Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-50/06 RENV, T-56/06 RENV, T-60/06 RENV, T-62/06 RENV και T-69/06 RENV
Ιρλανδία κ.λπ.
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής
«Κρατικές ενισχύσεις — Οδηγία 92/81/EOK — Ειδικοί φόροι κατανάλωσης πετρελαιοειδών — Πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας — Απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης — Συμβατότητα της απαλλαγής με εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81 απόφαση του Συμβουλίου περί εγκρίσεως — Τεκμήριο νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης — Ασφάλεια δικαίου — Χρηστή διοίκηση»
Περίληψη της αποφάσεως
Δίκαιο της Ένωσης – Αρχές – Ασφάλεια δικαίου – Προϋποθέσεις και όρια – Ανάγκη να αποφεύγονται οι ασυνέπειες κατά την εφαρμογή των διαφόρων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης
Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Εκτίμηση του αν υφίσταται τυχόν στρέβλωση του ανταγωνισμού – Διάρθρωση μεταξύ των κανόνων περί εναρμονίσεως των φορολογικών νομοθεσιών και των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων
(Άρθρα 87 ΕΚ έως 89 ΕΚ και 93 ΕΚ· οδηγία 92/81 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 4)
Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Παροχή πλεονεκτημάτων που μπορεί να καταλογισθεί στο κράτος – Απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, η οποία επιτρέπεται από το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής σύμφωνα με την οδηγία 92/81 – Πλεονέκτημα που μπορεί να καταλογισθεί στην Ένωση – Δεν εμπίπτει
(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ· οδηγία 92/81 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 4)
Η αρχή της ασφαλείας δικαίου αποβλέπει στο να εξασφαλίζει το προβλέψιμο των καταστάσεων και των εννόμων σχέσεων που διέπει το δίκαιο της Ένωσης. Προς τούτο, έχει θεμελιώδη σημασία η εκ μέρους των οργάνων της Ένωσης τήρηση της αρχής της μη αλλοιώσεως των πράξεων που έχουν εκδώσει και που επηρεάζουν τη νομική και πραγματική κατάσταση των υποκειμένων δικαίου, ώστε να μην μπορούν να τροποποιήσουν τις πράξεις αυτές παρά μόνο στο πλαίσιο των ισχυόντων κανόνων που διέπουν την αρμοδιότητα και τη διαδικασία. Εντούτοις, δεν μπορεί να προβληθεί λυσιτελώς η παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου αν το υποκείμενο δικαίου, του οποίου η πραγματική και νομική κατάσταση επηρεαζόταν από την επίμαχη πράξη, δεν τήρησε τις προϋποθέσεις που τέθηκαν με την πράξη αυτή. Η τήρηση της αρχής της ασφαλείας δικαίου επιτάσσει, επίσης, να πράττουν τα όργανα της Ένωσης, για λόγους αρχής, παν το δυνατόν για να αποφεύγονται οι ασυνέπειες που μπορεί να προκύψουν κατά την εφαρμογή των διαφόρων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, και τούτο όλως ιδιαιτέρως στην περίπτωση που οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν σε έναν και τον αυτό σκοπό, όπως είναι η επικράτηση ανόθευτου ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.
(βλ. σκέψη 62)
Οι κανόνες περί εναρμονίσεως των εθνικών φορολογικών νομοθεσιών, ιδίως δε αυτοί οι οποίοι αφορούν τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και οι οποίοι περιλαμβάνονται στο άρθρο 93 ΕΚ και στην οδηγία 92/81, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή, και οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, οι οποίοι προβλέπονται στα άρθρα 87 ΕΚ έως 89 ΕΚ, αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, ήτοι στην προώθηση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς διά της καταπολεμήσεως, ιδίως, των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Λαμβανομένου υπόψη του κοινού σκοπού τους, η συνεπής εφαρμογή των διαφόρων αυτών κανόνων επιβάλλει να γίνει δεκτό ότι η έννοια της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού έχει το ίδιο περιεχόμενο και το ίδιο νόημα στον τομέα της εναρμονίσεως των εθνικών φορολογικών νομοθεσιών και στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Επιπλέον, οι κανόνες περί εναρμονίσεως των εθνικών φορολογικών νομοθεσιών, ιδίως δε αυτοί οι οποίοι αφορούν τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και οι οποίοι περιλαμβάνονται στο άρθρο 93 ΕΚ και στην οδηγία 92/81, αναθέτουν ρητώς στα όργανα της Ένωσης, δηλαδή στην Επιτροπή, η οποία προτείνει, και στο Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει, το καθήκον να εκτιμούν κατά πόσον υφίσταται τυχόν στρέβλωση του ανταγωνισμού, προκειμένου να επιτρέψουν ή όχι σε ένα κράτος μέλος να εφαρμόσει ή να εξακολουθήσει να εφαρμόζει μια απαλλαγή από τον εναρμονισμένο ειδικό φόρο κατανάλωσης δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, ή κατά πόσον υφίσταται τυχόν αθέμιτος ανταγωνισμός ή τυχόν στρέβλωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς που να δικαιολογούν την επανεξέταση μιας εγκρίσεως που έχει ήδη χορηγηθεί βάσει του τελευταίου αυτού άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81. Σε περίπτωση αρνητικής εκτιμήσεως επ’ αυτού, απόκειται στην Επιτροπή να προτείνει στο Συμβούλιο να μην επιτρέψει την απαλλαγή που ζητήθηκε ή, εφόσον ενδείκνυται, να καταργήσει ή να τροποποιήσει την ήδη χορηγηθείσα έγκριση της απαλλαγής. Σε περίπτωση διαφορετικής εκτιμήσεως, εκ μέρους του Συμβουλίου, επ’ αυτού, η Επιτροπή μπορεί να κάνει χρήση των εξουσιών που αντλεί από το άρθρο 230 ΕΚ προκειμένου να ασκήσει, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου να επιτρέψει μια απαλλαγή ή να διατηρήσει μια ήδη χορηγηθείσα έγκριση απαλλαγής προκειμένου να ελεγχθεί η αντικειμενική έλλειψη κάθε στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, κάθε αθέμιτου ανταγωνισμού ή κάθε στρεβλώσεως της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς που να προκαλείται από την εν λόγω απαλλαγή. Όμως, αυτό που δεν μπορεί να πράξει η Επιτροπή είναι το να αποφασίσει, επί όσο χρόνο είναι σε ισχύ η χορηγηθείσα από το Συμβούλιο έγκριση, ότι οι χορηγούμενες από τα κράτη μέλη απαλλαγές αποτελούν μέτρα που πρέπει να κοινοποιούνται σ’ αυτήν στο πλαίσιο του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, καθόσον το γεγονός, αυτό καθαυτό, ότι το Συμβούλιο παρέσχε την έγκρισή του συνεπάγεται ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο απέκλεισε το ενδεχόμενο υπάρξεως κάθε στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, στρεβλώσεως ελλείψει της οποίας δεν μπορεί να υπάρχει ενίσχυση απαγορευόμενη από τη Συνθήκη.
(βλ. σκέψεις 72, 84-110)
Για να είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός συγκεκριμένων πλεονεκτημάτων ως ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, EK, πρέπει αυτά, μεταξύ άλλων, να είναι αποτέλεσμα μιας αυτοτελούς και μονομερούς αποφάσεως των οικείων κρατών μελών.
Τούτο δεν ισχύει όσον αφορά τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης τις οποίες χορηγούν ορισμένα κράτη μέλη στηριζόμενα στις αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως που εκδίδονται κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής σύμφωνα με την οδηγία 92/81, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή, και τηρώντας το σύνολο των προϋποθέσεων που τέθηκαν με τις εν λόγω αποφάσεις. Τα εν λόγω πλεονεκτήματα πρέπει να καταλογισθούν στην Ένωση, η οποία, μέσω ενός από τα θεσμικά όργανά της, είχε επιτρέψει στα οικεία κράτη μέλη να εφαρμόζουν τις απαλλαγές λαμβάνοντας υπόψη ότι, ιδίως, οι απαλλαγές αυτές δεν προκαλούσαν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.
Συνεπώς, επί όσο χρόνο οι αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως ήσαν σε ισχύ χωρίς να έχουν τροποποιηθεί από το Συμβούλιο ή να έχουν ακυρωθεί από τον δικαστή της Ένωσης, η Επιτροπή δεν μπορούσε, ιδίως στο πλαίσιο ασκήσεως των οιονεί αποκλειστικών εξουσιών που αντλούσε από τα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, να προβεί στον χαρακτηρισμό των εν λόγω απαλλαγών ως κρατικών ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Επιπλέον, στο μέτρο που οι προβλεπόμενες από το άρθρο 88 ΕΚ διαδικαστικές υποχρεώσεις απορρέουν από τον χαρακτηρισμό των σχετικών μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή αβασίμως προσήπτε στα οικεία κράτη μέλη ότι δεν της κοινοποίησαν τις επίδικες απαλλαγές που είχαν χορηγήσει βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως και τηρουμένων των προϋποθέσεων που τέθηκαν με τις εν λόγω αποφάσεις.
(βλ. σκέψεις 74, 98-99)
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-50/06 RENV, T-56/06 RENV, T-60/06 RENV, T-62/06 RENV και T-69/06 RENV
Ιρλανδία κ.λπ.
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής
«Κρατικές ενισχύσεις — Οδηγία 92/81/EOK — Ειδικοί φόροι κατανάλωσης πετρελαιοειδών — Πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας — Απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης — Συμβατότητα της απαλλαγής με εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81 απόφαση του Συμβουλίου περί εγκρίσεως — Τεκμήριο νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης — Ασφάλεια δικαίου — Χρηστή διοίκηση»
Περίληψη της αποφάσεως
Δίκαιο της Ένωσης – Αρχές – Ασφάλεια δικαίου – Προϋποθέσεις και όρια – Ανάγκη να αποφεύγονται οι ασυνέπειες κατά την εφαρμογή των διαφόρων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης
Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Εκτίμηση του αν υφίσταται τυχόν στρέβλωση του ανταγωνισμού – Διάρθρωση μεταξύ των κανόνων περί εναρμονίσεως των φορολογικών νομοθεσιών και των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων
(Άρθρα 87 ΕΚ έως 89 ΕΚ και 93 ΕΚ· οδηγία 92/81 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 4)
Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Παροχή πλεονεκτημάτων που μπορεί να καταλογισθεί στο κράτος – Απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, η οποία επιτρέπεται από το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής σύμφωνα με την οδηγία 92/81 – Πλεονέκτημα που μπορεί να καταλογισθεί στην Ένωση – Δεν εμπίπτει
(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ· οδηγία 92/81 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 4)
Η αρχή της ασφαλείας δικαίου αποβλέπει στο να εξασφαλίζει το προβλέψιμο των καταστάσεων και των εννόμων σχέσεων που διέπει το δίκαιο της Ένωσης. Προς τούτο, έχει θεμελιώδη σημασία η εκ μέρους των οργάνων της Ένωσης τήρηση της αρχής της μη αλλοιώσεως των πράξεων που έχουν εκδώσει και που επηρεάζουν τη νομική και πραγματική κατάσταση των υποκειμένων δικαίου, ώστε να μην μπορούν να τροποποιήσουν τις πράξεις αυτές παρά μόνο στο πλαίσιο των ισχυόντων κανόνων που διέπουν την αρμοδιότητα και τη διαδικασία. Εντούτοις, δεν μπορεί να προβληθεί λυσιτελώς η παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου αν το υποκείμενο δικαίου, του οποίου η πραγματική και νομική κατάσταση επηρεαζόταν από την επίμαχη πράξη, δεν τήρησε τις προϋποθέσεις που τέθηκαν με την πράξη αυτή. Η τήρηση της αρχής της ασφαλείας δικαίου επιτάσσει, επίσης, να πράττουν τα όργανα της Ένωσης, για λόγους αρχής, παν το δυνατόν για να αποφεύγονται οι ασυνέπειες που μπορεί να προκύψουν κατά την εφαρμογή των διαφόρων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, και τούτο όλως ιδιαιτέρως στην περίπτωση που οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν σε έναν και τον αυτό σκοπό, όπως είναι η επικράτηση ανόθευτου ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.
(βλ. σκέψη 62)
Οι κανόνες περί εναρμονίσεως των εθνικών φορολογικών νομοθεσιών, ιδίως δε αυτοί οι οποίοι αφορούν τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και οι οποίοι περιλαμβάνονται στο άρθρο 93 ΕΚ και στην οδηγία 92/81, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή, και οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, οι οποίοι προβλέπονται στα άρθρα 87 ΕΚ έως 89 ΕΚ, αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, ήτοι στην προώθηση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς διά της καταπολεμήσεως, ιδίως, των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Λαμβανομένου υπόψη του κοινού σκοπού τους, η συνεπής εφαρμογή των διαφόρων αυτών κανόνων επιβάλλει να γίνει δεκτό ότι η έννοια της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού έχει το ίδιο περιεχόμενο και το ίδιο νόημα στον τομέα της εναρμονίσεως των εθνικών φορολογικών νομοθεσιών και στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Επιπλέον, οι κανόνες περί εναρμονίσεως των εθνικών φορολογικών νομοθεσιών, ιδίως δε αυτοί οι οποίοι αφορούν τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και οι οποίοι περιλαμβάνονται στο άρθρο 93 ΕΚ και στην οδηγία 92/81, αναθέτουν ρητώς στα όργανα της Ένωσης, δηλαδή στην Επιτροπή, η οποία προτείνει, και στο Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει, το καθήκον να εκτιμούν κατά πόσον υφίσταται τυχόν στρέβλωση του ανταγωνισμού, προκειμένου να επιτρέψουν ή όχι σε ένα κράτος μέλος να εφαρμόσει ή να εξακολουθήσει να εφαρμόζει μια απαλλαγή από τον εναρμονισμένο ειδικό φόρο κατανάλωσης δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, ή κατά πόσον υφίσταται τυχόν αθέμιτος ανταγωνισμός ή τυχόν στρέβλωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς που να δικαιολογούν την επανεξέταση μιας εγκρίσεως που έχει ήδη χορηγηθεί βάσει του τελευταίου αυτού άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81. Σε περίπτωση αρνητικής εκτιμήσεως επ’ αυτού, απόκειται στην Επιτροπή να προτείνει στο Συμβούλιο να μην επιτρέψει την απαλλαγή που ζητήθηκε ή, εφόσον ενδείκνυται, να καταργήσει ή να τροποποιήσει την ήδη χορηγηθείσα έγκριση της απαλλαγής. Σε περίπτωση διαφορετικής εκτιμήσεως, εκ μέρους του Συμβουλίου, επ’ αυτού, η Επιτροπή μπορεί να κάνει χρήση των εξουσιών που αντλεί από το άρθρο 230 ΕΚ προκειμένου να ασκήσει, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου να επιτρέψει μια απαλλαγή ή να διατηρήσει μια ήδη χορηγηθείσα έγκριση απαλλαγής προκειμένου να ελεγχθεί η αντικειμενική έλλειψη κάθε στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, κάθε αθέμιτου ανταγωνισμού ή κάθε στρεβλώσεως της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς που να προκαλείται από την εν λόγω απαλλαγή. Όμως, αυτό που δεν μπορεί να πράξει η Επιτροπή είναι το να αποφασίσει, επί όσο χρόνο είναι σε ισχύ η χορηγηθείσα από το Συμβούλιο έγκριση, ότι οι χορηγούμενες από τα κράτη μέλη απαλλαγές αποτελούν μέτρα που πρέπει να κοινοποιούνται σ’ αυτήν στο πλαίσιο του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, καθόσον το γεγονός, αυτό καθαυτό, ότι το Συμβούλιο παρέσχε την έγκρισή του συνεπάγεται ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο απέκλεισε το ενδεχόμενο υπάρξεως κάθε στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, στρεβλώσεως ελλείψει της οποίας δεν μπορεί να υπάρχει ενίσχυση απαγορευόμενη από τη Συνθήκη.
(βλ. σκέψεις 72, 84-110)
Για να είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός συγκεκριμένων πλεονεκτημάτων ως ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, EK, πρέπει αυτά, μεταξύ άλλων, να είναι αποτέλεσμα μιας αυτοτελούς και μονομερούς αποφάσεως των οικείων κρατών μελών.
Τούτο δεν ισχύει όσον αφορά τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης τις οποίες χορηγούν ορισμένα κράτη μέλη στηριζόμενα στις αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως που εκδίδονται κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής σύμφωνα με την οδηγία 92/81, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή, και τηρώντας το σύνολο των προϋποθέσεων που τέθηκαν με τις εν λόγω αποφάσεις. Τα εν λόγω πλεονεκτήματα πρέπει να καταλογισθούν στην Ένωση, η οποία, μέσω ενός από τα θεσμικά όργανά της, είχε επιτρέψει στα οικεία κράτη μέλη να εφαρμόζουν τις απαλλαγές λαμβάνοντας υπόψη ότι, ιδίως, οι απαλλαγές αυτές δεν προκαλούσαν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.
Συνεπώς, επί όσο χρόνο οι αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως ήσαν σε ισχύ χωρίς να έχουν τροποποιηθεί από το Συμβούλιο ή να έχουν ακυρωθεί από τον δικαστή της Ένωσης, η Επιτροπή δεν μπορούσε, ιδίως στο πλαίσιο ασκήσεως των οιονεί αποκλειστικών εξουσιών που αντλούσε από τα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, να προβεί στον χαρακτηρισμό των εν λόγω απαλλαγών ως κρατικών ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Επιπλέον, στο μέτρο που οι προβλεπόμενες από το άρθρο 88 ΕΚ διαδικαστικές υποχρεώσεις απορρέουν από τον χαρακτηρισμό των σχετικών μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή αβασίμως προσήπτε στα οικεία κράτη μέλη ότι δεν της κοινοποίησαν τις επίδικες απαλλαγές που είχαν χορηγήσει βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως και τηρουμένων των προϋποθέσεων που τέθηκαν με τις εν λόγω αποφάσεις.
(βλ. σκέψεις 74, 98-99)