Υπόθεση T-11/06

Romana Tabacchi Srl

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ιταλική αγορά αποκτήσεως και πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καθορισμός των τιμών και κατανομή της αγοράς – Συμμετοχή στην παράβαση – Διάρκεια της παραβάσεως – Πρόστιμα – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών – Ίση μεταχείριση – Εξουσία πλήρους δικαιοδοσίας»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Εκτίμηση – Υποχρέωση συνεκτιμήσεως του συγκεκριμένου αντικτύπου στην αγορά – Δεν υφίσταται – Πρωτεύων ρόλος του κριτηρίου που αντλείται από τη φύση της παραβάσεως

(Άρθρο 81 § 1, στοιχεία α΄ και β΄, ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 Α)

2.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων – Νομική φύση

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

3.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Πολύ σοβαρές παραβάσεις

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 Α)

4.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Αποτέλεσμα μιας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρακτικής – Μη αποφασιστικό κριτήριο

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 Α)

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μερίδια αγοράς κατεχόμενα από την οικεία επιχείρηση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 Α)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Συγκεκριμένος αντίκτυπος στην αγορά – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 Α)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Καθορισμός του προστίμου κατ’ αναλογία προς τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 Α)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση περί επιβολής προστίμου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρο 253 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

9.      Διαδικασία – Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας – Προϋποθέσεις – Νέος ισχυρισμός – Έννοια

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 48 § 2)

10.    Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Η Επιτροπή φέρει το βάρος της αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της – Δυνατότητα εφαρμογής της αρχής του τεκμηρίου της αθωότητας

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 48 § 1)

11.    Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απόδειξη – Βαθμός ακρίβειας που απαιτείται για τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

12.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Εκτίμηση – Συνεκτίμηση της οικονομικής πραγματικότητας κατά τον χρόνο τελέσεως της παραβάσεως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 Α)

13.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κατανομή των οικείων επιχειρήσεων σε κατηγορίες – Προϋποθέσεις – Τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 Α)

14.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Απειλές και πιέσεις που υπέστη επιχείρηση – Δεν περιλαμβάνονται

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3)

15.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Επιχείρηση που επέδειξε παθητική συμπεριφορά ή μιμήθηκε άλλες επιχειρήσεις – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3, πρώτη περίπτωση)

16.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Οικείες επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους – Δεν ασκεί επιρροή

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 Α, εδ. 5)

17.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις –Συμπεριφορά αποκλίνουσα από τη συμφωνηθείσα στο πλαίσιο της συμπράξεως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3, δεύτερη περίπτωση)

18.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Εκτίμηση

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3)

19.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μέγιστο ύψος – Υπολογισμός – Διάκριση μεταξύ τελικού και ενδιαμέσου ποσού του προστίμου – Συνέπειες

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

20.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Οικονομική κατάσταση της οικείας επιχειρήσεως – Συνεκτίμηση – Υποχρέωση – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

21.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία

(Άρθρο 229 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

22.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Αποτρεπτικός χαρακτήρας – Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

1.      Το άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, ΕΚ κηρύσσει ρητώς ως ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά τις συμφωνίες και τις εναρμονισμένες πρακτικές που συνίστανται στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής, ή στον περιορισμό ή τον έλεγχο της παραγωγής ή των αγορών. Οι παραβάσεις αυτού του είδους, ιδίως εφόσον πρόκειται για οριζόντιες συμπράξεις, χαρακτηρίζονται ως ιδιαιτέρως σοβαρές, στον βαθμό που συνεπάγονται ευθεία παρέμβαση στις ουσιώδεις παραμέτρους του ανταγωνισμού στην οικεία αγορά ή ως κατάφωρες παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού.

Η σοβαρότητα των παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης πρέπει να αποδεικνύεται βάσει ικανού αριθμού στοιχείων όπως είναι, μεταξύ άλλων, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, τούτο δε χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη.

Σύμφωνα με τη μέθοδο που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, κατά την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η ίδια η φύση της παραβάσεως, ο πραγματικός αντίκτυπός της στην αγορά, εφόσον αυτός μπορεί να μετρηθεί, και η έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς. Ωστόσο, οι τρεις αυτές πτυχές της αξιολογήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως δεν έχουν το ίδιο βάρος στο πλαίσιο της σφαιρικής εξετάσεως. Η φύση της παραβάσεως διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο, ιδίως, για τον χαρακτηρισμό των παραβάσεων ως πολύ σοβαρών. Αντιθέτως, ούτε ο πραγματικός αντίκτυπος στην αγορά ούτε η έκταση της γεωγραφικής αγοράς συνιστούν απαραίτητα στοιχεία για τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως πολύ σοβαρής στις περιπτώσεις οριζόντιων συμπράξεων που αποσκοπούν ιδίως στον καθορισμό των τιμών. Επομένως, οι οριζόντιες συμπράξεις του είδους αυτού μπορούν, εκ της φύσεώς τους και μόνον, να χαρακτηρίζονται ως πολύ σοβαρές, χωρίς να υποχρεούται η Επιτροπή να αποδείξει συγκεκριμένο αντίκτυπο της παραβάσεως στην αγορά.

(βλ. σκέψεις 67, 69, 74, 76-78)

2.      Οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ είναι ένα μέσο που αποβλέπει στο να διευκρινισθούν, τηρουμένου του δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, τα κριτήρια που προτίθεται να εφαρμόσει η Επιτροπή στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των προστίμων, την οποία της απονέμει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δεν συνιστούν τη νομική βάση της αποφάσεως περί επιβολής προστίμου, καθόσον αυτή στηρίζεται στον κανονισμό 1/2003, καθορίζουν ωστόσο, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, τη μεθοδολογία που η Επιτροπή δεσμεύτηκε να ακολουθεί για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων που επιβλήθηκαν με την απόφαση αυτή και κατοχυρώνουν, κατά συνέπεια, την ασφάλεια δικαίου των επιχειρήσεων.

Επομένως, οι κατευθυντήριες γραμμές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κανόνας δικαίου τον οποίο οφείλει να τηρεί σε κάθε περίπτωση η διοίκηση, πλην όμως περιέχουν κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προβάλλει δικαιολογητικούς λόγους.

Ο αυτοπεριορισμός της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής που προκύπτει από την έκδοση των κατευθυντηρίων γραμμών δεν είναι, εντούτοις, ασυμβίβαστος με τη διατήρηση σημαντικού περιθωρίου εκτιμήσεως για το θεσμικό αυτό όργανο. Πράγματι, το γεγονός ότι η Επιτροπή διευκρίνισε, με τις κατευθυντήριες γραμμές, την προσέγγισή της ως προς την αξιολόγηση της σοβαρότητας μιας παραβάσεως δεν αντιτίθεται στο να εκτιμήσει η Επιτροπή την εν λόγω παράβαση σφαιρικά, βάσει όλων των σχετικών περιστάσεων, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που δεν μνημονεύονται ρητώς στις κατευθυντήριες γραμμές.

(βλ. σκέψεις 71-73)

3.      Το ελάχιστο αρχικό ποσό των 20 εκατομμυρίων ευρώ που καθορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, όσον αφορά τις πολύ σοβαρές παραβάσεις, αναφέρεται σε μία μόνον επιχείρηση και όχι στο σύνολο των επιχειρήσεων που διέπραξαν την παράβαση.

(βλ. σκέψη 86)

4.      Όσον αφορά τον συγκεκριμένο αντίκτυπο στην αγορά μιας περιοριστικής πρακτικής που είναι αντίθετη προς τους κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου που επιβάλλεται για μια τέτοια παράβαση, η διάρκεια και όλα τα στοιχεία που προσφέρονται για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, όπως η συμπεριφορά της κάθε επιχειρήσεως, ο ρόλος που διαδραμάτισε εκάστη εξ αυτών κατά τον καθορισμό των συμπεφωνημένων πρακτικών, το όφελος που άντλησαν από τις πρακτικές αυτές, το μέγεθός τους και η αξία των εμπορευμάτων που αφορά η σύμπραξη, καθώς και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν παραβάσεις τέτοιου είδους για τους σκοπούς της Ένωσης. Επομένως, το αποτέλεσμα μιας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρακτικής δεν αποτελεί, καθ’ εαυτό, αποφασιστικό κριτήριο για τον προσδιορισμό του ενδεδειγμένου ύψους του προστίμου. Ειδικότερα, στοιχεία αναγόμενα στις προθέσεις ενδέχεται να είναι σημαντικότερα από εκείνα που αφορούν τις συνέπειες, ιδίως όταν πρόκειται για παραβάσεις εξ ορισμού σοβαρές, όπως η κατανομή των αγορών.

(βλ. σκέψη 90)

5.      Το μερίδιο που κατέχει κάθε εμπλεκόμενη επιχείρηση στην αγορά, η οποία υπήρξε αντικείμενο περιοριστικής πρακτικής υπό την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, συνιστά, ακόμα και όταν δεν αποδεικνύεται ότι η παράβαση έχει συγκεκριμένες επιπτώσεις στην αγορά, αντικειμενικό στοιχείο που παρέχει το ορθό μέτρο της ευθύνης εκάστης επιχειρήσεως όσον αφορά τη δυνητική βλαπτικότητα της πρακτικής αυτής για την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού. Επομένως, προκειμένου να προσδιορισθεί το ποσό του προστίμου, τα μερίδια αγοράς που κατέχει μια επιχείρηση αποτελούν πρόσφορα κριτήρια για τον καθορισμό της επιρροής που αυτή μπορεί να έχει ασκήσει επί της αγοράς.

(βλ. σκέψη 97)

6.      Για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, είναι κρίσιμο το ζήτημα κατά πόσον οι μετέχοντες στη σύμπραξη έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν προκειμένου να υλοποιηθούν οι προθέσεις τους. Αυτό που συνέβη κατόπιν, στο επίπεδο των τιμών της αγοράς που επιτεύχθηκαν στην πραγματικότητα, ενδέχεται να έχει επηρεαστεί από άλλους παράγοντες, εκτός του ελέγχου των μετεχόντων στη σύμπραξη, οι δε μετέχοντες στη σύμπραξη δεν μπορούν να επικαλούνται υπέρ αυτών εξωγενείς παράγοντες, όπως είναι η αύξηση των τιμών στην οικεία αγορά, που παρεμπόδισαν τις προσπάθειές τους, ανάγοντας τους παράγοντες αυτούς σε στοιχεία δικαιολογούντα μείωση του προστίμου.

(βλ. σκέψεις 99-100)

7.      Η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί να μην υπερβαίνουν οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού. Στο πλαίσιο των διαδικασιών που κινεί η Επιτροπή για την επιβολή κυρώσεων για τις παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, η εφαρμογή της αρχής αυτής συνεπάγεται ότι τα πρόστιμα δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, ήτοι σε σχέση με την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού, και το ποσό του επιβαλλόμενου σε μία επιχείρηση προστίμου για παράβαση σε υπόθεση ανταγωνισμού πρέπει να είναι ανάλογο με την παράβαση, εκτιμώμενη στο σύνολό της, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη τη σοβαρότητα της παραβάσεως. Ειδικότερα, η αρχή της αναλογικότητας συνεπάγεται ότι η Επιτροπή οφείλει να καθορίζει το πρόστιμο κατ’ αναλογία προς τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως και ότι οφείλει, επ’ αυτού, να εφαρμόζει τα εν λόγω στοιχεία κατά τρόπο συνεπή και αντικειμενικώς δικαιολογημένο.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας καθορίζοντας το αρχικό ποσό του προστίμου, που επιβλήθηκε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, σε 10 εκατομμύρια ευρώ, εφόσον η παράβαση αυτή συνιστά πολύ σοβαρή και εκ προθέσεως παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού και το εν λόγω ποσόν καθορίστηκε σε επίπεδο σαφώς χαμηλότερο από το ελάχιστο όριο που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές γι’ αυτό το είδος συμπράξεως.

(βλ. σκέψεις 104-105, 107)

8.      Στο πλαίσιο του καθορισμού προστίμων λόγω παραβιάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, η υποχρέωση αιτιολογήσεως πληρούται εφόσον η Επιτροπή εκθέτει στην απόφασή της τα στοιχεία εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε για να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως.

Συναφώς, η Επιτροπή υποχρεούται μεν, δυνάμει του άρθρου 253 ΕΚ, να αιτιολογεί τις αποφάσεις της, αναφέροντας τα πραγματικά στοιχεία τα οποία δικαιολογούν την απόφασή της και τις νομικές εκτιμήσεις που την ώθησαν στη λήψη της, η διάταξη όμως αυτή δεν απαιτεί να αναφέρεται λεπτομερώς η Επιτροπή σε όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που εξετάστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία.

Όσον αφορά απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμα σε πλείονες επιχειρήσεις, το εύρος της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται, μεταξύ άλλων, υπό το πρίσμα του στοιχείου ότι η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποτιμάται με γνώμονα μεγάλο αριθμό στοιχείων, όπως, μεταξύ άλλων, οι προσιδιάζουσες στην υπόθεση περιστάσεις, η συγκυρία και το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων, και τούτο χωρίς να έχει καταρτιστεί υποχρεωτικός ή εξαντλητικός πίνακας κριτηρίων τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη.

(βλ. σκέψεις 109, 233)

9.      Κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, του Γενικού Δικαστηρίου, απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Συναφώς, ο ισχυρισμός που αποτελεί ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, και συνδέεται στενά με τον λόγο αυτό πρέπει να κρίνεται παραδεκτός.

(βλ. σκέψη 124)

10.    Η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει όχι μόνο την ύπαρξη αλλά και τη διάρκεια συμπράξεως αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού της Ένωσης. Ειδικότερα, όσον αφορά την απόδειξη περί παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή πρέπει να αποδεικνύει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να προσκομίζει κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να αποδειχθεί, επαρκώς κατά νόμο, το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν παράβαση. Ενδεχόμενη αμφιβολία του δικαστή πρέπει να αποβαίνει υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση που διαπιστώνει παράβαση. Επομένως, ο δικαστής δεν μπορεί να συμπεράνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως, εφόσον διατηρεί ακόμη αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση και/ή η τροποποίηση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, το οποίο αποτελεί τμήμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύονται στην έννομη τάξη της Ένωσης και κατοχυρώθηκε με το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της φύσεως των επιδίκων παραβάσεων καθώς και, αφετέρου, της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των κυρώσεων τις οποίες επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών που αφορούν παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού και είναι δυνατό να καταλήξουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών. Έτσι, είναι απαραίτητο να προσκομίσει η Επιτροπή συγκεκριμένα και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει την αταλάντευτη πεποίθηση ότι η παράβαση όντως διαπράχθηκε.

Δεν είναι απαραίτητο κάθε αποδεικτικό στοιχείο που προσκομίζει η Επιτροπή να πληροί οπωσδήποτε τα κριτήρια αυτά σε σχέση προς κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή.

(βλ. σκέψεις 129-130, 143)

11.    Είναι σύνηθες να αναπτύσσονται λαθραίως οι δραστηριότητες τις οποίες συνεπάγονται οι θίγουσες τον ανταγωνισμό συμφωνίες, να πραγματοποιούνται μυστικές συσκέψεις και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα. Επομένως, ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ρητώς παράνομες επαφές μεταξύ των επιχειρηματιών, όπως είναι τα πρακτικά συσκέψεων, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητο να συναχθεί από τα υπάρχοντα στοιχεία η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών. Κατά συνέπεια, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από έναν ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού.

Επιπλέον, όταν δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν άμεσα τη διάρκεια μιας παραβάσεως, η Επιτροπή στηρίζεται, τουλάχιστον, σε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά χωρίς μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μπορεί λογικά να γίνει δεκτό ότι η παράβαση συνεχίστηκε αδιάλειπτα μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών.

Συναφώς, αρκεί η Επιτροπή να αποδείξει ότι η οικεία επιχείρηση συμμετείχε σε συναντήσεις κατά τις οποίες συνήφθησαν συμφωνίες επιζήμιες για τον ανταγωνισμό, χωρίς να αντιταχθεί προδήλως, προκειμένου να αποδειχθεί επαρκώς η συμμετοχή της εν λόγω επιχειρήσεως στη σύμπραξη. Όταν έχει αποδειχθεί η συμμετοχή σε τέτοιες συναντήσεις, στην επιχείρηση αυτή εναπόκειται να προβάλει στοιχεία ικανά να καταδείξουν ότι η συμμετοχή της στις εν λόγω συναντήσεις εστερείτο κάθε πνεύματος στρεφομένου κατά του ανταγωνισμού, αποδεικνύοντας ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στις συναντήσεις αυτές υπό ένα πρίσμα διαφορετικό απ’ ό,τι αυτοί. Η συλλογιστική επί της οποίας στηρίζεται η νομική αυτή αρχή είναι ότι η επιχείρηση, έχοντας συμμετάσχει στην εν λόγω συνάντηση χωρίς να αποστασιοποιηθεί δημοσίως από τα συζητηθέντα, άφησε τους λοιπούς μετασχόντες στη συνάντηση να εννοήσουν ότι επιδοκίμαζε το αποτέλεσμά της και θα συμμορφωνόταν προς αυτό. Αντιθέτως, η Επιτροπή υποπίπτει σε πλάνη εκτιμήσεως συμπεραίνοντας ότι επιχείρηση μετέσχε σε σύμπραξη αντίθετη προς τους κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης μολονότι δεν υφίστανται επαρκείς ενδείξεις συναφώς.

(βλ. σκέψεις 131-132, 158, 165-166)

12.    Όσον αφορά την επιλογή του έτους αναφοράς για τον καθορισμό του σχετικού βάρους των επιχειρήσεων, στον τομέα συμπράξεως αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης, μολονότι οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ προβλέπουν, στο σημείο 1 A, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο, διαφοροποιημένη μεταχείριση των επιχειρήσεων ανάλογα με την οικονομική σημασία τους, δεν αναφέρουν σε σχέση με ποιο έτος πρέπει να καθοριστεί το σχετικό βάρος των επιχειρήσεων.

Συναφώς, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να επιλέξει μια μέθοδο υπολογισμού που να της παρέχει τη δυνατότητα να λάβει υπόψη το μέγεθος και την οικονομική ισχύ εκάστης επιχειρήσεως, καθώς και την έκταση της παραβάσεως που διέπραξε εκάστη εξ αυτών, ανάλογα με την οικονομική πραγματικότητα, όπως αυτή εμφανιζόταν κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως. Επιπλέον, πρέπει να οριοθετηθεί η χρονική περίοδος που θα ληφθεί υπόψη, κατά τρόπον ώστε οι κύκλοι εργασιών, δηλαδή τα μερίδια αγοράς, που προκύπτουν να είναι κατά το δυνατόν συγκρίσιμοι. Επομένως, το έτος αναφοράς δεν πρέπει, οπωσδήποτε, να είναι το τελευταίο πλήρες έτος κατά το οποίο διήρκεσε η παράβαση.

(βλ. σκέψεις 176-177)

13.    Η μέθοδος που συνίσταται στην κατανομή των μελών συμπράξεως σε κατηγορίες προκειμένου να υπάρχει διαφοροποιημένη μεταχείριση στο στάδιο του καθορισμού των αρχικών ποσών των προστίμων, μολονότι καταλήγει στο να αγνοεί τις διαφορές μεγέθους μεταξύ επιχειρήσεων της ίδιας κατηγορίας, έχει ως συνέπεια ότι το αρχικό ποσό του προστίμου που καθορίζεται μοιράζεται κατ’ αποκοπή στις επιχειρήσεις που ανήκουν στην ίδια κατηγορία.

Πάντως, μια τέτοια κατανομή σε κατηγορίες πρέπει να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, κατά την οποία απαγορεύεται να αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός εάν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς. Άλλωστε, το ποσό των προστίμων πρέπει τουλάχιστον να είναι ανάλογο σε σχέση με τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως. Για να ελεγχθεί αν μια κατανομή των μελών της συμπράξεως σε κατηγορίες συνάδει προς τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, πρέπει να ελεγχθεί αν η κατανομή αυτή έχει λογική συνοχή και δικαιολογείται αντικειμενικώς.

Συναφώς, η Επιτροπή, μολονότι δύναται να λαμβάνει υπόψη τα μερίδια αγοράς που κατέχει μια επιχείρηση, η οποία είναι μέλος συμπράξεως, κατά το τελευταίο πλήρες έτος της διαπιστωθείσας παραβάσεως, για να εκτιμήσει το μέγεθος και την οικονομική ισχύ της σε δεδομένη αγορά καθώς και την έκταση της παραβάσεως που διέπραξε, πρέπει, ωστόσο, να μεριμνά ούτως ώστε τα μερίδια αγοράς εκάστης των εμπλεκομένων επιχειρήσεων να αντικατοπτρίζουν σωστά την οικονομική κατάσταση όπως αυτή εμφανιζόταν κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως. Κατά γενικό κανόνα, όμως, στην περίπτωση παραβάσεων μακράς διαρκείας, μόνον όταν το τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως, όπως ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή, συμπίπτει με τη διάρκεια της συμμετοχής εκάστης εκ των επιχειρήσεων αυτών, τα σχετικά μερίδια αγοράς μπορούν να χρησιμεύσουν ως κρίσιμες ενδείξεις συναφώς και να παράσχουν τη δυνατότητα λήψεως αποτελεσμάτων όσο το δυνατόν συγκρίσιμων, κυρίως προκειμένου να καταταγούν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε κατηγορίες.

(βλ. σκέψεις 180-182, 184, 186)

14.    Η ύπαρξη απειλών και πιέσεων, που σκοπούν να ωθήσουν μια επιχείρηση να μετάσχει σε παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, δεν περιλαμβάνεται στις ελαφρυντικές περιστάσεις που απαριθμούνται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Οι πιέσεις που ασκούνται από επιχειρήσεις και έχουν ως σκοπό να ωθήσουν άλλες επιχειρήσεις να μετάσχουν σε παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης δεν απαλλάσσουν, όσο σημαντικές και αν είναι, την ενδιαφερόμενη επιχείρηση από την ευθύνη της για τη διαπραχθείσα παράβαση, ουδόλως τροποποιούν τη σοβαρότητα της συμπράξεως και δεν μπορούν να αποτελούν ελαφρυντική περίσταση για τον υπολογισμό των ποσών των προστίμων, δεδομένου ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση μπορούσε να καταγγείλει τις ενδεχόμενες πιέσεις στις αρμόδιες αρχές και να υποβάλει καταγγελία σ’ αυτές. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη τέτοιες απειλές ως ελαφρυντική περίσταση.

(βλ. σκέψεις 211-213)

15.    Μεταξύ των στοιχείων που μπορούν να αποκαλύψουν τον παθητικό ρόλο επιχειρήσεως στο πλαίσιο μιας συμπράξεως και να δικαιολογήσουν μείωση του προστίμου βάσει του σημείου 3, πρώτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, μπορούν να ληφθούν υπόψη ο χαρακτήρας ουσιωδώς πιο σποραδικός της συμμετοχής της στις συνεδριάσεις σε σχέση με τη συμμετοχή των άλλων μελών της συμπράξεως όπως και η καθυστερημένη είσοδος στην αγορά που αποτέλεσε το αντικείμενο της παραβάσεως, ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής της σ’ αυτή, ή ακόμη η ύπαρξη ρητών δηλώσεων υπό την έννοια αυτή που απορρέουν από εκπροσώπους τρίτων επιχειρήσεων οι οποίες συμμετείχαν στην παράβαση. Εξάλλου, ο«αποκλειστικά παθητικός ρόλος του μέλους μιας συμπράξεως συνεπάγεται ότι το εν λόγω μέλος έχει υιοθετήσει συγκρατημένη συμπεριφορά, δηλαδή έλλειψη ενεργού συμμετοχής στην κατάρτιση του ή των επιζήμιων για τον ανταγωνισμό συμφωνιών.

Συναφώς, δεν αρκεί ότι, κατά τη διάρκεια ορισμένων περιόδων της συμπράξεως ή σε σχέση με ορισμένες συμφωνίες της συμπράξεως, η οικεία επιχείρηση υιοθέτησε, ακόμη και αν αυτό υποτεθεί αποδεδειγμένο, χαμηλό προφίλ. Έτσι, το γεγονός ότι σε άλλες περιόδους η επιχείρηση αυτή προέβαινε στη σύγκληση των συσκέψεων, στην πρόταση ημερήσιας διατάξεως και στη διανομή προπαρασκευαστικών εγγράφων ενόψει των συσκέψεων είναι ασυμβίβαστο με τον παθητικό ρόλο ενός ουραγού ο οποίος υιοθετεί συγκρατημένη συμπεριφορά. Παρόμοιες πρωτοβουλίες είναι αποκαλυπτικές μιας ευνοϊκής και ενεργού συμμετοχής της προσφεύγουσας στην κατάρτιση, τη συνέχιση και τον έλεγχο της συμπράξεως.

Επιπλέον, άπαξ και μια επιχείρηση μετέσχε, έστω και χωρίς να διαδραματίσει ενεργό ρόλο, σε μία ή περισσότερες συσκέψεις με αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, πρέπει να θεωρηθεί ότι μετέσχε στη σύμπραξη, εκτός αν αποδείξει ότι αποστασιοποιήθηκε δημοσίως από την παράνομη συνεννόηση. Συγκεκριμένα, με την παρουσία της στις συσκέψεις, η επιχείρηση προσχωρεί ή, τουλάχιστον, δίδει την εντύπωση στους άλλους μετέχοντες ότι προσχωρεί κατ’ αρχήν στις θίγουσες τον ανταγωνισμό συμφωνίες που συνήφθησαν κατά τις συσκέψεις αυτές.

(βλ. σκέψεις 217-218, 220, 223, 225)

16.    Το σημείο 1 Α, πέμπτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ επιτρέπει στην Επιτροπή να αυξάνει τα πρόστιμα των επιχειρήσεων μεγάλου μεγέθους, αλλά δεν της επιβάλλει να μειώνει τα πρόστιμα των επιχειρήσεων μικρού μεγέθους. Το μέγεθος της επιχειρήσεως λαμβάνεται, συγκεκριμένα, υπόψη από το ανώτατο όριο που καθορίζει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και από τις διατάξεις των κατευθυντηρίων γραμμών. Πλην των δύο αυτών περιπτώσεων όπου λαμβάνεται υπόψη το μέγεθος, δεν υπάρχει κανένας λόγος διαφορετικής αντιμετωπίσεως των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων από τις άλλες επιχειρήσεις. Το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις είναι μικρού και μεσαίου μεγέθους δεν τις απαλλάσσει από το καθήκον τηρήσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

Εξάλλου, το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 δεν απαιτεί, όταν επιβάλλονται πρόστιμα σε πλείονες επιχειρήσεις που εμπλέκονται στην ίδια παράβαση, το ποσό του προστίμου που επιβάλλεται σε επιχείρηση μικρού ή μεσαίου μεγέθους να μην είναι ανώτερο, σε ποσοστό επί του κύκλου εργασιών, από αυτό των προστίμων που επιβάλλονται στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Πράγματι, από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, τόσο για τις μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις όσο και για τις επιχειρήσεις μεγαλυτέρου μεγέθους, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, για να καθοριστεί το ποσό του προστίμου, η σοβαρότητα και η διάρκεια της παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 226, 228, 260)

17.    Η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αναγνωρίσει την ύπαρξη ελαφρυντικής περιστάσεως λόγω μη έμπρακτης εφαρμογής παραβατικών συμφωνιών, δυνάμει του σημείου 3, δεύτερη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, παρά μόνον αν η επιχείρηση η οποία επικαλείται την έλλειψη έμπρακτης εφαρμογής της συμπράξεως μπορεί να αποδείξει ότι αντιτάχθηκε σαφώς και ουσιαστικώς στην εφαρμογή της συμπράξεως αυτής, σε σημείο που να διατάραξε αυτή καθαυτήν τη λειτουργία της, και ότι δεν προσχώρησε στη συμφωνία φαινομενικά και, ως εκ τούτου, ώθησε άλλες επιχειρήσεις να θέσουν σε εφαρμογή την εν λόγω σύμπραξη. Θα ήταν πράγματι υπερβολικά ευχερές για τις επιχειρήσεις να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο να υποχρεωθούν να καταβάλουν επαχθές πρόστιμο αν μπορούσαν να επωφελούνται από παράνομη σύμπραξη και να επιτυγχάνουν εν συνεχεία μείωση του προστίμου με την αιτιολογία ότι δεν διαδραμάτισαν παρά περιορισμένο ρόλο στην υλοποίηση της παραβάσεως, ενώ η στάση τους παρότρυνε άλλες επιχειρήσεις να συμπεριφερθούν κατά τρόπο βλαπτικότερο για τον ανταγωνισμό.

(βλ. σκέψεις 240-241)

18.    Στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν αναφέρεται ότι η Επιτροπή πρέπει συστηματικά να λαμβάνει υπόψη χωριστά εκάστη των ελαφρυντικών περιστάσεων που απαριθμούνται στο σημείο 3 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών. Επομένως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να χορηγεί αυτομάτως επιπλέον μείωση λόγω των περιστάσεων αυτών, δεδομένου ότι ο προσήκων χαρακτήρας τυχόν μειώσεως του προστίμου λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων.

(βλ. σκέψη 242)

19.    Το ανώτατο όριο του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, έχει ένα σκοπό διακεκριμένο και αυτοτελή σε σχέση με τον σκοπό των κριτηρίων της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως, δηλαδή να αποτραπεί η επιβολή προστίμων ως προς τα οποία είναι δυνατόν να προβλεφθεί ότι οι επιχειρήσεις, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους τους, όπως ορίζεται από τον συνολικό κύκλο εργασιών τους, έστω και κατά προσέγγιση και κατά ατελή τρόπο, δεν θα είναι σε θέση να καταβάλουν. Επομένως, το όριο αυτό εφαρμόζεται ομοιόμορφα σε όλες τις επιχειρήσεις και διαρθρώνεται ανάλογα με το μέγεθος εκάστης εξ αυτών και αποσκοπεί στην αποτροπή των προστίμων υπερβολικού και δυσανάλογου επιπέδου. Το όριο αυτό έχει ως μόνη δυνατή συνέπεια ότι το ποσό του προστίμου που υπολογίζεται επί τη βάσει των κριτηρίων της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως μειώνεται στο μέγιστο επιτρεπόμενο επίπεδο όταν υπερβαίνει αυτό το τελευταίο. Η εφαρμογή του υποδηλώνει ότι η οικεία επιχείρηση δεν καταβάλλει το σύνολο του προστίμου το οποίο, κατ’ αρχήν, θα οφειλόταν δυνάμει εκτιμήσεως στηριζομένης στα εν λόγω κριτήρια.

Περαιτέρω, το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να αναφερθεί, κατά τον υπολογισμό της, σε ενδιάμεσο ποσό ανώτερο του εν λόγω ορίου, εφόσον το τελικώς επιβαλλόμενο πρόστιμο δεν το υπερβαίνει. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υποχρεούται, σε οποιοδήποτε στάδιο εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, να εξασφαλίζει ότι τα ενδιάμεσα ποσά των προστίμων στα οποία καταλήγει αντανακλούν κάθε διαφοροποίηση μεταξύ των ολικών κύκλων εργασιών των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Άλλωστε, η Επιτροπή ομοίως δεν είναι υποχρεωμένη να διασφαλίσει ότι τα τελικά ποσά των προστίμων στα οποία καταλήγει ο υπολογισμός της για τις οικείες επιχειρήσεις αντικατοπτρίζουν όλες τις διαφορές μεταξύ τους ως προς τον κύκλο εργασιών τους.

(βλ. σκέψεις 257, 259)

20.    Η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη, κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, να λάβει υπόψη την ελλειμματική οικονομική κατάσταση μιας επιχειρήσεως, καθόσον η αναγνώριση μιας τέτοιας υποχρεώσεως θα κατέληγε να δώσει αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που είναι λιγότερο προσαρμοσμένες στις συνθήκες της αγοράς.

(βλ. σκέψη 258)

21.    Η πλήρης δικαιοδοσία, που το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 απονέμει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 229 ΕΚ, στο Γενικό Δικαστήριο, επιτρέπει στο δικαιοδοτικό αυτό όργανο, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, βάσει του οποίου μπορεί απλώς να απορριφθεί η προσφυγή ακυρώσεως ή να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, να υποκαταστήσει την εκτίμησή του στην εκτίμηση της Επιτροπής και, κατά συνέπεια, να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη πράξη, έστω και χωρίς ακύρωση, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία, προκειμένου, για παράδειγμα, να τροποποιήσει το ποσό του επιβληθέντος προστίμου, όταν το ζήτημα του ποσού υποβληθεί στην κρίση του.

Εκ φύσεως, ο καθορισμός ενός προστίμου από το Γενικό Δικαστήριο δεν αποτελεί ακριβή μαθηματική άσκηση. Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τους υπολογισμούς της Επιτροπής ούτε από τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ όταν αποφαίνεται δυνάμει της εξουσίας πλήρους δικαιοδοσίας, αλλά πρέπει να προβεί σε δική του εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

(βλ. σκέψεις 265-266)

22.    Τα πρόστιμα που επιβάλλονται λόγω παραβάσεων του άρθρου 81 ΕΚ, όπως προβλέπονται από το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, έχουν ως αντικείμενο να κολάσουν τις παράνομες πράξεις των σχετικών επιχειρήσεων και να αποτρέψουν τόσο τις εν λόγω επιχειρήσεις όσο και άλλους επιχειρηματίες από τη μελλοντική παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης περί ανταγωνισμού. Επομένως, η συνεκτίμηση του μεγέθους και των συνολικών πόρων της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι το πρόστιμο έχει επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα, στηρίζεται στην επιδιωκόμενη επίπτωση επί της εν λόγω επιχειρήσεως, δεδομένου ότι η κύρωση δεν πρέπει να είναι αμελητέα, υπό το πρίσμα, ιδίως, της οικονομικής δυνατότητας της επιχειρήσεως αυτής.

Επιπλέον, η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί να μην υπερβαίνουν οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων του ενός κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Συνεπώς, τα πρόστιμα δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, ήτοι σε σχέση με την τήρηση των κανόνων περί ανταγωνισμού, και το ποσό του επιβαλλόμενου σε μία επιχείρηση προστίμου για παράβαση σε υπόθεση ανταγωνισμού πρέπει να είναι ανάλογο με την παράβαση, εκτιμώμενη στο σύνολό της, λαμβάνοντας υπόψη, ειδικότερα, τη σοβαρότητα της παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 279-280)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 5ης Οκτωβρίου 2011 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ιταλική αγορά αποκτήσεως και πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καθορισμός των τιμών και κατανομή της αγοράς – Συμμετοχή στην παράβαση – Διάρκεια της παραβάσεως – Πρόστιμα – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών – Ίση μεταχείριση – Εξουσία πλήρους δικαιοδοσίας»

Στην υπόθεση T‑11/06,

Romana Tabacchi Srl, πρώην Romana Tabacchi SpA, με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους M. Siragusa και G. C. Rizza, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης, αρχικώς, από τους É. Gippini Fournier και F. Amato, στη συνέχεια, από τους É. Gippini Fournier και V. Di Bucci, και, τέλος, από τους É. Gippini Fournier και L. Malferrari,

καθής,

με αντικείμενο, αφενός, αίτημα περί μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως C(2005) 4012 τελικό της Επιτροπής, της 20ής Οκτωβρίου 2005, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] (υπόθεση COMP/C-38.281/B.2 – Ακατέργαστος καπνός – Ιταλία), και, αφετέρου, αίτημα περί μειώσεως του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, E. Cremona (εισηγήτρια) και S. Frimodt Nielsen, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Δεκεμβρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Romana Tabacchi Srl, είναι ιταλική εταιρία υπό εκκαθάριση, η οποία δραστηριοποιείται κυρίως στην πρώτη μεταποίηση ακατέργαστου καπνού. Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως, οι μόνοι μέτοχοι της προσφεύγουσας ήσαν το ζεύγος B., οι οποίοι κατείχαν –και κατέχουν ακόμη μέχρι σήμερα– από κοινού το σύνολο των μετοχών.

1.     Η διοικητική διαδικασία

2        Στις 15 Ιανουαρίου 2002 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απηύθυνε, επί τη βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), αιτήσεις παροχής πληροφοριών, σχετικά με την ιταλική αγορά ακατέργαστου καπνού, στις επαγγελματικές ενώσεις των ιταλικών επιχειρήσεων μεταποιήσεως και παραγωγής καπνού, ήτοι, αντιστοίχως, στην Associazione professionale trasformatori tabacchi italiani (APTI, Επαγγελματική ένωση των ιταλικών επιχειρήσεων μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού) και στην Unione italiana tabacco (Unitab, Ιταλική ένωση καπνού).

3        Στις 19 Φεβρουαρίου 2002 περιήλθε στην Επιτροπή αίτηση περί απαλλαγής από την επιβολή προστίμου εκ μέρους της Deltafina SpA, ιταλικής επιχειρήσεως μεταποιήσεως που είναι μέλος της APTI, κατ’ εφαρμογή της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας). Στις 6 Μαρτίου 2002 η Επιτροπή χορήγησε απαλλαγή υπό όρους στην Deltafina κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 15 της εν λόγω ανακοινώσεως.

4        Στις 4 Απριλίου 2002 περιήλθε στην Επιτροπή αίτηση περί απαλλαγής από την επιβολή προστίμου, επί τη βάσει της παραγράφου 8 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, και, επικουρικώς, αίτηση περί μειώσεως κάθε προστίμου, επί τη βάσει των παραγράφων 20 έως 27 της εν λόγω ανακοινώσεως, εκ μέρους της Dimon Italia Srl (θυγατρικής της Dimon Inc. που κατέστη η Mindo Srl), καθώς και αίτηση περί μειώσεως κάθε προστίμου, επί τη βάσει των ιδίων διατάξεων, εκ μέρους της Transcatab SpA (θυγατρικής της Standard Commercial Corp., στο εξής: SCC).

5        Στις 18 και 19 Απριλίου 2002 η Επιτροπή διενήργησε ελέγχους, επί τη βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού 17, στις εγκαταστάσεις της Dimon Italia και της Transcatab, καθώς και στις εγκαταστάσεις της Trestina Azienda Tabacchi SpA και της προσφεύγουσας.

6        Στις 8 Οκτωβρίου 2002 η Επιτροπή ενημέρωσε την Dimon Italia και την Transcatab ότι, δεδομένου ότι υπήρξαν η πρώτη και η δεύτερη, αντιστοίχως, επιχείρηση που προσκόμισαν αποδεικτικά της παραβάσεως στοιχεία υπό την έννοια της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, προετίθετο να τους χορηγήσει, κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας, μείωση του ποσού του προστίμου το οποίο θα τους επιβαλλόταν για τις παραβάσεις που ενδεχομένως θα διαπιστώνονταν.

7        Στις 25 Φεβρουαρίου 2004 η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση των αιτιάσεων, την οποία απηύθυνε σε δέκα επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων στην Deltafina, στην Dimon Italia, στην Transcatab και στην προσφεύγουσα (στο εξής: επιχειρήσεις μεταποιήσεως), καθώς και στις μητρικές εταιρίες ορισμένων από αυτές, ιδίως στις Universal Corp., Dimon και SCC. Οι αποδέκτες της ανακοινώσεως των αιτιάσεων είχαν πρόσβαση στον διοικητικό φάκελο, αντίγραφο του οποίου τους κοινοποιήθηκε σε CD‑ROM από την Επιτροπή, και υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις σε απάντηση των αιτιάσεων που διατύπωσε η Επιτροπή. Στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκε ακρόαση στις 22 Ιουνίου 2004.

8        Κατόπιν της εκδόσεως, στις 21 Δεκεμβρίου 2004, προσαρτήματος στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της 25ης Φεβρουαρίου 2004, διεξήχθη δεύτερη ακρόαση την 1η Μαρτίου 2005.

9        Κατόπιν διαβουλεύσεως με τη συμβουλευτική επιτροπή στον τομέα των συμπράξεων και των δεσποζουσών θέσεων και έχοντας υπόψη την τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 20 Οκτωβρίου 2005, την απόφαση C(2005) 4012 τελικό, της 20ής Οκτωβρίου 2005, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] (υπόθεση COMP/C.38.281/B.2 – Ακατέργαστος καπνός – Ιταλία) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Φεβρουαρίου 2006 (ΕΕ L 353, σ. 45).

2.     Η προσβαλλόμενη απόφαση

10      Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά, κατ’ αρχάς, μια οριζόντια σύμπραξη που ετέθη σε εφαρμογή από τις επιχειρήσεις μεταποιήσεως στην ιταλική αγορά ακατέργαστου καπνού (αιτιολογική σκέψη 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

11      Η Επιτροπή διαπίστωσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι, στο πλαίσιο της συμπράξεως αυτής, κατά το χρονικό διάστημα από το 1995 έως τις αρχές του 2002, οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως καθόρισαν τους όρους των εμπορικών συναλλαγών για την αγορά ακατέργαστου καπνού στην Ιταλία, τόσο για τις αγορές απευθείας από τους παραγωγούς όσο και για τις αγορές από «τρίτες εταιρίες συσκευασίας», κυρίως μέσω του καθορισμού των τιμών και του καταμερισμού της αγοράς (αιτιολογική σκέψη 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά, δεύτερον, και δύο άλλες παραβάσεις, που διακρίνονται από τη σύμπραξη που έθεσαν σε εφαρμογή οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως και οι οποίες τελέσθηκαν από τις αρχές του 1999 έως τα τέλη του 2001 και συνίσταντο, για την APTI, στον καθορισμό των συμβατικών τιμών τις οποίες θα διαπραγματευόταν, για λογαριασμό των μελών της, ενόψει της συνάψεως διεπαγγελματικών συμφωνιών με την Unitab, και, για την τελευταία, στον καθορισμό των τιμών τις οποίες θα διαπραγματευόταν με την APTI, για λογαριασμό των μελών της, ενόψει της συνάψεως των ίδιων συμφωνιών.

13      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι οι πρακτικές των επιχειρήσεων μεταποιήσεως συνιστούσαν ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 264 έως 269 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή καταλόγισε την ευθύνη για τη σύμπραξη στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως, καθώς και στην Universal, μητρική εταιρία της Deltafina, και στην Αlliance One International, Inc. (στο εξής: Alliance One), ως εταιρία που προήλθε από τη συγχώνευση των Dimon Inc. και SCC. Διαπίστωσε επίσης, στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η APTI και η Unitab είχαν παραβεί το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, καθόσον έλαβαν αποφάσεις σχετικά με τον καθορισμό των τιμών που θα διαπραγματεύονταν για λογαριασμό των μελών τους, ενόψει συνάψεως διεπαγγελματικών συμφωνιών.

15      Με το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμα στις μνημονευθείσες στη σκέψη 14 ανωτέρω επιχειρήσεις, καθώς και στις APTI και Unitab (βλ. σκέψη 42 κατωτέρω).

16      Στις αιτιολογικές σκέψεις 356 έως 404 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προέβη στον καθορισμό των προστίμων που θα επιβάλλονταν στους αποδέκτες της.

17      Τα ποσά των προστίμων καθορίστηκαν από την Επιτροπή με γνώμονα τη σοβαρότητα και τη διάρκεια των επίμαχων παραβάσεων, δηλαδή τα δύο κριτήρια τα οποία αναφέρουν ρητώς το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), και το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 (αιτιολογικές σκέψεις 356 και 357 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Καθορισμός του αρχικού ποσού των προστίμων

 Σοβαρότητα

18      Όσον αφορά τη σοβαρότητα της επίμαχης παραβάσεως, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, για να αξιολογηθεί ο παράγων αυτός, έπρεπε να λάβει υπόψη την ίδια τη φύση της παραβάσεως, τον πραγματικό της αντίκτυπο στην αγορά, εφόσον αυτός είναι δυνατόν να μετρηθεί, και την έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς (αιτιολογική σκέψη 365 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

19      Στη συνέχεια, η Επιτροπή ανέφερε ότι η παραγωγή ακατέργαστου καπνού στην Ιταλία αντιστοιχούσε στο 38 % της παραγωγής υπό ποσόστωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πράγμα το οποίο αντιπροσώπευε 67 338 εκατομμύρια ευρώ το 2001, δηλαδή το τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως (αιτιολογική σκέψη 366 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

20      Προκειμένου περί της φύσεως της παραβάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ήταν πολύ σοβαρή, διότι η παράβαση συνίστατο στον καθορισμό των τιμών αγοράς ποικιλιών ακατέργαστου καπνού στην Ιταλία και στην κατανομή των αγοραζομένων ποσοτήτων. Η Επιτροπή προσέθεσε, παραπέμποντας στο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά την ανάλυση του περιορισμού του ανταγωνισμού (αιτιολογικές σκέψεις 272 επ.), ότι μια σύμπραξη αφορώσα την πραγματοποίηση των αγορών μπορούσε να νοθεύσει τη βούληση των παραγωγών να επιτύχουν ορισμένη απόδοση, όπως επίσης να περιορίσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως στις αγορές επόμενων σταδίων. Τόνισε επίσης ότι τούτο ίσχυε κυρίως σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, όπου το προϊόν το οποίο αφορά η σύμπραξη, εν προκειμένω ο ακατέργαστος καπνός, αποτελεί ουσιώδη «εισροή» των δραστηριοτήτων που ασκούν οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη στα επόμενα στάδια, εν προκειμένω της πρώτης μεταποιήσεως καπνού και της πωλήσεως μεταποιημένου καπνού (αιτιολογικές σκέψεις 367 και 368 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

21      Στην αιτιολογική σκέψη 369 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παράβαση που διέπραξαν οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως έπρεπε να χαρακτηρισθεί πολύ σοβαρή.

 Διαφορετική μεταχείριση

22      Στις αιτιολογικές σκέψεις 370 έως 376 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα του «ειδικού βάρους» και της «αποτροπής». Συναφώς, ανέφερε ότι, κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, έπρεπε να ληφθούν υπόψη το «ειδικό βάρος κάθε επιχειρήσεως και οι πιθανές επιπτώσεις της παράνομης συμπεριφοράς της» (αιτιολογική σκέψη 370 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

23      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εκτίμησε ότι τα πρόστιμα έπρεπε να καθοριστούν σε συνάρτηση με τη θέση κάθε εμπλεκόμενου μέρους στην αγορά (αιτιολογική σκέψη 371 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

24      Συναφώς, η Επιτροπή θεώρησε ότι το αρχικό ποσό του προστίμου που θα επιβαλλόταν στην Deltafina έπρεπε να είναι το πιο υψηλό, δεδομένου ότι είναι ο μεγαλύτερος αγοραστής, με μερίδιο αγοράς που το 2001 ανήλθε περίπου στο 25 % (αιτιολογική σκέψη 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

25      Λαμβανομένων υπόψη των μικρότερων μεριδίων τους στη σχετική αγορά, μεταξύ 9 και 11 % περίπου το 2001, η Επιτροπή έκρινε ότι η Transcatab, η Dimon και η Romana Tabacchi «έπρεπε να ενταχθούν στην ίδια κατηγορία» και ότι το αρχικό ποσόν του προστίμου έπρεπε να είναι μικρότερο ως προς αυτές (αιτιολογική σκέψη 373 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

26      Εντούτοις, η Επιτροπή έκρινε ότι ένα αρχικό ποσόν που θα αντανακλούσε αποκλειστικά και μόνον τη θέση στην αγορά δεν θα επιδρούσε αρκούντως αποτρεπτικά στην Deltafina, την Dimon Italia (Mindo) και την Transcatab, διότι, παρά τον σχετικώς περιορισμένο κύκλο εργασιών τους, καθεμία ανήκει –ή, στην περίπτωση της Mindo, ανήκε στο παρελθόν– σε πολυεθνικούς ομίλους με σημαντική οικονομική και χρηματοπιστωτική ισχύ, οι οποίοι συγκαταλέγονταν μεταξύ των κυριοτέρων εμπόρων καπνού παγκοσμίως και δραστηριοποιούνταν σε διάφορα επίπεδα της καπνοβιομηχανίας και σε διάφορες γεωγραφικές αγορές (αιτιολογική σκέψη 374 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

27      Κατά συνέπεια, προκειμένου να καταστούν αποτρεπτικά τα πρόστιμα, η Επιτροπή έκρινε ότι έπρεπε να εφαρμόσει πολλαπλασιαστικό συντελεστή 1,5 –ήτοι προσαύξηση κατά 50 %– στο αρχικό ποσόν που καθορίσθηκε για την Deltafina και πολλαπλασιαστικό συντελεστή 1,25 –ήτοι προσαύξηση κατά 25 %– στο αρχικό ποσόν που καθορίσθηκε για την Dimon Italia (Mindo) και την Transcatab (αιτιολογική σκέψη 375 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

28      Επομένως, στην αιτιολογική σκέψη 376 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή καθόρισε το αρχικό ποσόν των προστίμων ως εξής:

–        Deltafina:          37,5 εκατομμύρια ευρώ·

–        Transcatab:          12,5 εκατομμύρια ευρώ·

–        Dimon Italia (Mindo):      12,5 εκατομμύρια ευρώ·

–        Romana Tabacchi: 10 εκατομμύρια ευρώ.

 Καθορισμός του βασικού ποσού των προστίμων

29      Στις αιτιολογικές σκέψεις 377 και 378 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα της διάρκειας της παραβάσεως.

30      Θεώρησε ότι η σύμπραξη που έθεσαν σε εφαρμογή οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως είχε αρχίσει στις 29 Σεπτεμβρίου 1995 και είχε παύσει να υφίσταται, κατά τις δηλώσεις τους, στις 19 Φεβρουαρίου 2002. Προκειμένου, ειδικότερα, για την προσφεύγουσα, η Επιτροπή εξέθεσε ότι είχε προσχωρήσει στη σύμπραξη τον Οκτώβριο του 1997 και ότι ανέστειλε τη συμμετοχή της από τις 5 Νοεμβρίου 1999 έως τις 29 Μαΐου 2001, για να επιστρέψει εκ νέου από τις 29 Μαΐου 2001 έως τις 19 Φεβρουαρίου 2002. Δεδομένου ότι η συμμετοχή της στην παράβαση διήρκεσε μόνον δύο έτη και οκτώ μήνες, η Επιτροπή έκρινε ότι ήταν σκόπιμη η εφαρμογή συντελεστή προσαυξήσεως 25 % στο αρχικό ποσό του προστίμου της, ενώ οι προσαυξήσεις του 60 % εφαρμόστηκαν στο αρχικό ποσό των προστίμων που επιβλήθηκαν στις άλλες επιχειρήσεις μεταποιήσεως.

31      Τα βασικά ποσά των προστίμων που επιβλήθηκαν στους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως καθορίσθηκαν, ως εκ τούτου, ως εξής:

–        Deltafina:           60 εκατομμύρια ευρώ·

–        Transcatab:           20 εκατομμύρια ευρώ·

–        Dimon Italia (Mindo):      20 εκατομμύρια ευρώ·

–        Romana Tabacchi: 12,5 εκατομμύρια ευρώ.

 Ελαφρυντικές περιστάσεις

32      Στις αιτιολογικές σκέψεις 380 έως 398 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον έπρεπε να ληφθούν υπόψη ελαφρυντικές περιστάσεις.

33      Όσον αφορά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή διευκρίνισε, στην αιτιολογική σκέψη 380 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «δεν [είχε] μετάσχει σε ορισμένες πτυχές της συμπράξεως (δηλαδή, πρωτίστως, σε αυτές που αφορούσαν τις απευθείας αγορές από τους παραγωγούς από τους οποίους είχε αρχίσει να αγοράζει περιορισμένες ποσότητες μόλις το 2000)». Επιπλέον, θεώρησε ότι, το 1997, όταν η προσφεύγουσα προσχώρησε στη σύμπραξη, το μερίδιό της στην αγορά ήταν μικρό. Τέλος, διευκρίνισε ότι η «συμπεριφορά της προσφεύγουσας [είχε] συχνά διαταράξει το αντικείμενο της συμπράξεως μέχρι σημείου ώστε οι λοιποί μετέχοντες [είχαν] καταλήξει να συζητούν μαζί για την αντίδραση που έπρεπε να προβάλουν έναντι της συμπεριφοράς αυτής».

34      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή αποφάσισε να μειώσει κατά 30 % το βασικό ποσό του προστίμου που επέβαλε στην προσφεύγουσα.

35      Όσον αφορά την κατάσταση της Dimon Italia και της Transcatab, η Επιτροπή απέρριψε όλα τους τα επιχειρήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων (αιτιολογικές σκέψεις 381 έως 384 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

36      Τέλος, η Επιτροπή έλαβε υπόψη την ιδιαίτερη περίπτωση της Deltafina και κατέληξε ότι έπρεπε να μειώσει το πρόστιμό της κατά 50 %, λόγω της συνεργασίας που παρέσχε (αιτιολογικές σκέψεις 385 έως 398 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

37      Η Επιτροπή καθόρισε το ποσό των προστίμων, κατόπιν της εφαρμογής των ελαφρυντικών περιστάσεων, ως εξής (αιτιολογική σκέψη 399 της προσβαλλομένης αποφάσεως):

–        Deltafina:          30 εκατομμύρια ευρώ·

–        Dimon Italia (Mindo): 20 εκατομμύρια ευρώ·

–        Transcatab:          20 εκατομμύρια ευρώ·

–        Romana Tabacchi: 8,75 εκατομμύρια ευρώ.

 Το προβλεπόμενο στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 ανώτατο όριο του προστίμου

38      Στις αιτιολογικές σκέψεις 400 έως 404 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε το αν έπρεπε να προσαρμόσει τα βασικά ποσά που υπολογίσθηκαν ως άνω για τους διάφορους αποδέκτες, προκειμένου να μην υπερβαίνουν το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

39      Συναφώς, έκρινε ότι το ποσό που προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα δεν έπρεπε να υπερβεί τα 2,05 εκατομμύρια ευρώ και ότι δεν χρειαζόταν να μειωθούν τα υπόλοιπα πρόστιμα βάσει της διατάξεως αυτής (αιτιολογικές σκέψεις 402 και 403 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας

40      Στις αιτιολογικές σκέψεις 405 έως 500 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απεφάνθη επί της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

41      Έχοντας διαπιστώσει ότι οι Dimon και Transcatab είχαν συμμορφωθεί προς τους όρους που τους επιβλήθηκαν κατ’ εφαρμογή της αιτήσεώς τους για μείωση του προστίμου, η Επιτροπή συνήγαγε από την αξιολόγηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων και από τη συνεργασία τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ότι εδικαιούντο το υψηλότερο ποσοστό μειώσεως το οποίο προβλέπεται εντός των κλιμάκων που τους ανακοινώθηκαν μετά την υποβολή των αιτήσεών τους για μείωση των προστίμων, ήτοι 50 % και 30 % αντιστοίχως (αιτιολογικές σκέψεις 492 έως 499 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Αντιθέτως, ουδεμία απαλλαγή ή μείωση προστίμου χορηγήθηκε στην Deltafina.

 Τελικό ποσόν των προστίμων

42      Δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή καθόρισε, με το άρθρο 2 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα ποσά των προστίμων που έπρεπε να επιβληθούν στις επιχειρήσεις και στις ενώσεις επιχειρήσεων που ήσαν αποδέκτες της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως εξής:

–        Deltafina και Universal, από κοινού και εις ολόκληρον: 30 εκατομμύρια ευρώ·

–        Dimon Italia (Mindo) και Alliance One: 10 εκατομμύρια ευρώ· η Alliance One International είναι υπεύθυνη εις ολόκληρον, ενώ η Mindo είναι υπεύθυνη από κοινού και εις ολόκληρον μόνον για ποσό ύψους 3,99 εκατομμυρίων ευρώ·

–        Transcatab και Alliance One, από κοινού και εις ολόκληρον: 14 εκατομμύρια ευρώ·

–        Romana Tabacchi: 2,05 εκατομμύρια ευρώ·

–        APTI: 1 000 ευρώ·

–        Unitab: 1 000 ευρώ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

43      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 19 Ιανουαρίου 2006, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

44      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την ίδια ημερομηνία (υπόθεση T‑11/06 R), η προσφεύγουσα υπέβαλε, βάσει του άρθρου 242 EΚ και του άρθρου 104 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με αντικείμενο, αφενός, την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και, αφετέρου, την απαλλαγή της προσφεύγουσας από την υποχρέωση συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως για την καταβολή του προστίμου, ως προϋποθέσεως για τη μη άμεση είσπραξή του.

45      Με διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουλίου 2006, T‑11/06 R, Romana Tabacchi κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II‑2491), ανεστάλη η υποχρέωση της προσφεύγουσας να συστήσει υπέρ της Επιτροπής τραπεζική εγγύηση για να αποφύγει την άμεση είσπραξη του προστίμου που της επιβλήθηκε με το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ενώ ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

46      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 64 του Κανονισμού του Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν εμπροθέσμως προς το αίτημα αυτό.

47      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 1ης Δεκεμβρίου 2010.

48      Με έγγραφα της 7ης και της 10ης Δεκεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα και η Επιτροπή συμμορφώθηκαν, αντιστοίχως, προς ένα μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου που διατάχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και προσκόμισαν έγγραφα.

49      Στις 19 Ιανουαρίου 2011 η Επιτροπή προσκόμισε, κατόπιν σχετικού αιτήματος του Γενικού Δικαστηρίου, και άλλα έγγραφα.

50      Στις 8 Φεβρουαρίου 2011 η προσφεύγουσα κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί των εγγράφων αυτών.

51      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον αφορά τον υπολογισμό του προστίμου που της επιβλήθηκε·

–        να μειώσει σημαντικά το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε·

–        να διατάξει κάθε άλλο μέτρο, περιλαμβανόμενης και της διεξαγωγής αποδείξεων, που το Γενικό Δικαστήριο θα μπορούσε να κρίνει πρόσφορο·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

52      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

53      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αντλείται από την παράλειψη διεξαγωγής έρευνας, από έλλειψη αιτιολογίας ή από τον παράλογο χαρακτήρα της αιτιολογίας, καθώς και από την παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, όσον αφορά την παράλειψη της Επιτροπής να λάβει υπόψη, ενόψει υπολογισμού του αρχικού ποσού του προστίμου, την έλλειψη πραγματικού αντικτύπου της συμπράξεως στην αγορά. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από τον παράλογο χαρακτήρα της αιτιολογίας και από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως κατά τη διαβάθμιση του αρχικού ποσού του προστίμου, προκειμένου να καταστεί ανάλογο προς το ειδικό βάρος της προσφεύγουσας. Ο τρίτος λόγος αντλείται από ελλιπή αιτιολογία και έρευνα, καθώς και από την παράβαση του βάρους αποδείξεως, όσον αφορά τη διαπίστωση της διάρκειας της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση. Ο τέταρτος λόγος αντλείται από ανεπαρκή μείωση του ποσού του προστίμου βάσει του ρόλου του «ταραχοποιού» της προσφεύγουσας, καθώς και από το γεγονός ότι δεν ελήφθησαν υπόψη άλλες ελαφρυντικές περιστάσεις. Ο πέμπτος λόγος αντλείται από τον ανεπιεική και δυσανάλογο χαρακτήρα του προστίμου σε σχέση με την περιουσιακή διάρθρωση και την πραγματική φοροδοτική ικανότητα της προσφεύγουσας υπό συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες.

54      Το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει, κατ’ αρχάς, τον πρώτο λόγο, στη συνέχεια τον τρίτο λόγο και, τέλος, τον δεύτερο, τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο.

1.     Επί του αιτήματος διεξαγωγής αποδείξεως διά μαρτύρων

55      Προκειμένου περί της εκτιμήσεως ως αποδεικτικών μέσων των δηλώσεων τις οποίες η προσφεύγουσα προσήρτησε στο δικόγραφο, επιβάλλεται η παρατήρηση, κατ’ αρχάς, ότι ο Κανονισμός Διαδικασίας δεν απαγορεύει στους διαδίκους να προσκομίζουν τέτοιες δηλώσεις. Πάντως, η αξιολόγηση των δηλώσεων αυτών ανήκει αποκλειστικά στο Γενικό Δικαστήριο, το οποίο μπορεί, εάν τα περιγραφόμενα σ’ αυτές πραγματικά περιστατικά είναι κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς, να διατάξει, ως αποδεικτικό μέσο, την ακρόαση, ως μάρτυρα, του συντάκτη ενός τέτοιου εγγράφου (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Τ-101/05 και Τ-111/05, BASF και UCB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4949, σκέψη 97). Εν προκειμένω, όμως, λαμβανομένων υπόψη των γραπτών υπομνημάτων των διαδίκων, των εγγράφων που έχουν τεθεί στον φάκελο της υποθέσεως και των αποτελεσμάτων της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει αρκούντως ενημερωθεί ώστε να αποφανθεί επί της υπό κρίση διαφοράς (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Νοεμβρίου 2006, Τ‑120/04, Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4441, σκέψη 80).

56      Επομένως, το αίτημα για διεξαγωγή αποδείξεων που υπέβαλε η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί.

2.     Επί του πρώτου λόγου που αντλείται από την παράλειψη διεξαγωγής έρευνας, από έλλειψη αιτιολογίας ή από τον παράλογο χαρακτήρα της αιτιολογίας, καθώς και από την παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, όσον αφορά την παράλειψη της Επιτροπής να λάβει υπόψη την έλλειψη πραγματικού αντικτύπου της συμπράξεως στην αγορά

 Επιχειρήματα των διαδίκων

57      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι, για τον υπολογισμό του αρχικού ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη ότι η σύμπραξη «δεν είχε πραγματικό αντίκτυπο στην αγορά». Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν άντλησε συνέπειες, αφενός, από τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 97 και 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως), κατά τις οποίες οι τιμές που καταβλήθηκαν στους παραγωγούς για τον ακατέργαστο καπνό αυξήθηκαν στην Ιταλία σε βαθμό σαφώς μεγαλύτερο από τον κοινοτικό μέσον όρο, και, αφετέρου, από το γεγονός ότι οι μετέχοντες στη σύμπραξη, καθόσον δεν αντιπροσώπευαν περισσότερο από το 55 % της αγοράς, παρέμεναν, αναπόφευκτα, εκτεθειμένοι στην έντονη ανταγωνιστική πίεση των επιχειρήσεων μεταποιήσεως που δεν προσχώρησαν στη συμφωνία.

58      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, κατά τον υπολογισμό του προστίμου, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθεί κατά τη λήψη των αποφάσεών της και την οποία επικυρώνει η νομολογία, να διακρίνει τις συμπράξεις που έχουν σημαντικό πραγματικό αντίκτυπο από αυτές που στερούνται αποτελεσμάτων ή των οποίων τα αποτελέσματα είναι περιορισμένα. Η Επιτροπή υπέχει, επομένως, «θετική υποχρέωση» να μετρήσει τον πραγματικό αντίκτυπο της συμπράξεως στην αγορά όταν καθορίζει τη σοβαρότητά της για να υπολογίσει το αρχικό ποσό των προστίμων. Η υποχρέωση να λάβει υπόψη τον «πραγματικό αντίκτυπο [της παραβάσεως] στην αγορά, εφόσον αυτός είναι δυνατόν να μετρηθεί» προκύπτει ρητώς από το κείμενο των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, [ΑΧ] (EE 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), από τις οποίες η Επιτροπή δεν μπορεί να αποστεί.

59      Ειδικότερα, για να εκτιμήσει τον πραγματικό αντίκτυπο μιας παραβάσεως στην αγορά, η Επιτροπή οφείλει να χρησιμοποιήσει ως μέτρο τον ανταγωνισμό που θα υφίστατο υπό κανονικές συνθήκες εάν δεν είχε διαπραχθεί η παράβαση. Επομένως, αφενός, στην περίπτωση σχετικών με τις τιμές συμπράξεων, θα πρέπει να διαπιστωθεί ότι οι συμφωνίες παρέσχον όντως τη δυνατότητα στις οικείες επιχειρήσεις να επιτύχουν υψηλότερο επίπεδο τιμών των συναλλαγών από εκείνο που θα ίσχυε χωρίς τη σύμπραξη. Αφετέρου, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη, στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς της, όλες τις αντικειμενικές συνθήκες της σχετικής αγοράς, συνεκτιμώντας το εκάστοτε οικονομικό πλαίσιο. Άλλωστε, η αξιολόγηση του αντικτύπου συμπράξεως επί των τιμών ουδόλως είναι αδύνατη και η Επιτροπή είναι σε θέση να πραγματοποιήσει μια τέτοια ανάλυση, όπως το αποδεικνύει η σχετική με τη λήψη αποφάσεων πρακτική της στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων.

60      Κατά την προσφεύγουσα, μια σχηματική και μηχανική αντίληψη του υπολογισμού των προστίμων που δεν λαμβάνει υπόψη τα συγκεκριμένα αποτελέσματα της παραβάσεως στην αγορά είναι αντίθετη και προς τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας. Η τήρηση της πρώτης αρχής επιβάλλει στην Επιτροπή να διαφοροποιεί τα πρόστιμα αναλόγως του συγκεκριμένου αντικτύπου που έχουν στην αγορά οι συμπράξεις, για τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις κατά περίπτωση. Η τήρηση της δεύτερης αρχής επιβάλλει να υπολογίζεται το πρόστιμο κατά τρόπον ώστε να τελεί σε λογική σχέση με τον πραγματικό αντίκτυπο της παράνομης συμπεριφοράς και, ειδικότερα, με τη ζημία που προκλήθηκε στους πελάτες και στους τελικούς καταναλωτές, η οποία δεν θα υφίστατο εν προκειμένω. Πράγματι, το επίπεδο της ζημίας αυτής συνιστά το πρώτο κριτήριο που διαχωρίζει τις συμπράξεις μεταξύ τους. Το πρόστιμο που επιβάλλεται για μια σύμπραξη της οποίας ο πραγματικός αντίκτυπος στην αγορά δεν είναι σημαντικός και δεν προκαλεί ζημία στους πελάτες των συμμετεχουσών επιχειρήσεων και στους καταναλωτές θα πρέπει να αντιστοιχεί στον ελάχιστο βαθμό της κλίμακας των προστίμων περιλαμβανομένων και προστίμων για τις «πολύ σοβαρές» παραβάσεις.

61      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, επιπλέον, την ορθότητα του επιχειρήματος της Επιτροπής ότι το ποσό των 20 εκατομμυρίων ευρώ, που παρατίθεται στο σημείο 1 A των κατευθυντηρίων γραμμών, αντιπροσωπεύει το ελάχιστο ποσό της βασικής κυρώσεως που εφαρμόζεται κατ’ αρχήν στην επιχείρηση η οποία κατέχει τη σημαντικότερη θέση στην αγορά που αφορά η παράβαση και όχι στο σύνολο των επιχειρήσεων που μετέχουν στη σύμπραξη. Άλλωστε, στην υπόθεση που κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως C(2004) 4030 τελικό της Επιτροπής, της 20ής Οκτωβρίου 2004, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] (υπόθεση COMP/C.38.238/B.2) – Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία), η οποία παρουσιάζει προφανείς αναλογίες με την υπόθεση που προκάλεσε την υπό κρίση προσφυγή, η Επιτροπή παρεξέκλινε από το ελάχιστο ποσό των 20 εκατομμυρίων ευρώ.

62      Επιπλέον, ο τυπικός χαρακτηρισμός που στηρίζεται στη διάκριση «σοβαρή/πολύ σοβαρή» δεν έχει τη σημασία που του αποδίδει η Επιτροπή, εφόσον το αντικείμενο των αιτιάσεων που προβάλλει η προσφεύγουσα είναι το τελικό αποτέλεσμα του υπολογισμού της Επιτροπής σε σχέση με τις κατευθυντήριες γραμμές. Άλλωστε, από τη νομολογία προκύπτει ότι, όταν οι συνέπειες στην αγορά είναι περιορισμένες, μια σχετική με τις τιμές σύμπραξη μπορεί επίσης να χαρακτηρισθεί ως «σοβαρή», αντί για «πολύ σοβαρή» παράβαση. Τέλος, για να ληφθεί υπόψη επαρκώς ο περιορισμένος αντίκτυπος της παραβάσεως στην αγορά, η Επιτροπή θα μπορούσε επίσης να περιορίσει το ποσό που καθορίστηκε επί τη βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως σε σχέση με το ελάχιστο ποσό που καθορίζεται συνήθως στην περίπτωση «πολύ σοβαρής» παραβάσεως.

63      Τέλος, ελλείψει αποδείξεων για τον συγκεκριμένο αντίκτυπο της συμπράξεως στην αγορά, το αρχικό ποσό του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου θα έπρεπε να καθοριστεί σε επίπεδο που αντιστοιχεί στον χαμηλότερο βαθμό της κλίμακας των καταλλήλων για τις συμπράξεις προστίμων.

64      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του ως άνω λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

65      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει πλείονες αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους, βάλλουν κατά του ότι η Επιτροπή, κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου, δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η σύμπραξη δεν είχε πραγματικό αντίκτυπο στην αγορά.

66      Συναφώς, πριν εξετάσει τις αιτιάσεις που προβάλλει η προσφεύγουσα, το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί αναγκαίο να υπενθυμίσει τις γενικές αρχές που διέπουν τον καθορισμό του ποσού των προστίμων στον τομέα των αντίθετων προς το άρθρο 81 ΕΚ συμπράξεων και, ειδικότερα, την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως.

 Γενικές εκτιμήσεις

67      Το άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, ΕΚ κηρύσσει ρητώς ως ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά τις συμφωνίες και τις εναρμονισμένες πρακτικές που συνίστανται στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής, ή στον περιορισμό ή τον έλεγχο της παραγωγής ή των αγορών. Οι παραβάσεις αυτού του είδους, ιδίως εφόσον πρόκειται για οριζόντιες συμπράξεις, χαρακτηρίζονται από τη νομολογία ως ιδιαιτέρως σοβαρές, στον βαθμό που συνεπάγονται ευθεία παρέμβαση στις ουσιώδεις παραμέτρους του ανταγωνισμού στην οικεία αγορά (απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑141/94, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑347, σκέψη 675) ή ως κατάφωρες παραβάσεις των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 1995, T‑148/89, Tréfilunion κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1063, σκέψη 109, και της 14ης Μαΐου 1998, T‑311/94, BPB de Eendracht κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1129, σκέψη 303).

68      Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου για παραβάσεις του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, εκτός από τη σοβαρότητα της παραβάσεως, και η διάρκειά της.

69      Κατά πάγια νομολογία, η σοβαρότητα των παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού πρέπει να αποδεικνύεται βάσει ικανού αριθμού στοιχείων όπως είναι, μεταξύ άλλων, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, τούτο δε χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. Ι‑5425, σκέψη 241· της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑534/07 P, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7415, σκέψη 54, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑125/07 P, C‑133/07 P, C‑135/07 P και C‑137/07 P, Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. Ι‑8681, σκέψη 91).

70      Προκειμένου να διασφαλίσει τη διαφάνεια και τον αντικειμενικό χαρακτήρα των αποφάσεών της με τις οποίες καθορίζει πρόστιμα για παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού, η Επιτροπή δημοσίευσε κατευθυντήριες γραμμές (πρώτη παράγραφος των κατευθυντηρίων γραμμών).

71      Οι κατευθυντήριες γραμμές είναι ένα μέσο που αποβλέπει στο να διευκρινισθούν, τηρουμένου του δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, τα κριτήρια που προτίθεται να εφαρμόσει η Επιτροπή στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των προστίμων, την οποία της απονέμει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Οι κατευθυντήριες γραμμές δεν συνιστούν τη νομική βάση της αποφάσεως περί επιβολής προστίμου, καθόσον αυτή στηρίζεται στον κανονισμό 1/2003, καθορίζουν ωστόσο, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, τη μεθοδολογία που η Επιτροπή δεσμεύτηκε να ακολουθεί για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων που επιβλήθηκαν με την απόφαση αυτή και κατοχυρώνουν, κατά συνέπεια, την ασφάλεια δικαίου των επιχειρήσεων (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψεις 209 έως 213, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑259/02 έως T‑264/02 και T‑271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑5169, σκέψεις 219 και 223).

72      Επομένως, οι κατευθυντήριες γραμμές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κανόνας δικαίου τον οποίο οφείλει να τηρεί σε κάθε περίπτωση η διοίκηση, πλην όμως περιέχουν κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προβάλλει δικαιολογητικούς λόγους (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψεις 209 και 210, και της 18ης Μαΐου 2006, C‑397/03 P, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑4429, σκέψη 91).

73      Ο αυτοπεριορισμός της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής που προκύπτει από την έκδοση των κατευθυντηρίων γραμμών δεν είναι, εντούτοις, ασυμβίβαστος με τη διατήρηση σημαντικού περιθωρίου εκτιμήσεως για το θεσμικό αυτό όργανο (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑44/00, Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2223, σκέψεις 246, 274 και 275). Πράγματι, το γεγονός ότι η Επιτροπή διευκρίνισε, με τις κατευθυντήριες γραμμές, την προσέγγισή της ως προς την αξιολόγηση της σοβαρότητας μιας παραβάσεως δεν αντιτίθεται στο να εκτιμήσει η Επιτροπή την εν λόγω παράβαση σφαιρικά, βάσει όλων των σχετικών περιστάσεων, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που δεν μνημονεύονται ρητώς στις κατευθυντήριες γραμμές (απόφαση Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 71 ανωτέρω, σκέψη 237).

74      Σύμφωνα με την προβλεπόμενη από τις κατευθυντήριες γραμμές μέθοδο, η Επιτροπή λαμβάνει ως αφετηρία για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων που προτίθεται να επιβάλει στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ένα ποσό καθοριζόμενο σε συνάρτηση με την «εγγενή» σοβαρότητα της παραβάσεως. Κατά την αξιολόγηση της εν λόγω σοβαρότητας της παραβάσεως, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η ίδια η φύση της παραβάσεως, ο πραγματικός αντίκτυπός της στην αγορά, εφόσον αυτός μπορεί να μετρηθεί, και η έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς (σημείο 1 Α, πρώτο εδάφιο).

75      Στο πλαίσιο αυτό, οι παραβάσεις κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες, ήτοι στις «ελαφριές παραβάσεις», για τις οποίες το προβλεπόμενο ύψος των προστίμων κυμαίνεται από 1 000 έως 1 εκατομμύριο ευρώ, στις «σοβαρές παραβάσεις», για τις οποίες το προβλεπόμενο ύψος των προστίμων κυμαίνεται από 1 εκατομμύριο έως 20 εκατομμύρια ευρώ, και στις «πολύ σοβαρές παραβάσεις», για τις οποίες το προβλεπόμενο ύψος των προστίμων υπερβαίνει τα 20 εκατομμύρια ευρώ (σημείο 1 Α, δεύτερο εδάφιο, πρώτη έως τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών). Όσον αφορά τις πολύ σοβαρές παραβάσεις, η Επιτροπή αποσαφηνίζει ότι πρόκειται κατά βάση για οριζόντιους περιορισμούς, π.χ. συνασπισμούς επιχειρήσεων με σκοπό τον έλεγχο των τιμών ή τον επιμερισμό των αγορών βάσει ποσοστώσεων, ή για άλλου είδους πρακτικές οι οποίες πλήττουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, όπως είναι εκείνες οι οποίες αποσκοπούν στη στεγανοποίηση των εθνικών αγορών, ή για καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσεως εκ μέρους επιχειρήσεων που αναπτύσσουν δραστηριότητα υπό καθεστώς οιονεί μονοπωλίου (σημείο 1 Α, δεύτερο εδάφιο, τρίτη περίπτωση των κατευθυντηρίων γραμμών).

76      Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι οι τρεις πτυχές της αξιολογήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως, οι οποίες μνημονεύθηκαν στη σκέψη 74 ανωτέρω, δεν έχουν το ίδιο βάρος στο πλαίσιο της σφαιρικής εξετάσεως. Η φύση της παραβάσεως διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο, ιδίως, για τον χαρακτηρισμό των παραβάσεων ως «πολύ σοβαρών» (απόφαση Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψη 101, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2010, T‑456/05 και T‑457/05, Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 137).

77      Αντιθέτως, ούτε ο πραγματικός αντίκτυπος στην αγορά ούτε η έκταση της γεωγραφικής αγοράς συνιστούν απαραίτητα στοιχεία για τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως πολύ σοβαρής στις περιπτώσεις οριζόντιων συμπράξεων που αποσκοπούν, ιδίως, όπως στην υπό κρίση διαφορά, στον καθορισμό των τιμών. Συγκεκριμένα, τα δύο αυτά κριτήρια, μολονότι συνιστούν στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, συγκαταλέγονται μεταξύ των υπολοίπων κριτηρίων για τους σκοπούς της συνολικής εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψεις 74 και 81, και αποφάσεις του Πρωτοδικείου Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 71 ανωτέρω, σκέψεις 240 και 311, και της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑73/04, Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2661, σκέψη 91).

78      Επομένως, κατά επίσης πάγια πλέον νομολογία, από τις κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ότι οι οριζόντιες συμπράξεις που αποβλέπουν ιδίως, όπως εν προκειμένω, στον καθορισμό των τιμών μπορούν, εκ της φύσεώς τους και μόνον, να χαρακτηρίζονται ως «πολύ σοβαρές», χωρίς να υποχρεούται η Επιτροπή να αποδείξει συγκεκριμένο αντίκτυπο της παραβάσεως στην αγορά (απόφαση Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψη 75· βλ. επίσης, συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουλίου 2005, T‑49/02 έως T‑51/02, Brasserie nationale κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3033, σκέψη 178, και της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4407, σκέψη 150).

79      Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, ενώ η περιγραφή των σοβαρών παραβάσεων μνημονεύει ρητώς τον αντίκτυπο στην αγορά, η περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων, αντιθέτως, δεν απαιτεί να υπάρχει συγκεκριμένος αντίκτυπος στην αγορά ή συνέπειες σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή (απόφαση Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψη 137· βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Brasserie nationale κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 78 ανωτέρω, σκέψη 178).

80      Επομένως, οι διάφορες αιτιάσεις που προβάλλει η προσφεύγουσα πρέπει να αναλυθούν υπό το πρίσμα των ως άνω νομολογιακών αρχών.

 Επί της παραλείψεως να ληφθεί υπόψη ο πραγματικός αντίκτυπος της συμπράξεως στην αγορά κατά τον καθορισμό του προστίμου

81      Η προσφεύγουσα προσάπτει κατ’ αρχάς στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη την έλλειψη πραγματικού αντικτύπου της συμπράξεως στην αγορά κατά τον υπολογισμό του αρχικού ποσού του προστίμου.

82      Πάντως, επιβάλλεται να τονισθεί, κατ’ αρχάς, ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση συνάγεται ότι η Επιτροπή καθόρισε το ύψος του επιβληθέντος στους διαφόρους αποδέκτες προστίμου βάσει της γενικής μεθόδου με την οποία έχει αυτοδεσμευθεί με τις κατευθυντήριες γραμμές, τούτο δε έστω και αν δεν μνημονεύει ρητώς τις ως άνω κατευθυντήριες γραμμές στην εν λόγω απόφαση.

83      Όσον αφορά, ειδικότερα, το είδος της επίμαχης παραβάσεως, διαπιστώνεται ότι η σύμπραξη μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως είχε ως αντικείμενο, ιδίως, τον από κοινού καθορισμό των τιμών που κατέβαλλαν οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως για τον ακατέργαστο καπνό, καθώς και την κατανομή των προμηθευτών και των ποσοτήτων ακατέργαστου καπνού. Τέτοιες πρακτικές συνιστούν οριζόντιους περιορισμούς του τύπου «καρτέλ τιμών» (συνασπισμός επιχειρήσεων με σκοπό τον έλεγχο των τιμών) κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών και είναι, επομένως, εξ ορισμού, «πολύ σοβαρές» παραβάσεις. Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 67 ανωτέρω, οι συμπράξεις του είδους αυτού χαρακτηρίζονται από τη νομολογία ως κατάφωρες παραβιάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού ή ως ιδιαιτέρως σοβαρές παραβάσεις, στον βαθμό που συνεπάγονται ευθεία παρέμβαση στις ουσιώδεις παραμέτρους του ανταγωνισμού στην οικεία αγορά.

84      Επομένως, εν προκειμένω, η Επιτροπή μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη, να χαρακτηρίσει τη σύμπραξη ως πολύ σοβαρή παράβαση επί τη βάσει της ίδιας της φύσεώς της, τούτο δε ανεξαρτήτως του συγκεκριμένου αντικτύπου στην αγορά (βλ. τη νομολογία της οποίας έγινε μνεία στις σκέψεις 76 και 77 ανωτέρω και, ιδίως, την απόφαση Erste Groupe Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψη 103).

85      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ισχυρίσθηκε, πάντως, αντιθέτως προς ό,τι είχε προβάλει με τα δικόγραφά της, ότι δεν αμφισβητούσε αυτόν καθ’ εαυτόν τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως πολύ σοβαρής. Κατά συνέπεια, διευκρίνισε το περιεχόμενο της αιτιάσεώς της ως εξής. Κατ’ ουσίαν, ισχυρίσθηκε ότι το όριο των 20 εκατομμυρίων ευρώ που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τις πολύ σοβαρές παραβάσεις εφαρμοζόταν στην αξία της συνολικής κυρώσεως για όλες τις επιχειρήσεις που έλαβαν μέρος στη σύμπραξη. Η Επιτροπή, δεδομένου ότι καθόρισε, εν προκειμένω, συνολικό αρχικό ποσό 55 εκατομμυρίων ευρώ για όλες τις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στη σύμπραξη, υπερέβη το εν λόγω ελάχιστο όριο. Για τον λόγο αυτόν, όφειλε να λάβει υπόψη την έλλειψη αντικτύπου της παραβάσεως στην αγορά και να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο υπερέβη το ελάχιστο όριο.

86      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι το επιχείρημα αυτό βασίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή. Πράγματι, από τη νομολογία προκύπτει ότι το ελάχιστο αρχικό ποσό των 20 εκατομμυρίων ευρώ που καθορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις πολύ σοβαρές παραβάσεις αναφέρεται σε μία μόνον επιχείρηση και όχι στο σύνολο των επιχειρήσεων που διέπραξαν την παράβαση (βλ., υπό την έννοια αυτή, τις αποφάσεις Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψεις 306 και 311· Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψη 81, και αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2008, Τ‑69/04, Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2567, σκέψη 187, και της 30ής Απριλίου 2009, Τ‑13/03, Nintendo και Nintendo of Europe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑947, σκέψη 44).

87      Άλλωστε, το συμπέρασμα ότι τα «προβλεπόμενα ποσά» των οποίων γίνεται μνεία στις κατευθυντήριες γραμμές αναφέρονται στο πρόστιμο που επιβάλλεται σε μία και μόνον επιχείρηση και όχι στο ποσό των προστίμων που επιβάλλονται σε όλες τις επιχειρήσεις που συμμετέχουν στη σύμπραξη επιρρωννύεται από τη συστηματική ερμηνεία του κειμένου των κατευθυντηρίων γραμμών. Πράγματι, ο όρος «βασικό ποσό» χρησιμοποιείται συστηματικά υπό την έννοια της εφαρμογής του στο πρόστιμο που πρέπει να επιβληθεί σε μία και μόνον επιχείρηση και όχι στο σύνολο των μελών της συμπράξεως. Αυτό προκύπτει, ιδίως, από το δεύτερο εδάφιο των κατευθυντηρίων γραμμών, κατά το οποίο η νέα μεθοδολογία στηρίζεται στον καθορισμό ενός βασικού ποσού στο οποίο εφαρμόζονται προσαυξήσεις και μειώσεις αναλόγως των επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων. Πάντως, οι περιστάσεις αυτές εφαρμόζονται σε κάθε επιχείρηση και όχι στο σύνολο των μελών της συμπράξεως, οπότε ο όρος «βασικό ποσό» δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στο πρόστιμο που επιβάλλεται σε μία και μόνον επιχείρηση. Ομοίως, το έκτο εδάφιο του σημείου 1 A των κατευθυντηρίων γραμμών, στο μέτρο που αναφέρει ότι «[οσάκις] πρόκειται για παραβάσεις στις οποίες εμπλέκονται περισσότερες επιχειρήσεις [...] θα είναι ενδεχομένως σκόπιμο να γίνεται στάθμιση, σε ορισμένες περιπτώσεις, των ποσών που προκύπτουν για καθεμιά από τις τρεις κατηγορίες [που ορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές]» επιβεβαιώνει ότι τα ποσά αυτά αναφέρονται στα ποσά των προστίμων που επιβάλλονται σε κάθε επιχείρηση που συμμετέχει στην παράβαση και όχι στο άθροισμα των ποσών αυτών. Τέλος, ορθώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εάν στο σημείο 1 A των κατευθυντηρίων γραμμών είχε πράγματι θελήσει να αναφερθεί, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα, στο ελάχιστο συνολικό ύψος των προστίμων που επιβάλλονται σε όλες τις επιχειρήσεις, θα είχε διευκρινίσει την προσέγγιση αυτή χρησιμοποιώντας ρητώς μια έκφραση όπως το «ελάχιστο ποσό των προστίμων που επιβάλλονται σε όλες τις επιχειρήσεις».

88      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή καθόρισε το αρχικό ποσό του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί στην προσφεύγουσα σε 10 εκατομμύρια ευρώ, πράγμα που αντιστοιχεί σε ποσό σαφώς μικρότερο του κατωτάτου ορίου των 20 εκατομμυρίων ευρώ, όπως προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές.

89      Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η συλλογιστική της Επιτροπής δεν εξηγεί τον λόγο για τον οποίο, στην υπόθεση που κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως C(2004) 4030 τελικό, τα αρχικά ποσά ήσαν σαφώς κατώτερα του προμνημονευθέντος ποσού των 20 εκατομμυρίων ευρώ. Πράγματι, όπως διευκρινίσθηκε από τη νομολογία, το ποσό των 20 εκατομμυρίων ευρώ που προβλέπει το σημείο 1 A, τρίτη περίπτωση, δεύτερο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών για τις πολύ σοβαρές παραβάσεις δεν συνιστά ελάχιστο όριο κάτω από το οποίο δεν επιτρέπεται μείωση (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψη 97· βλ., επίσης, απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Νοεμβρίου 2005, Τ‑52/02, SNCZ κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5005, σκέψη 42).

90      Δεύτερον, όσον αφορά ειδικά τη συνεκτίμηση του συγκεκριμένου αντικτύπου στην αγορά για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, για τον καθορισμό αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η διάρκεια των παραβάσεων, καθώς και όλα τα στοιχεία που προσφέρονται για την εκτίμηση της σοβαρότητάς τους, όπως η συμπεριφορά της κάθε επιχειρήσεως, ο ρόλος που διαδραμάτισε εκάστη εξ αυτών κατά τον καθορισμό των συμπεφωνημένων πρακτικών, το όφελος που άντλησαν από τις πρακτικές αυτές, το μέγεθός τους και η αξία των εμπορευμάτων που αφορά η σύμπραξη, καθώς και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν παραβάσεις τέτοιου είδους για τους σκοπούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 129, και Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψη 242). Επομένως, το αποτέλεσμα μιας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρακτικής δεν αποτελεί, καθ’ εαυτό, αποφασιστικό κριτήριο για τον προσδιορισμό του ενδεδειγμένου ύψους του προστίμου. Ειδικότερα, στοιχεία αναγόμενα στις προθέσεις ενδέχεται να είναι σημαντικότερα από εκείνα που αφορούν τις συνέπειες, ιδίως όταν πρόκειται για παραβάσεις εξ ορισμού σοβαρές, όπως η κατανομή των αγορών, στοιχείο που συντρέχει εν προκειμένω (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑194/99 P, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑10821, σκέψη 118· Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψη 96, και της 12ης Νοεμβρίου 2009, C‑554/08 P, Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 44).

91      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την ανάλυση του αφορώντος τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά τμήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως υιοθέτησαν συνειδητώς αντιβαίνουσα προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά, για την οποία τους επιβλήθηκαν κυρώσεις (βλ., μεταξύ άλλων, τις αιτιολογικές σκέψεις 124, 132, 133 και 141 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 363 και 473 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τούτο επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από το γεγονός ότι η σύμπραξη είχε απόρρητο χαρακτήρα.

92      Επιπλέον, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει επίσης ότι οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως επανειλημμένως συμφώνησαν επί πλειόνων μέτρων που απέβλεπαν στη διασφάλιση της πραγματικής λειτουργίας της συμπράξεως, όπως η αμοιβαία αποστολή των τιμολογίων των αντιστοίχων προμηθευτών τους (αιτιολογικές σκέψεις 122 και 129 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η υποχρέωση διαβουλεύσεως σε περιπτώσεις αγορών εκτός των συμφωνιών (αιτιολογική σκέψη 139 της προσβαλλομένης αποφάσεως), οι υποχρεώσεις ελέγχου των υπαλλήλων προκειμένου να αποτραπεί η εκ μέρους τους ανάληψη πρωτοβουλιών χωρίς τον αναγκαίο συντονισμό (αιτιολογική σκέψη 140 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συναφώς, από την αιτιολογική σκέψη 383 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή απέδειξε επίσης ότι η σύμπραξη είχε τεθεί σε εφαρμογή.

93      Επομένως, η υπό κρίση περίπτωση χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη όχι μόνο πολύ σοβαρής παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, αλλά και στοιχείων αναγομένων στις προθέσεις, όπως είναι αυτά των οποίων έγινε μνεία στις σκέψεις 91 και 92 ανωτέρω.

94      Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 376 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το αρχικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα αντιστοιχεί σε ποσό σαφώς κατώτερο εκείνου το οποίο θα μπορούσε η Επιτροπή, δυνάμει των κατευθυντήριων γραμμών, να προβλέψει για πολύ σοβαρές παραβάσεις.

95      Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί σφάλμα εκ μέρους της Επιτροπής κατά τον καθορισμό του προστίμου που της επιβλήθηκε, υπό την έννοια ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την υποτιθέμενη έλλειψη αντικτύπου της παραβάσεως στην αγορά, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αυτός μπορεί να μετρηθεί.

96      Τρίτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα πιθανά αποτελέσματα της παράνομης συμπεριφοράς κάθε εμπλεκόμενης επιχειρήσεως. Πράγματι, από την αιτιολογική σκέψη 370 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο να καθορίσει τα πρόστιμα σε συνάρτηση με τη θέση κάθε εμπλεκόμενου μέρους στην αγορά, προκειμένου να ληφθούν υπόψη, εκτός από το ειδικό βάρος του, και οι πιθανές επιπτώσεις της παράνομης συμπεριφοράς εκάστου εξ αυτών.

97      Από τη νομολογία όμως προκύπτει ότι το μερίδιο που κατέχει κάθε εμπλεκόμενη επιχείρηση στην αγορά, η οποία υπήρξε αντικείμενο περιοριστικής πρακτικής, συνιστά, ακόμα και όταν δεν αποδεικνύεται ότι η παράβαση έχει συγκεκριμένες επιπτώσεις στην αγορά, αντικειμενικό στοιχείο που παρέχει το ορθό μέτρο της ευθύνης εκάστης επιχειρήσεως όσον αφορά τη δυνητική βλαπτικότητα της πρακτικής αυτής για την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2004, T‑236/01, T‑239/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1181, σκέψεις 196 έως 198). Επομένως, κατά τη νομολογία, προκειμένου να προσδιορισθεί το ποσό του προστίμου, τα μερίδια αγοράς που κατέχει μια επιχείρηση αποτελούν πρόσφορα κριτήρια για τον καθορισμό της επιρροής που αυτή μπορεί να έχει ασκήσει επί της αγοράς (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 139, και Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψη 62).

98      Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, εν προκειμένω, κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου σε συνάρτηση με τα μερίδια αγοράς που κατείχε κάθε μέλος της συμπράξεως, η Επιτροπή χρησιμοποίησε ένα πρόσφορο κριτήριο, κατά τη νομολογία, προκειμένου να προσδιορίσει την επιρροή που μπορούσε να έχει επί της αγοράς η συμπεριφορά της προσφεύγουσας.

99      Τέταρτον, σε ό,τι αφορά τα μνημονευόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση στοιχεία τα οποία, κατά την προσφεύγουσα, αποδεικνύουν την απουσία επιπτώσεων της συμπράξεως στην αγορά, από τη νομολογία προκύπτει ότι, για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, είναι κρίσιμο το ζήτημα κατά πόσον οι μετέχοντες στη σύμπραξη έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν προκειμένου να υλοποιηθούν οι προθέσεις τους. Αυτό που συνέβη κατόπιν, στο επίπεδο των τιμών της αγοράς που επιτεύχθηκαν στην πραγματικότητα, ενδέχεται να έχει επηρεαστεί από άλλους παράγοντες, εκτός του ελέγχου των μετεχόντων στη σύμπραξη, οι δε μετέχοντες στη σύμπραξη δεν μπορούν να επικαλούνται υπέρ αυτών εξωγενείς παράγοντες που παρεμπόδισαν τις προσπάθειές τους, ανάγοντας τους παράγοντες αυτούς σε στοιχεία δικαιολογούντα μείωση του προστίμου (βλ. αποφάσεις Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 71 ανωτέρω, σκέψη 287, και Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψη 130 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

100    Επομένως, εν προκειμένω, εφόσον τα μέλη της συμπράξεως έλαβαν μέτρα προκειμένου να υλοποιήσουν τους επιζήμιους για τον ανταγωνισμό στόχους τους (βλ. σκέψεις 91 και 92 ανωτέρω), μια εξέλιξη των τιμών στην αγορά, όπως η μνημονευθείσα από την προσφεύγουσα αύξηση των τιμών του καπνού, δεν μπορεί να δικαιολογεί από μόνη της μείωση του προστίμου. Πράγματι, δεν αποκλείεται ότι, χωρίς τη σύμπραξη, η αύξηση των τιμών θα ήταν πιο σημαντική από την προαναφερθείσα αύξηση.

101    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η δραστηριότητα και η σταθερότητα της συμπράξεως διαταράχθηκαν συχνά από την προσφεύγουσα, πράγμα το οποίο ενισχύει, κατ’ αυτήν, την υπόθεση της ελλείψεως συνεπειών της παραβάσεως στην αγορά, αρκεί η παρατήρηση ότι η «διαταράσσουσα» συμπεριφορά της προσφεύγουσας σε σχέση με τη σύμπραξη εκτιμήθηκε από την Επιτροπή ως ελαφρυντική περίσταση (αιτιολογική σκέψη 380 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Επί της παραβιάσεως των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας

102    Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, την υποτιθέμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως υπάρχει μόνον όταν παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός εάν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1984, 106/83, Sermide, Συλλογή 1984, σ. 4209, σκέψη 28, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Τ-161/05, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑3555, σκέψη 79).

103    Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, απλώς, ότι η τήρηση της αρχής ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει στην Επιτροπή να διαφοροποιήσει τα πρόστιμα ανάλογα με τον πραγματικό αντίκτυπο των συμπράξεων στην αγορά, οι οποίες τιμωρούνται κατά περίπτωση. Δεν διευκρινίζει, ωστόσο, κατά τι η Επιτροπή παραβίασε εν προκειμένω την αρχή αυτή ως προς την προσφεύγουσα. Άλλωστε, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, αποφάσεις που αφορούν άλλες υποθέσεις, τις οποίες η προσφεύγουσα δεν μνημονεύει καν, έχουν ενδεικτικό απλώς χαρακτήρα όσον αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως, δεδομένου ότι είναι ελάχιστα πιθανόν ότι οι συνθήκες που συνδέονται ειδικά με αυτές, όπως οι σχετικές αγορές, τα οικεία προϊόντα, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, είναι οι ίδιες (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8935, σκέψεις 201 και 205· της 7ης Ιουνίου 2007, C‑76/06 P, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4405, σκέψη 60, και αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 2009, Τ-12/03, Itochu κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑883, σκέψη 124).

104    Όσον αφορά, στη συνέχεια, την υποτιθέμενη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή αυτή απαιτεί να μην υπερβαίνουν οι πράξεις των θεσμικών οργάνων τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων του ενός κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-331/88, Fedesa κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. Ι-4023, σκέψη 13, και της 5ης Μαΐου 1998, C‑180/96, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2265, σκέψη 96· απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Τ-30/05, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 223).

105    Στο πλαίσιο των διαδικασιών που κινεί η Επιτροπή για την επιβολή κυρώσεων για τις παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, η εφαρμογή της αρχής αυτής συνεπάγεται ότι τα πρόστιμα δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, ήτοι σε σχέση με την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού, και το ποσό του επιβαλλόμενου σε μία επιχείρηση προστίμου για παράβαση σε υπόθεση ανταγωνισμού πρέπει να είναι ανάλογο με την παράβαση, εκτιμώμενη στο σύνολό της, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη τη σοβαρότητα της παραβάσεως (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, Τ‑67/00, Τ‑68/00, Τ‑71/00 και Τ‑78/00, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. ΙΙ-2501, σκέψη 532, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 104 ανωτέρω, σκέψεις 223 και 224 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, η αρχή της αναλογικότητας συνεπάγεται ότι η Επιτροπή οφείλει να καθορίζει το πρόστιμο κατ’ αναλογία προς τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως και ότι οφείλει, επ’ αυτού, να εφαρμόζει τα εν λόγω στοιχεία κατά τρόπο συνεπή και αντικειμενικώς δικαιολογημένο (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑43/02, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3435, σκέψεις 226 έως 228, και της 28ης Απριλίου 2010, T‑446/05, Amann & Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 171).

106    Πάντως, επιβάλλεται, συναφώς, η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την έλλειψη βλάβης των πελατών και των τελικών καταναλωτών στην οποία προτίθεται να θεμελιώσει την αιτίασή της περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας. Πράγματι, τα στοιχεία που επικαλέστηκε στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως δεν παρέχουν τη δυνατότητα αποδείξεως της ελλείψεως συνεπειών, στο μέτρο που τα στοιχεία αυτά μπορούν να έχουν επηρεαστεί από άλλους παράγοντες (βλ. σκέψεις 99 και 100 ανωτέρω).

107    Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας καθορίζοντας το αρχικό ποσό του προστίμου σε 10 εκατομμύρια ευρώ, εφόσον η παράβαση αυτή συνιστά πολύ σοβαρή και εκ προθέσεως παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού. Ο σύμφωνος προς την αρχή της αναλογικότητας χαρακτήρας του αρχικού ποσού που επιβλήθηκε εν προκειμένω επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το εν λόγω ποσόν καθορίστηκε σε επίπεδο σαφώς χαμηλότερο από το ελάχιστο όριο που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές γι’ αυτό το είδος συμπράξεως.

 Επί της ελλείψεως αιτιολογίας και επί του παράλογου χαρακτήρα της

108    Όσον αφορά την υπό κρίση αιτίαση, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η προσφεύγουσα προέβαλε την έλλειψη αιτιολογίας ή τον παράλογο χαρακτήρα της στον τίτλο του λόγου ακυρώσεως, χωρίς ωστόσο να αναπτύξει κάποιο επιχείρημα προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής στο σώμα του λόγου ακυρώσεως. Απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι προέβαλε την ύπαρξη παράλογης αιτιολογίας, καθόσον η Επιτροπή είχε επιβάλει κύρωση ανώτερη του ελαχίστου ορίου που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές, χωρίς να αναλύσει τον αντίκτυπο της συμπράξεως στην αγορά.

109    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, κατ’ αρχάς, ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του καθορισμού προστίμων λόγω παραβιάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού, η υποχρέωση αιτιολογήσεως πληρούται εφόσον η Επιτροπή εκθέτει στην απόφασή της τα στοιχεία εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε για να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως. Όσον αφορά απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμα σε πλείονες επιχειρήσεις, το εύρος της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται, μεταξύ άλλων, υπό το πρίσμα του στοιχείου ότι η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποτιμάται με γνώμονα μεγάλο αριθμό στοιχείων, όπως, μεταξύ άλλων, οι προσιδιάζουσες στην υπόθεση περιστάσεις, η συγκυρία και το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων, και τούτο χωρίς να έχει καταρτιστεί υποχρεωτικός ή εξαντλητικός πίνακας κριτηρίων τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑8375, σκέψεις 463 και 465).

110    Εν προκειμένω, η Επιτροπή ανέφερε, στις αιτιολογικές σκέψεις 365 έως 376 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα στοιχεία που έλαβε υπόψη κατά τον καθορισμό των αρχικών ποσών των προστίμων που επιβλήθηκαν στις διάφορες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Η Επιτροπή ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα κριτήρια βάσει των οποίων, αφενός, εκτίμησε, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές, τη σοβαρότητα της παραβάσεως και, αφετέρου, καθόρισε, εν συνεχεία, το αρχικό ποσό κατατάσσοντας τις επιχειρήσεις ανάλογα με τη σημασία τους στην αγορά, όπως καθορίζεται από το μερίδιό τους της αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη το ειδικό βάρος κάθε επιχειρήσεως και τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της παράνομης συμπεριφοράς τους. Επομένως, πληρώθηκαν οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία αναφορικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

111    Τέλος, στο μέτρο που διαπιστώθηκε (βλ. σκέψη 88 ανωτέρω) ότι η Επιτροπή καθόρισε το αρχικό ποσό του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί στην προσφεύγουσα σε ποσό σαφώς χαμηλότερο του ελαχίστου ορίου που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τις πολύ σοβαρές παραβάσεις, το επιχείρημα που αντλείται από την παράλογη αιτιολογία δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

112    Υπό το πρίσμα των προηγουμένων σκέψεων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

3.     Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πλημμέλειες σχετικά με την αιτιολογία και την έρευνα καθώς και από την παράβαση του βάρους της αποδείξεως, ως προς τη διάρκεια της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην προβαλλόμενη παράβαση

 Επιχειρήματα των διαδίκων

113    Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή, καθορίζοντας σε δύο έτη και οκτώ μήνες –δηλαδή από τον Οκτώβριο του 1997 μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου 2002, με μια διακοπή από τις 5 Νοεμβρίου 1999 έως τις 29 Μαΐου 2001–, τη διάρκεια της συμμετοχής της στη σύμπραξη, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών. Συναφώς, υπενθυμίζει ότι προέβαλε, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι η συμμετοχή της στη σύμπραξη διακόπηκε τον Φεβρουάριο του 1999 χωρίς ποτέ να επαναληφθεί στη συνέχεια. Επομένως, η διάρκεια της συμμετοχής της στη σύμπραξη ήταν λίγο μεγαλύτερη από ένα έτος. Προσάπτει επίσης στην Επιτροπή ότι στήριξε τα συμπεράσματά της σε απρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία και ότι δεν παρέσχε επαρκή αιτιολογία συναφώς.

114    Προκειμένου, πρώτον, για το τελικό στάδιο της πρώτης περιόδου της συμμετοχής της στη σύμπραξη, η προσφεύγουσα φρονεί ότι πρέπει να γίνουν δεκτά τα εξής:

–        σε αντιδιαστολή προς πάγια νομολογία, στις αιτιολογικές σκέψεις 157 έως 201 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν γίνεται μνεία αποδεικτικού στοιχείου σχετικού με τη συμμετοχή της σε συνεδριάσεις ή σε άλλες δραστηριότητες κατά τη διάρκεια του έτους 1999·

–        από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή προκύπτει ότι η τελευταία συνεδρίαση στην οποία συμμετείχε η προσφεύγουσα ήταν αυτή της 14ης Δεκεμβρίου 1998 (αιτιολογική σκέψη 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως)· επιπλέον, ένα εσωτερικό υπόμνημα της Dimon Italia, το οποίο έφερε ημερομηνία 20 Οκτωβρίου 1998 (αιτιολογική σκέψη 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και δεν έλαβε υπόψη η Επιτροπή, αναφέρει ότι, από τις 16 Οκτωβρίου 1998, οι «πολυεθνικές» διαμαρτύρονταν λόγω του ότι η προσφεύγουσα αγνοούσε τους κανόνες συμπεριφοράς που επέβαλλε η σύμπραξη·

–        παρά το γεγονός ότι το 1999 η σύμπραξη ήταν πολύ δραστήρια, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι η προσφεύγουσα συμμετείχε σ’ αυτή· πράγματι, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση: i) οι άλλες επιχειρήσεις μεταποιήσεως, δηλαδή η Deltafina, η Transcatab, η Dimon Italia και η Trestina Azienda Tabacchi, άσκησαν συνεχείς πιέσεις στην APTI προκειμένου να επηρεάσει τις διαπραγματεύσεις ενόψει της συνάψεως διεπαγγελματικών συμφωνιών (αιτιολογική σκέψη 165 της προσβαλλομένης αποφάσεως)· ii) το 1999 πραγματοποιήθηκαν διάφορες συσκέψεις της συμπράξεως μεταξύ της Deltafina, της Transcatab και της Dimon Italia, στις οποίες συγκαταλέγονται, ιδίως, ορισμένες ιδιαιτέρως σημαντικές τον Οκτώβριο, χωρίς η προσφεύγουσα ούτε να συμμετάσχει ούτε να κληθεί να συμμετάσχει (αιτιολογική σκέψη 184 της προσβαλλομένης αποφάσεως)· iii) ένα υπόμνημα που αφορά τις ποικιλίες ακατέργαστου καπνού Bright και Burley εγκρίθηκε μόνον από ορισμένες επιχειρήσεις μεταποιήσεως (αιτιολογική σκέψη 186 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

115    Προκειμένου, δεύτερον, για το χρονικό διάστημα από τις 29 Μαΐου 2001 έως τις 19 Φεβρουαρίου 2002, η προσφεύγουσα παρατηρεί τα εξής:

–        η καθοριστική απόδειξη της επαναλήψεως της συμμετοχής της στη σύμπραξη ήταν η παραλαβή τηλεομοιοτυπίας, η οποία απεστάλη στις 29 Μαΐου 2001 από την Deltafina και ανέφερε την τιμή στην οποία η εταιρία αυτή θα υπέγραφε τις συμβάσεις για την ποικιλία Bright με τις ενώσεις των παραγωγών· η κοινοποίηση αυτή δεν είχε, πάντως, χαρακτήρα επιζήμιο για τον ανταγωνισμό· πράγματι, επρόκειτο για μεμονωμένη επαφή, που αποσκοπούσε στο να μπορέσει να υπερβεί τη δυσκολία κατανοήσεως των αξιών της αγοράς που επικρατούσαν στις συμβάσεις μεταξύ καλλιεργητών και μεταποιητών, η διαδικασία συνάψεως των οποίων ρυθμιζόταν από τους κανόνες της κοινής γεωργικής πολιτικής, η οποία είχε αποτελέσει το αντικείμενο σημαντικών τροποποιήσεων·

–        οι εμπορικές πρωτοβουλίες που ανέλαβε η προσφεύγουσα παρακολουθούνταν προσεκτικά κατά τις συνεδριάσεις της συμπράξεως, στις οποίες δεν συμμετείχε (αιτιολογική σκέψη 209 της προσβαλλομένης αποφάσεως)· επιπλέον, οι σχέσεις της συμπράξεως με την προσφεύγουσα περιλαμβάνονταν μάλιστα σε ημερήσια διάταξη που απηύθυνε η Dimon Italia στην Deltafina και στην Transcatab και η οποία προτάθηκε για συνεδρίαση η οποία επρόκειτο να διεξαχθεί στις 18 Σεπτεμβρίου 2001, δηλαδή μετά την ημερομηνία παραλαβής της εν λόγω τηλεομοιοτυπίας (αιτιολογική σκέψη 212 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        η υποτιθέμενη συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη είχε περιορισθεί, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις της Transcatab κατά τον έλεγχο που πραγματοποιήθηκε στις 18 Απριλίου 2002, σε δύο συνεδριάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2001 και της 8ης Ιανουαρίου 2002· η προσφεύγουσα είχε μετάσχει στις συνεδριάσεις αυτές, διότι η Deltafina, η Dimon Italia και η Transcatab την κάλεσαν να ενεργήσει ως «διαμεσολαβητής» προκειμένου να αρθούν οι αντιρρήσεις της «κοινοπραξίας προστασίας και αξιοποιήσεως του καπνού Burley Campano» (στο εξής: κοινοπραξία Burley) για την εισαγωγή ενός συστήματος δημοπρασιών για την πώληση του καπνού, το οποίο προωθούσαν η Unitab και η APTI και του οποίου τη διαχείριση ανέλαβε η επιτροπή εθνικής διαχειρίσεως του καπνού Burley (στο εξής: Cogentab)· από την πλευρά της, η προσφεύγουσα κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη στη συνεδρίαση της 8ης Ιανουαρίου 2002 (αιτιολογική σκέψη 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως), της οποίας είχε προηγηθεί, την παραμονή, άλλη συνεδρίαση, κατά τη διάρκεια της οποίας η Deltafina, η Dimon Italia και η Transcatab συζήτησαν προφανώς μεταξύ τους, ενώ απουσίαζαν η προσφεύγουσα και οι προμηθευτές που είχαν προσχωρήσει στην κοινοπραξία Burley, για την κοινή στάση που θα υιοθετούσαν κατά τις διαπραγματεύσεις, την επόμενη ημέρα.

116    Η Επιτροπή εκθέτει, πρώτον, ότι έλαβε υπόψη την ημερομηνία της 5ης Νοεμβρίου 1999 ως ημερομηνία κατά την οποία η προσφεύγουσα διέκοψε τη συμμετοχή της στη σύμπραξη, διότι ένα χειρόγραφο σημείωμα του υπευθύνου αγορών της Deltafina, σχετικά με συνεδρίαση της ίδιας ημερομηνίας, κατεδείκνυε ότι η προσφεύγουσα είχε εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη ως οντότητα εξωτερική, πλέον, σε σχέση με τη σύμπραξη.

117    Συναφώς, απορρίπτει την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας ότι η ημερομηνία που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τη διακοπή της συμμετοχής της στη σύμπραξη είναι η 14η Δεκεμβρίου 1998 (ημερομηνία της τελευταίας συνεδριάσεως της συμπράξεως στην οποία είχε συμμετάσχει), ή πρέπει να καθοριστεί επί τη βάσει του εσωτερικού υπομνήματος της Dimon Italia, της 20ής Οκτωβρίου 1998, του οποίου γίνεται μνεία στην αιτιολογική σκέψη 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, αφενός, η προσφεύγουσα αναγνώρισε η ίδια, με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι είχε μετάσχει στη σύμπραξη τουλάχιστον μέχρι τον Φεβρουάριο του 1999, και, αφετέρου, το εν λόγω υπόμνημα της Dimon Italia δεν μπορεί να συνιστά απόδειξη περί της διακοπής της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη το 1998, δεδομένου ότι, κατά πάγια νομολογία, μέχρις ότου μια επιχείρηση αποστασιοποιηθεί δημοσίως από το περιεχόμενο των συνεδριάσεων, παραμένει πλήρως υπεύθυνη για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη. Επομένως, ελλείψει αποδείξεων συναφώς, η προσβαλλόμενη απόφαση ορθώς διαπίστωσε ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη εξακολούθησε τουλάχιστον μέχρι τις 5 Νοεμβρίου 1999.

118    Δεύτερον, η Επιτροπή εκθέτει ότι θεώρησε την 29η Μαΐου 2001 ως την ημερομηνία κατά την οποία η προσφεύγουσα άρχισε εκ νέου να συμμετέχει στη σύμπραξη, διότι κατά την ημέρα εκείνη η προσφεύγουσα έλαβε τηλεομοιοτυπία που της κοινοποιούσε την τιμή στην οποία η Deltafina επρόκειτο να υπογράψει τις συμβάσεις με τις ενώσεις παραγωγών.

119    Η κοινοποίηση αυτή μεταξύ ανταγωνιστών συνιστά απόδειξη της επανενάρξεως της συμμετοχής της στη σύμπραξη, λαμβανομένου υπόψη ότι ήταν ήδη μέλος της συμπράξεως το 1999 και ότι, λίγο αργότερα, δηλαδή στις 16 Νοεμβρίου 2001, επρόκειτο να αρχίσει εκ νέου να μετέχει στις συνεδριάσεις της συμπράξεως.

120    Επιπλέον, η Επιτροπή απορρίπτει, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, την άποψη της προσφεύγουσας ότι το δικόγραφο της προσφυγής καθιστά σαφή την πρόθεσή της να αμφισβητήσει όχι μόνο τη διάρκεια της προσχωρήσεως, αλλά και το ίδιο το γεγονός της επαναπροσχωρήσεως στη σύμπραξη κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ του Μαΐου 2001 και των αρχών του 2002. Η Επιτροπή φρονεί, πρώτον, ότι μόλις με το υπόμνημα απαντήσεως η προσφεύγουσα αμφισβητεί για πρώτη φορά τον παράνομο χαρακτήρα των εν λόγω συνεδριάσεων, αρνούμενη ότι προσχώρησε στη σύμπραξη το 2001. Η αιτίαση αυτή προβάλλεται απαραδέκτως, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας. Δεύτερον, η Επιτροπή φρονεί ότι η αιτίαση είναι, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμη. Πράγματι, η δήλωση της Transcatab της 18ης Απριλίου 2002 (έγγραφο υπ’ αριθ. 38281/03488) περιλαμβάνει έναν κατάλογο των διαφόρων συνεδριάσεων που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των μελών της συμπράξεως, στον οποίον η συνεδρίαση της 16ης Νοεμβρίου 2001 αναφέρεται ως «κλειστή» συνεδρίαση (τύπος συνεδριάσεως στην οποία μετέχουν οι διευθύνοντες σύμβουλοι) και αυτή της 8ης Ιανουαρίου 2002 ως συνεδρίαση «εργασίας» (τύπος συνεδριάσεως στην οποία μετέχουν οι υπεύθυνοι για τις αγορές). Κατά την Επιτροπή, οι δύο αυτές συνεδριάσεις είχαν, επομένως, χαρακτήρα και αντικείμενο που έθιγαν τον ανταγωνισμό και ενέπιπταν, κατά συνέπεια, στις δραστηριότητες της συμπράξεως. Το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων αυτών, συζητήθηκε και η πιθανότητα να καθιερωθεί σύστημα πωλήσεως καπνού μέσω δημοπρασιών δεν υποδηλώνει, κατ’ ανάγκη, ότι δεν συζητούνταν ζητήματα σχετικά με τη σύμπραξη ούτε ότι η προσφεύγουσα δεν εμπλεκόταν στις συζητήσεις αυτές. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε καμία απόδειξη περί του ότι αποστασιοποιήθηκε δημοσίως, κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων αυτών, από τις συζητήσεις που είχαν αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό.

121    Τρίτον, η Επιτροπή φρονεί ότι, εν πάση περιπτώσει, ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής. Πράγματι, ακόμη και αν ο λόγος αυτός γινόταν δεκτός, τούτο θα σήμαινε απλώς ότι το αρχικό ποσό του προστίμου που καθορίσθηκε για την προσφεύγουσα θα έπρεπε να προσαυξηθεί κατά 15 % και όχι κατά 25 %, πράγμα το οποίο δεν θα είχε καμία επίπτωση στο τελικό ποσό του προστίμου, λαμβανομένης υπόψη της μειώσεως του σε 2,05 εκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με το ανώτατο όριο του 10 % που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

122    Όσον αφορά τη διάρκεια της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση (αιτιολογικές σκέψεις 302 και 378 της προσβαλλομένης αποφάσεως), επιβάλλεται να τονισθεί, κατ’ αρχάς, ότι αμφότεροι οι διάδικοι συμφωνούν ως προς το ότι η προσφεύγουσα προσχώρησε στη σύμπραξη τον Οκτώβριο του 1997. Αντιθέτως, οι διάδικοι διαφωνούν, κατ’ ουσίαν, αφενός, ως προς το αν η Επιτροπή ορθώς δέχθηκε ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας τερματίσθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1999 και, αφετέρου, ως προς το αν η Επιτροπή ορθώς απέδειξε ότι η προσφεύγουσα είχε επαναπροσχωρήσει στη σύμπραξη από τις 29 Μαΐου 2001 έως τη λήξη της παραβάσεως, δηλαδή στις 19 Φεβρουαρίου 2002.

123    Στη συνέχεια, πρέπει να τονισθεί ότι, κατά την Επιτροπή, το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αποσκοπεί στην αμφισβήτηση της νομιμότητας των συνεδριάσεων της 16ης Νοεμβρίου 2001 και της 8ης Ιανουαρίου 2002 συνιστά νέο ισχυρισμό, που προβάλλεται στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, ο οποίος είναι, κατά συνέπεια, απαράδεκτος.

124    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Συναφώς, ο ισχυρισμός που αποτελεί ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, και συνδέεται στενά με τον λόγο αυτό πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 10ης Απριλίου 2003, Τ‑195/00, Travelex Global and Financial Services και Interpayment Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑1677, σκέψεις 33 και 34, και της 24ης Μαΐου 2007, T‑151/01, Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑1607, σκέψη 71).

125    Eν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο ισχυρισμός που θεωρείται νέος από την Επιτροπή αποτελεί ανάπτυξη των επιχειρημάτων που ανέπτυξε η προσφεύγουσα απαντώντας στην επιχειρηματολογία που προέβαλε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως σε σχέση με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, που αφορά τη διάρκεια της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη. Επομένως, ο ισχυρισμός περί απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί.

126    Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν ζητεί ρητώς την ακύρωση του άρθρου 1, στοιχείο β΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία ορίζει τη διάρκεια της συμμετοχής της στη σύμπραξη.

127    Πάντως, εν προκειμένω, από τα δικόγραφά της προκύπτει ότι η προσφεύγουσα αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον διαπιστώνει, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1, στοιχείο β΄, της εν λόγω αποφάσεως, ότι η παράβαση εκτείνεται, καθόσον την αφορά, σε χρονική περίοδο από τον Οκτώβριο του 1997 έως τις 5 Νοεμβρίου 1999 και από τις 29 Μαΐου 2001 έως τις 19 Φεβρουαρίου 2002. Επομένως, η προσφεύγουσα ανέφερε, στα δικόγραφά της, ότι η διάρκεια της συμμετοχής της στη σύμπραξη έπρεπε να ορισθεί στο ένα έτος και κάτι, δηλαδή να θεωρηθεί ότι εκτείνεται από τον Οκτώβριο του 1997 έως τον Φεβρουάριο του 1999 και ότι η Επιτροπή, καθόσον έκρινε ότι η παράβαση την οποία είχε διαπράξει είχε διάρκεια κατά πολύ μεγαλύτερη, «υπέπεσε […] σε πλάνη κατά τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών και την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε [η προσφεύγουσα]». Άλλωστε, είναι σαφές ότι η προσφεύγουσα αμφισβήτησε τη διάρκεια της συμμετοχής της στη σύμπραξη κατά τη διοικητική διαδικασία, ιδίως με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, την απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 78 ανωτέρω, σκέψη 212).

128    Λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων σκέψεων, πρέπει, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί ότι, με τον υπό κρίση λόγο, η προσφεύγουσα αποσκοπεί όχι μόνο στη μείωση του προστίμου, αλλά και στη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και, ιδίως, του άρθρου της 1, στοιχείο β΄, καθόσον στη διάταξη αυτή η Επιτροπή διαπιστώνει εσφαλμένως ότι η παράβαση συνεχίστηκε από τον Οκτώβριο του 1997 έως τις 19 Φεβρουαρίου 2002, με μια διακοπή από τις 5 Νοεμβρίου 1999 έως τις 29 Μαΐου 2001 (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, την απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 78 ανωτέρω, σκέψη 213).

129    Πάντως, από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει όχι μόνο την ύπαρξη της συμπράξεως αλλά και τη διάρκειά της (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2000, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑491, σκέψη 2802 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, όσον αφορά την απόδειξη περί παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή πρέπει να αποδεικνύει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να προσκομίζει κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει την αταλάντευτη πεποίθηση περί του υποστατού των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν παράβαση (βλ., υπό την έννοια αυτή, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψη 58· της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 86, και απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 78 ανωτέρω, σκέψη 215). Ενδεχόμενη αμφιβολία του δικαστή πρέπει να αποβαίνει υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση που διαπιστώνει παράβαση. Επομένως, ο δικαστής δεν μπορεί να συμπεράνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως, εφόσον διατηρεί ακόμη αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση και/ή η τροποποίηση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, το οποίο αποτελεί τμήμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύονται στην έννομη τάξη της Ένωσης και κατοχυρώθηκε με το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2007, C 303, σ. 1). Λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της φύσεως των επιδίκων παραβάσεων καθώς και, αφετέρου, της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των κυρώσεων τις οποίες επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών που αφορούν παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού και είναι δυνατό να καταλήξουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑199/92 P, Hüls κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4287, σκέψεις 149 και 150· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 78 ανωτέρω, σκέψεις 215 και 216). Έτσι, είναι απαραίτητο να προσκομίσει η Επιτροπή συγκεκριμένα και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει την αταλάντευτη πεποίθηση ότι η παράβαση όντως διαπράχθηκε (βλ. απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 78 ανωτέρω, σκέψη 217 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

130    Κατά πάγια νομολογία, δεν είναι απαραίτητο κάθε αποδεικτικό στοιχείο που προσκομίζει η Επιτροπή να πληροί οπωσδήποτε τα κριτήρια αυτά σε σχέση προς κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή (βλ. απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 180 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

131    Εξάλλου, είναι σύνηθες να αναπτύσσονται λαθραίως οι δραστηριότητες τις οποίες συνεπάγονται οι θίγουσες τον ανταγωνισμό συμφωνίες, να πραγματοποιούνται μυστικές συσκέψεις και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα. Επομένως, ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ρητώς παράνομες επαφές μεταξύ των επιχειρηματιών, όπως είναι τα πρακτικά συσκέψεων, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητο να συναχθεί από τα υπάρχοντα στοιχεία η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών. Κατά συνέπεια, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από έναν ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. Ι-123, σκέψεις 55 έως 57, και της 25ης Ιανουαρίου 2007, C-403/04 P και C-405/04 P, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-729, σκέψη 51).

132    Επιπλέον, η νομολογία απαιτεί, όταν δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν άμεσα τη διάρκεια μιας παραβάσεως, η Επιτροπή να στηρίζεται, τουλάχιστον, σε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά χωρίς μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μπορεί λογικά να γίνει δεκτό ότι η παράβαση συνεχίστηκε αδιάλειπτα μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών (απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουλίου 1994, Τ‑43/92, Dunlop Slazenger κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-441, σκέψη 79, και Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

133    Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των προβαλλομένων αιτιάσεων, τίθεται το ερώτημα αν η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της επαρκείς αποδείξεις για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα συμμετείχε στη σύμπραξη κατά το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του 1997 έως τις 5 Νοεμβρίου 1999 και ότι άρχισε να συμμετέχει εκ νέου κατά το χρονικό διάστημα από τις 29 Μαΐου 2001 έως τις 19 Φεβρουαρίου 2002.

 Επί της ημερομηνίας παύσεως της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη το 1999

134    Επιβάλλεται να τονισθεί, εκ προοιμίου, ότι δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα διέκοψε τη συμμετοχή της στη σύμπραξη το 1999. Αντιθέτως, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς την ακριβή ημερομηνία της διακοπής αυτής. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι συμμετείχε στη σύμπραξη μετά τις 19 Φεβρουαρίου 1999, ημερομηνία της τελευταίας συνεδριάσεως στην οποία διατείνεται ότι συμμετείχε, ενώ η Επιτροπή όρισε την ημερομηνία της εν λόγω αποχωρήσεως της προσφεύγουσας από τη σύμπραξη στις 5 Νοεμβρίου 1999. Η ημερομηνία αυτή καθορίστηκε βάσει των ενδείξεων που περιλαμβάνονται σε χειρόγραφα σημειώματα τα οποία συνέταξε στις 5 Νοεμβρίου 1999 υπάλληλος της Deltafina και τα οποία αφορούν συνεδρίαση της συμπράξεως της ίδιας ημέρας (βλ. την υποσημείωση 263 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Πράγματι, από τα σημειώματα αυτά προκύπτει ότι οι σχέσεις μεταξύ των μελών της συμπράξεως και της προσφεύγουσας είχαν εγγραφεί μεταξύ των σημείων που θα εξετάζονταν κατά την εν λόγω συνεδρίαση, πράγμα το οποίο καταδεικνύει ότι αυτή εθεωρείτο εξωτερική ως προς τη σύμπραξη οντότητα.

135    Πρέπει, πάντως, να τονισθεί ότι τα εν λόγω χειρόγραφα σημειώματα, επί τη βάσει των οποίων η Επιτροπή όρισε την ημερομηνία κατά την οποία η προσφεύγουσα διέκοψε τη συμμετοχή της στη σύμπραξη το 1999, δεν περιέχουν, στην πραγματικότητα, καμία αναφορά στην ημερομηνία διακοπής της συμμετοχής αυτής. Η μόνη βέβαιη χρονολογία που μπορεί να συναχθεί από τα σημειώματα αυτά είναι η ημερομηνία της καταρτίσεώς τους από τον συντάκτη τους.

136    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων εκφράζεται εμμέσως ο συντάκτης των σημειωμάτων αυτών, δηλαδή το γεγονός ότι η προσφεύγουσα κατέστη εξωτερική ως προς τη σύμπραξη οντότητα, προηγούνται, κατ’ ανάγκη, όπως το αναγνωρίζει, άλλωστε, η ίδια η Επιτροπή στην υποσημείωση 263 της προσβαλλομένης αποφάσεως, της ημερομηνίας κατά την οποία συντάχθηκαν τα εν λόγω σημειώματα.

137    Κατά συνέπεια, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, τα εν λόγω σημειώματα δεν παρέχουν τη δυνατότητα να θεωρηθεί η 5η Νοεμβρίου 1999 ως η ημερομηνία κατά την οποία η προσφεύγουσα διέκοψε τη συμμετοχή της στη σύμπραξη.

138    Συναφώς, επιβάλλεται η παρατήρηση, κατ’ αρχάς, ότι, στην αιτιολογική σκέψη 157 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία βρίσκεται στην αρχή του τμήματος της αποφάσεως που είναι αφιερωμένο στην εξέταση των πραγματικών περιστατικών που προσάπτονται όσον αφορά το 1999, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι «η Deltafina, η Dimon [Italia] και η Transcatab διατήρησαν ανεπίσημα τακτικές επαφές για να συζητήσουν για τις προβλέψεις και την εξέλιξη των τιμών αγοράς στην Ιταλία», χωρίς να αναφέρει την προσφεύγουσα [πράγμα το οποίο προκύπτει, άλλωστε, σαφώς από το σημείο 2.3 της αιτήσεως περί επιείκειας της Dimon Italia της 4ης Απριλίου 2002 (έγγραφο υπ’ αριθ. 38281/04998), της οποίας γίνεται μνεία στην αιτιολογική σκέψη 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως]. Στη συνέχεια, στις αιτιολογικές σκέψεις 165, 184 και 185 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή μνημονεύει πλείονες επαφές μεταξύ των τριών αυτών επιχειρήσεων μεταποιήσεως κατά τη διάρκεια του 1999, αλλά καμία από τις επαφές αυτές δεν αφορά την προσφεύγουσα. Άλλωστε, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 186 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τον Οκτώβριο του 1999, η Deltafina, η Dimon Italia και η Transcatab «συνομολόγησαν [συμφωνία] που αφορά τις ποικιλίες καπνού Bright και την Burley, της οποίας το περιεχόμενο και ο τύπος παρουσίαζαν μεγάλες ομοιότητες με τη συμφωνία της Villa Grazioli». Κατά την Επιτροπή, η συμφωνία αυτή «αποσκοπούσε πρωτίστως στον καθορισμό των τιμών αγοράς του ακατέργαστου καπνού […] από τις τρίτες εταιρίες συσκευασίας, στην κατανομή των τρίτων εταιριών συσκευασίας με βάση συγκεκριμένες ποσότητες μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως και στον αποκλεισμό των τρίτων εταιριών συσκευασίας που δεν είχαν προσχωρήσει στην Cogentab». Όμως, όπως επισημαίνει η ίδια η Επιτροπή στην υποσημείωση 263 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από τις γραπτές δηλώσεις της Transcatab της 18ης Απριλίου 2002, που προσκόμισε η ίδια κατά τον έλεγχο που πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις της (βλ. και σκέψη 159 κατωτέρω), προκύπτει ότι η προσφεύγουσα εγκατέλειψε τη σύμπραξη «διότι δεν συμφωνούσε με τη δημιουργία της Cogentab», η οποία ήταν μια ένωση που δημιουργήθηκε από την APTI και την Unitab τον Οκτώβριο του 1999, κατ’ εφαρμογή της διεπαγγελματικής συμφωνίας για τη συγκομιδή, το 1999, του καπνού Burley (αιτιολογική σκέψη 182 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 159 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι δύο συνεδριάσεις των επιχειρήσεων μεταποιήσεως που πραγματοποιήθηκαν στη Ρώμη (Ιταλία) τον Φεβρουάριο του 1999, στο πλαίσιο των οποίων η προσφεύγουσα δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των συμμετεχόντων, «αποτέλεσαν επίσης την ευκαιρία να συζητηθεί […] η δημιουργία μικτής επιτροπής αγορών […], η οποία, στη συνέχεια, ονομάστηκε Cogentab».

139    Εν τέλει, η Επιτροπή δεν ανέφερε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη μέχρι τις 5 Νοεμβρίου 1999.

140    Μόλις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Επιτροπή ανέφερε για πρώτη φορά την υποτιθέμενη συμμετοχή της προσφεύγουσας σε «επιχειρησιακή» σύσκεψη της 22ας Ιουλίου 1999, την οποία δεν είχε μνημονεύσει ούτε στην ανακοίνωση των αιτιάσεων ούτε στην προσβαλλόμενη απόφαση.

141    Αντιθέτως, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει μόνον ότι η προσφεύγουσα «εγκατέλειψε τη σύμπραξη» το 1999, «διότι δεν συμφωνούσε με τη δημιουργία της Cogentab» (αιτιολογική σκέψη 302 και υποσημείωση 263 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι η συζήτηση που αφορούσε τη δημιουργία της Cogentab είχε αρχίσει κατά τις δύο συνεδριάσεις του Φεβρουαρίου 1999 (βλ. αιτιολογική σκέψη 159 της προσβαλλομένης αποφάσεως), χωρίς η Επιτροπή να έχει αποδείξει με την εν λόγω απόφαση ότι η προσφεύγουσα είχε λάβει μέρος στις συνεδριάσεις αυτές.

142    Η Επιτροπή υπέπεσε, επομένως, σε πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, καθόσον θεώρησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η προσφεύγουσα είχε τερματίσει τη συμμετοχή της στη σύμπραξη στις 5 Νοεμβρίου 1999.

143    Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων σκέψεων, αφού δεν καθόρισε την ακριβή ημερομηνία παύσεως της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη, η Επιτροπή δεν μπορούσε βασίμως να δεχθεί την ημερομηνία της 5ης Νοεμβρίου 1999, και, κατά συνέπεια, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή in dubio pro reo (βλ. σκέψη 129 ανωτέρω), να γίνει δεκτός ο μήνας Φεβρουάριος του 1999 ως ο τελευταίος μήνας συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη.

144    Η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων που καταδεικνύουν ότι η προσφεύγουσα αποστασιοποιήθηκε δημοσίως έναντι των άλλων μελών της συμπράξεως από το 1998, ή εν πάση περιπτώσει από τον Φεβρουάριο του 1999, ορθώς διαπίστωσε ότι η συμμετοχή της στη σύμπραξη συνεχίστηκε μέχρι τις 5 Νοεμβρίου 1999, λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων από τα οποία προκύπτει ότι, κατά την ημερομηνία αυτή, τα άλλα μέλη της συμπράξεως θεωρούσαν ότι η προσφεύγουσα είχε θέσει τέρμα στη συμμετοχή της.

145    Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι, κατά τη διάρκεια του 1999 και ακριβέστερα μέχρι τις 5 Νοεμβρίου του έτους αυτού, η προσφεύγουσα συμμετείχε σε συνεδριάσεις κατά τις οποίες είχαν συναφθεί ή τεθεί σε εφαρμογή συμφωνίες με αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 131 ανωτέρω, σκέψη 81). Αντιθέτως, προκειμένου περί των συνεδριάσεων του Φεβρουαρίου του 1999, διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 159 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι, εκτός από την Deltafina, την Dimon Italia και την Transcatab, η παρουσία άλλων επιχειρήσεων μεταποιήσεως, περιλαμβανομένης και της προσφεύγουσας, δεν μπορούσε «να αποδειχθεί σαφώς».

146    Επιπλέον, το επιχείρημα της Επιτροπής τελεί σε αντίφαση με τη διαπίστωση που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και στηρίζεται στις γραπτές δηλώσεις της Transcatab της 18ης Απριλίου 2002 (βλ. υποσημείωση 263 της προσβαλλομένης αποφάσεως), κατά την οποία, στις 5 Νοεμβρίου 1999, η προσφεύγουσα «είχε ήδη εγκαταλείψει τη σύμπραξη» λόγω του ότι δεν ενέκρινε τη δημιουργία της Cogentab. Πάντως, από τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει επίσης (βλ. αιτιολογική σκέψη 159 της προσβαλλομένης αποφάσεως) ότι οι πρώτες συζητήσεις που αφορούσαν τη δημιουργία της Cogentab είχαν ήδη ξεκινήσει κατά τις συνεδριάσεις του Φεβρουαρίου του 1999 (βλ. και σκέψεις 138 έως 141 ανωτέρω).

147    Δεν ασκεί, ομοίως, επιρροή το επιχείρημα της Επιτροπής –που προβάλλεται, για πρώτη φορά, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση– ότι υπήρξε «γενναιόδωρη» έναντι της προσφεύγουσας, καθόσον έλαβε υπόψη την ημερομηνία της 5ης Νοεμβρίου 1999, εφόσον, κατά την αιτιολογική σκέψη 199 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα είχε συμμετάσχει, στις 22 Νοεμβρίου 1999, σε μια συνεδρίαση των επιχειρήσεων μεταποιήσεως που είχε περιεχόμενο «πιθανώς» αντίθετο προς τον ανταγωνισμό. Πράγματι, τόσο με την ανακοίνωση των αιτιάσεων όσο και με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν απέδωσε στην ενδεχόμενη συμμετοχή της προσφεύγουσας στη συνεδρίαση αυτή αποδεικτική αξία που να παρέχει τη δυνατότητα να χαρακτηρισθεί ως επιβαρυντικό στοιχείο, πράγμα που αποτελεί τον λόγο για τον οποίον δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό αυτό στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της διάρκειας της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη για να καταλήξει, τελικώς, ότι, κατά την ημερομηνία της 5ης Νοεμβρίου 1999, η προσφεύγουσα «είχε ήδη εγκαταλείψει τη σύμπραξη» (υποσημείωση 263 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται, άλλωστε, αφενός, από την αίτηση επιείκειας της Dimon Italia της 4ης Απριλίου 2002 και, αφετέρου, από τις δηλώσεις της Transcatab της 18ης Απριλίου 2002 (βλ. σκέψη 138 ανωτέρω).

148    Τέλος, η Επιτροπή δεν απέδειξε ούτε ότι, κατά τη διάρκεια του 1999, η προσφεύγουσα συμμετείχε στη θέση σε εφαρμογή των διεπαγγελματικών συμφωνιών που αφορούσαν τις διάφορες ποικιλίες καπνού ή στις συνεδριάσεις των επιχειρήσεων μεταποιήσεως που αποσκοπούσαν στον καθορισμό κοινής θέσεως την οποία θα υποστήριζαν, στη συνέχεια, στο πλαίσιο της APTI, προκειμένου να καθορίσουν τη θέση της κατά τις διαπραγματεύσεις με την Unitab όσον αφορά τις εν λόγω συμφωνίες (βλ. αιτιολογική σκέψη 165 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

149    Υπό το πρίσμα των προηγουμένων σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτή η αιτίαση που αντλείται από το ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, εσφαλμένως, ότι η προσφεύγουσα τερμάτισε τη συμμετοχή της στη σύμπραξη στις 5 Νοεμβρίου 1999, καθόσον τα αποδεικτικά στοιχεία που εκτιμήθηκαν συναφώς στην προσβαλλόμενη απόφαση καθώς και τα άλλα στοιχεία του φακέλου της παρέχουν απλώς τη δυνατότητα να θεωρήσει ότι η συμμετοχή αυτή δεν είχε αποδειχθεί παρά μόνο μέχρι τον Φεβρουάριο του 1999 (αιτιολογική σκέψη 159 της προσβαλλομένης αποφάσεως και υποσημείωση 263).

 Επί της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη μεταξύ της 29ης Μαΐου 2001 και της 19ης Φεβρουαρίου 2002

150    Όσον αφορά το χρονικό διάστημα της υποτιθέμενης επαναπροσχωρήσεως της προσφεύγουσας στη σύμπραξη, δηλαδή από τις 29 Μαΐου 2001 έως τις 19 Φεβρουαρίου 2002, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή στήριξε την εκτίμησή της σε τρία πραγματικά στοιχεία. Όσον αφορά την ημερομηνία κατά την οποία η προσφεύγουσα άρχισε να συμμετέχει εκ νέου, η Επιτροπή έλαβε υπόψη την ημερομηνία της 29ης Μαΐου 2001, επειδή κατά την ημερομηνία αυτή ένας υπάλληλος της Deltafina απέστειλε σε υπάλληλο της προσφεύγουσας τηλεομοιοτυπία η οποία περιείχε πληροφορίες σχετικά με την τιμή ανά χιλιόγραμμο, στην οποία η Deltafina θα υπέγραφε τις συμβάσεις καλλιέργειας για την ποικιλία Bright (αιτιολογικές σκέψεις 211 και 302 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη συμμετοχή της προσφεύγουσας σε δύο συνεδριάσεις που πραγματοποιήθηκαν στις 16 Νοεμβρίου 2001 (αιτιολογική σκέψη 213 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και στις 8 Ιανουαρίου 2002 (αιτιολογική σκέψη 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ώθησε την Επιτροπή να θεωρήσει ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη είχε διαρκέσει, όπως και η συμμετοχή της Deltafina, της Transcatab και της Dimon Italia, μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου 2002.

–       Επί της τηλεομοιοτυπίας που απέστειλε η Deltafina στις 29 Μαΐου 2001

151    Όσον αφορά, πρώτον, την τηλεομοιοτυπία της 29ης Μαΐου 2001, πρέπει να επισημανθεί ότι αυτή δεν ανέφερε μόνο τις τιμές που η Deltafina επρόκειτο να εντάξει στις συμβάσεις καλλιέργειας με τις ενώσεις παραγωγών για την ποικιλία καπνού Bright, ανάλογα με την ποιοτική βαθμίδα του.

152    Συναφώς, παρατηρείται, πρώτον, ότι από την προσβαλλομένη απόφαση δεν συνάγεται ότι οι τιμές αυτές ήσαν οι τιμές που καθορίστηκαν στο πλαίσιο της συμπράξεως, ούτε ότι η σύμπραξη ανέθεσε στην Deltafina να κοινοποιήσει τις τιμές αυτές. Η τηλεομοιοτυπία αυτή συνιστά, επομένως, μεμονωμένη επαφή μεταξύ της Deltafina και της προσφεύγουσας όσον αφορά μια εμπορική πληροφορία ευαίσθητη, αλλά περιοριζόμενη στις τιμές που θα εντάσσονταν στις συμβάσεις καλλιέργειας για μία και μόνο ποικιλία μεταξύ άλλων τις οποίες αφορά η αιτιολογική σκέψη 87 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, η τηλεομοιοτυπία αυτή δεν διευκρίνιζε ποιες περιοχές αφορούσαν οι τιμές αυτές, μολονότι η ίδια η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 99 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «οι τιμές του ακατέργαστου καπνού διαφέρουν σημαντικά κατά περιοχή ανάλογα με την ποικιλία».

153    Δεύτερον, παρατηρείται ότι η τιμή την οποία αφορά η τηλεομοιοτυπία της Deltafina, η οποία αναφερόταν ρητώς σε συμβάσεις καλλιέργειας, δεν μπορεί να είναι παρά μια «συμβατική τιμή». Πράγματι, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η τιμή αυτή μνημονεύεται στις συμβάσεις αυτού του τύπου –που συνάπτονται γενικώς μεταξύ των παραγωγών ή των ενώσεων παραγωγών και των επιχειρήσεων μεταποιήσεως, μεταξύ του μηνός Μαρτίου και του μηνός Μαΐου του έτους της συγκομιδής– και αντιπροσωπεύει την «τιμή την οποία οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως δεσμεύονται να καταβάλουν ανάλογα με την ποιότητα του καπνού» (αιτιολογικές σκέψεις 90 και 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

154    Όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η τιμή αυτή διαφέρει από την τιμή η οποία «πράγματι καταβλήθηκε κατά την παραλαβή του καπνού και η οποία είναι ευθέως ανάλογη προς τις ποιοτικές βαθμίδες και προς άλλους παράγοντες». Η τιμή αυτή, καλούμενη «τιμή παραδόσεως», όντως, «καθορίζεται συνήθως μεταξύ των μηνών Δεκεμβρίου και Φεβρουαρίου». Εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 279, στοιχείο α΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η ενιαία και διαρκής παράβαση που τέλεσαν οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, την πρακτική του «καθορισμού των κοινών τιμών αγοράς που οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως θα κατέβαλλαν κατά την παράδοση του καπνού».

155    Τρίτον, παρατηρείται, αφενός, ότι πριν από την παραλαβή της εν λόγω τηλεομοιοτυπίας από την προσφεύγουσα καταρτίσθηκε από την Dimon Italia, στις 10 Μαΐου 2001, ημερησία διάταξη, που συζητήθηκε στο εσωτερικό της επιχειρήσεως αυτής και αφορούσε συνεδρίαση η οποία επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στα γραφεία της δύο εβδομάδες αργότερα, η οποία προέβλεπε, μεταξύ των σημείων που θα εξετάζονταν, μια συζήτηση σχετικά με τη «Romana Tabacchi/ATI» (αιτιολογική σκέψη 209 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αφετέρου, μετά την παραλαβή από την προσφεύγουσα της ως άνω τηλεομοιοτυπίας, απεστάλη ημερησία διάταξη από την Dimon Italia στην Deltafina και στην Transcatab στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, σχετικά με συνεδρίαση, η οποία πράγματι έλαβε χώρα στις 18 Σεπτεμβρίου 2001, στην οποία η προσφεύγουσα δεν μετέσχε. Στην εν λόγω ημερησία διάταξη περιλαμβάνεται ένα σημείο που διατυπώνεται ως εξής: «Ns. rapporti Versus ATI, ETI, ROM TAB» («Οι σχέσεις μας με τις ATI/ETI και Romana Tabacchi») (βλ. αιτιολογική σκέψη 212 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Δεδομένου ότι η ίδια ημερησία διάταξη περιλαμβάνει ένα πρώτο σημείο με τη διατύπωση «Ribadire ns. rapporti» («Ενίσχυση των σχέσεών μας»), η διαπίστωση που περιλαμβάνεται σ’ αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά ότι αποσκοπεί να επιβεβαιώσει, όπως ακριβώς διατείνεται η προσφεύγουσα, ότι η προσφεύγουσα ήταν εξωτερική οντότητα σε σχέση με τη σύμπραξη. Πράγματι, η χρήση της λέξεως «versus», αφενός, και η παρακίνηση να ενισχυθούν οι σχέσεις μεταξύ των μελών της συμπράξεως, αφετέρου, δεν δημιουργεί αμφιβολίες ως προς τη θέση της προσφεύγουσας έναντι της Dimon Italia, της Transcatab και της Deltafina. Άλλωστε, και από την αιτιολογική σκέψη 204 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι μια άλλη επιχειρησιακή σύσκεψη της συμπράξεως πραγματοποιήθηκε στην Caserte (Ιταλία) στις 5 Ιουνίου 2001, δηλαδή μεταξύ της ημερομηνίας παραλαβής της τηλεομοιοτυπίας της Deltafina και της συνεδριάσεως της 18ης Σεπτεμβρίου 2001, χωρίς τη συμμετοχή της προσφεύγουσας.

156    Πάντως, μολονότι η τηλεομοιοτυπία της Deltafina μπορεί να θεωρηθεί στοιχείο το οποίο αποδεικνύει ότι η προσφεύγουσα ήλθε εκ νέου σε επαφή με ένα μέλος της συμπράξεως, προκειμένου να αποκτήσει συγκεκριμένη πληροφορία ως προς τη «συμβατική τιμή» μια ειδικής ποικιλίας καπνού η οποία θα εντασσόταν στις συμβάσεις καλλιέργειας που επρόκειτο να συνομολογήσει με τις ενώσεις παραγωγών, το στοιχείο αυτό, αφεαυτού, δεν παρέχει επαρκείς ενδείξεις περί του ότι η προσφεύγουσα είχε εμπλακεί εκ νέου στη σύμπραξη, ιδίως υπό το φως του πλαισίου που εκτέθηκε στις σκέψεις 152 έως 155 ανωτέρω.

–       Επί των συνεδριάσεων της 16ης Νοεμβρίου 2001 και της 8ης Ιανουαρίου 2002

157    Επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι συμμετείχε στις συνεδριάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2001 και της 8ης Ιανουαρίου 2002. Υποστηρίζει, πάντως, ότι «εκλήθη» από την Dimon Italia σε συνεδρίαση, η οποία διεξήχθη στα γραφεία της APTI στις 16 Νοεμβρίου 2001, κατά τη διάρκεια της οποίας της ζητήθηκε να ενεργήσει ως «διαμεσολαβητής» για να αρθεί η αντίρρηση της κοινοπραξίας Burley στο σύστημα δημοπρασιών για την πώληση καπνού –το οποίο προωθούσαν η Unitab και η APTI– του οποίου τη διαχείριση θα έπρεπε να έχει η Cogentab. Επομένως, για τον λόγο αυτόν η προσφεύγουσα κάλεσε, στη συνέχεια, στα γραφεία της τα ενδιαφερόμενα μέρη στη συνεδρίαση της 8ης Ιανουαρίου 2002.

158    Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι, κατά πάγια νομολογία, αρκεί η Επιτροπή να αποδείξει ότι η οικεία επιχείρηση συμμετείχε σε συναντήσεις κατά τις οποίες συνήφθησαν συμφωνίες επιζήμιες για τον ανταγωνισμό, χωρίς να αντιταχθεί προδήλως, προκειμένου να αποδειχθεί επαρκώς η συμμετοχή της εν λόγω επιχειρήσεως στη σύμπραξη. Όταν έχει αποδειχθεί η συμμετοχή σε τέτοιες συναντήσεις, στην επιχείρηση αυτή εναπόκειται να προβάλει στοιχεία ικανά να καταδείξουν ότι η συμμετοχή της στις εν λόγω συναντήσεις εστερείτο κάθε πνεύματος στρεφομένου κατά του ανταγωνισμού, αποδεικνύοντας ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στις συναντήσεις αυτές υπό ένα πρίσμα διαφορετικό απ’ ό,τι αυτοί. Η συλλογιστική επί της οποίας στηρίζεται η νομική αυτή αρχή είναι ότι η επιχείρηση, έχοντας συμμετάσχει στην εν λόγω συνάντηση χωρίς να αποστασιοποιηθεί δημοσίως από τα συζητηθέντα, άφησε τους λοιπούς μετασχόντες στη συνάντηση να εννοήσουν ότι επιδοκίμαζε το αποτέλεσμά της και θα συμμορφωνόταν προς αυτό (βλ. απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 131 ανωτέρω, σκέψεις 81 και 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

159    Πάντως, πρώτον, πρέπει να τονισθεί ότι, στις δηλώσεις της της 18ης Απριλίου 2002, η Transcatab διατείνεται ότι η προσφεύγουσα εγκατέλειψε τη σύμπραξη το 1999, κατά την εισαγωγή του «συστήματος αγορών Cogentab», προκειμένου να κερδίσει, κατ’ αυτήν, μερίδια αγοράς από άλλες επιχειρήσεις μεταποιήσεως, οι οποίες είχαν εν τω μεταξύ δημιουργήσει την κοινοπραξία Burley με σκοπό, κατ’ ουσίαν, να παρακωλύσει το σύστημα Cogentab καθώς και την εισαγωγή του «συστήματος των δημοπρασιών». Η Transcatab διευκρινίζει, επιπλέον, τα εξής:

«[Μ]ετά από δύο περίπου έτη, η Romana Tabacchi, λαμβανομένων, μεταξύ άλλων, υπόψη των συμφωνιών διαθέσεως στο εμπόριο που συνήφθησαν με την ATI [η οποία ήταν το τμήμα “φύλλα” του πρώην ιταλικού μονοπωλίου (βλ. αιτιολογική σκέψη 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και κατέστη μέλος της Cogentab το 2001 (βλ. αιτιολογική σκέψη 183 της προσβαλλομένης αποφάσεως)], θεωρεί αναγκαίο να ζητήσει να γίνει δεκτή στην APTI. Κατά συνέπεια, είναι υποχρεωμένη να αποφανθεί επί της πολιτικής αγοράς στο πλαίσιο της Cogentab καθώς και επί της εφαρμογής του συστήματος δημοπρασιών. Επομένως, πραγματοποιήθηκε μια σειρά συνεδριάσεων, στο τέλος του 2001 και στην αρχή του 2002, στην APTI και στη Romana Tabacchi, κατά τη διάρκεια των οποίων η τελευταία αυτή τροποποίησε τη θέση της όσον αφορά τις δημοπρασίες και δήλωσε ότι διάκειται ευνοϊκά σε μια διαμεσολάβηση μεταξύ της θέσεως της [κοινοπραξίας Burley] και της θέσεως της Cogentab.»

160    Συναφώς, οι διάδικοι συμφωνούν ως προς το ότι, ορισμένους μήνες αργότερα, προβλέφθηκε προσαρμογή του συστήματος των δημοπρασιών για την αγορά ακατέργαστου καπνού, η οποία συνεζητείτο στο τέλος του έτους 2001, με τον κανονισμό (ΕΚ) 546/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 2002, για τον καθορισμό των πριμοδοτήσεων και των κατωφλίων εγγύησης για τον καπνό σε φύλλα κατά ομάδα ποικιλιών, ανά κράτος μέλος και για τις συγκομιδές 2002, 2003 και 2004 καθώς και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 2075/92 (ΕΕ L 84, σ. 4).

161    Επομένως, από τις δηλώσεις της Transcatab προκύπτει ότι η προσφεύγουσα εγκατέλειψε οριστικά τη σύμπραξη το 1999 και ότι, το 2001, αφού ζήτησε να γίνει δεκτή στην APTI, συμμετείχε στις επίμαχες συνεδριάσεις προκειμένου να συζητήσει το σύστημα των δημοπρασιών και να προωθήσει μια διαμεσολάβηση μεταξύ της κοινοπραξίας Burley και της Cogentab σε σχέση με το σύστημα αυτό. Συνεπώς, κατά την Transcatab, η προσφεύγουσα συμμετείχε στις συνεδριάσεις αυτές επιδιώκοντας ειδικό σκοπό και, κατά συνέπεια, υπό ένα πρίσμα διαφορετικό από αυτό των μελών της συμπράξεως, από το οποίο προέκυπτε ότι οι ενέργειες της προσφεύγουσας δεν χαρακτηρίζονταν από πνεύμα αντίθετο προς τον ανταγωνισμό.

162    Δεύτερον, όπως ήδη επισημάνθηκε στη σκέψη 138 ανωτέρω, από το σημείο 2.3 της αιτήσεως επιείκειας της Dimon Italia της 4ης Απριλίου 2002 προκύπτει ότι, όσον αφορά τη χρονική περίοδο μεταξύ του 1999 και του 2002, μόνον οι τρεις «κυριότερες επιχειρήσεις μεταποιήσεως», δηλαδή η Deltafina, η Dimon Italia και η Transcatab, είχαν τακτικές επαφές σχετικά με το αντικείμενο της συμπράξεως. Αντιθέτως, η προσφεύγουσα δεν χαρακτηρίζεται από την Dimon Italia ως ενεργό μέλος της συμπράξεως κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου. Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι, κατά την ανασύσταση της εν λόγω περιόδου δραστηριότητας της συμπράξεως στην οποία προέβη, η Dimon Italia δεν είχε αντιληφθεί ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας στις επίμαχες συνεδριάσεις καθοδηγούνταν από πνεύμα στρεφόμενο κατά του ανταγωνισμού.

163    Τρίτον, η Επιτροπή αναγνώρισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, κατά το χρονικό διάστημα από τις 29 Μαΐου 2001 έως τον Φεβρουάριο του 2002, πραγματοποιήθηκαν έξι συνεδριάσεις και ότι η προσφεύγουσα συμμετείχε μόνο στις δύο από αυτές, στις οποίες περιλαμβάνεται αυτή της 16ης Νοεμβρίου 2001 η οποία δεν ήταν κατά κυριολεξία συνεδρίαση της συμπράξεως, αλλά της APTI. Προκειμένου, επιπλέον, για τη συνεδρίαση της 8ης Ιανουαρίου 2002, τη δεύτερη στην οποία η προσφεύγουσα συμμετείχε καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου από τις 29 Μαΐου 2001 έως την ημερομηνία του τέλους της συμπράξεως, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, κατά τις δηλώσεις της Transcatab της 18ης Απριλίου 2002, εκτός από την ίδια, την Dimon Italia, την Deltafina και την προσφεύγουσα, στη συνεδρίαση εκείνη ήταν παρών και ένας εκπρόσωπος άλλου φορέα. Αφετέρου, πρέπει να τονισθεί ότι, πριν από τη συνεδρίαση αυτή, πραγματοποιήθηκε, την παραμονή, άλλη συνεδρίαση, στην οποία έλαβαν μέρος μόνον η Dimon Italia, η Transcatab και η Deltafina (βλ. αιτιολογική σκέψη 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεων που περιλαμβάνονται, αντιστοίχως, στις δηλώσεις της Transcatab και στην αίτηση επιείκειας της Dimon Italia (βλ., μεταξύ άλλων, σκέψεις 161 και 162 ανωτέρω), η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι η εν λόγω συνεδρίαση της 8ης Ιανουαρίου 2002 συνιστούσε συνεδρίαση της συμπράξεως.

164    Ενόψει των προηγουμένων σκέψεων, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, σε ένα πλαίσιο όπως το ανωτέρω περιγραφόμενο, η Επιτροπή δεν διέθετε αποδείξεις ή δέσμη ενδείξεων με επαρκή αποδεικτική ισχύ όσον αφορά την εμπλοκή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 29ης Μαΐου 2001 και της 19ης Φεβρουαρίου 2002. Αντιθέτως, όπως προκύπτει και από την προσβαλλόμενη απόφαση, πλείονα στοιχεία του διοικητικού φακέλου μπορούσαν να οδηγήσουν την Επιτροπή σε διαφορετικό συμπέρασμα από αυτό στο οποίο κατέληξε, τελικώς, όσον αφορά τη διάρκεια της συμμετοχής της προσφεύγουσας.

165    Δεδομένου ότι το σύνολο των ενδείξεων που προβάλλει η Επιτροπή δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα περί της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη κατά τη διάρκεια της προαναφερθείσας χρονικής περιόδου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών καθόσον θεώρησε ότι η προσφεύγουσα είχε μετάσχει στη σύμπραξη κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος που εκτείνεται μεταξύ της 29ης Μαΐου 2001 και της 19ης Φεβρουαρίου 2002, η οποία αντιστοιχεί στην ημερομηνία λήξεως της παραβάσεως.

166    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προηγουμένων σκέψεων, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός. Επομένως, το άρθρο 1, στοιχείο β΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον δέχεται την παράβαση που διέπραξε η προσφεύγουσα πέρα του μηνός Φεβρουαρίου του 1999 και μεταξύ της 29ης Μαΐου 2001 και της 19ης Φεβρουαρίου 2002, πρέπει να ακυρωθεί. Οι συνέπειες που πρέπει να αντληθούν για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου θα εξετασθούν στις σκέψεις 265 επ. κατωτέρω.

4.     Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από τον παράλογο χαρακτήρα της αιτιολογίας και από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως κατά τη διαβάθμιση του αρχικού ποσού του προστίμου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

167    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, αφενός, ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να επιλέξει το 2001 ως έτος αναφοράς για να καθορίσει το μερίδιο αγοράς που κατέχει. Πράγματι, δεδομένου ότι η συμμετοχή της στην παράβαση ήταν διακεκομμένη, είτε η Επιτροπή θα έπρεπε να δεχθεί ως βάση του υπολογισμού της τον μέσον όρο των μεριδίων αγοράς που κατείχε επί του συνόλου της εξεταζόμενης περιόδου –που ανέρχονται, στην περίπτωσή της, στο 4,69 % της αγοράς–, μέθοδος η οποία θα ήταν σαφώς καταλληλότερη στην περίπτωση των παραβάσεων μέσης διάρκειας, είτε θα έπρεπε, το πολύ, να λάβει υπόψη το μερίδιο αγοράς που κατείχε το 1998 και όχι το 2001, έτος για το οποίο η συμμετοχή της, ακόμη και αν υποτεθεί αποδεδειγμένη, ήταν εν πάση περιπτώσει μερική. Ισχυρίζεται επίσης ότι, ενόψει του μικρότερου μεριδίου αγοράς που κατέχει σε σχέση με την Transcatab και την Dimon Italia, δεν θα έπρεπε να καταταγεί στην ίδια κατηγορία επιχειρήσεων με αυτή στην οποία είχαν ενταχθεί οι ως άνω εταιρίες, για τις οποίες η Επιτροπή καθόρισε όμοιο αρχικό ποσό 10 εκατομμυρίων ευρώ. Πριν ακόμη από την εφαρμογή πολλαπλασιαστικού συντελεστή, η Επιτροπή έπρεπε, επομένως, να καθορίσει αρχικά ποσά, τα οποία θα ήσαν επίσης διαφοροποιημένα.

168    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, ειδικότερα, τη χρησιμοποίηση του μεριδίου αγοράς που κατείχε κατά το τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως ως κριτηρίου αναφοράς για τον καθορισμό του ειδικού βάρους μιας επιχειρήσεως. Η χρησιμοποίηση ενός τέτοιου μεριδίου αγοράς θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένη σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες, όπως εν προκειμένω, η συμμετοχή επιχειρήσεως στη σύμπραξη ήταν διακεκομμένη. Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, το μερίδιο αγοράς που αντιστοιχεί στο τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως δεν αντικατοπτρίζει μόνο τα οφέλη που αποκόμισε η επιχείρηση χάρη στην αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά, αλλά και τα οφέλη που αποκόμισε χάρη στη δράση της στην αγορά κατά τη διάρκεια των περιόδων μη συμμετοχής της στη σύμπραξη. Πάντως, αυτό ακριβώς συνέβαινε εν προκειμένω, καθόσον η σημαντικότερη ανάπτυξη που γνώρισε η προσφεύγουσα σημειώθηκε μεταξύ 1999 και 2000, χρονική περίοδο κατά την οποία είναι σαφές ότι δεν αποτελούσε μέρος της συμπράξεως.

169    Λαμβανομένου υπόψη του ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε την ίδια μέθοδο υπολογισμού τόσο για την προσφεύγουσα όσο και για τις άλλες επιχειρήσεις, των οποίων η συμμετοχή στη σύμπραξη ήταν αδιάκοπη, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελής λόγω παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και λόγω του παράλογου χαρακτήρα της αιτιολογίας της για τον διάδικο τον οποίον αφορά.

170    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

171    Πρώτον, υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία, η εφαρμογή του ίδιου αρχικού ποσού σε επιχειρήσεις που κατέχουν μερίδιο αγοράς που περιλαμβάνεται σε κλίμακα μικρού εύρους –όπως εν προκειμένω– δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Επιπλέον, κατά τον καθορισμό των προστίμων, διέθετε ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας και δεν ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει ακριβή μαθηματικό τύπο. Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές λόγω του ότι το τελικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα μειώθηκε τελικώς σε 2,05 εκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

172    Δεύτερον, προκειμένου για το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αποσκοπεί στην αμφισβήτηση της χρησιμοποιήσεως του μεριδίου αγοράς που κατείχε κατά το τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως ως κριτηρίου αναφοράς, η Επιτροπή διατείνεται ότι, κατά τη νομολογία, ενεργεί εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας όταν προβαίνει κατά τρόπο συνεπή και αντικειμενικά δικαιολογημένο στην κατανομή των οικείων επιχειρήσεων σε κατηγορίες ενόψει καθορισμού του ποσού των προστίμων. Τα μερίδια αγοράς που κατείχαν κατά το τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως συνιστούν κατάλληλη ένδειξη του ειδικού βάρους και του αντικτύπου επί του ανταγωνισμού των παρανόμων συμπεριφορών, εφόσον τα μερίδια αυτά θα μπορούσαν, μεταξύ άλλων, να είναι το αποτέλεσμα, τουλάχιστον εν μέρει, της ίδιας της παραβάσεως.

173    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από το γεγονός ότι, για τις παραβάσεις μέσης διάρκειας, είναι προσφορότερο να λαμβάνεται ως κριτήριο αναφοράς ο μέσος όρος των μεριδίων που κατέχουν οι οικείες επιχειρήσεις κατά τα έτη της παραβάσεως, η Επιτροπή απαντά, κατ’ αρχάς, ότι η παράβαση δεν ήταν εν προκειμένω, «μέσης» διάρκειας, αλλά «μακράς» διάρκειας. Στη συνέχεια, επισημαίνει ότι, ακριβώς επειδή η προσφεύγουσα ανέστειλε τη συμμετοχή της στη σύμπραξη κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου, ο εν λόγω μέσος όρος των μεριδίων αγοράς δεν μπορεί να συνιστά παράμετρο που παρέχει τη δυνατότητα κατανομής των οικείων επιχειρήσεων σε κατηγορίες προκειμένου να καθοριστεί το ποσό των προστίμων. Επιπλέον, για να υπολογίσει τον εν λόγω μέσο όρο, η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει από εκάστη των επιχειρήσεων που εμπλεκόταν στη σύμπραξη όχι μόνο τα δεδομένα σχετικά με τις δικές της αγορές ακατέργαστου καπνού από το 1995 έως και το 2000, αλλά και τη συνολική αξία των αγορών ακατέργαστου καπνού για έκαστο των εν λόγω ετών, πράγμα το οποίο θα αντιστοιχούσε επίσης στις αγορές οποιασδήποτε άλλης επιχειρήσεως μεταποιήσεως ιταλικού καπνού κατά τη διάρκεια των έξι ετών της συμπράξεως, με όλες τις δυσκολίες που αυτό μπορούσε να συνεπάγεται.

174    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν έπρεπε να ληφθεί υπόψη ο μέσος όρος των μεριδίων αγοράς των οικείων επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια των ετών της συμπράξεως και αν υποτεθεί ότι ο μέσος όρος της προσφεύγουσας είναι περίπου 5 %, μια κλίμακα που κυμαίνεται μεταξύ 5 και 11 % δεν είναι ουσιωδώς ευρύτερη από αυτή που περιλαμβάνεται μεταξύ 11 και 18 %, η οποία έχει κριθεί εύλογη από τη νομολογία. Άλλωστε, η άποψη της προσφεύγουσας δεν θα μπορούσε καν να υποστηριχθεί εάν, για παράδειγμα, είχε μετάσχει στην παράβαση μόνο κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους της συμπράξεως. Επομένως, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί το να μπορεί η προσφεύγουσα να αντλήσει κάποιο όφελος, όσον αφορά τη μείωση του προστίμου, λόγω του ότι η συμμετοχή της στις δραστηριότητες της συμπράξεως ήταν διάρκειας μεγαλύτερης του έτους.

175    Τέταρτον, προκειμένου για το επιχείρημα ότι η χρησιμοποίηση του μεριδίου αγοράς του τελευταίου πλήρους έτους της παραβάσεως πρέπει να προσαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συμμετοχή στη σύμπραξη ήταν διακεκομμένη, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ήδη λάβει υπόψη τη μικρότερη διάρκεια της συμμετοχής της προσφεύγουσας ενόψει του υπολογισμού του βασικού ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε. Επομένως, κατά την Επιτροπή, δεν είναι σαφές για ποιο λόγο η μικρότερη αυτή συμμετοχή, από πλευράς διάρκειας, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και ως ελαφρυντική περίσταση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

176    Πρέπει να τονισθεί, κατ’ αρχάς, ότι, όσον αφορά την επιλογή του έτους αναφοράς για τον καθορισμό του σχετικού βάρους των επιχειρήσεων, μολονότι οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν, στο σημείο 1 A, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο, διαφοροποιημένη μεταχείριση των επιχειρήσεων ανάλογα με την οικονομική σημασία τους, δεν αναφέρουν σε σχέση με ποιο έτος πρέπει να καθοριστεί το σχετικό βάρος των επιχειρήσεων. Συναφώς, το μόνο σημείο των κατευθυντηρίων γραμμών που προβλέπει τη συνεκτίμηση της χρήσεως που προηγείται του έτους εκδόσεως της αποφάσεως είναι το σημείο 5, στοιχείο α΄, δεύτερο εδάφιο, αυτών, το οποίο, πάντως, εφαρμόζεται μόνο στον καθορισμό του κύκλου εργασιών που πραγματοποιείται με τήρηση του ορίου του 10 %, που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003. Επομένως, δεν έχει εφαρμογή προκειμένου να καθοριστεί το σχετικό βάρος των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη σύμπραξη.

177    Από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να επιλέξει μια μέθοδο υπολογισμού που να της παρέχει τη δυνατότητα να λάβει υπόψη το μέγεθος και την οικονομική ισχύ εκάστης επιχειρήσεως, καθώς και την έκταση της παραβάσεως που διέπραξε εκάστη εξ αυτών, ανάλογα με την οικονομική πραγματικότητα, όπως αυτή εμφανιζόταν κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως. Επιπλέον, κατά τη νομολογία, πρέπει να οριοθετηθεί η χρονική περίοδος που θα ληφθεί υπόψη, κατά τρόπον ώστε οι κύκλοι εργασιών, δηλαδή τα μερίδια αγοράς, που προκύπτουν να είναι κατά το δυνατόν συγκρίσιμοι. Επομένως, το έτος αναφοράς δεν πρέπει, οπωσδήποτε, να είναι το τελευταίο πλήρες έτος κατά το οποίο διήρκεσε η παράβαση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, Τ-26/06, Trioplast Wittenheim κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 81 και 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

178    Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που αφορά τον καθορισμό του μεριδίου αγοράς της Deltafina, το 2001, το οποίο επελέγη εν προκειμένω ως έτος αναφοράς προκειμένου να καθοριστεί το σχετικό βάρος των επιχειρήσεων, ήταν το τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως που διέπραξαν οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως.

179    Επομένως, η Επιτροπή κατέταξε την Deltafina, με μερίδιο αγοράς το 2001 της τάξεως του 25 %, σε μια κατηγορία (αιτιολογική σκέψη 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και τοποθέτησε από κοινού την Dimon Italia, την Transcatab και την προσφεύγουσα, με μερίδια αγοράς το 2001 αντιστοίχως 11,28 % (βλ. αιτιολογική σκέψη 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως), 10,8 % (βλ. αιτιολογική σκέψη 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και 8,86 % (βλ. αιτιολογική σκέψη 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως), σε μια άλλη κατηγορία (αιτιολογική σκέψη 373 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατόπιν της κατατάξεως αυτής, και αφού εφάρμοσε πολλαπλασιαστικό συντελεστή 1,5 για την Deltafina και 1,25 για την Transcatab και την Dimon Italia, τα αρχικά ποσά καθορίστηκαν σε 37,5 εκατομμύρια ευρώ για την Deltafina, 12,5 εκατομμύρια ευρώ για την Transcatab και την Dimon Italia και 10 εκατομμύρια ευρώ για την προσφεύγουσα (αιτιολογική σκέψη 376 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

180    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, η μέθοδος που συνίσταται στην κατανομή των μελών συμπράξεως σε κατηγορίες προκειμένου να υπάρχει διαφοροποιημένη μεταχείριση στο στάδιο του καθορισμού των αρχικών ποσών των προστίμων, μολονότι καταλήγει στο να αγνοεί τις διαφορές μεγέθους μεταξύ επιχειρήσεων της ίδιας κατηγορίας, έχει ως συνέπεια ότι το αρχικό ποσό του προστίμου που καθορίζεται μοιράζεται κατ’ αποκοπή στις επιχειρήσεις που ανήκουν στην ίδια κατηγορία (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2006, Τ‑26/02, Daiichi Pharmaceutical κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑713, σκέψη 83 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση Itochu κατά Επιτροπής, σκέψη 103 ανωτέρω, σκέψη 73).

181    Πάντως, μια τέτοια κατανομή σε κατηγορίες πρέπει να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, κατά την οποία απαγορεύεται να αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός εάν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ., συναφώς, τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 102 ανωτέρω). Άλλωστε, κατά τη νομολογία, το ποσό των προστίμων πρέπει τουλάχιστον να είναι ανάλογο σε σχέση με τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως. Για να ελεγχθεί αν μια κατανομή των μελών της συμπράξεως σε κατηγορίες συνάδει προς τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, πρέπει να ελεγχθεί αν η κατανομή αυτή έχει λογική συνοχή και δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Daiichi Pharmaceutical κατά Επιτροπής, σκέψη 180 ανωτέρω, σκέψεις 84 και 85, και Itochu κατά Επιτροπής, σκέψη 103 ανωτέρω, σκέψη 74).

182    Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η προσφεύγουσα συμμετείχε στη σύμπραξη κατά τη διάρκεια μιας πρώτης χρονικής περιόδου, από τον Οκτώβριο του 1997 έως τις 5 Νοεμβρίου 1999, και κατά τη διάρκεια μιας δεύτερης περιόδου, από τις 29 Μαΐου 2001 έως τις 19 Φεβρουαρίου 2002, ενώ τα άλλα μέλη της συμπράξεως συμμετείχαν σ’ αυτή, χωρίς διακοπή, από τις 29 Σεπτεμβρίου 1995 έως τις 19 Φεβρουαρίου 2002. Πάντως, μολονότι η Επιτροπή επισήμανε ότι η προσφεύγουσα συμμετείχε στη σύμπραξη για συντομότερη και διακεκομμένη χρονική περίοδο –της οποίας η ακριβής διάρκεια, όπως διαπιστώθηκε στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως ανωτέρω, αμφισβητείται από αυτή– σε σχέση με τα άλλα μέλη της συμπράξεως, η Επιτροπή στηρίχθηκε στα μερίδια της αγοράς που κατείχαν οι οικείες επιχειρήσεις, περιλαμβανομένης και της προσφεύγουσας, κατά τη διάρκεια του 2001, τελευταίου πλήρους έτους της παραβάσεως, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα άρχισε, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, να συμμετέχει εκ νέου στην παράβαση αυτή μόλις από τις 29 Μαΐου 2001.

183    Επομένως, χρησιμοποιώντας, ενόψει του καθορισμού του αρχικού ποσού των προστίμων, το κριτήριο του μεριδίου της αγοράς του τελευταίου πλήρους έτους της παραβάσεως, η Επιτροπή αντιμετώπισε διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο. Πράγματι, η κατάσταση της προσφεύγουσας ήταν διαφορετική από την κατάσταση των τριών άλλων επιχειρήσεων μεταποιήσεως καθόσον, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, αφενός είχε μετάσχει συνολικά στη σύμπραξη για συντομότερη και διακεκομμένη χρονική περίοδο και, αφετέρου, είχε μετάσχει, κατά τους ισχυρισμούς της, μόνο για περιορισμένο τμήμα του 2001, ενώ αυτές οι άλλες επιχειρήσεις μεταποιήσεως είχαν συνεχίσει να μετέχουν αδιαλείπτως από τον Σεπτέμβριο του 1995 έως τον Φεβρουάριο του 2002. Επομένως, η επιλογή του 2001 ως έτους αναφοράς συνιστά άνιση μεταχείριση εις βάρος της προσφεύγουσας.

184    Η εν λόγω άνιση μεταχείριση στερείται αντικειμενικής δικαιολογίας. Πράγματι, η Επιτροπή, μολονότι δύναται να λαμβάνει υπόψη τα μερίδια αγοράς που κατέχει μια επιχείρηση, η οποία είναι μέλος συμπράξεως, κατά το τελευταίο πλήρες έτος της διαπιστωθείσας παραβάσεως, για να εκτιμήσει το μέγεθος και την οικονομική ισχύ της σε δεδομένη αγορά καθώς και την έκταση της παραβάσεως που διέπραξε (βλ. σκέψη 177 ανωτέρω), πρέπει, ωστόσο, να μεριμνά ούτως ώστε τα μερίδια αγοράς εκάστης των εμπλεκομένων επιχειρήσεων να αντικατοπτρίζουν σωστά την οικονομική κατάσταση όπως αυτή εμφανιζόταν κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως. Κατά γενικό κανόνα, όμως στην περίπτωση παραβάσεων μακράς διαρκείας, όπως εν προκειμένω, μόνον όταν το τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως, όπως ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή, συμπίπτει με τη διάρκεια της συμμετοχής εκάστης εκ των επιχειρήσεων αυτών, τα σχετικά μερίδια αγοράς μπορούν να χρησιμεύσουν ως κρίσιμες ενδείξεις συναφώς και να παράσχουν τη δυνατότητα λήψεως αποτελεσμάτων όσο το δυνατόν συγκρίσιμων, κυρίως προκειμένου να καταταγούν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε κατηγορίες.

185    Πάντως, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν αναφέρει καμία βάσιμη δικαιολογία, στην προσβαλλόμενη απόφαση, για την επιλογή της να κατατάξει τις τέσσερις οικείες επιχειρήσεις μεταποιήσεως σε δύο κατηγορίες και, ειδικότερα, να εντάξει από κοινού την προσφεύγουσα καθώς και την Transcatab και την Dimon Italia, θυγατρικές, αντιστοίχως, των πολυεθνικών ομίλων SCC και Dimon, στην ίδια κατηγορία λόγω των αντιστοίχων μεριδίων αγοράς που κατείχαν το 2001. Συναφώς, η Επιτροπή περιορίζεται στη διαπίστωση ότι, εφόσον η Transcatab, η Dimon Italia και η προσφεύγουσα κατείχαν μικρότερα μερίδια αγοράς, έπρεπε να «τους επιβληθεί μικρότερο αρχικό ποσό προστίμου» σε σχέση με την Deltafina (αιτιολογική σκέψη 373 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αντιθέτως, λαμβανομένης υπόψη της διαφορετικής διάρκειας της συμμετοχής τους στη σύμπραξη, περιλαμβανομένου και του 2001, των διαφορετικών ρόλων που διαδραμάτισαν κατά τον σχεδιασμό και την εφαρμογή της συμπράξεως, καθώς και των διαφορετικών μεγεθών τους και των οικονομικών ισχύων τους, δεν υφίστατο καμία αντικειμενική δικαιολογία ώστε η Επιτροπή να εξομοιώσει την προσφεύγουσα με την Dimon Italia και την Transcatab και να περιλάβει τις τρεις αυτές επιχειρήσεις σε μία και την αυτή κατηγορία, επιβάλλοντάς τους το ίδιο αρχικό ποσό προστίμου.

186    Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 301 και 302 της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς τη διάρκεια της παραβάσεως, η Επιτροπή δεν μπορούσε να λάβει υπόψη το 2001 ως τελευταίο πλήρες έτος της διαπιστωθείσας παραβάσεως χωρίς να παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως έναντι της προσφεύγουσας, εφόσον αυτή είχε συμμετάσχει σ’ αυτήν, κατά την Επιτροπή, μόνον από τις 29 Μαΐου του έτους αυτού (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, Τ-319/94, Fiskeby Board κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1331, σκέψη 43).

187    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο υπό το πρίσμα των αναλύσεων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 150 έως 165 ανωτέρω, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του τρίτου λόγου, κατά τις οποίες η Επιτροπή εσφαλμένως θεώρησε ότι η προσφεύγουσα είχε αρχίσει εκ νέου να μετέχει στη σύμπραξη στις 29 Μαΐου 2001 και συνέχισε να λαμβάνει μέρος σ’ αυτή μέχρι το τέλος της παραβάσεως.

188    Κατόπιν του συνόλου των προηγουμένων σκέψεων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι, χρησιμοποιώντας το κριτήριο του μεριδίου αγοράς που αφορά το τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως, δηλαδή το 2001, για όλες τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, πράγμα στο οποίο οφείλεται η επιλογή της Επιτροπής να εντάξει στην ίδια κατηγορία την προσφεύγουσα, τη Mindo και την Transcatab και να τους επιβάλει το ίδιο αρχικό ποσό, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

189    Τα επιχειρήματα που προβάλλει η Επιτροπή στο πλαίσιο αυτό δεν μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω το συμπέρασμα αυτό.

190    Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι τα μερίδια αγοράς που αφορούν το τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως συνιστούν κατάλληλη ένδειξη του ειδικού βάρους και του αντικτύπου επί του ανταγωνισμού των παρανόμων συμπεριφορών, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, κανονικά, θα μπορούσαν να είναι το αποτέλεσμα, τουλάχιστον εν μέρει, της ίδιας της παραβάσεως, αρκεί να διαπιστωθεί ότι τούτο ακριβώς δεν ισχύει όταν η οικεία επιχείρηση δεν συμμετέσχε στην παράβαση αυτή καθ’ όλη τη διάρκεια του τελευταίου αυτού έτους (βλ. σκέψη 184 ανωτέρω). Επιβάλλεται, επιπλέον, η παρατήρηση ότι η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να εμποδίσει μια επιχείρηση να καταδείξει, όπως ισχύει εν προκειμένω, ότι το μερίδιο αγοράς που κατείχε κατά τη διάρκεια της οικείας περιόδου δεν συνιστά, για λόγους που αφορούν την επιχείρηση αυτή, ένδειξη του πραγματικού μεγέθους της και της οικονομικής της ισχύος, ούτε της εκτάσεως της παραβάσεως που διέπραξε (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Fiskeby Board κατά Επιτροπής, σκέψη 186 ανωτέρω, σκέψη 42). Πράγματι, το μερίδιο αγοράς που κατείχε η προσφεύγουσα το 2001, συγκρινόμενο με τη σημαντική εξέλιξη των μεριδίων αγοράς της κατά την περίοδο κατά την οποία δεν αποτελούσε μέρος της συμπράξεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως το αποτέλεσμα της συμμετοχής της στην παράβαση, ή, τουλάχιστον, θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα της συμμετοχής της μόνο σε μικρότερο βαθμό, όπως αναγνώρισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Συναφώς, το επιχείρημα που προέβαλε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα είχε συμμετάσχει στη σύμπραξη κατά το καθοριστικό τμήμα της, ήτοι το δεύτερο μέρος του 2001, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Πράγματι, το επιχείρημα αυτό δεν τεκμηριώθηκε από την Επιτροπή και, κατ’ ουσίαν, τελεί σε αντίφαση με την επιλογή, στην οποία η ίδια προέβη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, να αναφερθεί στο τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως. Εν πάση περιπτώσει, όπως διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 150 έως 165 ανωτέρω), η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η προσφεύγουσα είχε συμμετάσχει στη σύμπραξη κατά τη διάρκεια του δευτέρου εξαμήνου του 2001.

191    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα που αποσκοπεί, κατ’ ουσίαν, στην αμφισβήτηση της ορθότητας της χρησιμοποιήσεως του μέσου όρου των μεριδίων αγοράς, λόγω του ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει ορισμένες πληροφορίες τις οποίες θα ήταν δύσκολο να αποκτήσει, αρκεί να τονισθεί ότι, όσον αφορά τα μερίδια αγοράς που έλαβε υπόψη για το 2001, η Επιτροπή περιορίσθηκε να χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες που της χορήγησαν οι ίδιες οι επιχειρήσεις. Πράγματι, από τις αιτιολογικές σκέψεις 31, 35, 37 και 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι τα μερίδια αγοράς της Deltafina, της Dimon Italia, της Transcatab και της προσφεύγουσας, αντιστοίχως, τα οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 372 και 373 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να καθορίσει το αρχικό ποσό των προστίμων και τη διαφορετική αντιμετώπιση, αντιστοιχούν στις εκτιμήσεις που διατύπωσε εκάστη των επιχειρήσεων αυτών. Άλλωστε, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που η Επιτροπή κατέθεσε στον φάκελο κατόπιν αιτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, αυτή κατείχε στοιχεία σχετικά με τα μερίδια αγοράς των επιχειρήσεων αυτών για τα έτη 1999 έως 2002, τα οποία της είχαν διαβιβασθεί κατά τη διοικητική διαδικασία κατόπιν ρητής αιτήσεώς της. Επομένως, το επιχείρημα ότι ήταν ιδιαιτέρως δύσκολο για την Επιτροπή να αποκτήσει άλλα στοιχεία δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, εφόσον από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή στήριξε την απόφαση αυτή σε στοιχεία που αφορούν τα έτη 1999 έως 2002, τα οποία η ίδια θεώρησε πρόσφορο να ζητήσει από τις επιχειρήσεις μεταποιήσεως και τα οποία της χορηγήθηκαν από τις επιχειρήσεις αυτές.

192    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε ήδη υπόψη τη λιγότερο μακρά διάρκεια της συμμετοχής της προσφεύγουσας ενόψει του υπολογισμού του βασικού ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε, αρκεί η διαπίστωση ότι ο υπό εξέταση λόγος ακυρώσεως αποσκοπεί, στην πραγματικότητα, να αμφισβητήσει τον καθορισμό του αρχικού ποσού, ο οποίος γίνεται επί τη βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως και όχι της διάρκειάς της. Άλλωστε, αντίθετα προς ό,τι ισχυρίζεται η Επιτροπή, η προσφεύγουσα δεν απαίτησε να ληφθεί υπόψη η μικρότερη, από πλευράς διάρκειας, συμμετοχή της ως ελαφρυντική περίσταση.

193    Τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ο υπό εξέταση λόγος ακυρώσεως προϋποθέτει οπωσδήποτε ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη διήρκεσε πολύ περισσότερο από ένα έτος και ότι θα ήταν, κατά συνέπεια, δύσκολο να δικαιολογηθεί το ότι αυτή μπορεί να αντλήσει από το γεγονός αυτό οποιοδήποτε όφελος υπό την έννοια της μειώσεως του προστίμου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι πρόκειται για επιχείρημα εντελώς υποθετικό, στερούμενο αποδεικτικής δυνάμεως. Πράγματι, στην υποθετική περίπτωση, την οποία προβάλλει η Επιτροπή, κατά την οποία η συμμετοχή μιας επιχειρήσεως σε σύμπραξη θα περιοριζόταν στο τελευταίο έτος, μόνο το μερίδιο αγοράς σχετικά με το έτος αυτό θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη. Πάντως, εφόσον αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν εξήγησε πώς και σε ποιο βαθμό η προσφεύγουσα μπορεί να αντλήσει όφελος από το γεγονός ότι η συμμετοχή της στη σύμπραξη υπερέβη κατά πολύ το τελευταίο έτος της παραβάσεως.

194    Τέλος, προκειμένου περί της ερμηνείας της αξίας των αγορών της προσφεύγουσας το 2001, την οποία πρότεινε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και η οποία αποσκοπεί να καταδείξει ότι το μερίδιο αγοράς της προσφεύγουσας το 2001 είχε, κατ’ ουσίαν, υποτιμηθεί, αρκεί να παρατηρηθεί ότι το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, στο μέτρο που θέτει εν αμφιβόλω αυτό που διαπίστωσε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση.

195    Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός, καθόσον, στηρίζοντας το αρχικό ποσό που επέβαλε στην προσφεύγουσα στο μερίδιο αγοράς που αυτή κατείχε κατά το έτος αναφοράς 2001, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Οι συνέπειες που προσήκει να αντληθούν από την παραβίαση αυτή για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου θα εξετασθούν στις σκέψεις 265 επ. κατωτέρω.

5.     Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από ανεπαρκή μείωση του ποσού του προστίμου λόγω του ρόλου «ταραχοποιού» που διαδραμάτισε η προσφεύγουσα καθώς και από τη μη συνεκτίμηση άλλων ελαφρυντικών περιστάσεων

196    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι εφάρμοσε στην περίπτωσή της μείωση μόνο κατά 30 % του βασικού ποσού του προστίμου.

197    Η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας διαρθρώνεται σε δύο σκέλη. Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την ελαφρυντική περίσταση σχετικά με τις πιέσεις που υπέστη καθώς και με τον καθαρά παθητικό ρόλο που διαδραμάτισε κατά την τέλεση της παραβάσεως. Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, αναγνωρίζοντας την ελαφρυντική περίσταση της «συχνής διαταράξεως των σκοπών της συμπράξεως», η Επιτροπή δεν αναγνώρισε την προσήκουσα βαρύτητα, δυνάμει των κατευθυντηρίων γραμμών, στο γεγονός ότι δεν είχε εφαρμόσει συστηματικά, de facto, τις αποφάσεις της συμπράξεως.

 Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, ως ελαφρυντικές περιστάσεις, τις πιέσεις που υπέστη η προσφεύγουσα, καθώς και τον καθαρώς παθητικό ρόλο που αυτή διαδραμάτισε

 Επιχειρήματα των διαδίκων

198    Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι εξήγησε ήδη, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι η επίσημη εμπλοκή της στη σύμπραξη ήταν το αποτέλεσμα των πιέσεων που υπέστη από τις άλλες επιχειρήσεις μεταποιήσεως κα ότι ο φόβος αντιποίνων εκ μέρους των επιχειρήσεων αυτών την είχε ωθήσει σε μια στάση φαινομενικής προσχωρήσεως στις επιθυμίες του «σκληρού πυρήνα» της συμπράξεως, που εκπροσωπείται από τις Deltafina, Dimon Italia και Transcatab.

199    Προς στήριξη του ισχυρισμού της, υπενθυμίζει ότι προσκόμισε τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία:

–        το εσωτερικό υπόμνημα της Dimon Italia της 9ης Οκτωβρίου 1997 (έγγραφο υπ’ αριθ. 39281-4670/4671), το οποίο αναφέρεται σε πρωτοβουλία της Deltafina που σκοπούσε στη σύναψη συμφωνίας μεταξύ των «πέντε μεγάλων» ιταλικών μεταποιητικών επιχειρήσεων και το οποίο πιστοποιεί την ύπαρξη πιέσεων που ασκούνταν από αυτήν σε όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου που έχουν σημαντική παρουσία στην αγορά, ενόψει της δημιουργίας συμπράξεως μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως·

–        το έγγραφο σχετικά με τη συγκομιδή του 1997 (έγγραφο υπ’ αριθ. 38281-434/435), που απέστειλε η Deltafina στις άλλες επιχειρήσεις μεταποιήσεως, αναφερόμενη στην «πρόθεση να ενεργήσουν από κοινού κατά ενδεχομένων εξωτερικών διαταράξεων της αγοράς»·

–        το υπόμνημα που απέστειλε η Transcatab στις 9 Απριλίου 2002 (έγγραφο υπ’ αριθ. 38281-04103), με το οποίο παραδέχεται ότι συμφώνησε, το 1996, με την Deltafina και την Dimon Italia «να ασκήσει τις πιέσεις που ήταν δυνατόν να ασκηθούν ώστε να υιοθετηθούν [αντίθετες προς τον ανταγωνισμό] στρατηγικές και από τις άλλες επιχειρήσεως μεταποιήσεως που δραστηριοποιούνται στην Iταλία»·

–        την ηλεκτρονική επιστολή που απέστειλε στις 10 Μαΐου 2001 ένας υπάλληλος της Dimon Italia σε συνάδελφο της ίδιας επιχειρήσεως (έγγραφο υπ’ αριθ. 38281-04856), στην οποία γίνεται μνεία της προθέσεως της επιχειρήσεως αυτής να πραγματοποιήσει από κοινού με την Transcatab επίσκεψη σε ορισμένους πελάτες (αγοραστές), προκειμένου να συζητήσει μαζί τους για την «κατάσταση σε σχέση με την αγορά» και για τους κινδύνους που συνδέονται με την αγορά καπνού από άλλες επιχειρήσεις μεταποιήσεως (που δεν αποτελούν μέρος της συμπράξεως), μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν πιθανώς η προσφεύγουσα, η οποία, κατά τον χρόνο εκείνο, δρούσε σε πλήρη αυτονομία και γινόταν αντιληπτή ως στοιχείο διαταράξεως της αγοράς.

200    Επιπλέον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι υποστήριξε επίσης, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, ότι η συμμετοχή της ήταν εξ αρχής παθητική και/ή ότι μιμήθηκε απλώς τη συμπεριφορά άλλων επιχειρήσεων και ότι διατήρησε τον χαρακτήρα αυτόν καθ’ όλη την περίοδο της παραβάσεως που της προσήφθη.

201    Παρά τις αποδείξεις αυτές και τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας κατά τη διοικητική διαδικασία, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία αναφορά στον καταναγκασμό που άσκησαν απέναντί της η Deltafina και τα δύο άλλα μέλη του «σκληρού πυρήνα».

202    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι, στο πλαίσιο του υπολογισμού του προστίμου, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη όλες τις ελαφρυντικές περιστάσεις τις οποίες μια επιχείρηση απέδειξε ότι μπορεί να επικαλεστεί και δεν μπορεί να αγνοήσει μία ή περισσότερες, χωρίς να αιτιολογήσει την επιλογή της.

203    H μη συνεκτίμηση των πιέσεων που υπέστη η προσφεύγουσα συνιστά επίσης παράβαση του καθήκοντος διεξαγωγής της έρευνας με επιμέλεια και αμεροληψία.

204    Τέλος, η προσφεύγουσα θέτει εν αμφιβόλω την εφαρμογή, στην περίπτωσή της, της νομολογιακής αρχής που αποσκοπεί στην άρνηση του αποκλειστικά παθητικού χαρακτήρα της εμπλοκής μιας επιχειρήσεως στην παράβαση για τον μοναδικό λόγο ότι δεν κατήγγειλε τη σύμπραξη. Πράγματι, η εφαρμογή της αρχής αυτής με την ίδια αυστηρότητα στις «επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους» και στις επιχειρήσεις οικογενειακού μεγέθους είναι ανεπιεικής και δυσανάλογη.

205    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

206    Επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η παρατήρηση ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας δεν διακρίνει σαφώς μεταξύ, αφενός, του γεγονότος, που αναφέρθηκε επανειλημμένως, ότι εξαναγκάστηκε με την απειλή αντιποίνων από τον «σκληρό πυρήνα» της συμπράξεως να μετάσχει σ’ αυτήν, στο μέτρο που βρισκόταν σε κατάσταση δομικής αδυναμίας σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, και, αφετέρου, του γεγονότος ότι επέλεξε να μετάσχει διατηρώντας, πάντως, «χαμηλό προφίλ», οπότε η συμμετοχή της ήταν απλώς μια πρόσοψη και η συμπεριφορά της παθητική και/ή είχε τα χαρακτηριστικά ουραγού.

207    Πρέπει να εξετασθούν χωριστά τα δύο στοιχεία που επικαλείται η προσφεύγουσα. Πράγματι, μολονότι τα δύο αυτά στοιχεία ενδέχεται να συνδέονται στενά μεταξύ τους και είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το ένα αποτελεί τη συνέπεια του άλλου, εφόσον το «χαμηλό προφίλ» μπορεί να είναι μια έκφραση και μια εκδήλωση καταστάσεως καταναγκασμού, πάντως, είναι εγγενή σε δύο καταστάσεις και δύο χρονικές περιόδους διαφορετικές, καθόσον τις πιέσεις η προσφεύγουσα τις υπέστη συγκεκριμένα ιδίως κατά τον χρόνο που προηγείται της «αναγκαστικής» προσχωρήσεώς της στο καρτέλ και η «παθητική» συμπεριφορά ή/και αυτή που περιορίζεται απλώς στη μίμηση της συμπεριφοράς των άλλων επιχειρήσεων είναι μεταγενέστερη της προσχωρήσεως αυτής.

208    Επομένως, πρέπει να εξετασθούν διαδοχικά οι αιτιάσεις που αντλούνται από τη μη συνεκτίμηση, κατ’ αρχάς, του καταναγκαστικού χαρακτήρα της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη και, στη συνέχεια, της ελαφρυντικής περιστάσεως που αντλείται από τον αποκλειστικά παθητικό ρόλο της ή τον περιοριζόμενο στη μίμηση της συμπεριφοράς των άλλων επιχειρήσεων κατά την τέλεση της παραβάσεως.

209    Ειδικότερα, πρέπει να καθοριστεί αν ορθώς και χωρίς να παραβεί την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, η Επιτροπή αρνήθηκε να αναγνωρίσει, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα εξαναγκάστηκε να μετάσχει στη σύμπραξη και, δεύτερον, ότι είχε διαδραματίσει παθητικό ρόλο στο πλαίσιο της εφαρμογής της συμπράξεως.

–       Επί της αιτιάσεως που αντλείται από τη μη συνεκτίμηση του καταναγκαστικού χαρακτήρα της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη

210    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, μολονότι τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας κατέδειξαν την ύπαρξη απειλών ή πιέσεων απέναντί της, κυρίως από την Deltafina, αλλά και από τα άλλα μέλη του «σκληρού πυρήνα» της συμπράξεως, η Επιτροπή δεν τα έλαβε υπόψη.

211    Επιβάλλεται η διαπίστωση, κατ’ αρχάς, ότι η ύπαρξη απειλών και πιέσεων, που σκοπούν να ωθήσουν μια επιχείρηση να μετάσχει σε παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού, δεν περιλαμβάνεται στις ελαφρυντικές περιστάσεις που απαριθμούνται στις κατευθυντήριες γραμμές.

212    Από τη νομολογία προκύπτει ότι οι πιέσεις που ασκούνται από επιχειρήσεις και έχουν ως σκοπό να ωθήσουν άλλες επιχειρήσεις να μετάσχουν σε παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού δεν απαλλάσσουν, όσο σημαντικές και αν είναι, την ενδιαφερόμενη επιχείρηση από την ευθύνη της για τη διαπραχθείσα παράβαση, ουδόλως τροποποιούν τη σοβαρότητα της συμπράξεως και δεν μπορούν να αποτελούν ελαφρυντική περίσταση για τον υπολογισμό των ποσών των προστίμων, δεδομένου ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση μπορούσε να καταγγείλει τις ενδεχόμενες πιέσεις στις αρμόδιες αρχές και να υποβάλει καταγγελία σ’ αυτές (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψεις 369 και 370, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Νοεμβρίου 2005, T‑62/02, Union Pigments κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5057, σκέψη 63).

213    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη απειλές, όπως αυτές που διατείνεται ότι υπέστη εν προκειμένω η προσφεύγουσα, ως ελαφρυντική περίσταση (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Απριλίου 2007, T‑109/02, T‑118/02, T‑122/02, T‑125/02, T‑126/02, T‑128/02, T‑129/02, T‑132/02 και T‑136/02, Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑947, σκέψη 640).

214    Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα.

215    Πράγματι, μολονότι από τη δικογραφία προκύπτει ότι η προσφεύγουσα μπορεί να υπέστη πιέσεις εκ μέρους των άλλων επιχειρήσεων, οι οποίες είχαν θέσει σε εφαρμογή την επίδικη σύμπραξη, όταν, το 1997, πραγματοποίησε την είσοδό της στην αγορά ως ανεξάρτητος επιχειρηματίας, πάντως από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι, τουλάχιστον, επιχείρησε να καταγγείλει τις πιέσεις αυτές στις αρμόδιες αρχές, ούτε άλλωστε ότι τις υπέστη, ιδίως στην αρχή, κατά τρόπο εντελώς παθητικό (βλ. σκέψεις 221 έως 224 κατωτέρω).

216    Λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων σκέψεων, η παρούσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της αιτιάσεως που αντλείται από τη μη συνεκτίμηση του αποκλειστικά παθητικού ρόλου της προσφεύγουσας ή του περιοριζόμενου απλώς στη μίμηση των άλλων επιχειρήσεων

217    Στο σημείο 3, πρώτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών διευκρινίζεται ότι χορηγείται μείωση του ποσού του προστίμου βάσει των ελαφρυντικών περιστάσεων εάν, για παράδειγμα, η οικεία επιχείρηση διαδραμάτισε «ρόλο αποκλειστικά παθητικό ή περιορίστηκε απλώς στη μίμηση των άλλων επιχειρήσεων κατά την τέλεση της παραβάσεως».

218    Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι, μεταξύ των στοιχείων που μπορεί να αποκαλύψουν τον παθητικό ρόλο επιχειρήσεως στο πλαίσιο μιας συμπράξεως, μπορούν να ληφθούν υπόψη ο χαρακτήρας ουσιωδώς πιο σποραδικός της συμμετοχής της στις συνεδριάσεις σε σχέση με τη συμμετοχή των άλλων μελών της συμπράξεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, Τ‑220/00, Cheil Jedang κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2473, σκέψη 168∙ βλ. απόφαση Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψη 331 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) όπως και η καθυστερημένη είσοδος στην αγορά που αποτέλεσε το αντικείμενο της παραβάσεως, ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής της σ’ αυτή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 1985, 240/82 έως 242/82, 261/82, 262/82, 268/82 και 269/82, Stichting Sigarettenindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 3831, σκέψη 100, και απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2008, Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 77 ανωτέρω, σκέψη 164 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), ή ακόμη η ύπαρξη ρητών δηλώσεων υπό την έννοια αυτή που απορρέουν από εκπροσώπους τρίτων επιχειρήσεων οι οποίες συμμετείχαν στην παράβαση (βλ. απόφαση Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 95 ανωτέρω, σκέψη 331 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξάλλου, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι ο «αποκλειστικά παθητικός ρόλος» του μέλους μιας συμπράξεως συνεπάγεται ότι το εν λόγω μέλος έχει υιοθετήσει «συγκρατημένη συμπεριφορά», δηλαδή έλλειψη ενεργού συμμετοχής στην κατάρτιση του ή των επιζήμιων για τον ανταγωνισμό συμφωνιών (βλ. απόφαση Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, σκέψη 105 ανωτέρω, σκέψη 252 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

219    Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι, λαμβανομένων υπόψη των συμπερασμάτων που αντλήθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως σχετικά με την ημερομηνία τερματισμού της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη το 1999 και με τη συμμετοχή της κατά τη χρονική περίοδο από τις 29 Μαΐου 2001 έως τις 19 Φεβρουαρίου 2002, πρέπει να κριθεί η ύπαρξη αποκλειστικά παθητικού ρόλου της προσφεύγουσας ή ρόλου περιοριζόμενου απλώς στη μίμηση άλλων επιχειρήσεων μόνον όσον αφορά τη χρονική περίοδο από τον Οκτώβριο του 1997 έως τον Φεβρουάριο του 1999.

220    Όσον όμως αφορά, πρώτον, την εν λόγω περίοδο τελέσεως της παραβάσεως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι υποχρεώθηκε να μετάσχει στη σύμπραξη για να ζητήσει να τύχει ελαφρυντικών περιστάσεων. Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αποδείχθηκε ότι τα άλλα μέλη της συμπράξεως –αυτά που ορίζει ως «σκληρό πυρήνα»– άσκησαν οικονομικές πιέσεις απέναντί της, προκειμένου να προσχωρήσει στις συμφωνίες της συμπράξεως, γεγονός παραμένει ότι –αφού προσχώρησε στη σύμπραξη– συμμορφώθηκε στις αποφάσεις των μελών της συμπράξεως χωρίς να υιοθετήσει αποκλειστικά παθητικό ρόλο ή να μιμηθεί απλώς τη συμπεριφορά των άλλων επιχειρήσεων κατά την τέλεση της παραβάσεως. Όπως διευκρινίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές, μόνον ένας «αποκλειστικώς» παθητικός ρόλος ή η απλή μίμηση της συμπεριφοράς άλλων επιχειρήσεων μπορεί να επιφέρει μείωση του ποσού του προστίμου. Επομένως, δεν αρκεί ότι, κατά τη διάρκεια ορισμένων περιόδων της συμπράξεως ή σε σχέση με ορισμένες συμφωνίες της συμπράξεως, η οικεία επιχείρηση υιοθέτησε, ακόμη και αν αυτό υποτεθεί αποδεδειγμένο, «χαμηλό προφίλ» (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, σκέψη 105 ανωτέρω, σκέψη 254, και της 8ης Οκτωβρίου 2008, Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 77 ανωτέρω, σκέψη 179).

221    Δεύτερον, η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της οικείας περιόδου, η προσφεύγουσα μετέσχε, κατά τρόπο απολύτως τακτικό, στις συνεδριάσεις της συμπράξεως. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, μεταξύ του Οκτωβρίου του 1997 και του Δεκεμβρίου του 1998, η προσφεύγουσα μετέσχε σε δέκα από τις δώδεκα συνεδριάσεις (βλ., συναφώς, τις αιτιολογικές σκέψεις 124, 128, 129, 131, 132, 142, 144, 146 και 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ενώ οι μόνες συνεδριάσεις στις οποίες δεν μετέσχε η προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής ήσαν οι συνεδριάσεις της 16ης και της 22ας Οκτωβρίου 1998 (αιτιολογικές σκέψεις 145 και 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, δύο από τις συνεδριάσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν στις εγκαταστάσεις της. Πρόκειται για τις συνεδριάσεις της 20ής Οκτωβρίου 1997 (αιτιολογική σκέψη 128 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και της 2ας Δεκεμβρίου 1998 (αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τέλος, από την αιτιολογική σκέψη 150 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι συμφώνησε, στις 2 Ιουλίου 1998, με την Dimon Italia, την Deltafina και την Transcatab, τη μέγιστη τιμή που θα προσφερόταν στο πλαίσιο προκηρύξεως για την υποβολή προσφορών της ATI.

222    Τρίτον, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει επίσης (βλ. αιτιολογική σκέψη 131 της προσβαλλομένης αποφάσεως) ότι, στις 29 Μαΐου 1998, η προσφεύγουσα κάλεσε τους προέδρους της Deltafina, της Dimon Italia και της Transcatab να μετάσχουν στη συνεδρίαση που πραγματοποιήθηκε στις 4 Ιουνίου 1998. Κατόπιν της συνεδριάσεως αυτής, συνεκάλεσε άλλη για τις 2 Ιουλίου 2008, η οποία, πάντως, πραγματοποιήθηκε στις 4 Ιουλίου 2008. Κατά τη συνεδρίαση αυτή, συνομολογήθηκε γραπτή συμφωνία, η καλούμενη συμφωνία της «Villa Grazioli», την οποία συνέταξε ή καταχώρισε σε έγγραφο ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας, και η οποία αποσκοπούσε στον καθορισμό των τιμών αγοράς του ακατέργαστου καπνού για τις ποικιλίες Burley, Bright και DAC (αιτιολογική σκέψη 132 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

223    Συναφώς, κακώς η προσφεύγουσα υποτιμά τον ρόλο του προέδρου που είχε κατά τις συνεδριάσεις της συμπράξεως που αποσκοπούσαν στην προετοιμασία της συμφωνίας αυτής, υποστηρίζοντας ότι ο ρόλος αυτός υποδήλωνε, κατ’ ουσίαν, μόνον διοικητικά καθήκοντα και δεν της παρείχε καμία δυνατότητα επιρροής από την άποψη του σχεδιασμού και της συντάξεως της συμφωνίας. Πράγματι, η σύγκληση των συσκέψεων, η πρόταση ημερήσιας διατάξεως, η διανομή προπαρασκευαστικών εγγράφων ενόψει των συσκέψεων είναι ασυμβίβαστη με τον παθητικό ρόλο ενός ουραγού ο οποίος υιοθετεί συγκρατημένη συμπεριφορά. Παρόμοιες πρωτοβουλίες είναι αποκαλυπτικές μιας ευνοϊκής και ενεργού συμμετοχής της προσφεύγουσας στην κατάρτιση, τη συνέχιση και τον έλεγχο της συμπράξεως. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο πρόεδρος της προσφεύγουσας, ο B. (ο οποίος είχε τον έλεγχο της εταιρίας), συμμετείχε ο ίδιος στις συνεδριάσεις της συμπράξεως δεν στερείται σημασίας, παρά το ότι, στο πλαίσιο της επιχειρήσεως αυτής, δεν υπήρχε ιεραρχική δομή αντίστοιχη προς αυτή των άλλων μελών της συμπράξεως. Πάντως, τα στοιχεία αυτά δεν είναι ικανά, εν πάση περιπτώσει, να αποδείξουν ότι η επιχείρηση είχε παίξει «αποκλειστικά παθητικό ρόλο ή ότι μιμήθηκε απλώς τη συμπεριφορά άλλων επιχειρήσεων» (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, απόφαση Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, σκέψη 105 ανωτέρω, σκέψη 257).

224    Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν προβάλλει ειδικές περιστάσεις ούτε αποδεικτικά στοιχεία, όπως δηλώσεις άλλων μελών της συμπράξεως, ικανά να αποδείξουν ότι η στάση της κατά τις επίμαχες συνεδριάσεις διακρίθηκε σημαντικά από αυτή των άλλων μελών από τον αμιγώς παθητικό χαρακτήρα της και από το γεγονός ότι μιμήθηκε απλώς τη συμπεριφορά των άλλων.

225    Επιπλέον, άπαξ και μια επιχείρηση μετέσχε, έστω και χωρίς να διαδραματίσει ενεργό ρόλο, σε μία ή περισσότερες συσκέψεις με αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, πρέπει να θεωρηθεί ότι μετέσχε στη σύμπραξη, εκτός αν αποδείξει ότι αποστασιοποιήθηκε δημοσίως από την παράνομη συνεννόηση. Συγκεκριμένα, με την παρουσία της στις συσκέψεις, η επιχείρηση προσχωρεί ή, τουλάχιστον, δίδει την εντύπωση στους άλλους μετέχοντες ότι προσχωρεί κατ’ αρχήν στις θίγουσες τον ανταγωνισμό συμφωνίες που συνήφθησαν κατά τις συσκέψεις αυτές (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 131 ανωτέρω, σκέψεις 81, 82 και 85).

226    Συναφώς, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, κατ’ ουσίαν, θα ήταν ανεπιεικές και δυσανάλογο να εφαρμοστεί η νομολογία αυτή με την ίδια αυστηρότητα στις επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους, οι οποίες διαθέτουν γνώσεις και νομικοοικονομικά μέσα που θα τους επέτρεπαν να αξιολογήσουν καλύτερα τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς τους και τις συνέπειές της υπό το πρίσμα του δικαίου του ανταγωνισμού, και στις μικρές επιχειρήσεις οικογενειακών διαστάσεων, οι οποίες δεν αντιλαμβάνονταν κατ’ ανάγκη ορισμένες συμπεριφορές ως παράνομες. Πράγματι, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το σημείο 1 A, πέμπτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών επιτρέπει στην Επιτροπή να αυξάνει τα πρόστιμα των επιχειρήσεων μεγάλου μεγέθους, αλλά δεν της επιβάλλει να μειώνει τα πρόστιμα των επιχειρήσεων μικρού μεγέθους. Επιπλέον, δεδομένου ότι το ασυμβίβαστο της επίμαχης συμπράξεως προς τους κανόνες του ανταγωνισμού προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ έως γ΄, ΕΚ και επιβεβαιώνεται από πάγια νομολογία, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε αρκούντως το σχετικό δίκαιο. Εξάλλου, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι κατηγορούμενες επιχειρήσεις είχαν πλήρη επίγνωση του παρανόμου μιας συμπράξεως που σκοπούσε στον καθορισμό τιμών, στον καταμερισμό της αγοράς και στην κατανομή των πελατών (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, απόφαση SNCZ κατά Επιτροπής, σκέψη 89 ανωτέρω, σκέψη 82).

227    Εν πάση περιπτώσει, κατά πάγια νομολογία, για να μπορεί να θεωρηθεί ότι μια παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού διαπράχθηκε εκ προθέσεως δεν είναι απαραίτητο η επιχείρηση να είχε επίγνωση ότι παραβαίνει τους κανόνες αυτούς, αλλά αρκεί το ότι δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η συμπεριφορά της είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 1995, T‑143/89, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑917, σκέψη 41, και SNCZ κατά Επιτροπής, σκέψη 89 ανωτέρω, σκέψη 83).

228    Επιπλέον, τίποτε δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να επιβάλλει επιεικέστερα πρόστιμα όταν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είναι μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ). Πράγματι, το μέγεθος της επιχειρήσεως λαμβάνεται υπόψη από το ανώτατο όριο που καθορίζει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και από τις διατάξεις των κατευθυντηρίων γραμμών. Πλην των δύο αυτών περιπτώσεων όπου λαμβάνεται υπόψη το μέγεθος, δεν υπάρχει κανένας λόγος διαφορετικής αντιμετωπίσεως των ΜΜΕ από τις άλλες επιχειρήσεις. Το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις είναι ΜΜΕ δεν τις απαλλάσσει από το καθήκον τηρήσεως των κανόνων ανταγωνισμού (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση SNCZ κατά Επιτροπής, σκέψη 89 ανωτέρω, σκέψη 84· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 2009, Τ‑18/03, CD-Contact Data κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑1021, σκέψη 115).

229    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν παρέβη τις κατευθυντήριες γραμμές, καθόσον αρνήθηκε να χορηγήσει στην προσφεύγουσα το ευεργέτημα των ελαφρυντικών περιστάσεων λόγω του ότι διαδραμάτισε ρόλο αποκλειστικά παθητικό ή απλώς μιμήθηκε τις άλλες επιχειρήσεις κατά την τέλεση της παραβάσεως.

–       Επί της ελλείψεως αιτιολογίας

230    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη όσον αφορά τόσο τον παθητικό της ρόλο στο πλαίσιο της συμπράξεως όσο και την ύπαρξη πιέσεων που την εξανάγκασαν να μετάσχει στη σύμπραξη.

231    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση, αφενός, ότι, μεταξύ των στοιχείων που η προσφεύγουσα επικαλέστηκε ρητώς ως ελαφρυντικές περιστάσεις στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, δεν περιλαμβάνεται αυτό που αφορά τον παθητικό ρόλο που διαδραμάτισε στο πλαίσιο της παραβάσεως και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή δεν δέχθηκε στην πραγματικότητα την ελαφρυντική αυτή περίσταση με την προσβαλλόμενη απόφαση.

232    Δεν μπορεί, πάντως, να αντληθεί επιχείρημα από το γεγονός ότι, στο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως που είναι αφιερωμένο στις ελαφρυντικές περιστάσεις, η Επιτροπή δεν παρέσχε εξηγήσεις ως προς τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι δεν υπεχρεούτο να λάβει υπόψη ορισμένα στοιχεία που επικαλέστηκε συναφώς η προσφεύγουσα στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

233    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή υποχρεούται μεν, δυνάμει του άρθρου 253 ΕΚ, να αιτιολογεί τις αποφάσεις της, αναφέροντας τα πραγματικά στοιχεία τα οποία δικαιολογούν την απόφασή της και τις νομικές εκτιμήσεις που την ώθησαν στη λήψη της, η διάταξη όμως αυτή δεν απαιτεί να αναφέρεται λεπτομερώς η Επιτροπή σε όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που εξετάστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 1983, 322/81, Nederlandsche Banden‑Industrie‑Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3461, σκέψεις 14 και 15, και απόφαση Fiskeby Board κατά Επιτροπής, σκέψη 186 ανωτέρω, σκέψη 127).

234    Πάντως, από την αιτιολογική σκέψη 380 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή μείωσε κατά 30 % το βασικό ποσό του προστίμου που θα πρέπει να επιβληθεί στην προσφεύγουσα, καθόσον εκτίμησε ότι ενδεχόμενη μείωση του προστίμου λόγω των ελαφρυντικών περιστάσεων, συνολικά θεωρούμενη, ήταν προσήκουσα και έλαβε υπόψη το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων.

235    Επομένως, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί. Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από την παράλειψη της Επιτροπής να λάβει δεόντως υπόψη την ελαφρυντική περίσταση της «συχνής διαταράξεως των σκοπών της συμπράξεως», η οποία συνίστατο σε συστηματική μη εφαρμογή των αποφάσεων της συμπράξεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

236    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, υποστήριξε επίσης ότι δεν εκτέλεσε τις αποφάσεις της συμπράξεως. Η μη εφαρμογή των συμφωνιών ήταν πλήρης και συστηματική και τούτο όχι μόνο καθόλη τη διάρκεια του 1999, αλλά και κατά τη χρονική περίοδο από τον Μάιο του 2001 έως τον Φεβρουάριο του 2002. Ως προς τη χρονική περίοδο που εκτείνεται από τον Οκτώβριο του 1997 έως τον Φεβρουάριο του 1999, είναι επίσης δυνατόν να αναφερθεί η μερική και μη συστηματική εφαρμογή των αποφάσεων της συμπράξεως εκ μέρους της προσφεύγουσας, ως ελαφρυντική περίσταση συνιστάμενη στην έμπρακτη μη εφαρμογή των παραβατικών συμφωνιών ή πρακτικών.

237    Συγκεκριμένα, οι κατευθυντήριες γραμμές δεν αναφέρουν ότι η περίσταση αυτή έχει εφαρμογή μόνο στην περίπτωση πλήρους και συστηματικής μη εφαρμογής. Επομένως, θα ήταν αντίθετο προς τις αρχές της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας να μην αναγνωρισθεί ότι ένας μετέχων στη σύμπραξη εφάρμοσε μόνο μερικώς τις περιοριστικές συμφωνίες, διότι τούτο θα ήταν αντίθετο προς την υποχρέωση διακρίσεως των διαφόρων επιπέδων σοβαρότητας των επί μέρους συμπεριφορών των επιχειρήσεων που εμπλέκονται στην παράβαση.

238    Καταλήγοντας με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ζητεί, επομένως, από το Γενικό Δικαστήριο να επανεξετάσει το ποσό της μειώσεως που εφαρμόστηκε στο βασικό ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε, αυξάνοντας αισθητά τη μείωση αυτή, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ελαφρυντική περίσταση του καταναγκασμού που της ασκήθηκε και του αποκλειστικά παθητικού ρόλου της, καθώς και του πραγματικού αντικτύπου της ελαφρυντικής περιστάσεως των συχνών διαταράξεων των σκοπών της συμπράξεως.

239    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του δευτέρου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

240    Με το υπό κρίση σκέλος, η προσφεύγουσα ζητεί μείωση του ποσού του προστίμου της λόγω της «έμπρακτης, μη εφαρμογής των παράνομων συμφωνιών ή πρακτικών», η οποία περιλαμβάνεται στις ελαφρυντικές περιστάσεις που αφορά το σημείο 3 των κατευθυντηρίων γραμμών. Κατά την προσφεύγουσα, η μείωση κατά 30 % του βασικού ποσού του προστίμου δεν αντικατοπτρίζει πλήρως την ελαφρυντική περίσταση που είναι εγγενής στη συχνή διατάραξη των σκοπών της συμπράξεως η οποία ήταν, στην πραγματικότητα, η συστηματική και έμπρακτη μη εφαρμογή των αποφάσεών της.

241    Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αναγνωρίσει την ύπαρξη ελαφρυντικής περιστάσεως λόγω μη εφαρμογής μιας συμπράξεως παρά μόνον αν η επιχείρηση η οποία επικαλείται την περίσταση αυτή μπορεί να αποδείξει ότι αντιτάχθηκε σαφώς και ουσιαστικώς στην εφαρμογή της συμπράξεως αυτής, σε σημείο που να διατάραξε αυτή καθαυτήν τη λειτουργία της, και ότι δεν προσχώρησε στη συμφωνία φαινομενικά και, ως εκ τούτου, ώθησε άλλες επιχειρήσεις να θέσουν σε εφαρμογή την εν λόγω σύμπραξη (αποφάσεις Daiichi Pharmaceutical κατά Επιτροπής, σκέψη 180 ανωτέρω, σκέψη 113, και της 8ης Οκτωβρίου 2008, Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 77 ανωτέρω, σκέψη 196). Πράγματι, θα ήταν υπερβολικά ευχερές για τις επιχειρήσεις να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο να υποχρεωθούν να καταβάλουν επαχθές πρόστιμο αν μπορούσαν να επωφελούνται από παράνομη σύμπραξη και να επιτυγχάνουν εν συνεχεία μείωση του προστίμου με την αιτιολογία ότι δεν διαδραμάτισαν παρά περιορισμένο ρόλο στην υλοποίηση της παραβάσεως, ενώ η στάση τους παρότρυνε άλλες επιχειρήσεις να συμπεριφερθούν κατά τρόπο βλαπτικότερο για τον ανταγωνισμό (αποφάσεις Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής, σκέψη 73 ανωτέρω, σκέψεις 277 και 278, και Itochu κατά Επιτροπής, σκέψη 103 ανωτέρω, σκέψη 145).

242    Επιπλέον, στις κατευθυντήριες γραμμές δεν αναφέρεται ότι η Επιτροπή πρέπει συστηματικά να λαμβάνει υπόψη χωριστά εκάστη των ελαφρυντικών περιστάσεων που απαριθμούνται στο σημείο 3 των κατευθυντηρίων γραμμών. Επομένως, κατά τη νομολογία αυτή, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να χορηγεί αυτομάτως επιπλέον μείωση λόγω των περιστάσεων αυτών, δεδομένου ότι ο προσήκων χαρακτήρας τυχόν μειώσεως του προστίμου λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων.

243    Εν προκειμένω, η Επιτροπή διευκρίνισε, στην αιτιολογική σκέψη 380 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα εξής:

«Η Romana Tabacchi δεν έλαβε μέρος σε ορισμένες πτυχές της συμπράξεως (δηλαδή, κυρίως, σε αυτές που αφορούν τις απευθείας αγορές από τους παραγωγούς, από τους οποίους άρχισε να αγοράζει περιορισμένες ποσότητες μόλις το 2000) […] Επιπλέον, η συμπεριφορά της Romana Tabacchi συχνά διατάραξε το αντικείμενο της συμπράξεως αυτής σε σημείο ώστε οι άλλοι μετέχοντες αναγκάστηκαν να συζητήσουν από κοινού την αντίδραση που θα είχαν απέναντι στη συμπεριφορά αυτή […] Τα στοιχεία αυτά οδηγούν σε μείωση κατά 30 % του βασικού ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στη Romana Tabacchi.»

244    Όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, από την ανάγνωση και μόνο της ως άνω αιτιολογικής σκέψεως προκύπτει ότι το γεγονός που επικαλείται η προσφεύγουσα με την αιτίαση αυτή ήδη ελήφθη δεόντως υπόψη.

245    Από το σύνολο των προηγουμένων σκέψεων προκύπτει ότι οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που διατυπώνει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του λόγου αυτού πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

6.     Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από τον ανεπιεική και δυσανάλογο χαρακτήρα του προστίμου σε σχέση με την περιουσιακή δομή και την ικανότητα πληρωμής εισφοράς της προσφεύγουσας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

246    Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε, ισοδύναμο περίπου προς το διπλάσιο του ποσού του εταιρικού κεφαλαίου της, είναι άδικο και δυσανάλογο. Ειδικότερα, η υπό κρίση υπόθεση αποκαλύπτει μια παραδειγματική περίπτωση «κακής διοικήσεως» της Επιτροπής. Πράγματι, η καταχρηστική άσκηση της διακριτικής εξουσίας της στον τομέα του υπολογισμού των προστίμων έχει, εν προκειμένω, ασυνήθιστη βαρύτητα, καθόσον συνοδεύεται από την εφαρμογή πολιτικής επιείκειας έναντι των πλέον σημαντικών και των πλέον ισχυρών μελών της συμπράξεως, που καταλήγει σε ένα συνολικό αποτέλεσμα σπάνιας ανεπιείκειας. Η αμέλεια και η επιφανειακή στάση της Επιτροπής έναντι της προσφεύγουσας προκάλεσαν μια παράδοξη κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας αυτή ήταν η επιχείρηση στην οποία επιβλήθηκε η βαρύτερη κύρωση σε ποσοστό, δηλαδή, 10 % του κύκλου εργασιών της, και καταδικάστηκε, κατ’ ουσίαν, να εγκαταλείψει την αγορά, μολονότι ήταν η μόνη που έθεσε σε κίνδυνο τη σταθερότητα της συμπράξεως και που έλαβε μέρος στη σύμπραξη για περιορισμένο χρονικό διάστημα, καθόσον η συμμετοχή της περιορίστηκε άλλωστε σε ορισμένες πτυχές της συμπράξεως.

247    Η άνιση κατανομή στην οποία προβαίνει η προσβαλλόμενη απόφαση μεταξύ των μελών του «σκληρού πυρήνα» της συμπράξεως, τα οποία έτυχαν της επιείκειας της Επιτροπής, και της προσφεύγουσας απορρέει από τη μηχανική και τυπολατρική εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών, η οποία είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις εξατομικεύσεως και διαβαθμίσεως της ποινής.

248    Συναφώς, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει επίσης ότι το ποσό του προστίμου της πριν από την εφαρμογή του ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 (8,75 εκατομμύρια ευρώ) ισοδυναμούσε προς ποσοστό άνω του 42 % του κύκλου εργασιών της το 2004/2005, ενώ το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην Deltafina (30 εκατομμύρια ευρώ) αντιπροσώπευε μόνο το 31 % του κύκλου εργασιών της κατά την ίδια χρονική περίοδο. Η Επιτροπή έπρεπε να προλάβει τέτοιες «παράπλευρες συνέπειες», επιδεικνύοντας τη μέγιστη προσοχή κατά την εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών, στο στάδιο της τελικής αποφάσεως.

249    Άλλωστε, το πρόστιμο το οποίο επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα όχι μόνο παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, αλλά στερείται πρακτικής αποτελεσματικότητας, στο μέτρο που θέτει ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την ύπαρξή της. Συγκεκριμένα, εφόσον το πρόστιμο αυτό ισοδυναμεί περίπου με το διπλάσιο του εταιρικού κεφαλαίου της προσφεύγουσας, μπορεί, σε περίπτωση εκτελέσεως, να προκαλέσει τη θέση της υπό εκκαθάριση.

250    Επιπλέον, η προσφεύγουσα επικαλείται το σημείο 5, στοιχείο β΄, των κατευθυντηρίων γραμμών, το οποίο θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι μια επιχείρηση θεωρείται ότι τελεί σε αδυναμία πληρωμών εάν η επιβολή χρηματικής κυρώσεως υψηλού ποσού μπορεί να της προκαλέσει χρηματοπιστωτική και οικονομική βλάβη από τις πλέον σοβαρές ή ακόμη να προκαλέσει άμεσα τη θέση της υπό εκκαθάριση ή την αφερεγγυότητά της, η οποία συνεπάγεται την πτώχευσή της. Άλλωστε, υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία, η πραγματική ικανότητα πληρωμής μιας επιχειρήσεως δεν ασκεί επιρροή παρά μόνο στο ειδικό κοινωνικό της πλαίσιο, το οποίο αποτελείται από τις συνέπειες που θα είχε η καταβολή του προστίμου όσον αφορά την αύξηση της ανεργίας ή την επιδείνωση των οικονομικών τομέων που στο οικονομικό κύκλωμα προηγούνται και έπονται της οικείας επιχειρήσεως. Κατά την προσφεύγουσα, το πρόστιμο που της επιβλήθηκε μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια επιδείνωση της αγοράς στα προηγούμενα στάδια.

251    Πράγματι, όπως επιβεβαιώνει η δήλωση στην οποία προέβη στις 16 Ιανουαρίου 2006 ο F., διευθυντής του Centro cooperativo agroalimentare (CECAS) και αντιπρόεδρος της Federazione nazionale delle cooperative agricole e agroalimentari (Fedagri), καθώς και πρόεδρος της επιτροπής καπνού (Consulta Tabacco) στο πλαίσιο του οργανισμού αυτού, η εξαφάνιση της προσφεύγουσας από την αγορά θα είχε ως συνέπεια την εξαφάνιση ή τη δραστική μείωση των εξαγωγών του καλλιεργημένου καπνού από τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην Ιταλία, για τις οποίες αντιπροσώπευε σημείο αναφοράς για την εξαγωγή προς ορισμένες «εξειδικευμένες αγορές». Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η εξαφάνισή της θα είχε καταστροφικές συνέπειες στον τομέα του μαύρου ιταλικού καπνού και της ποικιλίας καπνού Burley που παράγεται στην περιοχή της Bénévent (Ιταλία). Σε περίπτωση εξαφανίσεως της προσφεύγουσας, οι επιχειρήσεις που παράγουν τις ποικιλίες που διαθέτει στο εμπόριο δεν θα εύρισκαν πλέον αγορές, πράγμα που θα είχε αντίκτυπο στην απασχόληση και, γενικότερα, στην οικονομία των περιοχών που έχουν κυρίως γεωργικό προσανατολισμό.

252    Εξάλλου, η εξαφάνισή της από την αγορά ουδόλως θα αντιστοιχούσε στον σκοπό της προαγωγής του ανταγωνισμού και της αγοράς, καθόσον η τελευταία αυτή θα υφίστατο επιδείνωση του βαθμού συγκεντρώσεως. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι, στις 13 Μαΐου 2005, η Dimon και η SCC συγχωνεύθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες για να σχηματίσουν την Alliance One, πράγμα το οποίο προκάλεσε την έξοδο από την αγορά των ιταλικών θυγατρικών τους, της Dimon Italia και της Transcatab, αντιστοίχως, η αγορά του ιταλικού καπνού βρισκόταν πλέον στα χέρια μιας μόνον επιχειρήσεως μεταποιήσεως, της Deltafina. Η καταβολή του προστίμου των 2 εκατομμυρίων ευρώ που επέβαλε η Επιτροπή θα είχε, επομένως, ως συνέπεια να εξαφανίσει την προσφεύγουσα από την αγορά πράγμα που θα ωφελούσε τα μέγιστα την Deltafina, η οποία θα ήταν η τελευταία σημαντική επιχείρηση μεταποιήσεως στην Ιταλία.

253    Επιβάλλοντας μια τόσο δυσανάλογη κύρωση, η Επιτροπή αμέλησε εν προκειμένω την πτυχή της «ειδικής προλήψεως» και επέβαλε μια παράνομη «παραδειγματική» κύρωση.

254    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου αυτού.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

255    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή της επέβαλε πρόστιμο το οποίο παραβιάζει αυτό καθαυτό την αρχή της αναλογικότητας και δεν λαμβάνει υπόψη την πραγματική ικανότητά της πληρωμής στο ιδιαίτερο κοινωνικό πλαίσιο.

256    Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται γενικώς, πρώτον, ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή της επέβαλε ανεπιεικές και δυσανάλογο πρόστιμο σε σχέση με τον κύκλο εργασιών της καθώς και με το εταιρικό της κεφάλαιο, πράγμα το οποίο θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την ύπαρξή της.

257    Πάντως, πρέπει να υπομνησθεί, κατ’ αρχάς, ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι μια κύρωση που ισοδυναμεί με το ανώτατο όριο του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών της, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, ισοδυναμεί με τη μέγιστη ποινή είναι εσφαλμένο. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, το όριο αυτό έχει ένα σκοπό διακεκριμένο και αυτοτελή σε σχέση με τον σκοπό των κριτηρίων της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως, δηλαδή να αποτραπεί η επιβολή προστίμων ως προς τα οποία είναι δυνατόν να προβλεφθεί ότι οι επιχειρήσεις, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους τους, όπως ορίζεται από τον συνολικό κύκλο εργασιών τους, έστω και κατά προσέγγιση και κατά ατελή τρόπο, δεν θα είναι σε θέση να καταβάλουν (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψεις 280 και 282, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2008, Τ-52/03, Knauf Gips κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 452). Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι υπονοεί η προσφεύγουσα, το όριο αυτό, που προβλέπεται από τον νομοθέτη, εφαρμόζεται ομοιόμορφα σε όλες τις επιχειρήσεις και διαρθρώνεται ανάλογα με το μέγεθος εκάστης εξ αυτών και αποσκοπεί στην αποτροπή των προστίμων υπερβολικού και δυσανάλογου επιπέδου (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψη 281, και προπαρατεθείσα απόφαση Knauf Gips κατά Επιτροπής, σκέψη 453 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το όριο αυτό έχει ως μόνη δυνατή συνέπεια ότι το ποσό του προστίμου που υπολογίζεται επί τη βάσει των κριτηρίων της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως μειώνεται στο μέγιστο επιτρεπόμενο επίπεδο όταν υπερβαίνει αυτό το τελευταίο. Η εφαρμογή του υποδηλώνει ότι η οικεία επιχείρηση δεν καταβάλλει το σύνολο του προστίμου το οποίο, κατ’ αρχήν, θα οφειλόταν δυνάμει εκτιμήσεως στηριζομένης στα εν λόγω κριτήρια (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Knauf Gips κατά Επιτροπής, σκέψη 454 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

258    Στη συνέχεια, όσον αφορά το επιχείρημα ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την ύπαρξή της και θα μπορούσε να επιφέρει την εκκαθάρισή της, πρέπει να τονισθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη, κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, να λάβει υπόψη την ελλειμματική οικονομική κατάσταση μιας επιχειρήσεως, καθόσον η αναγνώριση μιας τέτοιας υποχρεώσεως θα κατέληγε να δώσει αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που είναι λιγότερο προσαρμοσμένες στις συνθήκες της αγοράς (αποφάσεις του Δικαστηρίου Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψη 327, και της 29 Ιουνίου 2006, C‑308/04 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5997, σκέψη 105· βλ. επίσης, αποφάσεις του Πρωτοδικείου Union Pigments κατά Επιτροπής, σκέψη 212 ανωτέρω, σκέψη 175 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 28ης Απριλίου 2010, Τ-452/05, BST κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 95). Επιπλέον, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε καν το επιχείρημα αυτό κατά τη διοικητική διαδικασία.

259    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αποσκοπεί, ακριβέστερα, να συγκρίνει το αρχικό ποσό του προστίμου της, που υπερβαίνει το 42 % του κύκλου εργασιών της, προς αυτό του προστίμου που επιβλήθηκε στην Deltafina, το οποίο αντιπροσωπεύει μόνο το 31 % του κύκλου εργασιών της τελευταίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι είναι το μόνο πρόστιμο που επιβλήθηκε τελικώς το οποίο πρέπει να περιορισθεί στο ανώτατο όριο που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να αναφερθεί, κατά τον υπολογισμό της, σε ενδιάμεσο ποσό ανώτερο του εν λόγω ορίου, εφόσον το τελικώς επιβαλλόμενο πρόστιμο δεν το υπερβαίνει (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις PVC II, σκέψη 109 ανωτέρω, σκέψεις 592 και 593, και Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψη 278∙ βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψη 367). Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υποχρεούται, σε οποιοδήποτε στάδιο εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών, να εξασφαλίζει ότι τα ενδιάμεσα ποσά των προστίμων στα οποία καταλήγει αντανακλούν κάθε διαφοροποίηση μεταξύ των ολικών κύκλων εργασιών των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων (απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαΐου 2009, Τ‑116/04, Wieland‑Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑1087, σκέψη 87). Άλλωστε, εφόσον ούτε η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να διασφαλίσει ότι τα τελικά ποσά των προστίμων στα οποία καταλήγει ο υπολογισμός της για τις οικείες επιχειρήσεις αντικατοπτρίζουν όλες τις διαφορές μεταξύ τους ως προς τον κύκλο εργασιών τους, η προσφεύγουσα δεν μπορεί εν προκειμένω να της προσάψει ότι της επέβαλε πρόστιμο ανώτερο, σε ποσοστό επί του συνολικού κύκλου εργασιών, από αυτό που επιβλήθηκε στην Deltafina (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψη 315∙ βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση SNCZ κατά Επιτροπής, σκέψη 89 ανωτέρω, σκέψη 114).

260    Εξάλλου, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 δεν απαιτεί, όταν επιβάλλονται πρόστιμα σε πλείονες επιχειρήσεις που εμπλέκονται στην ίδια παράβαση, το ποσό του προστίμου που επιβάλλεται σε επιχείρηση μικρού ή μεσαίου μεγέθους να μην είναι ανώτερο, σε ποσοστό επί του κύκλου εργασιών, από αυτό των προστίμων που επιβάλλονται στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Πράγματι, από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, τόσο για τις μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις όσο και για τις επιχειρήσεις μεγαλυτέρου μεγέθους, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, για να καθοριστεί το ποσό του προστίμου, η σοβαρότητα και η διάρκεια της παραβάσεως. Συναφώς, πρέπει ακόμη να υπογραμμιστεί ότι, όπως ήδη επισημάνθηκε στη σκέψη 228 ανωτέρω, τίποτε δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να επιβάλει ηπιότερα πρόστιμα όταν οι οικείες επιχειρήσεις είναι ΜΜΕ. Πράγματι, δεν υπάρχει κανένα λόγος να αντιμετωπίζονται οι ΜΜΕ διαφορετικά από τις λοιπές επιχειρήσεις. Το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις είναι ΜΜΕ δεν τις απαλλάσσει από το καθήκον τους να σέβονται τους κανόνες του ανταγωνισμού.

261    Τρίτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την ανάγκη για την Επιτροπή να λάβει υπόψη την πραγματική φοροδοτική της ικανότητα σε « συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες», υπό την έννοια του σημείου 5, στοιχείο β΄, των κατευθυντηρίων γραμμών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όσο κρίσιμα και αν είναι τα επιχειρήματα αυτά, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι υπάρχουν τέτοιες «συνθήκες» ή ήγειρε ζητήματα σχετικά με την πραγματική φοροδοτική της ικανότητα.

262    Μόνο κατά την ένδικη διαδικασία, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η εξαφάνισή της από την αγορά, λόγω του υψηλού ποσού του προστίμου, θα επέφερε, αφενός, επιδείνωση της αγοράς όσον αφορά προηγούμενα στάδια της παραγωγής, στο μέτρο που η εξαφάνιση αυτή θα συνεπαγόταν την κατάργηση ή τη δραστική μείωση των εξαγωγών καπνού που καλλιεργούν ορισμένες επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην Ιταλία, και, αφετέρου, καταστροφικές συνέπειες για την απασχόληση και την οικονομία ορισμένων περιοχών που έχουν κατ’ εξοχήν γεωργικό προσανατολισμό, στο μέτρο που η προσφεύγουσα είναι ο μόνος αγοραστής των μαύρων καπνών που πωλεί η σημαντικότερη ένωση συνεταιρισμών της παραγωγής αυτής, καθώς και μιας ποικιλίας καπνού (της ποικιλίας Burley) που παράγεται στη ζώνη της Bénévent.

263    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάπτει σήμερα στην Επιτροπή ότι δεν διεξήγαγε έρευνα όσον αφορά την εφαρμογή του σημείου 5, στοιχείο β΄, των κατευθυντηρίων γραμμών, του οποίου το περιεχόμενο εκτιμήθηκε, για παράδειγμα, στην αιτιολογική σκέψη 384 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκειμένου περί του επιχειρήματος που προβλήθηκε συναφώς από την Transcatab ως απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

264    Από το σύνολο των προηγουμένων σκέψεων προκύπτει ότι οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

7.     Επί της ασκήσεως από το Γενικό Δικαστήριο της εξουσίας πλήρους δικαιοδοσίας και επί του καθορισμού του τελικού ποσού του προστίμου

265    Η πλήρης δικαιοδοσία που παρέχει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 229 ΕΚ, το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 στο Γενικό Δικαστήριο, επιτρέπει στο δικαιοδοτικό αυτό όργανο, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, βάσει του οποίου μπορεί απλώς να απορριφθεί η προσφυγή ακυρώσεως ή να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, να υποκαταστήσει την εκτίμησή του στην εκτίμηση της Επιτροπής και, κατά συνέπεια, να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη πράξη, έστω και χωρίς ακύρωση, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία, προκειμένου, για παράδειγμα, να τροποποιήσει το ποσό του επιβληθέντος προστίμου, όταν το ζήτημα του ποσού υποβληθεί στην κρίση του (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑1331, σκέψεις 61 και 62, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

266    Συναφώς, πρέπει να τονισθεί ότι, εκ φύσεως, ο καθορισμός ενός προστίμου από το Γενικό Δικαστήριο δεν αποτελεί ακριβή μαθηματική άσκηση. Άλλωστε, το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τους υπολογισμούς της Επιτροπής ούτε από τις κατευθυντήριες γραμμές όταν αποφαίνεται δυνάμει της εξουσίας πλήρους δικαιοδοσίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση BASF και UCB κατά Επιτροπής, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 213 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), αλλά πρέπει να προβεί σε δική του εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

267    Από την εκτίμηση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως ανωτέρω, προκύπτει ότι, κατά τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου, η Επιτροπή, αφενός, υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τη διάρκεια της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη και, αφετέρου, παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, εκτιμώντας το ειδικό βάρος της συμμετοχής αυτής.

268    Όσον αφορά την παρανομία που διέπραξε η Επιτροπή, η οποία αφορά τον υπολογισμό της διάρκειας της παραβάσεως σε σχέση με την προσφεύγουσα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 30 ανωτέρω, η Επιτροπή της προσήψε ότι συμμετείχε στη σύμπραξη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως από τον Οκτώβριο του 1997 μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου 2002, ημερομηνία η οποία αντιστοιχεί στην ημερομηνία του τερματισμού της παραβάσεως, ενώ η συμμετοχή της ανεστάλη μεταξύ της 5ης Νοεμβρίου 1999 και της 29ης Μαΐου 2001 (αιτιολογικές σκέψεις 302 και 378 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επειδή η συμμετοχή της προσφεύγουσας διήρκεσε περισσότερο από δύο έτη και οκτώ μήνες, η Επιτροπή εφήρμοσε προσαύξηση 25 % στο πρόστιμο που της επέβαλε. Το βασικό ποσό του προστίμου καθορίστηκε, επομένως, σε 12,5 εκατομμύρια ευρώ (βλ. αιτιολογική σκέψη 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

269    Πάντως, όπως επισημάνθηκε στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του τρίτου λόγου (βλ. σκέψεις 134 έως 143 και 150 έως 165 ανωτέρω), κακώς η Επιτροπή θεώρησε ότι η προσφεύγουσα είχε μετάσχει στη σύμπραξη κατά την εν λόγω χρονική περίοδο και είχε αναστείλει τη συμμετοχή της μεταξύ Νοεμβρίου 1999 και Μαΐου 2001. Πράγματι, όσον αφορά τη χρονική περίοδο μέχρι τις 5 Νοεμβρίου 1999, από τις αναλύσεις που εκτέθηκαν, ιδίως, στις σκέψεις 134 έως 149 ανωτέρω, προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε βασίμως να θεωρήσει την ημερομηνία αυτή ως την ημερομηνία παύσεως της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη, εφόσον τα αποδεικτικά στοιχεία που εκτίμησε συναφώς με την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και τα άλλα στοιχεία του φακέλου της παρείχαν απλώς τη δυνατότητα να θεωρήσει ότι η συμμετοχή αυτή αποδείχθηκε μόνο μέχρι τον Φεβρουάριο του 1999.

270    Όσον αφορά την υποτιθέμενη επιστροφή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη κατά το χρονικό διάστημα από τις 29 Μαΐου 2001 έως τις 19 Φεβρουαρίου 2002, από τις αναλήψεις που εκτέθηκαν, ιδίως, στις σκέψεις 150 έως 164 ανωτέρω προκύπτει ότι το σύνολο των ενδείξεων που διέθετε η Επιτροπή δεν αρκούσε για να συναχθεί το συμπέρασμα περί της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη κατά τη διάρκεια της εν λόγω χρονικής περιόδου και ότι, κατά συνέπεια, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών καθόσον θεώρησε ότι η προσφεύγουσα είχε επιστρέψει εκ νέου στη σύμπραξη κατά την εν λόγω χρονική περίοδο.

271    Λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων σκέψεων, η διάρκεια της παραβάσεως που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό του προστίμου πρέπει να μειωθεί σε δεκαέξι μήνες.

272    Όσον αφορά την άλλη παρανομία που διέπραξε η Επιτροπή, από τις σκέψεις 176 έως 195 ανωτέρω προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εμπεριέχει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον η Επιτροπή δέχθηκε, έναντι της προσφεύγουσας, το έτος 2001 ως το έτος αναφοράς για τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου.

273    Πράγματι, από τις αιτιολογικές σκέψεις 370 έως 373 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή καθόρισε το σχετικό βάρος των επιχειρήσεων που έχουν μετάσχει στη σύμπραξη ανάλογα με τα μερίδια αγοράς που κατείχαν κατά το τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως.

274    Πάντως, η επιλογή να ληφθεί υπόψη το έτος 2001, το οποίο, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 182 έως 186 ανωτέρω, δεν μπορούσε να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση ως το τελευταίο πλήρες έτος της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση, ώθησε την Επιτροπή να λάβει υπόψη ένα μερίδιο αγοράς της προσφεύγουσας της τάξεως του 8,86 % (βλ. αιτιολογική σκέψη 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Πάντως, το εν λόγω μερίδιο αγοράς ήταν ουσιωδώς ανώτερο του μεριδίου που η προσφεύγουσα κατείχε κατά το τελευταίο πλήρες έτος της συμμετοχής της στην παράβαση, δηλαδή ένα μερίδιο αγοράς της τάξεως του 2,71 % το 1998, όπως προκύπτει από την ανακοίνωση της προσφεύγουσας –την οποία η Επιτροπή κατέθεσε στον φάκελο κατόπιν μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο– της οποίας γίνεται μνεία στην υποσημείωση 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. συναφώς και τη σκέψη 191 ανωτέρω).

275    Επομένως, επειδή η απόσταση που υπήρχε μεταξύ του μεριδίου αγοράς της προσφεύγουσας το οποίο έλαβε υπόψη η Επιτροπή και των μεριδίων αγοράς που κατείχαν, αντιστοίχως, η Mindo και η Transcatab το 2001 δεν ήταν, υποτίθεται, σημαντική, εφόσον όλα εντάσσονταν σε μια κλίμακα μεταξύ περίπου 9 % έως 11 % (βλ. αιτιολογική σκέψη 373 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή θεώρησε ότι οι τρεις αυτές επιχειρήσεις μπορούσαν να καταταγούν στην ίδια κατηγορία, για την οποία το αρχικό ποσό του προστίμου καθορίστηκε σε 10 εκατομμύρια ευρώ, ποσό το οποίο, λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων σκέψεων, δεν αντικατόπτριζε το «ειδικό βάρος» της προσφεύγουσας και τις πιθανές συνέπειες της παράνομης συμπεριφοράς της.

276    Επομένως, η πλάνη στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη το μερίδιο αγοράς που κατείχε η προσφεύγουσα το 2001, καθόρισε την εσφαλμένη κατάταξή της σε μια κατηγορία επιχειρήσεων στην οποία δεν ανήκε, πράγμα το οποίο, σε τελική ανάλυση, ώθησε την Επιτροπή να καθορίσει ένα αρχικό ποσό προστίμου που θα επιβαλλόταν στην προσφεύγουσα το οποίο ήταν δυσανάλογο σε σχέση με την πραγματική συμμετοχή της στην παράβαση που ήταν όλως σχετική.

277    Κατά συνέπεια, τα σφάλματα στα οποία υπέπεσε η Επιτροπή, αφενός, ως προς τη διάρκεια της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση και, αφετέρου, ως προς τον καθορισμό του μεριδίου αγοράς της προσφεύγουσας και, για τον λόγο αυτόν, την κατάταξή της στην ίδια κατηγορία με επιχειρήσεις που έχουν διαφορετικό μέγεθος και, επομένως και διαφορετική βαρύτητα στη σύμπραξη, ώθησαν την Επιτροπή να αποδώσει, κατ’ ουσίαν, στην προσφεύγουσα ένα ρόλο στη σύμπραξη όμοιο με αυτόν των τριών άλλων επιχειρήσεων μεταποιήσεως, δηλαδή της Deltafina, της Dimon Italia και της Transcatab.

278    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη διακρίνεται σαφώς από τη συμμετοχή των τριών άλλων επιχειρήσεων μεταποιήσεως, οι οποίες ανήκαν, όλες, σε πολυεθνικούς ομίλους. Οι επιχειρήσεις αυτές είναι, πράγματι, οι μόνες που έθεσαν σε εφαρμογή τη σύμπραξη και συμμετείχαν σε όλες τις πτυχές της, από την αρχή της παραβάσεως μέχρι το τέλος της. Επιπλέον, σε αντιδιαστολή προς την προσφεύγουσα, οι τρεις προπαρατεθείσες επιχειρήσεις μεταποιήσεως ήσαν όλες μέλη της APTI (αιτιολογική σκέψη 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως), της οποίας τη συμπεριφορά προσπάθησαν να επηρεάσουν (αιτιολογική σκέψη 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τέλος, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ., ιδίως, αιτιολογική σκέψη 380), η προσφεύγουσα όχι μόνο συμμετείχε κατά τρόπο ασυνεχή στη σύμπραξη, αλλά, κατά τη διάρκεια της συμμετοχής της, διατάραξε συχνά τη λειτουργία της συμπράξεως.

279    Άλλωστε, πρέπει να υπομνησθεί ότι αποτελεί πάγια νομολογία ότι τα πρόστιμα που επιβάλλονται λόγω παραβάσεων του άρθρου 81 ΕΚ, όπως προβλέπονται από το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, έχουν ως αντικείμενο να κολάσουν τις παράνομες πράξεις των σχετικών επιχειρήσεων και να αποτρέψουν τόσο τις εν λόγω επιχειρήσεις όσο και άλλους επιχειρηματίες από τη μελλοντική παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης περί ανταγωνισμού (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 2010, C‑413/08 P, Lafarge κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 102 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, η συνεκτίμηση του μεγέθους και των συνολικών πόρων της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι το πρόστιμο έχει επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα, στηρίζεται στην επιδιωκόμενη επίπτωση επί της εν λόγω επιχειρήσεως, δεδομένου ότι η κύρωση δεν πρέπει να είναι αμελητέα, υπό το πρίσμα, ιδίως, της οικονομικής δυνατότητας της επιχειρήσεως αυτής (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 104).

280    Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί να μην υπερβαίνουν οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων του ενός κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 1990, Fedesa κ.λπ., C‑331/88, Συλλογή 1990, σ. I‑4023, σκέψη 13, και της 5ης Μαΐου 1998, C‑180/96, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2265, σκέψη 96, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑30/05, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 104 ανωτέρω, σκέψη 223). Συνεπώς, τα πρόστιμα δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, ήτοι σε σχέση με την τήρηση των κανόνων περί ανταγωνισμού, και το ποσό του επιβαλλόμενου σε μία επιχείρηση προστίμου για παράβαση σε υπόθεση ανταγωνισμού πρέπει να είναι ανάλογο με την παράβαση, εκτιμώμενη στο σύνολό της, λαμβάνοντας υπόψη, ειδικότερα, τη σοβαρότητα της παραβάσεως (αποφάσεις JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 130 ανωτέρω, σκέψη 532, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 104 ανωτέρω, σκέψη 224).

281    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα είναι μια επιχείρηση μικρού μεγέθους, της οποίας το εταιρικό κεφάλαιο ανερχόταν το 2005 μόλις σε 1,1 εκατομμύρια ευρώ και της οποίας η μετοχική σύνθεση είναι οικογενειακή, εφόσον το κεφάλαιο αυτό κατέχουν δύο φυσικά πρόσωπα (διάταξη Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψεις 70 και 123). Από τις διαπιστώσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων που αφορά την παρούσα υπόθεση προκύπτει επίσης ότι, το 2005, για να συμβάλει στη σύσταση αποθέματος για να καλυφθεί ο κίνδυνος πληρωμής του προστίμου ύψους 1 000 000 ευρώ, η προσφεύγουσα χρειάστηκε να πωλήσει εργοστάσιο που βρίσκεται στη Cerratina (Iταλία), μειώνοντας έτσι την αξία του ενεργητικού σε ακίνητα σε ποσό κατώτερο του ύψους του προστίμου που επέβαλε η Επιτροπή (διάταξη Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψεις 87 και 107).

282    Όσον αφορά τα αποτελέσματα της εγγραφής προστίμου ύψους 2,05 εκατομμυρίων ευρώ στους λογαριασμούς της, η προσφεύγουσα υποστήριξε επίσης, κατά την ενώπιον του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων διαδικασία, χωρίς ως προς το σημείο αυτό να την αντικρούσει η Επιτροπή, ότι τα άρθρα 2447 και 2484, τέταρτο εδάφιο, του ιταλικού αστικού κώδικα προβλέπουν ότι η εγγραφή στον ισολογισμό θέσεως του παθητικού που ισοδυναμεί με το διπλάσιο του εταιρικού κεφαλαίου, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, μπορεί να μειώσει το κεφάλαιο αυτό στο μηδέν. Ειδικότερα, σε περίπτωση μειώσεως του εταιρικού κεφαλαίου κεφαλαιουχικής εταιρίας σε επίπεδο κατώτερο του ελαχίστου νομίμου ορίου, η εταιρία αυτή αντιμετωπίζει, κατ’ ουσίαν, την ακόλουθη επιλογή: οργάνωση της διαλύσεώς της ή ανακεφαλαιοποίηση (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψεις 88 και 123). Συναφώς, από τις διαπιστώσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων προκύπτει ότι, από τις 13 Ιουλίου 2006, η προσφεύγουσα απέδειξε επαρκώς από νομικής απόψεως ότι δεν ήταν, όπως ακριβώς και οι δύο μέτοχοί της, σε θέση να συστήσει έστω και τραπεζική εγγύηση για την πληρωμή του προστίμου των 2,05 εκατομμυρίων ευρώ που επέβαλε η Επιτροπή (διάταξη Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψεις 100 έως 122). Πρέπει, ειδικότερα, να τονισθεί ότι αποδείχθηκε ότι οι μέτοχοι της προσφεύγουσας δεν έχουν τη δυνατότητα να συστήσουν τραπεζική εγγύηση για το σύνολο του ποσού του προστίμου και δεν μπορούν, επομένως, ούτε να συνεισφέρουν στο κεφάλαιο της εταιρίας στο αναγκαίο μέτρο για να αποτραπεί η θέση της υπό εκκαθάριση (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψη 123). Οι συνήθεις τράπεζες της προσφεύγουσας είχαν διακόψει τις πιστώσεις τους λόγω της χειροτερεύσεως της καταστάσεώς της (διάταξη Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψη 85). Επιπλέον, εν προκειμένω, κανένα στοιχείο δεν παρέχει ενδείξεις περί του ότι η χειροτέρευση αυτή οφειλόταν σε απατηλή συμπεριφορά που αποσκοπούσε στην αποφυγή της πληρωμής του προστίμου.

283    Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι ένα πρόστιμο ύψους 2,05 εκατομμυρίων ευρώ, που επέβαλε η Επιτροπή στις 20 Οκτωβρίου 2005, μπορεί να προκαλέσει, αφεαυτού, τη θέση της προσφεύγουσας σε εκκαθάριση και, κατά συνέπεια, την εξαφάνισή της από την αγορά, η οποία φαίνεται, άλλωστε, ικανή να έχει τις σημαντικές επιπτώσεις που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως.

284    Ενόψει των προηγουμένων σκέψεων, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του σωρευτικού αποτελέσματος των προηγουμένως διαπιστωθεισών παρανομιών καθώς και της ασθενούς χρηματοοικονομικής ικανότητας της προσφεύγουσας, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, κατά δίκαιη εκτίμηση όλων των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, το τελικό ποσό του προστίμου που θα επιβληθεί στην προσφεύγουσα θα πρέπει να καθοριστεί σε 1 εκατομμύριο ευρώ. Πράγματι, ένα πρόστιμο του ύψους αυτού παρέχει τη δυνατότητα αποτελεσματικής κυρώσεως της παράνομης συμπεριφοράς της προσφεύγουσας, κατά τρόπο που να μην είναι αμελητέος και να παραμένει επαρκώς αποτρεπτικός. Οποιοδήποτε πρόστιμο ανώτερο του ποσού αυτού θα ήταν δυσανάλογο σε σχέση με την παράβαση που προσάπτεται στην προσφεύγουσα εκτιμώμενη στο σύνολό της.

285    Στην παρούσα υπόθεση, ένα πρόστιμο ύψους 1 εκατομμυρίου ευρώ συνιστά τη δίκαιη κύρωση της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην προσφεύγουσα.

286    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προηγουμένων σκέψεων, πρέπει, πρώτον, να ακυρωθεί το άρθρο 1, στοιχείο β΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον αφορά την παράβαση που προσάπτεται στην προσφεύγουσα για τη χρονική περίοδο που βαίνει πέρα του μηνός Φεβρουαρίου του 1999, δεύτερον, να ορισθεί το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα σε 1 εκατομμύριο ευρώ και, τρίτον, να απορριφθεί η προσφυγή κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

287    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 3, πρώτο εδάφιο, της ίδιας διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

288    Εν προκειμένω, προσήκει να τονισθεί ότι έγιναν κατ’ ουσίαν δεκτά τα αιτήματα της προσφεύγουσας. Επομένως, κατά δικαία εκτίμηση των επιδίκων περιστατικών αποφασίζεται ότι η Επιτροπή θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα.

289    Όσον αφορά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση T‑11/06 R, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά, υπό το πρίσμα της διατάξεως του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουλίου 2006, ότι πρέπει να καταδικασθεί η Επιτροπή στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα έξοδα που υπέστη η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της διαδικασίας εκείνης.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως C(2005) 4012 τελικό της Επιτροπής, της 20ής Οκτωβρίου 2005, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] (υπόθεση COMP/C-38.281/B.2 – Ακατέργαστος καπνός – Ιταλία), καθόσον η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Romana Tabacchi Srl είχε λάβει μέρος στην παράβαση μετά τον μήνα Φεβρουάριο του 1999.

2)      Το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στη Romana Tabacchi καθορίζεται σε 1 εκατομμύριο ευρώ.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

4)      Η Επιτροπή θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Romana Tabacchi.

5)      Στην υπόθεση T‑11/06 R, η Επιτροπή θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Romana Tabacchi.

Azizi

Cremona

Frimodt Nielsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Οκτωβρίου 2011.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

1.  Η διοικητική διαδικασία

2.  Η προσβαλλόμενη απόφαση

Καθορισμός του αρχικού ποσού των προστίμων

Σοβαρότητα

Διαφορετική μεταχείριση

Καθορισμός του βασικού ποσού των προστίμων

Ελαφρυντικές περιστάσεις

Το προβλεπόμενο στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 ανώτατο όριο του προστίμου

Εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας

Τελικό ποσόν των προστίμων

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1.  Επί του αιτήματος διεξαγωγής αποδείξεως διά μαρτύρων

2.  Επί του πρώτου λόγου που αντλείται από την παράλειψη διεξαγωγής έρευνας, από έλλειψη αιτιολογίας ή από τον παράλογο χαρακτήρα της αιτιολογίας, καθώς και από την παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, όσον αφορά την παράλειψη της Επιτροπής να λάβει υπόψη την έλλειψη πραγματικού αντικτύπου της συμπράξεως στην αγορά

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Γενικές εκτιμήσεις

Επί της παραλείψεως να ληφθεί υπόψη ο πραγματικός αντίκτυπος της συμπράξεως στην αγορά κατά τον καθορισμό του προστίμου

Επί της παραβιάσεως των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας

Επί της ελλείψεως αιτιολογίας και επί του παράλογου χαρακτήρα της

3.  Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πλημμέλειες σχετικά με την αιτιολογία και την έρευνα καθώς και από την παράβαση του βάρους της αποδείξεως, ως προς τη διάρκεια της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην προβαλλόμενη παράβαση

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της ημερομηνίας παύσεως της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη το 1999

Επί της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη μεταξύ της 29ης Μαΐου 2001 και της 19ης Φεβρουαρίου 2002

–  Επί της τηλεομοιοτυπίας που απέστειλε η Deltafina στις 29 Μαΐου 2001

–  Επί των συνεδριάσεων της 16ης Νοεμβρίου 2001 και της 8ης Ιανουαρίου 2002

4.  Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από τον παράλογο χαρακτήρα της αιτιολογίας και από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως κατά τη διαβάθμιση του αρχικού ποσού του προστίμου

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

5.  Eπί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από ανεπαρκή μείωση του ποσού του προστίμου λόγω του ρόλου «ταραχοποιού» που διαδραμάτισε η προσφεύγουσα καθώς και από τη μη συνεκτίμηση άλλων ελαφρυντικών περιστάσεων

Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, ως ελαφρυντικές περιστάσεις, τις πιέσεις που υπέστη η προσφεύγουσα, καθώς και τον καθαρώς παθητικό ρόλο που αυτή διαδραμάτισε

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–  Επί της αιτιάσεως που αντλείται από τη μη συνεκτίμηση του καταναγκαστικού χαρακτήρα της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη

–  Επί της αιτιάσεως που αντλείται από τη μη συνεκτίμηση του αποκλειστικά παθητικού ρόλου της προσφεύγουσας ή του περιοριζόμενου απλώς στη μίμηση των άλλων επιχειρήσεων

–  Επί της ελλείψεως αιτιολογίας

Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από την παράλειψη της Επιτροπής να λάβει δεόντως υπόψη την ελαφρυντική περίσταση της «συχνής διαταράξεως των σκοπών της συμπράξεως», η οποία συνίστατο σε συστηματική μη εφαρμογή των αποφάσεων της συμπράξεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

6.  Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από τον ανεπιεική και δυσανάλογο χαρακτήρα του προστίμου σε σχέση με την περιουσιακή δομή και την ικανότητα πληρωμής εισφοράς της προσφεύγουσας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

7.  Επί της ασκήσεως από το Γενικό Δικαστήριο της εξουσίας πλήρους δικαιοδοσίας και επί του καθορισμού του τελικού ποσού του προστίμου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.