι συγχρόνως νόμιμη και εφαρμοστέα κατά τον χρόνο λήψεως της απόφασης. Στην παρούσα υπόθεση μόνο τα επιχειρήματα σχετικά με τη νομιμότητα του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ είναι λυσιτελή.

65.

Η Επιτροπή δέχεται (πράγμα που προκύπτει εξάλλου σαφώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου) ότι ο νομοθέτης μπορεί να τροποποιήσει τον ΚΥΚ για το μέλλον, πλην όμως δεν πρέπει να θίγει τα δικαιώματα που κτήθησαν υπό το κράτος του κειμένου που δεν είχε ακόμη τροποποιηθεί. Ανακύπτει συνεπώς το ερώτημα αν το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι δεν κτήθηκε δικαίωμα διορισμού σε συγκεκριμένο βαθμό από τα πρόσωπα τα ονόματα των οποίων περιελήφθησαν σε πίνακα επιτυχόντων αλλά δεν είχαν ακόμα διοριστεί πριν την 1η Μαΐου 2004.

66.

Δεν αμφισβητείται ότι τα πρόσωπα αυτά δεν απέκτησαν κανένα δικαίωμα διορισμού. Δεν αμφισβητείται εξάλλου ότι ο οικείος βαθμός και το κλιμάκιο κατά τον διορισμό ήταν αβέβαια μέχρις ότου πράγματι διορίστηκαν. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι διαγωνισμοί διοργανώθηκαν για θέσεις ανήκουσες σε σταδιοδρομία που περιλαμβάνει δύο βαθμούς (και οι προκηρύξεις διαγωνισμού αναφέρουν απλώς ότι ο διορισμός γίνεται κατ’ αρχήν στον χαμηλότερο βαθμό) και, εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 32 του ΚΥΚ επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη η κατάρτιση και η επαγγελματική πείρα κατά τον καθορισμό του κλιμακίου.

67.

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν νομίζω ότι οι αναιρεσείοντες απέκτησαν δικαίωμα να διοριστούν σε συγκεκριμένο βαθμό ή κλιμάκιο ούτε ότι πάσχει η κρίση του Πρωτοδικείου ότι δεν απέκτησαν τέτοιο δικαίωμα.

68.

Η νομολογία του Δικαστηρίου (ή του Πρωτοδικείου ή του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης) δεν έχει διευκρινίσει μέχρι στιγμής σε τι συνίσταται το κεκτημένο δικαίωμα που είναι δυνατό να προσβληθεί με τροποποίηση του ΚΥΚ. Διευκρινίζει μόνον ότι οι περιστάσεις που γεννούν τέτοιο δικαίωμα πρέπει να επέρχονται υπό το κράτος του παλαιού συστήματος. Η Επιτροπή προσθέτει ότι το δικαίωμα αυτό πρέπει επίσης να έχει καθοριστεί οριστικά υπό το κράτος του συστήματος αυτού εφόσον δεν απομένει πλέον να ληφθεί καμιά περαιτέρω απόφαση κατά διακριτική ευχέρεια. Συμφωνώ με την άποψη αυτή,και δη παρά τα «ενεργά» κεκτημένα δικαιώματα για τα οποία έκανε λόγο το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Σπαχή κατά Επιτροπής, σε περιπτώσεις όπου δεν συντρέχει τροποποίηση των εφαρμοστέων κανόνων. Στην παρούσα υπόθεση και την 1η Μαΐου 2004, χρειαζόταν περαιτέρω να ληφθούν ορισμένες αποφάσεις (ή μπορούσαν και να μη ληφθούν) και μπορούσαν να έχουν οδηγήσει σε κατάταξη σε διαφορετικό βαθμό ή κλιμάκιο (ή σε κανένα διορισμό), ακόμη και αν είχε παραμείνει αμετάβλητο το παλαιό σύστημα σταδιοδρομιών. Συνεπώς, τα πρόσωπα που βρίσκονταν στην κατάσταση των αναιρεσειόντων δεν μπορούσαν να αντλήσουν από την κατάσταση αυτή κανένα κεκτημένο δικαίωμα για διορισμό σε συγκεκριμένο βαθμό ή κλιμάκιο.

69.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το διοικητικό δικαστήριο της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας ( 26 ) έχει ορίσει τα κεκτημένα δικαιώματα πολύ ακριβέστερα. Σε μια πρόσφατη απόφαση που συνεχίζει μια πάγια νομολογία αναγόμενη στο 1961 ( 27 ), έκρινε ότι «δεν υπάρχει […] προσβολή κεκτημένου δικαιώματος παρά μόνον οσάκις η τροποποίηση διαταράσσει την οικονομία της σύμβασης εργασίας θίγοντας τους βασικούς όρους εργασίας που ήταν ικανοί να ωθήσουν τον υπάλληλο να αναλάβει —ή αργότερα, να παραμείνει στην— υπηρεσία».

70.

Καίτοι οι κοινοτικοί υπάλληλοι δεν έχουν συμβατική σχέση με τα όργανα στα οποία εργάζονται, ο όρος «βασικές συνθήκες εργασίας που είναι ικανές να ωθήσουν τον υπάλληλο να αναλάβει —ή αργότερα, να παραμείνει στην— υπηρεσία» μπορούν εύκολα —επωφελώς κατά τη γνώμη μου— να μεταφερθούν στο κοινοτικό πλαίσιο. Εν προκειμένω και εξ ορισμού κανένας από τους υπαλλήλους τους οποίους αφορά ο πίνακας του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ δεν είχε αποδεχθεί διορισμό πριν την έναρξη ισχύος του παραρτήματος αυτού. Δεν μπορούσαν εξάλλου να αποκτήσουν δικαίωμα στηριζόμενο σε παλαιές διατάξεις του κανονισμού βάσει της εσφαλμένης πεποίθησης (ανεξάρτητα από την αιτία της) ότι οι διατάξεις αυτές εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή.

71.

Προτείνω λοιπόν να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

Τρίτο σκέλος: ίση μεταχείριση

— Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

72.

Οι αναιρεσείοντες υποστήριξαν πρωτοδίκως ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ αντιμετωπίζει μία και την αυτή κατηγορία —τους επιτυχόντες του ίδιου διαγωνισμού— κατά διαφορετικό τρόπο αναλόγως της ημερομηνίας προσλήψεως δηλαδή πριν ή μετά την 1η Μαΐου 2004. Η ημερομηνία αυτή δεν συνιστά κριτήριο αντικειμενικής διάκρισης δεδομένου ότι η ημερομηνία διορισμού εξαρτάται από στοιχεία που δεν είναι αντικειμενικά και τα οποία δεν ελέγχει ο υπάλληλος. Η μόνη αντικειμενική ημερομηνία ήταν αυτή κατά την οποία οι επιτυχόντες πληροφορήθηκαν την εγγραφή τους στον πίνακα επιτυχόντων. Με την απόφαση της 9ης Ιουλίου 1997, T-92/96, Monaco κατά Κοινοβουλίου ( 28 ), το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης επιβάλλει όμοια μεταχείριση όλων των επιτυχόντων ενός διαγωνισμού, παρά ενδεχομένους νέους κανόνες που θεσπίστηκαν πριν από τον διορισμό ορισμένων εξ αυτών.

73.

Οι νέοι κανόνες περί κατατάξεως είχαν εξάλλου ως αποτέλεσμα, στην περίπτωση των αναιρεσειόντων, να τους παράσχουν θέσεις «senior» με βαθμούς «junior». Στο μέτρο που είχαν ήδη αποκτήσει σημαντικά προσόντα και πείρα αποτέλεσαν αντικείμενο διάκρισης λόγω ηλικίας που αντιβαίνει στο άρθρο 1 του ΚΥΚ, δεδομένου ότι δεν είχαν τις ίδιες προοπτικές σταδιοδρομίας με άλλους νεότερους υπαλλήλους που είχαν την ίδια κατάταξη. Επιπλέον, ορισμένοι εξ αυτών είχαν προηγουμένως εργαστεί σε θέσεις εκτάκτων ή επικουρικών υπαλλήλων και τοποθετήθηκαν στις ίδιες θέσεις, με τα ίδια, ενίοτε μάλιστα υψηλότερα, καθήκοντα αλλά με κατάταξη σε χαμηλότερο βαθμό.

74.

Στις σκέψεις 75 έως 91 της απόφασης, το Πρωτοδικείο απέρριψε το επιχείρημα αυτό με σκεπτικό, κατά τα ουσιώδη, το ακόλουθο.

75.

Η γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο οι παρεμφερείς καταστάσεις εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικά. Το ζήτημα ήταν λοιπόν αν όλοι οι επιτυχόντες υποψήφιοι ενός διαγωνισμού αποτελούσαν μια και την αυτή κατηγορία, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας διορισμού.

76.

Όπως προέκυψε από την εξέταση του ζητήματος των κεκτημένων δικαιωμάτων, οι αναιρεσείοντες μπορούσαν να καταταχθούν νομίμως μόνο βάσει των κριτηρίων που ίσχυαν όταν εκδόθηκε η απόφαση περί διορισμού. Οι αναιρεσείοντες δέχονται εξάλλου σιωπηρά ότι οι νέες διατάξεις έχουν εφαρμογή στην περίπτωσή τους δεδομένου ότι ζήτησαν την εφαρμογή του άρθρου 1 δ του ΚΥΚ. Αντιθέτως, οι επιτυχόντες υποψήφιοι των ίδιων διαγωνισμών που διορίστηκαν πριν την 1η Μαΐου 2004 έπρεπε να καταταγούν βάσει των παλαιών κριτηρίων που ίσχυαν ακόμη κατά τον χρόνο του διορισμού τους. Συνεπώς, οι δύο ομάδες δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία.

77.

Διευκρινίζοντας, εξάλλου, ότι οι μεταβατικές διατάξεις του ΚΥΚ ουδόλως θίγουν τα κεκτημένα δικαιώματα του προσωπικού δυνάμει του κοινοτικού συστήματος πριν από την έναρξη της ισχύος του νέου καθεστώτος του κοινοτικού δημοσιοϋπαλληλικού κλάδου, η τριακοστή εβδόμη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 723/2004 επιβεβαιώνει τη διάκριση αυτή.

78.

Η άποψη κατά την οποία όλοι οι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται από θεσμικό όργανο βάσει του ίδιου διαγωνισμού βρίσκονται σε παρεμφερείς καταστάσεις διατυπώθηκε στη σκέψη 55 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Monaco κατά Κοινοβουλίου, μόνον προκειμένου να διαπιστωθεί ο παράνομος χαρακτήρας της εφαρμογής, σε επιτυχόντα υποψήφιο γενικού διαγωνισμού, αυστηρότερων εσωτερικών οδηγιών περί βαθμολογικής κατατάξεως που θεσπίστηκαν, μετά την εγγραφή του ενδιαφερομένου στον πίνακα ικανότητας, ενώ τα κριτήρια κατατάξεως του ΚΥΚ παρέμειναν αμετάβλητα. Εν προκειμένω, αντιθέτως, ο νομοθέτης είναι αυτός που, ασκώντας αναμφισβήτητο δικαίωμα, αποφάσισε να τροποποιήσει τα κριτήρια του ΚΥΚ για τη βαθμολογική κατάταξη των νέων υπαλλήλων κατά την πρόσληψή τους. Ο νομοθέτης δύναται, ανά πάσα στιγμή, να θεσπίσει, για το μέλλον, τις τροποποιήσεις των διατάξεων που διέπουν την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων τις οποίες θεωρεί σύμφωνες προς το συμφέρον της υπηρεσίας, έστω και αν αυτές είναι, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, λιγότερο ευνοϊκές ( 29 ).

79.

Εφόσον η θέση στην οποία τοποθετείται ο υπάλληλος καθορίζεται με την απόφαση διορισμού, η οποία πρέπει να στηριχθεί στις διατάξεις που έχουν εφαρμογή κατά την ημερομηνία εκδόσεώς της, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εισάγει διάκριση ή κατάταξη ορισμένων αναιρεσειόντων, στο πλαίσιο των νέων διατάξεων του ΚΥΚ, σε χαμηλότερο βαθμό, ακόμη και αν τοποθετούνται πλέον στην ίδια θέση με αυτήν που κατείχαν πριν από την 1η Μαΐου 2004 ως μη μόνιμοι υπάλληλοι και ασκούν τα ίδια καθήκοντα, μάλιστα δε σημαντικότερα απ’ ό,τι στο παρελθόν.

80.

Τέλος δεν συντρέχει διάκριση λόγω ηλικίας κατά την έννοια του άρθρου 1 δ, του ΚΥΚ, δεδομένου ότι τα νέα κριτήρια βαθμολογικής κατατάξεως είναι προδήλως άσχετα με οποιονδήποτε συνυπολογισμό της ηλικίας των ενδιαφερομένων.

— Επιχειρήματα των διαδίκων

81.

Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, πρώτον, ότι είχαν αποκτήσει δικαίωμα να διοριστούν σε ορισμένο βαθμό (όπως υποστήριξαν ήδη στο πλαίσιο του προηγουμένου σκέλους του λόγου αναιρέσεως) και, συνεπώς, βρίσκονταν στην ίδια κατηγορία με αυτούς που διορίστηκαν από τον ίδιο πίνακα επιτυχόντων πριν την 1η Μαΐου 2004, που είχαν αποκτήσει το ίδιο δικαίωμα. Η θεώρηση αυτή δεν αναιρείται από την τριακοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη του τροποποιητικού κανονισμού.

82.

Στη συνέχεια, υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κάνοντας διάκριση μεταξύ νομοθετικής τροποποιήσεως του ΚΥΚ και τροποποιήσεως των εσωτερικών κανόνων του συγκεκριμένου οργάνου περί εφαρμογής του. Η απόφαση Monaco κατά Κοινοβουλίου δεν στηρίζει την ανάλυση αυτή που καταλήγει να τοποθετεί τη νομοθετική τροποποίηση υπεράνω της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Πρόκειται για ανεπίτρεπτη προσβολή του κράτους δικαίου. Στην κοινοτική έννομη τάξη, η αρχή της ίσης μεταχείρισης εφαρμόζεται αδιακρίτως στην εκτελεστική εξουσία, στον νομοθέτη και στον δικαστή.

83.

Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο παρέλειψε να εξετάσει αν οι επιτυχόντες σε ένα και τον αυτό διαγωνισμό αποτελούν παρόμοια ομάδα που πρέπει να έχει την ίδια μεταχείριση και παρέλειψε να ακολουθήσει τη συλλογιστική που ανέπτυξε με την απόφαση Ryan κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στην υπόθεση εκείνη έκρινε, χωρίς να αποστεί από την απόφαση Monaco κατά Κοινοβουλίου, ότι i) η εξουσία εκτιμήσεως της κοινοτικής αρχής για τροποποίηση του ΚΥΚ υπόκειται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης, ii) η φύση της τροποποιητικής πράξης δεν ασκεί επιρροή και iii) η αρχή της ίσης μεταχείρισης υποθέτει ότι η ημερομηνία ενάρξεως εφαρμογής του νέου συστήματος δεν δημιουργεί διακρίσεις.

84.

Το Πρωτοδικείο αφιστάμενο από την προηγούμενη νομολογία του παρέβη την υποχρέωση να αιτιολογήσει καταλλήλως την απόφασή του. Παρέλειψε να εξετάσει το ζήτημα της ενδεχόμενης δικαιολογίας των διαφορών σχετικά με την τροποποίηση των διατάξεων και την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος των νέων κανόνων.

85.

Επιπλέον, η αντίληψη ότι οι υπάλληλοι που προσελήφθησαν πριν και μετά την 1η Μαΐου 2004 αποτελούν διαφορετικές ομάδες, διότι υπόκεινται σε διαφορετικές διατάξεις και, συνεπώς, δεν υπάρχει παράνομη διάκριση, συνιστά φαύλο κύκλο.

86.

Ο συλλογισμός σχετικά με τη διάκριση λόγω ηλικίας είναι επίσης νομικώς εσφαλμένος. Μια απαγορευόμενη διάκριση μπορεί να είναι έμμεση όσο και άμεση. Εν προκειμένω, η διάκριση υπήρξε έμμεση δεδομένου ότι οι υπάλληλοι που προσελήφθησαν βάσει διαγωνισμού για τον οποίο απαιτείτο επαγγελματική πείρα διορίστηκαν σε βαθμούς κατάλληλους για πρόσωπα που στερούνται επαγγελματικής πείρας.

87.

Κατά την Επιτροπή, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται στην αντίληψη ότι ο κοινοτικός νομοθέτης δεν δεσμεύεται από την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Το πραγματικό ζήτημα είναι το ζήτημα του «διαχρονικού περιεχομένου» της αρχής αυτής, δηλαδή το αν το γεγονός ότι, λόγω της εισαγωγής μιας νέας διάταξης από ορισμένη ημερομηνία, ορισμένα άτομα αντιμετωπίζονται λιγότερο ευνοϊκά μετά την ημερομηνία αυτή απ’ ότι προηγουμένως συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Η απάντηση της νομολογίας είναι ότι δεν συνιστά.

88.

Πρώτον, με την απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, C-110/03, Βέλγιο κατά Επιτροπής ( 30 ), σκέψεις 70 έως 75, το Δικαστήριο έκρινε ότι ένας κανονισμός της Επιτροπής δεν συνιστούσε παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων διατηρώντας τα συστήματα ενισχύσεων που είχαν προηγουμένως εγκριθεί, ενώ παράλληλα εισήγαγε ένα αισθητά αυστηρότερο καθεστώς για τα νέα συστήματα. Καίτοι υπήρχε άνιση μεταχείριση μεταξύ των συστημάτων που είχαν προηγουμένως κριθεί συμβατά και αυτών που καταρτίστηκαν με τους νέους όρους, η μεταχείριση αυτή ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένη. Η Επιτροπή δεν μπορεί να στερηθεί τη δυνατότητα να καθορίζει αυστηρότερους όρους συμβατού, αν το απαιτεί η εξέλιξη της κοινής αγοράς. Αφετέρου, δεν μπορεί μονομερώς να ευθυγραμμίζει τα υφιστάμενα συστήματα ενισχύσεων με τις νέες προϋποθέσεις, πράγμα που θα ισοδυναμούσε στην πράξη με το να προσδίδει στον κανονισμό αναδρομικά αποτελέσματα και να θίγει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την αρχή της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

89.

Δεύτερον, ο κοινοτικός νομοθέτης έχει το δικαίωμα να θεσπίσει για τους υπαλλήλους, για το μέλλον, διατάξεις του ΚΥΚ λιγότερο ευνοϊκές, τις οποίες θεωρεί σύμφωνες προς το συμφέρον της υπηρεσίας ( 31 ), οι δε υπάλληλοι δεν μπορούν να επικαλεστούν κεκτημένο δικαίωμα στη διατήρηση πλεονεκτήματος του οποίου επωφελήθηκαν σε κάποια δεδομένη στιγμή ( 32 ). Μια νέα ρύθμιση μπορεί νομίμως να εφαρμοστεί στα μέλλοντα αποτελέσματα καταστάσεων που δημιουργήθηκαν υπό το κράτος της προηγούμενης ρύθμισης. Η χρήση ορισμένης ημερομηνίας ως κριτηρίου διακρίσεως που δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση αναγνωρίζεται εξάλλου τουλάχιστον στη γερμανική νομολογία, με το σκεπτικό ότι, διαφορετικά, η νομοθεσία που εισάγει νέες διατάξεις δεν θα μπορούσε να επιτύχει τον στόχο της.

90.

Βεβαίως, με την απόφαση Ryan κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίθηκε ότι δεν αποκλείεται η ημερομηνία ενάρξεως της εφαρμογής μιας νέας ρύθμισης να συνιστά παράνομη διάκριση, πλην όμως, πρώτον, η υπόθεση εκείνη αφορούσε ημερομηνία άσχετη με τη νομοθετική τροποποίηση (την ημερομηνία αλλαγής καθεστώτος του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά τη Συνθήκη ΕΚ) ενώ η παρούσα υπόθεση αφορά ημερομηνία προβλεπόμενη από την ίδια την τροποποίηση και, δεύτερον, η τροποποίηση στην υπόθεση Ryan κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου επαναπροσδιόρισε αναδρομικά μια κατάσταση που είχε δημιουργηθεί υπό το κράτος της προηγούμενης ρύθμισης και δεν προσδιόρισε απλώς εκ νέου τα μέλλοντα αποτελέσματα της τροποποίησης αυτής. Η απόφαση Monaco κατά Κοινοβουλίου (ως προς την ορθότητα της οποίας η Επιτροπή διατυπώνει αμφιβολίες εν πάση περιπτώσει) δεν στηρίχθηκε στη φύση του τροποποιητικού των διατάξεων μέτρου αλλά στο γεγονός ότι την τροποποίηση επέφερε το θεσμικό όργανο και όχι ο νομοθέτης.

91.

Το Συμβούλιο φρονεί ότι οι υποψήφιοι που προσελήφθησαν πριν την 1η Μαΐου 2004 και αυτοί που προσελήφθησαν μετά την ημερομηνία αυτή βρίσκονται σε διαφορετικές έννομες καταστάσεις δεδομένου ότι η πρόσληψή τους διέπεται από διαφορετικές διατάξεις. Οι νέες διατάξεις θεσπίστηκαν για λόγους απολύτως βάσιμους, οι οποίοι παρατίθενται στο προοίμιο του κανονισμού 723/2004. Το Πρωτοδικείο δεν απάλλαξε τον νομοθέτη θέτοντάς τον εκτός πεδίου εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης, αλλά εξέτασε προσεκτικά αν είχε τηρηθεί η αρχή αυτή. Αν εφαρμοστεί η προσέγγιση των αναιρεσειόντων, τότε δημιουργείται στην πραγματικότητα μια αδικαιολόγητη διάταξη μεταξύ των υπαλλήλων που προσελήφθησαν μετά την 1η Μαΐου 2004, αναλόγως του αν πέτυχαν σε διαγωνισμό οι εργασίες του οποίου άρχισαν πριν ή μετά την ημερομηνία αυτή. Τέλος, ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων σχετικά με τη διάκριση λόγω ηλικίας στηρίζεται στη σκέψη ότι αυτοί που έχουν τη μεγαλύτερη πείρα είναι κατ’ ανάγκη οι μεγαλύτερης ηλικίας, το οποίο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

— Εκτίμηση

92.

Πρώτον, νομίζω ότι το ζήτημα της ίσης μεταχείρισης είναι διαφορετικό του ζητήματος των κεκτημένων δικαιωμάτων. Αν όλοι οι επιτυχόντες σε συγκεκριμένο διαγωνισμό αποκτούσαν υπό ορισμένες επιφυλάξεις το δικαίωμα διορισμού σε συγκεκριμένο βαθμό, θα είχαμε τότε ίσως έναν κοινό παρανομαστή ικανό να τους θέσει όλους στην ίδια κατηγορία, όλα τα μέλη της οποίας θα πρέπει να έχουν την ίδια μεταχείριση. Δεδομένου ότι κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν αποκτούν το δικαίωμα αυτό, συνάγω ότι οι αναιρεσείοντες δεν μπορούν επ’ αυτής της βάσεως να αξιώσουν ίση μεταχείριση με άλλους υπαλλήλους που προσελήφθησαν από τους ίδιους πίνακες επιτυχόντων. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι δεν μπορούν να αξιώσουν την ίση μεταχείριση επί διαφορετικής βάσεως.

93.

Δεύτερον, απορρίπτοντας συνεπώς τα επιχειρήματα και τους ισχυρισμούς που τείνουν να συνδέσουν την τύχη της αιτίασης περί ίσης μεταχείρισης με αυτήν της αιτίασης περί κεκτημένων δικαιωμάτων, θεωρώ ότι η αιτιολογία που παρέθεσε το Πρωτοδικείο είναι, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, ανεπαρκής.

94.

Ορθώς το Πρωτοδικείο διατυπώνει την αρχή της ίσης μεταχείρισης κατά την έννοια ότι απαιτεί οι παρεμφερείς καταστάσεις να μην αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό, εκτός αν η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικά, και ορθά οριοθετεί το πρώτο κρίσιμο ζήτημα ως το αν όλοι οι υποψήφιοι ενός διαγωνισμού συνιστούν μια και την αυτή κατηγορία —με άλλα λόγια βρίσκονται σε παρεμφερείς καταστάσεις— ανεξαρτήτως ημερομηνίας διορισμού (σκέψεις 75 και 76 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως).

95.

Στο ερώτημα αυτό απαντά αρνητικά για τον βασικό —και μοναδικό— λόγο ότι αυτοί που διορίστηκαν πριν την 1η Μαΐου 2004 έπρεπε να καταταχθούν σύμφωνα με τις παλαιές διατάξεις, ενώ οι διορισθέντες μετά την ημερομηνία αυτή έπρεπε να καταταχθούν σύμφωνα με τις νέες διατάξεις (σκέψεις 77 έως 80 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως), και στη συνέχεια στηρίζει την κρίση αυτή σε διάφορες άλλες θεωρήσεις.

96.

Ο βασικός συλλογισμός φαίνεται κυκλικός, πράγμα που η Επιτροπή φάνηκε να δέχεται κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Το κριτήριο στο οποίο στηρίζεται για να δικαιολογήσει την υπαγωγή των δύο ομάδων σε διαφορετικές κατηγορίες είναι ακριβώς το κριτήριο το οποίο φέρεται ότι συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Η δικαιολογία αυτή φαίνεται να σημαίνει ότι, αν η κοινοτική νομοθεσία αντιμετωπίζει δύο κατηγορίες προσώπων κατά διαφορετικό τρόπο, δεν υπάρχει διάκριση για τον απλούστατο λόγο ότι τα πρόσωπα αυτά ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες λόγω της διαφορετικής μεταχείρισης, πράγμα που (όπως επισημαίνουν οι αναιρεσείοντες) συνεπάγεται ότι ο νομοθέτης τοποθετείται υπεράνω της αρχής της ίσης μεταχείρισης —το οποίο δεν ισχύει, όπως παγίως νομολογεί το Δικαστήριο ( 33 ).

97.

Δεν με ικανοποιούν εξάλλου ούτε οι άλλες θεωρήσεις που παραθέτει το Πρωτοδικείο για να στηρίξει την κρίση του.

98.

Η αναφορά στα κεκτημένα δικαιώματα, ιδίως κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψης του κανονισμού 723/2004, δεν ενδιαφέρει κατά τη γνώμη μου το ζήτημα της ίσης μεταχείρισης. Εν πάση περιπτώσει, η τριακοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη είναι εσωτερική του κανονισμού και η επίκλησή της συνιστά και πάλι φαύλο κύκλο.

99.

Ο τρόπος με τον οποίο το Πρωτοδικείο διαφοροποιεί την υπό κρίση υπόθεση από την προηγουμένη απόφασή του Monaco κατά Κοινοβουλίου, δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, ικανοποιητικός. Τίποτα στις σχετικές σκέψεις της απόφασης αυτής δεν δείχνει ότι η διατυπούμενη αρχή —δηλαδή ότι η πρόσληψη κατόπιν του ίδιου διαγωνισμού, ορισμένων υπαλλήλων βάσει ευνοϊκοτέρων προγενεστέρων διατάξεων και άλλων βάσει μεταγενεστέρων, λιγότερο ευνοϊκών, συνιστά παράνομη διάκριση—, περιορίζεται σε υποθέσεις στις οποίες οι νέες διατάξεις είναι εσωτερικές διατάξεις που θεσπίζονται από το όργανο-εργοδότη και δεν καλύπτει τις διατάξεις του ΚΥΚ που θεσπίζονται από τον κοινοτικό νομοθέτη. Νομίζω ότι είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς την άποψη αυτή. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου που πρέπει να τηρείται από κάθε μέτρο, λαμβανόμενο από οποιοδήποτε όργανο, ανεξαρτήτως του επιπέδου στο οποίο βρίσκεται αυτό.

100.

Η αναφορά στην εξουσία που έχει ο νομοθέτης να τροποποιεί ανά πάσα στιγμή, για το μέλλον, τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων αν κρίνει ότι η τροποποίηση εξυπηρετεί το συμφέρον της υπηρεσίας, ακόμη και αν είναι λιγότερο ευνοϊκή, δεν μου φαίνεται λυσιτελής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο νομοθέτης έχει την εξουσία αυτή πλην όμως αυτό που αμφισβητούν οι αναιρεσείοντες εξ αρχής δεν είναι η εισαγωγή νέου συστήματος σταδιοδρομιών από 1ης Μαΐου 2004, αλλά η εφαρμογή δύο σειρών μεταβατικών διατάξεων σε υπαλλήλους που προσελήφθησαν από τους ίδιους πίνακες ικανότητας αναλόγως του αν ανέλαβαν καθήκοντα πριν ή μετά την ημερομηνία αυτή.

101.

Όσον αφορά την αντιμετώπιση από το Πρωτοδικείο των επιχειρημάτων των αναιρεσειόντων περί διακρίσεως λόγω ηλικίας και διακρίσεως υπό τη μορφή «υποβάθμισης» σε σχέση με τους βαθμούς στους οποίους είχαν καταταχθεί ορισμένοι εξ αυτών ως έκτακτοι υπάλληλοι, νομίζω ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι απλούστατα άσχετοι με το ζήτημα αν οι δύο σειρές μεταβατικών διατάξεων εισάγουν διάκριση δικαιολογημένη μεταξύ δύο κατηγοριών υπαλλήλων που βρίσκονται σε διαφορετικές καταστάσεις ή αδικαιολόγητη μεταξύ υπαλλήλων που βρίσκονται σε παρεμφερείς καταστάσεις. Επομένως, θεωρώ μεν ότι το Πρωτοδικείο ορθώς απέρριψε τα επιχειρήματα αυτά σ’ αυτό το πλαίσιο, πλην όμως η συλλογιστική σχετικά με τη διαφορετική μεταχείριση είναι ανεπαρκής.

102.

Για παρόμοιους λόγους δεν με πείθουν τα επιχειρήματα που προβάλλουν η Επιτροπή και το Συμβούλιο. Το ζήτημα δεν είναι αν μια νομοθετική τροποποίηση που εισάγει νέες διατάξεις που διέπουν καταστάσεις οι οποίες γεννήθηκαν μετά από ορισμένη ημερομηνία συνιστά ενδεχομένως παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, αλλά αν διαφορετικές μεταβατικές διατάξεις που διέπουν τη μετάβαση από τους παλαιούς κανόνες προς τους καινούργιους εφαρμόζονται εν προκειμένω σε υπαλλήλους που βρίσκονται σε παρεμφερείς καταστάσεις, κατά παραβίαση της αρχής αυτής.

103.

Θα αναλύσω το ερώτημα αυτό στη συνέχεια.

104.

Κατ’ αρχήν, οι επιτυχόντες στον ίδιο διαγωνισμό βρίσκονται σε παρεμφερείς καταστάσεις και δικαιούνται ίση μεταχείριση. Αν δεν τροποποιείται ο ΚΥΚ, δικαιούνται όλοι να προσληφθούν με τους ίδιους όρους εκτός αν δικαιολογείται κάποια διαφοροποίηση αντικειμενικά —π.χ. λόγω επαγγελματικής πείρας. Δεδομένου ότι όλα τα άτομα που περιλαμβάνονται σε συγκεκριμένο πίνακα επιτυχόντων δεν μπορούν στην πράξη να διοριστούν συγχρόνως, αυτό σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι αυτοί που θα προσληφθούν αργότερα δικαιούνται, δυνάμει της αρχής της ίσης μεταχείρισης και όχι λόγω κεκτημένου δικαιώματος, να διοριστούν με τους ίδιους όρους όπως οι προηγουμένως προσληφθέντες. Ο ισχυρισμός ότι αυτοί που δεν έχουν διοριστεί ακόμα σε ορισμένη ημερομηνία βρίσκονται αντικειμενικά σε κατάσταση διαφορετική από αυτούς που έχουν διοριστεί, οπότε και μπορούν να αντιμετωπιστούν διαφορετικά, περιορίζει το πεδίο της ίσης μεταχείρισης σε αυτούς που διορίστηκαν την ίδια ημερομηνία.

105.

Σε αντίθεση με τις ανοιχτές ομάδες όλων των υπαλλήλων που προσελήφθησαν πριν την 1η Μαΐου 2004 ή μετά την ημερομηνία αυτή, κάθε πίνακας επιτυχόντων αποτελεί κλειστή ομάδα, τα μέλη της οποίας προσδιορίζονται οριστικά με αναφορά στη χρονική στιγμή καταρτίσεως του πίνακα και συνεπώς δικαιούνται να τύχουν ίσης μεταχείρισης, εκτός αν υπάρχει εσωτερική διαφοροποίηση που δικαιολογείται αντικειμενικά. Κατά συνέπεια, κάθε νέο μέτρο που επηρεάζει τη μεταχείριση αυτή —είτε πρόκειται για εσωτερική εκτελεστική διάταξη που εκδίδει το όργανο εργοδότης είτε για διάταξη του ΚΥΚ— πρέπει κατ’ αρχήν να σέβεται αυτή την ενότητα και αυτή την ισότητα. Είναι δυνατό να υπάρχουν εξωτερικές περιστάσεις που χωρίζουν την αρχική ομάδα σε δύο ομάδες οι οποίες δεν βρίσκονται πλέον σε παρεμφερείς καταστάσεις και, συνεπώς, απαιτούν διαφορετική μεταχείριση, πλην όμως μια τροποποίηση των εφαρμοστέων διατάξεων δεν μπορεί καθεαυτή με μια απλή κίνηση και να πραγματοποιήσει τον χωρισμό και να καθορίσει τη διαφορετική μεταχείριση χωρίς να παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

106.

Ωστόσο η εν προκειμένω επίδικη διαφοροποίηση στηρίζεται όχι απλώς και μόνο στην ημερομηνία της 1ης Μαΐου 2004, αλλά στη σχέση μεταξύ της ημερομηνίας αυτής και της ημερομηνίας αναλήψεως καθηκόντων εκάστου μέλους της κλειστής ομάδας των επιτυχόντων υποψηφίων συγκεκριμένου διαγωνισμού.

107.

Ωστόσο, ούτε η τελευταία ημερομηνία ούτε η σχέση μεταξύ των δύο ημερομηνιών συνιστά, κατά τη γνώμη μου, αντικειμενικό λόγο διαφοροποιήσεως μεταξύ επιτυχόντων. Η σειρά και το χρονοδιάγραμμα προσλήψεως των διαφόρων υποψηφίων από συγκεκριμένο πίνακα ικανότητας μπορεί να εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες που είναι άσχετοι με οποιαδήποτε διαφοροποίηση ως προς τους όρους προσλήψεως —λόγου χάρη το αν προβλέπεται θέση στον προϋπολογισμό ή η διάρκεια της προειδοποίησης που ο υποψήφιος πρέπει να δώσει για να εγκαταλείψει την προηγουμένη εργασία του. Σχετικά με το ζήτημα των κεκτημένων δικαιωμάτων, η Επιτροπή υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι οι αναιρεσείοντες δεν μπορούσαν να αποκτήσουν δικαίωμα για διορισμό σε ορισμένο βαθμό πριν την 1η Μαΐου 2004διότι επρόκειτο ακόμα τότε να ληφθούν και άλλες αποφάσεις κατά διακριτική ευχέρεια. Συναφώς, ορισμένοι από τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη μπορεί μάλιστα να είναι υποκειμενικοί. Το όργανο-εργοδότης θα μπορούσε να επισπεύσει ή να καθυστερήσει την πρόσληψη ορισμένου υποψηφίου για διάφορους λόγους σκοπιμότητας ή, μάλιστα, προτίμησης. Οι αναιρεσείοντες αναφέρθηκαν σε στοιχεία αποδεικνύοντα ότι ορισμένοι υποψήφιοι που ανήκαν ήδη στο έκτακτο προσωπικό διορίστηκαν με ταχεία διαδικασία λίγο πριν την 1η Μαΐου 2004, δυνατότητα την οποία δεν είχαν οι εξωτερικοί υποψήφιοι ή οι επικουρικοί υπάλληλοι ( 34 ). Χωρίς να χρειάζεται να διατυπώσω γνώμη επ’ αυτών των αποδεικτικών στοιχείων, νομίζω ότι μια διάταξη που αφήνει ανοιχτή τη δυνατότητα για τέτοια διαφοροποίηση κατά διακριτική ευχέρεια μεταξύ υποψηφίων που βρίσκονται όλοι κατ’ αρχή σε παρεμφερή κατάσταση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

108.

Υπογραμμίζω ότι δεν αμφισβητώ τη δυνατότητα του νομοθέτη να εισαγάγει νέο σύστημα σταδιοδρομιών που προβλέπει λιγότερο ευνοϊκούς όρους ενάρξεως για τους νέους υπαλλήλους με ισχύ από συγκεκριμένη ημερομηνία.

109.

Ο νομοθέτης δεν μπορεί όμως να εφαρμόσει διαφορετικές μεταβατικές διατάξεις σε διαφόρους υπαλλήλους που προσελήφθησαν με τον ίδιο διαγωνισμό που είχε διοργανωθεί για το παλαιό σύστημα σταδιοδρομιών, παρά μόνο βάσει αντικειμενικής διαφοροποίησης που δεν ενυπάρχει στην ίδια τη νομοθετική τροποποίηση ούτε υπόκειται σε διακριτική χειραγώγηση από τον προϊστάμενο του οργάνου-εργοδότη.

110.

Υπό το φως των σκέψεων αυτών προτείνω να γίνει δεκτό το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως. Επί της βάσεως αυτής και ανεξάρτητα από την τύχη των λοιπών ισχυρισμών, η απόφαση πρέπει να αναιρεθεί.

Τέταρτο σκέλος: παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — αλλοίωση των αποδεικτικών στοιχείων

— Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

111.

Οι αναιρεσείοντες υποστήριξαν πρωτοδίκως ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ παραβιάζει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους ότι θα είχαν μεταχείριση σύμφωνη προς τους όρους των προκηρύξεων διαγωνισμών.

112.

Στις σκέψεις 95 έως 99 της αποφάσεώς του, το Πρωτοδικείο απέρριψε το επιχείρημα αυτό, βασικά με το ακόλουθο σκεπτικό.

113.

Ο υπάλληλος δεν μπορεί να επικαλεσθεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης για να αντιταχθεί στη νομιμότητα νέας κανονιστικής διατάξεως, ιδίως τη στιγμή που ο νομοθέτης έχει ευρεία διακριτική εξουσία ως προς την ανάγκη αναθεωρήσεως του ΚΥΚ. Η αρχή αυτή έχει εφαρμογή μόνο στις περιπτώσεις που η κοινοτική διοίκηση έδωσε στον υπάλληλο βάσιμες ελπίδες, παρέχοντάς του σαφείς διαβεβαιώσεις υπό τη μορφή συγκεκριμένων, ανεπιφυλάκτων και συγκλινουσών πληροφοριών, προερχομένων από εξουσιοδοτημένες και αξιόπιστες πηγές. Εν προκειμένω, η δικογραφία δεν περιέχει κανένα έγγραφο ικανό να δημιουργήσει βάσιμες ελπίδες ότι θα διατηρηθούν τα παλαιά κριτήρια βαθμολογικής κατατάξεως. Οι προκηρύξεις των διαγωνισμών και η αλληλογραφία της Επιτροπής επισήμαναν ότι στους επιτυχόντες υποψηφίους θα προταθεί ενδεχομένως πρόσληψη βάσει νέων διατάξεων του ΚΥΚ. Οι αναιρεσείοντες εξάλλου δεν μπορούν λυσιτελώς να επικαλεστούν ουσιώδη τροποποίηση καταστάσεως που διαμορφώθηκε υπό το κράτος του παλαιού ΚΥΚ, δεδομένου ότι η εγγραφή τους σε πίνακα επιτυχόντων δεν τους έδινε το δικαίωμα υπαγωγής σε τέτοια κατάσταση.

— Επιχειρήματα των διαδίκων

114.

Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο αλλοίωσε τα πραγματικά περιστατικά κρίνοντας ότι η δικογραφία δεν περιείχε κανένα στοιχείο ικανό να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη διατήρηση των παλαιών κριτηρίων κατατάξεως κατά την πρόσληψη. Αντιθέτως, η δικογραφία περιείχε έγγραφα που δείχνουν ότι για τέσσερις αναιρεσείοντες είχαν δοθεί από εξουσιοδοτημένες και αξιόπιστες πηγές σαφείς πληροφορίες ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες περί διορισμού στον βαθμό που αναφέρεται στην προκήρυξη διαγωνισμού ή σε ισοδύναμο βαθμό. Τα έγγραφα αυτά περιελάμβαναν προτάσεις προσλήψεως που πραγματοποιήθηκαν και έγιναν αποδεκτές πριν από την 1η Μαΐου 2004, χωρίς να αναφέρουν ότι η θέση θα καταταχθεί σε χαμηλότερο μισθολογικό ή βαθμολογικό επίπεδο. Όσον αφορά τους λοιπούς επιτυχόντες στους οποίους προτάθηκε θέση μετά την ημερομηνία αυτή, πολλοί εξ αυτών δεν έλαβαν πληροφορίες με τη στερεότυπη επιστολή προτάσεως θέσεως και πολλοί εξ αυτών συμμετείχαν σε διαγωνισμούς στους οποίους δεν έγινε καθόλου λόγος για ενδεχομένη τροποποίηση του ΚΥΚ.

115.

Η Επιτροπή και το Συμβούλιο υποστηρίζουν, πρώτον, ότι, κατά πάγια νομολογία ( 35 ), τα άτομα δεν δικαιολογούνται να τρέφουν εμπιστοσύνη στη διατήρηση μιας υπάρχουσας κατάστασης που ενδέχεται να μεταβληθεί στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων.

116.

Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις που προέρχονται από διοικητική αρχή δεν μπορούν να επηρεάσουν τη νομιμότητα πράξεων του κοινοτικού νομοθέτη. Τα επιχειρήματα που στηρίζονται σε διάφορα πραγματικά στοιχεία είναι αλυσιτελή στο πλαίσιο της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας και το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι η δικογραφία δεν περιέχει στοιχεία ικανά να δημιουργήσουν δικαιολογημένες ελπίδες στη διατήρηση των παλαιών κριτηρίων βαθμολογικής κατατάξεως του ΚΥΚ.

117.

Τρίτον, οι διαβεβαιώσεις που δεν λαμβάνουν υπόψη τις εφαρμοστέες διατάξεις δεν μπορούν να δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στους ενδιαφερομένους ( 36 ), οπότε, ακόμα και υπό το πρίσμα της νομιμότητας των διορισμών και όχι της νομιμότητας των επιδίκων διατάξεων, η υπόσχεση που δίνεται στο πλαίσιο του παλαιού ΚΥΚ δεν μπορεί να στηρίξει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη μετά την έναρξη ισχύος των τροποποιήσεων.

118.

Τέλος, το Πρωτοδικείο δεν αλλοίωσε τα στοιχεία της δικογραφίας. Οι διαπιστώσεις του αντανακλούν πιστά τις διαφορετικές καταστάσεις των διαφόρων αναιρεσειόντων όσον αφορά τις πληροφορίες που τους δόθηκαν.

— Εκτίμηση

119.

Δεν αμφισβητείται ότι διάφοροι αναιρεσείοντες έλαβαν διάφορες πληροφορίες από τις οποίες μπορούσαν να συναγάγουν ότι θα διοριστούν σ’ έναν από τους βαθμούς για τους οποίους διοργανώθηκαν οι διαγωνισμοί στους οποίους πέτυχαν. Δεν βλέπω πάντως σφάλματα στις κρίσεις του Πρωτοδικείου ότι οι αναιρεσείοντες δεν μπορούσαν να στηρίξουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στις πληροφορίες αυτές ακόμη και αν υπήρξαν σαφείς, συγκλίνουσες και ανεπιφύλακτες, οι δε πηγές τους εξουσιοδοτημένες και αξιόπιστες.

120.

Όπως υπενθύμισε το Πρωτοδικείο, τα άτομα δεν μπορούν να επικαλεστούν την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης για να αντιταχθούν στη νομιμότητα μιας νέας κανονιστικής διάταξης, ιδίως σ’ έναν τομέα στον οποίο ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ( 37 ).

121.

Επιπλέον, συμφωνώ με την Επιτροπή ότι οι διαβεβαιώσεις που δίνονται από διοικητικές αρχές δεν μπορούν να δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη περιορίζουσα το πεδίο ενεργείας του νομοθέτη. Επομένως, οποιαδήποτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη λόγω των πληροφοριών που έλαβαν οι αναιρεσείοντες αφορά μόνον το κύρος των αποφάσεων περί διορισμού, όπως παρατήρησε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ή ενδεχόμενες αγωγές αποζημιώσεως αλλά όχι τη νομιμότητα του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

122.

Ωστόσο, το κύρος των αποφάσεων αυτών εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τη νομιμότητα των διατάξεων επί των οποίων στηρίζονται και προς τις οποίες πρέπει οπωσδήποτε να ανταποκρίνονται. Αν, όπως θεωρώ, οι διατάξεις αυτές είναι παράνομες διότι παραβιάζουν την αρχή της ίσης μεταχείρισης, οι αποφάσεις περί διορισμού πρέπει εν πάση περιπτώσει να ακυρωθούν ανεξάρτητα από ενδεχόμενη παραβίαση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και πρέπει να εκδοθούν νέες αποφάσεις επί της κατάλληλης νομικής βάσης.

123.

Κατόπιν αυτού έχω τη γνώμη ότι το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως δεν πρέπει να γίνει δεκτό.

Πέμπτο σκέλος: παράβαση του άρθρου 31 του ΚΥΚ

— Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

124.

Οι αναιρεσείοντες υποστήριξαν πρωτοδίκως ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ αντιβαίνει στο άρθρο 31, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, όπως τροποποιήθηκε, κατά το οποίο ο υπάλληλος προσλαμβάνεται στον βαθμό που αναφέρεται στην προκήρυξη διαγωνισμού στον οποίο έγινε δεκτός. Έπρεπε λοιπόν να προσληφθούν στους βαθμούς αυτούς μετατρεπόμενους σε νέους ενδιάμεσους βαθμούς, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII.

125.

Στις σκέψεις 108 έως 116 της αποφάσεώς του, το Πρωτοδικείο απέρριψε το επιχείρημα αυτό, με το ακόλουθο σκεπτικό κατά τα ουσιώδη.

126.

Κατά το άρθρο 31, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, οι επιτυχόντες διαγωνισμών πρέπει να διορίζονται στον βαθμό που αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού. Από την απάντηση όμως στην αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως προκύπτει ότι ο καθορισμός του επιπέδου των προς πλήρωση θέσεων και των όρων διορισμού των επιτυχόντων υποψηφίων στις θέσεις αυτές, στον οποίο η Επιτροπή προέβη στο πλαίσιο των διατάξεων του προηγουμένου ΚΥΚ κατά τη σύνταξη των επίδικων προκηρύξεων διαγωνισμών, δεν παρέτεινε τα αποτελέσματά του πέραν της ημερομηνίας της 1ης Μαΐου 2004 την οποία υιοθέτησε ο κοινοτικός νομοθέτης για την έναρξη της ισχύος του νέου συστήματος των σταδιοδρομιών των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

127.

Συνεπώς, η κατάσταση των υποψηφίων που περιελήφθησαν σε πίνακες ικανότητας πριν την 1η Μαΐου 2004 αλλά διορίστηκαν μετά την ημερομηνία αυτή πρέπει να ρυθμιστεί βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ. Βεβαίως ο πίνακας που παραθέτουν οι διατάξεις αυτές αποκλίνει από τον πίνακα του άρθρου 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος αυτού, στον οποίο οι παλαιοί βαθμοί των υπαλλήλων που υπηρετούσαν πριν την 1η Μαΐου 2004 μετατρέπονται σε νέους ενδιάμεσους βαθμούς. Ο νομοθέτης έχει εν τούτοις τη δυνατότητα να υιοθετήσει για το μέλλον τροποποιήσεις στις διατάξεις του ΚΥΚ, ακόμη και αν οι τροποποιηθείσες διατάξεις είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις προηγούμενες.

128.

Είναι εύλογο για μια μεταβατική διάταξη όπως αυτή η επίδικη εν προκειμένω να συνεπάγεται εξαίρεση από ορισμένους κανόνες του ΚΥΚ, των οποίων η εφαρμογή επηρεάζεται κατ’ ανάγκη από την αλλαγή του συστήματος. Εν προκειμένω, η εξαίρεση δεν βαίνει πέραν αυτού που προκύπτει από τον διορισμό ως υπαλλήλων, στο πλαίσιο των νέων διατάξεων του ΚΥΚ, προσώπων που επελέγησαν με διαδικασίες διαγωνισμού οι οποίες κινήθηκαν και ολοκληρώθηκαν υπό το κράτος των προηγουμένων διατάξεων.

— Επιχειρήματα των διαδίκων

129.

Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η συλλογιστική του Πρωτοδικείου σχετικά με το άρθρο 31, παράγραφος 1, του ΚΥΚ είναι αβάσιμη όπως είναι και το σκεπτικό σχετικά με την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Η αρχή αυτή θα ετηρείτο από μια μεταβατική διάταξη κατά την οποία εφόσον ένας ή περισσότεροι επιτυχόντες συγκεκριμένου διαγωνισμού είχαν ήδη διοριστεί βάσει των παλαιών κριτηρίων, τα κριτήρια αυτά εφαρμόζονται στο σύνολο των υποψηφίων. Ο στόχος της «προοδευτικής εφαρμογής των νέων διατάξεων και μέτρων» θα μπορούσε να επιτευχθεί με ευθυγράμμιση του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ιδίου παραρτήματος. Συνεπώς, το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως εμφανίζεται ελαττωματικό.

130.

Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, επίσης, ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII παράγει στην πραγματικότητα οριστικά αποτελέσματα και όχι μεταβατικά ή προοδευτικά και ότι με την απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2006, F-122/05, Οικονομίδης κατά Επιτροπής ( 38 ), το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι κανένα από τα μεταβατικά μέτρα του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ δεν αφορά το άρθρο 31 του ΚΥΚ.

131.

Η Επιτροπή απαντά ουσιαστικά μόνον επί των δύο τελευταίων σημείων. Υποστηρίζει ότι μια απόφαση που λαμβάνεται βάσει μεταβατικής διάταξης μπορεί να έχει οριστικά αποτελέσματα και ότι η απόφαση Οικονομίδης κατά Επιτροπής δεν αφορούσε το άρθρο 31 του ΚΥΚ.

132.

Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων στηρίζονται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι το άρθρο 31, παράγραφος 1, του ΚΥΚ είναι κανόνας αυξημένης τυπικής ισχύος έναντι του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, ενώ η σχέση τους είναι μάλλον σχέση lex generalis προς lex specialis. Όσον αφορά το κατάλληλον της αιτιολογίας, οι αναιρεσείοντες συγχέουν και πάλι την αιτιολογία του Πρωτοδικείου με την αιτιολογία του νομοθέτη, πλην όμως, εν πάση περιπτώσει, τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ αναφέρονται σε δύο καταστάσεις αντικειμενικά διαφορετικές, δηλαδή αυτή των υπαλλήλων που απέκτησαν δικαιώματα βάσει του παλαιού ΚΥΚ και αυτή των επιτυχόντων που δεν είχαν αποκτήσει κανένα δικαίωμα. Όσον αφορά την απόφαση Οικονομίδης κατά Επιτροπής, το Συμβούλιο προβάλλει βασικά τα ίδια επιχειρήματα με την Επιτροπή.

— Εκτίμηση

133.

Καίτοι το σκεπτικό του Πρωτοδικείου στο σημείο αυτό στηρίζεται κυρίως στο σκεπτικό περί της ίσης μεταχείρισης και μολονότι θεωρώ ελαττωματικό το τελευταίο αυτό σκεπτικό, δεν συμμερίζομαι την άποψη των αναιρεσειόντων ότι η κρίση σχετικά με το άρθρο 31 του ΚΥΚ είναι επίσης ελαττωματική.

134.

Το Πρωτοδικείο τόνισε, επίσης, το αναμφισβήτητο γεγονός ότι με την εισαγωγή του νέου συστήματος σταδιοδρομιών δεν ήταν πλέον ουσιαστικά δυνατό να διοριστούν οι υποψήφιοι στους βαθμούς που ανέφεραν οι προκηρύξεις διαγωνισμού οι οποίες είχαν καταρτιστεί στο πλαίσιο του παλαιού συστήματος σταδιοδρομιών. Ήταν συνεπώς αναγκαία μεταβατικά μέτρα τα οποία και ελήφθησαν με το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ. Συμφωνώ στο σημείο αυτό με το Συμβούλιο που θεωρεί ότι η σχέση μεταξύ του άρθρου 31 του ΚΥΚ και του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII είναι σχέση μεταξύ lex generalis και lex specialis.

135.

Το Πρωτοδικείο επισήμανε την απόκλιση μεταξύ των δύο σειρών μεταβατικών διατάξεων, δηλαδή των άρθρων 2, παράγραφος 1, και 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, έκρινε όμως ότι η απόκλιση αυτή ανάγεται στην εξουσία που αναγνωρίζεται στον νομοθέτη να θεσπίζει νέες διατάξεις για το μέλλον. Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή για τους λόγους που παρέθεσα σχετικά με την ίση μεταχείριση, πλην όμως δεν νομίζω ότι το στοιχείο αυτό ασκεί επιρροή επί του εξεταζομένου ζητήματος. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ που αφορά τη μετατροπή των βαθμών του παλαιού συστήματος σταδιοδρομιών σε βαθμούς του νέου συστήματος είναι άσχετο με το άρθρο 31 του ΚΥΚ που αφορά τον βαθμό προσλήψεως κατόπιν επιτυχίας σε γενικό διαγωνισμό.

136.

Όσον αφορά τα δύο λιγότερο σημαντικά ζητήματα, η Επιτροπή ορθώς θεωρεί ότι οι μεταβατικές διατάξεις μπορούν να έχουν οριστικά αποτελέσματα, είναι δε σαφές από την απόφαση Οικονομίδης κατά Επιτροπής ότι τα περιστατικά της υπόθεσης ήταν όλα μεταγενέστερα της 1ης Μαΐου 2004, οπότε η κρίση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης πρέπει να θεωρηθεί σ’ αυτό το πλαίσιο (εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να ληφθεί κατά γράμμα δεδομένου ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ επηρεάζει ειδικά το άρθρο 31, παράγραφοι 2 και 3, του ΚΥΚ).

137.

Συνεπώς, το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Έκτο σκέλος: παράβαση των άρθρων 5 και 7 του ΚΥΚ και παραβίαση της αρχής της ισοδυναμίας

— Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

138.

Οι αναιρεσείοντες υποστήριξαν πρωτοδίκως ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ παραβιάζει τις αρχές της ισοδυναμίας μεταξύ βαθμού και θέσης, καθώς και την ταυτότητα των όρων προσλήψεως και εξελίξεως σταδιοδρομίας των υπαλλήλων της ίδιας ομάδας καθηκόντων, που καθιερώνονται από τα άρθρα 5 και 7 του ΚΥΚ.

139.

Στις σκέψεις 124 έως 132 της αποφάσεώς του, το Πρωτοδικείο απέρριψε το επιχείρημα αυτό, βασικά με το ακόλουθο σκεπτικό.

140.

Από την ανάλυση της αιτίασης περί ίσης μεταχείρισης προκύπτει ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας των όρων προσλήψεως και εξέλιξης σταδιοδρομίας των υπαλλήλων που ανήκουν στην ίδια ομάδα καθηκόντων. Στους επιτυχόντες που προσελήφθησαν μετά την 1η Μαΐου 2004 και σε αυτούς που προσελήφθησαν μετά την ημερομηνία αυτή είχαν εφαρμογή διαφορετικές διατάξεις. Το παράρτημα XIII του ΚΥΚ και, συγκεκριμένα, τα άρθρα 4, στοιχείο ιδ’ ( 39 ), και 12, παράγραφος 3, αποτελούν lex specialis που υπερισχύει για ορισμένη περίοδο των διατάξεων των άρθρων 5 και 7 του ΚΥΚ.

— Επιχειρήματα των διαδίκων

141.

Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι οι λόγοι που προβλήθηκαν για την απόρριψη της αιτίασης αυτής πρέπει να έχουν την ίδια τύχη με αυτούς που αφορούν την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Επιπλέον, αν ακολουθήσουμε τη συλλογιστική του Πρωτοδικείου μέχρι το λογικό συμπέρασμά της, αυτό σημαίνει ότι μια μεταβατική διάταξη μπορεί να παρεκκλίνει από οποιαδήποτε γενική αρχή του δικαίου, όπερ είναι προδήλως άτοπο. Η υπό εξέταση αρχή της ισοδυναμίας αποτελεί θεμελιώδη αρχή που πρέπει να γίνεται σεβαστή.

142.

Η Επιτροπή και το Συμβούλιο υποστηρίζουν βασικά ότι από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει σαφώς ότι το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι τα άρθρα 5 και 7 του ΚΥΚ τηρήθηκαν πλήρως με την εισαγωγή μεταβατικών διατάξεων που υπερίσχυσαν προσωρινά ορισμένων από τις διατάξεις τους.

— Εκτίμηση

143.

Και πάλι διαφωνώ με την αιτίαση των αναιρεσειόντων ότι η κρίση στο σημείο αυτό είναι εξίσου ελαττωματική με τη συλλογιστική περί ίσης μεταχείρισης. Η κρίση του Πρωτοδικείου στηρίζεται και σε άλλους λόγους που, όπως υπογραμμίζουν η Επιτροπή και το Συμβούλιο, είναι βάσιμοι. Οι επίδικες μεταβατικές διατάξεις αποτελούν lex specialis που υπερισχύει προσωρινά της lex generalis των άρθρων 5 και 7 του ΚΥΚ. Όσον αφορά την απόπειρα εις άτοπον απαγωγής των αναιρεσειόντων, είναι φανερό ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ ουδόλως παρεκκλίνει από την αρχή της ισοδυναμίας ή της αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως, αλλά απλώς θεσπίζει, επί προσωρινής βάσεως, νέα κριτήρια προσδιορισμού της ισοδυναμίας που αρμόζει καλύτερα με το νέο σύστημα σταδιοδρομιών.

144.

Προτείνω λοιπόν να απορριφθεί το τελευταίο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

Δεύτερος λόγος αναιρέσεως: παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της διαφάνειας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της καλής πίστης, της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων, καθώς και της αρχής της ισοδυναμίας θέσεως και βαθμού

— Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

145.

Οι αναιρεσείοντες υποστήριξαν πρωτοδίκως ότι οι επίδικες αποφάσεις, σε αντιδιαστολή με τις διατάξεις επί των οποίων στηρίχθηκαν, παραβιάζουν οι ίδιες τις απαιτήσεις της χρηστής διοίκησης, της διαφάνειας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ίσης μεταχείρισης, της απαγόρευσης των διακρίσεων καθώς και της αρχής της ισοδυναμίας θέσης και βαθμού, καλής πίστης και μέριμνας.

146.

Στις σκέψεις 147 έως 153 της αποφάσεώς του, το Πρωτοδικείο απέρριψε τον λόγο αναιρέσεως, βασικά με το ακόλουθο σκεπτικό.

147.

Οι αναιρεσείοντες ενημερώθηκαν άμεσα για το νέο σύστημα βαθμολογικής κατατάξεως και της αντίστοιχης μείωσης του βαθμού προσλήψεώς τους σε σχέση με αυτόν που αναφέρουν οι προκηρύξεις διαγωνισμού, μετά την ανάληψη των καθηκόντων τους ως δοκίμων υπαλλήλων. Επιπλέον, οι περισσότερες από τις επίδικες αποφάσεις δεν αναφέρονται στο άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, ενώ πρόκειται ακριβώς για τη νομική βάση του καθορισμού του βαθμού κατά την πρόσληψη.

148.

Ωστόσο, το γεγονός αυτό θα μπορούσε να στηρίξει μεν μια αγωγή αποζημιώσεως, πλην όμως δεν έχει ως αποτέλεσμα να καταστήσει παράνομες τις επίδικες αποφάσεις. Η νομιμότητα ατομικής πράξης πρέπει να εκτιμηθεί ανάλογα με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υπήρχαν κατά την ημερομηνία εκδόσεώς της ( 40 ). Δεδομένου ότι καμία από τις επίδικες αποφάσεις δεν εκδόθηκε πριν την 1η Μαΐου 2004, η Επιτροπή όφειλε να κατατάξει βαθμολογικά τους αναιρεσείοντες σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, του οποίου δεν αποδείχθηκε ο παράνομος χαρακτήρας. Συνεπώς, ενδεχόμενες παρατυπίες που διέπραξε ίσως η Επιτροπή κατά παραβίαση των αρχών που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες δεν επηρεάζουν τη νομιμότητα της βαθμολογικής τους κατάταξης.

149.

Eιδικότερα, το γεγονός ότι η Επιτροπή προσέλαβε, κατά παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, κατά προτεραιότητα ορισμένους επιτυχόντες υποψηφίους σε ημερομηνία προγενέστερη της 1ης Μαΐου 2004, δεν μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα των προσβαλλομένων αποφάσεων. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης πρέπει να συμβιβασθεί με την αρχή της νομιμότητας: ουδείς δύναται να επικαλεστεί, προς όφελός του, παρανομία που διαπράχθηκε υπέρ ετέρου ( 41 ).

— Επιχειρήματα των διαδίκων

150.

Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η απόρριψη του δευτέρου λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να διατηρηθεί αν αποδεικνύεται ότι, όπως υποστηρίζουν, το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ είναι παράνομο.

151.

Όσον αφορά το ζήτημα της κατά προτεραιότητα πρόσληψης ορισμένων υποψηφίων πριν την 1η Μαΐου 2004 ( 42 ), οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι δεν επικαλέστηκαν έλλειψη νομιμότητας των προσλήψεων αυτών, αλλά το γεγονός ότι οι ίδιοι δεν είχαν το ίδιο ευεργέτημα αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης. Το Πρωτοδικείο συνεπώς, παρέλειψε να παραθέσει την κατάλληλη αιτιολογία προς στήριξη της κρίσεώς του.

152.

Όσον αφορά το καθήκον μέριμνας, οι αναιρεσείοντες επισημαίνουν ότι διορίστηκαν σε θέσεις σε αναγνώριση των ατομικών προσόντων τους, πλην όμως οι αμοιβές τους μειώθηκαν σε σχέση με αυτές που τους δηλώθηκαν κατά τη διαδικασία προσλήψεως, ότι πολλοί εξ αυτών ανέλαβαν πριν και μετά το διορισμό τους τα ίδια καθήκοντα και ότι δύο εξ αυτών ανακατατάχθηκαν ως έκτακτοι υπάλληλοι σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, πριν υποβαθμιστούν, με τον διορισμό τους ως μονίμων υπαλλήλων, σε βαθμό που καθορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 3, του ίδιου παραρτήματος. Η κατάσταση αυτή αντιβαίνει στο καθήκον μέριμνας που συνεπάγεται ότι η αμοιβή του υπαλλήλου δεν μειώνεται κατά τον διορισμό του σε θέση υψηλότερη σε αναγνώριση των προσόντων του ( 43 ). Το Πρωτοδικείο αγνόησε την αρχή αυτή κρίνοντας ότι η Επιτροπή την είχε τηρήσει.

153.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως αντικρούει όλα τα επιχειρήματα και ότι η προπαρατεθείσα απόφαση Da Silva κατά Επιτροπής δεν είναι λυσιτελής διότι αφορά υπάλληλο ο οποίος είχε διοριστεί πριν την 1η Μαΐου 2004 και είχε δηλαδή αποκτήσει δικαιώματα βάσει των προηγουμένων διατάξεων. Το Πρωτοδικείο δεν έκρινε παράνομες τέτοιες κατά προτεραιότητα προσλήψεις. Είναι σαφές ότι οι διαπιστώσεις του στηρίχθηκαν σε απλές υποθέσεις.

154.

Το Συμβούλιο δεν υποβάλλει παρατηρήσεις σε σχέση με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως που αφορά αποκλειστικά τη νομιμότητα των αποφάσεων της Επιτροπής.

— Εκτίμηση

155.

Νομίζω ότι, εν πάση περιπτώσει, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι περιττός ή αλυσιτελής. Ή το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ είναι έγκυρο ή πρέπει να κριθεί παράνομο διότι παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Αν είναι έγκυρο, η Επιτροπή όφειλε να διορίσει τους αναιρεσείοντες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού και, στο μέτρο που δεν υποστηρίχθηκε ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, συνιστά το ίδιο παραβίαση των αρχών αυτών, αυτές δεν μπορούσαν να στηρίξουν τη λήψη μέτρων που θα αντέβαιναν σ’ αυτές τις διατάξεις. Αν το ίδιο άρθρο 12, παράγραφος 3, κριθεί παράνομο, οι αποφάσεις περί διορισμού που ελήφθησαν βάσει αυτού πρέπει εν πάση περιπτώσει να ακυρωθούν και να ληφθούν νέες αποφάσεις που θα σέβονται την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Αυτές οι νέες αποφάσεις θα πρέπει βεβαίως να τηρούν όλες τις αρχές που προβάλλονται στο πλαίσιο του υπό εξέταση λόγου αναιρέσεως, πλην όμως δεν ασκεί επιρροή το αν τηρήθηκαν ή όχι στο πλαίσιο των πρώτων αποφάσεων.

156.

Βεβαίως, όπως υπογράμμισε το Πρωτοδικείο, οι αναιρεσείοντες θα μπορούσαν (μπορούν εξάλλου πάντα να το πράξουν) να ζητήσουν αποκατάσταση μεμονωμένα, επικαλούμενοι τη μη τήρηση τουλάχιστον πολλών από τις αρχές που επικαλούνται, ακόμη και αν οι αποφάσεις περί διορισμού και οι διατάξεις επί των οποίων στηρίχθηκαν ήταν νόμιμες. Ωστόσο, δεν υπέβαλαν τέτοιο αίτημα πρωτοδίκως και κατά συνέπεια, ούτε στο παρόν στάδιο υπάρχει τέτοιο αίτημα. Τα αιτήματα ανασύστασης των σταδιοδρομιών και καταβολής τόκων υπερημερίας εξαρτώνται από την ακύρωση των αποφάσεων περί διορισμού.

157.

Προτείνω, συνεπώς, να απορριφθεί ως αλυσιτελής ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως.

Συνέπειες δικονομικής φύσεως

158.

Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το παράρτημα XIII του ΚΥΚ αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης καθόσον προβλέπει δύο αποκλίνουσες σειρές μεταβατικών διατάξεων και, συγκεκριμένα, τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 12, παράγραφος 3, για να εφαρμοστούν σε επιτυχόντες ενός και του αυτού γενικού διαγωνισμού, για λόγους που δεν είναι αντικειμενικοί, δεδομένου ότι το κριτήριο της διακρίσεως, αφενός, καθορίζεται από τις ίδιες τις διατάξεις και, αφετέρου, υπόκειται σε μεταβολή κατά διακριτική ευχέρεια του οργάνου-εργοδότη.

159.

Συνεπώς, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί διότι ενέχει νομική πλάνη καταλήγοντας στην αντίθετη κρίση.

160.

Κατόπιν αυτού οι επίδικες αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν στο μέτρο που στηρίζονται σε παράνομες, δημιουργικές διακρίσεων διατάξεις του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ. Προς τούτο δεν απαιτείται αναπομπή της υπόθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου

161.

Ανακύπτει ωστόσο το ζήτημα του αιτήματος ανασυστάσεως σταδιοδρομίας και τόκων υπερημερίας επί των οποίων το Πρωτοδικείο δεν αποφάνθηκε.

162.

Όσον αφορά το αίτημα να υποχρεωθεί η Επιτροπή να ανασυστήσει τις σταδιοδρομίες των αναιρεσειόντων, κατά πάγια νομολογία, τα κοινοτικά δικαστήρια δεν είναι αρμόδια να απευθύνουν τέτοιου είδους εντολές προς τα όργανα ( 44 ).

163.

Ωστόσο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 233, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, κατόπιν της ακυρώσεως των επιδίκων αποφάσεων με τη βάση που προτείνω, ο κοινοτικός νομοθέτης οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει ίση μεταχείριση μεταξύ υπαλλήλων που προσλήφθηκαν με τον ίδιο διαγωνισμό, και η Επιτροπή οφείλει να επανεξετάσει τη βαθμολογική κατάταξη των αναιρεσειόντων με ισχύ από την ημερομηνία διορισμού εκάστου. Ωστόσο το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να καθορίσει επιτόκια για τους αναδρομικούς μισθούς που θα οφείλει το όργανο στους αναιρεσείοντες μετά την εν λόγω επανεξέταση ( 45 ). Το επιτόκιο που καθορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι το κατάλληλο επιτόκιο που θα μπορούσε να οριστεί προς τούτο.

Επί των δικαστικών εξόδων

164.

Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες ζήτησαν να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και εφόσον, κατά τη γνώμη μου, η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Πρόταση

165.

Με βάση τα προεκτεθέντα, φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει:

να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 11ης Ιουλίου 2007, T-58/05, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, στο μέτρο που κρίνει ότι οι μεταβατικές διατάξεις στις οποίες στηρίχθηκαν οι επίδικες αποφάσεις σέβονται την αρχή της ίσης μεταχείρισης·

να ακυρώσει τις επίδικες αποφάσεις καθόσον καθορίζουν τη βαθμολογική κατάταξη των αναιρεσειόντων βάσει αυτών των μεταβατικών διατάξεων·

να ορίσει ότι ενδεχόμενες αναδρομικές αποδοχές που θα οφείλει το κοινοτικό όργανο στους αναιρεσείοντες κατόπιν της αναιρέσεως πρέπει να καταβληθούν εντόκως από την ημερομηνία κατά την οποία τα αντίστοιχα ποσά έπρεπε να καταβληθούν με το επιτόκιο που καθορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και

να καταδικάσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα των δύο βαθμών εκτός των εξόδων του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο πρέπει να φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Ο ΚΥΚ θεσπίστηκε αρχικά με τον κανονισμό 31 (ΕΟΚ), 11 (ΕΚΑΧ) του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1961, περί καθορισμού του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας (ΕΕ ειδ. έκδ. 01, σ. 19), και τροποποιήθηκε επανειλημμένα. Οι τροποποιήσεις που ενδιαφέρουν την υπό κρίση υπόθεση περιέχονται στον κανονισμό 723/2004 του Συμβουλίου (ΕΚ, Ευρατόμ), της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων (ΕΕ L 124, σ. 1).

( 3 ) Βλ. Informations administratives τεύχος 59-2005, της 20ής Ιουλίου 2005, σχετικά με την κατάταξη σε βαθμό κατά την ανάληψη των καθηκόντων μετά την 1η Μαΐου 2004, και διάταξη του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 21ης Απριλίου 2008, F-78/07, Boudova κ.λπ. κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 6 και 27).

( 4 ) Στα γαλλικά «sont maintenues» που είναι ίσως περισσότερο δηλωτικό της προθέσεως.

( 5 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998, που τροποποιεί τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών, σε θέματα ίσης μεταχείρισης (ΕΕ L 113, σ. 4).

( 6 ) Το άρθρο αυτό δεν τροποποιήθηκε ουσιαστικά το 2004.

( 7 ) Το άρθρο 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ επιτρέπει την εφαρμογή εξαιρετικών διαδικασιών για την πρόσληψη στα ανώτατα επίπεδα (διευθυντής και γενικός διευθυντής).

( 8 ) Δηλαδή «τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας αποδόσεως και ακεραιότητας και επιλέγονται με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών των Κοινοτήτων».

( 9 ) Το άρθρο 31, παράγραφος 3, του ΚΥΚ επιτρέπει τη διοργάνωση διαγωνισμών για ορισμένους άλλους βαθμούς πλην όμως ο συνολικός αριθμός των υποψηφίων που διορίζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20 % του συνολικού αριθμού των διορισμών που γίνονται στην ομάδα καθηκόντων AD.

( 10 ) Δηλαδή σε ενεργό υπηρεσία, απόσπαση, άδεια για προσωπικούς λόγους, διαθεσιμότητα, άδεια για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων και γονική ή οικογενειακή άδεια.

( 11 ) Ονομάζονται επίσης και «Πίνακες επιτυχόντων».

( 12 ) Οι μισθοί όπως καθορίζονται στο άρθρο 66 με την τελευταία τροποποίηση πριν την 1η Μαΐου 2004, δια του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2182/2003 του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 2003, που αναπροσαρμόζει από την 1η Ιανουαρίου 2004 τις αποδοχές και τις συντάξεις των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθώς και τους διορθωτικούς συντελεστές που εφαρμόζονται σ’ αυτές τις αποδοχές και συντάξεις (ΕΕ L 327, σ. 3), όπως τροποποιήθηκε, την 1η Μαΐου 2004, από τον κανονισμό 723/2004.

( 13 ) Απόφαση του Πρωτοδικείου 11ης Ιουνίου 2007, T-58/05, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II-2523).

( 14 ) Πρόκειται για τις αποδοχές πρώτου κλιμακίου του οικείου βαθμού (βλ. υποσημείωση 12).

( 15 ) Θα αναφερθώ με τις απαιτούμενες λεπτομέρειες στο σκεπτικό του Πρωτοδικείου’ εκθέτοντας τους λόγους αναιρέσεως.

( 16 ) Βλ. απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2007, C-10/06 P, Bustamante Tello κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I-10381, σκέψη 28).

( 17 ) Βλ. σημείο 17 ανωτέρω. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες υποστήριξαν αρχικά ότι δεν ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής σε κανένα από τα στοιχεία που περιελήφθησαν στο νέο άρθρο 12, παράγραφος 3, του ΚΥΚ πλην όμως στη συνέχεια περιόρισαν την έκταση του επιχειρήματος αυτού στην αντικατάσταση του βαθμού A *7 από τον βαθμό A *6, υπό το φως των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η Επιτροπή.

( 18 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 1995, για τη θέσπιση ειδικών μέτρων που αφορούν την οριστική έξοδο από την υπηρεσία υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την ευκαιρία της προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας (ΕΕ L 280, σ. 1).

( 19 ) Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I-A-543 και II-1633, σκέψεις 151 έως 172.

( 20 ) Βλ. υποσημείωση 12.

( 21 ) Βλ. άρθρο 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

( 22 ) Απόφαση της 19ης Μαρτίου 1975, 28/74, Gillet κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1975, σ. 149, σκέψη 5).

( 23 ) Απόφαση της 20ής Ιουνίου 1985, 138/84, Σπαχή κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 1939, σκέψη 12).

( 24 ) Virtuel στη γαλλική, που ήταν η γλώσσα διαδικασίας, στην οποία και συντάχθηκε η απόφαση. Η αγγλική απόδοση «substantive right» αποτελεί εσφαλμένη μετάφραση και για τον λόγο αυτό κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ο δικηγόρος της προσφεύγουσας δεν μπόρεσε να στηρίξει επιχειρήματα στη μετάφραση αυτή.

( 25 ) Επικαλούμενη τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. Capotorti στην υπόθεση Grogan κατά Επιτροπής (απόφαση της 11ης Μαρτίου 1982, 127/80, Συλλογή 1982, σ. 869, 898).

( 26 ) Που αποφαίνεται επί διαφορών υπαλλήλων άνω των 50 διεθνών οργανισμών.

( 27 ) Απόφαση αριθ. 2682, της 6ης Φεβρουαρίου 2008, σκέψη 6.

( 28 ) Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I-A-195 και II-573, σκέψη 55.

( 29 ) Απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 1998, T-121/97, Ryan κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή 1998, σ. II-3885, σκέψη 98).

( 30 ) Συλλογή 2005, σ. I-2801.

( 31 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Ryan κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (σκέψεις 98 και 104).

( 32 ) Απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1979, 230/78, Eridania-Zuccherifici nazionali και Società italiana per l’industria degli zuccheri (Συλλογή τόμος 1979/II, σ. 340, σκέψη 22).

( 33 ) Βλ., π.χ., αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 1972, 20/71, Sabbatini-Bertoni κατά Κοινοβουλίου (Rec. 1972, σ. 345), της 17ης Φεβρουαρίου 1998, C-249/96, Grant (Συλλογή 1998, σ. I-621, σκέψη 45), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C-25/02, Rinke (Συλλογή 2003, σ. I-8349, σκέψεις 25 έως 28).

( 34 ) Παράρτημα A.6 της προσφυγής· η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το αναφέρει στη σκέψη 154, πλην όμως δεν αποφαίνεται επί του ζητήματος. Βλ., επίσης, σημείο 151 κατωτέρω.

( 35 ) Απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C-310/04, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. I-7285, σκέψη 81 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 36 ) Απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 1986, 162/84, Βλάχου κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή 1986, σ. 481, σκέψη 6).

( 37 ) Το Πρωτοδικείο παρέπεμψε στην απόφασή του της 11ης Φεβρουαρίου 2003, T-30/02, Leonhardt κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I-A-41 και II-265, σκέψη 55)· βλ. επίσης, για παράδειγμα, στον τομέα της εμπορικής πολιτικής, απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1998, C-284/94, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1998, σ. I-7309, σκέψη 43).

( 38 ) Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I-A-1-179 και II-A-1-725.

( 39 ) Βλ. σημείο 15 ανωτέρω.

( 40 ) Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 2001, C-449/98 P, IECC κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. I-3875, σκέψη 87), καθώς και του Πρωτοδικείου της 25ης Μαΐου 2004, T-69/03, W κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I-A-153 και II-687, σκέψη 28).

( 41 ) Απόφαση της 4ης Ιουλίου 1985, 134/84, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή 1985, σ. 2225, σκέψη 14).

( 42 ) Η πραγματικότητα της πρόσληψης αυτής αποδείχθηκε υπό τη μορφή ηλεκτρονικού μηνύματος που προσκομίστηκε στο παράρτημα A.6 του δικογράφου της προσφυγής.

( 43 ) Απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 28ης Ιουνίου 2007, F-21/06, Da Silva κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

( 44 ) Βλ., π.χ., αποφάσεις του Δικαστηρίου της 23ης Απριλίου 2002, C-62/01 P, Campogrande κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-3793, σκέψη 43), και του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 2000, T-136/98, Campogrande κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I-A-267 και II-1225, σκέψη 67).

( 45 ) Απόφαση της 20ής Μαρτίου 1984, 75/82 και 117/82, Razzouk και Beydoun κατά Επιτροπής (Συλλογή 1984, σ. 1509, σκέψεις 18 και 19).