ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JÁN MAZÁK

της 21ης Οκτωβρίου 2008 ( 1 )

Υπόθεση C-256/07

Mitsui & Co. Deutschland GmbH

κατά

Hauptzollamt Düsseldorf

«Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας — Επιστροφή δασμών — Άρθρο 29, παράγραφοι 1 και 3, στοιχείο αʹ — Δασμολογητέα αξία — Κανονισμός (ΕΟΚ) 2454/93 — Άρθρο 145, παράγραφοι 2 και 3 — Συνυπολογισμός, στο πλαίσιο του προσδιορισμού της δασμολογητέας αξίας, των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν από τον πωλητή κατ’ εκπλήρωση υποχρεώσεως εγγυήσεως προβλεπομένης στη σύμβαση πωλήσεως — Διαχρονική εφαρμογή — Ουσιαστικοί κανόνες — Διαδικαστικοί κανόνες — Αναδρομικότητα κανόνα — Κύρος»

I — Εισαγωγή, τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και η διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου

1.

Τα ερωτήματα που υποβάλει το Finanzgericht Düsseldorf (δικαστήριο επιλύσεως οικονομικών διαφορών του Düsseldorf) (Γερμανία) παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να προσδιορίσει τις συνέπειες της ελαττωματικής φύσεως των εμπορευμάτων επί της συναλλακτικής αξίας τους και, συνακόλουθα, επί της δασμολογητέας αξίας τους.

2.

Το αιτούν δικαστήριο χρειάζεται τις απαντήσεις του Δικαστηρίου προκειμένου να αποφανθεί επί της προσφυγής της Mitsui & Co. Deutschland GmbH (στο εξής: Mitsui & Co.) κατά του Hauptzollamt Düsseldorf (κεντρικού τελωνείου του Düsseldorf, στο εξής: Hauptzollamt), σχετικά με απόφαση του δεύτερου όσον αφορά αίτηση της Mitsui & Co περί επιστροφής τελωνειακών δασμών.

3.

Η δραστηριότητα της Mitsui & Co. συνίσταται στην αγορά και στην εισαγωγή αυτοκινήτων οχημάτων της μάρκας Subaru, για τα οποία ο Ιάπωνας πωλητής, και, συγχρόνως, κατασκευαστής, χορηγεί τριετή εγγύηση. Ο πωλητής-κατασκευαστής επέστρεφε στη Mitsui & Co. τα έξοδα στα οποία υποβαλλόταν λόγω της εγγυήσεως, ήτοι τις δαπάνες επισκευών που αναλάμβανε έναντι των πελατών της. Στο πλαίσιο αυτό, η Mitsui & Co. ζήτησε από το Hauptzollamt την επιστροφή των τελωνειακών δασμών.

4.

Η επίδικη απόφαση του Hauptzollamt αφορά αυτοκίνητα οχήματα τα οποία τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία τον Ιούλιο του 2000. Με απόφαση της 27ης Μαΐου 2004, το Hauptzollamt δέχθηκε εν μέρει την από αίτηση της Mitsui & Co. περί επιστροφής των τελωνειακών δασμών για υπηρεσίες παρασχεθείσες στο πλαίσιο της εγγυήσεως. Το Hauptzollamt έλαβε υπόψη μόνον τις προσαρμογές τιμών που πραγματοποιήθηκαν μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2002 και αρνήθηκε να εγκρίνει τις προσαρμογές τιμών που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ Μαρτίου 2002 και Ιουνίου 2003, επικαλούμενο το άρθρο 145, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της , για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα ( 2 ), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 444/2002 της Επιτροπής, της  ( 3 ).

5.

Το Hauptzollamt επιβεβαίωσε τη θέση του με απόφαση της 30ής Μαρτίου 2005, κατόπιν υποβολής ενστάσεως εκ μέρους της Mitsui & Co., με την οποία η δεύτερη ανέφερε ότι το άρθρο 145 του κανονισμού εφαρμογής δεν είχε εφαρμογή στην αίτηση επιστροφής που υπέβαλε, διότι στην περίπτωση εγγυήσεως δεν επρόκειτο για μεταγενέστερες τροποποιήσεις της τιμής, αλλά για την αναγνώριση, όσον αφορά το ποσό, συμβατικής υποχρεώσεως εγγυήσεως και, επιπροσθέτως, ότι δυνάμει μιας γενικής απαγορεύσεως της αναδρομικής ισχύος το άρθρο 145 δεν είχε εφαρμογή επί εμπορευμάτων που είχαν εισαχθεί και τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία πριν τις .

II — Νομικό πλαίσιο

6.

Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, η δασμολογητέα αξία αποτελούσε αντικείμενο του κεφαλαίου III του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα ( 4 ).

7.

Το άρθρο 29, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα ορίζει τη «δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων» ως τη συναλλακτική αξία τους, δηλαδή την πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή, όταν πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας ( 5 ).

8.

Το ως άνω άρθρο 29 ορίζει επίσης, στην παράγραφο 3, στοιχείο αʹ, «την πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή» ως τη συνολική πληρωμή που έγινε ή πρόκειται να γίνει από τον αγοραστή προς τον πωλητή ή υπέρ του πωλητή για τα εισαγόμενα εμπορεύματα. Η τιμή αυτή περιλαμβάνει όλες τις πληρωμές που έγιναν ή πρόκειται να γίνουν ως όρο της πώλησης των εισαγομένων εμπορευμάτων από τον αγοραστή στον πωλητή ή από τον αγοραστή σε τρίτο πρόσωπο για να ικανοποιήσει υποχρέωση του πωλητή.

9.

Βάσει του άρθρου 249 του τελωνειακού κώδικα, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέδωσε τον κανονισμό 2454/93.

10.

Ο κανονισμός αυτός τροποποιήθηκε επανειλημμένως. Ο κανονισμός 444/2002, που τέθηκε σε ισχύ στις 19 Μαρτίου 2002, συνιστά μία από τις τροποποιήσεις.

11.

Όπως υπενθυμίζουν η πέμπτη και η έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 444/2002, μετά τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, η τιμή της συναλλαγής είναι δυνατό να τροποποιηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις για να ληφθεί υπόψη η ελαττωματική φύση των προϊόντων. Συνεπώς, οι ισχύοντες κανόνες πρέπει να προβλέπουν ρητά τη δυνατότητα να λαμβάνονται υπόψη στην αξία της συναλλαγής, κατά την έννοια του άρθρου 29 του τελωνειακού κώδικα, οι ειδικές αυτές περιστάσεις, με δέουσες εγγυήσεις και με την επιφύλαξη της ισχύος λογικών προθεσμιών.

12.

Για τους λόγους αυτούς, ο κανονισμός 444/2002 τροποποίησε το περιεχόμενο του άρθρου 145 του κανονισμού εφαρμογής. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει, στις παραγράφους 2 και 3, τη δυνατότητα, μετά τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, να λαμβάνεται υπόψη, για τον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας, η τροποποίηση από τον πωλητή προς όφελος του αγοραστή της τιμής που πραγματικά καταβλήθηκε ή πρόκειται να καταβληθεί γι’ αυτά.

13.

Το άρθρο 145, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού εφαρμογής προσδιορίζει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η ως άνω δυνατότητα. Πρώτον, τα προϊόντα περί των οποίων πρόκειται πρέπει να είναι ελαττωματικά κατά την ημερομηνία αποδοχής της διασάφησης από τις τελωνειακές αρχές. Δεύτερον, ο πωλητής πρέπει να τροποποίησε την τιμή κατ’ εφαρμογή συμβατικής υποχρέωσης εγγυήσεως που προβλέπεται στη σύμβαση πώλησης που έχει συναφθεί πριν τη θέση των προϊόντων αυτών σε ελεύθερη κυκλοφορία. Τρίτον, η ελαττωματική φύση των προϊόντων πρέπει να μην έχει ήδη ληφθεί υπόψη στη σχετική σύμβαση πώλησης. Τέταρτον, η τροποποίηση της τιμής δύναται να ληφθεί υπόψη μόνον εφόσον η τροποποίηση αυτή επήλθε κατά τη διάρκεια περιόδου δώδεκα μηνών από την ημερομηνία αποδοχής της δήλωσης θέσεως σε ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων.

III — Τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

14.

Το Finanzgericht Düsseldorf αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Μειώνουν οι πληρωμές του πωλητή-κατασκευαστή προς τον αγοραστή, οι οποίες πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συμβάσεως εγγυήσεως και με τις οποίες καλύπτονται προς όφελος του αγοραστή δαπάνες επισκευών που έχει αναλάβει έναντι των πελατών του, τη δασμολογητέα αξία κατά την έννοια του άρθρου 29, παράγραφοι 1 και 3, στοιχείο αʹ, του τελωνειακού κώδικα, η οποία δηλώθηκε βάσει της συνομολογηθείσας μεταξύ του πωλητή-κατασκευαστή και του αγοραστή τιμής;

2)

Αποτελούν οι αναφερθείσες στο πρώτο ερώτημα πληρωμές του πωλητή-κατασκευαστή προς τον αγοραστή για την επιστροφή των δαπανών εγγυήσεως τροποποίηση της συναλλακτικής αξίας κατά το άρθρο 145, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 444/2002;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ή στο δεύτερο ερώτημα, πρέπει το άρθρο 145, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού εφαρμογής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 444/2002, να εφαρμοστεί επί εισαγωγών για τις οποίες πραγματοποιήθηκαν τελωνειακές διασαφήσεις πριν την έναρξη ισχύος του κανονισμού 444/2002;

4)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα, είναι έγκυρο το άρθρο 145, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού εφαρμογής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 444/2002;»

15.

Η Mitsui & Co., η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις.

16.

Η Mitsui & Co. και η Επιτροπή ζήτησαν από το Δικαστήριο να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία έλαβε χώρα στις 12 Ιουνίου 2008.

IV — Εκτίμηση

Α — Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

17.

Το πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου έχει ως αντικείμενο να καθοριστεί αν το άρθρο 29, παράγραφοι 1 και 3, στοιχείο αʹ, του τελωνειακού κώδικα δύναται να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι πληρωμές οι οποίες πραγματοποιούνται, μετά τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, από τον πωλητή προς τον αγοραστή στο πλαίσιο συμβάσεως εγγυήσεως μειώνουν τη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων, η οποία υπολογίστηκε βάσει της συναλλακτικής αξίας.

18.

Όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία που κατέθεσαν παρατηρήσεις υποστήριξαν ομόφωνα ότι οι πληρωμές του πωλητή προς τον αγοραστή, όπως αυτές στην υπόθεση της κύριας δίκης, μείωναν τη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων.

19.

Πρώτον, πρέπει να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ( 6 ) ότι η κοινοτική νομοθεσία περί τελωνειακής εκτιμήσεως αποσκοπεί στη διαμόρφωση ενός συστήματος δίκαιου, ομοιόμορφου και ουδέτερου, το οποίο να αποκλείει τη χρησιμοποίηση αυθαιρέτων ή πλασματικών δασμολογικών αξιών.

20.

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, επίσης, ότι η δασμολογητέα αξία πρέπει να αντανακλά την πραγματική οικονομική αξία του εισαγομένου εμπορεύματος και, επομένως, να λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία του εμπορεύματος αυτού που έχουν οικονομική αξία ( 7 ).

21.

Εν προκειμένω, ένα κεκρυμμένο ελάττωμα των εισαγομένων αυτοκινήτων οχημάτων είχε ως συνέπεια η πραγματική οικονομική αξία αυτών να είναι μικρότερη από τη δηλωθείσα συναλλακτική αξία κατά τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία.

22.

Όπως ορθά επισήμανε η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της, το άρθρο 29, παράγραφοι 1 έως 3, του τελωνειακού κώδικα δεν προσδιορίζει ρητά τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζονται οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις της συναλλακτικής αξίας, η οποία λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας.

23.

Συναφώς, θεωρώ ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την προσαρμογή της καταβληθείσας ή καταβλητέας τιμής, μετά την αγορά ενός προϊόντος, αλλά πριν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία, λόγω απώλειας ή σε περίπτωση που αυτό υποστεί ζημία.

24.

Με την απόφαση Repenning ( 8 ), το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η συναλλακτική αξία αποτελεί στοιχείο το οποίο πρέπει ενδεχομένως να αναπροσαρμοστεί όταν αυτό είναι απαραίτητο προς αποφυγή καθορισμού αυθαίρετης ή πλασματικής δασμολογητέας αξίας.

25.

Ως προς το σημείο αυτό, συμφωνώ επίσης με την άποψη που διατύπωσε ο γενικός εισαγγελέας Μ. Darmon με το σημείο 20 των προτάσεών του στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Hauptzollamt Hamburg-St. Annen κατά Ebbe Sönnichsen GmbH ( 9 ), κατά τον οποίο η δασμολογητέα αξία πρέπει να εκτιμάται κατά την ημερομηνία κατά την οποία το εμπόρευμα τίθεται σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας. Εφόσον το στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη είναι η πραγματική του αξία, αυτό που έχει σημασία είναι η κατάστασή του κατά την είσοδο στην Κοινότητα.

26.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω στοιχείων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι πληρωμές οι οποίες πραγματοποιούνται από τον πωλητή προς τον αγοραστή, μετά τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, στο πλαίσιο συμβάσεως εγγυήσεως μειώνουν τη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω εμπορεύματα ήταν ελαττωματικά κατά τον χρόνο θέσεως σε ελεύθερη κυκλοφορία.

27.

Διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 29, παράγραφοι 1 και 3, στοιχείο αʹ, του τελωνειακού κώδικα θα κατέληγε σε καθορισμό πλασματικής δασμολογητέας αξίας, πράγμα το οποίο θα ήταν αντίθετο προς τον σκοπό της κοινοτικής νομοθεσίας περί τελωνειακής εκτιμήσεως.

Β — Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

28.

Με το ερώτημα αυτό το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν οι πληρωμές του πωλητή προς τον αγοραστή στο πλαίσιο συμβάσεως εγγυήσεως, με τις οποίες καλύπτονται προς όφελος του αγοραστή δαπάνες επισκευών που έχει αναλάβει έναντι των πελατών του, αποτελούν τροποποίηση της συναλλακτικής αξίας κατά την έννοια του άρθρου 145, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 444/2002.

29.

Ως προς το σημείο αυτό, οι απόψεις των μετεχόντων που υπέβαλαν παρατηρήσεις διίστανται.

30.

Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση και την Επιτροπή, τέτοιες πληρωμές αποτελούν τροποποίηση της πράγματι καταβληθείσας ή καταβλητέας τιμής των εμπορευμάτων, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 145, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής, δύναται να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας τους κατά το άρθρο 29 του τελωνειακού κώδικα.

31.

Η Mitsui & Co. έχει αντίθετη άποψη. Προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο ερώτημα ότι οι πληρωμές αυτές δεν αποτελούν τροποποίηση της συναλλακτικής αξίας κατά την έννοια του άρθρου 145, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής.

32.

Η Mitsui & Co. διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το ως άνω άρθρο 145, παράγραφος 2, έχει εφαρμογή, κατά την άποψή της, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο πωλητής-αγοραστής συνομολογούν μείωση της τιμής των εμπορευμάτων λόγω των ελαττωμάτων αυτών.

33.

Αποδοχή της προταθείσας από τη Mitsui & Co. ερμηνείας του άρθρου 145, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής θα σήμαινε, λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, ότι οι πληρωμές του πωλητή προς τον αγοραστή στο πλαίσιο συμβάσεως εγγυήσεως μειώνουν τη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων, αλλά όχι σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 145, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής.

34.

Επιθυμώ να τονίσω ότι, κατά την άποψή μου, η ερμηνεία του άρθρου 29, παράγραφοι 1 και 3, στοιχείο αʹ, του τελωνειακού κώδικα, η οποία προτείνεται στο πλαίσιο της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, επιβεβαιώνεται από το γράμμα του ως άνω άρθρου 145, παράγραφος 2.

35.

Το άρθρο 145, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής δεν θεμελιώνει τη δυνατότητα να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας η μεταγενέστερη τροποποίηση, μετά την εισαγωγή των προϊόντων, της πράγματι καταβληθείσας ή καταβλητέας τιμής, λόγω ελαττωμάτων των προϊόντων αυτών. Στο μέτρο που η δυνατότητα αυτή απορρέει άμεσα από το άρθρο 29, παράγραφοι 1 και 3, στοιχείο αʹ, του τελωνειακού κώδικα, το άρθρο 145, παράγραφος 2, απλώς επιβεβαιώνει την ύπαρξή της και διευκρινίζει τις προϋποθέσεις εφαρμογής της.

36.

Κατά συνέπεια, ανακύπτει το ερώτημα αν οι πληρωμές του πωλητή προς τον αγοραστή στο πλαίσιο συμβάσεως εγγυήσεως, με τις οποίες καλύπτονται προς όφελος του αγοραστή δαπάνες επισκευών που έχει αναλάβει έναντι των πελατών του, αποτελούν «τροποποίηση» της πράγματι καταβληθείσας ή καταβλητέας τιμής.

37.

Η απάντησή μου στο εν λόγω ερώτημα στηρίζεται στην υπόθεση ότι σκοπός του κοινοτικού νομοθέτη δεν ήταν να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 145, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής μόνο στην περίπτωση μειώσεως της τιμής των εμπορευμάτων λόγω ελαττωμάτων τους. Συναφώς, παραπέμπω στο ότι στη διάταξη αυτή χρησιμοποιείται ο όρος «τροποποίηση» της τιμής αντί της στενότερης έννοιας «μείωση» της τιμής.

38.

Η υπόθεση αυτή επιβεβαιώνεται και από το σχόλιο αριθ. 2 της Επιτροπής Τελωνειακού Κώδικα σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 145, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής, το οποίο περιγράφει κατάσταση παρόμοια με αυτή επί της οποίας καλείται να αποφανθεί το αιτούν δικαστήριο. Κατά την άποψή μου, το σχόλιο αυτό έχει την ίδια φύση και την ίδια ισχύ με τις επεξηγηματικές σημειώσεις της συνδυασμένης ονοματολογίας, σε σχέση με τις οποίες το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι συμβάλλουν σημαντικά στην ερμηνεία του κοινοτικού τελωνειακού δικαίου ( 10 ).

39.

Ως εκ τούτου, έχω τη γνώμη ότι το άρθρο 145, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής ρυθμίζει, επίσης, τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζεται το αίτημα του πωλητή σε περίπτωση ελαττωμάτων των προϊόντων, όπως εν προκειμένω, ήτοι το αίτημα περί καλύψεως προς όφελος του αγοραστή των δαπανών επισκευών που έχει αναλάβει έναντι των πελατών του.

Γ — Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

40.

Το τρίτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου έχει ως αντικείμενο τον προσδιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων του άρθρου 145, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού εφαρμογής, που προστέθηκαν με τον κανονισμό 444/2002 με ισχύ από τις 19 Μαρτίου 2002.

41.

Οι αναλύσεις των μετεχόντων στη διαδικασία που κατέθεσαν παρατηρήσεις διίστανται ως προς το σημείο αυτό.

42.

H Mitsui & Co. και η Επιτροπή συμφωνούν ως προς την απάντηση στο εν λόγω ερώτημα. Προτείνουν στο Δικαστήριο να απαντήσει ότι το άρθρο 145, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού εφαρμογής δεν εφαρμόζεται επί εισαγωγών για τις οποίες οι τελωνειακές διασαφήσεις πραγματοποιήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του κανονισμού 444/2002 που θέσπισε το εν λόγω άρθρο.

43.

Αντιθέτως, η Γερμανική Κυβέρνηση φρονεί ότι το άρθρο 145 του κανονισμού εφαρμογής δεν θέτει αυτοτελή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αλλά ότι επεξηγεί ή διευκρινίζει το άρθρο 29 του τελωνειακού κώδικα. Για τον λόγο αυτό, οι τελωνειακές διασαφήσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του κανονισμού 444/2002, ο οποίος τροποποίησε το άρθρο 145 του κανονισμού εφαρμογής, πρέπει αναμφίβολα να εξετάζονται υπό το πρίσμα των κριτηρίων που προβλέπει η εν λόγω διάταξη. Επομένως, ο κανόνας του άρθρου 145, παράγραφος 3, του κανονισμού εφαρμογής, κατά τον οποίο για τον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας δύνανται να ληφθούν υπόψη μόνον οι τροποποιήσεις τιμών που συνομολογήθηκαν κατά τη διάρκεια περιόδου δώδεκα μηνών από την ημερομηνία της δηλώσεως, εφαρμόζεται και επί των διασαφήσεων που πραγματοποιήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του κανονισμού 444/2002.

44.

Επισημαίνεται ότι, όπως έχει διευκρινίσει το Δικαστήριο με την απόφαση Beemsterboer Coldstore Services ( 11 ), ενώ οι διαδικαστικοί κανόνες εφαρμόζονται γενικώς επί όλων των διαφορών που εκκρεμούν κατά το χρονικό σημείο της ενάρξεως της ισχύος τους, ένας κανόνας ουσιαστικού δικαίου δεν θα πρέπει, καταρχήν, να εφαρμόζεται σε καταστάσεις που έχουν διαμορφωθεί πριν την έναρξη της ισχύος του.

45.

Επομένως, για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν το άρθρο 145, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού εφαρμογής έχει εφαρμογή επί των μελλοντικών αποτελεσμάτων καταστάσεως που δημιουργήθηκε πριν την έναρξη ισχύος του κανονισμού 444/2002, πρέπει να προσδιοριστεί αν οι παράγραφοι 2 και 3 του εν λόγω άρθρου είναι ουσιαστικές ή διαδικαστικές διατάξεις.

46.

Όπως προανέφερα ( 12 ), η παράγραφος 2, αλλά και η παράγραφος 3, δεν θέτουν νέους κανόνες. Απλώς επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του δικαιώματος μεταγενέστερης τροποποιήσεως, μετά την εισαγωγή, της συναλλακτικής αξίας των εμπορευμάτων, λόγω των ελαττωμάτων αυτών, προκειμένου να προσδιοριστεί η δασμολογητέα αξία τους και διευκρινίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να ασκηθεί το εν λόγω δικαίωμα.

47.

Αυτό, πάντως, δεν σημαίνει ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν θα μπορούσαν να συνιστούν ουσιαστικές διατάξεις. Αντιθέτως, ο ουσιαστικός χαρακτήρας τους προκύπτει από το γεγονός ότι οι διατάξεις αυτές προσδιορίζουν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του δικαιώματος τροποποιήσεως της συναλλακτικής αξίας.

48.

Από τη νομολογία προκύπτει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατή η αναδρομική ισχύς ουσιαστικών διατάξεων του κοινοτικού δικαίου. Η δυνατότητα αυτή υφίσταται εφόσον από τη διατύπωσή τους, τους σκοπούς ή την οικονομία τους προκύπτει σαφώς ότι πρέπει να τους αναγνωριστεί τέτοιο αποτέλεσμα ( 13 ).

49.

Πάντως, το Δικαστήριο έχει επιβεβαιώσει συγχρόνως ότι η αναδρομική ισχύς διατάξεως ουσιαστικού δικαίου δεν πρέπει να αντιβαίνει στις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας, και συγκεκριμένα στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, σύμφωνα με τις οποίες η κοινοτική νομοθεσία πρέπει να είναι σαφής και προβλέψιμη από τους πολίτες ( 14 ).

50.

Πριν την έναρξη ισχύος του κανονισμού 444/2002, που τροποποίησε τον κανονισμό, οι γερμανικές τελωνειακές αρχές εφάρμοζαν, βάσει πάγιας διοικητικής πρακτικής, τη γενική τριετή προθεσμία, σε περίπτωση μεταγενέστερης τροποποιήσεως, μετά την εισαγωγή, της συναλλακτικής αξίας των εμπορευμάτων, λόγω των ελαττωμάτων αυτών, προκειμένου να προσδιοριστεί η δασμολογητέα αξία. Κατά την άποψή μου, ακριβώς η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απαγορεύει την αναδρομική εφαρμογή του άρθρου 145, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού εφαρμογής.

51.

Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 145, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού εφαρμογής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 444/2002, δεν έχει εφαρμογή επί καταστάσεων που δημιουργήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του, ήτοι επί των εισαγωγών ως προς τις οποίες οι τελωνειακές διασαφήσεις πραγματοποιήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του εν λόγω κανονισμού.

Δ — Επί του τέταρτου ερωτήματος

52.

Ενόψει της προταθείσας για το τρίτο ερώτημα απαντήσεως, συμφωνώ με την άποψη που διατύπωσε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις, ήτοι ότι δεν συντρέχουν περιστάσεις ικανές να θέσουν υπό αμφισβήτηση το κύρος του άρθρου 145, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού εφαρμογής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 444/2002.

V — Πρόταση

53.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου ως εξής:

«1)

Το άρθρο 29, παράγραφοι 1 και 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι οι πληρωμές του πωλητή προς τον αγοραστή, οι οποίες πραγματοποιούνται, μετά τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, στο πλαίσιο συμβάσεως εγγυήσεως, μειώνουν τη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων, η οποία υπολογίζεται με βάση τη συναλλακτική αξία, υπό την προϋπόθεση ότι τα εμπορεύματα αυτά ήταν ελαττωματικά κατά τον χρόνο θέσεως σε ελεύθερη κυκλοφορία.

2)

Το άρθρο 145, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 444/2002 της Επιτροπής, της , πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι οι πληρωμές του πωλητή προς τον αγοραστή, οι οποίες πραγματοποιούνται, μετά τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, στο πλαίσιο συμβάσεως εγγυήσεως, αποτελούν τροποποίηση της συναλλακτικής αξίας κατά το άρθρο 145, παράγραφος 2, του κανονισμού 2454/93, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 444/2002.

3)

Το άρθρο 145, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2454/93, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 444/2002, δεν έχει εφαρμογή επί καταστάσεων που δημιουργήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του δεύτερου αυτού κανονισμού.

4)

Δεν συντρέχουν περιστάσεις ικανές να θέσουν υπό αμφισβήτηση το κύρος του άρθρου 145, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2454/93, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 444/2002.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ L 253, σ. 1, στο εξής: κανονισμός εφαρμογής.

( 3 ) ΕΕ L 68, σ. 11.

( 4 ) ΕΕ L 302, σ. 1, στο εξής: τελωνειακός κώδικας. Ο κώδικας αυτός καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 450/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008 (ΕΕ L 145, σ. 1).

( 5 ) Ο ορισμός αυτός επαναλαμβάνει επακριβώς τους όρους του άρθρου 1 της συμφωνίας περί της εφαρμογής του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου και του προσαρτημένου σ’ αυτή πρωτοκόλλου, που εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος με την απόφαση 80/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Δεκεμβρίου 1979, για τη σύναψη των πολυμερών συμφωνιών που προκύπτουν από τις εμπορικές διαπραγματεύσεις 1973-1979 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/019, σ. 3).

( 6 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 6ης Ιουνίου 1990, C-11/89, Unifert (Συλλογή 1990, σ. I-2275, σκέψη 35), της , C-306/2004, Compaq Computer International Corporation (Συλλογή 2006, σ. I-10991, σκέψη 30), και της , C-263/06, Carboni e derivati (Συλλογή 2008, σ. I-1077, σκέψη 60). Το Δικαστήριο στήριξε τη διαπίστωση αυτή στηριζόμενο στην έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΟΚ) 1224/80 του Συμβουλίου, της , περί της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/008, σ. 218), που καταργήθηκε με τον τελωνειακό κώδικα

( 7 ) Απόφαση Compaq Computer International Corporation, προπαρατεθείσα (σκέψη 30).

( 8 ) Απόφαση της 12ης Ιουνίου 1986, 183/85 (Συλλογή 1986, σ. 1873, σκέψη 16).

( 9 ) Απόφαση της 29ης Απριλίου 1993, C-59/92 (Συλλογή 1993, σ. 2193, σκέψη 20).

( 10 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 1994, C-35/93, Develop Dr. Eisbein (Συλλογή 1994, σ. 2655, σκέψη 21), της , C-495/03, Intermodal Transports (Συλλογή 2005, σ. 8151, σκέψη 48), και της , C-500/04, Proxxon (Συλλογή 2006, σ. 1545, σκέψη 22).

( 11 ) Απόφαση της 9ης Μαρτίου 2006, C-293/04 (Συλλογή 2006, σ. I-2263, σκέψεις 19 και 20).

( 12 ) Βλ. σημείο 35 των ανά χείρας προτάσεων.

( 13 ) Αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1981, 212/80 έως 217/80, Meridionale Industria Salumi κ.λπ. (Συλλογή 1981, σ. 2735, σκέψη 9), της , C-34/92, GruSa Fleisch (Συλλογή 1993, σ. I-4147, σκέψη 22), της , C-74/00 P και C-75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-7869, σκέψη 119), και Beemsterboer Coldstore Services, προπαρατεθείσα (σκέψη 21).

( 14 ) Απόφαση Beemsterboer Coldstore Services, προπαρατεθείσα (σκέψη 24).