1. Διαδικασία – Παρέμβαση – Έκταση των δικονομικών δικαιωμάτων του παρεμβαίνοντος σε συνάρτηση με την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως παρεμβάσεως
(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 115 § 1 και 116 § 6)
2. Δίκαιο της Ένωσης – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Τήρηση στο πλαίσιο διοικητικών διαδικασιών – Αντιντάμπινγκ
(Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρο 20, και 1225/2009, άρθρο 20)
3. Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Έρευνα – Διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής
(Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρο 15 § 2, και 1225/2009, άρθρο 15 § 2)
4. Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έκταση – Κανονισμοί περί επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ
(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)
5. Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Έρευνα – Ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος
(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 1)
1. Σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, παρεμβαίνων ο οποίος κατέθεσε την αίτησή του παρεμβάσεως μετά τη λήξη της προβλεπόμενης στο άρθρο 115, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού προθεσμίας έξι εβδομάδων, η οποία αρχίζει από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της ανακοινώσεως περί της ασκήσεως της προσφυγής, νομιμοποιείται απλώς και μόνον να συμμετάσχει στην προφορική διαδικασία, να λάβει γνώση της εκθέσεως ακροατηρίου και να υποβάλει κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση τις παρατηρήσεις του με βάση την έκθεση αυτή.
(βλ. σκέψη 59)
2. Η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης, δυνάμει της οποίας οι εμπλεκόμενες σε διαδικασία έρευνας περατούμενης με την έκδοση κανονισμού αντιντάμπινγκ επιχειρήσεις πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να γνωστοποιούν λυσιτελώς την άποψή τους, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, επί του υποστατού και της συνάφειας των προβαλλομένων γεγονότων και περιστάσεων. Η απαίτηση αυτή υλοποιείται στο άρθρο 20 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ (νυν άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1225/2009).
Συναφώς, εφόσον η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα το αναθεωρημένο έγγραφο τελικής ενημέρωσης και έταξε σ’ αυτή προθεσμία για την υποβολή των παρατηρήσεών της, η δε προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της εντός της ταχθείσας προθεσμίας και, εν συνεχεία, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο την πρόταση οριστικού κανονισμού, αρκετές ημέρες μετά την κοινοποίηση στην προσφεύγουσα του αναθεωρημένου εγγράφου τελικής ενημέρωσης, δεν διαπιστώνεται καμία προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας. Εξάλλου, το γεγονός ότι το διαβιβασθέν στο Συμβούλιο σχέδιο προτάσεως οριστικού κανονισμού κυκλοφορεί στο εσωτερικό της Επιτροπής γραπτώς, προκειμένου να λάβει την έγκριση των μελών του θεσμικού οργάνου, δεν θίγει τη δυνατότητα της προσφεύγουσας να εκφράσει λυσιτελώς τις απόψεις της, καθόσον η Επιτροπή δύναται, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να παύσει την εν λόγω γραπτή διαδικασία ή ακόμη και να τροποποιήσει το σχέδιο προτάσεώς της σε συνέχεια των παρατηρήσεων που υπέβαλαν οι ενδιαφερόμενοι.
(βλ. σκέψεις 74-78)
3. Η μη τήρηση της προθεσμίας που προβλέπεται από το άρθρο 15, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 δεν μπορεί, αυτή καθαυτή, να θεωρηθεί ότι συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου ικανή να καταστήσει παράνομη τη διαδικασία διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής και, κατ’ ακολουθία, τον περιλαμβανόμενο σε κανονισμό περί επιβολής οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 17 του κανονισμού 461/2004, ο οποίος τροποποίησε συναφώς τον κανονισμό 384/96, τα στοιχεία που κοινοποιούνται στα κράτη μέλη στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής «θα πρέπει» να αποστέλλονται κανονικά το αργότερο δέκα ημέρες πριν από την ημερομηνία της συνεδρίασης που καθορίζει ο πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής, προκειμένου «να χορηγηθεί στα κράτη μέλη αρκετός χρόνος για να τα εξετάσουν». Από το γράμμα της αιτιολογικής αυτής σκέψεως και, ιδίως, από τη χρήση της ευκτικής («θα πρέπει»), προκύπτει ότι η τήρηση της επίμαχης προθεσμίας δεν επιβάλλεται επί ποινή ακυρότητας της διαδικασίας διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, αλλά, αντιθέτως, ότι οι απαιτήσεις του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 384/96 είναι δυνατόν να πληρούνται σε περίπτωση που τα κράτη μέλη διαθέτουν στην πράξη αρκετό χρόνο για να εξετάσουν τα στοιχεία που τους κοινοποίησε ο πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής.
Συναφώς, οσάκις δεν αποδεικνύεται ότι τα κράτη μέλη είχαν στερηθεί τον αναγκαίο χρόνο προκειμένου να λάβουν λυσιτελώς γνώση των στοιχείων που αφορούσαν τον νέο ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος που διατύπωσε η Επιτροπή και ότι, εξ αυτού του λόγου, η συμβουλευτική επιτροπή δεν είχε μπορέσει να διατυπώσει άποψη έχοντας πλήρη γνώση όλων των σχετικών στοιχείων, αλλά, αντιθέτως, προκύπτει ότι το ζήτημα του ορισμού του υπό εξέταση προϊόντος είχε συζητηθεί διεξοδικώς από τους εκπροσώπους των κρατών μελών στη διάρκεια των διαφόρων συνεδριάσεων της συμβουλευτικής επιτροπής που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας και ότι ο ορισμός αυτός είχε ιδίως αποτελέσει αντικείμενο επεξεργασίας στα σχετικά με τα οριστικά μέτρα έγγραφα που η Επιτροπή διαβίβασε στα κράτη μέλη περισσότερο από δέκα εργάσιμες ημέρες πριν τη συνεδρίαση της συμβουλευτικής επιτροπής, η μη τήρηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 384/96 προθεσμίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι άσκησε επίδραση ως προς την έκβαση της διαδικασίας διαβουλεύσεων ούτε, κατ’ ακολουθία, ως προς τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος που έγινε οριστικώς δεκτός με τον κανονισμό περί επιβολής οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ.
(βλ. σκέψεις 91-96)
4. Όταν κανονισμός με τον οποίον επιβάλλονται οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ εμπίπτει στο πλαίσιο ενός συστήματος μέτρων, δεν απαιτείται η αιτιολογία να εξειδικεύει τα διάφορα πραγματικά και νομικά στοιχεία, ενίοτε πολυάριθμα και περίπλοκα, που αποτελούν το αντικείμενό του, ούτε τα θεσμικά όργανα να λαμβάνουν θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλουν οι ενδιαφερόμενοι. Αντιθέτως, αρκεί το όργανο που εκδίδει την πράξη να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία του προσβαλλόμενου κανονισμού.
Ασφαλώς, η αιτιολογία κανονισμού με τον οποίο επιβάλλονται δασμοί αντιντάμπινγκ πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των στοιχείων που γνωστοποιήθηκαν στους ενδιαφερομένους από τα όργανα της Ένωσης και των παρατηρήσεων που αυτοί υπέβαλαν κατά τη διαδικασία έρευνας. Πάντως, τα θεσμικά όργανα δεν είναι υποχρεωμένα να αιτιολογήσουν ειδικώς τη μη λήψη υπόψη των διαφόρων επιχειρημάτων που προέβαλαν οι ενδιαφερόμενοι. Αρκεί ο κανονισμός να περιέχει σαφή αιτιολογία των κύριων στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη κατά την ανάλυση της καταστάσεως των ενδιαφερομένων, εφόσον η αιτιολογία αυτή είναι σε θέση να καταστήσει σαφείς τους λόγους για τους οποίους τα οικεία όργανα δεν έλαβαν υπόψη τους τα σχετικά επιχειρήματα που επικαλέστηκαν οι διάδικοι κατά τη διοικητική διαδικασία.
Εξάλλου, κανονισμός με τον οποίο επιβάλλονται δασμοί αντιντάμπινγκ μετά την περάτωση διαδικασίας έρευνας πρέπει να περιλαμβάνει αιτιολογία μόνο σε σχέση με το σύνολο των πραγματικών και νομικών στοιχείων που έχουν σημασία για την εκτίμηση στην οποία ο οικείος κανονισμός προβαίνει. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως μιας τέτοιας πράξεως δεν έχει ως αντικείμενο να εξηγεί την εξέλιξη της θέσεως του οικείου κοινοτικού οργάνου κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και, επομένως, δεν προορίζεται προς δικαιολόγηση της ενδεχόμενης αποκλίσεως της λύσεως που επελέγη με την τελική πράξη σε σχέση με την προσωρινή θέση η οποία περιλαμβανόταν στα έγγραφα τα οποία είχαν γνωστοποιηθεί στους ενδιαφερομένους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής προκειμένου να τους δοθεί η δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Επομένως, στο πλαίσιο αυτό το οικείο κοινοτικό όργανο δεν υποχρεούται ούτε να εξηγήσει γιατί ήταν αβάσιμη μια άποψή την οποία αυτό είχε σε κάποιο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας.
(βλ. σκέψεις 114-116)
5. Ο ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος στο πλαίσιο έρευνας αντιντάμπινγκ αποσκοπεί στο να διευκολυνθεί η κατάρτιση του καταλόγου των προϊόντων ενόψει της ενδεχόμενης επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ. Στο πλαίσιο αυτό, τα οικεία όργανα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τους πολλές παραμέτρους, όπως είναι τα φυσικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά των προϊόντων, η χρήση τους, η εναλλαξιμότητά τους, η αντίληψη που σχηματίζει γι’ αυτά ο καταναλωτής, οι δίαυλοι διανομής, η διαδικασία κατασκευής, το κόστος παραγωγής και η ποιότητα.
Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη κατά την οποία οι διαφορές ως προς τα φυσικά χαρακτηριστικά δικαιολογούν διάκριση των προϊόντων αποκλειστικώς στην περίπτωση που οι εν λόγω διαφορές έχουν σημασία για τους καταναλωτές. Συγκεκριμένα, μεταξύ των παραμέτρων που τα όργανα της Ένωσης μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τους, τα φυσικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά των προϊόντων κατέχουν, ασφαλώς, σημαντική θέση, χωρίς εντούτοις να υπερισχύουν, κατ’ ανάγκην, άλλων στοιχείων. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι διαφορές ως προς τα φυσικά ή τεχνικά χαρακτηριστικά έχουν σημασία αποκλειστικώς στην περίπτωση που οι εν λόγω διαφορές θεωρούνται κρίσιμες κατά την αντίληψη του καταναλωτή.
(βλ. σκέψεις 138, 141)