ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JÁN MAZÁK

της 12ης Ιουνίου 2008 ( 1 )

Υπόθεση C-47/07 P

Masdar (UK) Ltd

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως — Άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ — Αγωγή λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού της Κοινότητας — Προγράμματα κοινοτικής συνδρομής — Παρατυπίες του αντισυμβαλλομένου της Επιτροπής — Υπηρεσίες παρασχεθείσες από υπεργολάβο — Μη πληρωμή — Κίνδυνοι συμφυείς των οικονομικών δραστηριοτήτων — Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Υποχρέωση επιμέλειας της κοινοτικής διοίκησης»

I — Εισαγωγή

1.

Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η εταιρία Masdar (UK) Ltd (στο εξής: Masdar) ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πέμπτο τμήμα) της 16ης Νοεμβρίου 2006, στην υπόθεση T-333/03, Masdar (UK) κατά Επιτροπής ( 2 ) (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση), με την οποία απορρίφθηκε η ασκηθείσα βάσει των άρθρων 235 ΕΚ και 288 ΕΚ αγωγή αποζημιώσεως για τη ζημία που υποστήριξε ότι υπέστη η Masdar λόγω του ότι δεν πληρώθηκε για υπηρεσίες που παρέσχε στο πλαίσιο προγραμμάτων κοινοτικής συνδρομής. Η Masdar ζητεί από την Επιτροπή να της καταβάλει εντόκως το ποσό των 448947,78 ευρώ.

2.

Κατά τα ουσιώδη, η αίτηση αναιρέσεως εγείρει το ζήτημα αν το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι, υπό τα πραγματικά και νομικά στοιχεία της παρούσας υπόθεσης, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποχρεωθεί βάσει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού, της διοίκησης αλλοτρίων, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ή του καθήκοντος μέριμνας να αποζημιώσει τον υπεργολάβο του (κυρίου) αντισυμβαλλομένου της, ο οποίος δεν έλαβε αμοιβή από τον κύριο αντισυμβαλλόμενο για τις υπηρεσίες που παρέσχε στο πλαίσιο προγράμματος κοινοτικής συνδρομής.

II — Ιστορικό της διαφοράς

3.

Η προσβαλλομένη απόφαση εκθέτει ως εξής το ιστορικό της διαφοράς:

«2.

Στις αρχές του 1994 και στο πλαίσιο του κοινοτικού προγράμματος τεχνικής συνδρομής προς την κοινοπολιτεία ανεξαρτήτων κρατών (TACIS), συνήφθη η σύμβαση υπ’ αριθ. MO.94.01/01.01/B0002 μεταξύ της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον αναπληρωτή γενικό διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης (ΓΔ) “Εξωτερικές οικονομικές σχέσεις”, και της εταιρίας Helmico SA, εκπροσωπούμενης από τον διαχειριστή της. Η σύμβαση αυτή (στο εξής: μολδαβική σύμβαση) έφερε τον τίτλο “Συνδρομή για τη σύσταση ιδιωτικής ένωσης γεωργικών εκμεταλλεύσεων” και εντάχθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος TACIS/FD MOL 9401 (στο εξής: μολδαβικό σχέδιο).

3.

Τον Απρίλιο του 1996, η Helmico και η προσφεύγουσα συνήψαν σύμβαση με την οποία η Helmico ανέθεσε στη δεύτερη την παροχή ορισμένων από τις υπηρεσίες που προέβλεπε η μολδαβική σύμβαση.

4.

Στις 27 Σεπτεμβρίου 1996, συνήφθη μεταξύ της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον αναπληρωτή γενικό διευθυντή της ΓΔ “Εξωτερικές πολιτικές σχέσεις”, και της Helmico, εκπροσωπούμενης από τον διαχειριστή της, η σύμβαση TACIS υπ’ αριθ. RU 96-5276-00. Βάσει της συμβάσεως αυτής (στο εξής: ρωσική σύμβαση), η Helmico ανέλαβε την υποχρέωση να παράσχει υπηρεσίες εντός της Ρωσίας στο πλαίσιο του προγράμματος “Ομοσπονδιακό σύστημα πιστοποιήσεως και δοκιμής σπόρων” με τον αριθμό FD RUS 9502 (στο εξής: ρωσικό σχέδιο).

5.

Το Δεκέμβριο του 1996, η Helmico και η προσφεύγουσα συνήψαν σύμβαση υπεργολαβίας για το ρωσικό σχέδιο, στην ουσία πανομοιότυπη με τη συναφθείσα τον Απρίλιο του 1996 για το μολδαβικό σχέδιο.

6.

Στο τέλος του 1997, η προσφεύγουσα ανησύχησε με τις καθυστερήσεις πληρωμών της Helmico, η οποία προέβαλε τη δικαιολογία ότι οι καθυστερήσεις οφείλονται στην Επιτροπή. Η προσφεύγουσα επικοινώνησε με τις υπηρεσίες της Επιτροπής και πληροφορήθηκε ότι η Επιτροπή είχε εξοφλήσει όλα τα τιμολόγια της Helmico μέχρι εκείνη την ημερομηνία. Μετά από διεξοδικότερες έρευνες η προσφεύγουσα διαπίστωσε ότι η Helmico την είχε ενημερώσει καθυστερημένα ή εσφαλμένα για τα ποσά που είχε λάβει από την Επιτροπή. […]

7.

Στις 2 Οκτωβρίου 1998, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ ενός μέλους του διοικητικού συμβουλίου της Masdar και εκπροσώπων της Επιτροπής.

8.

Στις 5 Οκτωβρίου 1998, οι υπηρεσίες της Επιτροπής απέστειλαν στη Helmico επιστολή με τηλεομοιοτυπία. Στην επιστολή αυτή, η Επιτροπή δήλωσε ότι ανησυχεί διότι η διάσταση απόψεων μεταξύ των μελών της κοινοπραξίας Helmico ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά την ολοκλήρωση του ρωσικού σχεδίου και υπογράμμισε ότι αποδίδει μεγάλη σημασία στην τήρηση των όρων της ρωσικής σύμβασης και στην επιτυχία του ρωσικού σχεδίου. Ζήτησε από τη Helmico διαβεβαιώσεις υπό τη μορφή δήλωσης υπογραφόμενης τόσο από τη Helmico όσο και από την προσφεύγουσα που θα αναφέρει ότι οι δύο εταιρίες συμφωνούν απόλυτα για την τήρηση των όρων της ρωσικής σύμβασης και ότι το ρωσικό σχέδιο θα ολοκληρωθεί αισίως εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Η επιστολή διευκρινίζει ότι, αν η Επιτροπή δεν λάβει τη διαβεβαίωση αυτή πριν από τη Δευτέρα, 12 Οκτωβρίου 1998, προτίθεται να μετέλθει άλλα μέσα για να εξασφαλίσει την ολοκλήρωση του σχεδίου αυτού σύμφωνα με τους όρους της ρωσικής σύμβασης.

9.

Με τηλεομοιοτυπία της 6ης Οκτωβρίου 1998, η Helmico απάντησε στις υπηρεσίες της Επιτροπής ότι οι διαφορές απόψεων μεταξύ των μελών της κοινοπραξίας ρυθμίστηκαν και ότι δεν απειλείται η ολοκλήρωση του ρωσικού σχεδίου. Η απάντηση αυτή διευκρίνισε ότι τα μέλη της κοινοπραξίας συμφώνησαν ότι στο μέλλον όλες οι πληρωμές, περιλαμβανομένων και των τιμολογίων που εκκρεμούσαν ακόμη όσον αφορά το ρωσικό σχέδιο, θα γίνονταν σε τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας και όχι στον τραπεζικό λογαριασμό της Helmico. Η επιστολή ανέφερε επίσης τα ακόλουθα:

“Συμφωνήθηκε επίσης ότι η διαχείριση των συμβάσεων θα ανατεθεί σήμερα στον S., πρόεδρο της Masdar. Σας παρακαλούμε να μας γνωρίσετε το συντομότερο δυνατό αν δέχεστε τις μεταβολές αυτές.”

10.

Η επιστολή αυτή υπογράφεται από τον T. υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή της Helmico και έφερε την ακόλουθη χειρόγραφη ένδειξη: “Εγκρίθηκε, S., Masdar, 6 Οκτωβρίου 1998”.

11.

Πανομοιότυπη επιστολή, με την αυτή ημερομηνία, προσυπογραφόμενη από τον πρόεδρο της Masdar, απέστειλε η Helmico στην Επιτροπή σχετικά με τα καταβλητέα ποσά στο πλαίσιο της μολδαβικής σύμβασης.

12.

Στις 7 Οκτωβρίου 1998, η Helmico απέστειλε στην Επιτροπή δύο άλλες επιστολές, υπογραφόμενες από τον T. και προσυπογραφόμενες από τον S. στο όνομα της Masdar. […]

13.

Στις 8 Οκτωβρίου 1998, η Helmico απηύθυνε δύο επιστολές στους διαχειριστές των οικείων σχεδίων της υπηρεσίας “Συμβάσεις” της Επιτροπής για να τους ζητήσει να πραγματοποιήσουν όλες τις μέλλουσες πληρωμές στο πλαίσιο της ρωσικής και της μολδαβικής σύμβασης σε διαφορετικό λογαριασμό στο όνομα της Helmico στην Αθήνα. Οι επιστολές έληγαν με την ακόλουθη δήλωση:

“Η Helmico δεν μπορεί να ανακαλέσει τις παρούσες οδηγίες χωρίς την έγγραφη έγκριση του προέδρου της Masdar, S. Σας παρακαλούμε να ενημερώσετε τη Masdar για το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η διαδικασία πληρωμής και για την ημερομηνία κατά την οποία θα γίνουν οι πληρωμές.”

14.

Στις 8 Οκτωβρίου 1998, η Helmico και η προσφεύγουσα συνήψαν σύμβαση με την οποία έδωσαν την εξουσιοδότηση στον πρόεδρο της Masdar να μεταβιβάζει χρηματικά ποσά από τους δύο λογαριασμούς που αναφέρουν οι επιστολές της 7ης και της 8ης Οκτωβρίου 1998 προς την Επιτροπή.

15.

Στις 10 Νοεμβρίου 1998, η Επιτροπή εξέδωσε την έκθεση περατώσεως σχεδίου για το ρωσικό σχέδιο. Από τα έξι υπό εκτίμηση θέματα τέσσερα έλαβαν τον βαθμό “έξοχο”, ένα άλλο “καλό” και ένα άλλο “σύνολο ικανοποιητικό”. Στις 26 Φεβρουαρίου 1999, η Επιτροπή εξέδωσε την έκθεση περατώσεως σχεδίου για το μολδαβικό σχέδιο για το οποίο δύο από τα υπό εκτίμηση θέματα έλαβαν τον βαθμό “καλό” και τέσσερα άλλα “σύνολο ικανοποιητικό”.

16.

Τον Φεβρουάριο του 1999, οι υπάλληλοι της Επιτροπής άρχισαν λογιστικό έλεγχο του μολδαβικού και του ρωσικού σχεδίου. Ο έλεγχος του ρωσικού σχεδίου έληξε τον Απρίλιο του 1999. Ο έλεγχος του μολδαβικού σχεδίου δεν είχε λήξει τον Ιούλιο του 1999.

17.

Στις 29 Ιουλίου 1999, οι υπηρεσίες της Επιτροπής απηύθυναν επιστολή στην προσφεύγουσα στην οποία ανέφεραν ότι η Επιτροπή είχε πληροφορηθεί για οικονομικές παρατυπίες μεταξύ της Helmico και της προσφεύγουσας κατά την εκτέλεση της ρωσικής και της μολδαβικής σύμβασης και για τον λόγο αυτό ανέστειλε όλες τις πληρωμές που δεν είχε ακόμα πραγματοποιήσει και προέβη σε πλήρη λογιστικό έλεγχο προκειμένου να ερευνηθεί αν έγινε υπεξαίρεση κοινοτικών κονδυλίων στο πλαίσιο της εκτέλεσης της ρωσικής και της μολδαβικής σύμβασης. Γνωρίζοντας τις οικονομικές δυσχέρειες της προσφεύγουσας, η Επιτροπή την πληροφόρησε ότι θα προκατέβαλε, στο πλαίσιο του ρωσικού σχεδίου, 200000 ευρώ στον λογαριασμό της Helmico που μνημονεύεται στις οδηγίες που διαβίβασε η εταιρία αυτή στις 8 Οκτωβρίου 1998.

18.

Τον Αύγουστο του 1999, καταβλήθηκε το ποσό των 200000 ευρώ στον λογαριασμό αυτό και στη συνέχεια μεταβιβάστηκε στον λογαριασμό της προσφεύγουσας.

19.

Μεταξύ Δεκεμβρίου 1999 και Μαρτίου 2000, ο πρόεδρος της Masdar απέστειλε επιστολές σε διάφορους υπαλλήλους της Επιτροπής, καθώς και στο αρμόδιο για τις εξωτερικές σχέσεις μέλος της Επιτροπής, C. Patten. Μεταξύ των διαφόρων ζητημάτων που έθιξε ήταν και αυτό της πληρωμής των υπηρεσιών που είχε παράσχει η Masdar.

20.

Στις 22 Μαρτίου 2000, ο γενικός διευθυντής της κοινής υπηρεσίας εξωτερικών σχέσεων της Επιτροπής γνωστοποίησε στον πρόεδρο της Masdar με επιστολή τα ακόλουθα:

“Ύστερα από εντατικές διαβουλεύσεις (στις οποίες μελετήθηκαν διάφορες πιθανότητες και μεταξύ άλλων η τελική εκκαθάριση των δύο συμβάσεων με πρόσθετες πληρωμές υπέρ της Masdar, υπολογιζόμενες αναλόγως των εργασιών και των εξόδων που πραγματοποιήσατε), οι υπηρεσίες της Επιτροπής αποφάσισαν τελικά να προβούν στην ανάκτηση των χρημάτων που έχουν καταβάλει στη συμβαλλόμενη Helmico. Στο νομικό επίπεδο, κάθε πληρωμή που έγινε απευθείας στη Masdar (έστω και μέσω του τραπεζικού λογαριασμού της Helmico για τον οποίο έχετε εξουσιοδότηση) θα θεωρηθεί, σε περίπτωση αφερεγγυότητας της Helmico, συμπαιγνία εκ μέρους των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των πιστωτών της Helmico· επιπλέον, δεν είναι βέβαιον ότι, σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ Helmico και Masdar, τα χρήματα που κατέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα παραμείνουν οριστικά στη Masdar, όπως εύχεται η Επιτροπή.”

21.

Στις 23 Μαρτίου 2000, η Επιτροπή έγραψε στη Helmico για να της γνωστοποιήσει την άρνησή της να εξοφλήσει τα εκκρεμή τιμολόγια και της ζήτησε να επιστρέψει το συνολικό ποσό των 2091168,07 ευρώ. Η Επιτροπή έλαβε αυτή την πρωτοβουλία αφού διαπίστωσε ότι η Helmico είχε ενεργήσει δολίως κατά την εκτέλεση της μολδαβικής και της ρωσικής σύμβασης.

22.

Στις 31 Μαρτίου 2000, η προσφεύγουσα άσκησε αγωγή κατά της Helmico ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division, με την οποία ζήτησε την καταβολή της αμοιβής για τις υπηρεσίες που παρέσχε ως υπεργολάβος στο πλαίσιο της εκτέλεσης της μολδαβικής και της ρωσικής σύμβασης, συνολικού ποσού 453000 ευρώ.

23.

Στις 4 Απριλίου 2000, η Επιτροπή εξέδωσε έναντι της Helmico δύο εντολές εισπράξεως βάσει του άρθρου 28, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού [της 21ης Δεκεμβρίου 1977, που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 356, σ. 1)]. Τα έγγραφα αυτά κοινοποιήθηκαν στους δικηγόρους της προσφεύγουσας την 1η Φεβρουαρίου 2002 (βλέπε, κατωτέρω, σκέψη 36).

24.

Στις 15 Ιουνίου 2000, ο πρόεδρος της Masdar απηύθυνε τηλεομοιοτυπία στο αρμόδιο για τις εξωτερικές σχέσεις μέλος της Επιτροπής, στο οποίο δήλωσε:

“Πριν από 18 μήνες επισημάναμε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζαμε με τους εταίρους μας, την εταιρία Helmico, για τα δύο προαναφερθέντα σχέδια. Λάβαμε διαβεβαιώσεις ότι, αν συνεχίζαμε τα σχέδια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα φρόντιζε για την αμοιβή των υπηρεσιών μας. Συνεχίσαμε να χρηματοδοτούμε και να εκτελούμε τα δύο σχέδια στο όνομά σας με σημαντικά πρόσθετα έξοδα, παρά το γεγονός ότι είχαμε ήδη αντιληφθεί ότι η Helmico είχε εξαπατήσει τη Masdar και ότι τα ποσά αυτά πιθανώς δεν θα μπορούσαν να ανακτηθούν.”

25.

Η απάντηση του μέλους της Επιτροπής, με επιστολή της 25ης Ιουλίου 2000, επιβεβαιώνει τη θέση της Επιτροπής όπως εκφράστηκε με την από 22 Μαρτίου 2000 επιστολή.

26.

Στις 5 Φεβρουαρίου 2001, ο πρόεδρος της Masdar απηύθυνε εκ νέου τηλεομοιοτυπία στο αρμόδιο για τις εξωτερικές σχέσεις μέλος της Επιτροπής προβάλλοντας τα επιχειρήματα ότι, αφενός, η ενάγουσα ήταν μέρος στη ρωσική και μολδαβική σύμβαση που είχαν συναφθεί με την Επιτροπή και, αφετέρου, ότι, κατά τη σύσκεψη της 2ας Οκτωβρίου 1998, τον είχαν διαβεβαιώσει ότι θα πληρωνόταν αν συνέχιζε το ρωσικό και το μολδαβικό σχέδιο.

27.

Τον Απρίλιο του 2001, η ενάγουσα ήρθε σε επαφή με την Επιτροπή προκειμένου να εξετάσουν τη δυνατότητα να πληρωθεί απευθείας από την τελευταία για τις εργασίες που είχε πραγματοποιήσει και τιμολογήσει στη Helmico.

28.

Με επιστολή της 8ης Μαΐου 2001, το αρμόδιο για τις εξωτερικές σχέσεις μέλος της Επιτροπής επανέλαβε τη θέση της Επιτροπής, ότι η ενάγουσα δεν ήταν μέρος στη ρωσική και στη μολδαβική σύμβαση.

29.

Στις 21 Μαΐου 2001, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ των δικηγόρων της ενάγουσας και των υπηρεσιών της Επιτροπής προκειμένου να εξετάσουν τη δυνατότητα απευθείας αμοιβής της ενάγουσας για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες.

30.

Την 1η Αυγούστου 2001, οι δικηγόροι της ενάγουσας επανέλαβαν το αίτημα πληρωμής από την Επιτροπή. Η ενάγουσα ζήτησε την καταβολή του ποσού των 448947,78 ευρώ ή, επικουρικώς, του ποσού των 249314 ευρώ. Το πρώτο ποσό είναι αυτό που τιμολόγησε η Helmico προς την Επιτροπή και το οποίο δεν είχε καταβληθεί, ενώ το δεύτερο είναι το ποσό για τις εργασίες που πραγματοποιήθηκαν μετά την αποκάλυψη της απάτης.

31.

Στις 28 Αυγούστου 2001, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ των δικηγόρων της ενάγουσας και των υπηρεσιών της Επιτροπής για να εξεταστεί η δυνατότητα απευθείας αμοιβής της ενάγουσας για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες.

32.

Στις 10 Οκτωβρίου 2001, οι δικηγόροι της ενάγουσας διαβίβασαν στις υπηρεσίες της Επιτροπής αντίγραφο εκθέσεως που είχε καταρτιστεί το 1998. Το έγγραφο αυτό θα βοηθούσε τις υπηρεσίες της Επιτροπής να βρουν τα ίχνη των μελών του διοικητικού συμβουλίου της Helmico.32.

33.

Στις 16 Οκτωβρίου 2001, οι υπηρεσίες της Επιτροπής απάντησαν ότι οι πληροφορίες είχαν διαβιβαστεί στις αρμόδιες υπηρεσίες της ΓΔ “Προϋπολογισμός”, στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης και στη μονάδα “Οικονομικά και Συμβάσεις” που ασχολούνταν με τα προγράμματα TACIS και ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα προέβαιναν σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες αναζητήσεως των μελών του διοικητικού συμβουλίου της Helmico.

34.

Στις 16 Οκτωβρίου 2001, οι δικηγόροι της ενάγουσας πληροφόρησαν με επιστολή την Επιτροπή ότι υπήρχε μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και της ενάγουσας σιωπηρή συμφωνία κατά την οποία η Επιτροπή θα πλήρωνε την ενάγουσα από 8 Οκτωβρίου 1998, υπό τον όρον ότι η τελευταία θα φρόντιζε να ολοκληρωθούν το ρωσικό και το μολδαβικό σχέδιο. Τα κύρια επιχειρήματα που προβλήθηκαν με την επιστολή αυτή σκοπούσαν να αποδείξουν ότι η Επιτροπή είχε δεχτεί ότι η ενάγουσα είχε καταστεί ο κύριος αντισυμβαλλόμενος στο ρωσικό σχέδιο από το 1998. Η επιστολή κατέληξε με την ακόλουθη δήλωση:

“Σας παρακαλώ να μου γνωστοποιήσετε αν οι υπηρεσίες της Επιτροπής δέχονται το επιχείρημα που αναπτύσσεται με την παρούσα και ενδεχομένως αν είναι διατεθειμένες να προκαταβάλουν στη Masdar Ltd το ποσό των 279711,85 ευρώ εν αναμονή της λήξεως της διαδικασίας ανακτήσεως που έχει κινηθεί κατά της Helmico.”

35.

Τα επιχειρήματα που ανέπτυξαν οι δικηγόροι της ενάγουσας απορρίφθηκαν από τις υπηρεσίες της Επιτροπής με επιστολή της 13ης Νοεμβρίου 2001. Η επιστολή κατέληξε με την ακόλουθη δήλωση:

“Η Επιτροπή θα προβεί στην ανάκτηση από τους εκπροσώπους της Helmico των ποσών που έλαβε η εταιρία αυτή βάσει της εντολής εισπράξεως. Αναλόγως της εκβάσεως της διαδικασίας αυτής, θα μελετηθεί η λήψη νέων μέτρων όσον αφορά τη χρήση των ποσών που θα ανακτηθούν.”

36.

Την 1η Φεβρουαρίου 2002, με γραπτή απάντηση σε αίτημα που διατύπωσαν οι δικηγόροι της ενάγουσας, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διευκρίνισαν ότι είχαν εκδοθεί δύο εντολές εισπράξεως στις 4 Απριλίου 2000 έναντι της Helmico, η μία για τη μολδαβική σύμβαση για ποσό 1236200,91 ευρώ και η άλλη για τη ρωσική σύμβαση, για ποσό 854967,16 ευρώ, δηλαδή συνολικώς για 2091168,07 ευρώ.

37.

Με επιστολή της 27ης Φεβρουαρίου 2002 προς τις υπηρεσίες της Επιτροπής, οι δικηγόροι της ενάγουσας διαπίστωσαν ότι τα ποσά των δύο εντολών εισπράξεως αντιστοιχούσαν κατά προσέγγιση σ’ αυτά που εμφαίνει ο πίνακας των ποσών που είχε καταβάλει η Επιτροπή στη Helmico. Εξ αυτού συνήγαγαν ότι η Επιτροπή δεν έκρινε αναγκαίο να εκδώσει εντολές εισπράξεως για τα ποσά που είχε τιμολογήσει η Helmico στην Επιτροπή, αλλά που η τελευταία δεν είχε καταβάλει.

38.

Στις 11 Μαρτίου 2002, οι υπηρεσίες της Επιτροπής έγραψαν στους δικηγόρους της ενάγουσας και επιβεβαίωσαν ότι οι δύο εντολές εισπράξεως που εξέδωσαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής στις 4 Απριλίου 2000 έναντι της Helmico δεν κάλυπταν τα ποσά που είχε τιμολογήσει η Helmico προς την Επιτροπή, αλλά η τελευταία δεν είχε καταβάλει.

39.

Στις 17 Δεκεμβρίου 2002, η νομική υπηρεσία της Επιτροπής διαβίβασε στους δικηγόρους της ενάγουσας πίνακα των ποσών που είχε τιμολογήσει η Helmico προς την Επιτροπή, καθώς και τις ημερομηνίες, τα ποσά των πληρωμών και τα ποσά που δεν καταβλήθηκαν.

40.

Στις 18 Φεβρουαρίου 2003, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ των δικηγόρων της ενάγουσας και των υπηρεσιών της Επιτροπής.

41.

Στις 23 Απριλίου 2003, οι δικηγόροι της ενάγουσας απηύθυναν στις υπηρεσίες της Επιτροπής συστημένη επιστολή που κατέληγε με την ακόλουθη δήλωση:

“[…] Αν οι υπηρεσίες της Επιτροπής δεν είναι σε θέση να διατυπώσουν το αργότερο μέχρι τις 15 Μαΐου 2003 συγκεκριμένη πρόταση πληρωμής της πελάτιδάς μου για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες, θα ασκηθεί αγωγή κατά της Επιτροπής ενώπιον του Πρωτοδικείου βάσει των άρθρων 235 ΕΚ και 288 ΕΚ (πρώην άρθρα 178 και 215 της Συνθήκης ΕΚ).”

42.

Με τηλεομοιοτυπία της 15ης Μαΐου 2003, η Επιτροπή πρότεινε στους δικηγόρους της ενάγουσας να πραγματοποιηθεί σύσκεψη προκειμένου να συζητηθεί το ενδεχόμενο φιλικού διακανονισμού, στο πλαίσιο του οποίου η Επιτροπή θα κατέβαλε στην ενάγουσα το ποσό των 249314,35 ευρώ για τις εργασίες που πραγματοποιήθηκαν μετά την αποκάλυψη της απάτης της Helmico, αν η ενάγουσα αποδείκνυε την ύπαρξη συμφωνίας προβλέπουσας ότι θα πληρωνόταν απευθείας από την Επιτροπή αν ολοκλήρωνε το ρωσικό και το μολδαβικό σχέδιο.

43.

Με συστημένη επιστολή της 23ης Ιουνίου 2003, οι δικηγόροι της ενάγουσας απάντησαν στις υπηρεσίες της Επιτροπής ότι αρνούνται να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις στη βάση που προτείνει η Επιτροπή, εκθέτοντας αναλυτικά το αίτημα της ενάγουσας καθώς και τους όρους υπό τους οποίους θα δεχόταν να μετάσχει σε σύσκεψη.

44.

Τη συστημένη επιστολή ακολούθησε τηλεομοιοτυπία της 3ης Ιουλίου 2003, με την οποία οι δικηγόροι της ενάγουσας ζήτησαν την απάντηση της Επιτροπής ως προς τη δυνατότητα να διοργανωθεί πριν τις 15 Ιουλίου 2003 σύσκεψη με τους προτεινόμενους όρους και ότι, αν δεν πραγματοποιηθεί η σύσκεψη, θα ασκηθεί αγωγή ενώπιον του Πρωτοδικείου.

45.

Με επιστολή της 22ας Ιουλίου 2003, οι υπηρεσίες της Επιτροπής απάντησαν ότι δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν το αίτημα πληρωμής της ενάγουσας.»

III — Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η προσβαλλομένη απόφαση

4.

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 30 Σεπτεμβρίου 2003, η Masdar άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου αγωγή αποζημιώσεως προβάλλοντας αδικαιολόγητο πλουτισμό (αγωγή in rem verso), διοίκηση αλλοτρίων, παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και, τέλος, πταίσμα ή αμέλεια των υπηρεσιών της Επιτροπής που της προξένησαν ζημία.

5.

Οι διάδικοι δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε φιλικό διακανονισμό και το Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή, με την προσβαλλομένη απόφαση, και καταδίκασε τη Masdar στα δικαστικά έξοδα με σκεπτικό που μπορεί να συνοψισθεί ως εξής.

6.

Κατ’ αρχάς το Πρωτοδικείο παρέθεσε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Κοινότητα μπορεί, κατά πάγια νομολογία, να φέρει εξωσυμβατική ευθύνη βάσει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ τόσο λόγω παράνομης πράξης όσο και λόγω πράξης της οποίας δεν αποδεικνύεται ο παράνομος χαρακτήρας.

7.

Στη συνέχεια, παρατήρησε ότι το αίτημα αποζημιώσεως της Masdar που στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και στη διοίκηση αλλοτρίων θεμελιώνεται σε συστήματα εξωσυμβατικής ευθύνης που δεν προϋποθέτουν παράνομη συμπεριφορά εκ μέρους των οργάνων της Κοινότητας και ότι το αίτημα που στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και σε πταίσμα ή αμέλεια της Επιτροπής θεμελιώνεται στο σύστημα εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας λόγω παράνομης συμπεριφοράς.

8.

Στη συνέχεια το Πρωτοδικείο εξέτασε τα αιτήματα που στηρίζονται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και στη διοίκηση αλλοτρίων.

9.

Το Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι στις αρχές αυτές μπορεί να θεμελιωθεί αγωγή αποζημιώσεως και συνέχισε εξετάζοντας αν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της διοίκησης αλλοτρίων.

10.

Συναφώς, έκρινε ότι, υπό τα πραγματικά και νομικά στοιχεία της υπόθεσης, τα αιτήματα που στηρίζονται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό ή στη διοίκηση αλλοτρίων δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

11.

Το Πρωτοδικείο κατέληξε στην κρίση αυτή με το σκεπτικό ότι, κατά τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, οι αγωγές αυτές δεν μπορούν να ασκηθούν οσάκις το όφελος του πλουτήσαντος ή του κυρίου βρίσκει δικαιολογητικό έρεισμα σε κάποια σύμβαση ή υποχρέωση εκ του νόμου και ότι οι αγωγές αυτές δεν μπορούν κατά κανόνα να ασκηθούν παρά μόνον επικουρικά, δηλαδή οσάκις ο ζημιωθείς δεν διαθέτει άλλο μέσο παροχής έννομης προστασίας για να λάβει ό,τι του οφείλεται.

12.

Συναφώς, το Πρωτοδικείο περιέγραψε το συμβατικό πλαίσιο της υπόθεσης, δηλαδή τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ της Επιτροπής και της Helmico, αφενός, και μεταξύ της Helmico και της Masdar αφετέρου. Ειδικότερα, έκρινε ότι είναι αναμφισβήτητο ότι η Helmico υποχρεούται να καταβάλει αμοιβή για τις εργασίες που πραγματοποίησε η Masdar και να αναλάβει την ενδεχόμενη ευθύνη της μη πληρωμής και ότι η ενδεχόμενη αφερεγγυότητα της Helmico δεν δικαιολογεί επιβάρυνση της Επιτροπής με την ευθύνη αυτή.

13.

Το Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι ο ενδεχόμενος αδικαιολόγητος πλουτισμός της Επιτροπής ή η περιουσιακή ελάττωση της ενάγουσας δεν μπορούν να θεωρηθούν αδικαιολόγητοι εφόσον πηγάζουν από το υπάρχον συμβατικό πλαίσιο.

14.

Ομοίως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις ασκήσεως της αγωγής αστικού δικαίου της διοικήσεως αλλοτρίων. Συναφώς, θεώρησε ότι η εκτέλεση από τη Masdar των συμβατικών υποχρεώσεών της έναντι της Helmico δεν μπορεί ευλόγως να χαρακτηριστεί ως αφιλοκερδής παρέμβαση στις υποθέσεις τρίτου, εφόσον η Masdar είχε έρθει σε επαφή με τις υπηρεσίες της Επιτροπής πριν συνεχίσει την εκτέλεση των σχεδίων, και θεώρησε, επίσης, ότι τα επιχειρήματα της Masdar δεν συμβιβάζονται με τις αρχές της διοίκησης αλλοτρίων, η οποία δεν νοείται παρά μόνον αν ο κύριος αγνοεί την ενέργεια του διοικούντος.

15.

Το Πρωτοδικείο πρόσθεσε ότι η Masdar δεν απέδειξε ότι υπέστη ασυνήθη ή ειδική ζημία που υπερβαίνει τα όρια των οικονομικών και εμπορικών κινδύνων που είναι συμφυή στη δραστηριότητά της, για να καταλήξει στην κρίση ότι τα αιτήματα αποζημιώσεως που στηρίζονται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και στη διοίκηση αλλοτρίων είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

16.

Στη συνέχεια, σχετικά με τον ισχυρισμό περί παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, το Πρωτοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν με την αιτιολογία ότι, κατά την κρίση του, από την εξέταση των προσκομισθέντων στοιχείων δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή έδωσε σαφείς διαβεβαιώσεις ικανές να δημιουργήσουν στην ενάγουσα βάσιμες προσδοκίες που θα της έδιναν το δικαίωμα να επικαλεστεί την αρχή αυτή.

17.

Επιπλέον, το Πρωτοδικείο απέρριψε ως αβάσιμα τα επιχειρήματα που άντλησε η Masdar από το φερόμενο πταίσμα ή την αμέλεια της Επιτροπής κρίνοντας, κατά τα ουσιώδη, ότι δεν ευρίσκουν έρεισμα στην προβαλλομένη υποχρέωση επιμέλειας και ότι δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράβασης της προβληθείσας υποχρέωσης και της προβληθείσας ζημίας.

18.

Τέλος, το Πρωτοδικείο απέρριψε και το αίτημα ακροάσεως μάρτυρα της Masdar —συγκεκριμένα του W, διοικητικού συμβούλου της Masdar— προκειμένου να προσδιοριστούν τα διαμειφθέντα κατά τη σύσκεψη της 2ας Οκτωβρίου 1998. Συναφώς, έκρινε ότι ακόμη και αν η μαρτυρική κατάθεση αποδείκνυε, όπως υποστήριξε η Masdar, την ύπαρξη κοινής βούλησης της Επιτροπής και της Masdar να ολοκληρώσει η Masdar τα εν λόγω σχέδια, αυτό δεν θα αρκούσε για να αποδείξει στοιχεία σαφή, απαλλαγμένα αιρέσεων και συγκλίνοντα ως προς το ότι η Επιτροπή ανέλαβε την υποχρέωση να αμείβει την ενάγουσα απευθείας από την ημερομηνία εκείνη.

IV — Αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

19.

Η Masdar ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την προσβαλλομένη απόφαση·

να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 448947,78 ευρώ που ζήτησε η ενάγουσα πρωτοδίκως ή, επικουρικώς, το ποσό των 249314,35 ευρώ ή οποιοδήποτε άλλο ποσό κατά την κρίση του και δη εντόκως·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της παρούσας και της πρωτοβάθμιας διαδικασίας.

20.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

επικουρικώς, σε περίπτωση μερικής ή ολικής αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, να απορρίψει το αίτημα αποζημιώσεως της αναιρεσείουσας·

να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της παρούσας και της πρωτοβάθμιας διαδικασίας·

επικουρικώς, αν το Δικαστήριο αποφανθεί υπέρ της αναιρεσείουσας, να την καταδικάσει στο ένα τρίτο των εξόδων που πραγματοποίησε στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας δίκης.

V — Η αίτηση αναιρέσεως

Α — Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

21.

Πριν αρχίσω την ανάλυση των αιτιάσεων που προβάλλει η Masdar θεωρώ σκόπιμο να διατυπώσω ορισμένες παρατηρήσεις.

22.

Όσον αφορά, πρώτον, το πλαίσιο της υπόθεσης θα παρατηρήσω ότι, όπως επιβεβαίωσε ρητά η Masdar κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην παρούσα δίκη, οι διάδικοι δεν διαφωνούν ως προς το ότι δεν υπάρχει άμεση συμβατική σχέση μεταξύ της Masdar και της Επιτροπής και ότι οι συμβατικές σχέσεις για την παροχή υπηρεσιών στο πλαίσιο των επιδίκων προγραμμάτων κοινοτικής συνδρομής υπήρχαν μόνο μεταξύ Helmico και Επιτροπής, αφενός, και μεταξύ Helmico και Masdar, αφετέρου.

23.

Όπως όμως προκύπτει από τα στοιχεία που προσκόμισαν οι διάδικοι, η Helmico, η οποία οφείλει στη Masdar την αμοιβή για την παροχή υπηρεσιών που της ανέθεσε καθ’ υπεργολαβία, πρέπει να θεωρηθεί αφερέγγυα και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της δεν μπορούν να βρεθούν. Η ένδικη διαδικασία που κίνησε η Masdar ενώπιον των αγγλικών και ουαλικών δικαστηρίων, που ορίζονται από τις συμβάσεις υπεργολαβίας ως αρμόδια για την επίλυση ενδεχομένων συμβατικών διαφορών, προκειμένου να λάβει από τη Helmico τα οφειλόμενα έχει ανασταλεί επ’ αόριστον.

24.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η Masdar άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου αγωγή κατά της Επιτροπής και ζήτησε αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη, και συγκεκριμένα την αμοιβή των υπηρεσιών που παρέσχε ( 3 ), εντόκως.

25.

Όπως παρατήρησε η ίδια η Masdar κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην παρούσα υπόθεση, η αιτίαση αυτή εις βάρος της Επιτροπής στηρίζεται βασικά σε δύο είδη επιχειρημάτων: πρώτον, η Επιτροπή τής έδωσε διαβεβαιώσεις ως προς την αμοιβή των παρεχομένων υπηρεσιών και, δεύτερον, ακόμη και αν δεν δόθηκαν διαβεβαιώσεις, η Επιτροπή έφερε εξωσυμβατική ευθύνη κυρίως λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού και διοικήσεως αλλοτρίων.

26.

Συναφώς, θα παρατηρήσω ότι, όπως τόνισαν σαφώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση οι διάδικοι, δεν αμφισβητείται εν προκειμένω, όπως παρατήρησε και το Πρωτοδικείο με την προσβαλλομένη απόφαση, ότι μπορεί κατ’ αρχήν να στηριχθεί αγωγή αποζημιώσεως στις προαναφερθείσες αρχές, τις οποίες το Πρωτοδικείο, με την προσβαλλομένη απόφαση, και οι διάδικοι κατέταξαν στους κανόνες περί εξωσυμβατικής ευθύνης. Κατά συνέπεια, η ύπαρξη στην κοινοτική έννομη τάξη των αρχών που επικαλείται η Masdar δεν αμφισβητείται καθ’ εαυτή ούτε αποτελεί αντικείμενο συζητήσεως εν προκειμένω.

27.

Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως στρέφεται μάλλον γύρω από το ζήτημα αν το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι εν πάση περιπτώσει τα περιστατικά της υπόθεσης ήταν τέτοια ώστε δεν μπορούσε να ευδοκιμήσει η αγωγή που άσκησε η Masdar βάσει των αρχών αυτών.

28.

Ειδικότερα, η Masdar προβάλλει με την αίτηση αναιρέσεως επτά λόγους αναιρέσεως.

29.

Με τον πρώτο λόγο η Masdar υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας ότι η Masdar απλώς ενήργησε σύμφωνα με τις συμβατικές υποχρεώσεις που είχε έναντι της Helmico, και, με το σκεπτικό αυτό, απέρριψε τα αιτήματα που στηρίχθηκαν στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και στη διοίκηση αλλοτρίων. Με τον δεύτερο λόγο υποστηρίζει ότι, ανεξάρτητα από το ζήτημα αυτό, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη διότι δεν έλαβε υπόψη τις εξουσίες ανακτήσεως της Επιτροπής ούτε τον τρόπο κατά τον οποίο άσκησε η Επιτροπή τις εξουσίες αυτές. Ο τρίτος λόγος στρέφεται κατά του σκεπτικού με το οποίο το Πρωτοδικείο απέκλεισε τον αφιλοκερδή χαρακτήρα της παρέμβασης της Masdar, ότι δηλαδή η Επιτροπή ήταν σε θέση να διοικήσει η ίδια το σχέδιο και ότι ο διοικητής πρέπει οπωσδήποτε να ενεργεί εν αγνοία του κυρίου. Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως η Masdar επισημαίνει την ασυνέπεια στο σκεπτικό που παραθέτει το Πρωτοδικείο σχετικά με τους ισχυρισμούς του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της διοίκησης αλλοτρίων, αφενός, και με την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αφετέρου. Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως η Masdar υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, απορρίπτοντας το αίτημα που διατύπωσε με βάση την ευθύνη εξ αμελείας ή εξ αδικοπραξίας, θεώρησε εσφαλμένως ότι τα επιχειρήματα της Masdar εμφάνιζαν κενά. Τέλος, με τον έκτο και τον έβδομο λόγο αναιρέσεως η Masdar υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο εσφαλμένα έκρινε ότι η ίδια δεν έλαβε καμιά διαβεβαίωση εκ μέρους της Επιτροπής.

30.

Θα συνεξετάσω τον πρώτο, τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως διότι αναφέρονται και οι τρεις στο ερώτημα που στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και στη διοίκηση αλλοτρίων. Θα συνεκδικάσω, επίσης, και τον έκτο και έβδομο λόγο διότι αμφότεροι αμφισβητούν την κρίση του Πρωτοδικείου ότι η Επιτροπή δεν έδωσε καμιά διαβεβαίωση και συνεπώς απέρριψε τον ισχυρισμό περί παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Εξάλλου θα εξετάσω αυτούς τους δύο λόγους πριν από τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως με τον οποίο η Masdar υποστηρίζει ότι το σκεπτικό αυτό του Πρωτοδικείου δεν συμβιβάζεται με το σκεπτικό που αφορά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και τη διοίκηση αλλοτρίων.

Β — Λόγοι αναιρέσεως

1. Ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως που αφορούν το σκεπτικό που αφιέρωσε το Πρωτοδικείο στο αίτημα το στηριζόμενο στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και στη διοίκηση αλλοτρίων

α) Κύρια επιχειρήματα

31.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως η Masdar υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας στις σκέψεις 98, 99 και 101 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η ίδια ενήργησε απλώς βάσει των συμβατικών υποχρεώσεων που είχε έναντι της Helmico. Αφού δέχτηκε στις σκέψεις 146 έως 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η Masdar δεν ήταν διατεθειμένη, κατά τη σύσκεψη της 2ας Οκτωβρίου 1998, να συνεχίσει την εκτέλεση των συμβάσεών της με τη Helmico, το Πρωτοδικείο όφειλε να εξετάσει αν η Masdar εξακολουθούσε να έχει νομική υποχρέωση να συνεχίσει την εκτέλεση των συμβάσεων υπεργολαβίας. Κατά το αγγλικό δίκαιο, η απάτη που διέπραξε η Helmico και η σημαντική παράλειψη πληρωμής προς τη Masdar συνιστούσαν αρκούντως σοβαρή παράβαση που της επέτρεπαν να θεωρεί ότι οι συμβάσεις είχαν λυθεί και να εναγάγει τη Helmico για να λάβει τα οφειλόμενα ποσά καθώς και αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη λόγω της μη εκτέλεσης των συμβατικών υποχρεώσεων. Το γεγονός ότι δεν έλαβε υπόψη τη δυνατότητα της Masdar να λύσει τη σύμβαση υπεργολαβίας συνιστά διαδικαστική πλημμέλεια.

32.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως η Masdar υποστηρίζει ότι, ανεξάρτητα από το ζήτημα αν ενήργησε σύμφωνα με τις συμβατικές υποχρεώσεις της έναντι της Helmico, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη διότι δεν έλαβε υπόψη, όταν εξέτασε το ζήτημα αν η Επιτροπή κατέστη πλουσιότερη αδικαιολογήτως, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ήταν συνήθης συμβαλλόμενος λόγω των εξουσιών ανακτήσεως που της παρέχει ο δημοσιονομικός κανονισμός της 21ης Δεκεμβρίου 1977 που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ο οποίος της δίνει τη δυνατότητα να απογυμνώσει προϋπάρχουσες συμβατικές σχέσεις από κάθε περιεχόμενο. Η Masdar παρατηρεί ειδικότερα ότι, με το σύνολο του σκεπτικού βάσει του οποίου απέρριψε τα αιτήματα που η αναιρεσείουσα είχε στηρίξει στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και τη διοίκηση αλλοτρίων, το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η Επιτροπή περίμενε μέχρι τον Απρίλιο του 2000 για να εκδώσει το ένταλμα εισπράξεως κατά της Helmico αφού η Masdar είχε ολοκληρώσει τις εργασίες.

33.

Τέλος, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Masdar αμφισβητεί ειδικότερα ορισμένες πτυχές του σκεπτικού που αφιερώνει το Πρωτοδικείο στη διοίκηση αλλοτρίων. Κατά την άποψή της, η συλλογιστική που παρατίθεται στις σκέψεις 101 έως 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τη διοίκηση αλλοτρίων είναι ασυνάρτητη και δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά περιστατικά.

34.

Πρώτον, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας ότι η Masdar δεν ενήργησε αφιλοκερδώς. Συναφώς, υποστηρίζει ότι οι υποχρεώσεις της έναντι της Helmico είχαν λήξει και το γεγονός και μόνον ότι η Masdar είχε επικοινωνήσει με τις υπηρεσίες της Επιτροπής τον Οκτώβριο του 1998 δεν σημαίνει ότι οι μεταγενέστερες ενέργειες δεν μπορούσαν να είναι αφιλοκερδείς, δεδομένου ότι στη σύσκεψη της 2ας Οκτωβρίου 1998 δεν καταρτίστηκε κανένα επίσημο έγγραφο.

35.

Δεύτερον, αμφισβητεί την κρίση ότι η Επιτροπή ήταν σε θέση να διοικήσει η ίδια τα σχέδια. Είναι κοινώς γνωστό ότι η Επιτροπή αναθέτει σε εξωτερικούς συμβαλλομένους σχέδια όπως τα επίδικα εν προκειμένω ακριβώς διότι δεν έχει η ίδια τα μέσα για να τα πραγματοποιήσει. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν ενημέρωσε την ενάγουσα ότι θέτει τέρμα στη σύμβαση και ότι θα επεδίωκε να βρει άλλο αντισυμβαλλόμενο.

36.

Τρίτον, η Masdar υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο κακώς έκρινε ότι δεν χωρεί διοίκηση αλλοτρίων οσάκις ο κύριος έχει επίγνωση της ανάγκης για ενέργεια. Ναι μεν σε πολλές περιπτώσεις διοικήσεως αλλοτρίων ο κύριος αγνοεί την ανάγκη ενέργειας για να αποτρέψει την απώλεια που θα υποστεί, πλην όμως δεν βλέπω για ποιο λόγο θα πρέπει να αγνοεί την ανάγκη αυτή.

37.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και, εν πάση περιπτώσει, προδήλως αβάσιμος. Παρατηρεί ότι η Masdar ουδέποτε υποστήριξε ενώπιον του Πρωτοδικείου ότι έλυσε τις συμβάσεις με τη Helmico, ενώ εξάλλου προκύπτει σαφώς από τη δικογραφία ότι στην πραγματικότητα δεν τις έλυσε. Βεβαίως, στο αγγλικό δίκαιο, η βαριά παράβαση δίνει το δικαίωμα στον συμβαλλόμενο που τήρησε τις υποχρεώσεις του να λύσει τη σύμβαση πλην όμως η λύση δεν επέρχεται μόνο με την παράβαση αυτή. Εξάλλου, δεν μπορεί να υποστηριχτεί ότι το Πρωτοδικείο δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος αυτού, δεδομένου ότι διαπίστωσε, στη σκέψη 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Masdar συνέχιζε την εκτέλεση των συμβάσεων με τη Helmico.

38.

Όσον αφορά τα επιχειρήματα περί εξουσιών εισπράξεώς της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο απάντησε σε όλα τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν σχετικά με τον ισχυρισμό ότι κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη. Η αγωγή που ασκήθηκε λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν μπορούσε να ευδοκιμήσει εφόσον το κέρδος που αποκόμισε η Επιτροπή απέρρεε από τη σύμβασή της με τη Helmico και εφόσον η Masdar ήταν υποχρεωμένη να ενεργήσει σύμφωνα με τη σύμβαση υπεργολαβίας με την τελευταία.

39.

Τέλος, αντικρούοντας τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή παρατηρεί ειδικότερα ότι η κρίση ότι ήταν σε θέση να διοικήσει τις υποθέσεις της είναι πραγματικό ζήτημα που δεν μπορεί να ανακινηθεί στο πλαίσιο της αναιρέσεως και ότι, εν πάση περιπτώσει, η διαπίστωση στις σκέψεις 97 και επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δηλαδή η Masdar ενήργησε στο πλαίσιο των συμβάσεών της με τη Helmico, αρκεί για να απορριφθούν τα επιχειρήματα περί διοικήσεως αλλοτρίων.

β) Εκτίμηση

40.

Πρώτον θα υπενθυμίσω ότι στην κοινοτική έννομη τάξη η διαδικασία αναιρέσεως του άρθρου 225 ΕΚ δεν έχει σκοπό να προκαλέσει γενική επανεξέταση από το Δικαστήριο της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου.

41.

Συγκεκριμένα, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως περιορίζεται στην αξιολόγηση της νομικής λύσεως που δόθηκε σχετικά με τους ισχυρισμούς που συζητήθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας ( 4 ). Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξετάσει μόνον αν η επιχειρηματολογία που περιέχεται στην αίτηση αναιρέσεως προσδιορίζει ένα νομικό σφάλμα που φέρεται ότι έχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ( 5 ). Συναφώς, από τα άρθρα 225 ΕΚ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να αναφέρει με ακριβή τρόπο τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που με συγκεκριμένο τρόπο υποστηρίζουν το αίτημα αυτό ( 6 ).

42.

Κατά συνέπεια δεν θα αξιολογήσω εδώ την ανάλυση του Πρωτοδικείου όσον αφορά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και τη διοίκηση αλλοτρίων, στα οποία αναφέρονται βασικά οι τρεις πρώτοι λόγοι αναιρέσεως, και, ειδικότερα, την εφαρμογή του σε σχέση με την ευθύνη χωρίς πταίσμα ( 7 ), δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό δεν ανακινείται στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως ( 8 ).

43.

Θεωρώ πάντως σκόπιμο πριν εξετάσω το βάσιμο των λόγων αναιρέσεως που προβάλλει η Masdar, να διατυπώσω ορισμένες γενικές παρατηρήσεις όσον αφορά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και τη διοίκηση αλλοτρίων για να τοποθετήσω στο οικείο πλαίσιο τα επικρινόμενα στοιχεία του σκεπτικού του Πρωτοδικείου.

44.

Όσον αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη, το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ υποχρεώνει την Κοινότητα να αποκαθιστά τις ζημίες που προξενούν τα όργανά της, «σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών».

45.

Όπως αναγνωρίζει η ίδια η Masdar στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι οι αρχές που διέπουν την εξωσυμβατική ευθύνη, που εφαρμόζονται από τον κοινοτικό δικαστή, πρέπει –ή μάλιστα είναι δυνατόν– να αντιστοιχούν ακριβώς με αυτές που ισχύουν στα δίκαια των κρατών μελών ή ότι θα μπορούσαν κατά κάποιο τρόπο να συναχθούν «μηχανικά», ως κοινοί παρονομαστές, από τις αρχές αυτές ( 9 ). Συνεπώς, σε κάποιο μέτρο, όπως ισχύει κατά κανόνα για τις γενικές αρχές του δικαίου ως πηγή δικαίου, εφόσον δεν υπάρχει νομολογία, η συζήτηση περί του ακριβούς περιεχομένου κάποιας αρχής ισοδυναμεί με συζήτηση περί της μορφής ενός φαντάσματος. Η λύση που δέχεται το Δικαστήριο στο πλαίσιο του άρθρου 288 ΕΚ πρέπει πάντως να εμπνέεται από τα βασικά χαρακτηριστικά των οικείων εννοιών που υπάρχουν στις εθνικές έννομες τάξεις, προσαρμοσμένα ενδεχομένως για να ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου.

46.

Κατόπιν αυτού, όσον αφορά τα αιτήματα που στηρίζονται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και στη διοίκηση αλλοτρίων που προβάλλει η Masdar εν προκειμένω, η σύγκριση των εννόμων τάξεων των κρατών μελών δείχνει ότι υπάρχει μεγάλη ανομοιομορφία στην αναγνώριση και στην εφαρμογή τους.

47.

Γενικά, πάντως, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε πολύ διστακτική την προσέγγιση των νομικών συστημάτων των κρατών μελών σ’ αυτό το σημείο και αυτό ισχύει περισσότερο για τη διοίκηση αλλοτρίων παρά για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ενώ η πρώτη αρχή, ειδικότερα, είναι μάλιστα άγνωστη σε ορισμένες έννομες τάξεις, μπορούμε να πούμε ότι, εκεί όπου οι αρχές αυτές υπάρχουν ως βάση ευθύνης, δεν είναι κατά κανόνα δυνατή η επίκλησή τους παρά μόνον υπό αυστηρές προϋποθέσεις και κατά δεύτερο λόγο. Κατά κανόνα, οι αγωγές ή οι αρχές αυτές επιδιώκουν να πληρώσουν νομικά κενά και λειτουργούν ως έσχατα μέσα υπαγορευόμενα από γενικές θεωρήσεις δικαιοσύνης, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο σε πολλές περιπτώσεις αναγνωρίστηκαν και αναπτύχθηκαν κυρίως από τη νομολογία.

48.

Ομοίως, η ευθύνη που στηρίζεται στις αρχές αυτές είναι κατά κανόνα αυστηρά δευτερεύουσα της εξωσυμβατικής ευθύνης. Συγκεκριμένα, το περιεχόμενο των αρχών τόσο του αδικαιολόγητου πλουτισμού όσο και της διοίκησης αλλοτρίων ως νομικής βάσεως της ευθύνης διαπνέεται κατά κανόνα, στα οικεία κράτη μέλη, από τον στόχο της διαφυλάξεως της αρχής ότι μια σύμβαση δεν μπορεί κατά κανόνα να παράσχει δικαιώματα ή να ιδρύσει υποχρεώσεις έναντι τρίτων (αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συμβάσεων), και, γενικότερα, της ασφάλειας δικαίου.

49.

Κατά συνέπεια, η ύπαρξη συμβατικής σχέσης απαγορεύει κατά κανόνα την επίκληση του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεδομένου ότι, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η εκτέλεση δεν θεωρείται ως «αδικαιολόγητη», και, επιπλέον, αυτό αντιφάσκει με τον αφιλοκερδή και ανιδιοτελή χαρακτήρα της διοίκησης αλλοτρίων που χαρακτηρίζει, γενικά, την έννοια της διοίκησης αλλοτρίων.

50.

Επιπλέον, όσον αφορά ειδικότερα την επίδικη εν προκειμένω συμβατική σχέση (τριγωνική), στη μεγάλη πλειονότητα των κρατών μελών και για διάφορους λόγους, μεταξύ άλλων και για θεωρήσεις ως προς την αιτιώδη συνάφεια, ένας υπεργολάβος σε περίπτωση παρόμοια με τη Masdar δεν θεωρείται ότι δικαιούται με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ή τη διοίκηση αλλοτρίων το ευεργέτημα άμεσης αποζημίωσης από το μέρος που ανέλαβε υποχρεώσεις έναντι του κυρίου συμβαλλομένου, δηλαδή έναντι του μέρους που βρίσκεται σε περίπτωση παρόμοια με την Επιτροπή εν προκειμένω.

51.

Στο πλαίσιο αυτό, η ανάλυση του Πρωτοδικείου υπήρξε κατά τη γνώμη μου ουσιαστικά συνεπής με τα βασικά χαρακτηριστικά του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της διοίκησης αλλοτρίων που απαντούν στα δίκαια των κρατών μελών, όταν έκρινε, με τη συλλογιστική που παρέθεσε λεπτομερώς στις σκέψεις 96 έως 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι προϋποθέσεις για την άσκηση αγωγής βάσει των αρχών αυτών δεν συντρέχουν σε περίπτωση όπως η παρούσα.

52.

Το κύριο σκεπτικό, που παρατίθεται στις σκέψεις 97 και 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήταν ότι μια τέτοια υπόθεση πρέπει να αξιολογηθεί κατ’ αρχήν στο πλαίσιο των οικείων συμβατικών υποχρεώσεων, συνεπώς στο επίπεδο της συμβατικής ευθύνης.

53.

Στο πλαίσιο αυτό θα παρατηρήσω ειδικότερα, σχετικά με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως της Masdar, ότι η Masdar δεν υποστηρίζει ότι οι οικείες συμβάσεις υπεργολαβίας με τη Helmico είχαν λυθεί ή ήταν άκυρες όταν συνέχισε την εκτέλεσή τους. Η Masdar υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι, λαμβανομένης υπόψη της παράβασης της Helmico, είχε το δικαίωμα να λύσει τη σύμβαση και ότι το Πρωτοδικείο όφειλε να εξετάσει αν εξακολουθούσε να δεσμεύεται νομικώς να συνεχίσει την εκτέλεση της σύμβασης.

54.

Ακόμη και αν η παράλειψη εκτελέσεως από τη Helmico των συμβατικών της υποχρεώσεων έδινε το δικαίωμα στη Masdar να παύσει να παρέχει τις επίδικες υπηρεσίες και να λύσει τη σύμβαση, εν προκειμένω δεν είναι αυτό το κύριο στοιχείο. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η σχέση μεταξύ Masdar και Helmico διεπόταν πάντα από τις συμβάσεις υπεργολαβίας που είχαν συνάψει, δεδομένου ότι η παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων ως τοιαύτη, που εν προκειμένω συνίσταται στη μη πληρωμή εκ μέρους της Helmico, δεν λύει τη σύμβαση αλλ’ έχει ως αποτέλεσμα ότι θεμελιώνει τη συμβατική ευθύνη του παραβαίνοντος συμβαλλομένου, όπως ορθώς τόνισε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

55.

Δεδομένου ότι η ευθύνη που στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και στη διοίκηση αλλοτρίων είναι δευτερεύουσα σε σχέση με τη συμβατική ευθύνη, όπως ορθά έκρινε το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 97 έως 100, μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε νομική πλάνη, να απορρίψει το αίτημα που είχε προβάλει η Masdar βάσει των αρχών αυτών, παρά την ενδεχόμενη δυνατότητα της Masdar να λύσει τις συμβάσεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη παραλείποντας να λάβει υπόψη την ευχέρεια της Masdar να λύσει τις συμβάσεις.

56.

Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

57.

Όσον αφορά πάντως την αιτίαση ότι το Πρωτοδικείο, εξετάζοντας το αίτημα που στηρίχθηκε στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και στη διοίκηση αλλοτρίων, όφειλε να λάβει υπόψη τις εξουσίες ανακτήσεως που παρέχει στην Επιτροπή ο δημοσιονομικός κανονισμός, δεν βλέπω πώς το στοιχείο αυτό μπορεί να επηρεάσει την εκτίμηση των αιτημάτων αυτών.

58.

Όπως προκύπτει σαφώς από τις σκέψεις 99 και 100 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο δεν δέχθηκε ότι οι αρχές αυτές μπορούν να εφαρμοστούν κυρίως για τον λόγο ότι, λόγω της συμβατικής φύσεως των παρασχεθεισών υπηρεσιών –η Επιτροπή αποκόμισε όφελος από τη σύμβασή της με τη Helmico και η Masdar ενήργησε στο πλαίσιο συμβάσεως υπεργολαβίας με την τελευταία– δεν υπάρχει αδικαιολόγητος πλουτισμός της Επιτροπής και δεν θεμελιώνεται εξαιρετική ευθύνη λόγω διοικήσεως αλλοτρίων.

59.

Επιπλέον, και αντίθετα με τους ισχυρισμούς της Masdar, λαμβανομένου υπόψη του σχετικού αποτελέσματος των συμβάσεων, δεν μπορεί να υποστηριχθεί, όπως ορθά παρατήρησε η Επιτροπή, ότι τα εντάλματα εισπράξεως που εκδόθηκαν εις βάρος της Helmico απογυμνώνουν από κάθε περιεχόμενο τη συμβατική σχέση μεταξύ Masdar, υπεργολάβου, και Helmico, αντισυμβαλλομένης.

60.

Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

61.

Όσον αφορά, τέλος, τις ειδικές νομικές πλάνες στις οποίες φέρεται ότι υπέπεσε το Πρωτοδικείο ως προς τον τρόπο εφαρμογής της αρχής της διοίκησης αλλοτρίων, στις σκέψεις 101 έως 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, όπως ορθά έκρινε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 100 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αρχή αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει βάση ευθύνης παρά μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις ( 10 ).

62.

Στο πλαίσιο αυτό, πρώτο το Πρωτοδικείο ορθά έκρινε κατά τη γνώμη μου, στη σκέψη 101 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εκτέλεση από την αναιρεσείουσα των συμβατικών υποχρεώσεών της έναντι της Helmico δεν μπορεί βασίμως να χαρακτηριστεί ως αφιλοκερδής παρέμβαση στις υποθέσεις τρίτου. Γενικότερα, η δυνατότητα της Masdar να λύσει τις συμβάσεις που είχε συνάψει με τη Helmico δεν αρκεί να χαρακτηρίσει ως αφιλοκερδή την παροχή των υπηρεσιών της Masdar.

63.

Δεύτερον, στο πλαίσιο της διαχείρισης σχεδίων όπως τα επίδικα εν προκειμένω, όσον αφορά τη διοίκηση αλλοτρίων, το ζήτημα αν η Επιτροπή ήταν ικανή να εκτελέσει η ίδια τα σχέδια δεν ασκεί επιρροή δεδομένου ότι, υπό κανονικές συνθήκες, τέτοιου είδους σχέδια υλοποιούνται, όπως εν προκειμένω, μέσω αντισυμβαλλομένων της Επιτροπής και όχι από την ίδια. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο βασίμως παρέπεμψε στο στοιχείο που δίνει η Επιτροπή στην από 5 Οκτωβρίου 1998 επιστολή, όπου γράφει ότι «προτίθεται να μετέλθει άλλα μέσα προκειμένου να εξασφαλίσει την ολοκλήρωση του σχεδίου», για να αποδείξει το εσφαλμένο του ισχυρισμού της Masdar, ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να διοικήσει τα εν λόγω σχέδια.

64.

Τέλος, η κρίση του Πρωτοδικείου, στη σκέψη 101 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η ενέργεια του διοικητή πραγματοποιείται κατά κανόνα εν αγνοία του κυρίου ή τουλάχιστον χωρίς αυτός να συνειδητοποιεί την ανάγκη άμεσης ενέργειας», συνάδει κατά τη γνώμη μου με το περιεχόμενο της αρχής της διοίκησης αλλοτρίων και τις αυστηρές προϋποθέσεις εφαρμογής της.

65.

Ειδικότερα, η διαπίστωση αυτή, που δεν είναι παρά ένα μόνο στοιχείο μεταξύ των πλειόνων που παραθέτει το Πρωτοδικείο στη σκέψη 101 για να στηρίξει την κρίση ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ασκήσεως της αστικής αγωγής λόγω διοικήσεως αλλοτρίων, δεν αναιρείται από τη σκέψη ότι μπορεί να υπάρχουν ειδικές υποθετικές περιπτώσεις, στην οποία η αρχή αυτή έχει εφαρμογή, ακόμη και ο κύριος δεν τελεί εν αγνοία, όπως το παράδειγμα που έδωσε η Masdar του προσώπου που ασθενεί βαρέως αλλά διατηρεί τις αισθήσεις του, το οποίο διακομίζεται στο νοσοκομείο από τρίτο, παράδειγμα που όπως είναι φανερό δεν μπορεί να συγκριθεί με την παρούσα υπόθεση.

66.

Συνεπώς, τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμα.

67.

Από τα προεκτεθέντα, προκύπτει ότι οι τρεις πρώτοι λόγοι αναιρέσεως, που στρέφονται κατά του σκεπτικού που αφιερώνει το Πρωτοδικείο στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και στη διοίκηση αλλοτρίων, είναι απορριπτέοι.

2. Ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως: το Πρωτοδικείο, απορρίπτοντας το αίτημα που προέβαλε η ενάγουσα βάσει της ευθύνης λόγω αμελείας ή εξ αδικοπραξίας, εσφαλμένως θεώρησε ότι τα επιχειρήματα της Masdar εμφάνιζαν κενά.

α) Κύρια επιχειρήματα

68.

Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως η Masdar υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, απορρίπτοντας το αίτημα που προέβαλε η ενάγουσα βάσει της ευθύνης λόγω αμελείας ή εξ αδικοπραξίας, εσφαλμένως θεώρησε ότι τα επιχειρήματα της Masdar εμφάνιζαν κενά, δεδομένου ότι το ζήτημα είναι απολύτως σαφές υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης όπου η Επιτροπή ασκεί εξουσίες ανακτήσεως βάσει του δημοσιονομικού κανονισμού.

69.

Η Masdar υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, καίτοι γνώριζε από τον Οκτώβριο του 1998 τις παρατυπίες της Helmico, αρχικά επέτρεψε, αν όχι ενθάρρυνε, στην ενάγουσα να ολοκληρώσει τα έργα και στη συνέχεια άσκησε τις οικείες εξουσίες ανακτήσεως και κατ’ αυτόν τον τρόπο στέρησε τη Helmico από όλους τους πόρους που είχε εισπράξει βάσει των συμβάσεων. Η Επιτροπή γνώριζε ότι αυτό θα εξουδετέρωνε τον μηχανισμό αμοιβής της Masdar που είχε καταρτιστεί σε σύμπραξη με την Επιτροπή και με την έγκρισή της. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι φανερό ότι οι ζημιογόνες συνέπειες που υπέστη η Masdar εξηγούνται από την αμέλεια ή την απερισκεψία με τις οποίες ενήργησε η Επιτροπή ενώ είχε καθήκον επιμέλειας.

70.

Η Masdar υποστηρίζει, τέλος, ότι στο, πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου, τα όρια της ευθύνης για καθαρά οικονομικές ζημίες πρέπει να διευρύνονται σε σχέση με τις προϋποθέσεις του αγγλικού δικαίου της ευθύνης για καθαρά οικονομικές ζημίες, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών εξουσιών ανακτήσεως που έχει η Επιτροπή, όταν είναι πρόδηλο ότι το ένταλμα εισπράξεως θα είχε ως αποτέλεσμα να στερήσει αμοιβής τους υπεργολάβους που εξεπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους. Επικουρικώς, τα όρια αυτά πρέπει να διευρυνθούν για να καλύψουν τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.

71.

Κατά την Επιτροπή, τα επιχειρήματα που αναπτύσσει η Masdar είναι και απαράδεκτα, κατά την έννοια ότι στρέφονται κατά διαπιστώσεων πραγματικών περιστατικών, και αλυσιτελή, καθόσον αφορούν ζήτημα που το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε. Ορθώς, κατά την άποψή της, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Masdar δεν στήριξε την επιχειρηματολογία της και απέρριψε το στηριζόμενο στην αδικοπραξία αίτημα.

β) Εκτίμηση

72.

Πρώτον, θα παρατηρήσω ότι οι ισχυρισμοί που προέβαλε η Masdar ενώπιον του Πρωτοδικείου με βάσει την ευθύνη λόγω αμελείας ή λόγω πταίσματος συνδέονταν με τη συμπεριφορά της Επιτροπής, η οποία είχε αναστείλει τις πληρωμές προς τη Helmico, όπως επισήμανε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 140 της προσβαλλομένης αποφάσεως, και δεν αντικρούεται από τη Masdar στο πλαίσιο της παρούσας δίκης. Κατά συνέπεια, στις σκέψεις 140 και 141 της προσβαλλομένης αποφάσεως στις οποίες αναφέρεται ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως, το Πρωτοδικείο απλώς εξέτασε το ζήτημα αν η Επιτροπή είχε ενεργήσει με αμέλεια ή κατά πταίσμα, αναστέλλοντας τις πληρωμές προς τη Helmico.

73.

Συνεπώς, στο μέτρο που η Masdar αναφέρεται στο ζήτημα των ενταλμάτων εισπράξεως, απόφαση της Επιτροπής η οποία διακρίνεται από την προγενέστερη αναστολή των πληρωμών κατά το 1999 και υποστηρίζει ότι η Επιτροπή με τον τρόπο αυτό της στέρησε οριστικά την πληρωμή από τη Helmico, ή στο μέτρο που επικαλείται διάφορα άλλα περιστατικά της υπόθεσης που δεν συνδέονται άμεσα με την εν λόγω αναστολή ή προέκυψαν μεταγενέστερα, τα επιχειρήματα της Masdar είναι αλυσιτελή όπως ορθά παρατήρησε η Επιτροπή και δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

74.

Συνεπώς, αυτό το σκέλος του πέμπτου λόγου αναιρέσεως είναι απορριπτέο.

75.

Εν συνεχεία, όσον αφορά την αιτίαση ότι το Πρωτοδικείο εσφαλμένα έκρινε ανεπαρκή, στη σκέψη 141 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα επιχειρήματα που προέβαλε η Masdar στο πλαίσιο του αιτήματός της σχετικά με την πηγή και την έκταση του καθήκοντος αυτού, θέλω να παρατηρήσω, πρώτον, ότι η απουσία στερεών επιχειρημάτων στο σημείο αυτό ήταν, όπως προκύπτει από τη συλλογιστική του Πρωτοδικείου, ένας μόνον από τους λόγους που υπαγόρευσε την απόρριψη ως αβασίμου του λόγου ακυρώσεως της αμέλειας ή του πταίσματος. Ομοίως, το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι η ύπαρξη σχέσης αιτιότητας μεταξύ της φερομένης παράβασης της υποχρεώσεως και της προβαλλομένης ζημίας δεν αποδείχθηκε. Συνεπώς, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι υπάρχει καθήκον επιμέλειας, όπως υποστηρίζει η Masdar, και πάλι δεν αναιρείται το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Πρωτοδικείο απορρίπτοντας τον λόγο αυτόν.

76.

Δεύτερον, καίτοι μπορούμε βεβαίως να δεχτούμε ότι, κατά την άσκηση των καθηκόντων της, η Επιτροπή φέρει γενική υποχρέωση επιμέλειας όπως ακριβώς δεσμεύεται και από την αρχή της χρηστής διοίκησης ( 11 ) και, αναλόγως των περιστάσεων, από διάφορες άλλες υποχρεώσεις, είναι κάθε άλλο παρά προφανές ότι υπάρχει ειδική υποχρέωση σε σχέση με τα συμφέροντα τρίτου σε μια συμβατική σχέση, όπως η προκειμένη, που θα εμπόδιζε την Επιτροπή να αναστείλει τις πληρωμές υπό συνθήκες παρόμοιες με της παρούσας υπόθεσης. Συνεπώς, το ζήτημα δεν είναι αυτονόητο, όπως ισχυρίστηκε η Masdar, υπό τις εν λόγω ιδιαίτερες περιστάσεις ούτε μπορεί να λεχθεί a priori ότι οι ζημιογόνες συνέπειες που υπέστη η Masdar εξηγούνται από την αμέλεια ή την απερισκεψία με τις οποίες ενήργησε η Επιτροπή.

77.

Κατά συνέπεια, φρονώ ότι, όσον αφορά τα επιχειρήματα που προέβαλε η Masdar στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως του πταίσματος ή της αμέλειας, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι η Masdar δεν στήριξε επαρκώς το αίτημά της.

78.

Κατόπιν αυτού, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

3. Ο έκτος και ο έβδομος λόγος αναιρέσεως που αφορούν τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου ότι η Επιτροπή δεν έδωσε καμιά διαβεβαίωση

α) Κύρια επιχειρήματα

79.

Με τον έκτο και τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, η Masdar αμφισβητεί το σκεπτικό που αναπτύσσει η προσβαλλομένη απόφαση για να απορρίψει τον ισχυρισμό της Masdar ότι η Επιτροπή έδωσε διαβεβαιώσεις που δημιούργησαν δικαιολογημένες προσδοκίες.

80.

Στο πλαίσιο αυτών των λόγων, η Masdar υποστηρίζει, πρώτον, ότι το Πρωτοδικείο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν προσκομίστηκε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι διαβεβαιώσεις για τις οποίες κάνει λόγο η Masdar δόθηκαν κατά τη σύσκεψη της 2ας Οκτωβρίου 1998. Λαμβανομένων υπόψη των λόγων, που παρατίθενται στις σκέψεις 143 και 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως, για τους οποίους το Πρωτοδικείο αρνήθηκε να ακούσει τη μαρτυρία σχετικά με τις διαβεβαιώσεις αυτές, το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να προβεί σ’ αυτές τις διαπιστώσεις.

81.

Η Masdar υποστηρίζει, δεύτερον, ότι το Πρωτοδικείο εσφαλμένα θεώρησε ότι ήταν άκρως απίθανο να δόθηκαν αυτές οι διαβεβαιώσεις. Το Πρωτοδικείο στήριξε την εκτίμηση αυτή σε βάση που ήταν εσφαλμένη και ατελής καθόσον αγνόησε το ιδιαίτερο πλαίσιο της υπόθεσης στο οποίο περιλαμβάνεται και η δυνατότητα της Masdar να λύσει τις συμβάσεις υπεργολαβίας και το δικαίωμα της Επιτροπής να αναστείλει τις κύριες συμβάσεις και να εκδώσει εντάλματα εισπράξεως. Επιπλέον, η Masdar φρονεί ότι η κοινή βούληση τόσο της Επιτροπής όσο και της Masdar να ολοκληρωθούν τα σχέδια και να λάβει την αμοιβή της η Masdar για την εργασία της, όπως αναφέρεται στη σκέψη 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι αδιανόητη αν δεν είχαν δοθεί αμοιβαίες διαβεβαιώσεις κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

82.

Τρίτον, η Masdar υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας, στη σκέψη 128 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο άτυπος χαρακτήρας της σύσκεψης της 2ας Οκτωβρίου 1998 αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν συνέταξε πρακτικά και, κατόπιν αυτού, κακώς απέκλεισε το ενδεχόμενο να έχει δώσει η Επιτροπή τις προβαλλόμενες διαβεβαιώσεις.

83.

Τέλος, η Masdar παρατηρεί ότι στο πλαίσιο αυτό δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η Επιτροπή έδωσε αυτές τις διαβεβαιώσεις.

84.

Η Επιτροπή υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι, με τους λόγους αυτούς, η Masdar επιδιώκει στην πραγματικότητα να ανακινήσει πραγματικά ζητήματα και για τον λόγο αυτόν είναι απαράδεκτοι. Εν πάση περιπτώσει, το Πρωτοδικείο εξέτασε λεπτομερώς το ζήτημα αν δόθηκαν ή όχι σαφείς διαβεβαιώσεις, οι δε κρίσεις του επί του σημείου αυτού είναι ορθές κατά την άποψή της.

β) Εκτίμηση

85.

Με τα επιχειρήματα που αναπτύσσει στο πλαίσιο του έκτου και του έβδομου λόγου αναιρέσεως, η Masdar επιδιώκει, κατά τα ουσιώδη, να προσβάλει την εκτίμηση που διατυπώνει το Πρωτοδικείο, στις σκέψεις 119 έως 130 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως προς το ζήτημα αν οι διαβεβαιώσεις που επικαλείται η Masdar δόθηκαν κατά τη σύσκεψη της 2ας Οκτωβρίου 1998 και υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο όφειλε να κρίνει ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης, η Επιτροπή έδωσε πράγματι διαβεβαιώσεις.

86.

Είναι δηλαδή πρόδηλο ότι η Masdar αμφισβητεί την εκτίμηση που διατύπωσε το Πρωτοδικείο επί αποδεικτικών στοιχείων που αποδεικνύουν ότι δόθηκαν διαβεβαιώσεις.

87.

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει κατ’ αναίρεση τα πραγματικά περιστατικά ούτε, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το Πρωτοδικείο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Εφόσον, δηλαδή, η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων, το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία των αποδεικτικών στοιχείων που του έχουν υποβληθεί ( 12 ).

88.

Αυτή η εκτίμηση όμως δεν συνιστά νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου, εφόσον δεν συντρέχει αλλοίωση αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου ( 13 ).

89.

Δεδομένου ότι εν προκειμένω η Masdar δεν προέβαλε αλλοίωση πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν στο Πρωτοδικείο ή εν πάση περιπτώσει δεν την απέδειξε, ο έκτος και ο έβδομος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτοι, καθόσον στρέφονται κατά της εκτιμήσεως που διατύπωσε το Πρωτοδικείο επί αποδεικτικών στοιχείων.

90.

Επιπλέον, όσον αφορά ειδικότερα, την αιτίαση της Masdar κατά της αρνήσεως του Πρωτοδικείου, στις σκέψεις 143 έως 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως, να εξετάσει μάρτυρα σχετικά με τη σύσκεψη της 2ας Οκτωβρίου 1998, θα παρατηρήσω ότι το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να κρίνει για την ενδεχόμενη ανάγκη συμπληρώσεως των πληροφοριακών στοιχείων που διαθέτει για τις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνεται ( 14 ). Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ακόμη και αν ένα αίτημα εξετάσεως μαρτύρων που υποβάλλεται με το δικόγραφο της προσφυγής εκθέτει με ακρίβεια τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία επιβάλλεται εξέταση μαρτύρων και τους λόγους που δικαιολογούν την εξέτασή τους, εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να εκτιμήσει τη χρησιμότητα της αιτήσεως σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς και την αναγκαιότητα εξετάσεως των προταθέντων μαρτύρων ( 15 ).

91.

Αυτό ακριβώς έπραξε το Πρωτοδικείο στα προαναφερθέντα χωρία της αποφάσεως διαπιστώνοντας, στη σκέψη 148, ότι το περιεχόμενο της μαρτυρίας δεν θα αρκούσε εν πάση περιπτώσει να αποδείξει το κρίσιμο γεγονός, δηλαδή ότι η Επιτροπή έδωσε διαβεβαιώσεις όσον αφορά την πληρωμή της Masdar.

92.

Δεύτερον, στο μέτρο που η Masdar φαίνεται να υπαινίσσεται, στο πλαίσιο αυτό, ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου εμφανίζει ασυνέπεια μεταξύ των λόγων για τους οποίους το Πρωτοδικείο αρνήθηκε να ακούσει τον μάρτυρα και την κρίση του ότι δεν δόθηκαν οι προβαλλόμενες διαβεβαιώσεις, ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος δεδομένου ότι, όπως ορθά επισήμανε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ύπαρξη μεταξύ των μερών κοινής βούλησης να ολοκληρώσει η ενάγουσα το σχέδιο και να αμειφθεί για την εργασία της δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή έδωσε συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις για απευθείας πληρωμή της Masdar.

93.

Συνεπώς, ο έκτος και ο έβδομος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.

4. Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως ότι δηλαδή οι κρίσεις του Πρωτοδικείου όσον αφορά τους λόγους ακυρώσεως του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της διοίκησης αλλοτρίων, αφενός, και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αφετέρου, είναι αντιφατικές

α) Κύρια επιχειρήματα

94.

Η Masdar προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι εξέτασε την εφαρμογή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κρίνοντας ότι δεν πληρούνται προς τούτο οι οικείες αυστηρές προϋποθέσεις, καίτοι υπέθετε σιωπηρά ότι η Επιτροπή είχε παροτρύνει την ενάγουσα να συνεχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες της (σκέψη 101 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι η Masdar και η Επιτροπή διαπνέονταν από την κοινή βούληση να ολοκληρώσει η Masdar τα σχέδια και να αμειφθεί για την εργασία της (σκέψη 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

95.

Με επιχειρήματα παρόμοια με αυτά που ανέπτυξε στο πλαίσιο των προηγουμένων λόγων αναιρέσεως, υποστηρίζει ότι κάτι συνέβη ίσως κατά τη σύσκεψη της 2ας Οκτωβρίου 1998 και/ή κατά τις μεταγενέστερες επαφές με την Επιτροπή που είχε ως αποτέλεσμα να παροτρύνει τη Masdar να συνεχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες που πρόβλεπε η σύμβαση υπεργολαβίας με τη Helmico. Και μπορεί μεν αυτό το «κάτι» να μην ανταποκρίνεται στο περιοριστικό κριτήριο που δέχεται το Πρωτοδικείο για να αποδεικνύεται το βάσιμο αιτήματος που στηρίζεται στη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, ήταν όμως αρκούντως καθοριστικό ώστε να πείσει τη Masdar να συνεχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες, πράγμα που δείχνει ότι κακώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι από τα προσκομισθέντα στοιχεία δεν προέκυψε ότι η Επιτροπή είχε δώσει σαφείς διαβεβαιώσεις που θα νομιμοποιούσαν τη Masdar να υποβάλει τέτοιο αίτημα.

96.

Επικουρικώς, υποστηρίζει ότι το κριτήριο που δέχτηκε το Πρωτοδικείο είναι πολύ περιοριστικό και καταλήγει σε άδικο αποτέλεσμα σε περιπτώσεις όπως η παρούσα. Αρμόζει, συνεπώς, να κριθεί ότι σε περιστάσεις όπως της υπό κρίση υπόθεσης συνάγεται η ύπαρξη σαφών διαβεβαιώσεων.

97.

Τέλος, η Masdar αμφισβητεί τη διαπίστωση, στη σκέψη 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, συνεχίζοντας να εργάζεται στο σχέδιο, ανέλαβε εμπορικό κίνδυνο που μπορεί να χαρακτηριστεί ως συνήθης. Κανένας συνετός επιχειρηματίας δεν θα είχε συνεχίσει να εργάζεται υπό τις συνθήκες αυτές, εκτός αν η συμπεριφορά της Επιτροπής ήταν τέτοια ώστε να του εμπνεύσει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι θα αμειφθεί για τις υπηρεσίες του.

98.

Κατά την Επιτροπή, τα επιχειρήματα που προβάλλονται στο πλαίσιο αυτού του λόγου είναι απαράδεκτα και, εν πάση περιπτώσει, προδήλως αβάσιμα.

β) Εκτίμηση

99.

Όσον αφορά, πρώτον, τη φερομένη ασυνέπεια μεταξύ των κρίσεων του Πρωτοδικείου στη σκέψη 101, αφενός, και στη σκέψη 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφετέρου, η αιτίαση αυτή στηρίζεται, τουλάχιστον εν μέρει, σε εσφαλμένη ερμηνεία της πρώτης από τις προαναφερθείσες σκέψεις την οποία το Πρωτοδικείο απλώς σημειώνει: «Συγκεκριμένα, η ενέργεια του διοικητή πραγματοποιείται κατά κανόνα εν αγνοία του κυρίου ή τουλάχιστον χωρίς αυτός να συνειδητοποιεί την ανάγκη άμεσης ενέργειας. Η ενάγουσα όμως υποστηρίζει ότι η απόφασή της να συνεχίσει τις εργασίες τον Οκτώβριο του 1998 οφείλεται στην παρότρυνση της Επιτροπής».

100.

Θεωρούμενη εντός του οικείου πλαισίου, η κρίση αυτή του Πρωτοδικείου είναι σαφές ότι είχε σκοπό να επισημάνει την αντίφαση μεταξύ του αιτήματος που στήριξε η Masdar στη διοίκηση αλλοτρίων και του επιχειρήματος περί προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, κατά την έννοια ότι η Επιτροπή την παρότρυνε να συνεχίσει την παροχή των υπηρεσιών και όχι να υιοθετήσει το επιχείρημα αυτό. Επιπλέον, η Masdar φαίνεται να επιβεβαιώνει σιωπηρά ότι το Πρωτοδικείο δεν συμμερίστηκε την ανάλυση αυτή, δεδομένου ότι υποστηρίζει ότι όφειλε να διαπιστώσει κάποιο γεγονός που την παρότρυνε να συνεχίσει τις εργασίες.

101.

Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν όπως υποστηρίζει η Masdar, το Πρωτοδικείο υπέλαβε σιωπηρώς ότι η Επιτροπή είχε παροτρύνει την ενάγουσα να συνεχίσει την παροχή των υπηρεσιών της, αυτό δεν σημαίνει, κατ’ ανάγκη, ότι δόθηκαν σαφείς διαβεβαιώσεις που θα μπορούσαν να στηρίξουν αίτημα βάσει δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

102.

Στο ίδιο πνεύμα, απέρριψα ήδη την αιτίαση της ασυνέπειας στη συλλογιστική του Πρωτοδικείου, που διαπίστωσε, στη σκέψη 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Masdar και η Επιτροπή είχαν την κοινή βούληση να ολοκληρωθούν τα σχέδια.

103.

Τα λοιπά επιχειρήματα που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου αναιρέσεως στρέφονται και αυτά κατά της διαπιστώσεως του Πρωτοδικείου ότι δεν δόθηκε καμιά σαφής διαβεβαίωση, διαπίστωση η οποία, όπως προανέφερα, στηρίζεται σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών η οποία και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με αίτηση αναιρέσεως ( 16 ).

104.

Επ’ αυτού αρκεί να σημειώσω ότι, όπως ορθά υπογράμμισε η Επιτροπή κατά τη συνεδρίαση, είναι κάθε άλλο παρά πειστικός ο ισχυρισμός ότι ο μοναδικός λόγος που εξηγεί τη συνέχιση των εργασιών εκ μέρους της Masdar –ακόμη και αν ο εμπορικός κίνδυνος που δημιουργεί το γεγονός αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως μεγαλύτερος του συνήθους– ήταν ότι η Επιτροπή είχε δώσει στη Masdar, κατά τη σύσκεψη της 2ας Οκτωβρίου 1998 και/ή σε μεταγενέστερες επαφές, τις διαβεβαιώσεις που επικαλείται.

105.

Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι και αυτός απορριπτέος.

106.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

VI — Επί των δικαστικών εξόδων

107.

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία βάσει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί η Masdar η οποία και ηττήθηκε πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

VII — Πρόταση

108.

Για τους λόγους αυτούς προτείνω στο Δικαστήριο:

1)

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

2)

να καταδικάσει τη Masdar(UK) Ltd στα δικαστικά έξοδα.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Συλλογή 2006, σ. II-4377.

( 3 ) Το ποσό που ζήτησε αντιστοιχεί στη συνολική αξία των υπηρεσιών για τις οποίες εκδόθηκαν τα τιμολόγια των οποίων ανεστάλη η πληρωμή: βλ. σκέψεις 71 και 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

( 4 ) Βλ., κατ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1994, C-136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. I-1981, σκέψη 59), και της 21ης Φεβρουαρίου 2008, C-348/06 P, Επιτροπή κατά Girardot (Συλλογή 2008, σ. I-833, σκέψη 49).

( 5 ) Βλ., κατ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000, C-352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-5291, σκέψη 35)· της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C-76/01 P, Eurocoton κ.λπ. κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2003, σ. I-10091, σκέψη 47), και Επιτροπή κατά Girardot, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4 (σκέψη 49).

( 6 ) Βλ. κατ’ αυτή την έννοια, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 28ης Μαΐου 1998, C-7/95 P, Deere κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-3111, σκέψη 19), και της 7ης Ιουλίου 2005, C-208/03 P, Le Pen κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 2005, σ. Ι-6051, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 7 ) Για λεπτομερή ανάλυση της ευθύνης χωρίς πταίσμα της Επιτροπής, βλ. πρόσφατες προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro, σημεία 53 έως 83, στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-120/06 P και C-121/06 P, FIAMM και FIAMM Technologies κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, εκκρεμούσα ενώπιον του Δικαστηρίου).

( 8 ) Επιπλέον, η υπό κρίση υπόθεση δεν θέτει κατά τη γνώμη μου, ζήτημα που πρέπει να θεωρηθεί ως ζήτημα δημοσίας τάξεως και που το Δικαστήριο μπορεί ή πρέπει να επισημάνει αυτεπαγγέλτως. Βλ., συναφώς, τα αυστηρά κριτήρια που προτείνει ο γενικός εισαγγελέας F. Jacobs στα σημεία 140 έως 143 των προτάσεών του στην υπόθεση Salzgitter κατά Επιτροπής (απόφαση της 13ης Ιουλίου 2000, C-210/98 P, Συλλογή 2000, σ. I-5843), ότι, δηλαδή, 1) πρώτον, πρέπει να καθοριστεί αν ο παραβιαζόμενος κανόνας έχει θεσπιστεί για να εξυπηρετεί θεμελιώδη σκοπό της κοινοτικής έννομης τάξεως και αν διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την επίτευξη του σκοπού αυτού· 2) δεύτερον, πρέπει να αποδειχθεί αν ο παραβιαζόμενος κανόνας θεσπίστηκε προς το συμφέρον τρίτων ή προς το γενικό συμφέρον και όχι απλώς προς το συμφέρον των ατόμων που αφορούσε άμεσα· 3) τρίτον, η παράβαση πρέπει να είναι πρόδηλη, ώστε τόσο το Δικαστήριο όσο και οι τρίτοι να μπορούν εύκολα να την εντοπίσουν και να την αναγνωρίσουν.

( 9 ) Βλ. σημείο 55 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro στις υποθέσεις FIAMM και FIAMM Technologies κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7.

( 10 ) Βλ., σημεία 46 έως 50 των προτάσεων.

( 11 ) Βλ., κατ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2004, C-501/00, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-6717, σκέψη 52).

( 12 ) Βλ. αποφάσεις Deere κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6 (σκέψη 22)· της 25ης Ιανουαρίου 2007, C-403/04 P και C-405/04 P, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I-729, σκέψη 38), και της 22ας Νοεμβρίου 2007, C-260/05 P, Sniace κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. Ι-10005, σκέψη 35).

( 13 ) Αποφάσεις της 2ας Μαρτίου 1994, C-53/92 P, Hilti κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. I-667, σκέψη 42), και της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-123, σκέψη 49).

( 14 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2001, C-315/99 P, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή 2001, σ. Ι-5281, σκέψη 19)· της 7ης Οκτωβρίου 2004, C-136/02 P, Mag Instrument κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2004, σ. I-9165, σκέψη 76), και της 28ης Ιουνίου 2005, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I-5425, σκέψη 67).

( 15 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Sniace κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12 (σκέψη 78), και Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14 (σκέψη 68).

( 16 ) Βλ. σημεία 87 και 88 των παρουσών προτάσεων.