ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 8ης Μαΐου 2008 ( 1 )

Υπόθεση C-144/07 P

K-Swiss Inc.

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Αίτηση αναιρέσεως — Κοινοτικό σήμα — Κανονισμός (ΕΚ) 2868/95 — Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου — Απόφαση του ΓΕΕΑ — Κοινοποίηση μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας — Υπολογισμός της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής»

1. 

Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως αφορά και οι οποίοι προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής ( 2 ) κανόνες που εφαρμόζονται στην κοινοποίηση αποφάσεως τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) ( 3 ), με την οποία απορρίπτεται αίτηση καταχώρισης κοινοτικού σήματος.

2. 

Σύμφωνα με τον κανόνα 61, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95, οι κοινοποιήσεις που αποστέλλονται από το Γραφείο μπορεί να είναι διαφόρων ειδών, των οποίων τις λεπτομέρειες και συνθήκες εφαρμογής καθορίζουν οι κανόνες 62 έως 66 του ίδιου κανονισμού.

3. 

Σύμφωνα με τον κανόνα 62, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, που ρυθμίζει τα της κοινοποίησης μέσω ταχυδρομείου, η απόφαση τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ με την οποία απορρίπτεται αίτηση καταχώρισης κοινοτικού σήματος πρέπει να κοινοποιείται στον προσφεύγοντα με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής.

4. 

Ο εν λόγω κανόνας 62 περιέχει επίσης, στην παράγραφο 3, ένα τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο μια συστημένη επιστολή θεωρείται ότι έχει επιδοθεί τη δέκατη ημέρα μετά την κατάθεσή της στο ταχυδρομείο, εκτός εάν δεν φθάσει ποτέ στον προορισμό της ή αν φθάσει αργότερα.

5. 

Επιπλέον, σύμφωνα με τον κανόνα 68 του κανονισμού 2868/95, όταν ένα έγγραφο έχει παραληφθεί από τον παραλήπτη, ακόμη και αν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις περί κοινοποιήσεως, λογίζεται ότι το εν λόγω έγγραφο κοινοποιήθηκε κατά την ημερομηνία παραλαβής.

6. 

Τα δύο ερωτήματα που τίθενται κυρίως στην υπό κρίση υπόθεση είναι, αφενός, αν η επίδοση απόφασης του Γραφείου μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας μπορεί να εξομοιωθεί προς κοινοποίηση με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής, υπό την έννοια του κανόνα 62, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, και, αφετέρου, αν το τεκμήριο που καθιερώνει η παράγραφος 3 του κανόνα αυτού εφαρμόζεται επίσης όταν αποδεικνύεται ότι ο παραλήπτης του εγγράφου που αποστέλλεται μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας έχει παραλάβει το έγγραφο αυτό εντός δέκα ημερών από την αποστολή εκ μέρους του Γραφείου.

7. 

Με τη διάταξη που εξέδωσε στις 14 Δεκεμβρίου 2006, K-Swiss κατά ΓΕΕΑ (Παράλληλες ρίγες επί υποδήματος) ( 4 ), το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έκρινε, καταρχάς, ότι η επίδοση απόφασης τμήματος προσφυγών του Γραφείου μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των τρόπων κοινοποιήσεως του κανόνα 61, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95 και ότι είναι, συνεπώς, παράτυπη. Το Πρωτοδικείο αποφάσισε, εν συνεχεία, ότι, δυνάμει του κανόνα 68 του κανονισμού 2868/95, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής αρχίζει να τρέχει από της επιδόσεως μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας, εφόσον η προσφεύγουσα αναγνώρισε ρητώς ότι παρέλαβε με τον τρόπο αυτό την επίδικη απόφαση.

8. 

Από τα ανωτέρω, το Πρωτοδικείο συνήγαγε ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η προθεσμία των δύο μηνών και δέκα ημερών που τάσσεται για την προσβολή απόφασης τμήματος προσφυγών παρήλθε στις 9 Ιανουαρίου 2006 και ότι η προσφυγή που άσκησε η προσφεύγουσα στις έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

9. 

Στις παρούσες προτάσεις εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους, σύμφωνα με την ισχύουσα διατύπωση των σχετικών με την κοινοποίηση των πράξεων του Γραφείου διατάξεων του κανονισμού 2868/95, η επίδοση αποφάσεως μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας μου φαίνεται ότι πρέπει να εξομοιωθεί προς κοινοποίηση με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής. Συνάγεται το συμπέρασμα ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη ως προς την ερμηνεία των κανόνων 61, παράγραφος 2, 62, παράγραφος 1, καθώς και 68 του κανονισμού αυτού και ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη.

10. 

Επίσης, παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους, κατά τη γνώμη μου, το τεκμήριο του κανόνα 62, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 εφαρμόζεται ακόμα και στην περίπτωση που αποδεικνύεται ότι ο παραλήπτης παραλαμβάνει την πράξη εντός των δέκα ημερών που έπονται της αποστολής της πράξης αυτής. Συνάγεται το συμπέρασμα ότι η προσφυγή ακυρώσεως που ασκήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου είναι παραδεκτή και ότι η προσβαλλόμενη διάταξη πρέπει να ακυρωθεί.

11. 

Επικουρικώς, υποστηρίζω την άποψη ότι ο κανόνας 68 του κανονισμού 2868/95, που αφορά την πλημμελή κοινοποίηση, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να συντομεύεται η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής που ισχύει όταν η κοινοποίηση γίνεται νομοτύπως. Συνάγω επομένως ότι, ακόμα και αν η επίδοση της αποφάσεως μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας δεν μπορεί να εξομοιωθεί προς κοινοποίηση με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής οπότε πρέπει, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί παράτυπη, η προσβαλλόμενη διάταξη περιέχει επίσης νομικό σφάλμα όσον αφορά το περιεχόμενο του εν λόγω κανόνα 68.

I — Το νομικό πλαίσιο

12.

Σύμφωνα με το άρθρο 63, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου ( 5 ), η προσφυγή κατ’ αποφάσεως τμήματος προσφυγών του Γραφείου πρέπει να ασκείται ενώπιον του Πρωτοδικείου εντός προθεσμίας δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της εν λόγω αποφάσεως. Σύμφωνα με το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, η παρέκταση των δικονομικών προθεσμιών λόγω αποστάσεως είναι δέκα ημέρες κατ’ αποκοπή.

13.

Δυνάμει του κανόνα 61, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, «[ό]σον αφορά διαδικασίες ενώπιον του Γραφείου, οι κοινοποιήσεις που αποστέλλονται από το Γραφείο συνίστανται στη διαβίβαση του αρχικού εγγράφου, μη επικυρωμένου αντιγράφου αυτού ή εκτύπωσης από ηλεκτρονικό υπολογιστή σύμφωνα με τον κανόνα 55 ή, όσον αφορά έγγραφα που παράγουν τα ίδια μέρη, αντίγραφα ή μη επικυρωμένα αντίγραφα».

14.

Η παράγραφος 2 του εν λόγω κανόνα έχει ως ακολούθως:

«Η κοινοποίηση πραγματοποιείται:

α)

ταχυδρομικώς, σύμφωνα με τον κανόνα 62,

β)

με άμεση επίδοση, σύμφωνα με τον κανόνα 63,

γ)

με κατάθεση στην ταχυδρομική θυρίδα στο Γραφείο, σύμφωνα με τον κανόνα 64,

δ)

με τηλεομοιοτυπία και άλλα τεχνικά μέσα, σύμφωνα με τον κανόνα 65,

ε)

με κοινοποίηση σύμφωνα με τον κανόνα 66.»

15.

Σύμφωνα με τον κανόνα 61, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95, στην περίπτωση που ο παραλήπτης έχει δηλώσει αριθμό τηλεομοιοτυπίας ή στοιχεία επαφής για επικοινωνία μαζί του με άλλα τεχνικά μέσα, το Γραφείο μπορεί να επιλέξει μεταξύ οποιουδήποτε από τα εν λόγω μέσα κοινοποίησης και της κοινοποίησης μέσω ταχυδρομείου.

16.

Ο κανόνας 62 του κανονισμού αυτού, που ρυθμίζει τα της κοινοποίησης μέσω ταχυδρομείου, έχει ως εξής:

«1.

Οι αποφάσεις των οποίων η έκδοση αποτελεί αφετηρία προθεσμίας για προσφυγή, οι κλητεύσεις και όσα έγγραφα καθορίζονται από τον πρόεδρο του Γραφείου, κοινοποιούνται με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής. Όλες οι άλλες ανακοινώσεις γίνονται με απλή επιστολή.

[…]

3.

Σε περίπτωση κοινοποίησης με επιστολή συστημένη, απλή ή με απόδειξη παραλαβής, το έγγραφο θεωρείται ότι έχει επιδοθεί τη δέκατη ημέρα μετά την κατάθεση της επιστολής στο ταχυδρομείο, εκτός εάν δεν φθάσει ποτέ στον προορισμό της ή αν φθάσει αργότερα. Σε περίπτωση αμφισβήτησης εναπόκειται στο Γραφείο να αποδείξει ότι το έγγραφο έφθασε στον προορισμό του και, ενδεχόμενα, την ημερομηνία παράδοσής του στον παραλήπτη.

4.

Η κοινοποίηση με επιστολή συστημένη, απλή ή με απόδειξη παραλαβής, θεωρείται ότι έχει πραγματοποιηθεί, ακόμη κι αν ο παραλήπτης αρνηθεί να παραλάβει την επιστολή.

5.

Η κοινοποίηση με απλή επιστολή θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε τη δέκατη ημέρα μετά την ημερομηνία αποστολής της.»

17.

Ο κανόνας 68 του εν λόγω κανονισμού ρυθμίζει τα της πλημμελούς κοινοποίησης. Ο κανόνας αυτός ορίζει τα ακόλουθα:

«Όταν ένα έγγραφο έχει παραληφθεί από τον παραλήπτη, ακόμη και αν το Γραφείο δεν είναι σε θέση να αποδείξει την νομότυπη κοινοποίηση του εγγράφου ή ότι τηρήθηκαν οι διατάξεις περί κοινοποιήσεως, λογίζεται ότι το εν λόγω έγγραφο κοινοποιήθηκε κατά την ημερομηνία την οποία το Γραφείο θεωρεί ως ημερομηνία παραλαβής.»

18.

Πρέπει επίσης να γίνει μνεία του κανόνα 70 του κανονισμού 2868/95, σχετικά με τον υπολογισμό των προθεσμιών, η δεύτερη παράγραφος του οποίου προβλέπει τα εξής:

«Η προθεσμία θεωρείται ότι αρχίζει την επόμενη της ημέρας κατά την οποία συνέβη το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της. Το γεγονός αυτό μπορεί να είναι μια διαδικαστική ενέργεια ή η λήξη άλλης προθεσμίας. Αν η ενέργεια αυτή συνίσταται σε επίδοση εγγράφου, το κρίσιμο γεγονός είναι η παραλαβή του επιδοθέντος εγγράφου, εφόσον δεν ορίζεται άλλως.»

II — Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου

19.

Στις 24 Ιουλίου 2002, η νυν αναιρεσείουσα υπέβαλε στο Γραφείο αίτηση καταχώρισης κοινοτικού σήματος για ένα εικονιστικό σήμα συνιστάμενο σε πέντε παράλληλες ρίγες στο πλαϊνό τμήμα απεικόνισης υποδήματος, για τον προσδιορισμό προϊόντων που υπάγονται στην κλάση 25, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας ( 6 ), και αντιστοιχούν σε ανδρικά, γυναικεία και παιδικά υποδήματα.

20.

Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2004, με το αιτιολογικό ότι το επίμαχο σημείο στερείται διακριτικού χαρακτήρα για τα προϊόντα που αφορά. Κατά της αποφάσεως αυτής η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή, που επίσης απορρίφθηκε από το πρώτο τμήμα προσφυγών του Γραφείου, με απόφαση της  ( 7 ).

21.

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 16 Ιανουαρίου 2006, η αναιρεσείουσα ζήτησε την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και την καταδίκη του Γραφείου στα δικαστικά έξοδα.

22.

Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 3 Απριλίου 2006, το Γραφείο προέβαλε ένσταση απαραδέκτου της εν λόγω προσφυγής, δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Το Γραφείο ζήτησε επίσης την καταδίκη της αναιρεσείουσας στα δικαστικά έξοδα.

23.

Το Γραφείο υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε περιέλθει στην αναιρεσείουσα στις 28 Οκτωβρίου 2005 μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας από την εταιρία DHL (στο εξής: αλληλογραφία ή ταχυδρομείο DHL). Επομένως, κατά το Γραφείο, η εν λόγω προσφυγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις , ασκήθηκε μετά την παρέλευση της προθεσμίας των δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προθεσμίας η οποία, λόγω αποστάσεως, παρατάθηκε κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπή.

24.

Με τις παρατηρήσεις της επί της εν λόγω ενστάσεως απαραδέκτου τις οποίες κατέθεσε την 31η Μαΐου 2006, η αναιρεσείουσα ζήτησε από το Πρωτοδικείο να κηρύξει την προσφυγή της παραδεκτή.

25.

Η αναιρεσείουσα παραδέχτηκε ότι παρέλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση μέσω ταχυδρομείου DHL στις 28 Οκτωβρίου 2005. Ωστόσο, υποστήριξε ότι ως ημερομηνία νόμιμης κοινοποίησης της εν λόγω αποφάσεως δεν πρέπει να θεωρηθεί αυτή η ημερομηνία παράδοσης. Συναφώς, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η παραλαβή της προσβαλλόμενης αποφάσεως μέσω ταχυδρομείου DHL δεν υπάγεται σε κανέναν από τους τρόπους κοινοποίησης του κανόνα 61, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95, ούτε καν κοινοποίηση μέσω ταχυδρομείου που προβλέπει το στοιχείο α’. Επομένως, κατά την αναιρεσείουσα, η παράδοση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά κοινοποίηση υπό την έννοια του κανόνα αυτού και του άρθρου 63, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, το οποίο προβλέπει ότι η προσφυγή ασκείται ενώπιον του Πρωτοδικείου εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης του τμήματος προσφυγών.

26.

Επικουρικώς, η αναιρεσείουσα προέβαλε τον ισχυρισμό ότι έχουν εφαρμογή, κατ’ αναλογία, οι σχετικές με την κοινοποίηση μέσω ταχυδρομείου διατάξεις. Εξέθεσε ότι, εν προκειμένω, προκύπτει αμάχητο τεκμήριο ότι η κοινοποίηση πραγματοποιήθηκε τη δέκατη ημέρα μετά την ημερομηνία αποστολής της, δηλαδή, στην υπό κρίση υπόθεση, στις 5 Νοεμβρίου 2005. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προθεσμία για να στραφεί κατά της αποφάσεως έληξε στις , οπότε η προσφυγή της είναι βάσιμη.

III — Η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

27.

Το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης του Πρωτοδικείου είχε ως εξής:

«22

Το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα [νυν αναιρεσείουσα], η παράδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως από μια εταιρία υπηρεσιών ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας, όπως η DHL, δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των τρόπων κοινοποίησης του κανόνα 61, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95. Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε το [Γραφείο] ούτε η προσφεύγουσα, η οποία μάλιστα ρητώς υποστηρίζει ότι η παράδοση από την εταιρία DHL δεν συνιστά κοινοποίηση μέσω ταχυδρομείου, ισχυρίζονται ότι η αλληλογραφία DHL που παραδόθηκε στην προσφεύγουσα στις 28 Οκτωβρίου 2005 απεστάλη υπό τη μορφή συστημένης επιστολής ή, κατά τα λοιπά, ότι η εταιρία DHL έχει άδεια να πραγματοποιεί τέτοιες παραδόσεις στη Γερμανία, ή, τέλος, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει, επιπροσθέτως, κοινοποιηθεί στην προσφεύγουσα με έναν από τους άλλους τρόπους που προβλέπει ο κανόνας 61, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95, και οι κανόνες 62 έως 66 του ίδιου κανονισμού. Συναφώς, είναι σημαντικό να επισημανθεί επιπλέον ότι το συνοδευτικό της αλληλογραφίας DHL έγγραφο που παραδόθηκε στην προσφεύγουσα ουδόλως αναφέρει ότι πρόκειται για συστημένη επιστολή, αλλά υπογραμμίζει ότι η εν λόγω αλληλογραφία “κοινοποιείται αποκλειστικά μέσω DHL”.

23

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα σύμφωνα με τις επιταγές των κανόνων 61 και 62 του κανονισμού 2868/95.

24

Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, από το γεγονός αυτό δεν μπορεί ωστόσο να συναχθεί ότι η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε εμπροθέσμως.

25

Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τον κανόνα 68 του κανονισμού 2868/95, που τιτλοφορείται “Πλημμελής κοινοποίηση”, “όταν ένα έγγραφο έχει παραληφθεί από τον παραλήπτη, ακόμη και αν το [Γραφείο] δεν είναι σε θέση να αποδείξει τη νομότυπη κοινοποίηση του εγγράφου ή ότι τηρήθηκαν οι διατάξεις περί κοινοποιήσεως, λογίζεται ότι το εν λόγω έγγραφο κοινοποιήθηκε κατά την ημερομηνία την οποία το [Γραφείο] θεωρεί ως ημερομηνία παραλαβής”.

26

Η διάταξη αυτή, θεωρούμενη στο σύνολό της, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αναγνωρίζει στο [Γραφείο] τη δυνατότητα να προσδιορίζει την ημερομηνία κατά την οποία ένα έγγραφο περιήλθε στον παραλήπτη του, οσάκις δεν είναι σε θέση να αποδείξει ότι το έγγραφο αυτό κοινοποιήθηκε νομοτύπως ή όταν δεν έχουν τηρηθεί οι διατάξεις περί της κοινοποιήσεώς του, και ότι προσδίδει στην απόδειξη αυτή τα έννομα αποτελέσματα σύννομης κοινοποιήσεως [απόφαση του Πρωτοδικείο της 19ης Απριλίου 2005, T-380/02 και T-128/03, Success-Marketing κατά ΓΕΕΑ — Chipita (PAN & CO), Συλλογή 2005, σ. II-1233, σκέψη 64].

27

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι η αναιρεσείουσα έλαβε την αλληλογραφία DHL στις 28 Οκτωβρίου 2005, όπως εξάλλου πιστοποιεί το δελτίο παρακολούθησης της αποστολής που τηρείται από τη Γραμματεία των τμημάτων προσφυγών.

28

Επομένως, δυνάμει του κανόνα 68 του κανονισμού 2868/95, η προσβαλλόμενη απόφαση θεωρείται ότι κοινοποιήθηκε στην αναιρεσείουσα στις 28 Οκτωβρίου 2005, οπότε το τεκμήριο του κανόνα 62, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 δεν μπορεί εν προκειμένω να έχει εφαρμογή. Τούτο επιπλέον είναι σύμφωνο με τον κανόνα 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95, σύμφωνα με τον οποίο “[α]ν η [διαδικαστική] ενέργεια […] συνίσταται σε επίδοση εγγράφου, το κρίσιμο γεγονός είναι η παραλαβή του επιδοθέντος εγγράφου, εφόσον δεν ορίζεται άλλως”. Ομοίως, κατά πάγια νομολογία όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ, στην περίπτωση που η προσβαλλόμενη πράξη έχει κοινοποιηθεί στον παραλήπτη της, ως χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ορίζεται η ημέρα της λήψης της πράξης αυτής από τον εν λόγω παραλήπτη (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της , T-12/90, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II-219, σκέψη 19, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση του Δικαστηρίου της , C-195/91 P, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I-5619).

29

Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένου υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 63, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, η προσφυγή πρέπει να ασκείται ενώπιον του Πρωτοδικείου εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης του τμήματος προσφυγών η οποία, λόγω αποστάσεως, παρατείνεται κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπή, όπως προβλέπει το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως έληξε στις 9 Ιανουαρίου 2006.

30

Επομένως, η υπό κρίση προσφυγή, που ασκήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2006, είναι εκπρόθεσμη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.»

IV — Η αίτηση αναιρέσεως

Α — Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

28.

Η αναιρεσείουσα άσκησε αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλόμενης διατάξεως με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 11 Μαρτίου 2007.

29.

Το Γραφείο κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως στις 31 Μαΐου 2007.

30.

Το Δικαστήριο έκρινε αναγκαία τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζήτησης προκειμένου να κληθούν οι διάδικοι να διευκρινίσουν τη θέση τους επί του ζητήματος της έννοιας του κανόνα 62 του κανονισμού 2868/95, ιδιαιτέρως δε της παραγράφου 3 του κανόνα αυτού, καθώς και επί του ζητήματος αν ο κανόνας 68 του κανονισμού 2868/95, που αφορά την πλημμελή κοινοποίηση, μπορεί να οδηγήσει σε λύση λιγότερο ευνοϊκή για την αναιρεσείουσα απ’ αυτήν που υπαγορεύει η εφαρμογή των κανόνων κοινοποίησης του εν λόγω κανόνα 62.

Β — Τα αιτήματα και τα επιχειρήματα των διαδίκων

31.

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη του Πρωτοδικείου και να καταδικάσει το Γραφείο στα δικαστικά έξοδα.

32.

Το Γραφείο ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ως αβάσιμης και την καταδίκη της αναιρεσείουσας στα δικαστικά έξοδα.

33.

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει ένα και μόνο λόγο αντλούμενο από παράβαση των κανόνων 61, 62 και 68 του κανονισμού 2868/95.

34.

Η αναιρεσείουσα επισημαίνει ότι ο συνήθης τρόπος κοινοποίησης των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών είναι η αποστολή μέσω ταχυδρομείου DHL και ότι το Γραφείο εξομοιώνει την αποστολή αυτή προς την κοινοποίηση μέσω ταχυδρομείου. Η εξομοίωση αυτή δικαιολογείται από τη λειτουργική και οργανική συγγένεια της εταιρίας DHL με τα γερμανικά ταχυδρομεία, δεδομένου ότι η DHL αποτελεί θυγατρική εταιρία της Deutsche Post AG κατά ποσοστό 100 % και ότι κατά την παράδοση ενός εγγράφου από την DHL ο παραλήπτης υπογράφει αποδεικτικό παραλαβής που φέρει την ημερομηνία της παράδοσης.

35.

Σε περίπτωση που κριθεί ότι η παράδοση μέσω ταχυδρομείου DHL αποτελεί παράτυπο τρόπο κοινοποίησης, τούτο θα οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η πρακτική κοινοποίησης που ακολούθησε το Γραφείο υπήρξε σκοπίμως πλημμελής υπό την έννοια του κανόνα 68 του κανονισμού 2868/95. Κάτι τέτοιο αντιβαίνει στην υποχρέωση του Γραφείου να ενεργεί συννόμως, καθόσον το Γραφείο δεν μπορεί να στερεί από τον παραλήπτη αποφάσεώς του την ασφάλεια δικαίου κατά τον υπολογισμό της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ούτε το τεκμήριο του κανόνα 62, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού.

36.

Η αναιρεσείουσα επομένως ισχυρίζεται ότι η κοινοποίηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως μέσω ταχυδρομείου DHL πρέπει να θεωρηθεί ότι πραγματοποιήθηκε μέσω ταχυδρομείου, υπό την έννοια του κανόνα 61, παράγραφος 2, στοιχείο α’, του κανονισμού 2868/95, υπό μορφή συγκρίσιμη με αυτή μιας συστημένης επιστολής με απόδειξη παραλαβής και, ενδεχομένως, με αυτή μιας κοινοποίησης με απλή επιστολή.

37.

Κατά συνέπεια, η ημερομηνία αποστολής της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι αυτή που αναγράφεται στο συνοδευτικό έγγραφο της Γραμματείας των τμημάτων προσφυγών, δηλαδή η 26η Οκτωβρίου 2005. Σύμφωνα με το τεκμήριο του κανόνα 62, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, η κοινοποίηση θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε τη δέκατη ημέρα μετά την εν λόγω ημερομηνία αποστολής, δηλαδή στις , οπότε η προσφυγή που ασκήθηκε στις με την κατάθεση του δικογράφου στη Γραμματεία είναι παραδεκτή.

38.

Το Γραφείο υποστηρίζει, όπως η αναιρεσείουσα, πρώτον, ότι η κοινοποίηση αποφάσεως τμήματος προσφυγών μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας μπορεί να εξομοιωθεί προς κοινοποίηση μέσω ταχυδρομείου και ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη εκτιμώντας ότι οι διατάξεις του κανόνα 68 του κανονισμού 2868/95 έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση.

39.

Το Γραφείο εκθέτει, συναφώς, ότι σύμφωνα με τη νομολογία, προσήκουσα κοινοποίηση αποφάσεως υπάρχει αφότου η απόφαση γνωστοποιείται στον αποδέκτη της και παρέχεται σ’ αυτόν η δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου της ( 8 ).

40.

Το Γραφείο επισημαίνει επίσης ότι η αποστολή μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας μπορεί να εξομοιωθεί προς αποστολή μέσω απλού ταχυδρομείου, λαμβανομένης υπόψη της ομοιότητας των τρόπων λειτουργίας των δύο αυτών υπηρεσιών. Επ’ αυτού του σημείου, το Γραφείο παραπέμπει στο άρθρο 2 της οδηγίας 97/67 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 9 ), σύμφωνα με το οποίο ως «ταχυδρομικές υπηρεσίες» ορίζονται οι υπηρεσίες που συνίστανται στη συλλογή, τη διαλογή, τη μεταφορά και τη διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων.

41.

Το Γραφείο επιβεβαιώνει ότι η συντριπτική πλειονότητα των αποφάσεων των τμημάτων του προσφυγών κοινοποιούνται μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας.

42.

Δεύτερον, και αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την αναιρεσείουσα, το Γραφείο ισχυρίζεται ότι το τεκμήριο που καθιερώνει ο κανόνας 62, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 δεν έχει εφαρμογή οσάκις υπάρχει απόδειξη παράδοσης της αποφάσεως στον παραλήπτη.

43.

Σύμφωνα με το Γραφείο, η εφαρμογή του εν λόγω τεκμηρίου σε μια τέτοια περίπτωση έχει ως συνέπεια την άνιση μεταχείριση μεταξύ ενός παραλήπτη που κατοικεί στο Αλικάντε, ο οποίος θα λάβει το έγγραφο την επόμενη της αποστολής του, και ενός παραλήπτη που κατοικεί στην Κύπρο, ο οποίος δεν θα το λάβει παρά μόνον πέντε ή έξι ημέρες αργότερα.

44.

Εφόσον ο παραλήπτης παρέλαβε την εν λόγω απόφαση και μπόρεσε να λάβει γνώση του περιεχομένου της προτού παρέλθει η δέκατη μέρα μετά την αποστολή της, δεν είναι εύλογο να μεταφερθεί στη δέκατη αυτή μέρα το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής.

Γ — Εκτίμηση

45.

Συμφωνώ με την αναιρεσείουσα και το Γραφείο ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας ότι η κοινοποίηση μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας είναι παράτυπη. Επιπλέον, θα επισημάνω τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από τη νομική αυτή πλάνη.

1. Η κοινοποίηση αποφάσεως του Γραφείου μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας συνιστά νομότυπη κοινοποίηση υπό την έννοια του κανονισμού 2868/95

46.

Θα εκθέσω, καταρχάς, ότι η παράδοση αποφάσεως του Γραφείου μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας εμπίπτει στην έννοια «κοινοποίηση μέσω ταχυδρομείου», υπό την έννοια των κανόνων 61, παράγραφος 2, στοιχείο α’, και 62 του κανονισμού 2868/95. Εν συνεχεία, θα παρουσιαστούν οι λόγοι για τους οποίους μια τέτοια παράδοση πρέπει να εξομοιωθεί προς κοινοποίηση με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής, υπό την έννοια του κανόνα 62 του κανονισμού 2868/95.

α) Η παράδοση αποφάσεως του Γραφείου μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας συνιστά κοινοποίηση μέσω ταχυδρομείου

47.

Όντως, όπως διαπίστωσε το Πρωτοδικείο με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, η παράδοση μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας δεν συγκαταλέγεται ρητώς μεταξύ των τρόπων κοινοποίησης που απαριθμούνται στον κανόνα 61, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95 ούτε στον κανόνα 62 του κανονισμού αυτού, που ρυθμίζει τα της κοινοποίησης μέσω ταχυδρομείου. Παρ’ όλ’ αυτά, κατά την άποψή μου, πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά κοινοποίηση μέσω ταχυδρομείου για τους ακόλουθους λόγους.

48.

Μου φαίνεται ότι η έννοια της «κοινοποίησης μέσω ταχυδρομείου» των προαναφερθέντων κανόνων δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αυστηρής ή τυπολατρικής ερμηνείας.

49.

Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι, στον εν λόγω κανόνα 61, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων παραθέτει όλους τους πιθανούς ή νοητούς τρόπους αποστολής, όπως είναι η αποστολή μέσω ταχυδρομείου, η επίδοση στον παραλήπτη στους χώρους του Γραφείου, η κατάθεση σε ταχυδρομική θυρίδα στο Γραφείο, η τηλεομοιοτυπία καθώς και άλλα τεχνικά μέσα διαβίβασης και, τέλος, η δημοσίευση.

50.

Κατά τη γνώμη μου η απαρίθμηση αυτή δείχνει ότι η Επιτροπή θέλησε να δώσει στο Γραφείο τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί το ευρύτερο δυνατό φάσμα τρόπων διαβίβασης. Η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται από το γράμμα του κανόνα 61, παράγραφος 2, στοιχείο δ’, του κανονισμού αυτού, που προβλέπει τη δυνατότητα κοινοποίησης τόσο μέσω τηλεομοιοτυπίας όσο και με «άλλα τεχνικά μέσα». Η τελευταία αυτή φράση της πρότασης αποδεικνύει σαφώς ότι η Επιτροπή δεν θέλησε να περιοριστούν οι τρόποι διαβίβασης σε συγκεκριμένα τεχνικά μέσα, αλλά θέλησε να μπορεί το Γραφείο να καταφεύγει σε όλα τα υφιστάμενα μέσα καθώς και σε εκείνα που ενδεχομένως θα καταστούν διαθέσιμα μετά την έκδοση του κανονισμού 2868/95.

51.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η έννοια της «κοινοποίησης μέσω ταχυδρομείου» των κανόνων 61, παράγραφος 2, στοιχείο α’, και 62 του κανονισμού 2868/95 δεν πρέπει να εκληφθεί υπό στενή έννοια, ότι δηλαδή αφορά αποκλειστικά και μόνον υπηρεσίες παρεχόμενες από εθνικούς φορείς οι οποίοι, πριν από το άνοιγμα του τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών στην αγορά, διέθεταν μονοπώλιο στον τομέα αυτό δραστηριότητας ( 10 ).

52.

Κατά τη γνώμη μου, η Επιτροπή, συγκαταλέγοντας την παράδοση μέσω ταχυδρομείου μεταξύ των μέσων κοινοποίησης που μπορεί να χρησιμοποιήσει το Γραφείο, θέλησε να επισημάνει τον τρόπο διαβίβασης καθαυτόν, δηλαδή τη γνωστοποίηση της οικείας πράξης μέσα σε φάκελο που φέρει διεύθυνση, συλλέγεται, μεταφέρεται και παραδίδεται στον παραλήπτη του.

53.

Όπως ισχυρίζονται οι διάδικοι, μια εταιρία υπηρεσιών ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας προσφέρει υπηρεσίες απολύτως συγκρίσιμες με εκείνες του δημοσίου ή ιδιωτικού φορέα που, σύμφωνα με την οδηγία 97/67, εξασφαλίζει σήμερα εν όλω ή εν μέρει τις καθολικές ταχυδρομικές υπηρεσίες σε ένα κράτος μέλος. Η εταιρία αυτή συλλέγει την αλληλογραφία που περιέχει την προς κοινοποίηση απόφαση του Γραφείου, τη μεταφέρει μέχρι τον παραλήπτη και του την παραδίδει.

54.

Τέλος, η γνωστοποίηση αποφάσεως του Γραφείου μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας σαφώς μπορεί να ικανοποιήσει τον σκοπό που επιδιώκουν οι κανόνες του κανονισμού 2868/95 σχετικά με την κοινοποίηση.

55.

Κατά τη νομολογία, η κοινοποίηση μιας πράξης έχει σκοπό να παρέχεται στον παραλήπτη της η δυνατότητα να λαμβάνει γνώση του περιεχομένου της και να κάνει χρήση, ενδεχομένως, του δικαιώματος προς άσκηση προσφυγής ( 11 ). Η κοινοποίηση αποφάσεως από μια εταιρία υπηρεσιών ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας μπορεί σαφώς να επιτύχει τον σκοπό αυτό, δεδομένου ότι συνιστά παράδοση γραπτού αντιγράφου της αποφάσεως αυτής στον παραλήπτη της από υπάλληλο της εν λόγω εταιρίας. Ως περαιτέρω απόδειξη του ισχυρισμού αυτού μπορεί να χρησιμεύσει το γεγονός ότι, ορισμένες φορές, το Δικαστήριο χρησιμοποιεί και αυτόν τον τρόπο διαβίβασης για να κοινοποιήσει, στο πλαίσιο ταχείας διαδικασίας, την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως στους διαδίκους και στα λοιπά μέρη που απαριθμεί το άρθρο 23 του Οργανισμού καθώς και τις γραπτές παρατηρήσεις των εν λόγω μερών.

56.

Για τον λόγο αυτό η κοινοποίηση αυτή πρέπει να θεωρηθεί, κατά τη γνώμη μου, ότι αποτελεί κοινοποίηση μέσω ταχυδρομείου, υπό την έννοια των κανόνων 61, παράγραφος 2, και 62 του κανονισμού 2868/95.

β) Η παράδοση αποφάσεως του Γραφείου μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας μπορεί να εξομοιωθεί προς κοινοποίηση με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής

57.

Ο τρόπος κοινοποίησης με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής δεν έχει σκοπό μόνον τη γνωστοποίηση της οικείας πράξης στον παραλήπτη της ώστε αυτός να λάβει γνώση του περιεχομένου της. Σκοπεί επιπλέον να καταστήσει δυνατό τον καθορισμό της ημερομηνίας της γνωστοποίησης αυτής με βεβαιότητα ώστε να αρχίσει να τρέχει η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά της πράξης αυτής. Τέλος, σε περίπτωση αντιδικίας, παρέχει στον αποστολέα τη δυνατότητα να αποδεικνύει την παράδοση της επιστολής στον παραλήπτη της μέσω της απόδειξης παραλαβής που φέρει την υπογραφή του παραλήπτη ή του εξουσιοδοτημένου από αυτόν ατόμου και του οποίου η ταυτότητα, κατ’ αρχήν, έχει εξακριβωθεί από τον υπάλληλο που πραγματοποίησε την εν λόγω παράδοση.

58.

Η παράδοση αποφάσεως μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας παρέχει χωρίς αμφιβολία τη δυνατότητα να εξακριβώνεται η ημερομηνία της παράδοσης αυτής στον παραλήπτη. Όπως εξέθεσαν και οι διάδικοι, κατά την παράδοση επιστολής από εταιρία υπηρεσιών ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας, ο παραλήπτης ή το εξουσιοδοτημένο από αυτόν προς παραλαβή του εν λόγω εγγράφου άτομο υπογράφει ένα αποδεικτικό παραλαβής. Η ημερομηνία της παράδοσης αυτής μεταφέρεται εν συνεχεία στο δελτίο παρακολούθησης της αποστολής που τηρεί η Γραμματεία του τμήματος προσφυγών που εξέδωσε την οικεία απόφαση.

59.

Επιπλέον, δεν πιστεύω ότι μια εταιρία υπηρεσιών ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας παρέχει λιγότερες εγγυήσεις, όσον αφορά τον ακριβή καθορισμό της ημερομηνία αυτής, από τον φορέα που είναι επιφορτισμένος, σε ένα κράτος μέλος, με την εξασφάλιση εν όλω ή εν μέρει της καθολικής δημόσιας υπηρεσίας, της οποίας οι υπηρεσίες των συστημένων αποτελούν τμήμα, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 97/67.

60.

Συγκεκριμένα, η καθολική αυτή υπηρεσία μπορεί να ανατεθεί και σε ιδιωτικούς φορείς, όπως υποδηλώνεται στον ορισμό του «φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας» του άρθρου 2, αριθμός 13, της οδηγίας 97/67. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής, η ουσιώδης διαφορά μεταξύ του ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας και των καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών έγκειται, στην πραγματικότητα, στην αξία που προστίθεται από τις παρεχόμενες στους πελάτες υπηρεσίες επείγουσας προτεραιότητας, αξία που μπορεί να αποτιμηθεί χάρις στο επιπλέον τίμημα που είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν οι πελάτες αυτοί για τις εν λόγω υπηρεσίες.

61.

Με άλλα λόγια, ο κοινοτικός νομοθέτης αποφάσισε, κυρίως για λόγους κόστους, ότι οι υπηρεσίες συστημένων πρέπει να υπάγονται στην παροχή καθολικής υπηρεσίας.

62.

Πράγματι, η μόνη διαφορά που φαίνεται να υπάρχει, στην υπό κρίση υπόθεση, μεταξύ της παράδοσης μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας και της κοινοποίησης με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής συνίσταται στο ότι η εταιρία υπηρεσιών ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας δεν διαβιβάζει συστηματικά στον αποστολέα την απόδειξη παραλαβής που υπογράφει ο παραλήπτης της πράξης. Το Γραφείο, επομένως, δεν διαθέτει εκ των προτέρων αποδεικτικό της παράδοσης μέσο δυνάμενο να αντιταχθεί στον παραλήπτη σε περίπτωση αμφισβητήσεως.

63.

Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, η διαφορά αυτή δεν είναι κρίσιμη στο πλαίσιο των κανόνων κοινοποίησης του κανονισμού 2868/95.

64.

Συγκεκριμένα, από τη διατύπωση του κανόνα 61 και των επόμενων κανόνων του κανονισμού αυτού δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι η κοινοποίηση αποφάσεως του Γραφείου, της οποίας αποφάσεως η έκδοση αποτελεί αφετηρία προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, πρέπει να πραγματοποιηθεί αποκλειστικά μέσω ταχυδρομείου, με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής. Με άλλα λόγια, οι κανόνες αυτοί μπορούν να εκληφθούν υπό την έννοια ότι, αν το Γραφείο επιλέξει να κοινοποιήσει την εν λόγω απόφαση μέσω ταχυδρομείου, πρέπει να χρησιμοποιήσει συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής. Ωστόσο, δεν φαίνεται να αποκλείεται η δυνατότητα του Γραφείου να χρησιμοποιεί και κάποιον από τους λοιπούς τρόπους κοινοποίησης του κανόνα 61, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

65.

Είναι αλήθεια ότι ο κανόνας 66, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95 μπορεί να ερμηνευθεί υπό αντίθετη έννοια. Σύμφωνα με την παράγραφο αυτή, «[ε]άν η διεύθυνση του παραλήπτη δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί ή όταν έχει αποδειχθεί ότι είναι αδύνατη η κοινοποίηση σύμφωνα με τον κανόνα 62 […] μετά τουλάχιστον μία προσπάθεια του Γραφείου, η κοινοποίηση γίνεται με δημοσίευση». Η διάταξη αυτή μπορεί επομένως να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια απόφαση, της οποίας η έκδοση αποτελεί αφετηρία προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, πρέπει να κοινοποιηθεί μέσω ταχυδρομείου, συνεπώς με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής και, σε περίπτωση αδυναμίας, μέσω δημοσιεύσεως.

66.

Ωστόσο, αυτή η ερμηνεία του συστήματος κοινοποιήσεων του κανονισμού 2868/95 αντιφάσκει προς τον κανόνα 61, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, σύμφωνα με τον οποίο, ας υπομνησθεί, στην περίπτωση που ο παραλήπτης έχει δηλώσει αριθμό τηλεομοιοτυπίας ή στοιχεία επαφής για επικοινωνία μαζί του με άλλα τεχνικά μέσα, το Γραφείο μπορεί να επιλέξει μεταξύ οποιουδήποτε από τα εν λόγω μέσα κοινοποίησης και της κοινοποίησης μέσω ταχυδρομείου.

67.

Το Πρωτοδικείο πήρε σαφώς θέση επί του σημείου αυτού με την προπαρατεθείσα απόφαση Success-Marketing κατά ΓΕΕΑ — Chipita (PAN & CO), κρίνοντας ότι το Γραφείο δεν οφείλει να κοινοποιεί τις αποφάσεις των οποίων η έκδοση αποτελεί αφετηρία προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής αποκλειστικά μέσω ταχυδρομείου, διότι αυτή η ερμηνεία του κανόνα 62, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95 θα στερούσε τους λοιπούς τρόπους κοινοποιήσεως που μνημονεύει ο κανόνας 61, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα ( 12 ). Το Πρωτοδικείο επομένως καταλήγει ότι οι αποφάσεις αυτές μπορούν νομοτύπως να κοινοποιηθούν με τηλεομοιοτυπίες ( 13 ).

68.

Από τη διατύπωση των διατάξεων του κανονισμού 2868/95 σχετικά με την κοινοποίηση μου φαίνεται ότι η ερμηνεία αυτή πρέπει να γίνει δεκτή. Το Γραφείο μπορεί επομένως να κοινοποιεί μια απόφαση, της οποίας η έκδοση αποτελεί αφετηρία προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, μέσω ταχυδρομείου, σύμφωνα με τον κανόνα 62 του κανονισμού αυτού, ή με άμεση επίδοση, σύμφωνα με τον κανόνα 63 του εν λόγω κανονισμού, ή ακόμα με κατάθεση σε ταχυδρομική θυρίδα στους χώρους του Γραφείου, ή, τέλος, με τηλεομοιοτυπία καθώς και άλλα μέσα. Σε περίπτωση αδυναμίας χρήσης ενός από αυτούς τους τρόπους κοινοποίησης, το Γραφείο πρέπει να καταφύγει στο μέσο της δημοσίευσης.

69.

Πρέπει, συνεπώς, να ληφθεί υπόψη, όσον αφορά το εξεταζόμενο στην υπό κρίση υπόθεση ερώτημα, το γεγονός ότι ούτε το Γραφείο, οσάκις πραγματοποιεί μια κοινοποίηση μέσω τηλεομοιοτυπίας, διαθέτει, σε περίπτωση που αμφισβητηθεί η παραλαβή της τηλεομοιοτυπίας αυτής, ένα έγγραφο με αποδεικτική ισχύ ισοδύναμη με την ισχύ ενός αποδεικτικού παραλαβής το οποίο να μπορεί να αντιταχθεί στον παραλήπτη. Για τον λόγο αυτό, δεν συνάδει προς το σύστημα κοινοποιήσεων του κανονισμού 2868/95 το ότι η γνωστοποίηση μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας δεν μπορεί να εξομοιωθεί προς την κοινοποίηση με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής, τη στιγμή που μια τέτοια γνωστοποίηση, αντιθέτως προς ό,τι συμβαίνει με μια απλή τηλεομοιοτυπία, συνεπάγεται, κατ’ αρχήν, την υπογραφή αποδεικτικού παραλαβής που μπορεί, ενδεχομένως, να διαβιβαστεί στο Γραφείο.

70.

Βάσει των στοιχείων αυτών, φρονώ ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, σύμφωνα με την οποία μια κοινοποίηση μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των τρόπων κοινοποίησης του κανόνα 61, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95 και είναι παράτυπη υπό την έννοια του κανόνα 68 του κανονισμού αυτού, είναι νομικά εσφαλμένη ως προς την ερμηνεία των εν λόγω κανόνων καθώς και ως προς την ερμηνεία του κανόνα 62, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

2. Οι επιπτώσεις της νομικής αυτής πλάνης στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

71.

Το Γραφείο φρονεί ότι η νομική πλάνη στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη δεν πρέπει να έχει ως συνέπεια την αναίρεση της διάταξης αυτής. Σύμφωνα με το Γραφείο, η προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε η αναιρεσείουσα είναι απαράδεκτη διότι το τεκμήριο του κανόνα 62, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 δεν έχει εφαρμογή οσάκις αποδεικνύεται ότι η παράδοση στον παραλήπτη λαμβάνει χώρα εντός δέκα ημερών από την αποστολή της πράξης μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας.

72.

Δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραδόθηκε στην αναιρεσείουσα στις 28 Οκτωβρίου 2005, η προσφυγή ακυρώσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις είναι, συνεπώς, εκπρόθεσμη καθώς ασκήθηκε μετά την παρέλευση της προθεσμίας των δύο μηνών από την παράδοση αυτής, προθεσμίας η οποία, λόγω αποστάσεως, παρατάθηκε κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπή.

73.

Δεν συμφωνώ με την ανάλυση αυτή. Συμφωνώ με την αναιρεσείουσα ότι το τεκμήριο του κανόνα 62, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 εφαρμόζεται ακόμα και όταν προσκομίζεται η απόδειξη ότι η παράδοση πραγματοποιήθηκε εντός των δέκα ημερών από την αποστολή. Η θέση μου στηρίζεται στις ακόλουθες σκέψεις.

74.

Κατά πάγια νομολογία, οι προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής ανταποκρίνονται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε αυθαίρετη διάκριση ή μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης ( 14 ). Είναι επομένως σημαντικό οι προθεσμίες αυτές να διατυπώνονται με σαφήνεια και ακρίβεια, ώστε ο παραλήπτης μιας αποφάσεως να μπορεί να γνωρίζει ακριβώς από ποιο χρονικό σημείο και εντός ποιας προθεσμίας μπορεί, κατά περίπτωση, να προσβάλει την απόφαση αυτή.

75.

Υπενθυμίζεται ότι ο κανόνας 62, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 έχει ως εξής:

«Σε περίπτωση κοινοποίησης με επιστολή συστημένη, απλή ή με απόδειξη παραλαβής, το έγγραφο θεωρείται ότι έχει επιδοθεί τη δέκατη ημέρα μετά την κατάθεση της επιστολής στο ταχυδρομείο, εκτός εάν δεν φθάσει ποτέ στον προορισμό της ή αν φθάσει αργότερα. […]»

76.

Έτσι, η διάταξη αυτή προβλέπει ρητώς ότι οι δύο μόνες περιπτώσεις κατά τις οποίες το εν λόγω τεκμήριο ανατρέπεται είναι η μη παραλαβή του εγγράφου από τον παραλήπτη ή η παραλαβή του αφού παρέλθει διάστημα δέκα ημερών από της αποστολής του από το ταχυδρομείο ( 15 ). Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος της εν λόγω διάταξης, το τεκμήριο αυτό έχει εφαρμογή ακόμα και όταν ο παραλήπτης έχει λάβει το έγγραφο εντός των δέκα ημερών από την αποστολή ( 16 ).

77.

Αντιθέτως προς τη θέση που έλαβε το Πρωτοδικείο με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, δεν πιστεύω ότι ο κανόνας 70 του κανονισμού 2868/95 μπορεί να αντικρούσει την ανάλυση αυτή. Συγκεκριμένα, ο κανόνας αυτός, σύμφωνα με τον οποίο, αν η διαδικαστική ενέργεια συνίσταται σε επίδοση εγγράφου, το κρίσιμο γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας είναι η παραλαβή του επιδοθέντος εγγράφου, προβλέπει ρητώς ότι εφαρμόζεται «εφόσον δεν ορίζεται άλλως». Ο κανόνας 62, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 αποτελεί ακριβώς διάταξη που ορίζει άλλως ( 17 ).

78.

Η εφαρμογή του τεκμηρίου της τελευταίας αυτής διάταξης σε περίπτωση παραλαβής του εγγράφου εντός δέκα ημερών από της αποστολής μπορεί όντως να φαίνεται παράλογη από πλευράς του σκοπού της μεθόδου κοινοποίησης με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής, που είναι, καταρχήν, να καθοριστεί με βεβαιότητα η ημερομηνία κατά την οποία η επίδικη απόφαση περιήλθε σε γνώση του παραλήπτη και, ως εκ τούτου, η ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής. Υπό το πρίσμα αυτό, το τεκμήριο ότι η παραλαβή έλαβε χώρα τη δέκατη μέρα από της αποστολής πρέπει να εφαρμόζεται μόνον όταν η ημερομηνία της εν λόγω παραλαβής δεν μπορεί να είναι γνωστή επακριβώς, είτε διότι ο παραλήπτης αρνείται να δεχθεί τη συστημένη επιστολή που του έχει αποσταλεί, είτε διότι η υπηρεσία του ταχυδρομείου δεν διαβιβάζει την απόδειξη παραλαβής στον αποστολέα.

79.

Επιπλέον, όπως υπογραμμίζει το Γραφείο, η εφαρμογή του τεκμηρίου σε περίπτωση παραλαβής του εγγράφου εντός δέκα ημερών από την αποστολή δημιουργεί συνθήκες άνισης μεταχείρισης μεταξύ των παραληπτών που κατοικούν εγγύς του Γραφείου, οι οποίοι μπορούν να λάβουν το έγγραφο την επομένη κιόλας της αποστολής του, και εκείνων που βρίσκονται σε πιο απομακρυσμένα κράτη μέλη, για τους οποίους η διάρκεια μεταφοράς της αλληλογραφίας μπορεί να είναι μεγαλύτερη. Χάρις επομένως στο εν λόγω τεκμήριο, οι πρώτοι έχουν στη διάθεσή τους μεγαλύτερη προθεσμία για να αποφασίσουν αν θα ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως ή όχι και για να την προετοιμάσουν.

80.

Ωστόσο, αυτή η έλλειψη λογικής και η ανισότητα μεταχειρίσεως μεταξύ των παραληπτών δεν μπορούν να δικαιολογήσουν, κατά τη γνώμη μου, την αποδοχή μιας ερμηνείας του κανόνα 62, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95, η οποία αντίκειται στο σαφές και ακριβές γράμμα της διάταξης αυτής. Φρονώ ότι, όσον αφορά την προθεσμία ασκήσεως προσφυγής, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην ασφάλεια δικαίου και στο δικαίωμα των παραληπτών μιας αποφάσεως να μπορούν να γνωρίζουν με ακρίβεια την προθεσμία που έχουν στη διάθεσή τους.

81.

Επισημαίνω, επιπλέον, ότι η επιστολή του Γραφείου που συνόδευε το αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδόθηκε στην αναιρεσείουσα μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας στις 28 Οκτωβρίου 2005, δεν περιείχε πληροφορία ούτε ως προς την προθεσμία εντός της οποίας η απόφαση αυτή μπορούσε να προσβληθεί, ούτε ως προς την ημερομηνία ενάρξεως της προθεσμίας αυτής ( 18 ).

82.

Αν το Γραφείο επιθυμεί να παύσει να εφαρμόζεται το τεκμήριο του κανόνα 62, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 όταν αποδεικνύεται ότι η παράδοση πραγματοποιήθηκε εντός δέκα ημερών από της αποστολής από το ταχυδρομείο, εναπόκειται στο Γραφείο να ζητήσει από την Επιτροπή να τροποποιήσει προς την κατεύθυνση αυτή το περιεχόμενο της εν λόγω διάταξης. Ο κανονισμός 2868/95, όπως είδαμε, έχει τροποποιηθεί δύο φορές, το 2004 και το 2005.

83.

Για τον λόγο αυτό, φρονώ ότι ως ημερομηνία της κοινοποίησης της προσβαλλόμενης αποφάσεως πρέπει να οριστεί η δέκατη ημέρα μετά την ημερομηνία αποστολής της μέσω ταχυδρομείου επείγουσας αλληλογραφίας, δηλαδή η 5η Νοεμβρίου 2005. Επομένως, η προθεσμία των δύο μηνών και δέκα ημερών που διέθετε αναιρεσείουσα για την άσκηση προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής έληξε στις . Δεδομένου ότι η ημέρα αυτή ήταν Κυριακή, η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας μετατέθηκε στις , ημέρα Δευτέρα, σύμφωνα με το άρθρο 101, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Συνεπώς, η προσφυγή ακυρώσεως κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που ασκήθηκε την ίδια ημέρα, πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή.

84.

Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη του Πρωτοδικείου, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου για να αποφανθεί επί της προσφυγής ακυρώσεως κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα ( 19 ).

3. Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν επικουρικώς

85.

Επικουρικώς, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η παράδοση απόφασης του Γραφείου μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας πρέπει να θεωρηθεί ότι αντίκειται στον κανονισμό 2868/95, έχω τη γνώμη ότι ο κανόνας 68 του ίδιου κανονισμού δεν επιτρέπει στο Πρωτοδικείο να κηρύξει την προσφυγή ακυρώσεως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της.

86.

Στο μέτρο που η ερμηνεία του κανόνα αυτού, που οδήγησε το Πρωτοδικείο στη λύση αυτή με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, αφορά άμεσα τη διάρκεια της προθεσμίας προσφυγής που διαθέτει η αναιρεσείουσα και στο μέτρο που, κατά τη νομολογία, οι διατάξεις που καθορίζουν τις προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής είναι δημοσίας τάξεως ( 20 ), απόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν οι εν λόγω προθεσμίες τηρήθηκαν ( 21 ).

87.

Όπως υποστηρίχθηκε ανωτέρω, από τον κανόνα 62, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 προκύπτει ότι, όταν η κοινοποίηση αποφάσεως τμήματος προσφυγών του Γραφείου με την οποία απορρίπτεται αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος πραγματοποιείται με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής, η κοινοποίηση αυτή θεωρείται ότι γίνεται τη δέκατη ημέρα μετά την κατάθεση της επιστολής στο ταχυδρομείο ή την ημέρα της παράδοσής της αν η ημέρα αυτή έπεται της λήξης της εν λόγω δεκαήμερης προθεσμίας.

88.

Συνεπώς, αν η προσβαλλόμενη απόφαση είχε κοινοποιηθεί στην αναιρεσείουσα στις 28 Οκτωβρίου 2005 με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής, η προσφυγή που η άσκησε η αναιρεσείουσα στις θα ήταν παραδεκτή.

89.

Είναι αλήθεια ότι το Γραφείο, όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες παρατηρήσεις και από την προπαρατεθείσα απόφαση Success-Marketing κατά ΓΕΕΑ — Chipita (PAN & CO), θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει έναν από τους άλλους τρόπους κοινοποίησης του κανόνα 61, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95 και, στην περίπτωση αυτή, το επίδικο τεκμήριο δεν θα είχε εφαρμογή. Ωστόσο, αν το Γραφείο είχε χρησιμοποιήσει μια από αυτές τις άλλες μεθόδους κοινοποίησης, η αναιρεσείουσα θα μπορούσε να έχει καθορίσει επακριβώς την ημερομηνία έναρξης της εφαρμοστέας προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ( 22 ). Τούτο δεν θα ίσχυε στην περίπτωση που το Δικαστήριο έκρινε ότι η παράδοση μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας είναι παράτυπη και ότι δεν υπάγεται σε κανέναν από τους τρόπους κοινοποίησης του κανόνα 61, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95.

90.

Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, η αναιρεσείουσα θα έπρεπε να έχει την πεποίθηση ότι η κοινοποίηση είναι παράτυπη και ότι έχει εφαρμογή ο κανόνας 68 του κανονισμού 2868/95. Δεν πιστεύω όμως ότι μπορεί να επιβληθεί στην εταιρία αυτή η υποχρέωση να γνωρίζει αν η πρακτική κοινοποίησης που ακολουθεί συνήθως το Γραφείο είναι παράτυπη.

91.

Επομένως, εκτιμώ ότι η παράβαση, εκ μέρους του Γραφείου, των περί κοινοποιήσεως διατάξεων δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερείται η αναιρεσείουσα του προνομίου της ευνοϊκότερης προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής η οποία θα της χορηγούταν αν οι εν λόγω διατάξεις είχαν τηρηθεί.

92.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομολογία, οι προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής δεν εξαρτώνται από τη βούληση των διαδίκων και του δικαστή και επιβάλλονται ως αναγκαστικές διατάξεις δημοσίας τάξεως. Το Γραφείο, επομένως, δεν μπορεί, μέσω παράτυπης πρακτικής, να αγνοεί τις προθεσμίες που απορρέουν από τις διατάξεις του κανονισμού 2868/95 σχετικά με την κοινοποίηση των αποφάσεών του.

93.

Φρονώ ότι ο κανόνας 68 του κανονισμού 2868/95, στο μέτρο που πρέπει να οδηγήσει στην κήρυξη ως απαράδεκτης της προσφυγής που άσκησε η αναιρεσείουσα, είναι παράνομος και πρέπει να μείνει ανεφάρμοστος. Τούτο συνεπάγεται ότι, αν το Δικαστήριο πρέπει να κρίνει ότι η παράδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως μέσω ταχυδρομείου επείγουσας προτεραιότητας δεν είναι σύμφωνη με τις επιταγές του κανονισμού 2868/95, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η παράδοση αυτή δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα. Επομένως, το Γραφείο θα πρέπει να κοινοποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση με έναν από τους τρόπους κοινοποίησης του κανόνα 61, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού.

94.

Η λύση αυτή μου φαίνεται επιβεβλημένη κατά μείζονα λόγο στην υπό κρίση υπόθεση όπου η αναιρεσείουσα είχε γνωστοποιήσει στο Γραφείο τον αριθμό της τηλεομοιοτυπίας, οπότε το Γραφείο είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει έναν από τους τρόπους κοινοποίησης που ρητώς προβλέπονται στον κανόνα 61, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95.

V — Πρόταση

95.

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

να αναιρέσει τη διάταξη του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 14ης Δεκεμβρίου 2006, K-Swiss κατά ΓΕΕΑ (Παράλληλες ρίγες επί υποδήματος) (Τ-14/06).

να απορρίψει ως αβάσιμη την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί των αιτημάτων της K-Swiss Inc. για ακύρωση της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 26ης Σεπτεμβρίου 2005.

να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Στο εξής: Γραφείο.

( 3 ) Κανονισμός της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 303, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τους κανονισμούς (ΕΚ) 782/2004 της Επιτροπής, της (ΕΕ L 123, σ. 88), και 1041/2005 της Επιτροπής, της (ΕΕ L 172, σ. 4, στο εξής: κανονισμός 2868/95).

( 4 ) T-14/06, στο εξής: προσβαλλόμενη διάταξη.

( 5 ) Κανονισμός της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1).

( 6 ) Διακανονισμός της 15ης Ιουνίου 1957 για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, όπως αναθεωρήθηκε και τροποποιήθηκε.

( 7 ) Στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση.

( 8 ) Το Γραφείο παραθέτει την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1985, 42/85, Cockerill-Sambre κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 3749).

( 9 ) Οδηγία της 15ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών (ΕΕ 1998, L 15, σ. 14).

( 10 ) Ο κοινοτικός νομοθέτης αποφάσισε να ανοίξει σταδιακά τον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών στην αγορά. Για τον σκοπό αυτό, εξέδωσε την οδηγία 97/67, με την οποία προέβλεψε τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλιστεί, αφενός, η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών και, αφετέρου, η διατήρηση καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών που να περιλαμβάνουν ένα ελάχιστο φάσμα υπηρεσιών και να προσφέρονται σε τιμή προσιτή προς όφελος όλων των χρηστών, όπου και αν ευρίσκονται εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η δημιουργία της εσωτερικής αγοράς των ταχυδρομικών υπηρεσιών επιτεύχθηκε με την οδηγία 2002/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 97/67/ΕΚ όσον αφορά το περαιτέρω άνοιγμα των κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών στον ανταγωνισμό (ΕΕ L 176, σ. 21), τον κανονισμό (ΕΚ) 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της , περί προσαρμογής στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου των διατάξεων των σχετικών με τις επιτροπές που επικουρούν την Επιτροπή στην άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της, οι οποίες προβλέπονται από πράξεις υποκείμενες στη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 284, σ. 1), καθώς και, ακόμη πιο πρόσφατα, την οδηγία 2008/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της , για την τροποποίηση της οδηγίας 97/67/ΕΚ σχετικά με την πλήρη υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ L 52, σ. 3).

( 11 ) Βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Cockerill-Sambre κατά Επιτροπής, (σκέψη 10) και απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 1990, C-180/88, Wirtschaftsvereinigung Eisen- und Stahlindustrie κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. I-4413, σκέψη 22).

( 12 ) Σκέψεις 58 έως 60.

( 13 ) Σκέψη 61.

( 14 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2000, C-154/99 Ρ, Politi κατά Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως (Συλλογή 2000, σ. I-5019, σκέψη 15).

( 15 ) Το γράμμα της διάταξης είναι πανομοιότυπο στο γερμανικό και στο αγγλικό κείμενο του κανονισμού 2868/95.

( 16 ) Ο κανόνας 62, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 διαφοροποιείται ως προς το σημείο αυτό από το άρθρο 79 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου και το άρθρο 100 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, σύμφωνα με τα οποία θεωρείται ότι επιδόθηκε στον παραλήπτη συστημένη ταχυδρομική επιστολή τη δέκατη ημέρα μετά την κατάθεσή της στο ταχυδρομείο του τόπου της έδρας του Δικαστηρίου, εκτός αν αποδεικνύεται με την απόδειξη παραλαβής ότι η παραλαβή έγινε σε άλλη ημερομηνία ή αν ο παραλήπτης πληροφορήσει τον γραμματέα, εντός τριών εβδομάδων από της ειδοποιήσεως με τηλεομοιοτυπία ή με άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας, ότι η επίδοση δεν πραγματοποιήθηκε (η υπογράμμιση δική μου).

( 17 ) Η ανάλυση αυτή δεν έχει ως αποτέλεσμα να στερείται ο κανόνας 70 του κανονισμού 2868/95 κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας. Έτσι, ο κανόνας αυτός παραμένει λυσιτελής για τον καθορισμό του χρονικού σημείου έναρξης της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής σε περίπτωση κοινοποίησης με άμεση επίδοση στους χώρους του γραφείου, κατά τον κανόνα 63 του κανονισμού αυτού, σύμφωνα με τον οποίο η κοινοποίηση μπορεί να γίνει στους χώρους του Γραφείου με άμεση επίδοση του εγγράφου στον παραλήπτη, ο οποίος πιστοποιεί την παραλαβή του.

( 18 ) Με την επιστολή αυτή, το Γραφείο εφιστούσε απλώς την προσοχή του παραλήπτη στο περιεχόμενο του άρθρου 63 του κανονισμού 40/94, σύμφωνα με το οποίο η προσφυγή κατά αποφάσεως τμήματος προσφυγών πρέπει να ασκηθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου.

( 19 ) Βλ., όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα, απόφαση της 15ης Μαΐου 2003, C-193/01 Ρ, Πιτσιόρλας κατά Συμβουλίου και ΕΚΤ (Συλλογή 2003, σ. I-4837).

( 20 ) Απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 1981, 122/79 και 123/79, Schiavo κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1981, σ. 473, σκέψη 22).

( 21 ) Απόφαση της 5ης Ιουνίου 1980, 108/79, Belfiore κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 233, σκέψη 3), και προπαρατεθείσα απόφαση Politi κατά Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως (σκέψη 15).

( 22 ) Σύμφωνα με τον κανόνα 64 του κανονισμού 2868/95, η κοινοποίηση με την εναπόθεση σε ταχυδρομική θυρίδα στο Γραφείο θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε την πέμπτη ημέρα μετά την εναπόθεση. Δυνάμει του κανόνα 65 του εν λόγω κανονισμού, η κοινοποίηση με τηλεομοιοτυπία θεωρείται ότι έχει λάβει χώρα την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης μέσω της συσκευής φαξ του παραλήπτη.