ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
JÁN MAZÁK
της 12ης Ιουνίου 2008 ( 1 )
Υπόθεση C-47/07 P
Masdar (UK) Ltd
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Αίτηση αναιρέσεως — Άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ — Αγωγή λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού της Κοινότητας — Προγράμματα κοινοτικής συνδρομής — Παρατυπίες του αντισυμβαλλομένου της Επιτροπής — Υπηρεσίες παρασχεθείσες από υπεργολάβο — Μη πληρωμή — Κίνδυνοι συμφυείς των οικονομικών δραστηριοτήτων — Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Υποχρέωση επιμέλειας της κοινοτικής διοίκησης»
I — Εισαγωγή
1. |
Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η εταιρία Masdar (UK) Ltd (στο εξής: Masdar) ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πέμπτο τμήμα) της 16ης Νοεμβρίου 2006, στην υπόθεση T-333/03, Masdar (UK) κατά Επιτροπής ( 2 ) (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση), με την οποία απορρίφθηκε η ασκηθείσα βάσει των άρθρων 235 ΕΚ και 288 ΕΚ αγωγή αποζημιώσεως για τη ζημία που υποστήριξε ότι υπέστη η Masdar λόγω του ότι δεν πληρώθηκε για υπηρεσίες που παρέσχε στο πλαίσιο προγραμμάτων κοινοτικής συνδρομής. Η Masdar ζητεί από την Επιτροπή να της καταβάλει εντόκως το ποσό των 448947,78 ευρώ. |
2. |
Κατά τα ουσιώδη, η αίτηση αναιρέσεως εγείρει το ζήτημα αν το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι, υπό τα πραγματικά και νομικά στοιχεία της παρούσας υπόθεσης, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποχρεωθεί βάσει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού, της διοίκησης αλλοτρίων, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ή του καθήκοντος μέριμνας να αποζημιώσει τον υπεργολάβο του (κυρίου) αντισυμβαλλομένου της, ο οποίος δεν έλαβε αμοιβή από τον κύριο αντισυμβαλλόμενο για τις υπηρεσίες που παρέσχε στο πλαίσιο προγράμματος κοινοτικής συνδρομής. |
II — Ιστορικό της διαφοράς
3. |
Η προσβαλλομένη απόφαση εκθέτει ως εξής το ιστορικό της διαφοράς:
|
III — Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η προσβαλλομένη απόφαση
4. |
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 30 Σεπτεμβρίου 2003, η Masdar άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου αγωγή αποζημιώσεως προβάλλοντας αδικαιολόγητο πλουτισμό (αγωγή in rem verso), διοίκηση αλλοτρίων, παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και, τέλος, πταίσμα ή αμέλεια των υπηρεσιών της Επιτροπής που της προξένησαν ζημία. |
5. |
Οι διάδικοι δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε φιλικό διακανονισμό και το Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή, με την προσβαλλομένη απόφαση, και καταδίκασε τη Masdar στα δικαστικά έξοδα με σκεπτικό που μπορεί να συνοψισθεί ως εξής. |
6. |
Κατ’ αρχάς το Πρωτοδικείο παρέθεσε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Κοινότητα μπορεί, κατά πάγια νομολογία, να φέρει εξωσυμβατική ευθύνη βάσει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ τόσο λόγω παράνομης πράξης όσο και λόγω πράξης της οποίας δεν αποδεικνύεται ο παράνομος χαρακτήρας. |
7. |
Στη συνέχεια, παρατήρησε ότι το αίτημα αποζημιώσεως της Masdar που στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και στη διοίκηση αλλοτρίων θεμελιώνεται σε συστήματα εξωσυμβατικής ευθύνης που δεν προϋποθέτουν παράνομη συμπεριφορά εκ μέρους των οργάνων της Κοινότητας και ότι το αίτημα που στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και σε πταίσμα ή αμέλεια της Επιτροπής θεμελιώνεται στο σύστημα εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας λόγω παράνομης συμπεριφοράς. |
8. |
Στη συνέχεια το Πρωτοδικείο εξέτασε τα αιτήματα που στηρίζονται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και στη διοίκηση αλλοτρίων. |
9. |
Το Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι στις αρχές αυτές μπορεί να θεμελιωθεί αγωγή αποζημιώσεως και συνέχισε εξετάζοντας αν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της διοίκησης αλλοτρίων. |
10. |
Συναφώς, έκρινε ότι, υπό τα πραγματικά και νομικά στοιχεία της υπόθεσης, τα αιτήματα που στηρίζονται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό ή στη διοίκηση αλλοτρίων δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. |
11. |
Το Πρωτοδικείο κατέληξε στην κρίση αυτή με το σκεπτικό ότι, κατά τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, οι αγωγές αυτές δεν μπορούν να ασκηθούν οσάκις το όφελος του πλουτήσαντος ή του κυρίου βρίσκει δικαιολογητικό έρεισμα σε κάποια σύμβαση ή υποχρέωση εκ του νόμου και ότι οι αγωγές αυτές δεν μπορούν κατά κανόνα να ασκηθούν παρά μόνον επικουρικά, δηλαδή οσάκις ο ζημιωθείς δεν διαθέτει άλλο μέσο παροχής έννομης προστασίας για να λάβει ό,τι του οφείλεται. |
12. |
Συναφώς, το Πρωτοδικείο περιέγραψε το συμβατικό πλαίσιο της υπόθεσης, δηλαδή τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ της Επιτροπής και της Helmico, αφενός, και μεταξύ της Helmico και της Masdar αφετέρου. Ειδικότερα, έκρινε ότι είναι αναμφισβήτητο ότι η Helmico υποχρεούται να καταβάλει αμοιβή για τις εργασίες που πραγματοποίησε η Masdar και να αναλάβει την ενδεχόμενη ευθύνη της μη πληρωμής και ότι η ενδεχόμενη αφερεγγυότητα της Helmico δεν δικαιολογεί επιβάρυνση της Επιτροπής με την ευθύνη αυτή. |
13. |
Το Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι ο ενδεχόμενος αδικαιολόγητος πλουτισμός της Επιτροπής ή η περιουσιακή ελάττωση της ενάγουσας δεν μπορούν να θεωρηθούν αδικαιολόγητοι εφόσον πηγάζουν από το υπάρχον συμβατικό πλαίσιο. |
14. |
Ομοίως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις ασκήσεως της αγωγής αστικού δικαίου της διοικήσεως αλλοτρίων. Συναφώς, θεώρησε ότι η εκτέλεση από τη Masdar των συμβατικών υποχρεώσεών της έναντι της Helmico δεν μπορεί ευλόγως να χαρακτηριστεί ως αφιλοκερδής παρέμβαση στις υποθέσεις τρίτου, εφόσον η Masdar είχε έρθει σε επαφή με τις υπηρεσίες της Επιτροπής πριν συνεχίσει την εκτέλεση των σχεδίων, και θεώρησε, επίσης, ότι τα επιχειρήματα της Masdar δεν συμβιβάζονται με τις αρχές της διοίκησης αλλοτρίων, η οποία δεν νοείται παρά μόνον αν ο κύριος αγνοεί την ενέργεια του διοικούντος. |
15. |
Το Πρωτοδικείο πρόσθεσε ότι η Masdar δεν απέδειξε ότι υπέστη ασυνήθη ή ειδική ζημία που υπερβαίνει τα όρια των οικονομικών και εμπορικών κινδύνων που είναι συμφυή στη δραστηριότητά της, για να καταλήξει στην κρίση ότι τα αιτήματα αποζημιώσεως που στηρίζονται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και στη διοίκηση αλλοτρίων είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. |
16. |
Στη συνέχεια, σχετικά με τον ισχυρισμό περί παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, το Πρωτοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν με την αιτιολογία ότι, κατά την κρίση του, από την εξέταση των προσκομισθέντων στοιχείων δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή έδωσε σαφείς διαβεβαιώσεις ικανές να δημιουργήσουν στην ενάγουσα βάσιμες προσδοκίες που θα της έδιναν το δικαίωμα να επικαλεστεί την αρχή αυτή. |
17. |
Επιπλέον, το Πρωτοδικείο απέρριψε ως αβάσιμα τα επιχειρήματα που άντλησε η Masdar από το φερόμενο πταίσμα ή την αμέλεια της Επιτροπής κρίνοντας, κατά τα ουσιώδη, ότι δεν ευρίσκουν έρεισμα στην προβαλλομένη υποχρέωση επιμέλειας και ότι δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράβασης της προβληθείσας υποχρέωσης και της προβληθείσας ζημίας. |
18. |
Τέλος, το Πρωτοδικείο απέρριψε και το αίτημα ακροάσεως μάρτυρα της Masdar —συγκεκριμένα του W, διοικητικού συμβούλου της Masdar— προκειμένου να προσδιοριστούν τα διαμειφθέντα κατά τη σύσκεψη της 2ας Οκτωβρίου 1998. Συναφώς, έκρινε ότι ακόμη και αν η μαρτυρική κατάθεση αποδείκνυε, όπως υποστήριξε η Masdar, την ύπαρξη κοινής βούλησης της Επιτροπής και της Masdar να ολοκληρώσει η Masdar τα εν λόγω σχέδια, αυτό δεν θα αρκούσε για να αποδείξει στοιχεία σαφή, απαλλαγμένα αιρέσεων και συγκλίνοντα ως προς το ότι η Επιτροπή ανέλαβε την υποχρέωση να αμείβει την ενάγουσα απευθείας από την ημερομηνία εκείνη. |
IV — Αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου
19. |
Η Masdar ζητεί από το Δικαστήριο:
|
20. |
Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
|
V — Η αίτηση αναιρέσεως
Α — Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
21. |
Πριν αρχίσω την ανάλυση των αιτιάσεων που προβάλλει η Masdar θεωρώ σκόπιμο να διατυπώσω ορισμένες παρατηρήσεις. |
22. |
Όσον αφορά, πρώτον, το πλαίσιο της υπόθεσης θα παρατηρήσω ότι, όπως επιβεβαίωσε ρητά η Masdar κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην παρούσα δίκη, οι διάδικοι δεν διαφωνούν ως προς το ότι δεν υπάρχει άμεση συμβατική σχέση μεταξύ της Masdar και της Επιτροπής και ότι οι συμβατικές σχέσεις για την παροχή υπηρεσιών στο πλαίσιο των επιδίκων προγραμμάτων κοινοτικής συνδρομής υπήρχαν μόνο μεταξύ Helmico και Επιτροπής, αφενός, και μεταξύ Helmico και Masdar, αφετέρου. |
23. |
Όπως όμως προκύπτει από τα στοιχεία που προσκόμισαν οι διάδικοι, η Helmico, η οποία οφείλει στη Masdar την αμοιβή για την παροχή υπηρεσιών που της ανέθεσε καθ’ υπεργολαβία, πρέπει να θεωρηθεί αφερέγγυα και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της δεν μπορούν να βρεθούν. Η ένδικη διαδικασία που κίνησε η Masdar ενώπιον των αγγλικών και ουαλικών δικαστηρίων, που ορίζονται από τις συμβάσεις υπεργολαβίας ως αρμόδια για την επίλυση ενδεχομένων συμβατικών διαφορών, προκειμένου να λάβει από τη Helmico τα οφειλόμενα έχει ανασταλεί επ’ αόριστον. |
24. |
Υπό τις συνθήκες αυτές, η Masdar άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου αγωγή κατά της Επιτροπής και ζήτησε αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη, και συγκεκριμένα την αμοιβή των υπηρεσιών που παρέσχε ( 3 ), εντόκως. |
25. |
Όπως παρατήρησε η ίδια η Masdar κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην παρούσα υπόθεση, η αιτίαση αυτή εις βάρος της Επιτροπής στηρίζεται βασικά σε δύο είδη επιχειρημάτων: πρώτον, η Επιτροπή τής έδωσε διαβεβαιώσεις ως προς την αμοιβή των παρεχομένων υπηρεσιών και, δεύτερον, ακόμη και αν δεν δόθηκαν διαβεβαιώσεις, η Επιτροπή έφερε εξωσυμβατική ευθύνη κυρίως λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού και διοικήσεως αλλοτρίων. |
26. |
Συναφώς, θα παρατηρήσω ότι, όπως τόνισαν σαφώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση οι διάδικοι, δεν αμφισβητείται εν προκειμένω, όπως παρατήρησε και το Πρωτοδικείο με την προσβαλλομένη απόφαση, ότι μπορεί κατ’ αρχήν να στηριχθεί αγωγή αποζημιώσεως στις προαναφερθείσες αρχές, τις οποίες το Πρωτοδικείο, με την προσβαλλομένη απόφαση, και οι διάδικοι κατέταξαν στους κανόνες περί εξωσυμβατικής ευθύνης. Κατά συνέπεια, η ύπαρξη στην κοινοτική έννομη τάξη των αρχών που επικαλείται η Masdar δεν αμφισβητείται καθ’ εαυτή ούτε αποτελεί αντικείμενο συζητήσεως εν προκειμένω. |
27. |
Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως στρέφεται μάλλον γύρω από το ζήτημα αν το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι εν πάση περιπτώσει τα περιστατικά της υπόθεσης ήταν τέτοια ώστε δεν μπορούσε να ευδοκιμήσει η αγωγή που άσκησε η Masdar βάσει των αρχών αυτών. |
28. |
Ειδικότερα, η Masdar προβάλλει με την αίτηση αναιρέσεως επτά λόγους αναιρέσεως. |
29. |
Με τον πρώτο λόγο η Masdar υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας ότι η Masdar απλώς ενήργησε σύμφωνα με τις συμβατικές υποχρεώσεις που είχε έναντι της Helmico, και, με το σκεπτικό αυτό, απέρριψε τα αιτήματα που στηρίχθηκαν στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και στη διοίκηση αλλοτρίων. Με τον δεύτερο λόγο υποστηρίζει ότι, ανεξάρτητα από το ζήτημα αυτό, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη διότι δεν έλαβε υπόψη τις εξουσίες ανακτήσεως της Επιτροπής ούτε τον τρόπο κατά τον οποίο άσκησε η Επιτροπή τις εξουσίες αυτές. Ο τρίτος λόγος στρέφεται κατά του σκεπτικού με το οποίο το Πρωτοδικείο απέκλεισε τον αφιλοκερδή χαρακτήρα της παρέμβασης της Masdar, ότι δηλαδή η Επιτροπή ήταν σε θέση να διοικήσει η ίδια το σχέδιο και ότι ο διοικητής πρέπει οπωσδήποτε να ενεργεί εν αγνοία του κυρίου. Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως η Masdar επισημαίνει την ασυνέπεια στο σκεπτικό που παραθέτει το Πρωτοδικείο σχετικά με τους ισχυρισμούς του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της διοίκησης αλλοτρίων, αφενός, και με την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αφετέρου. Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως η Masdar υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, απορρίπτοντας το αίτημα που διατύπωσε με βάση την ευθύνη εξ αμελείας ή εξ αδικοπραξίας, θεώρησε εσφαλμένως ότι τα επιχειρήματα της Masdar εμφάνιζαν κενά. Τέλος, με τον έκτο και τον έβδομο λόγο αναιρέσεως η Masdar υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο εσφαλμένα έκρινε ότι η ίδια δεν έλαβε καμιά διαβεβαίωση εκ μέρους της Επιτροπής. |
30. |
Θα συνεξετάσω τον πρώτο, τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως διότι αναφέρονται και οι τρεις στο ερώτημα που στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και στη διοίκηση αλλοτρίων. Θα συνεκδικάσω, επίσης, και τον έκτο και έβδομο λόγο διότι αμφότεροι αμφισβητούν την κρίση του Πρωτοδικείου ότι η Επιτροπή δεν έδωσε καμιά διαβεβαίωση και συνεπώς απέρριψε τον ισχυρισμό περί παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Εξάλλου θα εξετάσω αυτούς τους δύο λόγους πριν από τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως με τον οποίο η Masdar υποστηρίζει ότι το σκεπτικό αυτό του Πρωτοδικείου δεν συμβιβάζεται με το σκεπτικό που αφορά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και τη διοίκηση αλλοτρίων. |
Β — Λόγοι αναιρέσεως
1. Ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως που αφορούν το σκεπτικό που αφιέρωσε το Πρωτοδικείο στο αίτημα το στηριζόμενο στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και στη διοίκηση αλλοτρίων
α) Κύρια επιχειρήματα
31. |
Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως η Masdar υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας στις σκέψεις 98, 99 και 101 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η ίδια ενήργησε απλώς βάσει των συμβατικών υποχρεώσεων που είχε έναντι της Helmico. Αφού δέχτηκε στις σκέψεις 146 έως 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η Masdar δεν ήταν διατεθειμένη, κατά τη σύσκεψη της 2ας Οκτωβρίου 1998, να συνεχίσει την εκτέλεση των συμβάσεών της με τη Helmico, το Πρωτοδικείο όφειλε να εξετάσει αν η Masdar εξακολουθούσε να έχει νομική υποχρέωση να συνεχίσει την εκτέλεση των συμβάσεων υπεργολαβίας. Κατά το αγγλικό δίκαιο, η απάτη που διέπραξε η Helmico και η σημαντική παράλειψη πληρωμής προς τη Masdar συνιστούσαν αρκούντως σοβαρή παράβαση που της επέτρεπαν να θεωρεί ότι οι συμβάσεις είχαν λυθεί και να εναγάγει τη Helmico για να λάβει τα οφειλόμενα ποσά καθώς και αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη λόγω της μη εκτέλεσης των συμβατικών υποχρεώσεων. Το γεγονός ότι δεν έλαβε υπόψη τη δυνατότητα της Masdar να λύσει τη σύμβαση υπεργολαβίας συνιστά διαδικαστική πλημμέλεια. |
32. |
Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως η Masdar υποστηρίζει ότι, ανεξάρτητα από το ζήτημα αν ενήργησε σύμφωνα με τις συμβατικές υποχρεώσεις της έναντι της Helmico, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη διότι δεν έλαβε υπόψη, όταν εξέτασε το ζήτημα αν η Επιτροπή κατέστη πλουσιότερη αδικαιολογήτως, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ήταν συνήθης συμβαλλόμενος λόγω των εξουσιών ανακτήσεως που της παρέχει ο δημοσιονομικός κανονισμός της 21ης Δεκεμβρίου 1977 που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ο οποίος της δίνει τη δυνατότητα να απογυμνώσει προϋπάρχουσες συμβατικές σχέσεις από κάθε περιεχόμενο. Η Masdar παρατηρεί ειδικότερα ότι, με το σύνολο του σκεπτικού βάσει του οποίου απέρριψε τα αιτήματα που η αναιρεσείουσα είχε στηρίξει στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και τη διοίκηση αλλοτρίων, το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η Επιτροπή περίμενε μέχρι τον Απρίλιο του 2000 για να εκδώσει το ένταλμα εισπράξεως κατά της Helmico αφού η Masdar είχε ολοκληρώσει τις εργασίες. |
33. |
Τέλος, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Masdar αμφισβητεί ειδικότερα ορισμένες πτυχές του σκεπτικού που αφιερώνει το Πρωτοδικείο στη διοίκηση αλλοτρίων. Κατά την άποψή της, η συλλογιστική που παρατίθεται στις σκέψεις 101 έως 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τη διοίκηση αλλοτρίων είναι ασυνάρτητη και δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά περιστατικά. |
34. |
Πρώτον, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας ότι η Masdar δεν ενήργησε αφιλοκερδώς. Συναφώς, υποστηρίζει ότι οι υποχρεώσεις της έναντι της Helmico είχαν λήξει και το γεγονός και μόνον ότι η Masdar είχε επικοινωνήσει με τις υπηρεσίες της Επιτροπής τον Οκτώβριο του 1998 δεν σημαίνει ότι οι μεταγενέστερες ενέργειες δεν μπορούσαν να είναι αφιλοκερδείς, δεδομένου ότι στη σύσκεψη της 2ας Οκτωβρίου 1998 δεν καταρτίστηκε κανένα επίσημο έγγραφο. |
35. |
Δεύτερον, αμφισβητεί την κρίση ότι η Επιτροπή ήταν σε θέση να διοικήσει η ίδια τα σχέδια. Είναι κοινώς γνωστό ότι η Επιτροπή αναθέτει σε εξωτερικούς συμβαλλομένους σχέδια όπως τα επίδικα εν προκειμένω ακριβώς διότι δεν έχει η ίδια τα μέσα για να τα πραγματοποιήσει. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν ενημέρωσε την ενάγουσα ότι θέτει τέρμα στη σύμβαση και ότι θα επεδίωκε να βρει άλλο αντισυμβαλλόμενο. |
36. |
Τρίτον, η Masdar υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο κακώς έκρινε ότι δεν χωρεί διοίκηση αλλοτρίων οσάκις ο κύριος έχει επίγνωση της ανάγκης για ενέργεια. Ναι μεν σε πολλές περιπτώσεις διοικήσεως αλλοτρίων ο κύριος αγνοεί την ανάγκη ενέργειας για να αποτρέψει την απώλεια που θα υποστεί, πλην όμως δεν βλέπω για ποιο λόγο θα πρέπει να αγνοεί την ανάγκη αυτή. |
37. |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και, εν πάση περιπτώσει, προδήλως αβάσιμος. Παρατηρεί ότι η Masdar ουδέποτε υποστήριξε ενώπιον του Πρωτοδικείου ότι έλυσε τις συμβάσεις με τη Helmico, ενώ εξάλλου προκύπτει σαφώς από τη δικογραφία ότι στην πραγματικότητα δεν τις έλυσε. Βεβαίως, στο αγγλικό δίκαιο, η βαριά παράβαση δίνει το δικαίωμα στον συμβαλλόμενο που τήρησε τις υποχρεώσεις του να λύσει τη σύμβαση πλην όμως η λύση δεν επέρχεται μόνο με την παράβαση αυτή. Εξάλλου, δεν μπορεί να υποστηριχτεί ότι το Πρωτοδικείο δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος αυτού, δεδομένου ότι διαπίστωσε, στη σκέψη 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Masdar συνέχιζε την εκτέλεση των συμβάσεων με τη Helmico. |
38. |
Όσον αφορά τα επιχειρήματα περί εξουσιών εισπράξεώς της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο απάντησε σε όλα τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν σχετικά με τον ισχυρισμό ότι κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη. Η αγωγή που ασκήθηκε λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν μπορούσε να ευδοκιμήσει εφόσον το κέρδος που αποκόμισε η Επιτροπή απέρρεε από τη σύμβασή της με τη Helmico και εφόσον η Masdar ήταν υποχρεωμένη να ενεργήσει σύμφωνα με τη σύμβαση υπεργολαβίας με την τελευταία. |
39. |
Τέλος, αντικρούοντας τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή παρατηρεί ειδικότερα ότι η κρίση ότι ήταν σε θέση να διοικήσει τις υποθέσεις της είναι πραγματικό ζήτημα που δεν μπορεί να ανακινηθεί στο πλαίσιο της αναιρέσεως και ότι, εν πάση περιπτώσει, η διαπίστωση στις σκέψεις 97 και επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δηλαδή η Masdar ενήργησε στο πλαίσιο των συμβάσεών της με τη Helmico, αρκεί για να απορριφθούν τα επιχειρήματα περί διοικήσεως αλλοτρίων. |
β) Εκτίμηση
40. |
Πρώτον θα υπενθυμίσω ότι στην κοινοτική έννομη τάξη η διαδικασία αναιρέσεως του άρθρου 225 ΕΚ δεν έχει σκοπό να προκαλέσει γενική επανεξέταση από το Δικαστήριο της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου. |
41. |
Συγκεκριμένα, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως περιορίζεται στην αξιολόγηση της νομικής λύσεως που δόθηκε σχετικά με τους ισχυρισμούς που συζητήθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας ( 4 ). Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξετάσει μόνον αν η επιχειρηματολογία που περιέχεται στην αίτηση αναιρέσεως προσδιορίζει ένα νομικό σφάλμα που φέρεται ότι έχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ( 5 ). Συναφώς, από τα άρθρα 225 ΕΚ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να αναφέρει με ακριβή τρόπο τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που με συγκεκριμένο τρόπο υποστηρίζουν το αίτημα αυτό ( 6 ). |
42. |
Κατά συνέπεια δεν θα αξιολογήσω εδώ την ανάλυση του Πρωτοδικείου όσον αφορά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και τη διοίκηση αλλοτρίων, στα οποία αναφέρονται βασικά οι τρεις πρώτοι λόγοι αναιρέσεως, και, ειδικότερα, την εφαρμογή του σε σχέση με την ευθύνη χωρίς πταίσμα ( 7 ), δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό δεν ανακινείται στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως ( 8 ). |
43. |
Θεωρώ πάντως σκόπιμο πριν εξετάσω το βάσιμο των λόγων αναιρέσεως που προβάλλει η Masdar, να διατυπώσω ορισμένες γενικές παρατηρήσεις όσον αφορά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και τη διοίκηση αλλοτρίων για να τοποθετήσω στο οικείο πλαίσιο τα επικρινόμενα στοιχεία του σκεπτικού του Πρωτοδικείου. |
44. |
Όσον αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη, το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ υποχρεώνει την Κοινότητα να αποκαθιστά τις ζημίες που προξενούν τα όργανά της, «σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών». |
45. |
Όπως αναγνωρίζει η ίδια η Masdar στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι οι αρχές που διέπουν την εξωσυμβατική ευθύνη, που εφαρμόζονται από τον κοινοτικό δικαστή, πρέπει –ή μάλιστα είναι δυνατόν– να αντιστοιχούν ακριβώς με αυτές που ισχύουν στα δίκαια των κρατών μελών ή ότι θα μπορούσαν κατά κάποιο τρόπο να συναχθούν «μηχανικά», ως κοινοί παρονομαστές, από τις αρχές αυτές ( 9 ). Συνεπώς, σε κάποιο μέτρο, όπως ισχύει κατά κανόνα για τις γενικές αρχές του δικαίου ως πηγή δικαίου, εφόσον δεν υπάρχει νομολογία, η συζήτηση περί του ακριβούς περιεχομένου κάποιας αρχής ισοδυναμεί με συζήτηση περί της μορφής ενός φαντάσματος. Η λύση που δέχεται το Δικαστήριο στο πλαίσιο του άρθρου 288 ΕΚ πρέπει πάντως να εμπνέεται από τα βασικά χαρακτηριστικά των οικείων εννοιών που υπάρχουν στις εθνικές έννομες τάξεις, προσαρμοσμένα ενδεχομένως για να ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου. |
46. |
Κατόπιν αυτού, όσον αφορά τα αιτήματα που στηρίζονται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και στη διοίκηση αλλοτρίων που προβάλλει η Masdar εν προκειμένω, η σύγκριση των εννόμων τάξεων των κρατών μελών δείχνει ότι υπάρχει μεγάλη ανομοιομορφία στην αναγνώριση και στην εφαρμογή τους. |
47. |
Γενικά, πάντως, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε πολύ διστακτική την προσέγγιση των νομικών συστημάτων των κρατών μελών σ’ αυτό το σημείο και αυτό ισχύει περισσότερο για τη διοίκηση αλλοτρίων παρά για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ενώ η πρώτη αρχή, ειδικότερα, είναι μάλιστα άγνωστη σε ορισμένες έννομες τάξεις, μπορούμε να πούμε ότι, εκεί όπου οι αρχές αυτές υπάρχουν ως βάση ευθύνης, δεν είναι κατά κανόνα δυνατή η επίκλησή τους παρά μόνον υπό αυστηρές προϋποθέσεις και κατά δεύτερο λόγο. Κατά κανόνα, οι αγωγές ή οι αρχές αυτές επιδιώκουν να πληρώσουν νομικά κενά και λειτουργούν ως έσχατα μέσα υπαγορευόμενα από γενικές θεωρήσεις δικαιοσύνης, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο σε πολλές περιπτώσεις αναγνωρίστηκαν και αναπτύχθηκαν κυρίως από τη νομολογία. |
48. |
Ομοίως, η ευθύνη που στηρίζεται στις αρχές αυτές είναι κατά κανόνα αυστηρά δευτερεύουσα της εξωσυμβατικής ευθύνης. Συγκεκριμένα, το περιεχόμενο των αρχών τόσο του αδικαιολόγητου πλουτισμού όσο και της διοίκησης αλλοτρίων ως νομικής βάσεως της ευθύνης διαπνέεται κατά κανόνα, στα οικεία κράτη μέλη, από τον στόχο της διαφυλάξεως της αρχής ότι μια σύμβαση δεν μπορεί κατά κανόνα να παράσχει δικαιώματα ή να ιδρύσει υποχρεώσεις έναντι τρίτων (αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συμβάσεων), και, γενικότερα, της ασφάλειας δικαίου. |
49. |
Κατά συνέπεια, η ύπαρξη συμβατικής σχέσης απαγορεύει κατά κανόνα την επίκληση του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεδομένου ότι, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η εκτέλεση δεν θεωρείται ως «αδικαιολόγητη», και, επιπλέον, αυτό αντιφάσκει με τον αφιλοκερδή και ανιδιοτελή χαρακτήρα της διοίκησης αλλοτρίων που χαρακτηρίζει, γενικά, την έννοια της διοίκησης αλλοτρίων. |
50. |
Επιπλέον, όσον αφορά ειδικότερα την επίδικη εν προκειμένω συμβατική σχέση (τριγωνική), στη μεγάλη πλειονότητα των κρατών μελών και για διάφορους λόγους, μεταξύ άλλων και για θεωρήσεις ως προς την αιτιώδη συνάφεια, ένας υπεργολάβος σε περίπτωση παρόμοια με τη Masdar δεν θεωρείται ότι δικαιούται με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ή τη διοίκηση αλλοτρίων το ευεργέτημα άμεσης αποζημίωσης από το μέρος που ανέλαβε υποχρεώσεις έναντι του κυρίου συμβαλλομένου, δηλαδή έναντι του μέρους που βρίσκεται σε περίπτωση παρόμοια με την Επιτροπή εν προκειμένω. |
51. |
Στο πλαίσιο αυτό, η ανάλυση του Πρωτοδικείου υπήρξε κατά τη γνώμη μου ουσιαστικά συνεπής με τα βασικά χαρακτηριστικά του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της διοίκησης αλλοτρίων που απαντούν στα δίκαια των κρατών μελών, όταν έκρινε, με τη συλλογιστική που παρέθεσε λεπτομερώς στις σκέψεις 96 έως 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι προϋποθέσεις για την άσκηση αγωγής βάσει των αρχών αυτών δεν συντρέχουν σε περίπτωση όπως η παρούσα. |
52. |
Το κύριο σκεπτικό, που παρατίθεται στις σκέψεις 97 και 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήταν ότι μια τέτοια υπόθεση πρέπει να αξιολογηθεί κατ’ αρχήν στο πλαίσιο των οικείων συμβατικών υποχρεώσεων, συνεπώς στο επίπεδο της συμβατικής ευθύνης. |
53. |
Στο πλαίσιο αυτό θα παρατηρήσω ειδικότερα, σχετικά με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως της Masdar, ότι η Masdar δεν υποστηρίζει ότι οι οικείες συμβάσεις υπεργολαβίας με τη Helmico είχαν λυθεί ή ήταν άκυρες όταν συνέχισε την εκτέλεσή τους. Η Masdar υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι, λαμβανομένης υπόψη της παράβασης της Helmico, είχε το δικαίωμα να λύσει τη σύμβαση και ότι το Πρωτοδικείο όφειλε να εξετάσει αν εξακολουθούσε να δεσμεύεται νομικώς να συνεχίσει την εκτέλεση της σύμβασης. |
54. |
Ακόμη και αν η παράλειψη εκτελέσεως από τη Helmico των συμβατικών της υποχρεώσεων έδινε το δικαίωμα στη Masdar να παύσει να παρέχει τις επίδικες υπηρεσίες και να λύσει τη σύμβαση, εν προκειμένω δεν είναι αυτό το κύριο στοιχείο. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η σχέση μεταξύ Masdar και Helmico διεπόταν πάντα από τις συμβάσεις υπεργολαβίας που είχαν συνάψει, δεδομένου ότι η παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων ως τοιαύτη, που εν προκειμένω συνίσταται στη μη πληρωμή εκ μέρους της Helmico, δεν λύει τη σύμβαση αλλ’ έχει ως αποτέλεσμα ότι θεμελιώνει τη συμβατική ευθύνη του παραβαίνοντος συμβαλλομένου, όπως ορθώς τόνισε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως. |
55. |
Δεδομένου ότι η ευθύνη που στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και στη διοίκηση αλλοτρίων είναι δευτερεύουσα σε σχέση με τη συμβατική ευθύνη, όπως ορθά έκρινε το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 97 έως 100, μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε νομική πλάνη, να απορρίψει το αίτημα που είχε προβάλει η Masdar βάσει των αρχών αυτών, παρά την ενδεχόμενη δυνατότητα της Masdar να λύσει τις συμβάσεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη παραλείποντας να λάβει υπόψη την ευχέρεια της Masdar να λύσει τις συμβάσεις. |
56. |
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. |
57. |
Όσον αφορά πάντως την αιτίαση ότι το Πρωτοδικείο, εξετάζοντας το αίτημα που στηρίχθηκε στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και στη διοίκηση αλλοτρίων, όφειλε να λάβει υπόψη τις εξουσίες ανακτήσεως που παρέχει στην Επιτροπή ο δημοσιονομικός κανονισμός, δεν βλέπω πώς το στοιχείο αυτό μπορεί να επηρεάσει την εκτίμηση των αιτημάτων αυτών. |
58. |
Όπως προκύπτει σαφώς από τις σκέψεις 99 και 100 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο δεν δέχθηκε ότι οι αρχές αυτές μπορούν να εφαρμοστούν κυρίως για τον λόγο ότι, λόγω της συμβατικής φύσεως των παρασχεθεισών υπηρεσιών –η Επιτροπή αποκόμισε όφελος από τη σύμβασή της με τη Helmico και η Masdar ενήργησε στο πλαίσιο συμβάσεως υπεργολαβίας με την τελευταία– δεν υπάρχει αδικαιολόγητος πλουτισμός της Επιτροπής και δεν θεμελιώνεται εξαιρετική ευθύνη λόγω διοικήσεως αλλοτρίων. |
59. |
Επιπλέον, και αντίθετα με τους ισχυρισμούς της Masdar, λαμβανομένου υπόψη του σχετικού αποτελέσματος των συμβάσεων, δεν μπορεί να υποστηριχθεί, όπως ορθά παρατήρησε η Επιτροπή, ότι τα εντάλματα εισπράξεως που εκδόθηκαν εις βάρος της Helmico απογυμνώνουν από κάθε περιεχόμενο τη συμβατική σχέση μεταξύ Masdar, υπεργολάβου, και Helmico, αντισυμβαλλομένης. |
60. |
Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. |
61. |
Όσον αφορά, τέλος, τις ειδικές νομικές πλάνες στις οποίες φέρεται ότι υπέπεσε το Πρωτοδικείο ως προς τον τρόπο εφαρμογής της αρχής της διοίκησης αλλοτρίων, στις σκέψεις 101 έως 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, όπως ορθά έκρινε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 100 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αρχή αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει βάση ευθύνης παρά μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις ( 10 ). |
62. |
Στο πλαίσιο αυτό, πρώτο το Πρωτοδικείο ορθά έκρινε κατά τη γνώμη μου, στη σκέψη 101 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εκτέλεση από την αναιρεσείουσα των συμβατικών υποχρεώσεών της έναντι της Helmico δεν μπορεί βασίμως να χαρακτηριστεί ως αφιλοκερδής παρέμβαση στις υποθέσεις τρίτου. Γενικότερα, η δυνατότητα της Masdar να λύσει τις συμβάσεις που είχε συνάψει με τη Helmico δεν αρκεί να χαρακτηρίσει ως αφιλοκερδή την παροχή των υπηρεσιών της Masdar. |
63. |
Δεύτερον, στο πλαίσιο της διαχείρισης σχεδίων όπως τα επίδικα εν προκειμένω, όσον αφορά τη διοίκηση αλλοτρίων, το ζήτημα αν η Επιτροπή ήταν ικανή να εκτελέσει η ίδια τα σχέδια δεν ασκεί επιρροή δεδομένου ότι, υπό κανονικές συνθήκες, τέτοιου είδους σχέδια υλοποιούνται, όπως εν προκειμένω, μέσω αντισυμβαλλομένων της Επιτροπής και όχι από την ίδια. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο βασίμως παρέπεμψε στο στοιχείο που δίνει η Επιτροπή στην από 5 Οκτωβρίου 1998 επιστολή, όπου γράφει ότι «προτίθεται να μετέλθει άλλα μέσα προκειμένου να εξασφαλίσει την ολοκλήρωση του σχεδίου», για να αποδείξει το εσφαλμένο του ισχυρισμού της Masdar, ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να διοικήσει τα εν λόγω σχέδια. |
64. |
Τέλος, η κρίση του Πρωτοδικείου, στη σκέψη 101 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η ενέργεια του διοικητή πραγματοποιείται κατά κανόνα εν αγνοία του κυρίου ή τουλάχιστον χωρίς αυτός να συνειδητοποιεί την ανάγκη άμεσης ενέργειας», συνάδει κατά τη γνώμη μου με το περιεχόμενο της αρχής της διοίκησης αλλοτρίων και τις αυστηρές προϋποθέσεις εφαρμογής της. |
65. |
Ειδικότερα, η διαπίστωση αυτή, που δεν είναι παρά ένα μόνο στοιχείο μεταξύ των πλειόνων που παραθέτει το Πρωτοδικείο στη σκέψη 101 για να στηρίξει την κρίση ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ασκήσεως της αστικής αγωγής λόγω διοικήσεως αλλοτρίων, δεν αναιρείται από τη σκέψη ότι μπορεί να υπάρχουν ειδικές υποθετικές περιπτώσεις, στην οποία η αρχή αυτή έχει εφαρμογή, ακόμη και ο κύριος δεν τελεί εν αγνοία, όπως το παράδειγμα που έδωσε η Masdar του προσώπου που ασθενεί βαρέως αλλά διατηρεί τις αισθήσεις του, το οποίο διακομίζεται στο νοσοκομείο από τρίτο, παράδειγμα που όπως είναι φανερό δεν μπορεί να συγκριθεί με την παρούσα υπόθεση. |
66. |
Συνεπώς, τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμα. |
67. |
Από τα προεκτεθέντα, προκύπτει ότι οι τρεις πρώτοι λόγοι αναιρέσεως, που στρέφονται κατά του σκεπτικού που αφιερώνει το Πρωτοδικείο στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και στη διοίκηση αλλοτρίων, είναι απορριπτέοι. |
2. Ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως: το Πρωτοδικείο, απορρίπτοντας το αίτημα που προέβαλε η ενάγουσα βάσει της ευθύνης λόγω αμελείας ή εξ αδικοπραξίας, εσφαλμένως θεώρησε ότι τα επιχειρήματα της Masdar εμφάνιζαν κενά.
α) Κύρια επιχειρήματα
68. |
Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως η Masdar υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, απορρίπτοντας το αίτημα που προέβαλε η ενάγουσα βάσει της ευθύνης λόγω αμελείας ή εξ αδικοπραξίας, εσφαλμένως θεώρησε ότι τα επιχειρήματα της Masdar εμφάνιζαν κενά, δεδομένου ότι το ζήτημα είναι απολύτως σαφές υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης όπου η Επιτροπή ασκεί εξουσίες ανακτήσεως βάσει του δημοσιονομικού κανονισμού. |
69. |
Η Masdar υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, καίτοι γνώριζε από τον Οκτώβριο του 1998 τις παρατυπίες της Helmico, αρχικά επέτρεψε, αν όχι ενθάρρυνε, στην ενάγουσα να ολοκληρώσει τα έργα και στη συνέχεια άσκησε τις οικείες εξουσίες ανακτήσεως και κατ’ αυτόν τον τρόπο στέρησε τη Helmico από όλους τους πόρους που είχε εισπράξει βάσει των συμβάσεων. Η Επιτροπή γνώριζε ότι αυτό θα εξουδετέρωνε τον μηχανισμό αμοιβής της Masdar που είχε καταρτιστεί σε σύμπραξη με την Επιτροπή και με την έγκρισή της. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι φανερό ότι οι ζημιογόνες συνέπειες που υπέστη η Masdar εξηγούνται από την αμέλεια ή την απερισκεψία με τις οποίες ενήργησε η Επιτροπή ενώ είχε καθήκον επιμέλειας. |
70. |
Η Masdar υποστηρίζει, τέλος, ότι στο, πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου, τα όρια της ευθύνης για καθαρά οικονομικές ζημίες πρέπει να διευρύνονται σε σχέση με τις προϋποθέσεις του αγγλικού δικαίου της ευθύνης για καθαρά οικονομικές ζημίες, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών εξουσιών ανακτήσεως που έχει η Επιτροπή, όταν είναι πρόδηλο ότι το ένταλμα εισπράξεως θα είχε ως αποτέλεσμα να στερήσει αμοιβής τους υπεργολάβους που εξεπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους. Επικουρικώς, τα όρια αυτά πρέπει να διευρυνθούν για να καλύψουν τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης. |
71. |
Κατά την Επιτροπή, τα επιχειρήματα που αναπτύσσει η Masdar είναι και απαράδεκτα, κατά την έννοια ότι στρέφονται κατά διαπιστώσεων πραγματικών περιστατικών, και αλυσιτελή, καθόσον αφορούν ζήτημα που το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε. Ορθώς, κατά την άποψή της, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Masdar δεν στήριξε την επιχειρηματολογία της και απέρριψε το στηριζόμενο στην αδικοπραξία αίτημα. |
β) Εκτίμηση
72. |
Πρώτον, θα παρατηρήσω ότι οι ισχυρισμοί που προέβαλε η Masdar ενώπιον του Πρωτοδικείου με βάσει την ευθύνη λόγω αμελείας ή λόγω πταίσματος συνδέονταν με τη συμπεριφορά της Επιτροπής, η οποία είχε αναστείλει τις πληρωμές προς τη Helmico, όπως επισήμανε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 140 της προσβαλλομένης αποφάσεως, και δεν αντικρούεται από τη Masdar στο πλαίσιο της παρούσας δίκης. Κατά συνέπεια, στις σκέψεις 140 και 141 της προσβαλλομένης αποφάσεως στις οποίες αναφέρεται ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως, το Πρωτοδικείο απλώς εξέτασε το ζήτημα αν η Επιτροπή είχε ενεργήσει με αμέλεια ή κατά πταίσμα, αναστέλλοντας τις πληρωμές προς τη Helmico. |
73. |
Συνεπώς, στο μέτρο που η Masdar αναφέρεται στο ζήτημα των ενταλμάτων εισπράξεως, απόφαση της Επιτροπής η οποία διακρίνεται από την προγενέστερη αναστολή των πληρωμών κατά το 1999 και υποστηρίζει ότι η Επιτροπή με τον τρόπο αυτό της στέρησε οριστικά την πληρωμή από τη Helmico, ή στο μέτρο που επικαλείται διάφορα άλλα περιστατικά της υπόθεσης που δεν συνδέονται άμεσα με την εν λόγω αναστολή ή προέκυψαν μεταγενέστερα, τα επιχειρήματα της Masdar είναι αλυσιτελή όπως ορθά παρατήρησε η Επιτροπή και δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. |
74. |
Συνεπώς, αυτό το σκέλος του πέμπτου λόγου αναιρέσεως είναι απορριπτέο. |
75. |
Εν συνεχεία, όσον αφορά την αιτίαση ότι το Πρωτοδικείο εσφαλμένα έκρινε ανεπαρκή, στη σκέψη 141 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα επιχειρήματα που προέβαλε η Masdar στο πλαίσιο του αιτήματός της σχετικά με την πηγή και την έκταση του καθήκοντος αυτού, θέλω να παρατηρήσω, πρώτον, ότι η απουσία στερεών επιχειρημάτων στο σημείο αυτό ήταν, όπως προκύπτει από τη συλλογιστική του Πρωτοδικείου, ένας μόνον από τους λόγους που υπαγόρευσε την απόρριψη ως αβασίμου του λόγου ακυρώσεως της αμέλειας ή του πταίσματος. Ομοίως, το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι η ύπαρξη σχέσης αιτιότητας μεταξύ της φερομένης παράβασης της υποχρεώσεως και της προβαλλομένης ζημίας δεν αποδείχθηκε. Συνεπώς, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι υπάρχει καθήκον επιμέλειας, όπως υποστηρίζει η Masdar, και πάλι δεν αναιρείται το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Πρωτοδικείο απορρίπτοντας τον λόγο αυτόν. |
76. |
Δεύτερον, καίτοι μπορούμε βεβαίως να δεχτούμε ότι, κατά την άσκηση των καθηκόντων της, η Επιτροπή φέρει γενική υποχρέωση επιμέλειας όπως ακριβώς δεσμεύεται και από την αρχή της χρηστής διοίκησης ( 11 ) και, αναλόγως των περιστάσεων, από διάφορες άλλες υποχρεώσεις, είναι κάθε άλλο παρά προφανές ότι υπάρχει ειδική υποχρέωση σε σχέση με τα συμφέροντα τρίτου σε μια συμβατική σχέση, όπως η προκειμένη, που θα εμπόδιζε την Επιτροπή να αναστείλει τις πληρωμές υπό συνθήκες παρόμοιες με της παρούσας υπόθεσης. Συνεπώς, το ζήτημα δεν είναι αυτονόητο, όπως ισχυρίστηκε η Masdar, υπό τις εν λόγω ιδιαίτερες περιστάσεις ούτε μπορεί να λεχθεί a priori ότι οι ζημιογόνες συνέπειες που υπέστη η Masdar εξηγούνται από την αμέλεια ή την απερισκεψία με τις οποίες ενήργησε η Επιτροπή. |
77. |
Κατά συνέπεια, φρονώ ότι, όσον αφορά τα επιχειρήματα που προέβαλε η Masdar στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως του πταίσματος ή της αμέλειας, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι η Masdar δεν στήριξε επαρκώς το αίτημά της. |
78. |
Κατόπιν αυτού, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του. |
3. Ο έκτος και ο έβδομος λόγος αναιρέσεως που αφορούν τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου ότι η Επιτροπή δεν έδωσε καμιά διαβεβαίωση
α) Κύρια επιχειρήματα
79. |
Με τον έκτο και τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, η Masdar αμφισβητεί το σκεπτικό που αναπτύσσει η προσβαλλομένη απόφαση για να απορρίψει τον ισχυρισμό της Masdar ότι η Επιτροπή έδωσε διαβεβαιώσεις που δημιούργησαν δικαιολογημένες προσδοκίες. |
80. |
Στο πλαίσιο αυτών των λόγων, η Masdar υποστηρίζει, πρώτον, ότι το Πρωτοδικείο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν προσκομίστηκε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι διαβεβαιώσεις για τις οποίες κάνει λόγο η Masdar δόθηκαν κατά τη σύσκεψη της 2ας Οκτωβρίου 1998. Λαμβανομένων υπόψη των λόγων, που παρατίθενται στις σκέψεις 143 και 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως, για τους οποίους το Πρωτοδικείο αρνήθηκε να ακούσει τη μαρτυρία σχετικά με τις διαβεβαιώσεις αυτές, το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να προβεί σ’ αυτές τις διαπιστώσεις. |
81. |
Η Masdar υποστηρίζει, δεύτερον, ότι το Πρωτοδικείο εσφαλμένα θεώρησε ότι ήταν άκρως απίθανο να δόθηκαν αυτές οι διαβεβαιώσεις. Το Πρωτοδικείο στήριξε την εκτίμηση αυτή σε βάση που ήταν εσφαλμένη και ατελής καθόσον αγνόησε το ιδιαίτερο πλαίσιο της υπόθεσης στο οποίο περιλαμβάνεται και η δυνατότητα της Masdar να λύσει τις συμβάσεις υπεργολαβίας και το δικαίωμα της Επιτροπής να αναστείλει τις κύριες συμβάσεις και να εκδώσει εντάλματα εισπράξεως. Επιπλέον, η Masdar φρονεί ότι η κοινή βούληση τόσο της Επιτροπής όσο και της Masdar να ολοκληρωθούν τα σχέδια και να λάβει την αμοιβή της η Masdar για την εργασία της, όπως αναφέρεται στη σκέψη 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι αδιανόητη αν δεν είχαν δοθεί αμοιβαίες διαβεβαιώσεις κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο. |
82. |
Τρίτον, η Masdar υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας, στη σκέψη 128 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο άτυπος χαρακτήρας της σύσκεψης της 2ας Οκτωβρίου 1998 αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν συνέταξε πρακτικά και, κατόπιν αυτού, κακώς απέκλεισε το ενδεχόμενο να έχει δώσει η Επιτροπή τις προβαλλόμενες διαβεβαιώσεις. |
83. |
Τέλος, η Masdar παρατηρεί ότι στο πλαίσιο αυτό δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η Επιτροπή έδωσε αυτές τις διαβεβαιώσεις. |
84. |
Η Επιτροπή υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι, με τους λόγους αυτούς, η Masdar επιδιώκει στην πραγματικότητα να ανακινήσει πραγματικά ζητήματα και για τον λόγο αυτόν είναι απαράδεκτοι. Εν πάση περιπτώσει, το Πρωτοδικείο εξέτασε λεπτομερώς το ζήτημα αν δόθηκαν ή όχι σαφείς διαβεβαιώσεις, οι δε κρίσεις του επί του σημείου αυτού είναι ορθές κατά την άποψή της. |
β) Εκτίμηση
85. |
Με τα επιχειρήματα που αναπτύσσει στο πλαίσιο του έκτου και του έβδομου λόγου αναιρέσεως, η Masdar επιδιώκει, κατά τα ουσιώδη, να προσβάλει την εκτίμηση που διατυπώνει το Πρωτοδικείο, στις σκέψεις 119 έως 130 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως προς το ζήτημα αν οι διαβεβαιώσεις που επικαλείται η Masdar δόθηκαν κατά τη σύσκεψη της 2ας Οκτωβρίου 1998 και υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο όφειλε να κρίνει ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης, η Επιτροπή έδωσε πράγματι διαβεβαιώσεις. |
86. |
Είναι δηλαδή πρόδηλο ότι η Masdar αμφισβητεί την εκτίμηση που διατύπωσε το Πρωτοδικείο επί αποδεικτικών στοιχείων που αποδεικνύουν ότι δόθηκαν διαβεβαιώσεις. |
87. |
Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει κατ’ αναίρεση τα πραγματικά περιστατικά ούτε, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το Πρωτοδικείο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Εφόσον, δηλαδή, η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων, το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία των αποδεικτικών στοιχείων που του έχουν υποβληθεί ( 12 ). |
88. |
Αυτή η εκτίμηση όμως δεν συνιστά νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου, εφόσον δεν συντρέχει αλλοίωση αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου ( 13 ). |
89. |
Δεδομένου ότι εν προκειμένω η Masdar δεν προέβαλε αλλοίωση πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν στο Πρωτοδικείο ή εν πάση περιπτώσει δεν την απέδειξε, ο έκτος και ο έβδομος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτοι, καθόσον στρέφονται κατά της εκτιμήσεως που διατύπωσε το Πρωτοδικείο επί αποδεικτικών στοιχείων. |
90. |
Επιπλέον, όσον αφορά ειδικότερα, την αιτίαση της Masdar κατά της αρνήσεως του Πρωτοδικείου, στις σκέψεις 143 έως 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως, να εξετάσει μάρτυρα σχετικά με τη σύσκεψη της 2ας Οκτωβρίου 1998, θα παρατηρήσω ότι το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να κρίνει για την ενδεχόμενη ανάγκη συμπληρώσεως των πληροφοριακών στοιχείων που διαθέτει για τις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνεται ( 14 ). Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ακόμη και αν ένα αίτημα εξετάσεως μαρτύρων που υποβάλλεται με το δικόγραφο της προσφυγής εκθέτει με ακρίβεια τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία επιβάλλεται εξέταση μαρτύρων και τους λόγους που δικαιολογούν την εξέτασή τους, εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να εκτιμήσει τη χρησιμότητα της αιτήσεως σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς και την αναγκαιότητα εξετάσεως των προταθέντων μαρτύρων ( 15 ). |
91. |
Αυτό ακριβώς έπραξε το Πρωτοδικείο στα προαναφερθέντα χωρία της αποφάσεως διαπιστώνοντας, στη σκέψη 148, ότι το περιεχόμενο της μαρτυρίας δεν θα αρκούσε εν πάση περιπτώσει να αποδείξει το κρίσιμο γεγονός, δηλαδή ότι η Επιτροπή έδωσε διαβεβαιώσεις όσον αφορά την πληρωμή της Masdar. |
92. |
Δεύτερον, στο μέτρο που η Masdar φαίνεται να υπαινίσσεται, στο πλαίσιο αυτό, ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου εμφανίζει ασυνέπεια μεταξύ των λόγων για τους οποίους το Πρωτοδικείο αρνήθηκε να ακούσει τον μάρτυρα και την κρίση του ότι δεν δόθηκαν οι προβαλλόμενες διαβεβαιώσεις, ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος δεδομένου ότι, όπως ορθά επισήμανε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ύπαρξη μεταξύ των μερών κοινής βούλησης να ολοκληρώσει η ενάγουσα το σχέδιο και να αμειφθεί για την εργασία της δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή έδωσε συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις για απευθείας πληρωμή της Masdar. |
93. |
Συνεπώς, ο έκτος και ο έβδομος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν. |
4. Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως ότι δηλαδή οι κρίσεις του Πρωτοδικείου όσον αφορά τους λόγους ακυρώσεως του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της διοίκησης αλλοτρίων, αφενός, και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αφετέρου, είναι αντιφατικές
α) Κύρια επιχειρήματα
94. |
Η Masdar προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι εξέτασε την εφαρμογή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κρίνοντας ότι δεν πληρούνται προς τούτο οι οικείες αυστηρές προϋποθέσεις, καίτοι υπέθετε σιωπηρά ότι η Επιτροπή είχε παροτρύνει την ενάγουσα να συνεχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες της (σκέψη 101 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι η Masdar και η Επιτροπή διαπνέονταν από την κοινή βούληση να ολοκληρώσει η Masdar τα σχέδια και να αμειφθεί για την εργασία της (σκέψη 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
95. |
Με επιχειρήματα παρόμοια με αυτά που ανέπτυξε στο πλαίσιο των προηγουμένων λόγων αναιρέσεως, υποστηρίζει ότι κάτι συνέβη ίσως κατά τη σύσκεψη της 2ας Οκτωβρίου 1998 και/ή κατά τις μεταγενέστερες επαφές με την Επιτροπή που είχε ως αποτέλεσμα να παροτρύνει τη Masdar να συνεχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες που πρόβλεπε η σύμβαση υπεργολαβίας με τη Helmico. Και μπορεί μεν αυτό το «κάτι» να μην ανταποκρίνεται στο περιοριστικό κριτήριο που δέχεται το Πρωτοδικείο για να αποδεικνύεται το βάσιμο αιτήματος που στηρίζεται στη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, ήταν όμως αρκούντως καθοριστικό ώστε να πείσει τη Masdar να συνεχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες, πράγμα που δείχνει ότι κακώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι από τα προσκομισθέντα στοιχεία δεν προέκυψε ότι η Επιτροπή είχε δώσει σαφείς διαβεβαιώσεις που θα νομιμοποιούσαν τη Masdar να υποβάλει τέτοιο αίτημα. |
96. |
Επικουρικώς, υποστηρίζει ότι το κριτήριο που δέχτηκε το Πρωτοδικείο είναι πολύ περιοριστικό και καταλήγει σε άδικο αποτέλεσμα σε περιπτώσεις όπως η παρούσα. Αρμόζει, συνεπώς, να κριθεί ότι σε περιστάσεις όπως της υπό κρίση υπόθεσης συνάγεται η ύπαρξη σαφών διαβεβαιώσεων. |
97. |
Τέλος, η Masdar αμφισβητεί τη διαπίστωση, στη σκέψη 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, συνεχίζοντας να εργάζεται στο σχέδιο, ανέλαβε εμπορικό κίνδυνο που μπορεί να χαρακτηριστεί ως συνήθης. Κανένας συνετός επιχειρηματίας δεν θα είχε συνεχίσει να εργάζεται υπό τις συνθήκες αυτές, εκτός αν η συμπεριφορά της Επιτροπής ήταν τέτοια ώστε να του εμπνεύσει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι θα αμειφθεί για τις υπηρεσίες του. |
98. |
Κατά την Επιτροπή, τα επιχειρήματα που προβάλλονται στο πλαίσιο αυτού του λόγου είναι απαράδεκτα και, εν πάση περιπτώσει, προδήλως αβάσιμα. |
β) Εκτίμηση
99. |
Όσον αφορά, πρώτον, τη φερομένη ασυνέπεια μεταξύ των κρίσεων του Πρωτοδικείου στη σκέψη 101, αφενός, και στη σκέψη 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφετέρου, η αιτίαση αυτή στηρίζεται, τουλάχιστον εν μέρει, σε εσφαλμένη ερμηνεία της πρώτης από τις προαναφερθείσες σκέψεις την οποία το Πρωτοδικείο απλώς σημειώνει: «Συγκεκριμένα, η ενέργεια του διοικητή πραγματοποιείται κατά κανόνα εν αγνοία του κυρίου ή τουλάχιστον χωρίς αυτός να συνειδητοποιεί την ανάγκη άμεσης ενέργειας. Η ενάγουσα όμως υποστηρίζει ότι η απόφασή της να συνεχίσει τις εργασίες τον Οκτώβριο του 1998 οφείλεται στην παρότρυνση της Επιτροπής». |
100. |
Θεωρούμενη εντός του οικείου πλαισίου, η κρίση αυτή του Πρωτοδικείου είναι σαφές ότι είχε σκοπό να επισημάνει την αντίφαση μεταξύ του αιτήματος που στήριξε η Masdar στη διοίκηση αλλοτρίων και του επιχειρήματος περί προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, κατά την έννοια ότι η Επιτροπή την παρότρυνε να συνεχίσει την παροχή των υπηρεσιών και όχι να υιοθετήσει το επιχείρημα αυτό. Επιπλέον, η Masdar φαίνεται να επιβεβαιώνει σιωπηρά ότι το Πρωτοδικείο δεν συμμερίστηκε την ανάλυση αυτή, δεδομένου ότι υποστηρίζει ότι όφειλε να διαπιστώσει κάποιο γεγονός που την παρότρυνε να συνεχίσει τις εργασίες. |
101. |
Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν όπως υποστηρίζει η Masdar, το Πρωτοδικείο υπέλαβε σιωπηρώς ότι η Επιτροπή είχε παροτρύνει την ενάγουσα να συνεχίσει την παροχή των υπηρεσιών της, αυτό δεν σημαίνει, κατ’ ανάγκη, ότι δόθηκαν σαφείς διαβεβαιώσεις που θα μπορούσαν να στηρίξουν αίτημα βάσει δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. |
102. |
Στο ίδιο πνεύμα, απέρριψα ήδη την αιτίαση της ασυνέπειας στη συλλογιστική του Πρωτοδικείου, που διαπίστωσε, στη σκέψη 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Masdar και η Επιτροπή είχαν την κοινή βούληση να ολοκληρωθούν τα σχέδια. |
103. |
Τα λοιπά επιχειρήματα που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου αναιρέσεως στρέφονται και αυτά κατά της διαπιστώσεως του Πρωτοδικείου ότι δεν δόθηκε καμιά σαφής διαβεβαίωση, διαπίστωση η οποία, όπως προανέφερα, στηρίζεται σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών η οποία και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με αίτηση αναιρέσεως ( 16 ). |
104. |
Επ’ αυτού αρκεί να σημειώσω ότι, όπως ορθά υπογράμμισε η Επιτροπή κατά τη συνεδρίαση, είναι κάθε άλλο παρά πειστικός ο ισχυρισμός ότι ο μοναδικός λόγος που εξηγεί τη συνέχιση των εργασιών εκ μέρους της Masdar –ακόμη και αν ο εμπορικός κίνδυνος που δημιουργεί το γεγονός αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως μεγαλύτερος του συνήθους– ήταν ότι η Επιτροπή είχε δώσει στη Masdar, κατά τη σύσκεψη της 2ας Οκτωβρίου 1998 και/ή σε μεταγενέστερες επαφές, τις διαβεβαιώσεις που επικαλείται. |
105. |
Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι και αυτός απορριπτέος. |
106. |
Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. |
VI — Επί των δικαστικών εξόδων
107. |
Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία βάσει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί η Masdar η οποία και ηττήθηκε πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. |
VII — Πρόταση
108. |
Για τους λόγους αυτούς προτείνω στο Δικαστήριο:
|
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.
( 2 ) Συλλογή 2006, σ. II-4377.
( 3 ) Το ποσό που ζήτησε αντιστοιχεί στη συνολική αξία των υπηρεσιών για τις οποίες εκδόθηκαν τα τιμολόγια των οποίων ανεστάλη η πληρωμή: βλ. σκέψεις 71 και 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως.
( 4 ) Βλ., κατ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1994, C-136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. I-1981, σκέψη 59), και της 21ης Φεβρουαρίου 2008, C-348/06 P, Επιτροπή κατά Girardot (Συλλογή 2008, σ. I-833, σκέψη 49).
( 5 ) Βλ., κατ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000, C-352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-5291, σκέψη 35)· της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C-76/01 P, Eurocoton κ.λπ. κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2003, σ. I-10091, σκέψη 47), και Επιτροπή κατά Girardot, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4 (σκέψη 49).
( 6 ) Βλ. κατ’ αυτή την έννοια, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 28ης Μαΐου 1998, C-7/95 P, Deere κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-3111, σκέψη 19), και της 7ης Ιουλίου 2005, C-208/03 P, Le Pen κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 2005, σ. Ι-6051, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 7 ) Για λεπτομερή ανάλυση της ευθύνης χωρίς πταίσμα της Επιτροπής, βλ. πρόσφατες προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro, σημεία 53 έως 83, στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-120/06 P και C-121/06 P, FIAMM και FIAMM Technologies κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, εκκρεμούσα ενώπιον του Δικαστηρίου).
( 8 ) Επιπλέον, η υπό κρίση υπόθεση δεν θέτει κατά τη γνώμη μου, ζήτημα που πρέπει να θεωρηθεί ως ζήτημα δημοσίας τάξεως και που το Δικαστήριο μπορεί ή πρέπει να επισημάνει αυτεπαγγέλτως. Βλ., συναφώς, τα αυστηρά κριτήρια που προτείνει ο γενικός εισαγγελέας F. Jacobs στα σημεία 140 έως 143 των προτάσεών του στην υπόθεση Salzgitter κατά Επιτροπής (απόφαση της 13ης Ιουλίου 2000, C-210/98 P, Συλλογή 2000, σ. I-5843), ότι, δηλαδή, 1) πρώτον, πρέπει να καθοριστεί αν ο παραβιαζόμενος κανόνας έχει θεσπιστεί για να εξυπηρετεί θεμελιώδη σκοπό της κοινοτικής έννομης τάξεως και αν διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την επίτευξη του σκοπού αυτού· 2) δεύτερον, πρέπει να αποδειχθεί αν ο παραβιαζόμενος κανόνας θεσπίστηκε προς το συμφέρον τρίτων ή προς το γενικό συμφέρον και όχι απλώς προς το συμφέρον των ατόμων που αφορούσε άμεσα· 3) τρίτον, η παράβαση πρέπει να είναι πρόδηλη, ώστε τόσο το Δικαστήριο όσο και οι τρίτοι να μπορούν εύκολα να την εντοπίσουν και να την αναγνωρίσουν.
( 9 ) Βλ. σημείο 55 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro στις υποθέσεις FIAMM και FIAMM Technologies κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7.
( 10 ) Βλ., σημεία 46 έως 50 των προτάσεων.
( 11 ) Βλ., κατ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2004, C-501/00, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-6717, σκέψη 52).
( 12 ) Βλ. αποφάσεις Deere κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6 (σκέψη 22)· της 25ης Ιανουαρίου 2007, C-403/04 P και C-405/04 P, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I-729, σκέψη 38), και της 22ας Νοεμβρίου 2007, C-260/05 P, Sniace κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. Ι-10005, σκέψη 35).
( 13 ) Αποφάσεις της 2ας Μαρτίου 1994, C-53/92 P, Hilti κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. I-667, σκέψη 42), και της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-123, σκέψη 49).
( 14 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2001, C-315/99 P, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή 2001, σ. Ι-5281, σκέψη 19)· της 7ης Οκτωβρίου 2004, C-136/02 P, Mag Instrument κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2004, σ. I-9165, σκέψη 76), και της 28ης Ιουνίου 2005, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I-5425, σκέψη 67).
( 15 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Sniace κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12 (σκέψη 78), και Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14 (σκέψη 68).
( 16 ) Βλ. σημεία 87 και 88 των παρουσών προτάσεων.