ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 22ας Απριλίου 2016 ( *1 )

«Κρατικές ενισχύσεις — Οδηγία 92/81/ΕΟΚ — Ειδικοί φόροι κατανάλωσης επί πετρελαιοειδών — Πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας — Απαλλαγή από τον φόρο — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Ασφάλεια δικαίου — Εύλογη προθεσμία»

Στην υπόθεση T‑56/06 RENV II,

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues, D. Colas και R. Coesme,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους V. Di Bucci, N. Khan, G. Conte, D. Grespan και την K. Walkerová,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως του άρθρου 5 της αποφάσεως 2006/323/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία, η οποία εφαρμόζεται αντίστοιχα από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία (ΕΕ 2006, L 119, σ. 12), κατά το μέρος που με την απόφαση αυτή επιβάλλεται στη Γαλλική Δημοκρατία η υποχρέωση να ανακτήσει τη μη συμβατή με την κοινή αγορά ενίσχυση που χορήγησε από τις 3 Φεβρουαρίου 2002 έως τις 31 Δεκεμβρίου2003, βάσει απαλλαγής από τον ειδικό φόρο καταναλώσεως των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην Gardanne (Γαλλία),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τον H. Kanninen, πρόεδρο, την I. Pelikánová (εισηγήτρια), τους E. Buttigieg, S. Gervasoni και L. Madise, δικαστές,

γραμματέας: S. Bukšek Tomac, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Μαρτίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

Η επίμαχη απαλλαγή

1

Η αλουμίνα (ή οξείδιο του αργιλίου) αποτελεί λευκή σκόνη που χρησιμοποιείται κυρίως στα χυτήρια για παραγωγή αλουμινίου. Η αλουμίνα παράγεται από μετάλλευμα βωξίτη με διαδικασία εξευγενισμού, της οποίας η τελευταία φάση συνίσταται σε πυράκτωση. Περισσότερο από το 90 % της πυρακτωμένης αλουμίνας χρησιμοποιείται στην τήξη του αλουμινίου. Το υπόλοιπο υφίσταται περαιτέρω επεξεργασία και χρησιμοποιείται σε χημικές εφαρμογές. Υπάρχουν δύο χωριστές αγορές προϊόντων, ήτοι εκείνη της αλουμίνας για μεταλλουργικές χρήσεις και εκείνη της αλουμίνας για χημικές χρήσεις. Τα πετρελαιοειδή μπορούν να χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας.

2

Υπάρχει μόνον ένας παραγωγός αλουμίνας στην Ιρλανδία, ένας στην Ιταλία και ένας στη Γαλλία. Στη Γαλλία πρόκειται για την Alcan Inc., η οποία είναι εγκατεστημένη στην Gardanne. Παραγωγοί αλουμίνας υπάρχουν επίσης στη Γερμανία, στην Ισπανία, στην Ελλάδα, στην Ουγγαρία και στο Ηνωμένο Βασίλειο.

3

Από το 1997, η Γαλλική Δημοκρατία απαλλάσσει από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης τα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αλουμίνας στην Gardanne (στο εξής: επίμαχη απαλλαγή). Η επίμαχη απαλλαγή εισήχθη στο γαλλικό δίκαιο με το άρθρο 6 του loi αριθ. 97‑1239, της 29ης Δεκεμβρίου 1997, portant loi de finances rectificative pour 1997 (τροποποιητικού νόμου περί δημοσίων οικονομικών για το έτος 1997) (JORF της 30ής Δεκεμβρίου 1997, σ. 19101).

4

Η εφαρμογή της ισχύουσας στη Γαλλία απαλλαγής όσον αφορά την Gardanne επιτράπηκε, έως τις 31 Δεκεμβρίου 1998, με την απόφαση 97/425/ΕΚ του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997, για την εξουσιοδότηση των κρατών μελών να εφαρμόσουν και να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή, όταν χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς, τους ισχύοντες μειωμένους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης ή τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην οδηγία 92/81/ΕΟΚ (ΕΕ L 182, σ. 22). Εν συνεχεία, η ισχύς της απαλλαγής παρατάθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως τις 31 Δεκεμβρίου 1999 με την απόφαση 1999/255/ΕΚ, της 30ής Μαρτίου 1999, για την εξουσιοδότηση, σύμφωνα με την οδηγία 92/81/ΕΟΚ, ορισμένων κρατών μελών να εφαρμόσουν και να συνεχίσουν να εφαρμόζουν μειωμένους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης ή απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, σε ορισμένα πετρελαιοειδή, και για την τροποποίηση της απόφασης 97/425 (ΕΕ L 99, σ. 26). Η ισχύς της απαλλαγής παρατάθηκε εκ νέου από το Συμβούλιο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000 με την απόφασή του 1999/880/ΕΚ, της 17ης Δεκεμβρίου 1999, για την εξουσιοδότηση των κρατών μελών να εφαρμόσουν και να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή, όταν χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς, τους ισχύοντες μειωμένους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης ή τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην οδηγία 92/81/ΕΟΚ (ΕΕ L 331, σ. 73).

5

Με την απόφαση 2001/224/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, σχετικά με τους μειωμένους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης και τις απαλλαγές από τους φόρους αυτούς, όσον αφορά ορισμένα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για ειδικούς σκοπούς (ΕΕ L 84, σ. 23), η οποία είναι η τελευταία με αντικείμενο την επίμαχη απαλλαγή, η ισχύς της απαλλαγής αυτής παρατάθηκε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 5 αυτής, η εν λόγω απόφαση «δεν προδικάζει την έκβαση διαδικασιών οι οποίες αφορούν τις στρεβλώσεις της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς και ενδέχεται να κινηθούν ιδίως βάσει των άρθρων 87 [ΕΚ] και 88 [ΕΚ]» και «δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από την υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 88 [ΕΚ], τις τυχόν χορηγούμενες κρατικές ενισχύσεις».

Διοικητική διαδικασία

6

Με έγγραφο της 2ας Ιουνίου 1998, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζήτησε από τις γαλλικές αρχές πληροφορίες προκειμένου να εξακριβώσει εάν η επίμαχη απαλλαγή ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ. Αφού ζήτησε, στις 10 Ιουλίου 1998, παράταση της προθεσμίας απαντήσεως, παράταση η οποία δόθηκε στις 24 Ιουλίου 1998, η Γαλλική Δημοκρατία απάντησε με έγγραφο της 7ης Αυγούστου 1998.

7

Με έγγραφο της 17ης Ιουλίου 2000, η Επιτροπή ζήτησε από τη Γαλλική Δημοκρατία να της κοινοποιήσει την επίμαχη απαλλαγή. Με έγγραφο της 4ης Σεπτεμβρίου 2000, οι γαλλικές αρχές απάντησαν ότι, κατά την κρίση τους, η επίμαχη απαλλαγή δεν συνιστά κρατική ενίσχυση και, ως εκ τούτου, δεν απαιτούνταν να κοινοποιηθεί. Με έγγραφο της 27ης Σεπτεμβρίου 2000, η Επιτροπή ζήτησε από τη Γαλλική Δημοκρατία συμπληρωματικές πληροφορίες. Κατόπιν της από 20 Νοεμβρίου 2000 υπομνήσεως της Επιτροπής, οι γαλλικές αρχές απάντησαν στις 8 Δεκεμβρίου 2000.

8

Με την απόφαση C(2001) 3295 της 30ής Οκτωβρίου 2001, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ ως προς την επίμαχη απαλλαγή (στο εξής: επίσημη διαδικασία εξετάσεως). Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στη Γαλλική Δημοκρατία με έγγραφο της 5ης Νοεμβρίου 2001 και δημοσιεύθηκε, στις 2 Φεβρουαρίου 2002, στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ C 30, σ. 21).

9

Με έγγραφα της 26ης, της 28ης Φεβρουαρίου και της 1ης Μαρτίου 2002, περιήλθαν στην Επιτροπή παρατηρήσεις της Aughinish Alumina Ltd, της Eurallumina SpA, της Alcan και του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Αλουμινίου. Οι παρατηρήσεις αυτές κοινοποιήθηκαν στη Γαλλική Δημοκρατία με έγγραφο της 26ης Μαρτίου 2002.

10

Αφού ζήτησε παράταση της προθεσμίας για την αποστολή της απαντήσεώς της με έγγραφο της 21ης Νοεμβρίου 2001, η οποία παράταση δόθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2001, η Γαλλική Δημοκρατία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της με έγγραφο της 12ης Φεβρουαρίου 2002.

Η απόφαση αλουμίνα I

11

Στις 7 Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2006/323/ΕΚ, σχετικά με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία, η οποία εφαρμόζεται αντίστοιχα από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία (ΕΕ 2006, L 119, σ. 12, στο εξής: απόφαση αλουμίνα I).

12

Η απόφαση αλουμίνα I αφορά το διάστημα πριν την 1η Ιανουαρίου 2004, ημερομηνία ενάρξεως εφαρμογής της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ L 283, σ. 51), με την οποία καταργήθηκαν, από τις 31 Δεκεμβρίου 2003 (αιτιολογική σκέψη 57), η οδηγία 92/81/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή (ΕΕ L 316, σ. 12), και της οδηγίας 92/82/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή (ΕΕ L 316, σ. 19). Ωστόσο, σύμφωνα με την απόφαση αλουμίνα I, η επίσημη διαδικασία εξετάσεως καλύπτει και το διάστημα μετά την 31η Δεκεμβρίου 2003 (αιτιολογική σκέψη 92).

13

Το διατακτικό της αποφάσεως αλουμίνα I έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Οι απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης που χορηγήθηκαν από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία για τα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγή αλουμίνας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2003, συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, [ΕΚ].

Άρθρο 2

Οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από την 17η Ιουλίου 1990 έως την 2α Φεβρουαρίου 2002, στο μέτρο που δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, δεν πρέπει να ανακτηθούν καθώς αυτό θα αντέκειτο προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

Άρθρο 3

Οι ενισχύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 και οι οποίες χορηγήθηκαν από την 3η Φεβρουαρίου 2002 έως την 31η Δεκεμβρίου 2003, συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, [ΕΚ] εφόσον οι δικαιούχοι καταβάλουν συντελεστή τουλάχιστον 13,01 ευρώ ανά 1000 kg βαρέος μαζούτ.

Άρθρο 4

Η ενίσχυση […] η οποία χορηγήθηκε από την 3η Φεβρουαρίου 2002 έως την 31η Δεκεμβρίου 2003, δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, [ΕΚ] εφόσον οι δικαιούχοι δεν έχουν καταβάλει συντελεστή 13,01 ευρώ ανά 1000 kg βαρέος μαζούτ.

Άρθρο 5

1.   Η Γαλλία, η Ιρλανδία και η Ιταλία πρέπει να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να ανακτήσουν από τους δικαιούχους τη μη συμβιβάσιμη ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 4.

[…]

5.   Η Γαλλία, η Ιρλανδία και η Ιταλία δίνουν εντολή στους δικαιούχους των μη συμβιβάσιμων ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 4 να επιστρέψουν, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της παρούσας απόφασης, τις ενισχύσεις που τους χορηγήθηκαν παράνομα προσαυξημένες με τους τόκους.»

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

14

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Φεβρουαρίου 2006, η Γαλλική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑56/06.

15

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991 και κατόπιν προτάσεως του δεύτερου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, αφού άκουσε τους διαδίκους σύμφωνα με το άρθρο 51 του εν λόγω Κανονισμού, να παραπέμψει την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

16

Με διάταξη της 24ης Μαΐου 2007, ο πρόεδρος του δευτέρου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, αφού άκουσε τους διαδίκους, αποφάσισε τη συνεκδίκαση της υπόθεσης T‑56/06 και των υποθέσεων T‑50/06, T‑60/06, T‑62/06 και T‑69/06 (στο εξής: υποθέσεις αλουμίνα I) προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

17

Με απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Ιρλανδία κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑50/06, T‑56/06, T‑60/06, T‑62/06 και T‑69/06, EU:T:2007:383), το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων αλουμίνα I προς έκδοση κοινής αποφάσεως, ακύρωσε την απόφαση αλουμίνα I και, στην υπόθεση T‑62/06, απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά.

18

Με δικόγραφο της 26ης Φεβρουαρίου 2008, η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

19

Με απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (C‑89/08 P, Συλλογή, EU:C:2009:742), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση Ιρλανδία κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 17 ανωτέρω (EU:T:2007:383), κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο είχε ακυρώσει την απόφαση αλουμίνα I, είχε αναπέμψει τις υποθέσεις αλουμίνα I ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και είχε επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

20

Κατόπιν της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 19 ανωτέρω (EU:C:2009:742), και σύμφωνα με το άρθρο 118, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, οι υποθέσεις αλουμίνα I ανατέθηκαν στο δεύτερο πενταμελές τμήμα, με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2009.

21

Η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή υπέβαλαν, σύμφωνα με το άρθρο 119, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, υπομνήματα με τις έγγραφες παρατηρήσεις τους στις 16 Φεβρουαρίου 2010 και στις 28 Απριλίου 2010, αντιστοίχως. Με το υπόμνημά της έγγραφων παρατηρήσεων, η Γαλλική Δημοκρατία δήλωσε ότι, κατόπιν της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 19 ανωτέρω (EU:C:2009:742), αποσύρει τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως στον οποίον στηρίζεται η προσφυγή, σχετικά με παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

22

Με διάταξη του προέδρου του δευτέρου πενταμελούς τμήματος της 1ης Μαρτίου 2010, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων αλουμίνα I προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως. Με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2010, οι υποθέσεις αλουμίνα I ανατέθηκαν στο τέταρτο πενταμελές τμήμα.

23

Με απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012, Ιρλανδία κατά Επιτροπής (T‑50/06 RENV, T‑56/06 RENV, T‑60/06 RENV, T‑62/06 RENV και T‑69/06 RENV, Συλλογή, EU:T:2012:134), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση αλουμίνα I, κατά το μέρος που η απόφαση αυτή διαπίστωνε ή στηριζόταν στη διαπίστωση ότι οι απαλλαγές από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας, οι οποίες χορηγήθηκαν από τη Γαλλική Δημοκρατία, από την Ιρλανδία και από την Ιταλική Δημοκρατία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003 (στο εξής: απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης), συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, και κατά το μέρος που με την απόφαση αυτή εντέλλονταν η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιρλανδία και η Ιταλική Δημοκρατία να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προς ανάκτηση των εν λόγω απαλλαγών από τους δικαιούχους τους, εφόσον οι τελευταίοι δεν είχαν καταβάλει ειδικό φόρο κατανάλωσης τουλάχιστον 13,01 ευρώ ανά 1000 kg βαρέος μαζούτ.

24

Με δικόγραφο της 1ης Ιουνίου 2012, η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής του Γενικού Δικαστηρίου.

25

Με απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (C‑272/12 P, Συλλογή, EU:C:2013:812), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση Ιρλανδία κατά Επιτροπής, σκέψη 23 ανωτέρω (EU:T:2012:134), ανέπεμψε τις υποθέσεις αλουμίνα I ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

26

Κατόπιν της αποφάσεως Ιρλανδία κατά Επιτροπής κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812), οι υποθέσεις αλουμίνα I ανατέθηκαν στο πρώτο τμήμα με αποφάσεις του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Ιανουαρίου και της 10ης Μαρτίου 2014.

27

Η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή υπέβαλαν, σύμφωνα με το άρθρο 119, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, υπομνήματα με τις έγγραφες παρατηρήσεις τους στις 20 Φεβρουαρίου 2014 και στις 8 Απριλίου 2014, αντιστοίχως. Με το υπόμνημά της έγγραφων παρατηρήσεων, η Γαλλική Δημοκρατία δήλωσε ότι, κατόπιν της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812), αποσύρει τον πρώτο λόγο ακυρώσεως στο οποίον στηρίζεται η προσφυγή, σχετικά με παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, όσον αφορά την έννοια της κρατικής ενισχύσεως, και ότι περιορίζει τα αιτήματα της εν λόγω προσφυγής στην ακύρωση του άρθρου 5 της αποφάσεως αλουμίνα I, κατά το μέρος που της επιβάλλεται η υποχρέωση να ανακτήσει τη μη συμβατή με την κοινή αγορά κρατική ενίσχυση που χορήγησε από τις 3 Φεβρουαρίου 2002 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2003, βάσει της επίμαχης απαλλαγής (στο εξής: επίμαχη ενίσχυση), καθώς και στην καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα. Η Επιτροπή το έλαβε αυτό υπόψη της στις έγγραφες παρατηρήσεις της.

28

Με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2014, οι υποθέσεις αλουμίνα I ανατέθηκαν στο πρώτο πενταμελές τμήμα, σύμφωνα με το άρθρο 118, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

29

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

30

Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά τη συνεδρίαση της 6ης Μαρτίου 2015.

31

Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει το άρθρο 5 της αποφάσεως αλουμίνα I, κατά το μέρος που επιβάλλεται ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση),

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

32

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή,

να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

33

Προς στήριξη της προσφυγής της, η Γαλλική Δημοκρατία προβάλλει έναν μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντιστοιχεί στον τρίτο λόγο ακυρώσεως που είχε προβληθεί με την προσφυγή και σύμφωνα με τον οποίον η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κατά παράβαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας.

34

Προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως σχετικά με παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, η Γαλλική Δημοκρατία επικαλείται τις αιτιολογικές σκέψεις 98 και 99 της αποφάσεως αλουμίνα I, με τις οποίες η Επιτροπή δέχεται ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, λόγω των οποίων δεν είναι δυνατή, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), και κατά πάγια νομολογία, η ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως.

35

Δεύτερον, επικαλείται την απόφαση 2001/224, με την οποία της επιτράπηκε να συνεχίσει να εφαρμόζει την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, καθώς και το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96, με την οποία επικυρώθηκε η τελευταία αυτή απόφαση, υποστηρίζοντας ότι, βάσει αυτών, η Επιτροπή δεν μπορούσε να θεωρήσει ότι, με τη δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα στις 2 Φεβρουαρίου 2002, έπαυσε η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του δικαιούχου της επίμαχης ενισχύσεως, ήτοι της Alcan, όσον αφορά τη νομιμότητα της ενισχύσεως αυτής.

36

Τρίτον, η Γαλλική Δημοκρατία προβάλλει ότι η Alcan σχημάτισε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης ενισχύσεως, λόγω της καθυστερήσεως με την οποία η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση αλουμίνα I, η οποία εκδόθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2005, ενώ η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως είχε δημοσιευθεί και οι τελευταίες παρατηρήσεις των διαδίκων είχαν περιέλθει σε αυτήν τον Φεβρουάριο του 2002, παρά το γεγονός ότι υποχρεούται, βάσει των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, να μην καθυστερεί επ’ αόριστον την άσκηση των εξουσιών της στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

37

Τέταρτον, θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να δικαιολογήσει την σχεδόν τετραετή αυτή καθυστέρηση της διαδικασίας εξετάσεως επικαλούμενη την πολυπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς η Επιτροπή δεν διευκρίνισε για ποιο λόγο ήταν τόσο δυσχερής η εξέταση της συμβατότητας των απαλλαγών από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης με το άρθρο 87 ΕΚ και, ειδικότερα, με τα κοινοτικά πλαίσια σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος του 1994 και του 2001, δεδομένου μάλιστα ότι η Επιτροπή γνώριζε από μακρού για τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης.

38

Πέμπτον, η Γαλλική Δημοκρατία επικαλείται τη νομολογία με την οποία καθιερώθηκε η δυνατότητα του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εξετάσει εάν η διάρκεια της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως της Επιτροπής είναι εύλογη, ακόμη και μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού 659/1999. Κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί το άρθρο 15 του κανονισμού 659/1999, με το οποίο ορίζεται δεκαετής προθεσμία παραγραφής για την ανάκτηση της ενισχύσεως, υπό την έννοια ότι επιτρέπει στην Επιτροπή να προβαίνει σε εξέταση της συμβατότητας της ενισχύσεως εντός της προθεσμίας αυτής, διότι μια τέτοια ερμηνεία θα καθιστούσε άνευ σημασίας την ενδεικτική προθεσμία εξετάσεως, διάρκειας 18 μηνών, η οποία ρητώς προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο 15 του ίδιου κανονισμού.

39

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο παρών λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος.

40

Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως, εφόσον τούτο αντιβαίνει σε γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης.

41

Εν προκειμένω, η Γαλλική Δημοκρατία φρονεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας.

42

Συναφώς, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, θεμελιώδης αρχή του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1999, Atlanta κατά Ευρωπαϊκής Κοινότητας, C‑104/97 P, Συλλογή, EU:C:1999:498, σκέψη 52), επιτρέπει σε κάθε επιχειρηματία στον οποίο ένα θεσμικό όργανο δημιούργησε βάσιμη προσδοκία να την επικαλεστεί [αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 1987, Van den Bergh en Jurgens και Van Dijk Food Products (Lopik) κατά ΕΚE, 265/85, Συλλογή, EU:C:1987:121, σκέψη 44, της 24ης Μαρτίου 2011, ISD Polska κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑369/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:175, σκέψη 123, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Producteurs de légumes de France κατά Επιτροπής,T‑328/09, EU:T:2012:498, σκέψη 18]. Ωστόσο, όταν ένας συνετός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση, από τα θεσμικά όργανα, μέτρου δυνάμενου να θίξει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την εν λόγω αρχή, άπαξ το μέτρο αυτό θεσπιστεί (βλ. αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 1978, Lührs, 78/77, Συλλογή, EU:C:1978:20, σκέψη 6, και της 25ης Μαρτίου 2009, Alcoa Transformazioni κατά Επιτροπής, T‑332/06, EU:T:2009:79, σκέψη 102). Το δικαίωμα επικλήσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει τη συνδρομή τριών σωρευτικών προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί από το θεσμικό όργανο στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία σ’ αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι δοθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους εφαρμοστέους κανόνες (βλ. απόφαση Producteurs de légumes de France κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, EU:T:2012:498, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43

Εν συνεχεία, όσον αφορά, ειδικότερα, την εφαρμογή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στο ζήτημα των κρατικών ενισχύσεων, υπενθυμίζεται ότι κράτος μέλος του οποίου οι αρχές χορήγησαν ενίσχυση κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 88 ΕΚ δύναται να επικαλεστεί τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της δικαιούχου επιχειρήσεως, προκειμένου να αμφισβητήσει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης το κύρος αποφάσεως της Επιτροπής διατάσσουσας την ανάκτηση της ενισχύσεως, αλλά όχι προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση να λάβει τα κατάλληλα για την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής μέτρα (βλ. απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1997, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑169/95, Συλλογή, EU:C:1997:10, σκέψεις 48 και 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Από τη νομολογία προκύπτει ακόμη ότι, δεδομένης της θεμελιώδους σημασίας που έχει η υποχρέωση κοινοποιήσεως, με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων τον οποίο οφείλει να διενεργεί η Επιτροπή, οι δικαιούχοι της ενισχύσεως μπορούν να έχουν, καταρχήν, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα της ενισχύσεως μόνον εφόσον αυτή έχει χορηγηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ, ο δε επιμελής επιχειρηματίας είναι, υπό κανονικές συνθήκες, σε θέση να βεβαιωθεί ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή. Ειδικότερα, όταν η ενίσχυση τίθεται σε εφαρμογή χωρίς προηγουμένη κοινοποίηση στην Επιτροπή, με συνέπεια να είναι παράνομη κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, τότε ο δικαιούχος της ενισχύσεως δεν μπορεί να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη νομιμότητα της χορηγήσεως της ενισχύσεως αυτής (βλ., συναφώς, απόφαση Producteurs de légumes de France κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω, EU:T:2012:498, σκέψεις 20 και 21 και παρατιθέμενη νομολογία), εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑5/89, Συλλογή, EU:C:1990:320, σκέψη 16· βλ., επίσης, απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑298/00 P, Συλλογή, EU:C:2004:240, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2009, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑427/04 και T‑17/05, Συλλογή, EU:T:2009:474, σκέψη 263).

44

Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι η τήρηση εύλογης προθεσμίας κατά τη διεξαγωγή μιας διοικητικής διαδικασίας συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2003, Regione Siciliana κατά Επιτροπής, T‑190/00, Συλλογή, EU:T:2003:316, σκέψη 136). Εξάλλου, η θεμελιώδης επιταγή της ασφαλείας δικαίου, η οποία υποχρεώνει την Επιτροπή να μην καθυστερεί επ’ αόριστον την άσκηση των εξουσιών της, συνεπάγεται ότι ο δικαστής εξετάζει εάν από τη διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας προκύπτει ότι το θεσμικό όργανο αυτό ενήργησε με υπερβολική καθυστέρηση (αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, C‑74/00 P και C‑75/00 P, Συλλογή, EU:C:2002:524, σκέψεις 140 και 141, και της 14ης Ιανουαρίου 2004, Fleuren Compost κατά Επιτροπής, T‑109/01, Συλλογή, EU:T:2004:4, σκέψεις 145 έως 147).

45

Η καθυστέρηση της Επιτροπής να αποφασίσει ότι μια ενίσχυση είναι παράνομη και ότι πρέπει να καταργηθεί και να ανακτηθεί από κράτος μέλος μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, να δημιουργήσει στους αποδέκτες της εν λόγω ενισχύσεως δικαιολογημένη εμπιστοσύνη βάσει της οποίας η Επιτροπή δεν θα έπρεπε να υποχρεώσει το οικείο κράτος μέλος να διατάξει την επιστροφή της ενισχύσεως αυτής (απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1987, RSV κατά Επιτροπής, 223/85, Συλλογή, EU:C:1987:502, σκέψη 17). Ωστόσο, προκειμένου περί κρατικών ενισχύσεων οι οποίες δεν έχουν κοινοποιηθεί, η Επιτροπή μπορεί να θεωρηθεί υπαίτια της καθυστερήσεως αυτής μόνον από τη στιγμή που της γνωστοποιήθηκε η ύπαρξη μη συμβατών με την κοινή αγορά ενισχύσεων (απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 43 ανωτέρω, EU:C:2004:240, σκέψη 91).

46

Το γεγονός ότι ο κανονισμός 659/1999, πέραν της δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής (υπολογιζόμενης από τη χορήγηση της ενισχύσεως), με τη λήξη της οποίας αποκλείεται πλέον η ανάκτηση της ενισχύσεως, δεν προβλέπει, ούτε καν ενδεικτικά, άλλη προθεσμία για την εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση παράνομης ενισχύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από την προθεσμία του άρθρου 7, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού, δεν εμποδίζει τον δικαστή της Ένωσης να ελέγξει εάν το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο δεν τήρησε μια εύλογη προθεσμία ή ότι ενήργησε με υπερβολική καθυστέρηση (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, σχετικά με ενδεικτική προθεσμία, αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2005, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, T‑171/02, Συλλογή, EU:T:2005:219, σκέψη 57, και της Diputación Foral de Álava κ.λπ., T‑230/01 έως T‑232/01 και T‑267/01 έως T‑269/01, EU:T:2009:316, σκέψεις 338 και 339, και Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑30/01 έως T‑32/01 και T‑86/02 έως T‑88/02, Συλλογή, EU:T:2009:314, σκέψεις 259 και 260).

47

Υπενθυμίζεται, τέλος, ότι, κατά τη νομολογία, η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει ότι, εάν η Επιτροπή δημιουργήσει, κατά παράβαση της υποχρεώσεως επιμέλειας που υπέχει, μια διφορούμενη κατάσταση, λόγω παρεισφρήσεως στοιχείων αβεβαιότητας και λόγω ασάφειας της εφαρμοστέας ρυθμίσεως, σε συνδυασμό με παρατεταμένη αδράνειά της, παρά το γεγονός ότι γνώριζε για τις επίμαχες ενισχύσεις, οφείλει να αποσαφηνίσει την κατάσταση αυτή προτού προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια για την ανάκτηση των ενισχύσεων που έχουν ήδη καταβληθεί (βλ., συναφώς, απόφαση της 9ης Ιουλίου 1970, Επιτροπή κατά Γαλλίας, 26/69, Συλλογή, EU:C:1970:67, σκέψεις 28 έως 32).

48

Τα επιχειρήματα των διαδίκων πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των κανόνων που παρατίθενται στις σκέψεις 42 έως 47 ανωτέρω.

49

Η Γαλλική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι ουδέποτε κοινοποίησε την επίμαχη ενίσχυση στην Επιτροπή. Συνεπώς, η ενίσχυση αυτή χορηγήθηκε χωρίς προηγουμένως να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

50

Η Γαλλική Δημοκρατία επικαλείται, εν προκειμένω, τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων λόγω των οποίων η Alcan είχε θεμιτώς σχηματίσει την πεποίθηση περί νομιμότητας της επίμαχης απαλλαγής, συνεπώς και της επίμαχης ενισχύσεως.

51

Ωστόσο, για τους λόγους που παρατίθενται στις σκέψεις 52 έως 86 κατωτέρω, δεν είναι βάσιμη η εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας επίκληση της συνδρομής τέτοιων εξαιρετικών περιστάσεων.

52

Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Γαλλική Δημοκρατία, η δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα αποτελούσε λόγο άρσεως της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που θα μπορούσε να έχει η Alcan όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής, λαμβανομένης υπόψη της διφορούμενης καταστάσεως που είχε προηγουμένως δημιουργηθεί λόγω του περιεχομένου των εγκριτικών αποφάσεων που είχε εκδώσει το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, περιλαμβανομένης της αποφάσεως 2001/224, η οποία ήταν σε ισχύ κατά το διάστημα που αποτελεί αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

53

Με τις σκέψεις 52 και 53 της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812), οι οποίες δεσμεύουν το Γενικό Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 61, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εγκριτικές αποφάσεις του Συμβουλίου εκδόθηκαν κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και ότι αυτή ουδέποτε έκανε χρήση των εξουσιών που διαθέτει, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81 ή των άρθρων 230 ΕΚ και 241 ΕΚ, προκειμένου να επιτύχει την κατάργηση ή τροποποίηση των εγκριτικών αποφάσεων, γεγονός που έπρεπε να ληφθεί υπόψη όσον αφορά την υποχρέωση ανακτήσεως της μη συμβατής με την κοινή αγορά ενισχύσεως, κατ’ εφαρμογήν των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, όπως έπραξε η Επιτροπή, η οποία δεν διέταξε, με την απόφαση αλουμίνα I, την ανάκτηση των ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί έως τις 2 Φεβρουαρίου 2002, ημερομηνία δημοσιεύσεως των αποφάσεων περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ στην Επίσημη Εφημερίδα. Ο λόγος αυτός ήταν αποφασιστικής σημασίας προκειμένου το Δικαστήριο να καταλήξει, με τη σκέψη 54 της αποφάσεως Επιτροπής κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812), στη διαπίστωση ότι οι λόγοι που εκτίθενται στις σκέψεις 39 έως 44 της εν λόγω αποφάσεως δεν μπορούν να θεμελιώσουν νομικά το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι η απόφαση αλουμίνα I θίγει το κύρος των εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου και παραβιάζει υπό την έννοια αυτή την αρχή της ασφάλειας δικαίου και την αρχή του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, καθώς και το στηριζόμενο στους ίδιους λόγους συμπέρασμα ότι στην υπόθεση T‑62/06 RENV η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

54

Βάσει των επιταγών που απορρέουν από τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, η διφορούμενη κατάσταση που δημιουργήθηκε από το περιεχόμενο των εγκριτικών αποφάσεων που εξέδωσε το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής εμπόδιζε μόνον την ανάκτηση της ενισχύσεως που είχε χορηγηθεί βάσει της επίμαχης απαλλαγής έως την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ στην Επίσημη Εφημερίδα. Αντιθέτως, μετά τη δημοσίευση αυτή, η Alcan όφειλε να γνωρίζει ότι, εφόσον η επίμαχη απαλλαγή συνιστά κρατική ενίσχυση, έπρεπε να εγκριθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 88 ΕΚ.

55

Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Γαλλική Δημοκρατία, με τη δημοσιοποίηση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως ήρθη η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που η Alcan μπορούσε προηγουμένως να έχει όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής, λόγω των εγκριτικών αποφάσεων που είχε εκδώσει προηγουμένως το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής.

56

Κατά συνέπεια, ορθώς έλαβε υπόψη της η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 98 της αποφάσεως αλουμίνα I, το γεγονός ότι στην υπό κρίση υπόθεση συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, δεδομένου ότι, με τις προτάσεις της προς το Συμβούλιο, είχε προκαλέσει και διατηρήσει ορισμένη αβεβαιότητα και ότι, στον βαθμό που δεν μπορούσε να διαπιστώσει εάν και πότε οι διάφοροι δικαιούχοι πράγματι ενημερώθηκαν από τα κράτη μέλη για την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο επικλήσεως, από τους δικαιούχους, της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης για το διάστημα έως τις 2 Φεβρουαρίου 2002, όταν δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα οι αποφάσεις της περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, σχετικά με τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, με την επισήμανση ότι, σε κάθε περίπτωση, με την εν λόγω δημοσίευση εξαλείφθηκε κάθε σχετιζόμενη με το περιεχόμενο των εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου αβεβαιότητα όσον αφορά το ότι τα επίμαχα μέτρα, εφόσον συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, έπρεπε να εγκριθούν από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 88 ΕΚ.

57

Η ορθότητα της λύσεως αυτής δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από τα επιχειρήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας.

58

Αφενός, το γεγονός ότι με το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96, σε συνδυασμό με το άρθρο 28, παράγραφος 2, αυτής, επιτράπηκε στη Γαλλική Δημοκρατία να συνεχίσει να εφαρμόζει την επίμαχη απαλλαγή από 1ης Ιανουαρίου 2003 δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την ενδεχόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της Alcan σχετικά με τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής για το διάστημα μεταξύ 3ης Φεβρουαρίου 2002 και 31ης Δεκεμβρίου 2003. Συγκεκριμένα, όταν τέθηκε σε εφαρμογή το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96, δηλαδή την 1η Ιανουαρίου 2003, η Alcan όφειλε να γνωρίζει για την ύπαρξη της εξελισσόμενης επίσημης διαδικασίας εξετάσεως με αντικείμενο την επίμαχη απαλλαγή και ότι, εάν η επίμαχη απαλλαγή αποτελούσε κρατική ενίσχυση, θα έπρεπε να εγκριθεί από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 88 ΕΚ. Η κατάσταση αυτή δεν μεταβλήθηκε με την έκδοση και την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2003/96, στις 27 και 31 Οκτωβρίου 2003 αντιστοίχως, στην αιτιολογική σκέψη 32 της οποίας αναφέρεται ρητώς ότι η οδηγία αυτή «δεν προδικάζει την έκβαση οιασδήποτε μελλοντικής διαδικασίας για κρατικές ενισχύσεις η οποία είναι δυνατόν να κινηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 87 [ΕΚ] και 88 [ΕΚ]» (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω, EU:C:2013:812, σκέψη 51). Επομένως, το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96 δεν θα μπορούσε, μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, να δημιουργήσει στην Alcan δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής έναντι των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

59

Αφετέρου, για τους λόγους που παρατίθενται στις σκέψεις 60 έως 86 κατωτέρω, η καθυστέρηση με την οποία εξέδωσε η Επιτροπή την απόφαση αλουμίνα I δεν συνιστά εξαιρετική περίσταση δυνάμενη να δημιουργήσει στην Alcan δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα της επίμαχης ενισχύσεως.

60

Καταρχάς, πρέπει να εξεταστεί εάν η διάρκεια της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως ήταν, εν προκειμένω, εύλογη.

61

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με την απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω (EU:C:1987:502), την οποία επικαλείται η Γαλλική Δημοκρατία, το Δικαστήριο είχε χαρακτηρίσει μη εύλογο το διάστημα των 26 μηνών που χρειάστηκε η Επιτροπή για να εκδώσει την απόφασή της.

62

Επιπλέον, με το άρθρο 7, παράγραφος 6, του κανονισμού 659/1999, η προθεσμία για την περάτωση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως κοινοποιηθείσας κρατικής ενισχύσεως ορίζεται ενδεικτικά σε 18 μήνες. Η προθεσμία αυτή, μολονότι δεν ισχύει για τις παράνομες ενισχύσεις, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999 (βλ. σκέψη 46 ανωτέρω), αποτελεί χρήσιμη ένδειξη για την εκτίμηση του εύλογου χαρακτήρα της διάρκειας της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως που έχει ως αντικείμενο, όπως εν προκειμένω, μη κοινοποιηθέν μέτρο.

63

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι στις 17 Ιουλίου 2000 η Επιτροπή ζήτησε από τη Γαλλική Δημοκρατία, την Ιρλανδία και την Ιταλική Δημοκρατία να της κοινοποιήσουν τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης βάσει των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων. Οι απαντήσεις, οι οποίες δεν είχαν χαρακτήρα κοινοποιήσεως, περιήλθαν στην Επιτροπή τον Σεπτέμβριο, τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο του 2000. Κατόπιν κίνησε την επίσημη διαδικασία εξετάσεως με απόφαση της 30ής Οκτωβρίου 2001, η οποία κοινοποιήθηκε στα οικεία κράτη μέλη στις 5 Νοεμβρίου 2001 και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 2 Φεβρουαρίου 2002. Εν συνεχεία, περιήλθαν στην Επιτροπή οι παρατηρήσεις της Aughinish Alumina (έγγραφα της 26ης Φεβρουαρίου και της 1ης Μαρτίου 2002), της Eurallumina (έγγραφο της 28ης Φεβρουαρίου 2002), της Alcan (έγγραφο της 1ης Μαρτίου 2002) και του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Αλουμινίου (έγγραφο της 26ης Φεβρουαρίου 2002). Οι παρατηρήσεις αυτές κοινοποιήθηκαν στην Ιρλανδία, στην Ιταλική Δημοκρατία και στη Γαλλική Δημοκρατία στις 26 Μαρτίου 2002.

64

Η Ιρλανδία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης εξετάσεως στις 8 Ιανουαρίου 2002. Η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες από την Ιρλανδία στις 18 Φεβρουαρίου 2002, η οποία απάντησε στις 26 Απριλίου 2002, αφού ζήτησε παράταση της προθεσμίας που είχε οριστεί για να υποβάλει την απάντησή της. Η Γαλλική Δημοκρατία, αφού ζήτησε και αυτή στις 21 Νοεμβρίου 2001 παράταση της προθεσμίας απαντήσεως, υπέβαλε τις παρατηρήσεις επί της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως στις 12 Φεβρουαρίου 2002. Η Ιταλική Δημοκρατία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στις 6 Φεβρουαρίου 2002.

65

Η απόφαση αλουμίνα I εκδόθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2005.

66

Επομένως, από την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως έως την έκδοση της αποφάσεως αλουμίνα I μεσολάβησε χρονικό διάστημα λίγο μεγαλύτερο των 49 μηνών.

67

Καταρχήν, το χρονικό αυτό διάστημα, το οποίο είναι σχεδόν διπλάσιο από αυτό που ελήφθη υπόψη με την απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω (EU:C:1987:502), και λίγο περισσότερο από διπλάσιο από το προβλεπόμενο στο άρθρο 7, παράγραφος 6, του κανονισμού 659/1999, για την περάτωση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως κοινοποιημένων κρατικών ενισχύσεων, φαίνεται μη εύλογο. Κατά τη νομολογία, πρέπει, ωστόσο, να εξεταστεί εάν η διάρκεια αυτή δικαιολογείται από τις περιστάσεις των υπό κρίση υποθέσεων.

68

Ωστόσο, εν προκειμένω, οι περιστάσεις που επικαλείται η Επιτροπή δεν είναι ικανές να δικαιολογήσουν το ότι η εξέταση διήρκεσε 49 μήνες.

69

Βεβαίως, στο διάστημα αυτό πρέπει να συνυπολογιστεί, αφενός, η προθεσμία που δόθηκε στα κράτη μέλη και τους δικαιούχους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και, αφετέρου, το γεγονός ότι η Γαλλική, η Ιρλανδική και η Ιταλική Κυβέρνηση ζήτησαν από την Επιτροπή παράταση των προθεσμιών υποβολής των παρατηρήσεών τους και των απαντήσεών τους στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως. Λόγω των στενών δεσμών που υφίστανται, εν προκειμένω, μεταξύ των απαλλαγών από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, όσον αφορά παρόμοια μέτρα που εγκρίθηκαν κατόπιν διαδικασιών που διεξήχθησαν παράλληλα με την ίδια απόφαση του Συμβουλίου, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι διαδικαστικές πράξεις που περιλαμβάνονται στους φακέλους των επίμαχων υποθέσεων, και ειδικότερα το γεγονός ότι στις 26 Απριλίου 2002 η Ιρλανδία απάντησε στην τελευταία αίτηση παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών που της είχε απευθύνει η Επιτροπή.

70

Ωστόσο, μετά την τελευταία αυτή ημερομηνία μεσολάβησε ακόμη διάστημα λίγο μεγαλύτερο των 43 μηνών, έως ότου η Επιτροπή εκδώσει την απόφαση αλουμίνα I. Πάντως, η διάρκεια αυτή της εξετάσεως των επίμαχων υποθέσεων δεν μπορεί, υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν από τα οικεία κράτη μέλη και τους ενδιαφερομένους, να δικαιολογηθεί από τις περιστάσεις των εν λόγω υποθέσεων.

71

Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι επρόκειτο για δύσκολες υποθέσεις, το επιχείρημα αυτό δεν τεκμηριώνεται και, σε κάθε περίπτωση, δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια τόσο μεγάλη διάρκεια της εξετάσεως. Συγκεκριμένα, καμία ένδειξη δεν μπορεί να οδηγήσει στη διαπίστωση ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε νομικά ζητήματα ιδιαίτερης σημασίας, δεδομένου άλλωστε του εύλογου μεγέθους της αποφάσεως αλουμίνα I (112 αιτιολογικές σκέψεις) και του ότι δεν προκύπτει από το περιεχόμενό της κάποια πρόδηλη δυσκολία. Περαιτέρω, όπως ορθώς επισημαίνει η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή γνώριζε για τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης πολύ πριν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, δεδομένου ότι οι πρώτες αιτήσεις απαλλαγής ανάγονται στο 1992 στην περίπτωση της Ιρλανδίας, στο 1993 στην περίπτωση της Ιταλικής Δημοκρατίας και στο 1997 στην περίπτωση της Γαλλικής Δημοκρατίας. Εξάλλου, η Επιτροπή είχε αποστείλει στο Συμβούλιο διαδοχικές προτάσεις αποφάσεων περί εγκρίσεως απαλλαγών από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, αφού είχαν περιέλθει σε αυτήν σχετικές αιτήσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιρλανδίας και της Ιταλικής Δημοκρατίας. Τέλος, στο πλαίσιο των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις εκθέσεών της, η Επιτροπή είχε γνωστοποιήσει στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) την ιρλανδική απαλλαγή.

72

Επιπλέον, η Επιτροπή ανέφερε ότι θεωρούσε από το 1999 τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης αντίθετες στους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Είχε, συνεπώς, από τότε τη δυνατότητα να εξετάσει διεξοδικότερα το ζήτημα της νομιμότητας των εν λόγω απαλλαγών έναντι των σχετικών κανόνων.

73

Περαιτέρω, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ζήτησε άλλες συμπληρωματικές πληροφορίες από τη Γαλλική Δημοκρατία, την Ιρλανδία ή την Ιταλική Δημοκρατία κατά το διάστημα των 43 μηνών που προηγήθηκε της εκδόσεως της αποφάσεως αλουμίνα I επιβεβαιώνει ότι η Επιτροπή διέθετε έκτοτε όλα τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να εκδώσει την απόφασή της σχετικά με τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης.

74

Τέλος, όπως ορθώς υποστηρίζει η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί δυσχέρειες λόγω της εξελίξεως του κοινοτικού συστήματος φορολογίας των πετρελαιοειδών, ιδίως κατόπιν της εκδόσεως της οδηγίας 2003/96. Συγκεκριμένα, η απόφαση αλουμίνα I αφορά νομική κατάσταση μη διεπόμενη από το νέο σύστημα φορολογίας των πετρελαιοειδών που απορρέει από την οδηγία 2003/96, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2004, αλλά από το προηγουμένως ισχύον σύστημα φορολογίας των πετρελαιοειδών. Κατά συνέπεια, η εξέλιξη της κοινοτικής ρυθμίσεως την οποία επικαλείται η Επιτροπή δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή. Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, με την απόφαση αλουμίνα I, η Επιτροπή κίνησε νέα επίσημη διαδικασία εξετάσεως σχετικά με τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία για το διάστημα μετά την 1η Ιανουαρίου 2004, δηλαδή μετά την έναρξη εφαρμογής του νέου συστήματος φορολογίας των πετρελαιοειδών που θεσπίστηκε με την οδηγία 2003/96. Σε κάθε περίπτωση, είναι αξιοσημείωτο ότι η απόφαση αλουμίνα I εκδόθηκε σχεδόν δύο έτη μετά την έκδοση της οδηγίας 2003/96. Πάντως, η ανάγκη την οποία επικαλείται η Επιτροπή να ληφθεί υπόψη, με την απόφαση αλουμίνα I, το νέο σύστημα φορολογίας των πετρελαιοειδών που απορρέει από την οδηγία 2003/96 δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος όπως εν προκειμένω.

75

Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή γνώριζε καλά το νομικό και πραγματικό πλαίσιο των απαλλαγών από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης και δεν αντιμετώπιζε καμία πρόδηλη δυσκολία όσον αφορά την εξέτασή τους υπό το πρίσμα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

76

Δεύτερον, οι πρακτικές και γλωσσικές δυσκολίες που επικαλείται η Επιτροπή, ακόμη και αν θεωρηθούν αποδεδειγμένες, δεν δικαιολογούν την παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος όπως εν προκειμένω. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή διαθέτει υπηρεσίες που καθιστούν δυνατή την αντιμετώπιση των γλωσσικών δυσκολιών που επικαλείται, καθώς και την εκ παραλλήλου εξέταση των απαλλαγών από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης σε πολύ μικρότερο χρόνο από αυτόν που χρειάστηκε εν προκειμένω, ιδίως διά του αποτελεσματικού συντονισμού των υπηρεσιών της.

77

Επομένως, η διάρκεια εξετάσεως της επίμαχης ενισχύσεως κρίνεται, εν προκειμένω, μη εύλογη.

78

Δεύτερον, μένει να εξεταστεί εάν, όπως υποστηρίζει η Γαλλική Δημοκρατία, η εν λόγω υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως μπορούσε να δημιουργήσει στην Alcan την εύλογη πεποίθηση ότι οι αμφιβολίες της Επιτροπής είχαν εξαλειφθεί και ότι δεν υπήρχαν πλέον αντιρρήσεις κατά της επίμαχης απαλλαγής, καθώς και εάν η εν λόγω καθυστέρηση δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να ζητήσει την ανάκτηση της ενισχύσεως που χορηγήθηκε μεταξύ 3ης Φεβρουαρίου 2002 και 31ης Δεκεμβρίου 2003 βάσει της απαλλαγής αυτής, όπως έχει κριθεί με την απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω (EU:C:1987:502, σκέψη 16), την οποία επικαλείται η Γαλλική Δημοκρατία.

79

Με την απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω (EU:C:1987:502), το Δικαστήριο έκρινε ότι το χρονικό διάστημα των 26 μηνών που παρήλθε μέχρις ότου εκδώσει η Επιτροπή την απόφασή της στην ως άνω υπόθεση είχε δημιουργήσει στον δικαιούχο της ενισχύσεως —την προσφεύγουσα— δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, λόγω της οποίας το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν μπορούσε να υποχρεώσει τις οικείες εθνικές αρχές να διατάξουν την επιστροφή της ενισχύσεως αυτής.

80

Ωστόσο, είναι μεν απαραίτητη η τήρηση των επιταγών της ασφάλειας δικαίου, οι οποίες προστατεύουν ιδιωτικά συμφέροντα, πλην όμως οι επιταγές αυτές πρέπει να σταθμίζονται με τις επιταγές της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, στις οποίες συγκαταλέγεται, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, το δημόσιο συμφέρον που αποσκοπεί στο να αποφεύγεται η νόθευση της λειτουργίας της αγοράς από κρατικές ενισχύσεις που βλάπτουν τον ανταγωνισμό, πράγμα το οποίο επιβάλλει, κατά πάγια νομολογία, την επιστροφή των παρανόμων ενισχύσεων για την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση [βλ. απόφαση της 5ης Αυγούστου 2003, P & O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, T‑116/01 και T‑118/01, Συλλογή, EU:T:2003:217, σκέψεις 207 και 208 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

81

Επομένως, η νομολογία έχει ερμηνεύσει την απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω (EU:C:1987:502), υπό την έννοια ότι οι περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως είχαν αποφασιστική σημασία όσον αφορά την κατεύθυνση που ακολούθησε το Δικαστήριο (βλ., συναφώς, αποφάσεις Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 43 ανωτέρω, EU:C:2004:240, σκέψη 90, της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής,C‑372/97, Συλλογή, EU:C:2004:234, σκέψη 119, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, EU:T:2009:314, σκέψη 286, και Diputación Foral de Álava κ.λπ., σκέψη 46 ανωτέρω, EU:T:2009:316, σκέψη 344). Ειδικότερα, η ενίσχυση που αποτελούσε αντικείμενο της αποφάσεως RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω (EU:C:1987:502), είχε χορηγηθεί πριν κινήσει η Επιτροπή τη σχετική επίσημη διαδικασία εξετάσεως. Επιπλέον, η εν λόγω ενίσχυση, έστω και μετά τη χορήγησή της, είχε κοινοποιηθεί επισήμως στην Επιτροπή. Εξάλλου, σχετιζόταν με πρόσθετα έξοδα συνδεόμενα με ενισχύσεις εγκεκριμένες από την Επιτροπή και αφορούσε κλάδο ο οποίος από το 1977 λάμβανε ενισχύσεις εγκεκριμένες από την Επιτροπή. Τέλος, η εξέταση της συμβατότητας της ενισχύσεως προς την κοινή αγορά δεν απαιτούσε έρευνα σε βάθος.

82

Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση δεν συντρέχουν οι εξαιρετικές περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη45 ανωτέρω (EU:C:1987:502). Βεβαίως, όπως συνέβη και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω (EU:C:1987:502), η Επιτροπή παρέμενε μεν κατά τα φαινόμενα αδρανής, πλην όμως είχε καλή γνώση της επίμαχης απαλλαγής και, συνεπώς, ήταν σε θέση να σχηματίσει άποψη όσον αφορά τη νομιμότητά της έναντι των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, οπότε δεν ήταν πλέον απαραίτητο να διενεργήσει έρευνα σε βάθος. Ωστόσο, ελλείπουν εν προκειμένω άλλες ουσιώδεις περιστάσεις που ελήφθησαν υπόψη με την απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω (EU:C:1987:502). Ειδικότερα, στην υπό κρίση υπόθεση η επίμαχη ενίσχυση χορηγήθηκε μετά την κίνηση, από την Επιτροπή, της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως με αντικείμενο την επίμαχη απαλλαγή.

83

Κατά τούτο οι περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω (EU:C:1987:502), διαφέρουν θεμελιωδώς από αυτές της υπό κρίση υποθέσεως. Επομένως, η Γαλλική Δημοκρατία δεν μπορεί βασίμως να επικαλείται εν προκειμένω την απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω (EU:C:1987:502).

84

Πρέπει, ακόμη, να ληφθεί υπόψη ότι, με τη σκέψη 52 της αποφάσεως της 11ης Νοεμβρίου 2004, Demesa και Territorio Histórico de Álava κατά Επιτροπής (C‑183/02 P και C‑187/02 P, Συλλογή, EU:C:2004:701), σχετικά με εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θεμελιώσουν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του δικαιούχου παράνομης ενισχύσεως περί του νομίμου χαρακτήρα αυτής, ιδίως δικαιολογημένη εμπιστοσύνη προκύπτουσα από την αδράνεια της Επιτροπής, το Δικαστήριο έκρινε ότι οποιαδήποτε φαινομενική αδράνεια του ως άνω θεσμικού οργάνου στερείται σημασίας όταν το καθεστώς ενισχύσεως δεν της έχει κοινοποιηθεί. Συνεπώς, εν προκειμένω, η φαινομενική αδράνεια της Επιτροπής επί 43 μήνες μετά την απάντηση της Ιρλανδίας στην τελευταία αίτηση παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών της Επιτροπής (βλ. σκέψη 70 ανωτέρω), μολονότι αντιβαίνει στην αρχή της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, εντούτοις δεν έχει ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στην επίμαχη ενίσχυση. Επομένως, δεν αρκεί, εν προκειμένω, να διαπιστωθεί η συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων ικανών να έχουν δημιουργήσει στην Alcan δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης ενισχύσεως έναντι των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Κατά συνέπεια, μόνη η παραβίαση, εν προκειμένω, της αρχής της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας για την έκδοση της αποφάσεως αλουμίνα I δεν εμποδίζει την Επιτροπή να διατάξει, με την απόφαση αυτή, την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως.

85

Το επιχείρημα περί μη τηρήσεως εύλογης προθεσμίας κρίνεται, ως εκ τούτου, απορριπτέο.

86

Από τα προεκτεθέντα διαπιστώνεται ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν απέδειξε, εν προκειμένω, τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων οι οποίες θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την πεποίθηση της Alcan ότι οι αμφιβολίες της Επιτροπής είχαν εξαλειφθεί και ότι δεν υπήρχαν πλέον αντιρρήσεις κατά της επίμαχης απαλλαγής, και λόγω των οποίων η Επιτροπή δεν μπορούσε να διατάξει, με την απόφαση αλουμίνα I, την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως.

87

Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως περί παραβιάσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας κρίνεται απορριπτέος, όπως και η υπό κρίση προσφυγή, η οποία στηρίζεται πλέον αποκλειστικά και μόνο στον λόγο αυτόν.

Επί των δικαστικών εξόδων

88

Κατά το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται, με τις αποφάσεις που εκδίδει κατόπιν αναιρέσεως και αναπομπής, επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά, αφενός, τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίες και, αφετέρου, την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία. Δεδομένου ότι, με τις αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 19 ανωτέρω (EU:C:2009:742), και Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812), το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα, απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί, με την παρούσα απόφαση, και επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά τις προαναφερθείσες αναιρετικές διαδικασίες.

89

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Ωστόσο, κατά το άρθρο 135, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, κατ’ εξαίρεση, όταν τούτο επιβάλλεται για λόγους επιείκειας, να αποφασίσει ότι ο ηττηθείς διάδικος φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, μέρος μόνον των εξόδων του αντιδίκου. Επίσης, κατά το άρθρο 135, παράγραφος 2, του ίδιου Κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει ακόμα και τον νικήσαντα διάδικο σε μέρος ή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, αν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του, ακόμα και πριν από την κίνηση της δίκης. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα θεσμικό όργανο του οποίου η απόφαση δεν ακυρώθηκε, λόγω ανεπάρκειας του εν λόγω οργάνου, εξαιτίας της οποίας ο προσφεύγων αναγκάστηκε να ασκήσει προσφυγή (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, T‑387/08, EU:T:2010:377, σκέψη 177 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

90

Εν προκειμένω, η Γαλλική Δημοκρατία ηττήθηκε. Ωστόσο, από τη σκέψη 77 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή παραβίασε, με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, την αρχή τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, γεγονός που παρακίνησε ενδεχομένως τη Γαλλική Δημοκρατία να ασκήσει την προσφυγή, προκειμένου να διαπιστωθεί η προαναφερθείσα παραβίαση. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει δίκαιο και εύλογο, όσον αφορά τις υποθέσεις T‑56/06, T‑56/06 RENV I και T‑56/06 RENV II, να φέρει η Γαλλική Δημοκρατία τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα τρία τέταρτα των εξόδων της Επιτροπής, η δε Επιτροπή να φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων της. Όσον αφορά τις υποθέσεις C‑89/08 P και C‑272/12 P, δεδομένου ότι σε κάθε μία από αυτές η Επιτροπή αντιμετώπισε πέντε αντιδίκους, πρέπει, βάσει του ποσοστού κατανομής που ορίστηκε για τις υποθέσεις T‑56/06, T‑56/06 RENV I και T‑56/06 RENV II, η Γαλλική Δημοκρατία να φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα τρία εικοστά, ήτοι το ένα πέμπτο των τριών τετάρτων, των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής, η δε Επιτροπή φέρει το ένα πέμπτο των εξόδων της.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της και τα τρία τέταρτα των εξόδων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις υποθέσεις T‑56/06, T‑56/06 RENV I και T‑56/06 RENV II, και τα τρία εικοστά των εξόδων της Επιτροπής στις υποθέσεις C‑89/08 P και C‑272/12 P.

 

3)

Η Επιτροπή φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων της στις υποθέσεις T‑56/06, T‑56/06 RENV I και T‑56/06 RENV II, καθώς και το ένα πέμπτο των δικαστικών εξόδων της στις υποθέσεις C‑89/08 P και C‑272/12 P.

 

Kanninen

Pelikánová

Buttigieg

Gervasoni

Madise

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Απριλίου 2016.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.