ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 4ης Φεβρουαρίου 2009 ( *1 )

«Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις — Αίτηση παροχής πληροφοριών — Άρθρο 11, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 — Αναγκαίος χαρακτήρας των αιτουμένων πληροφοριών — Αναλογικότητα — Εύλογη προθεσμία — Κατάχρηση εξουσίας — Προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης»

Στην υπόθεση T-145/06,

Omya AG, με έδρα το Oftringen (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από τους M. C. Ahlborn, C. Berg, solicitors, C. Pinto Correia, δικηγόρο, και J. Flynn, QC,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους V. Di Bucci, X. Lewis, R. Sauer, A. Whelan και F. Amato, στη συνέχεια δε από τους Di Bucci, Lewis, Sauer και Whelan,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως της Επιτροπής της 8ης Μαρτίου 2006, που ελήφθη βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της , για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, L 24, σ. 1), και με την οποία ζητήθηκε η διόρθωση των πληροφοριών που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως της υποθέσεως COMP/M.3796 (Omya/J. M. Huber PCC),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, K. Jürimäe και S. Soldevila Fragoso, δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Απριλίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1

Η προσφεύγουσα Omya AG, εταιρία δραστηριοποιούμενη κυρίως στις αγορές προμήθειας ιζηματοποιημένου ανθρακικού ασβεστίου (στο εξής: ΙΑΑ) και ανθρακικού ασβεστίου σε σκόνη (στο εξής: ΑΑΣ), που χρησιμοποιούνται κυρίως για την πλήρωση και την επίχριση του χαρτιού, συνήψε στις 18 Ιανουαρίου 2005 σύμβαση βάσει της οποίας θα αποκτούσε ορισμένες ευρωπαϊκές μονάδες παραγωγής ΑΑΣ από την J. M. Huber Corp. (στο εξής: κοινοποιηθείσα συγκέντρωση). Η συναλλαγή κοινοποιήθηκε στη φινλανδική αρχή ανταγωνισμού, η οποία ζήτησε στις από την Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της , για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, L 24, σ. 1), να την εξετάσει.

2

Η Επιτροπή έκρινε ότι ήταν αρμόδια και κίνησε στις 23 Σεπτεμβρίου 2005 τη διαδικασία εξετάσεως της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως. Δημιούργησε, μεταξύ άλλων, μια βάση δεδομένων των αποστολών ΙΑΑ και ΑΑΣ που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 2002 και 2004 από τους κύριους προμηθευτές του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (στο εξής: βάση δεδομένων των αποστολών), η οποία θα εχρησιμοποιείτο ειδικότερα για την κατάρτιση μιας οικονομετρικής μελέτης για τα συστήματα αντικατάστασης του ανθρακικού ασβεστίου που προορίζεται για πλήρωση (στο εξής: οικονομετρική μελέτη). Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ζήτησε κατ’ επανάληψη από την προσφεύγουσα να παράσχει ορισμένες πληροφορίες. Έτσι, την , με αίτηση βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004, η Επιτροπή ζήτησε από την προσφεύγουσα διευκρινίσεις σχετικά με τα στοιχεία της προσφοράς και της πώλησης και τις δυνητικές αγορές διαθέσεως του ΙΑΑ. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν ικανοποίησε εμπροθέσμως το αίτημα αυτό, η Επιτροπή εξέδωσε, στις , απόφαση, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, αφορώσα τις ίδιες πληροφορίες και αναστέλλουσα την προθεσμία εξετάσεως δυνάμει του άρθρου του 10, παράγραφος 4.

3

Η προσφεύγουσα απάντησε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2005 με αποστολές στοιχείων της και της και της (στο εξής, συνολικά: στοιχεία του Ιανουαρίου). Μετά την παραλαβή τους, η Επιτροπή επιβεβαίωσε, με επιστολή προς την προσφεύγουσα της , ότι τα στοιχεία του Ιανουαρίου ήταν πλήρη και ανέφερε ότι η προθεσμία εξετάσεως είχε αρχίσει να τρέχει εκ νέου από τις και θα έληγε στις .

4

Στις 13 Ιανουαρίου 2006, η Επιτροπή ανέφερε στην προσφεύγουσα ότι είχε την πρόθεση να εγκρίνει τη συγκέντρωση, χωρίς αποστολή ανακοίνωσης αιτιάσεων. Προετοίμασε επίσης σχέδιο αποφάσεως για τον σκοπό αυτόν (στο εξής: σχέδιο εγκρίσεως), που διανεμήθηκε στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής για τις συγκεντρώσεις μεταξύ επιχειρήσεων στην οποία μετέχουν εκπρόσωποι των κρατών μελών (στο εξής: συμβουλευτική επιτροπή). Ωστόσο, παράλληλα, ορισμένα κράτη μέλη, καθώς και ανταγωνιστές της προσφεύγουσας, εξέφρασαν την ανησυχία τους προς την Επιτροπή σχετικά με τις συνέπειες που η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση θα είχε στον ανταγωνισμό. Οι ανησυχίες αυτές είχαν, μεταξύ άλλων, ως αποτέλεσμα ότι, κατά τη συνεδρίαση της συμβουλευτικής επιτροπής της , οι εκπρόσωποι ορισμένων κρατών μελών έθεσαν υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση της Επιτροπής.

5

Με επιστολές ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 22ας και 24ης Φεβρουαρίου και της 2ας Μαρτίου 2006, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα ορισμένες ανακολουθίες στα στοιχεία του Ιανουαρίου και ζήτησε διευκρινίσεις. Στις , κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συνδιάλεξης, η Επιτροπή πρότεινε στην προσφεύγουσα συναινετική παράταση κατά 20 εργάσιμες ημέρες της προθεσμίας εξετάσεως, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004, και ανέφερε ότι, σε περίπτωση άρνησης, θα μπορούσε να εκδώσει νέα απόφαση βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, αναστέλλοντας την προθεσμία εξετάσεως.

6

Με επιστολή της 6ης Μαρτίου 2006, η προσφεύγουσα αρνήθηκε να συναινέσει στην παράταση της προθεσμίας.

7

Με απόφαση της 8ης Μαρτίου 2006, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν στις , σε απάντηση στην απόφαση της , ήταν, τουλάχιστον εν μέρει, ανακριβείς και, κατά συνέπεια, η προθεσμία εξετάσεως της συγκεντρώσεως είχε ανασταλεί από τις μέχρι την παραλαβή των πλήρων και ακριβών πληροφοριών που απαιτούνται. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ζήτησε από την προσφεύγουσα να απαντήσει σε τέσσερα γενικά και σε 119 ειδικά ερωτήματα.

8

Η προσφεύγουσα απάντησε στην προσβαλλόμενη απόφαση στις 21 Μαρτίου 2006, παρουσιάζοντας μια νέα μορφή της βάσης δεδομένων των αποστολών (στο εξής: στοιχεία του Μαρτίου). Με επιστολή της , η Επιτροπή γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα ότι τα στοιχεία του Μαρτίου ήσαν πλήρη, ότι είχε κινήσει τη διαδικασία εξακρίβωσης της ακρίβειάς τους και ότι η προθεσμία εξετάσεως είχε αρχίσει να τρέχει εκ νέου. Με επιστολή της , η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι τα στοιχεία του Μαρτίου ήταν ακριβή.

9

Εν τω μεταξύ, στις 2 Μαΐου 2006 η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα ανακοίνωση αιτιάσεων, με την οποία κατέληγε προσωρινά στο συμπέρασμα ότι η συγκέντρωση ήταν ασύμβατη προς την κοινή αγορά.

10

Τέλος, με απόφαση της 19ης Ιουλίου 2006 (στο εξής: απόφαση περί της συγκεντρώσεως), η Επιτροπή κήρυξε τη συγκέντρωση συμβατή προς την κοινή αγορά, υπό την επιφύλαξη ορισμένων όρων και υποχρεώσεων.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 18 Μαΐου 2006, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

12

Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα ζήτησε την εκδίκαση της υποθέσεως σύμφωνα με την ταχεία διαδικασία, βάσει του άρθρου 76α του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε με απόφαση του πέμπτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 19ης Ιουνίου 2006.

13

Το υπόμνημα αντικρούσεως κατατέθηκε στις 8 Αυγούστου 2006, το υπόμνημα απαντήσεως στις και το υπόμνημα ανταπαντήσεως στις .

14

Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 31 Αυγούστου 2006, η Imerys SA ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ της Επιτροπής.

15

Με απόφαση του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 27ης Οκτωβρίου 2006, η υπόθεση ανατέθηκε στο δεύτερο τμήμα του Πρωτοδικείου.

16

Με διάταξη της 22ας Μαρτίου 2007, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε την παρέμβαση της Imerys. Ωστόσο, με επιστολή που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις , η τελευταία δήλωσε στο Πρωτοδικείο ότι παραιτείται από την παρέμβαση. Ως εκ τούτου, με διάταξη της , ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου αποφάσισε τη διαγραφή της Imerys ως παρεμβαίνουσας.

17

Στις 29 Ιανουαρίου 2008, το δεύτερο τμήμα του Πρωτοδικείου αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Αποφάσισε επίσης να ζητήσει από την Επιτροπή την προσκόμιση ορισμένων εγγράφων και κάλεσε την προσφεύγουσα να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά με αυτά, καθώς και να απαντήσει σε μία ερώτηση. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εντός των προθεσμιών που έταξε το Πρωτοδικείο, η δε Επιτροπή υπέβαλε επίσης πρόσθετες παρατηρήσεις σχετικά με τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας, κληθείσα προς τούτο από το Πρωτοδικείο

18

Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά τη συνεδρίαση της 22ας Απριλίου 2008.

19

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα,

να αποφανθεί επί των συνεπειών της ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

20

Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να κρίνει την προσφυγή προδήλως απαράδεκτη, καθόσον με αυτή ζητείται δήλωση σχετικά με τις συνέπειες της ενδεχομένης ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως,

να απορρίψει την προσφυγή κατά τα λοιπά,

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

21

Η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους, που αντλούνται ο πρώτος από μη τήρηση των προϋποθέσεων για την έκδοση αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004 και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, ο δεύτερος από παραβίαση της αρχής της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, ο τρίτος από κατάχρηση εξουσίας και ο τέταρτος από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Ζητεί επίσης να διαταχθεί η λήψη ορισμένων μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας.

22

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το αίτημα να αποφανθεί το Πρωτοδικείο σχετικά με τις συνέπειες της ενδεχομένης ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι απαράδεκτο. Φρονεί επιπλέον ότι οι λόγοι που προέβαλε η προσφεύγουσα είναι αβάσιμοι και αμφισβητεί την αναγκαιότητα των αιτηθέντων μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας.

Επί του παραδεκτού του αιτήματος που αφορά τις συνέπειες της ενδεχομένης ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

23

Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, η προσφεύγουσα, ζητώντας από το Πρωτοδικείο να αποφανθεί σχετικά με τις συνέπειες της ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ζητεί να διατυπωθεί μια δήλωση για τις συνέπειες της παρούσας αποφάσεως, με την οποία θα καλείται επίσης επιτακτικώς η Επιτροπή να την εκτελέσει. Ωστόσο, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο δεν έχει αρμοδιότητα, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας που στηρίζεται στο άρθρο 230 ΕΚ, να εκδίδει αναγνωριστικές αποφάσεις (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Δικαστηρίου της 9ης Δεκεμβρίου 2003, C-224/03, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-14751, σκέψεις 20 έως 22) ή διαταγές, έστω και αν αυτές αφορούν τον τρόπο εκτελέσεως των αποφάσεών του (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της , C-199/94 P και C-200/94 P, Pevasa και Inpesca κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. I-3709, σκέψη 24), το αίτημα της προσφεύγουσας κρίνεται ως προδήλως απαράδεκτο.

Επί του πρώτου λόγου που αντλείται από παράβαση του άρθρου 11 του κανονισμού 139/2004

24

Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, οι διάδικοι αναφέρονται καταρχάς στις προϋποθέσεις που απατούνται ώστε η Επιτροπή να δικαιούται να ζητήσει, με απόφαση που εκδίδει βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004, τη διόρθωση των πληροφοριών που της παρέσχε ο κοινοποιήσας και οι οποίες αποδεικνύονται ανακριβείς. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει εν συνεχεία ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις δεν επληρούντο εν προκειμένου, δεδομένου ότι, αφενός, οι διορθώσεις που ζητήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν αναγκαίες για την εκτίμηση της συγκεντρώσεως (πρώτο σκέλος) και, αφετέρου, τα στοιχεία του Ιανουαρίου ήσαν κατ’ ουσίαν ακριβή (δεύτερο σκέλος).

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με την έννοια της αναγκαιότητας των πληροφοριών και της διόρθωσής τους

— Επιχειρήματα των διαδίκων

25

Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη διόρθωση των σφαλμάτων που εντοπίζονται στις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από μετέχοντα σε συγκέντρωση, στο μέτρο που τόσο οι προς διόρθωση πληροφορίες όσο και η διόρθωσή τους είναι αναγκαίες. Η προσφεύγουσα διευκρινίζει συναφώς, αφενός, ότι μια απλή πιθανή χρησιμότητα αυτών των πληροφοριών δεν είναι αρκετή και, αφετέρου, ότι διόρθωση είναι αναγκαία μόνον αν τα επίμαχα σφάλματα είναι ουσιώδη, δηλαδή όταν υπάρχει μη αμελητέος κίνδυνος να έχουν σημαντική επίπτωση στην αξιολόγηση της επίμαχης συγκεντρώσεως.

26

Εν όψει των συνεπειών της αναστολής της προθεσμίας εξετάσεως και της ανάγκης για ταχύτητα που χαρακτηρίζει τη διαδικασία βάσει του κανονισμού 139/2004, οι ανωτέρω προϋποθέσεις πρέπει επιπλέον να ερμηνεύονται αυστηρά. Τέλος, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, ναι μεν εναπόκειται καταρχήν στην Επιτροπή να καθορίζει ποιες είναι οι αναγκαίες πληροφορίες, ανάλογα κυρίως με τις συγκεκριμένες περιστάσεις, πλην όμως η Επιτροπή υπόκειται στην αρχή της αναλογικότητας, η οποία απαιτεί, όσο πιο μακρά είναι η αναστολή, τόσο πιο σημαντικοί να είναι οι λόγοι επί των οποίων αυτή στηρίζεται.

27

Η Επιτροπή ισχυρίζεται καταρχάς ότι μπορεί να εκδώσει απόφαση βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004 όταν θεωρεί ότι δεν διαθέτει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για να αποφανθεί επί του συμβατού της επίμαχης συγκεντρώσεως προς την κοινή αγορά. Αυτό ισχύει, ιδίως, αν υπάρχει ο κίνδυνος τα λάθη που εντοπίστηκαν στις πληροφορίες που παρέσχε ένα μέρος της συγκεντρώσεως να έχουν επιπτώσεις στην εκτίμηση της Επιτροπής. Υποστηρίζει στη συνέχεια ότι ο αναγκαίος χαρακτήρας των πληροφοριών που ζητούνται αποτελεί αντικειμενικό στοιχείο σε σχέση με το οποίο έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και το οποίο πρέπει να αξιολογείται βάσει των περιστάσεων της υπόθεσης και της δυνητικής χρησιμότητας των πληροφοριών. Τέλος, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η Επιτροπή υποχρεούται να ασκεί τον έλεγχό της με μεγάλη προσοχή και να στηρίζεται σε πλήρη και ακριβή πληροφόρηση.

— Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

28

Από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να ασκήσει τις εξουσίες που της παρέχει το άρθρο 11 του κανονισμού 139/2004, παρά μόνο στο μέτρο που φρονεί ότι δεν διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί επί του συμβατού της επίμαχης συγκεντρώσεως προς την κοινή αγορά [βλ., σχετικά με τις ανάλογες διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 395, σ. 1), απόφαση του Πρωτοδικείου της , T-290/94, Kaysersberg κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-2137, σκέψη 145].

29

Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί ότι, για την έκδοση αποφάσεως περί συγκεντρώσεως, η Επιτροπή πρέπει να εξετάζει, δυνάμει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 2 του κανονισμού 139/2004, τα αποτελέσματα της επίμαχης πράξης σε όλες τις αγορές όπου υπάρχει ο κίνδυνος να παρακωλυθεί σημαντικά ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός στην κοινή αγορά ή σε σημαντικό τμήμα της.

30

Επιπλέον, το γεγονός ότι η περί αναγκαιότητας απαίτηση πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με την απόφαση περί του συμβατού προς την κοινή αγορά της επίμαχης συγκεντρώσεως συνεπάγεται ότι η αναγκαιότητα των πληροφοριών τις οποίες αφορά αίτημα υποβληθέν δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 139/2004 πρέπει να εκτιμάται με βάση την αντίληψη που νομίμως μπορούσε να έχει η Επιτροπή, κατά τη διατύπωση του σχετικού αιτήματος, του εύρους των πληροφοριών που απαιτούνται για την εξέταση της συγκεντρώσεως. Επομένως, η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να στηρίζεται στην πραγματική αναγκαιότητα των πληροφοριών κατά τη μετέπειτα διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, η οποία εξαρτάται από πλήθος παραγόντων και δεν μπορεί συνεπώς να προσδιοριστεί με βεβαιότητα κατά τον χρόνο διατυπώσεως του αιτήματος περί παροχής πληροφοριών.

31

Όσον αφορά την ειδική περίπτωση της αναγκαιότητας της διόρθωσης των ήδη παρασχεθεισών πληροφοριών που αποδεικνύονται ανακριβείς, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι το κριτήριο του ουσιώδους χαρακτήρα των εντοπισθέντων σφαλμάτων, ως προς το οποίο εξάλλου οι διάδικοι συμφωνούν, είναι προσήκον, εν όψει του γράμματος και της οικονομίας του κανονισμού 139/2004 και ιδίως των άρθρων του 2 και 11. Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη διόρθωση των πληροφοριών που παρέχονται από ένα μέρος και οι οποίες έχουν χαρακτηριστεί ως εσφαλμένες, αν υπάρχει κίνδυνος τα εντοπισθέντα σφάλματα να ενδέχεται να έχουν σημαντική επίπτωση στην εκτίμηση του συμβατού προς την κοινή αγορά της επίμαχης συγκεντρώσεως.

32

Όσον αφορά τον έλεγχο της εφαρμογής των προαναφερθέντων κριτηρίων, πρέπει να διευκρινισθεί, πρώτον, ότι ο έλεγχος αυτός συνεπάγεται εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως. Συνεπώς, η Επιτροπή έχει επί του θέματος αυτού εξουσία εκτιμήσεως και ο έλεγχος που ασκείται από τον κοινοτικό δικαστή πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο της τήρησης των κανόνων της διαδικασίας και της αιτιολογίας, καθώς και της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, της έλλειψης πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και κατάχρησης εξουσίας. Ωστόσο, τούτο δεν συνεπάγεται ότι ο κοινοτικός δικαστής δεν πρέπει να ελέγχει την εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία στοιχείων οικονομικής φύσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Φεβρουαρίου 2005, C-12/03 P, Επιτροπή κατά Tetra Laval, Συλλογή 2005, σ. I-987, σκέψεις 38 και 39) και, ειδικότερα, την εκτίμησή της σχετικά με την αναγκαιότητα των πληροφοριών που ζητήθηκαν δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 139/2004, καθώς και τον ουσιώδη χαρακτήρα των σφαλμάτων τα οποία οι πληροφορίες αυτές φέρονται να έχουν.

33

Δεύτερον, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, τα προαναφερθέντα κριτήρια δεν πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Συγκεκριμένα, το πρόταγμα της ταχύτητας που χαρακτηρίζει τη γενική οικονομία του κανονισμού 139/2004 (βλ., όσον αφορά τον κανονισμό 4064/89, απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Απριλίου 1999, T-221/95, Endemol κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-1299, σκέψη 84) πρέπει να συμβιβάζεται με τον σκοπό του αποτελεσματικού ελέγχου του συμβατού των συγκεντρώσεων προς την κοινή αγορά που πρέπει να διενεργεί η Επιτροπή με μεγάλη προσοχή (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Tetra Laval, σκέψη 42) και για τον οποίο απαιτείται να λαμβάνει η Επιτροπή πλήρεις και ακριβείς πληροφορίες.

34

Τέλος, είναι αληθές ότι η εκ μέρους της Επιτροπής άσκηση των εξουσιών που της παρέχει το άρθρο 11 του κανονισμού 139/2004 υπόκειται στην αρχή της αναλογικότητας, η οποία επιβάλλει οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και του αναγκαίου για την επίτευξη των επιδιωκομένων σκοπών (απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Ιουλίου 2006, T-177/04, easyJet κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-1931, σκέψη 133). Ειδικότερα, η υποχρέωση παροχής πληροφοριών που επιβάλλεται σε επιχείρηση πρέπει να μην αποτελεί γι’ αυτή δυσανάλογη επιβάρυνση σε σχέση με τις ανάγκες της έρευνας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της , T-39/90, SEP κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II-1497, σκέψη 51). Ωστόσο, εφόσον η διάρκεια της αναστολής των προθεσμιών του άρθρου 10 του κανονισμού 139/2004, που προκαλείται από την έκδοση αποφάσεως βάσει του άρθρου 11 του εν λόγω κανονισμού, εξαρτάται από την ημερομηνία της γνωστοποίησης των αναγκαίων πληροφοριών, η Επιτροπή δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας αναστέλλοντας τη διαδικασία, εφόσον δεν της έχουν γνωστοποιηθεί οι πληροφορίες αυτές.

Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από το ότι οι πληροφορίες των οποίων ζητήθηκε η διόρθωση δεν ήσαν αναγκαίες

— Επιχειρήματα των διαδίκων

35

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται καταρχάς ότι οι πληροφορίες των οποίων ζητήθηκε η διόρθωση με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν αναγκαίες, κατά τον χρόνο της έκδοσής της, για να μπορέσει η Επιτροπή να αποφανθεί σχετικά με το συμβατό της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως προς την κοινή αγορά, δεδομένου ότι δεν ήσαν λυσιτελείς σε σχέση με τους σκοπούς που επικαλέστηκε η τελευταία.

36

Έτσι, δεδομένου ότι η οικονομετρική μελέτη αφορούσε τα προϊόντα πλήρωσης και στηριζόταν αποκλειστικά στα στοιχεία για το 2004, τα στοιχεία για τα προϊόντα επίχρισης, καθώς και εκείνα για τα έτη 2002 και 2003, δεν ήσαν λυσιτελή. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η Επιτροπή ζήτησε τη διόρθωση των στοιχείων για τα έτη 2002 και 2003 αποτελεί πράξη κακής πίστης, που θέτει εν αμφιβόλω την αναγκαιότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως όσον αφορά τα λοιπά στοιχεία των οποίων ζητήθηκε η διόρθωση. Το γεγονός αυτό θέτει, επίσης, το ερώτημα του αν τα στοιχεία του Μαρτίου χρησιμοποιήθηκαν πράγματι για να καταρτιστεί εκ νέου εμπροθέσμως η οικονομετρική μελέτη. Συγκεκριμένα, λόγω των διαδικαστικών κανόνων του κανονισμού 139/2004, οι ενδεχόμενες συνέπειες της γνωστοποιήσεως των στοιχείων του Μαρτίου για την εκτίμηση της συγκεντρώσεως μπορούσαν να προβληθούν το αργότερο με την ανακοίνωση των αιτιάσεων. Ωστόσο, η Επιτροπή απλώς απέδειξε ότι τα στοιχεία αυτά είχαν χρησιμοποιηθεί για την εκ νέου κατάρτιση της οικονομετρικής μελέτης μετά την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, πράγμα που επιβεβαιώνει ότι τα στοιχεία του Μαρτίου δεν ήσαν αναγκαία για να πραγματοποιήσει την ανάλυσή της.

37

Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει, εν συνεχεία, ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων, της οποίας η σύνταξη άρχισε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και η οποία είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τον εντοπισμό των πληροφοριών που η Επιτροπή θεωρούσε τότε αναγκαίες για την εξέταση που διενεργούσε, αφορούσε μόνον τα προϊόντα επίχρισης. Ωστόσο, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2005, η εξέταση της Επιτροπής δεν επικεντρώθηκε στον τομέα των προϊόντων επίχρισης, αλλά στον τομέα των προϊόντων πλήρωσης. Συνεπώς, οι πληροφορίες που διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία στηριζόταν στη μη τήρηση της αποφάσεως της , δεν ήσαν λυσιτελείς σε σχέση με τα προϊόντα επίχρισης και, ως εκ τούτου, σε σχέση με την ανακοίνωση των αιτιάσεων. Το γεγονός αυτό ενισχύεται από την πολύ περιορισμένη και, εν πάση περιπτώσει, μη αναγκαία χρήση της βάσης δεδομένων των αποστολών που γίνεται στο τελευταίο αυτό έγγραφο.

38

Η προσφεύγουσα αμφισβητεί επίσης το ότι οι διαλαμβανόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση πληροφορίες χρησιμοποιήθηκαν για την οριοθέτηση των σχετικών αγορών προϊόντων και γεωγραφικών αγορών.

39

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, τέλος, ότι τα έγγραφα που προσκόμισε η Επιτροπή σχετικά με την πραγματική χρήση των στοιχείων του Μαρτίου δεν αποδεικνύουν ότι οι διαλαμβανόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση πληροφορίες ήταν αναγκαίες για την έκδοση της αποφάσεως συγκεντρώσεως. Συγκεκριμένα, πρώτον, από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι τα εν λόγω στοιχεία ήταν άχρηστα όσον αφορά την αξιολόγηση του επιπέδου των τιμών. Δεύτερον, από τα εν λόγω έγγραφα ομοίως δεν μπορεί να αποδειχθεί η αναγκαιότητα των σχετικών πληροφοριών για τον υπολογισμό των μεριδίων αγοράς. Τρίτον, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι είχε προβεί, πριν ή μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε εκτίμηση της αναγκαιότητας των πληροφοριών των οποίων ζήτησε τη διόρθωση.

40

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι χρησιμοποίησε τη βάση δεδομένων των αποστολών όχι μόνο για να καταρτίσει την οικονομετρική μελέτη, αλλά και για να οριοθετήσει τις σχετικές αγορές και, γενικότερα, για να πραγματοποιήσει την από απόψεως ανταγωνισμού αξιολόγηση της συγκεντρώσεως. Εκθέτει ότι η οικονομετρική μελέτη πράγματι καταρτίστηκε εκ νέου βάσει των στοιχείων του Μαρτίου, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν κατόπιν αιτήματος του Πρωτοδικείου. Η Επιτροπή παραδέχεται, εξάλλου, ότι επικεντρώθηκε στον τομέα των προϊόντων επίχρισης το δεύτερο ήμισυ του Φεβρουαρίου 2006, ο κύριος δε λόγος για την αλλαγή αυτή ήταν, ωστόσο, το γεγονός ότι την περίοδο εκείνη έμαθε ότι η J. M. Huber Corp. είχε δρομολογήσει την ανάπτυξη ενός προϊόντος που θα της επέτρεπε να εισέλθει στην αγορά αυτή. Το γεγονός αυτό δεν συνεπαγόταν ωστόσο ότι θα εγκατέλειπε εντελώς την έρευνα όσον αφορά τα προϊόντα πλήρωσης.

— Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

41

Πρέπει, εκ προοιμίου, να παρατηρηθεί ότι πολλά από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας στηρίζονται στον ισχυρισμό ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή είχε ολοκληρώσει ή δεν είχε ξεκινήσει την εξέταση ορισμένων ζητημάτων, είχε καταλήξει σε κάποια προκαταρκτικά συμπεράσματα ή είχε εστιάσει την προσοχή της σε ορισμένους τομείς. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 30, οι περιστάσεις αυτές δεν ασκούν επιρροή, καθόσον η αναγκαιότητα των διαλαμβανόμενων στην προσβαλλόμενη απόφαση πληροφοριών πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση με την αντίληψη που νομίμως μπορούσε να έχει η Επιτροπή, κατά τον χρόνο εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, του εύρους των αναγκαίων πληροφοριών για την έκδοση της αποφάσεως συγκεντρώσεως.

42

Πρέπει εν συνεχεία να σημειωθεί ότι η βάση δεδομένων των αποστολών αφορούσε τις παραδόσεις που πραγματοποιήθηκαν στις αγορές ανθρακικού ασβεστίου πλήρωσης και επίχρισης. Δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα ότι οι εν λόγω αγορές επηρεάζονταν ή μπορούσαν να επηρεαστούν από την κοινοποιηθείσα συγκέντρωση. Υπό τις συνθήκες αυτές, από τη σκέψη 29 ανωτέρω προκύπτει ότι οι πληροφορίες των οποίων ζητήθηκε η διόρθωση με την προσβαλλόμενη απόφαση και οι οποίες αποτελούσαν μέρος της βάσης δεδομένων των αποστολών μπορούσαν καταρχήν να θεωρηθούν αναγκαίες για την έκδοση της αποφάσεως συγκεντρώσεως.

43

Ομοίως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η βάση δεδομένων των αποστολών περιείχε, για κάθε μία από τις σχετικές παραδόσεις, στοιχεία, όπως το εργοστάσιο αναχώρησης, την ταυτότητα και τον τόπο του πελάτη, την απόσταση και τον τρόπο μεταφοράς, το είδος του παραδοθέντος προϊόντος, την ποσότητα και την τιμή του. Ωστόσο, τα εν λόγω στοιχεία είναι σημαντικά για τον έλεγχο του συμβατού μιας πράξης συγκεντρώσεως προς την κοινή αγορά, δεδομένου ότι επιτρέπουν στην Επιτροπή να ορίζει τις σχετικές αγορές και να αναλύει την κατάσταση του ανταγωνισμού σε κάθε μία από αυτές.

44

Ωστόσο, η προσφεύγουσα προσάπτει επίσης στην Επιτροπή ότι ζήτησε τη διόρθωση των στοιχείων για τα έτη 2002 και 2003, μολονότι η οικονομετρική μελέτη στηριζόταν αποκλειστικά στα στοιχεία για το 2004 και οι λοιπές χρήσεις των στοιχείων που ανέφερε η Επιτροπή δεν συνδέονταν με κανένα χρονικό παράγοντα. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί συναφώς ότι, αντίθετα προς ό,τι ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, οι κατάλληλοι παράγοντες για τον ορισμό των γεωγραφικών αγορών και των αγορών προϊόντων, όπως, για παράδειγμα, ο τόπος των προμηθευτών και των πελατών του, οι τρόποι μεταφοράς ή ακόμη το φάσμα των διαθέσιμων προϊόντων, τείνουν να εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου. Υπό τις συνθήκες αυτές, και λόγω της έλλειψης περισσότερων ειδικών στοιχείων που αποδεικνύουν ότι θα αρκούσε μια μικρότερη περίοδος αναφοράς, δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή κακώς θεώρησε ότι τα στοιχεία για τα έτη 2002 και 2003 ήταν αναγκαία για την έκδοση της αποφάσεως συγκεντρώσεως.

45

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς που στηρίζονται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και στα έγγραφα που σχετίζονται με την πραγματική χρήση των στοιχείων του Μαρτίου που προσκόμισε η Επιτροπή, πρέπει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία αυτά είναι μεταγενέστερα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πρέπει συναφώς να παρατηρηθεί εκ προοιμίου ότι, όπως ορθώς ισχυρίστηκε η Επιτροπή, ναι μεν το γεγονός ότι οι πληροφορίες για τις οποίες υποβλήθηκε αίτηση βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 139/2004 χρησιμοποιήθηκαν εν συνεχεία μπορεί να αποτελεί ένδειξη για την αναγκαιότητά τους, πλην όμως η έλλειψη της χρήσης δεν ισοδυναμεί με απόδειξη περί του αντιθέτου, για τον λόγο που προεκτέθηκε στη σκέψη 30.

46

Όσον αφορά την ανακοίνωση των αιτιάσεων, πρέπει περαιτέρω να παρατηρηθεί ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η ανακοίνωση αυτή δεν καθιστά δυνατό τον εξαντλητικό καθορισμό των πληροφοριών που η Επιτροπή θεωρούσε αναγκαίες κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, αφενός, ακόμη και αν η σύνταξη της ανακοινώσεως των αιτιάσεων φαίνεται να άρχισε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, γεγονός παραμένει ότι μεσολάβησαν δύο σχεδόν μήνες μέχρι την αποστολή της. Αφετέρου, η ανακοίνωση των αιτιάσεων περιλαμβάνει μόνον τις εκτιμήσεις της Επιτροπής που την οδήγησαν να εντοπίσει πιθανά προβλήματα ως προς τον ανταγωνισμό και συνεπώς παραλείπει, καταρχήν, τις αγορές στις οποίες δεν εντοπίστηκαν κίνδυνοι. Ως εκ τούτου, το αντικείμενο της ανακοινώσεως είναι σαφώς πιο περιορισμένο από εκείνο της εξετάσεως που είχε πραγματοποιήσει προηγουμένως η Επιτροπή.

47

Όσον αφορά τα λοιπά επιχειρήματα που στηρίζονται στα έγγραφα που σχετίζονται με την πραγματική χρήση των στοιχείων του Μαρτίου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η προσφεύγουσα ισχυρίζεται απλώς ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι πληροφορίες που διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αναγκαίες για την έκδοση της αποφάσεως περί της συγκεντρώσεως. Ωστόσο, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα φέρει το βάρος της αποδείξεως της βασιμότητας των λόγων που προβάλλει και, επομένως, της ελλείψεως της αναγκαιότητας των επίμαχων πληροφοριών, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν ως αστήρικτα.

48

Τέλος, ως προς το αν η οικονομετρική μελέτη καταρτίστηκε εκ νέου πριν από την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, η Επιτροπή προσκόμισε στο Πρωτοδικείο ένα αντίγραφο οθόνης ηλεκτρονικού υπολογιστή από το οποίο προκύπτει ότι τα διάφορα ηλεκτρονικά αρχεία που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την εκτίμηση της συγκεντρώσεως τροποποιήθηκαν στο χρονικό διάστημα μεταξύ Απριλίου και Αυγούστου 2006. Είναι αληθές, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, ότι τα περισσότερα αρχεία έχουν ημερομηνία τροποποιήσεως μεταγενέστερη της ημερομηνίας αποστολής της ανακοινώσεως των αιτιάσεων. Ωστόσο, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι, όπως ισχυρίστηκε η Επιτροπή, οι εν λόγω ημερομηνίες είναι οι ημερομηνίες της τελευταίας χρήσης των ως άνω αρχείων, καθόσον αυτά χρησιμοποιούνταν σε τακτική βάση κατά τη διάρκεια της εξετάσεως της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως και ιδίως πριν από την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων. Πράγματι, η προσφεύγουσα, η οποία φέρει το βάρος αποδείξεως όπως παρατηρήθηκε ανωτέρω, δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αντικρούει τον ισχυρισμό αυτόν.

49

Με βάση τα προεκτεθέντα, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι πληροφορίες των οποίων ζητήθηκε η διόρθωση με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορούσαν να θεωρηθούν από την Επιτροπή, κατά την υποβολή της αιτήσεως παροχής πληροφοριών, αναγκαίες υπό την έννοια του άρθρου 11 του κανονισμού 139/2004. Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου πρέπει να απορριφθεί.

50

Ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή ενήργησε κακόπιστα, ζητώντας τη διόρθωση των στοιχείων για τα έτη 2002 και 2003, αφορά τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και ως εκ τούτου συγχέεται στην πραγματικότητα με τον αντλούμενο από κατάχρηση εξουσίας λόγο που προέβαλε η προσφεύγουσα. Είναι, επομένως, αλυσιτελής στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από το ότι τα στοιχεία του Ιανουαρίου ήσαν κατ’ ουσίαν ακριβή

— Επιχειρήματα των διαδίκων

51

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα στοιχεία του Ιανουαρίου ήσαν κατ’ ουσίαν ακριβή και ότι δεν ήταν συνεπώς αναγκαίο να ζητηθεί η διόρθωσή τους.

52

Προς στήριξη του ισχυρισμού της, προβάλλει, καταρχάς, μια σειρά επιχειρημάτων που αντλούνται από τη στατιστική ανάλυση των στοιχείων του Ιανουαρίου. Παρατηρεί, συναφώς, ότι, ναι μεν τα στοιχεία αυτά περιείχαν ορισμένα σφάλματα, πλην όμως τούτο είναι σύνηθες στον τομέα της στατιστικής, εξάλλου δε τα στοιχεία του Μαρτίου είναι επίσης πιθανό να μην ήσαν απολύτως ακριβή. Δεν είναι όμως δυνατή ούτε αναγκαία ή συνήθης η εξάλειψη όλων των σφαλμάτων που παρουσιάζουν τα στατιστικά στοιχεία, λόγω της ύπαρξης μεθόδων που καθιστούν δυνατή, αφενός, την εξάλειψη των παράλογων στοιχείων από ένα σύνολο στοιχείων ή την πρόβλεψη των επιπτώσεών τους και, αφετέρου, την επαλήθευση της αξιοπιστίας του σχετικού συνόλου. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τέτοιες μεθόδους ήδη κατά την παραλαβή των στοιχείων του Ιανουαρίου, παρά τους ισχυρισμούς της ότι απλώς υπέθεσε την ακρίβεια των στοιχείων αυτών.

53

Προκειμένου να εκτιμήσει τις επιπτώσεις των σφαλμάτων που διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η προσφεύγουσα ζήτησε από τη LECG Consulting να υποβάλει τα στοιχεία του Ιανουαρίου σε στατιστικές δοκιμές, όπως αυτές που πραγματοποίησε η Επιτροπή κατά την παραλαβή των στοιχείων αυτών. Σύμφωνα με μια πρώτη έκθεση, που επισυνάπτεται στην προσφυγή (στο εξής: πρώτη έκθεση LECG), ο αριθμός των εσφαλμένων στοιχείων δεν ήταν ασυνήθιστα υψηλός και από τη σύγκριση των στοιχείων του Ιανουαρίου και των ίδιων αυτών στοιχείων, χωρίς τις δυνητικά ανακόλουθες ή εσφαλμένες τιμές που προσδιόρισε η Επιτροπή (στο εξής: τροποποιημένα στοιχεία), δεν προκύπτει ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τις μεταβλητές που χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή κατά τη σύνταξη της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και κατά τη γενική ανάλυση των σχετικών αγορών. Επίσης, είναι απίθανο τα επίμαχα σφάλματα να είχαν σημαντική επίδραση στα αποτελέσματα της οικονομετρικής μελέτης.

54

Σύμφωνα με άλλη έκθεση της LECG Consulting, η οποία καταρτίστηκε σε απάντηση του υπομνήματος αντικρούσεως και επισυνάπτεται στο υπόμνημα απαντήσεως (στο εξής: δεύτερη έκθεση LECG), οι υποθετικές τιμές που υπολογίστηκαν στο πλαίσιο της οικονομετρικής μελέτης δεν διέφεραν ουσιαστικά στα στοιχεία του Ιανουαρίου, στα τροποποιημένα στοιχεία και στα στοιχεία του Μαρτίου. Ως εκ τούτου, κατά την προσφεύγουσα, τα στοιχεία του Ιανουαρίου ήσαν κατά βάση ακριβή και η Επιτροπή μπορούσε και όφειλε να το αντιληφθεί.

55

Περαιτέρω, με τις παρατηρήσεις της επί των εγγράφων που προσκόμισε η Επιτροπή, η προσφεύγουσα αναφέρει τους υπολογισμούς που πραγματοποίησε η LECG Consulting και σύμφωνα με τους οποίους τα στοιχεία του Ιανουαρίου ήσαν κατά βάση ακριβή όσον αφορά τον καθορισμό της μέγιστης εύλογης αποστάσεως παραδόσεως.

56

Εν συνεχεία, η προσφεύγουσα προβάλλει ορισμένες περιστάσεις που αποδεικνύουν, κατ’ αυτήν, ότι η Επιτροπή γνώριζε πράγματι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα στοιχεία του Ιανουαρίου ήσαν κατά βάση ακριβή. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, συναφώς, καταρχάς, ότι η θέση της Επιτροπής, ότι δεν είχε ανακαλύψει τα σφάλματα που διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πριν από το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Φεβρουαρίου, είναι ελάχιστα αξιόπιστη, ιδίως διότι η Επιτροπή είχε καταλήξει τον Ιανουάριο 2006 ότι η συγκέντρωση δεν δημιουργούσε κανένα πρόβλημα ανταγωνισμού και ήταν έτοιμη να την επιτρέψει χωρίς όρους. Ένα τέτοιο συμπέρασμα μπορούσε πράγματι να υιοθετηθεί μόνο μετά από έλεγχο των στοιχείων του Ιανουαρίου, κατά τον οποίο διαπιστώθηκαν τα σφάλματα και αξιολογήθηκαν οι επιπτώσεις τους. Περαιτέρω, ο σχετικά μικρός αριθμός των αποστολών της προσφεύγουσας που ελήφθη υπόψη κατά την οικονομετρική μελέτη, καθώς και το γεγονός ότι ένα μέλος της ομάδας της Επιτροπής που χειριζόταν τον φάκελο επιβεβαίωσε ότι είχε πραγματοποιήσει την εξάλειψη των παράλογων τιμών, συνεπάγονται ότι οι εν λόγω έλεγχοι είχαν πραγματοποιηθεί και ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή γνώριζε, ήδη από τον Ιανουάριο, ένα μεγάλο αριθμό σφαλμάτων που ισχυρίζεται ότι δεν ανακάλυψε παρά στη συνέχεια.

57

Η προσφεύγουσα συνεχίζει παρατηρώντας, πρώτον, ότι τα ζητήματα που δικαιολογούσαν, κατά την Επιτροπή, νέα εξέταση της ακρίβειας των στοιχείων του Ιανουαρίου είχαν ήδη θιγεί από αυτήν προηγουμένως. Δεύτερον, από την πρώτη και τη δεύτερη έκθεση LECG προκύπτει ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ήταν, εν πάση περιπτώσει, σε θέση να ελέγξει αν τα εντοπισθέντα σφάλματα είχαν επίπτωση στην ανάλυσή της. Τρίτον, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι είχε διενεργήσει τέτοιου είδους ελέγχους πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πράγμα που συνεπάγεται ότι δεν την είχαν απασχολήσει στην πραγματικότητα οι επιπτώσεις των εντοπισθέντων σφαλμάτων στην εξέταση της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως. Τέταρτον, το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε επίγνωση της ακρίβειας των στοιχείων του Ιανουαρίου αποδεικνύεται από τη θέση που έλαβε με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, καθώς και από το γεγονός ότι δεν είχε ούτε αρχίσει εκ νέου την κατάρτιση της οικονομετρικής μελέτης ούτε θέσει τέρμα στη διαδικασία ελέγχου της ακρίβειας των στοιχείων του Μαρτίου πριν από την αποστολή της εν λόγω ανακοινώσεως. Τέλος, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει, πέμπτον, ότι η Επιτροπή έπρεπε να γνωρίζει ότι θα χρησιμοποιούσε μόνο στοιχεία για το έτος 2004.

58

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, τέλος, ότι, λόγω της αμελητέας χρήσης της βάσης δεδομένων των αποστολών στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και του μακρού χρόνου της αναστολής που προκλήθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση, η εν λόγω αναστολή ήταν προδήλως δυσανάλογη.

59

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν μπορούσε να αποκλείσει, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα σφάλματα στα στοιχεία του Ιανουαρίου μπορούσαν να επηρεάσουν την ανάλυσή της για την κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και ότι, επομένως, τα στοιχεία αυτά δεν ήταν κατ’ ουσίαν ακριβή. Παρατηρεί ότι η πρώτη σειρά επιχειρημάτων της προσφεύγουσας δεν λαμβάνει υπόψη τους διάφορους σκοπούς της βάσης δεδομένων των αποστολών και ότι οι δύο εκθέσεις LECG δεν μπορούν να αποδείξουν την απουσία επιπτώσεως των εντοπισθέντων σφαλμάτων. Όσον αφορά τη δεύτερη σειρά επιχειρημάτων, η Επιτροπή αναφέρει ότι, μετά την κοινοποίηση των στοιχείων του Ιανουαρίου, πραγματοποίησε ορισμένους τυποποιημένους ελέγχους, των οποίων ωστόσο το εύρος ήταν περιορισμένο. Ως εκ τούτου, τα σφάλματα που διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση εντοπίσθηκαν μόλις κατά τη διάρκεια των πρόσθετων ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν μετά τη συνεδρίαση της συμβουλευτικής επιτροπής της 22ας Φεβρουαρίου 2006, κατά την οποία ορισμένα κράτη μέλη εξέφρασαν αμφιβολίες για την αξιοπιστία της οικονομετρικής μελέτης. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, στις αρχές Μαΐου, ολοκλήρωσε ταυτόχρονα διάφορες ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων της επαλήθευσης των στοιχείων του Μαρτίου και της σύνταξης της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, πράγμα που εξηγεί το ότι επιβεβαίωσε την ακρίβεια των εν λόγω στοιχείων μερικές μόνον ημέρες μετά την αποστολή της εν λόγω ανακοινώσεως.

— Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

60

Όσον αφορά τα επιχειρήματα που αντλούνται από τη στατιστική ανάλυση των στοιχείων του Ιανουαρίου, πρέπει να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι, βάσει των εκτιμήσεων που προεκτέθηκαν στις σκέψεις 30 και 31, η αναγκαιότητα των διορθώσεων που ζητήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να εκτιμηθεί σε συνάρτηση με την αντίληψη του σημαντικού χαρακτήρα των σφαλμάτων που εντοπίστηκαν στα στοιχεία του Ιανουαρίου που μπορούσε νόμιμα να έχει η Επιτροπή κατά τον χρόνο εκδόσεώς της. Συνεπώς, οι αναλύσεις που προσκόμισε η προσφεύγουσα μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνον αν η Επιτροπή μπορούσε να τις είχε πραγματοποιήσει κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται ότι οι συγκρίσεις που πραγματοποιήθηκαν σε σχέση με τα στοιχεία του Μαρτίου δεν ασκούν επιρροή, καθόσον τα στοιχεία αυτά δεν υφίσταντο κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

61

Ακολούθως, πρέπει να ελεγχθεί, σύμφωνα με το κριτήριο της ουσιαστικής ακρίβειας που προεκτέθηκε στη σκέψη 31, αν από τις διάφορες αναλύσεις που προσκόμισε η προσφεύγουσα μπορεί να αποδειχθεί ότι τα σφάλματα που εντοπίστηκαν από την Επιτροπή δεν μπορούσαν να έχουν σημαντική επίπτωση στην εκτίμησή της περί του συμβατού της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως προς την κοινή αγορά.

62

Πρέπει συναφώς να παρατηρηθεί ότι, ενώ η πρώτη έκθεση LECG καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι κρίσιμες μέσες τιμές που υπολογίστηκαν με βάση τα στοιχεία του Ιανουαρίου και τα τροποποιημένα στοιχεία δεν διαφέρουν ουσιαστικά, από τον πίνακα 2 της ίδιας έκθεσης προκύπτουν όχι αμελητέες διαφορές μεταξύ αυτών των δύο συνόλων στοιχείων, όσον αφορά την υψηλότερη τιμή του πηλίκου μεταξύ κόστου μεταφοράς και τιμής εκ του εργοστασίου (διαφορά κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες), τη μέση απόσταση μεταφοράς με φορτηγά οχήματα (διαφορά κατά 13%) και τη μέση απόσταση μεταφοράς με πλοίο (διαφορά κατά 28%). Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, όπως διευκρινίστηκε από τον εκπρόσωπο της LECG Consulting κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι διαφορές αυτές δεν ασκούν επιρροή, από οικονομική άποψη, όσον αφορά τα συμπεράσματα που περιέχονται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, όπως τούτο διαφαίνεται από τον πίνακα 3 της εν λόγω έκθεσης, είναι ωστόσο σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν προσκομίστηκε καμία συγκρίσιμη ανάλυση της έλλειψης σημασίας των διαφορών αυτών όσον αφορά την οικονομετρική μελέτη, ενώ η LECG Consulting τονίζει στην πρώτη έκθεσή της ότι οι τιμές, το κόστος μεταφοράς και οι αποστάσεις παράδοσης είναι, κατά τη γνώμη της, οι βασικές μεταβλητές της μελέτης αυτής. Ελλείψει, όμως, μιας τέτοιας ανάλυσης, είναι αδύνατο να καθοριστεί αν τα λάθη που εντοπίστηκαν από την Επιτροπή μπορούσαν ή όχι να επηρεάσουν σημαντικά τα αποτελέσματα της οικονομετρικής μελέτης και, ως εκ τούτου, την εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως.

63

Πρέπει να προστεθεί, όσον αφορά την πρώτη έκθεση LECG, ότι, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, το συμπέρασμα ότι τα σφάλματα που εντοπίστηκαν δεν έχουν επίπτωση στις βασικές μεταβλητές της οικονομετρικής μελέτης στηρίζεται στην ανάλυση των μέσων τιμών, που υπολογίζονται βάσει συγκεντρωτικών στοιχείων. Ωστόσο, η Επιτροπή ισχυρίζεται, χωρίς να αντικρούεται επί του σημείου αυτού από την προσφεύγουσα, ότι η ως άνω μελέτη πραγματοποιήθηκε σε συνάρτηση με τις διάφορες εγκαταστάσεις παραγωγής, πράγμα που συνεπάγεται ότι από την ανάλυση των συγκεντρωτικών στοιχείων δεν μπορούν να καθοριστούν οι πιθανές επιπτώσεις των εντοπισθέντων σφαλμάτων.

64

Η δεύτερη έκθεση LECG, με την οποία επιχειρείται να αντικρουστεί το τελευταίο αυτό επιχείρημα προβαίνοντας, μεταξύ άλλων, σε πιο λεπτομερή εξέταση των στοιχείων, ομοίως δεν περιέχει, ωστόσο, ανάλυση της σημασίας των μη αμελητέων διαφορών που διαπιστώθηκαν μεταξύ των τιμών, που ισούνται προς το 3% έως το 4% για τις μέσες τιμές και υπερβαίνουν το 10% για ορισμένες εγκαταστάσεις παραγωγής και ορισμένα προϊόντα. Ναι μεν ο εκπρόσωπος της LECG υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η διαφορά μεταξύ των μέσων τιμών δεν ασκούσε επιρροή δεδομένης της σημασίας του κόστους μεταφοράς για τα προϊόντα αυτά, πλην όμως δεν δόθηκε καμία ειδική εξήγηση σχετικά με τις πιο σημαντικές διαφορές που διαπιστώθηκαν για ορισμένες εγκαταστάσεις παραγωγής. Ως εκ τούτου, η δεύτερη έκθεση LECG ομοίως δεν αποδεικνύει ότι τα σφάλματα που εντοπίστηκαν στα στοιχεία του Ιανουαρίου δεν μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά τις τιμές που εμφαίνονται στην οικονομετρική μελέτη και συνεπώς την εκτίμηση του συμβατού προς την κοινή αγορά της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως.

65

Όσον αφορά τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο των παρατηρήσεων επί των εγγράφων που προσκόμισε η Επιτροπή, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η προσφεύγουσα απλώς ανέφερε την ανάλυση της μέγιστης εύλογης απόστασης παράδοσης για κάθε τρόπο μεταφοράς, η οποία είναι μια θεωρητική απόσταση που υπολογίζεται με βάση όλες τις παραδόσεις που πραγματοποιήθηκαν με τον οικείο τρόπο μεταφοράς. Ωστόσο, ναι μεν η απόσταση αυτή χρησιμοποιήθηκε κατά τον καθορισμό των σχετικών γεωγραφικών αγορών, πλην όμως από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η απόσταση αυτή συγκρίθηκε εν συνεχεία με τις πραγματικές μέγιστες αποστάσεις των παραδόσεων που πραγματοποιήθηκαν από κάθε μία από τις οικείες εγκαταστάσεις παραγωγής, ως μέγιστες δε επελέγησαν οι ανώτερες σε σχέση με κάθε εγκατάσταση. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ανάλυση των συγκεντρωτικών στοιχείων που δεν διακρίνει μεταξύ διαφόρων εγκαταστάσεων παραγωγής είναι ανεπαρκής για να εξεταστεί αν τα σφάλματα που εντοπίστηκαν μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά τον ορισμό των γεωγραφικών αγορών και, κατά συνέπεια, την εκτίμηση της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως.

66

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι από τις αναλύσεις που προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα στοιχεία του Ιανουαρίου ήσαν κατ’ ουσίαν ακριβή. Πρέπει συνεπώς να εξετασθεί η δεύτερη σειρά επιχειρημάτων, από τα οποία φέρεται να προκύπτει ότι η Επιτροπή γνώριζε πράγματι ότι τούτο ίσχυε.

67

Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας στηρίζεται βασικά στην υποτιθέμενη έλλειψη αληθοφάνειας του ισχυρισμού της Επιτροπής ότι τα σφάλματα που διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν εντοπίστηκαν αμέσως μετά την παραλαβή των στοιχείων του Ιανουαρίου, αλλά μόνον κατά το δεύτερο ήμισυ του Φεβρουαρίου, μετά τη συνεδρίαση της συμβουλευτικής επιτροπής της 22ας Φεβρουαρίου 2006. Συνεπώς, το Πρωτοδικείο θα εξετάσει πρώτα τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή για να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό αυτόν.

68

Όσον αφορά, στο πλαίσιο αυτό, αφενός, τους ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν αμέσως μετά την παραλαβή των στοιχείων του Ιανουαρίου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στον βαθμό που η εξέταση της Επιτροπής πρέπει να πραγματοποιείται εντός σχετικά αυστηρών προθεσμιών και τα μετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη υποχρεούνται να κοινοποιούν στην Επιτροπή ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες, η διαδικασία ελέγχου των συγκεντρώσεων βασίζεται αναγκαστικά, σε μεγάλο βαθμό, στην εμπιστοσύνη, καθόσον δεν είναι δυνατόν η Επιτροπή να υποχρεούται να ελέγχει άμεσα και λεπτομερώς την ακρίβεια όλων των πληροφοριών που διαβιβάζουν τα μέρη αυτά.

69

Συναφώς, η εσωτερική επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε στις 6 Μαρτίου 2006 μέλος της ομάδας της Επιτροπής που ήταν επιφορτισμένη με τον φάκελο της υπόθεσης και την οποία επισύναψε η Επιτροπή στην απάντησή της προς το αίτημα του Πρωτοδικείου, αναφέρει σχετικά με τα σφάλματα που διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι «οι δοκιμές που εφαρμόστηκαν προηγουμένως στη βάση δεδομένων [των αποστολών ήσαν] πιο συνολικές […] και δεν εστιάζονταν στο ζεύγος εγκατάσταση παραγωγής-χαρτικά». Συνεχίζει διευκρινίζοντας ότι αυτό «εξηγεί γιατί όλα αυτά τα ζητήματα δεν τέθηκαν προηγουμένως».

70

Αυτό το στοιχείο, του οποίου η σημασία δεν αμφισβητήθηκε από την προσφεύγουσα, αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμο ότι οι έλεγχοι που διενεργήθηκαν από την Επιτροπή κατόπιν της κοινοποιήσεως των στοιχείων του Ιανουαρίου ήσαν περιορισμένοι και ως εκ τούτου δεν κατέστησαν δυνατό τον εντοπισμό των σφαλμάτων που διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό επίσης να τονισθεί ότι το γεγονός ότι διενεργήθηκαν μόνον περιορισμένοι έλεγχοι καθιστά αλυσιτελή τον ισχυρισμό ότι τα εν λόγω σφάλματα μπορούσαν να εντοπιστούν μέσω τυποποιημένων στατιστικών εργαλείων ελέγχου.

71

Αφετέρου, όσον αφορά τη διεξαγωγή και τις συνέπειες της συνεδρίασης της συμβουλευτικής επιτροπής της 22ας Φεβρουαρίου 2006, από τις δηλώσεις των μετασχόντων στη συνεδρίαση αυτή, που επισυνάπτονται στην απάντηση της Επιτροπής στο αίτημα του Πρωτοδικείου, προκύπτει σαφώς ότι τόσο η αξιοπιστία της οικονομετρικής μελέτης όσο και τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για την κατάρτισή της συζητήθηκαν με την ευκαιρία αυτή. Ακόμη και αν προκύπτει ότι η ακρίβεια των σχετικών στοιχείων δεν εξετάστηκε λεπτομερώς από όσους παρενέβησαν στη συζήτηση, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, είναι ωστόσο λογικό ότι μια τέτοια συζήτηση οδήγησε την Επιτροπή να ελέγξει την αξιοπιστία της μελέτης και τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν, με δεδομένη ιδίως τη βούλησή της να υποβάλει νέο σχέδιο αποφάσεως στην εν λόγω επιτροπή προκειμένου να επιτύχει τη διατύπωση ευνοϊκής γνώμης.

72

Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η εσωτερική επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Επιτροπής, που εστάλη στις 22 Φεβρουαρίου 2006 και αφορούσε την κατανομή των καθηκόντων κατά την προετοιμασία των τροποποιήσεων του σχεδίου εγκρίσεως μετά τη συνεδρίαση της συμβουλευτικής επιτροπής και η οποία επισυνάπτεται στην προαναφερθείσα απάντηση της Επιτροπής, αναφέρει, σχετικά με την οικονομετρική μελέτη, τα εξής: «Έλεγχος της αξιοπιστίας + ανάλυση της ευαισθησίας». Το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι η αναφορά αυτή πρέπει να ερμηνευθεί ως ένδειξη για το ότι έπρεπε να διενεργηθεί συμπληρωματικός έλεγχος της οικονομετρικής μελέτης και των στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν για την κατάρτισή της και όχι, όπως υποστήριζε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ως αποσκοπούσα απλώς στο να περιγραφούν οι προηγουμένως διενεργηθέντες έλεγχοι με περισσότερες λεπτομέρειες στο σχέδιο εγκρίσεως. Πράγματι, η εν λόγω επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου δεν περιγράφει απλώς συγκεκριμένες τροποποιήσεις, αλλά επιχειρεί επίσης να ορίσει νέες προς ανάληψη ενέργειες στο πλαίσιο της εξετάσεως.

73

Έτσι, τα έγγραφα που κοινοποίησε η Επιτροπή ενισχύουν επίσης τους ισχυρισμούς της ότι τα αποτελέσματα της συνεδρίασης της συμβουλευτικής επιτροπής της 22ας Φεβρουαρίου 2006 την οδήγησαν σε επανέλεγχο της ακρίβειας των στοιχείων του Ιανουαρίου. Υπό τις συνθήκες, αυτές πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η θέση της Επιτροπής ότι τα σφάλματα που διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ανακαλύφθηκαν κατά τους εμπεριστατωμένους ελέγχους αυτούς, και όχι προηγουμένως, είναι επαρκώς κατά νόμο αποδεδειγμένη.

74

Εν συνεχεία, οι περιστάσεις τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα δεν μπορούν να αντικρούσουν τη διαπίστωση αυτή. Έτσι, πρώτον, η προσφεύγουσα δέχθηκε και η ίδια κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι ναι μεν τα ζητήματα που τέθηκαν κατά τη συνεδρίαση της συμβουλευτικής επιτροπής της 22ας Φεβρουαρίου 2006, ιδίως δε η ιδιαίτερη κατάσταση της φινλανδικής αγοράς, είχαν θιγεί και προηγουμένως, τούτο όμως είχε γίνει μόνον επιφανειακά, πράγμα που συνεπάγεται ότι οι πρόσθετοι λεπτομερέστεροι έλεγχοι που πραγματοποιήθηκαν μετά την προαναφερθείσα συνεδρίαση μπόρεσαν να οδηγήσουν στην ανακάλυψη των επίμαχων σφαλμάτων.

75

Δεύτερον, στον βαθμό που συνήχθη, στη σκέψη 66 ανωτέρω, το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ουσιαστική ακρίβεια των στοιχείων του Ιανουαρίου, η θέση ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να ελέγξει κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι τα εντοπισθέντα στα στοιχεία αυτά σφάλματα δεν ήσαν ουσιώδη δεν μπορεί να στηριχθεί στα πραγματικά περιστατικά.

76

Τρίτον, η επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 5ης Μαρτίου 2006, την οποία επισύναψε η Επιτροπή στην απάντησή της προς το αίτημα του Πρωτοδικείου, αναφέρει ότι είχαν εντοπισθεί «σοβαρές ανακολουθίες» στα στοιχεία του Ιανουαρίου, πράγμα που σημαίνει ότι η Επιτροπή είχε προβεί σε ανάλυση της δυνητικής επίπτωσης των σφαλμάτων στην εξέτασή της. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο αντίθετος ισχυρισμός της προσφεύγουσας, ο οποίος δεν στηρίζεται σε κανένα πραγματικό στοιχείο, δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

77

Τέταρτον, για τους λόγους που εξηγήθηκαν στις σκέψεις 45 και 46 ανωτέρω, η ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την εκτίμηση της θέσης της Επιτροπής όσον αφορά την ακρίβεια των πληροφοριών που χρησιμοποιήθηκαν για την εκ μέρους της εξέταση της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως. Ομοίως, το Πρωτοδικείο θεώρησε, στη σκέψη 48 ανωτέρω, ότι η προσφεύγουσα δεν αντέκρουσε τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η οικονομετρική μελέτη καταρτίστηκε εκ νέου πριν από την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων. Όσον αφορά το ότι η ακρίβεια των στοιχείων του Μαρτίου επιβεβαιώθηκε μόλις μετά την αποστολή του εν λόγω εγγράφου, το επιχείρημα της Επιτροπής, που στηρίζεται στην ταυτόχρονη ολοκλήρωση πολλών εργασιών κατά την οικεία περίοδο, δεν τέθηκε εν αμφιβόλω από την προσφεύγουσα.

78

Πέμπτον, δεδομένου ότι στη σκέψη 44 ανωτέρω συνήχθη το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να ζητήσει την κοινοποίηση στοιχείων που καλύπτουν πολλά έτη, είναι αλυσιτελές το επιχείρημα ότι η ίδια γνώριζε ότι μόνον τα στοιχεία για το 2004 ασκούσαν επιρροή.

79

Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, επιβάλλεται η διαπίστωση, ενόψει των παρατηρήσεων που διατυπώθηκαν στη σκέψη 34 ανωτέρω, ότι το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

80

Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 11 του κανονισμού 139/2004, θεωρώντας ότι τα στοιχεία του Ιανουαρίου δεν ήσαν κατ’ ουσίαν ακριβή και ζητώντας τη διόρθωσή τους. Το δεύτερο σκέλος πρέπει συνεπώς να απορριφθεί, όπως και ο πρώτος λόγος στο σύνολό του.

Επί του δευτέρου λόγου που αντλείται από το ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της εύλογης προθεσμίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

81

Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε χωρίς να τηρηθεί εύλογη προθεσμία, δεδομένου ότι η Επιτροπή γνώριζε τα επίμαχα σφάλματα από τους πρώτους ελέγχους που διενεργήθηκαν κατά το πρώτο εξάμηνο του Ιανουαρίου 2006. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, αφενός, προκάλεσε σημαντική οικονομική ζημία στην προσφεύγουσα και, αφετέρου, προσέβαλε την άσκηση των δικαιωμάτων της άμυνας. Επιπλέον, η καθυστερημένη έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ενδεικτική των πραγματικών κινήτρων της Επιτροπής, που συνίσταντο στο να κερδίσει χρόνο, προκειμένου να μπορέσει να συνεχίσει την εξέτασή της, παρά τη λήξη της προς τούτο προβλεπόμενης προθεσμίας.

82

Αφενός, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ενδεχόμενη παραβίαση της αρχής της εύλογης προθεσμίας δεν δικαιολογεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον η προσφεύγουσα δεν απέδειξε προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας που απορρέουν από την αρχή αυτή. Αφετέρου, η Επιτροπή εκτιμά ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ενήργησε χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

83

Πρέπει να σημειωθεί ότι το επιχείρημα που αντλείται από τη ζημία που προκλήθηκε στην προσφεύγουσα είναι αλυσιτελές στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, η οποία αφορά αποκλειστικά την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και επομένως τον έλεγχο και μόνον της νομιμότητάς της.

84

Ομοίως, ναι μεν η τήρηση εύλογης προθεσμίας κατά τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών που αφορούν την πολιτική του ανταγωνισμού αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, την τήρηση της οποίας εξασφαλίζει ο κοινοτικός δικαστής, πλην όμως η παραβίαση της αρχής αυτής δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ακύρωση αποφάσεως, παρά μόνον αν συνιστά επίσης προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως. (απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 1999, που καλείται «PVC II», T-305/94 έως T-307/94, T-313/94 έως T-316/94, T-318/94, T-325/94, T-328/94, T-329/94 και T-335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-931, σκέψεις 120 έως 122). Εν προκειμένω, όμως, η προσφεύγουσα περιορίζεται στην προβολή ενός συνοπτικού σχετικού ισχυρισμού, χωρίς να προσκομίζει συγκεκριμένα στοιχεία προς στήριξή του.

85

Η σημασία της προθεσμίας εντός της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ως ενδείξεως για την ύπαρξη καταχρήσεως εξουσίας θα εξεταστεί στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

86

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τρίτου λόγου που αντλείται από κατάχρηση εξουσίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

87

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, εκ προοιμίου, ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως δεν καθίσταται αλυσιτελής λόγω της απορρίψεως του πρώτου λόγου.

88

Επί της ουσίας, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας, στον βαθμό που δεν εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση για να επιδιώξει τον σκοπό του κανονισμού 139/2004, αλλά για να επιτύχει την παράταση της προθεσμίας εξετάσεως που προβλέπεται στον εν λόγω κανονισμό, προκειμένου να μπορέσει να εξετάσει τα επιπλέον ζητήματα που προέβαλαν ορισμένα κράτη μέλη και οι ανταγωνιστές της προσφεύγουσας κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου 2006. Συγκεκριμένα, η αρχική προθεσμία εξετάσεως, η οποία επρόκειτο να λήξει στις 31 Μαρτίου 2006, δεν παρείχε τη δυνατότητα στην Επιτροπή να ολοκληρώσει την ανάλυσή της και να αποστείλει ενδεχομένως ανακοίνωση των αιτιάσεων.

89

Πρώτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι για τον λόγο αυτόν η Επιτροπή ανέφερε, κατά την τηλεφωνική συνομιλία της 3ης Μαρτίου 2006, ότι κάποια πρόσθετα προβληματικά θέματα έπρεπε να εξεταστούν και πρότεινε μια εκούσια παράταση της προθεσμίας εξετάσεως 20 εργάσιμων ημερών. Αντιμέτωπη με τις αμφιβολίες που εξέφρασαν οι δικηγόροι της προσφεύγουσας, η Επιτροπή ανέφερε, στη συνέχεια, ως απειλή, την έκδοση αποφάσεως, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004, σχετικά με τα στοιχεία του Ιανουαρίου, για την περίπτωση που δεν θα μπορούσε να βρεθεί μια συναινετική λύση. Στο πλαίσιο αυτό, οι επιστολές ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής στις και και στις , θέτοντας μια σειρά από ζητήματα σχετικά με την ακρίβεια των στοιχείων του Ιανουαρίου, απεστάλησαν μόνο και μόνο για την προετοιμασία των στοιχείων επί των οποίων θα στηριζόταν η προσβαλλόμενη απόφαση.

90

Η προσφεύγουσα διευκρινίζει συναφώς ότι, αντίθετα προς ό,τι ισχυρίζεται η Επιτροπή, η προσέγγιση αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως συναινετική, δεδομένου ότι, μεταξύ άλλων, αφενός, από την εσωτερική επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 5ης Μαρτίου 2006, την οποία επισύναψε η Επιτροπή στην απάντησή της προς το αίτημα του Πρωτοδικείου, προκύπτει ότι το γεγονός ότι προσφέρθηκε εναλλακτική λύση στην προσφεύγουσα είχε ως κίνητρο τη βούληση να μειωθεί ο κίνδυνος ασκήσεως προσφυγής, και όχι τη βούληση να περιοριστεί ο αντίκτυπος της ανακαλύψεως των σφαλμάτων στην προθεσμία εξετάσεως, και, αφετέρου, κατά την έκδοση, στις , στις , και στις , αποφάσεων βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004, η Επιτροπή ουδέποτε πρότεινε εναλλακτική λύση στην προσφεύγουσα.

91

Δεύτερον, το γεγονός ότι η Επιτροπή αμφισβήτησε την ακρίβεια των στοιχείων του Ιανουαρίου εξηγείται από τη νέα κατεύθυνση της έρευνάς της, δεδομένου ότι δεν διατύπωσε αμφιβολίες σχετικά με τα εν λόγω στοιχεία πριν από την παρέμβαση ορισμένων κρατών μελών και ορισμένων επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, καταρχάς, δηλαδή μέχρι το δεύτερο εξάμηνο του Φεβρουαρίου 2006, η Επιτροπή επικεντρώθηκε στην αγορά ανθρακικού ασβεστίου πλήρωσης και η οικονομετρική μελέτη αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της ανάλυσης της αγοράς αυτής, σε αντίθεση προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής ότι πρόκειται απλώς για ένα συμπληρωματικό εργαλείο. Αντιθέτως, εν συνεχεία, μετά τη συνεδρίαση της συμβουλευτικής επιτροπής της 22ας Φεβρουαρίου 2006, η Επιτροπή ασχολήθηκε με την εξέταση των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν από ορισμένα κράτη μέλη και από τους ανταγωνιστές της προσφεύγουσας σχετικά με την κατάσταση στις αγορές των προϊόντων πλήρωσης, ιδίως όσον αφορά την αγορά της Φινλανδίας.

92

Τρίτον, η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η επανεξέταση της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως υπό το φως των διορθωμένων πληροφοριών, η οποία εξάλλου δεν πραγματοποιήθηκε, δεν ήταν αναγκαία, δεδομένης της νέας κατευθύνσεως της εξετάσεως της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, κατά τον χρόνο αποστολής της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, η Επιτροπή δεν είχε ολοκληρώσει τους ελέγχους των στοιχείων του Μαρτίου και δεν αποδείχθηκε ότι χρησιμοποίησε τα στοιχεία αυτά για να καταρτίσει εκ νέου εμπροθέσμως την οικονομετρική μελέτη. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, αν οι διορθώσεις των στοιχείων του Ιανουαρίου είχαν επηρεάσει το αποτέλεσμα της ανάλυσης της Επιτροπής, αυτή θα είχε αναφέρει το γεγονός αυτό με την ανακοίνωση των αιτιάσεων.

93

Τέταρτον, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι, κατ’ αυτήν, τα στοιχεία του Ιανουαρίου ήσαν κατ’ ουσίαν ακριβή και προσθέτει συναφώς ότι ο ασήμαντος χαρακτήρας ορισμένων ζητημάτων που τέθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση και το γεγονός ότι αυτά δεν ασκούν επιρροή καταδεικνύουν ότι η έκδοση της εν λόγω αποφάσεως υπαγορεύθηκε από τη μέριμνα να υπάρξει παράταση της προθεσμίας εξετάσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή είχε επίγνωση της ακρίβειας των στοιχείων του Ιανουαρίου, όπως προκύπτει από την επιστολή της 12ης Ιανουαρίου 2006, λόγω του ότι είχε πρόθεση να επιτρέψει τη συγκέντρωση χωρίς προϋποθέσεις τον Ιανουάριο του 2006, και από την προετοιμασία και τη διανομή του σχεδίου εγκρίσεως.

94

Πέμπτον, από την εσωτερική επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 6ης Μαρτίου 2006, την οποία επισύναψε η Επιτροπή στην απάντησή της προς το αίτημα του Πρωτοδικείου, προκύπτει ότι ένα μέλος της ομάδας της Επιτροπής που χειριζόταν τον φάκελο αναζήτησε συστηματικά τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό σφαλμάτων στα στοιχεία του Ιανουαρίου, εν όψει της εκδόσεως αποφάσεως βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004, χωρίς να διερωτηθεί σχετικά με τις δυνητικές επιπτώσεις τους. Η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει, στο πλαίσιο αυτό, το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι είχε αναλύσει τη σημασία των σφαλμάτων που εντοπίστηκαν πριν από την έκδοση της αποφάσεως. Αντιθέτως, από την εσωτερική επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε αρχίσει τη σύνταξη της προσβαλλομένης αποφάσεως πριν από την πραγματοποίηση της αναλύσεως αυτής. Από τις περιστάσεις αυτές προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν ανησυχούσε πραγματικά για τις επιπτώσεις των εντοπισθέντων σφαλμάτων.

95

Έκτον, η Επιτροπή δεν έθεσε εν αμφιβόλω το περιεχόμενο της από 6 Μαρτίου 2006 επιστολής της προσφεύγουσας, στην οποία η τελευταία αυτή τόνιζε ότι είχε τεθεί ενώπιον μιας παράνομης επιλογής ανάμεσα στη συναινετική παράταση και σε μια απόφαση περί αναστολής της προθεσμίας εξετάσεως.

96

Έβδομον, οι ανάλογες αποφάσεις, που ελήφθησαν από την Επιτροπή κατά την εξέταση της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως, ελήφθησαν λίγες ημέρες μετά την παραλαβή των σχετικών πληροφοριών, ενώ παρήλθαν δύο μήνες από την παραλαβή των στοιχείων του Ιανουαρίου μέχρι την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

97

Η Επιτροπή αναφέρει ότι ο υπό κρίση λόγος στηρίζεται στην υπόθεση ότι οι πληροφορίες που ζήτησε η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν αναγκαίες για την έκδοση της αποφάσεως συγχωνεύσεως. Συνεπώς, η απόρριψη του πρώτου λόγου συνεπάγεται την απόρριψη και του δεύτερου. Επί της ουσίας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν παρουσίασε αντικειμενικές, κρίσιμες και συγκλίνουσες ενδείξεις προς στήριξη του ισχυρισμού της περί καταχρήσεως εξουσίας, αλλά μόνο συναγωγές συμπερασμάτων αντλούμενων εσφαλμένα από μια σειρά περιστάσεων.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

98

Πρέπει, εκ προοιμίου, να παρατηρηθεί ότι η απόρριψη του πρώτου λόγου της υπό κρίση προσφυγής απορρέει από το ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι οι πληροφορίες που ζήτησε η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν αναγκαίες υπό την έννοια του άρθρου 11 του κανονισμού 139/2004. Ωστόσο, η έλλειψη αποδείξεως παραβάσεως της ισχύουσας νομοθεσίας δεν επηρεάζει την πιθανή ύπαρξη καταχρήσεως εξουσίας εκ μέρους της διοικητικής αρχής. Ως εκ τούτου, εξακολουθεί να είναι αναγκαία η εξέταση του υπό κρίση λόγου, ανεξάρτητα από την απόρριψη του πρώτου.

99

Πρέπει, εν συνεχεία, να υπομνησθεί ότι ως κατάχρηση εξουσίας νοείται το να χρησιμοποιεί μια διοικητική αρχή τις εξουσίες της για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίον της έχουν απονεμηθεί. Μια απόφαση θεωρείται εκδοθείσα κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον αν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, κρισίμων και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι ελήφθη για έναν τέτοιο σκοπό. Εφόσον επιδιώκονται περισσότεροι του ενός σκοποί, ακόμη και αν μεταξύ των αιτιολογικών σκέψεων μιας αποφάσεως υπάρχουν και ορισμένες μη έγκυρες, η απόφαση αυτή δεν ενέχει κατάχρηση εξουσίας, εφόσον δεν αφίσταται του βασικού σκοπού (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, T-87/05, EDP κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-3745, σκέψη 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

100

Πρέπει συνεπώς να ελεγχθεί αν τα στοιχεία που επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα συνιστούν αντικειμενικές, κρίσιμες και συγκλίνουσες ενδείξεις για το ότι η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση για να επιτύχει την αναστολή της προθεσμίας εξετάσεως της συγκεντρώσεως, αντί για τη διόρθωση των αναγκαίων για την εξέταση αυτή πληροφοριών.

101

Πρώτον, όσον αφορά την τηλεφωνική συνομιλία της 3ης Μαρτίου 2006, από τα πρακτικά της συζήτησης αυτής, που συντάχθηκαν από τους δικηγόρους της προσφεύγουσας, προκύπτει ότι η Επιτροπή έκανε λόγο για την έκδοση αποφάσεως βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004 μόνο μετά την εκ μέρους της προσφεύγουσας αμφισβήτηση της χρησιμότητας της εκούσιας παράτασης. Ωστόσο, σύμφωνα πάντα με τα εν λόγω πρακτικά, η Επιτροπή αναφέρθηκε στην ύπαρξη σημαντικών ανακολουθιών στα στοιχεία του Ιανουαρίου ήδη από την έναρξη της συνομιλίας, προτού εξεταστούν τα μέτρα που θα καθιστούσαν δυνατή τη διόρθωσή τους. Ομοίως, δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα ότι η ύπαρξη ορισμένων σφαλμάτων στα στοιχεία του Ιανουαρίου είχε επισημανθεί από την Επιτροπή μέσω διαφόρων επιστολών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, από τις . Συνεπώς, από τα εν λόγω πρακτικά δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εκ μέρους της Επιτροπής αναφορά στην ενδεχόμενη έκδοση αποφάσεως βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004 αποτελούσε απειλή για να πεισθεί η προσφεύγουσα να συναινέσει σε εκούσια παράταση της προθεσμίας εξετάσεως.

102

Επιπλέον, όσον αφορά το γεγονός ότι η Επιτροπή προσέφερε στην προσφεύγουσα την εναλλακτική λύση της εκούσιας παράτασης, πρέπει να σημειωθεί ότι, εφόσον μια ενέργεια μπορεί να είναι αποτέλεσμα πολλών ταυτοχρόνως λόγων, το γεγονός ότι από τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή προκύπτει ότι την ανησυχούσε ο κίνδυνος ενδεχόμενης προσφυγής δεν αποκλείει το ότι είχε πρόθεση, ταυτοχρόνως, να περιορίσει τις επιπτώσεις από την ανακάλυψη των σφαλμάτων στην προθεσμία εξετάσεως. Περαιτέρω, η αναλογία που επικαλείται η προσφεύγουσα με προηγούμενες αποφάσεις δεν είναι πειστική, δεδομένου ότι, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσε ένα σημαντικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και ότι, επιπλέον, τα αποτελέσματά της έχουν εν μέρει αναδρομική ισχύ, καθόσον η έναρξη της αναστολής που συνεπαγόταν ήταν προγενέστερη της ημερομηνίας εκδόσεώς της.

103

Δεύτερον, από τη σκέψη 73 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή ανακάλυψε τα σφάλματα που διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση κατόπιν των συζητήσεων που αφορούσαν την οικονομετρική μελέτη και τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για την κατάρτισή της και οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά τη συνεδρίαση της συμβουλευτικής επιτροπής της 22ας Φεβρουαρίου 2006. Επίσης, από τη σκέψη 66 ανωτέρω προκύπτει ότι δεν αποδείχθηκε ότι η Επιτροπή μπορούσε να αποκλείσει το να έχουν τα σφάλματα αυτά σημαντικές επιπτώσεις στην εκ μέρους της εξέταση της συγκεντρώσεως. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, στην εσωτερική επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με ημερομηνία , που επισυνάπτεται στην απάντηση της Επιτροπής προς το αίτημα του Πρωτοδικείου, ένα μέλος της ομάδας της Επιτροπής που χειριζόταν τον φάκελο αναφέρει ότι η Επιτροπή «ανακάλυψε σοβαρές ανακολουθίες στα στοιχεία», ότι «τα στοιχεία αυτά πρέπει να διορθωθούν» και ότι η Επιτροπή «[θα] εκτιμήσει σε ποιο βαθμό τα διορθωμένα στοιχεία (τα οποία θα λαμβάνονταν μετά από λίγες ημέρες) αλλάζουν την εκτίμηση της συναλλαγής». Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι η έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως είχε ως κίνητρο τη βούληση της Επιτροπής να πραγματοποιήσει εκ νέου και συνολικά την εκτίμηση της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως με βάση ακριβείς πληροφορίες και όχι το γεγονός ότι η Επιτροπή άλλαξε την κατεύθυνση της εξετάσεώς της μετά την παρέμβαση των κρατών μελών και των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, προσπάθησε να επιτύχει την αναστολή των προθεσμιών εξετάσεως της κοινοποιηθείσας πράξεως.

104

Τρίτον, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η υποχρέωση της Επιτροπής να εξετάσει τις συνέπειες της συγκεντρώσεως σε όλες τις αγορές όπου υπήρχε κίνδυνος παρακωλύσεως του αποτελεσματικού ανταγωνισμού, η οποία προαναφέρθηκε στην σκέψη 29, σημαίνει ότι, ανεξάρτητα από την εξέλιξη της κατευθύνσεως της εξετάσεώς της, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει την κοινοποιηθείσα συγκέντρωση τόσο σε σχέση με τον τομέα των προϊόντων επίχρισης όσο και σε σχέση με τον τομέα των προϊόντων πλήρωσης. Συγκεκριμένα, αυτοί οι δύο τομείς θίγονταν δυνητικά από την εν λόγω συγκέντρωση, είχαν δε μάλιστα εξεταστεί από την Επιτροπή πριν από την έκδοση της αποφάσεως. Όσον αφορά τους ισχυρισμούς ότι η Επιτροπή ούτε έλεγξε την ακρίβεια των στοιχείων του Μαρτίου ούτε κατάρτισε την οικονομετρική μελέτη πριν από την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και τους ισχυρισμούς που αντλούνται από το περιεχόμενο του τελευταίου αυτού εγγράφου, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν ήδη συζητηθεί στις σκέψεις 45 έως 48 ανωτέρω.

105

Τέταρτον, από την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι δεν αποδείχθηκε ούτε ότι τα στοιχεία του Ιανουαρίου ήσαν κατ’ ουσίαν ακριβή ούτε ότι η Επιτροπή θεωρούσε ότι τούτο ίσχυε. Ωστόσο, υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι ορισμένα από τα ζητήματα που διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορούσαν παρά a priori ήσσονος σημασίας σφάλματα δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να αποκλεισθεί, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα σφάλματα αυτά μπορούσαν να επηρεάσουν την εξέταση της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως. Όσον αφορά την επίκληση από την προσφεύγουσα της επιστολής της 12ης Ιανουαρίου 2006 και τη θέση που έλαβε η Επιτροπή την επομένη, πρέπει να παρατηρηθεί ότι τα στοιχεία αυτά ομοίως δεν ασκούν επιρροή, δεδομένου ότι είναι προγενέστερα της ανακαλύψεως των σφαλμάτων που διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως τούτο προκύπτει από τη σκέψη 73 ανωτέρω.

106

Πέμπτον, ναι μεν είναι αληθές ότι ένα μέλος της ομάδας της Επιτροπής που χειριζόταν τον φάκελο αναζήτησε συστηματικά, κατά τους συμπληρωματικούς ελέγχους της ακρίβειας των στοιχείων του Ιανουαρίου, σφάλματα στα στοιχεία αυτά, πλην όμως το γεγονός αυτό δεν είναι ενδεικτικό καταχρήσεως εξουσίας. Πράγματι, είναι φυσιολογικό, όταν ελέγχεται ένα σύνολο στοιχείων, ο σκοπός που επιδιώκεται να έγκειται στην ανακάλυψη όσο το δυνατόν περισσότερων ανακριβειών, αφήνοντας κατά μέρος τα στοιχεία που φαίνονται ακριβή. Όσον αφορά το επιχείρημα ότι, μετά τον εντοπισμό των σφαλμάτων, η Επιτροπή δεν εκτίμησε τις επιπτώσεις τους, πρέπει να γίνει παραπομπή στη σκέψη 76 ανωτέρω. Τέλος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η σύνταξη της προσβαλλομένης αποφάσεως άρχισε πριν από την εκ μέρους της Επιτροπής αξιολόγηση των επιπτώσεων των σφαλμάτων στην εκτίμησή της, το γεγονός αυτό ομοίως δεν συνιστά ένδειξη υπάρξεως καταχρήσεως εξουσίας. Πράγματι, με δεδομένη την ανάγκη για ταχύτητα που χαρακτηρίζει τη διαδικασία του ελέγχου των συγκεντρώσεων, φαίνεται λογικό να διεξάγει η Επιτροπή ταυτόχρονα διάφορα στάδια της διαδικασίας τα οποία γνωρίζει ότι θα είναι πιθανόν αναγκαία στο πλαίσιο της εξετάσεως μιας πράξεως συγκεντρώσεως.

107

Έκτον, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν απάντησε στην επιστολή της προσφεύγουσας της 6ης Μαρτίου 2006, με την οποία τέθηκε εν αμφιβόλω η ανάγκη των διορθώσεων που ζήτησε η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι άνευ σημασίας, δεδομένου ότι, αφενός, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να απαντήσει στην επιστολή αυτή και, αφετέρου, εν πάση περιπτώσει, η σιωπή της δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποδεικνύει ότι επιδίωκε σκοπούς άλλους από αυτούς τους οποίους επικαλέσθηκε.

108

Έβδομον, τέλος, εφόσον συνήχθη το συμπέρασμα στη σκέψη 73 ανωτέρω ότι τα σφάλματα που διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ανακαλύφθηκαν κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Φεβρουαρίου, το χρονικό διάστημα από το σημείο αυτό μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν φαίνεται να είναι εξαιρετικά μεγάλο σε σχέση με τις προηγούμενες αποφάσεις που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως, δεδομένου επίσης, καταρχάς, του γεγονότος ότι ορισμένα προβλήματα που εντοπίστηκαν στη βάση δεδομένων των αποστολών είχαν επισημανθεί στην προσφεύγουσα από τις 22 Φεβρουαρίου 2006, εν συνεχεία, του μεγέθους της εν λόγω βάσης δεδομένων και, τέλος, του γεγονότος ότι, σε αντίθεση προς τις προηγούμενες αποφάσεις, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε στην ανακρίβεια και όχι στον ελλιπή χαρακτήρα των επίμαχων πληροφοριών.

109

Επομένως, από τα στοιχεία που επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα προκύπτει ότι αυτά αντιστοιχούν είτε σε περιστάσεις που δεν αποδείχθηκαν ή που δεν ασκούν επιρροή είτε σε αστήρικτους ισχυρισμούς για τους οποίους υπάρχει εύλογη εναλλακτική εξήγηση. Υπό τις συνθήκες αυτές, από τα στοιχεία αυτά, ακόμη και αν θεωρηθούν συνολικά, δεν μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη καταχρήσεως εξουσίας.

110

Πρέπει ως εκ περισσού να τονιστεί ότι, για να ολοκληρώσει την εξέταση του υπό κρίση λόγου, το Πρωτοδικείο ζήτησε από την Επιτροπή να του προσκομίσει αποδείξεις για το ότι είχε πράγματι χρησιμοποιήσει τα στοιχεία του Μαρτίου. Τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν σε απάντηση προς το αίτημα αυτό αποδεικνύουν ότι τα εν λόγω στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν πράγματι στο πλαίσιο της εξετάσεως της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως, ιδίως για την εκ νέου κατάρτιση της οικονομετρικής μελέτης, για να αξιολογηθούν οι τιμές και για να αναλυθούν οι αποστάσεις παραδόσεως. Συνεπώς, τα στοιχεία αυτά τείνουν να ενισχύσουν το συμπέρασμα που εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη.

111

Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση και, συνεπώς, να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως.

Επί του τετάρτου λόγου που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

Επιχειρήματα των διαδίκων

112

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η επιστολή της 12ης Ιανουαρίου 2006, με την οποία η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι οι πληροφορίες που ζητήθηκαν με την από απόφασή της είχαν πλήρως κοινοποιηθεί, σε συνδυασμό με τη συμπεριφορά της Επιτροπής, της δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη η οποία διαψεύσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

113

Υποστηρίζει, έτσι, ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, ανακάλεσε την από 12 Ιανουαρίου 2006 επιστολή της, καθόσον αντικατέστησε την αξιολόγηση που περιέχει η επιστολή αυτή με ένα νέο συμπέρασμα σχετικά με την ανακρίβεια των στοιχείων του Ιανουαρίου. Ωστόσο, η εν λόγω επιστολή, στον βαθμό που, κατά την προσφεύγουσα, αφενός, εστάλη δυνάμει των εξουσιών που έχουν απονεμηθεί στην Επιτροπή και, αφετέρου, περιείχε διαβεβαιώσεις για το ότι η Επιτροπή θεωρούσε τα στοιχεία του Ιανουαρίου πλήρη και ακριβή, αποτελεί νομική πράξη που της παρέχει δικαιώματα. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη το ότι η προσφεύγουσα έδειξε εμπιστοσύνη στη νομιμότητά της, τοσούτω μάλλον που η εν λόγω επιστολή δεν ανέφερε ότι το περιεχόμενό της τελούσε υπό αίρεση ή εξαρτιόταν από πιο εμπεριστατωμένη εξέταση.

114

Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, παρά τη δυνατότητα της Επιτροπής να μεταβάλει τη θέση της μετά την κοινοποίηση λεπτομερέστερων πληροφοριών και παρά το δικαίωμά της να αντιδράσει σε όλα τα είδη των αποδεικτικών στοιχείων, η Επιτροπή δεν μπορούσε πλέον, σύμφωνα με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, να μεταβάλει τη θέση της για να ζητήσει τον έλεγχο ή την κοινοποίηση λεπτομερέστερης μορφής των επίμαχων πληροφοριών, εκτός αν αποδείκνυε ότι τα μέτρα που ζήτησε ήταν προσήκοντα σε σχέση με τα νέα στοιχεία που διέθετε. Εν προκειμένω, όμως, δεν έγινε επίκληση καμιάς ουσιώδους τροποποιήσεως.

115

Δεύτερον, όσον αφορά τη συμπεριφορά της Επιτροπής, γενική και σταθερή πρακτική της είναι να επισημαίνει ταχέως όλες τις ελλιπείς πληροφορίες. Στη συγκεκριμένη, όμως, περίπτωση, η Επιτροπή δεν διαμαρτυρήθηκε, επί δύο σχεδόν μήνες, για την ανακρίβεια των πληροφοριών που παρασχέθηκαν και απευθύνθηκε στην προσφεύγουσα μόνον αφού η έρευνα έλαβε νέα κατεύθυνση.

116

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλείται τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά την ακρίβεια των στοιχείων του Ιανουαρίου, καθόσον η επιστολή της 12ης Ιανουαρίου 2006 δεν περιείχε συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες, προηγούμενες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις σχετικά με το θέμα αυτό και καθόσον η επιστολή αυτή δεν μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να θεωρηθεί ότι παρέχει στον παραλήπτη της οριστικά δικαιώματα.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

117

Κατά τη νομολογία, το δικαίωμα για προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει τη συνδρομή τριών προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί από την κοινοτική διοίκηση στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία σ’ αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους ισχύοντες κανόνες (απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Φεβρουαρίου 2006, T-282/02, Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-319, σκέψη 77 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

118

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη την οποία επικαλείται στηρίζεται, αφενός, στην επιστολή της 12ης Ιανουαρίου 2006 και, αφετέρου, στη συμπεριφορά της Επιτροπής. Ωστόσο, καταρχάς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προαναφερθείσα επιστολή περιείχε διαβεβαιώσεις σχετικές με το ότι η Επιτροπή θεωρούσε ότι τα στοιχεία του Ιανουαρίου ήσαν κατ’ ουσίαν ακριβή, τέτοιες διαβεβαιώσεις δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία στην προσφεύγουσα για το ότι η Επιτροπή δεν θα μετέβαλλε την εκτίμησή της.

119

Συγκεκριμένα, από τις σκέψεις 29, 30, 31 και 33 ανωτέρω, προκύπτει ότι, προς το συμφέρον του αποτελεσματικού ελέγχου των πράξεων συγκεντρώσεως βάσει του κανονισμού 139/2004 και εν όψει της υποχρεώσεως της Επιτροπής να εξετάζει, με μεγάλη προσοχή, τις συνέπειες της επίμαχης πράξεως σε όλες τις δυνητικά επηρεαζόμενες αγορές, η Επιτροπή πρέπει να διατηρεί τη δυνατότητα να ζητεί τη διόρθωση των κατ’ ουσίαν ανακριβών πληροφοριών που της έχουν κοινοποιήσει τα μέρη και οι οποίες είναι αναγκαίες για την εξέτασή της, οι δε λόγοι που την οδήγησαν να ελέγξει εκ νέου την ακρίβειά τους δεν ασκούν συναφώς επιρροή.

120

Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 68 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν είναι δυνατό να υποχρεούται να ελέγχει άμεσα και λεπτομερώς την ακρίβεια όλων των πληροφοριών που της διαβίβασαν τα μέρη της συγκεντρώσεως, καθόσον αυτά είναι σε καλύτερη θέση για να βεβαιώνονται για την αξιοπιστία των πληροφοριών που παρέχουν και οφείλουν εξάλλου να παρέχουν πλήρεις και ακριβείς πληροφορίες. Συγκεκριμένα, υπό τις συνθήκες αυτές, αφενός, οι έλεγχοι που διενεργούνται από την Επιτροπή μετά την παραλαβή ορισμένων πληροφοριών δεν μπορούν οπωσδήποτε να αποκαλύψουν όλες τις ουσιώδεις ανακρίβειες που μπορούν να επηρεάσουν τις πληροφορίες αυτές. Αφετέρου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνη για να αποφύγει τις συνέπειες της παραβάσεως της υποχρεώσεως παροχής πλήρων και ακριβών πληροφοριών, με μοναδικό αιτιολογικό ότι η παράβαση αυτή δεν διαπιστώθηκε από την Επιτροπή κατά τη διενέργεια των ανωτέρω ελέγχων.

121

Δεύτερον, σχετικά με την πρακτική της Επιτροπής που επικαλείται η προσφεύγουσα, πρέπει εκ προοιμίου να παρατηρηθεί ότι, στον βαθμό που η προσφεύγουσα διαμαρτύρεται για το κατ’ αυτήν ασύνηθες χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της ανακαλύψεως των σφαλμάτων που διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και της επισημάνσεώς τους στην προσφεύγουσα, το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στην παραδοχή ότι τα σφάλματα αυτά είχαν εντοπιστεί ήδη από τους πρώτους ελέγχους που διενεργήθηκαν κατά το πρώτο εξάμηνο του Ιανουαρίου. Ωστόσο, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 73 ανωτέρω, ότι τούτο δεν ίσχυε, η παραδοχή αυτή είναι εκ των πραγμάτων εσφαλμένη.

122

Επιπλέον, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή αντέδρασε κατά το παρελθόν στην κοινοποίηση πληροφοριών εντός ολίγων ημερών δεν συνιστά αρκούντως συγκεκριμένη διαβεβαίωση για το ότι η Επιτροπή δεν θα απαντήσει σε μελλοντική κοινοποίηση πληροφοριών αφού παρέλθει μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

123

Τέλος, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, δεδομένου ότι οι προηγούμενες αποφάσεις, που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως αφορούσαν τον πλήρη χαρακτήρα των κοινοποιηθεισών πληροφοριών, της σχετικής με αυτές πρακτικής δεν μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να γίνει επίκληση όσον αφορά απόφαση περί της ακριβείας των πληροφοριών, όπως η προσβαλλόμενη απόφαση, και η πρακτική αυτή δεν μπορούσε συνεπώς να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

124

Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο τέταρτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

Επί των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και διεξαγωγής των αποδείξεων

125

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο να υποχρεώσει την Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα από τα εσωτερικά της έγγραφα, που αφορούν ειδικότερα την αλληλογραφία με τη συμβουλευτική επιτροπή, το σχέδιο εγκρίσεως, την οικονομετρική μελέτη, τη χρήση των πληροφοριών που παρέσχε η προσφεύγουσα, την πληρότητα και την ακρίβειά τους, καθώς και τους ελέγχους που διενήργησε η Επιτροπή για το θέμα αυτό και τους λόγους που την οδήγησαν να ζητήσει παράταση της προθεσμίας εξετάσεως στις 3 Μαρτίου 2006.

126

Το Πρωτοδικείο ζήτησε από την Επιτροπή την προσκόμιση ορισμένων εγγράφων που σχετίζονται με τη διεξαγωγή και τις συνέπειες της συνεδριάσεως της συμβουλευτικής επιτροπής της 22ας Φεβρουαρίου 2006 και τη χρήση των στοιχείων του Μαρτίου. Στο μέτρο που το Πρωτοδικείο μπόρεσε να εξετάσει όλους τους λόγους που προέβαλε η προσφεύγουσα σχετικά με τη βασιμότητα των στοιχείων αυτών και των λοιπών εγγράφων που τέθηκαν στη δικογραφία και δεδομένου ότι, κατά την ενώπιον του κοινοτικού δικαστή διαδικασία, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής δεν γνωστοποιούνται στους προσφεύγοντες παρά μόνον αν το απαιτούν οι εξαιρετικές περιστάσεις της υποθέσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της , T-9/99, HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-1487, σκέψη 40), το αίτημα που υπέβαλε η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

127

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

128

Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει την Omya AG στα δικαστικά έξοδα.

 

Pelikánová

Jürimäe

Soldevila Fragoso

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Φεβρουαρίου 2009.

(υπογραφές)

Πίνακας περιεχομένων

 

Ιστορικό της διαφοράς

 

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

 

Σκεπτικό

 

Επί του παραδεκτού του αιτήματος που αφορά τις συνέπειες της ενδεχομένης ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

 

Επί του πρώτου λόγου που αντλείται από παράβαση του άρθρου 11 του κανονισμού 139/2004

 

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με την έννοια της αναγκαιότητας των πληροφοριών και της διόρθωσής τους

 

— Επιχειρήματα των διαδίκων

 

— Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από το ότι οι πληροφορίες των οποίων ζητήθηκε η διόρθωση δεν ήσαν αναγκαίες

 

— Επιχειρήματα των διαδίκων

 

— Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από το ότι τα στοιχεία του Ιανουαρίου ήσαν κατ’ ουσίαν ακριβή

 

— Επιχειρήματα των διαδίκων

 

— Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

Επί του δευτέρου λόγου που αντλείται από το ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της εύλογης προθεσμίας

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

Επί του τρίτου λόγου που αντλείται από κατάχρηση εξουσίας

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

Επί του τετάρτου λόγου που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

Επί των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και διεξαγωγής των αποδείξεων

 

Επί των δικαστικών εξόδων


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.