ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (όγδοο τμήμα)
της 1ης Ιουλίου 2009 ( *1 )
«Κρατικές ενισχύσεις — Καθεστώς ενισχύσεων αναδιαρθρώσεως τις οποίες χορήγησε η Δημοκρατία της Πολωνίας σε μια επιχείρηση παραγωγής χάλυβα — Απόφαση κηρύσσουσα τις ενισχύσεις εν μέρει ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά και διατάσσουσα την ανάκτησή τους — Πρωτόκολλο 8 για την αναδιάρθρωση της πολωνικής χαλυβουργίας — Προσφυγή ακυρώσεως — Έννομο συμφέρον — Παραδεκτό — Έννοια του δικαιούχου — Άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999»
Στην υπόθεση T-291/06,
Operator ARP sp. z o.o., με έδρα τη Βαρσοβία (Πολωνία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από την J. Szymanowska, εν συνεχεία, από τους J. Szymanowska και P. Rosiak και, εν τέλει, από τον P. Rosiak, δικηγόρους,
προσφεύγουσα,
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους C. Giolito και A. Stobiecka-Kuik,
καθής,
με αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως 2006/937/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Ιουλίου 2005, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 20/04 (πρώην NN 25/04) υπέρ της [επιχειρήσεως παραγωγής χάλυβα] Huta Częstochowa S.A. (ΕΕ 2006, L 366, σ. 1), καθόσον κηρύσσει ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά ορισμένες ενισχύσεις και καθόσον εντέλλεται να προβεί η Δημοκρατία της Πολωνίας στην ανάκτηση των ενισχύσεων αυτών,
ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (όγδοο τμήμα),
συγκείμενο από τους Μ. E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, Σ. Παπασάββα και A. Dittrich (εισηγητή), δικαστές,
γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Σεπτεμβρίου 2008,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
Νομικό πλαίσιο
1 |
Σύμφωνα με το άρθρο 8 του πρωτοκόλλου 2 για τα προϊόντα που καλύπτονται από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ της ευρωπαϊκής συμφωνίας, της 16ης Δεκεμβρίου 1991, περί συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Πολωνίας, αφετέρου (ΕΕ 1993, L 348, σ. 2· στο εξής: πρωτόκολλο 2): «1. Δεν συμβιβάζονται με την ορθή λειτουργία της συμφωνίας, εφόσον ενδέχεται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ της Κοινότητας και της Πολωνίας, τα ακόλουθα: […]
[…] 4. Τα μέρη αναγνωρίζουν ότι, κατά τη διάρκεια των πρώτων πέντε ετών από τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας και κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, [στοιχείο] iii, η [Δημοκρατία της Πολωνίας] μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να χορηγεί, όσον αφορά τα προϊόντα χάλυβα που καλύπτονται από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ, κρατικές ενισχύσεις για αναδιάρθρωση, υπό τον όρο ότι:
Το Συμβούλιο Σύνδεσης, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κατάσταση της [Δημοκρατίας της Πολωνίας], θα αποφασίσει αν μπορεί να παραταθεί αυτή η πενταετής περίοδος.» |
2 |
Με την απόφαση 3/2002 του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΕ-Πολωνίας, της 23ης Οκτωβρίου 2002, για την παράταση της περιόδου που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του πρωτοκόλλου 2 (ΕΕ 2003, L 186, σ. 38), παρατάθηκε κατά οκτώ επιπλέον έτη από , ή μέχρι την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η περίοδος κατά την οποία η Δημοκρατία της Πολωνίας μπορούσε, κατ’ εξαίρεση, να χορηγεί, όσον αφορά τα προϊόντα χάλυβα, κρατική ενίσχυση αναδιαρθρώσεως σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 4, του πρωτοκόλλου 2. Το άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής ορίζει: «Η [Δημοκρατία της Πολωνίας] υποβάλλει στην Επιτροπή […] πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως και επιχειρηματικά σχέδια, τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του πρωτοκόλλου 2 και έχουν αξιολογηθεί και εγκριθεί από την αρμόδια εθνική αρχή της για τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων (την υπηρεσία ανταγωνισμού και προστασίας των καταναλωτών).» |
3 |
Με το πρωτόκολλο 8 για την αναδιάρθρωση της πολωνικής χαλυβουργίας, το οποίο έχει προσαρτηθεί στην πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας, και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2003, L 236, σ. 948· στο εξής: πρωτόκολλο 8), επετράπη στη Δημοκρατία της Πολωνίας, κατά παρέκκλιση από τους γενικούς κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, να χορηγήσει ενισχύσεις αναδιαρθρώσεως του τομέα της χαλυβουργίας της με βάση τους λεπτομερείς κανόνες που καθορίζονται στο σχέδιο αναδιαρθρώσεως και σύμφωνα με τους προβλεπόμενους από το πρωτόκολλο αυτό όρους. Το εν λόγω πρωτόκολλο προβλέπει, ιδίως, τα εξής:
[…]
[…]
|
4 |
Η απόφαση 2003/588/ΕΚ του Συμβουλίου, της 21ης Ιουλίου 2003, σχετικά με την πλήρωση των όρων που καθορίζονται στο άρθρο 3 της απόφασης 3/2002 (ΕΕ L 199, σ. 17), προβλέπει, στο μοναδικό άρθρο αυτής, τα εξής: «Το πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως και τα επιχειρηματικά σχέδια που υπέβαλε η [Δημοκρατία της Πολωνίας] στην Επιτροπή, στις 4 Απριλίου 2003, δυνάμει του άρθρου 2 της απόφασης 3/2002 […], είναι σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 8, παράγραφος 4, του πρωτοκόλλου 2.» |
5 |
Ο κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1), ορίζει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, αυτού τα εξής: «Στην απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή αναφέρει συνοπτικά τα σημαντικότερα πραγματικά και νομικά ζητήματα, προβαίνει σε προσωρινή εκτίμηση σχετικά με τον χαρακτήρα του σχεδιαζόμενου μέτρου ως ενίσχυσης και εκθέτει τις αμφιβολίες της για το συμβατό του μέτρου με την κοινή αγορά. Η απόφαση καλεί το οικείο κράτος μέλος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας, η οποία συνήθως δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα. Σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την ταχθείσα προθεσμία.» |
6 |
Το άρθρο 7, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής: «Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η κοινοποιηθείσα ενίσχυση δεν είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, αποφασίζει να μην τεθεί σε εφαρμογή (εφεξής αποκαλούμενη “αρνητική απόφαση”).» |
7 |
Το άρθρο 14 του κανονισμού 659/1999 ορίζει: «1. Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο (εφεξής αποκαλούμενη “απόφαση ανάκτησης”). Η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου. 2. Το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί δυνάμει απόφασης ανάκτησης περιλαμβάνει και τους σχετικούς τόκους, υπολογιζόμενους με το δέον επιτόκιο που ορίζει η Επιτροπή. Οι τόκοι πρέπει να καταβληθούν από την ημερομηνία κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση ετέθη στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την ημερομηνία της ανάκτησής της. 3. […]» |
8 |
Σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού: «Κάθε ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί να υποβάλει παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 6 έπειτα από απόφαση της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Σε κάθε ενδιαφερόμενο μέρος που έχει υποβάλει παρατηρήσεις και σε κάθε δικαιούχο ατομικής ενίσχυσης, αποστέλλεται αντίγραφο της απόφασης που έλαβε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 7.» |
Ιστορικό της διαφοράς
9 |
Η υπό κρίση υπόθεση αφορά μια πράξη αναδιαρθρώσεως της πολωνικής επιχειρήσεως παραγωγής χάλυβα Huta Częstochowa S.A. (στο εξής: HCz). Η αναδιάρθρωση της HCz πραγματοποιήθηκε μεταξύ 2002 και 2005. Προς τον σκοπό αυτόν, τα στοιχεία του ενεργητικού της HCz μεταβιβάσθηκαν σε νέες εταιρίες:
|
10 |
Με έγγραφο της 19ης Μαΐου 2004, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Δημοκρατία της Πολωνίας ότι αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας όσον αφορά την ενίσχυση αναδιαρθρώσεως που χορηγήθηκε στην επιχείρηση παραγωγής χάλυβα HCz. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις (ΕΕ C 204, σ. 6, στο εξής: απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας) στην αυθεντική γλώσσα (πολωνική), προηγηθείσα από περίληψη στις λοιπές επίσημες γλώσσες. Η Επιτροπή κάλεσε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά και τη νομική ανάλυση που περιλαμβάνονται στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας. Το εν λόγω θεσμικό όργανο παρέλαβε παρατηρήσεις υποβληθείσες από τη Δημοκρατία της Πολωνίας και από τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη. |
11 |
Κατά το πέρας της διαδικασίας, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αντιθέτως προς τις αρχικές αμφιβολίες της, τα μέτρα που αποσκοπούν στην αναδιάρθρωση της HCz σύμφωνα με τις διατάξεις του Ustawa o pomocy publicznej dla przedsiębiorców o szczególnym znaczeniu dla rynku pracy (νόμου για την εκ μέρους του Δημοσίου ενίσχυση προς τις επιχειρήσεις ιδιαίτερης σπουδαιότητας για την αγορά εργασίας, της 30ής Οκτωβρίου 2002, Dz. U. αριθ. 213, θέση 1800, όπως έχει τροποποιηθεί, στο εξής: νόμος του 2002) δεν αποτελούσαν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Αντιθέτως, η Επιτροπή θεώρησε ότι η HCz είχε λάβει, με διάφορους τρόπους, κρατική ενίσχυση για την περίοδο από το 1997 έως το 2002. Η Επιτροπή συνήγαγε ότι η ενίσχυση αυτή ήταν εν μέρει συμβατή προς την κοινή αγορά, αλλά απαίτησε την επιστροφή της εν λόγω ενισχύσεως για το μέρος που θεώρησε ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά, ήτοι για ποσό 19699452 πολωνικών ζλότι (PLN) (στο εξής: επίμαχη ενίσχυση). |
12 |
Στις 5 Ιουλίου 2005, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2006/937/ΕΚ, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 20/04 (πρώην NN 25/04) υπέρ της [επιχειρήσεως παραγωγής χάλυβα] HCz (ΕΕ 2006, L 366, σ. 1, στο εξής: Απόφαση). Το άρθρο 3 αυτής ορίζει: «1. Η κρατική ενίσχυση ύψους 19699452 PLN που χορήγησε η [Δημοκρατία της Πολωνίας] στην [HCz] κατά την περίοδο από το 1997 ως τον Μάιο του 2002, με τη μορφή λειτουργικής ενίσχυσης και ενίσχυσης αναδιαρθρώσεως της απασχόλησης, δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. 2. Η [Δημοκρατία της Πολωνίας] θα λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να ανακτήσει από την [HCz], τη Regionalny Fundusz Gospodarczy, την [MH] και την [Operator] την ενίσχυση της παραγράφου 1, που χορηγήθηκε παράνομα στην [HCz]. Όλες οι επιχειρήσεις αυτές παραμένουν αλληλέγγυα υπεύθυνες για την επιστροφή της ενίσχυσης. Η επιστροφή θα γίνει χωρίς καθυστέρηση σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει η εγχώρια νομοθεσία, υπό τον όρο ότι επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της παρούσας απόφασης. Στην επιστροφή περιλαμβάνονται και οι τόκοι από την ημερομηνία κατά την οποία χορηγήθηκε η ενίσχυση στην [HCz], έως και την επιστροφή της. Οι τόκοι θα υπολογιστούν σύμφωνα με τις διατάξεις που καθορίζονται στο κεφάλαιο V του κανονισμού […] 794/2004. 3. […]» |
13 |
Δυνάμει συμφωνίας της 30ής Σεπτεμβρίου 2005, που άρχισε να ισχύει στις , η ISD Polska sp. z o.o. (ενεργούσα τότε υπό την εταιρική επωνυμία ZPD Steel sp. z o.o.· στο εξής: ISD), θυγατρική κατά 100% της Industrial Union of Donbass Corp. (στο εξής: IUD), αγόρασε από την HCz όλες τις μετοχές της MH και της MH Plus, καθώς και δέκα εναπομένουσες θυγατρικές της HCz. Επίσης με σύμβαση της , που άρχισε να ισχύει στις , η ISD αγόρασε από την TFS όλες τις μετοχές της HSCz. Έτσι, η ISD κατέστη ιδιοκτήτρια της HSCz, της MH, της MH Plus και δέκα άλλων θυγατρικών της HCz. |
14 |
Έπειτα από την πώληση, η HCz άλλαξε εταιρική επωνυμία και ονομάσθηκε Regionalny Fundusz Gospodarczy S.A. (στο εξής: RFG). Η RFG εξακολουθεί να υφίσταται και ανήκει εξ ολοκλήρου στο πολωνικό Δημόσιο Ταμείο, αλλά κατέχει απλώς και μόνον ελάχιστα ακίνητα που δεν έχουν σχέση με τη χαλυβουργική βιομηχανία. |
15 |
Με έγγραφο της 17ης Φεβρουαρίου 2006, η Επιτροπή ζήτησε από τις πολωνικές αρχές να της υποδείξουν τα επιτόκια για την επιστροφή της επίμαχης ενισχύσεως από τους οφειλέτες που ευθύνονται εις ολόκληρον και οι οποίοι μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της Αποφάσεως. Με την από απάντησή τους, οι πολωνικές αρχές πρότειναν επιτόκια που θα πρέπει να εφαρμοσθούν για την ανάκτηση της ενισχύσεως και μια μεθοδολογία για τον υπολογισμό των τόκων. Οι εν λόγω αρχές πρότειναν, ιδίως, να ληφθεί ως βάση, για την περίοδο από το 1997 έως το 1999, το επιτόκιο των ομολόγων του Πολωνικού Δημοσίου, τα οποία έχουν σταθερό επιτόκιο, εκδίδονται σε PLN και είναι πενταετούς ισχύος, και, για την περίοδο από το 2000 έως την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το επιτόκιο των ιδίων ομολόγων που είναι δεκαετούς ισχύος. Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως των αγορών των κεφαλαίων στην Πολωνία κατά την οικεία περίοδο, η οποία διείπετο από πολύ υψηλά επιτόκια, τα οποία όμως μειώνονταν ταχέως, οι εν λόγω αρχές ζήτησαν να πραγματοποιείται ετήσιος υπολογισμός σε τρέχουσα αξία των επιτοκίων αυτών και να μην υπολογίζονται οι τόκοι με τη μέθοδο του ανατοκισμού. |
16 |
Με έγγραφο της 7ης Ιουνίου 2006, απευθυνθέν στις πολωνικές αρχές, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το εφαρμοστέο επιτόκιο για την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως θα πρέπει να είναι, καθ’ όλη την οικεία περίοδο, το επιτόκιο για τα ομόλογα του Πολωνικού Δημοσίου που έχουν σταθερό επιτόκιο, εκδίδονται σε PLN και είναι πενταετούς ισχύος, και ότι, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 794/2004, το επιτόκιο αυτό θα πρέπει να εφαρμοσθεί βάσει της μεθόδου του ανατοκισμού. |
Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων
17 |
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 18 Οκτωβρίου 2006, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή. |
18 |
Κατόπιν της μερικής ανανεώσεως του Πρωτοδικείου, η υπόθεση ανατέθηκε σε νέο εισηγητή δικαστή. Ακολούθως, λόγω της τοποθετήσεώς του στο όγδοο τμήμα, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε, κατά συνέπεια, σε αυτό. |
19 |
Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία, να θέσει ορισμένες γραπτές ερωτήσεις στην Επιτροπή και να την καλέσει να καταθέσει ορισμένα έγγραφα. Η Επιτροπή ανταποκρίθηκε εμπροθέσμως στα αιτήματα αυτά. |
20 |
Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε το Πρωτοδικείο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 4ης Σεπτεμβρίου 2008. |
21 |
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
22 |
Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
Σκεπτικό
Επί του παραδεκτού
Επιχειρήματα των διαδίκων
23 |
Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ανέφερε ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας είχε ανακτήσει την επίμαχη ενίσχυση από την RFG και την ISD και ότι αυτές δεν είχαν ασκήσει αγωγή κατά της προσφεύγουσας προς αναζήτηση των καταβληθέντων. Επιπλέον, με τη συμφωνία περί ιδιωτικοποιήσεως, η IUD ανέλαβε εγγυητική ευθύνη για την επιστροφή της επίμαχης ενισχύσεως από την MH. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν έχει πλέον κανένα έννομο συμφέρον. |
24 |
Η προσφεύγουσα αντιτάσσει ότι, κατά το πολωνικό δίκαιο, όσοι πράγματι επέστρεψαν την παρανόμως χορηγηθείσα ενίσχυση μπορούν να στραφούν κατ’ αυτής απαιτώντας την επιστροφή των καταβληθέντων, τούτο δε για περίοδο έως και δέκα ετών από την καταβολή. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι αγνοεί αν υφίσταται ανάληψη εγγυητικής ευθύνης εκ μέρους της IUD για την επιστροφή της επίμαχης ενισχύσεως και ότι δεν θα μπορούσε να επικαλεσθεί διατάξεις της συναφθείσας μεταξύ της Πολωνικής Κυβερνήσεως και της IUD συμφωνίας περί ιδιωτικοποιήσεως. |
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
25 |
Κατά πάγια νομολογία, το παραδεκτό της προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο εξαρτάται από το κατά πόσον το πρόσωπο αυτό δικαιολογεί έννομο συμφέρον γεγενημένο και ενεστώς για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως (διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 2005, T-228/00, T-229/00, T-242/00, T-243/00, T-245/00 έως T-248/00, T-250/00, T-252/00, T-256/00 έως T-259/00, T-265/00, T-267/00, T-268/00, T-271/00, T-274/00 έως T-276/00, T-281/00, T-287/00 και T-296/00, Gruppo ormeggiatori del porto di Venezia κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-787, σκέψη 23). |
26 |
Βεβαίως, η Επιτροπή προέβαλε την ένσταση απαραδέκτου, η οποία αντλείται από έλλειψη εννόμου συμφέροντος, μόλις κατά το στάδιο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Ωστόσο, πρέπει να υπομνηστεί ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής, και ιδίως το ζήτημα της ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, άπτονται των λόγων δημοσίας τάξεως (διάταξη Gruppo ormeggiatori del porto di Venezia κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 25 ανωτέρω, σκέψη 22· βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, διάταξη του Δικαστηρίου της 7ης Οκτωβρίου 1987, 108/86, d. M. κατά Συμβουλίου και ΟΚΕ, Συλλογή 1987, σ. 3933, σκέψη 10). Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο δύναται ανά πάσα στιγμή, δυνάμει του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας του, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η προσφεύγουσα έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείου της , T-141/03, Sniace κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-1197, σκέψη 22). |
27 |
Εν προκειμένω, το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί απλώς και μόνο λόγω του ότι η επίμαχη ενίσχυση επεστράφη από έναν εκ των άλλων φορέων που προσδιορίζονται, με την Απόφαση, ως υπέχοντες ευθύνη αλληλεγγύως για την επιστροφή της ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα ανέφερε, χωρίς να αντικρουσθεί επ’ αυτού από την Επιτροπή, ότι, κατά το πολωνικό δίκαιο, οι φορείς που είχαν πράγματι επιστρέψει την παρανόμως χορηγηθείσα ενίσχυση μπορούσαν να επικαλεσθούν δικαίωμα αναγωγής κατά της προσφεύγουσας για περίοδο δέκα ετών. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της Αποφάσεως, καθόσον η προσφυγή της, σε περίπτωση που γίνει δεκτή, θα μπορούσε να αποκλείσει κάθε κίνδυνο να ασκηθεί αγωγή κατ’ αυτής. |
28 |
Όσον αφορά την ανάληψη εγγυητικής ευθύνης, την οποία επικαλέσθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αρκεί η διαπίστωση ότι το έγγραφο που θα μπορούσε να αποδείξει την ύπαρξη μιας τέτοιας αναλήψεως ευθύνης δεν περιλαμβάνεται στη δικογραφία. |
29 |
Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή. |
Επί της ουσίας
30 |
Η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, από έλλειψη αιτιολογίας της Αποφάσεως, από εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, καθώς και του άρθρου 14 του κανονισμού 659/1999, και από παραβίαση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της αναλογικότητας. |
Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας
— Επιχειρήματα των διαδίκων
31 |
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ναι μεν η δημοσίευση ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα συνιστά, κατ’ αρχήν, πρόσφορο μέσο γνωστοποιήσεως, προς όλους τους ενδιαφερομένους, της κινήσεως μιας διαδικασίας ελέγχου κρατικών ενισχύσεων, πλην όμως είναι αναγκαίο η Επιτροπή να ορίσει επαρκώς το πλαίσιο της έρευνάς της προκειμένου να μην καταστεί κενό περιεχομένου το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. |
32 |
Ωστόσο, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας είχε διατυπωθεί κατά τρόπον ώστε δεν υπήρχε κανένας λόγος να θεωρήσει εαυτήν ως ενδιαφερομένη. Η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας αφορούσε, ιδίως, τους παραγωγούς χάλυβα, ενώ ο επιχειρηματικός φορέας που ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση των απαιτήσεων του Δημοσίου περιγραφόταν ως εταιρία που δεν παράγει χάλυβα. Κατά τα λοιπά, μόλις στις 8 Ιουλίου 2005, δηλαδή μετά την έκδοση της Αποφάσεως, η προσφεύγουσα συμφώνησε να ασκεί τα καθήκοντα του «operator», οπότε δεν είχε τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί των διαπιστώσεων της Επιτροπής. |
33 |
Τέλος, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η περιγραφή της επίμαχης ενισχύσεως που περιέχει η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας αφορά αποκλειστικώς την αναδιάρθρωση που διεξήχθη μετά το 2003, ως προς την οποία η Επιτροπή αναγνώρισε, με την Απόφαση, ότι δεν επρόκειτο για κρατική ενίσχυση. Επιπλέον, η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν διαβίβασε την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας στην προσφεύγουσα ούτε την ενημέρωσε σχετικά με τη διαδικασία που βρισκόταν σε εξέλιξη. |
34 |
Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά. Επισημαίνει ότι η αιτιολογία της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας ήταν επαρκής ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα στην προσφεύγουσα, που ήταν ο μόνος φορέας, εντός της Πολωνίας, στον οποίο επιτρεπόταν να εκπληρώνει τα καθήκοντα του «operator», να αντιληφθεί ότι, ως φορέας που ανέλαβε τα στοιχεία του ενεργητικού της HCz, μπορούσε να υποχρεωθεί να επιστρέψει την επίμαχη ενίσχυση. |
— Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
35 |
Εκ προοιμίου, πρέπει να επισημανθεί ότι μόνον το κοινοποιούν κράτος, υπό την ιδιότητα του αποδέκτη της προσβαλλομένης αποφάσεως, δύναται να επικαλεσθεί γνήσια δικαιώματα άμυνας. Οι λοιποί ενδιαφερόμενοι, όπως η προσφεύγουσα, συνδέονται με τη διοικητική διαδικασία χωρίς, ωστόσο, να μπορούν να επικαλεσθούν τα ίδια δικαιώματα. Αντιθέτως, διαθέτουν τα διαδικαστικά δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους ενδιαφερομένους από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Νοεμβρίου 2004, T-176/01, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-3931, σκέψη 82, και της , T-309/04, T-317/04, T-329/04 και T-336/04, TV 2/Danmark κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II-2935, σκέψη 137). |
36 |
Από τη νομολογία απορρέει ότι το προβλεπόμενο από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ στάδιο της έρευνας έχει ως σκοπό να παράσχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να διαφωτιστεί πλήρως επί του συνόλου των στοιχείων της υποθέσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 38). |
37 |
Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας αναφέρει συνοπτικά τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία και περιλαμβάνει μια «προκαταρκτική εκτίμηση», εκ μέρους της Επιτροπής, του προτεινόμενου μέτρου και παραθέτει τους λόγους που ενισχύουν τις αμφιβολίες για τη συμβατότητα του μέτρου προς την κοινή αγορά. Επιπλέον, η απόφαση αυτή καλεί το οικείο κράτος μέλος και τους λοιπούς ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. |
38 |
Από τη διατύπωση της προαναφερθείσας διατάξεως προκύπτει ότι η εκ μέρους της Επιτροπής ανάλυση ενέχει κατ’ ανάγκην προκαταρκτικό χαρακτήρα. Εξ αυτού προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν είναι δυνατό να είναι υποχρεωμένη να παρουσιάζει, στο πλαίσιο της σχετικής με την κίνηση αυτής της διαδικασίας ανακοινώσεως, πλήρη ανάλυση σχετικά με την επίμαχη ενίσχυση. Αντιθέτως, είναι ανάγκη να προσδιορίζει επαρκώς το πλαίσιο της έρευνάς της, ώστε να μην καθίσταται γράμμα κενό περιεχομένου το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους [απόφαση του Πρωτοδικείου της 31ης Μαΐου 2006, T-354/99, Kuwait Petroleum (Nederland) κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-1475, σκέψη 85]. |
39 |
Εν προκειμένω, τα σημεία 6, 32 και 51 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, της οποίας το κείμενο στην πολωνική γλώσσα δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα, καταδεικνύουν σαφώς ότι η Επιτροπή είχε διερωτηθεί σχετικά με την ύπαρξη πολλών ενισχύσεων που καταβλήθηκαν στην HCz και στην HSCz από το 1997. Συγκεκριμένα, στο σημείο 6, το εν λόγω θεσμικό όργανο διαπιστώνει ότι, «[β]άσει των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες σήμερα, διαφαίνεται ότι η HCz έλαβε διάφορες κρατικές ενισχύσεις από την έναρξη της περιόδου αναδιαρθρώσεως το 1997». Στο σημείο 32, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, «[σ]το πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κάθε ενίσχυση που χορηγήθηκε στην HCz από 1ης Ιανουαρίου 1997». Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ζητεί από τις πολωνικές αρχές «[λ]επτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα ποσά και τον τρόπο διαθέσεως όλων των κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν από τη [Δημοκρατία της Πολωνίας] στην HCz από το 1997» (σημείο 51). |
40 |
Κατά συνέπεια, από τη διατύπωση της αποφάσεως αυτής προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή κίνησε μια εξαντλητική διαδικασία που αφορούσε όλες τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην HCz από το 1997. |
41 |
Ειδικότερα, όσον αφορά την προσφεύγουσα, διαπιστώνεται, στο σημείο 18 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, ότι, σύμφωνα με τον νόμο του 2002, μια θυγατρική της ARP, που φέρει την επωνυμία «Operator», είναι υπεύθυνη στον τομέα των απαιτήσεων του Δημοσίου. Εν συνεχεία, στο σημείο 19 της ίδιας αποφάσεως διασαφηνίζεται ότι τούτο συνεπάγεται ότι η Operator, ως αντάλλαγμα για τη μεταβίβαση όλων των δικαιωμάτων ενεχύρου των δημοσίων πιστωτών τα οποία απορρέουν από απαιτήσεις του Δημοσίου στον τομέα της παραγωγής χάλυβα, θα αναλάβει ένα μέρος των στοιχείων του ενεργητικού της HCz, τα οποία δεν συνδέονται με την παραγωγή χάλυβα. Ο ρόλος της Operator διασαφηνίζεται περαιτέρω στην υποσημείωση 48 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας. Τέλος, στο σημείο 51 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή διερωτάται για ποιο λόγο τα στοιχεία του ενεργητικού που μεταβιβάσθηκαν στην Operator και όσα παρέμειναν στα περιφερειακά ταμεία ανέρχονται, αντιστοίχως, σε 203 και σε 159 εκατομμύρια PLN. |
42 |
Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η αιτιολογία της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, που εκδόθηκε στις 19 Μαΐου 2004, παρέσχε τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα, η οποία συστάθηκε στις , να αντιληφθεί ότι, ως φορέας που ανέλαβε τα στοιχεία του ενεργητικού της HCz, μπορούσε να υποχρεωθεί να επιστρέψει την επίμαχη ενίσχυση. |
43 |
Επιπλέον, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ήταν ο μόνος φορέας, εντός της Πολωνίας, στον οποίο επιτρεπόταν να εκπληρώνει τα καθήκοντα του «operator» κατά την έννοια του νόμου του 2002, αυτή δεν μπορεί να επικαλείται, προκειμένου να αποδείξει προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της, ότι μόλις στις 8 Ιουλίου 2005 συμφώνησε να ασκεί τα καθήκοντα αυτά. Τούτο ισχύει πολλώ μάλλον εφόσον ο πρόεδρος της ARP, στην οποία ανήκει κατά 100% η προσφεύγουσα, μετείχε στην επίσημη διαδικασία έρευνας και ήταν εν γνώσει όλων των στοιχείων που αφορούσαν την αναδιάρθρωση της HCz. |
44 |
Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να απορριφθεί. |
Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας
— Επιχειρήματα των διαδίκων
45 |
Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, όσον αφορά τους λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή να χαρακτηρίσει την προσφεύγουσα ως δικαιούχο της επίμαχης ενισχύσεως και, ως εκ τούτου, ως οφειλέτη που ευθύνεται εις ολόκληρον για την επιστροφή της ενισχύσεως, η Απόφαση είναι λακωνικά διατυπωμένη και δεν της παρέχει τη δυνατότητα, ως ενδιαφερομένης, να αντιληφθεί τη συλλογιστική που ακολουθήθηκε. |
46 |
Τούτο ισχύει πολλώ μάλλον εφόσον, με την Απόφαση, η Επιτροπή ανέφερε ότι η αξία των αναληφθεισών δημοσίου δικαίου υποχρεώσεων υπερέβαινε την αναληφθείσα περιουσία. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι η προσφεύγουσα έτυχε της επίμαχης ενισχύσεως και οφείλει, ως εκ τούτου, να την επιστρέψει είναι αβάσιμος. |
47 |
Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι αιτιάσεις αυτές αφορούν τη βασιμότητα της Αποφάσεως και όχι την αιτιολογία της. |
— Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
48 |
Κατά πάγια νομολογία, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της αιτιάσεως που αντλείται από έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας και εκείνης που αντλείται από ανακρίβεια της αιτιολογίας της αποφάσεως (λόγω πλάνης ως προς τα πραγματικά περιστατικά ή ως προς τη νομική εκτίμηση). Η τελευταία αυτή πτυχή εμπίπτει στην εξέταση της νομιμότητας, από ουσιαστικής απόψεως, της προσβαλλομένης αποφάσεως και όχι στην παράβαση ουσιώδους τύπου και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να δώσει λαβή για παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ (απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 67, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Νοεμβρίου 1997, T-84/96, Cipeke κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-2081, σκέψη 47). Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο δεν δύναται να εξετάζει, στο πλαίσιο του ελέγχου της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, τη νομιμότητα, από ουσιαστικής απόψεως, των λόγων που προβάλλει η Επιτροπή προκειμένου να δικαιολογήσει την απόφασή της. Στο πλαίσιο ισχυρισμού αντλούμενου από ελλιπή ή ανεπαρκή αιτιολογία, οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς αμφισβήτηση της βασιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι, ως εκ τούτου, αλυσιτελή (απόφαση του Πρωτοδικείου της , T-349/03, Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-2197, σκέψεις 58 και 59). |
49 |
Εν προκειμένω, η Επιτροπή επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 146 της Αποφάσεως, ότι το ενεργητικό και το παθητικό της HCz κατανεμήθηκε μεταξύ τριών εταιριών που τη διαδέχθηκαν, ήτοι της RFG, της MH και της Operator, και ότι, ως εκ τούτου, το νομικό πρόσωπο που έλαβε την επίμαχη ενίσχυση δεν περιοριζόταν πλέον στο νομικό πρόσωπο που αποτελούσε η HCz, αλλά περιελάμβανε και τους ως άνω άλλους φορείς. Επομένως, η Επιτροπή παρέθεσε τον λόγο για τον οποίο είχε κατονομάσει την προσφεύγουσα ως φορέα που ευθύνεται αλληλεγγύως για την επιστροφή της επίμαχης ενισχύσεως, καίτοι δεν την είχε κατονομάσει ως δικαιούχο της ενισχύσεως αυτής. |
50 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι συντρέχει έλλειψη αιτιολογίας της Αποφάσεως. Στον βαθμό που η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ακρίβεια της αιτιολογίας και τη νομιμότητα των διατάξεων που θεσπίσθηκαν, τα επιχειρήματά της θα εξετασθούν στο πλαίσιο του επόμενου λόγου ακυρώσεως. |
51 |
Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας πρέπει να απορριφθεί. |
Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, καθώς και του άρθρου 14 του κανονισμού 659/1999
— Επιχειρήματα των διαδίκων
52 |
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της εξουσίας της εκτιμήσεως καθόσον θεώρησε ότι η προσφεύγουσα ήταν δικαιούχος της επίμαχης ενισχύσεως. |
53 |
Απλώς και μόνον το γεγονός ότι η προσφεύγουσα, η οποία δεν ασκεί δραστηριότητες στον τομέα της χαλυβουργίας, αγόρασε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία της επιχειρήσεως που ήταν δικαιούχος της επίμαχης ενισχύσεως δεν αποτελεί επαρκή λόγο που να δικαιολογεί το να θεωρηθεί ότι τα οικονομικά πλεονεκτήματα, τα οποία η επιχείρηση που της μεταβίβασε τα ως άνω περιουσιακά στοιχεία είχε λάβει προγενεστέρως χάρη στην κρατική ενίσχυση της οποίας έτυχε, είχαν αποκτηθεί από την προσφεύγουσα μαζί με τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία. Εφόσον η αξία των υποχρεώσεων δημοσίου δικαίου που ανέλαβε η προσφεύγουσα ήταν υψηλότερη από την αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων που της μεταβιβάσθηκαν, τίποτα δεν παρέχει τη δυνατότητα να υποστηριχθεί ότι η προσφεύγουσα έλαβε οποιοδήποτε οικονομικό πλεονέκτημα, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε πλεονεκτήματος που να συνιστά κρατική ενίσχυση. Συγκεκριμένα, όταν επιχείρηση που έλαβε παρανόμως χορηγηθείσα κρατική ενίσχυση αγοράζεται στην τιμή της αγοράς, ο αγοραστής της επιχειρήσεως αυτής δεν πρέπει να θεωρηθεί ως δικαιούχος της εν λόγω ενισχύσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C-277/00, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-3925, στο εξής: απόφαση SMI). |
54 |
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η ενδεχόμενη ανάκτηση από αυτήν της επίμαχης ενισχύσεως θα «κλόνιζε» τα ερείσματα της αναδιαρθρώσεως των υποχρεώσεων δημοσίου δικαίου που είχαν λεπτομερώς υπολογισθεί, αναλυθεί και γίνει δεκτά από την Επιτροπή, και θα είχε ως συνέπεια να μειωθούν τα χρηματοδοτικά μέσα που προορίζονται για τη χρηματοδότηση αυτών των υποχρεώσεων δημοσίου δικαίου. |
55 |
Εξάλλου, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι δεν απέκτησε τα στοιχεία του ενεργητικού, τα οποία δεν σχετίζονται με τη χαλυβουργία, κατ’ εφαρμογήν του νόμου του 2002. Μόνον η ανάληψη των οφειλών της επιχειρήσεως μπορούσε να πραγματοποιηθεί δυνάμει του νόμου αυτού. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι εξέφρασε τη συμφωνία της για να εκπληρώνει τα καθήκοντα του «operator» κατά την έννοια του νόμου του 2002 μόλις στις 8 Ιουλίου 2005. Επομένως, η μνεία της προσφεύγουσας στο άρθρο 3 της Αποφάσεως ήταν πρόωρη, καθόσον, κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της Αποφάσεως, η συμφωνία αυτή δεν υπήρχε ακόμη. |
56 |
Επιπλέον, συνεπείς δανειστές, οι οποίοι εδικαιούντο να λάβουν επιστροφή της ενισχύσεως, θα μπορούσαν επίσης να απευθύνουν στην προσφεύγουσα, υπό την ιδιότητα του οφειλέτη που ευθύνεται αλληλεγγύως, αίτημα έντοκης επιστροφής του συνόλου της επίμαχης ενισχύσεως. Ωστόσο, δεν υφίσταται κανένας συμβατικός δεσμός μεταξύ της προσφεύγουσας και της MH ή της IUD που να της παρέχει τη δυνατότητα να στραφεί κατά των τελευταίων για την επιστροφή της επίμαχης ενισχύσεως. |
57 |
Εκ προοιμίου, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι ναι μεν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αναδιάρθρωση της HCz, βάσει του νόμου του 2002, είχε διεξαχθεί χωρίς πρόσθετη κρατική ενίσχυση, εφόσον εκπλήρωνε τις απαιτήσεις του «κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή», πλην όμως διαπίστωσε, επίσης, ότι η HCz, κατά την περίοδο από το 1997 έως το 2002, είχε λάβει κρατική ενίσχυση που ήταν εν μέρει ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά. |
58 |
Η Επιτροπή δεν συμμερίζεται την αντίληψη ότι η προσφεύγουσα απέκτησε στοιχεία του ενεργητικού της HCz υπό τις συνθήκες της αγοράς. Συγκεκριμένα, δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί η υψηλότερη τιμή την οποία ένας ιδιώτης επενδυτής, ο οποίος δραστηριοποιείται στην αγορά, θα ήταν διατεθειμένος να καταβάλει για τα ως άνω στοιχεία του ενεργητικού. Όλες οι μετατροπές που αφορούν την κυριότητα και οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως της HCz και η κατανομή των στοιχείων του ενεργητικού της που προέκυψε από αυτήν αποτελούσαν συναλλαγές στηριζόμενες στις διατάξεις του νόμου του 2002. |
59 |
Όσον αφορά την υποχρέωση που υπέχουν αλληλεγγύως η HCz, η RFG, η MH και η προσφεύγουσα, εναπόκειται, κατά την Επιτροπή, στο κράτος μέλος να εκτελέσει, όπως ενδείκνυται, τη διαταγή περί επιστροφής της επίμαχης ενισχύσεως. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η αρχική αγοραία αξία των στοιχείων του ενεργητικού που ανέλαβε η προσφεύγουσα, όπως αυτή μνημονεύεται στην Απόφαση, διαφέρει από τη λογιστική αξία που εμφαίνεται στο παράρτημα A.5. Η Επιτροπή αδυνατεί να καθορίσει την ακριβή αξία των στοιχείων του ενεργητικού. Εν πάση περιπτώσει, ένα κράτος μέλος, το οποίο αδυνατεί να εκτελέσει μια απόφαση, θα μπορούσε να απευθυνθεί στην Επιτροπή ζητώντας τη συνεργασία της για να υπερβεί τις δυσχέρειες αυτές. |
— Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
60 |
Κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένως, με την Απόφαση, θεώρησε την προσφεύγουσα ως φορέα που ευθύνεται αλληλεγγύως για την επιστροφή της επίμαχης ενισχύσεως. |
61 |
Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον «δικαιούχο» της. |
62 |
Πάντως, εν προκειμένω, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν δικαιούχος της επίμαχης ενισχύσεως. Ωστόσο, το εν λόγω θεσμικό όργανο όρισε ότι η προσφεύγουσα ευθύνεται αλληλεγγύως για την επιστροφή της εν λόγω ενισχύσεως. |
63 |
Είναι αληθές ότι, από της εκδόσεως της αποφάσεώς της 1999/720/ΕΚ, ΕΚΑΧ, της 8ης Ιουλίου 1999, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γερμανία στην Gröditzer Stahlwerke GmbH και στη θυγατρική της Walzwerk Burg GmbH (ΕΕ L 292, σ. 27), με την οποία η Επιτροπή διέταξε για πρώτη φορά να γίνει ανάκτηση ενισχύσεως από επιχειρήσεις που απέκτησαν στοιχεία του ενεργητικού, η Επιτροπή, σε ορισμένες περιπτώσεις, έχει θεωρήσει ότι ο όρος «δικαιούχος», κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, δεν προσδιόριζε μόνον τον αρχικό δικαιούχο της ενισχύσεως, αλλά, οσάκις ενδείκνυται, κάθε επιχείρηση στην οποία μεταβιβάσθηκαν στοιχεία του ενεργητικού προκειμένου να καταστούν αλυσιτελείς οι διατάξεις της διαταγής της περί ανακτήσεως. |
64 |
Γεγονός παραμένει ότι, πρώτον, η διεύρυνση του κύκλου των φορέων που υπέχουν υποχρέωση για την επιστροφή της ενισχύσεως απαιτεί μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού. Πάντως, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της Αποφάσεως, ήτοι στις 5 Ιουλίου 2005, μια τέτοια μεταβίβαση όντως δεν είχε ακόμη πραγματοποιηθεί, καθόσον η προσφεύγουσα εξέφρασε τη συμφωνία της για να ασκεί τα καθήκοντα του «operator» κατά τη διαδικασία αναδιαρθρώσεως της HCz μόλις ορισμένες ημέρες αργότερα. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, η νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως πρέπει να εκτιμάται βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υπήρχαν κατά την ημερομηνία εκδόσεως της πράξεως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της , 15/76 και 16/76, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ 141, σκέψη 7, και απόφαση SMI, σκέψη 53 ανωτέρω, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
65 |
Βεβαίως, η Επιτροπή υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η όλη πράξη αναδιαρθρώσεως της HCz στηριζόταν στην αρχή ότι επρόκειτο να μεταβιβασθούν στοιχεία του ενεργητικού στην προσφεύγουσα και ότι η εκ μέρους της προσφεύγουσας συμφωνία αποτελούσε αμιγώς τυπικό ζήτημα. Ωστόσο, η προσφεύγουσα ορθώς υποστήριξε ότι ναι μεν ο νόμος του 2002 προβλέπει τον ρόλο ενός «operator», πλην όμως δεν διασαφηνίζει ποιος είναι ο «operator» και πόσοι «operators» μπορούν να δημιουργηθούν. Κατά συνέπεια, ο «operator» εν προκειμένω θα μπορούσε να είναι ένας άλλος φορέας, εκτός της προσφεύγουσας. Επομένως, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της Αποφάσεως, η ανεπιφύλακτη ένταξη της προσφεύγουσας στον κύκλο των φορέων που ευθύνονται αλληλεγγύως για την επιστροφή της επίμαχης ενισχύσεως ήταν πρόωρη. |
66 |
Δεύτερον, η διεύρυνση του κύκλου των φορέων που υπέχουν υποχρέωση για την επιστροφή της ενισχύσεως δικαιολογείται μόνον εάν η μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού προκαλεί κίνδυνο καταστρατηγήσεως των αποτελεσμάτων της διαταγής περί ανακτήσεως, και ιδίως εάν, κατόπιν της αγοράς στοιχείων του ενεργητικού, ο αρχικός δικαιούχος της ενισχύσεως απέμεινε ως ένα «κενό κέλυφος», από το οποίο δεν είναι δυνατό να ζητηθεί η επιστροφή των παρανόμως χορηγηθεισών ενισχύσεων (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Οκτωβρίου 2005, T-324/00, CDA Datenträger Albrechts κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-4309, σκέψεις 98 επ.). Επιπλέον, η διεύρυνση αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί από το ότι ο αγοραστής στοιχείων του ενεργητικού επωφελείται στην πράξη από το έναντι των ανταγωνιστών πλεονέκτημα το οποίο απορρέει από τις ενισχύσεις (απόφαση SMI, σκέψη 53 ανωτέρω, σκέψη 86). |
67 |
Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, όταν μια επιχείρηση που έλαβε παρανόμως χορηγηθείσα κρατική ενίσχυση αγοράζεται στην τιμή της αγοράς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο αγοραστής ευνοήθηκε σε σχέση με άλλους επιχειρηματίες της αγοράς. Επομένως, δεν μπορεί να ζητηθεί από τον αγοραστή να επιστρέψει τις ενισχύσεις αυτές (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση SMI, σκέψη 53 ανωτέρω, σκέψεις 80 και 81). Ειδικότερα, στην περίπτωση αγοράς στοιχείων του ενεργητικού, το Πρωτοδικείο έκρινε, με την απόφασή του CDA Datenträger Albrechts κατά Επιτροπής, σκέψη 66 ανωτέρω, ότι, εάν ο αγοραστής κατέβαλε τίμημα σύμφωνο προς τις συνθήκες της αγοράς για την ανάληψη των στοιχείων του ενεργητικού, αυτός δεν διατήρησε πράγματι το έναντι των ανταγωνιστών πλεονέκτημα το οποίο απέρρεε από τις ενισχύσεις που είχαν χορηγηθεί στον πωλητή. Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο αρχικός δικαιούχος της ενισχύσεως απέμεινε ως ένα «κενό κέλυφος», από το οποίο δεν είναι δυνατό να ζητηθεί η επιστροφή των παρανόμως χορηγηθεισών ενισχύσεων (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, σκέψεις 99 και 100 της αποφάσεως), ούτε ότι ο αγοραστής διατήρησε πράγματι το έναντι των ανταγωνιστών πλεονέκτημα το οποίο απέρρεε από τις ενισχύσεις. |
68 |
Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, προς εξακρίβωση των οικονομικών όρων της μεταβίβασης, οι εθνικές αρχές μπορούν να λάβουν υπόψη τους, μεταξύ άλλων, τυχόν πραγματογνωμοσύνη που πραγματοποιήθηκε επ’ ευκαιρία της μεταβίβασης (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 2008, C-214/07, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2008, σ. I-8357, σκέψεις 59 και 60). |
69 |
Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η αξία των υποχρεώσεων δημοσίου δικαίου, τις οποίες είχε αναλάβει, ήταν αισθητά μεγαλύτερη από την αξία των περιουσιακών αγαθών που της μεταβιβάσθηκαν. Συγκεκριμένα, από την αιτιολογική σκέψη 53 της Αποφάσεως προκύπτει ότι, στο πλαίσιο μιας ανεξάρτητης πραγματογνωμοσύνης, η αγοραία αξία των στοιχείων του ενεργητικού που έλαβε η προσφεύγουσα, ήτοι του οικοπέδου, των εταιρικών μεριδίων της επιχειρήσεως Elsen και των πιστώσεων, εκτιμήθηκε σε 156 εκατομμύρια PLN (ενώ το αριθμητικό στοιχείο που εμφαίνεται στο παράρτημα A.5 διαφέρει μόνον ελαφρώς ως προς το σημείο αυτό). Αντιθέτως, η συνολική αξία των υποχρεώσεων δημοσίου δικαίου, τις οποίες ανέλαβε νομίμως η προσφεύγουσα, ανερχόταν σε ποσό άνω των 280 εκατομμυρίων PLN. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν μπορούσε να επικαλεσθεί, χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση, ούτε την ύπαρξη κινδύνου καταστρατηγήσεως ούτε το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είχε αποκομίσει στην πράξη ένα πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών το οποίο απέρρεε από την επίμαχη ενίσχυση. Η Επιτροπή όφειλε, τουλάχιστον, να εξηγήσει για ποιο λόγο θεωρούσε αλυσιτελές το γεγονός ότι τα στοιχεία του ενεργητικού είχαν αναληφθεί σε «τιμή» που δίδει την εντύπωση ότι αποκλείει την αποκόμιση ενός τέτοιου πλεονεκτήματος έναντι των ανταγωνιστών. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν είναι ούτε εταιρία ανήκουσα στον όμιλο του πωλητή ούτε καν εταιρία δραστηριοποιούμενη στην αγορά της παραγωγής χάλυβα, αλλά ότι εκπληρώνει τον ρόλο του αναλαβόντος τα χρέη και τα στοιχεία του ενεργητικού επιχειρήσεων που έχουν περιέλθει σε δύσκολη κατάσταση προκειμένου να ικανοποιήσει, ως αντιστάθμισμα, τους πιστωτές των εν λόγω επιχειρήσεων, η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει, ειδικότερα, την ύπαρξη κινδύνου καταστρατηγήσεως και την εν τοις πράγμασι αποκόμιση, εκ μέρους της προσφεύγουσας, ενός πλεονεκτήματος έναντι των ανταγωνιστών το οποίο απέρρεε από την επίμαχη ενίσχυση. |
70 |
Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα εσφαλμένως συμπεριελήφθη στον κύκλο των φορέων που ευθύνονται αλληλεγγύως για την επιστροφή της επίμαχης ενισχύσεως. |
71 |
Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, καθώς και του άρθρου 14 του κανονισμού 659/1999, πρέπει να γίνει δεκτός. |
72 |
Από όλες τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η Απόφαση πρέπει να ακυρωθεί στο μέτρο που αφορά την προσφεύγουσα, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξετασθεί ο τελευταίος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παραβίαση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της αναλογικότητας. |
Επί των δικαστικών εξόδων
73 |
Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της προσφεύγουσας. |
Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (όγδοο τμήμα) αποφασίζει: |
|
|
Martins Ribeiro Παπασάββας Dittrich Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο την 1η Ιουλίου 2009. (υπογραφές) |
Πίνακας περιεχομένων
Νομικό πλαίσιο |
|
Ιστορικό της διαφοράς |
|
Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων |
|
Σκεπτικό |
|
Επί του παραδεκτού |
|
Επιχειρήματα των διαδίκων |
|
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου |
|
Επί της ουσίας |
|
Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας |
|
— Επιχειρήματα των διαδίκων |
|
— Εκτίμηση του Πρωτοδικείου |
|
Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας |
|
— Επιχειρήματα των διαδίκων |
|
— Εκτίμηση του Πρωτοδικείου |
|
Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, καθώς και του άρθρου 14 του κανονισμού 659/1999 |
|
— Επιχειρήματα των διαδίκων |
|
— Εκτίμηση του Πρωτοδικείου |
|
Επί των δικαστικών εξόδων |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.