Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-501/06 P, C-513/06 P, C-515/06 P και C-519/06 P

GlaxoSmithKline Services Unlimited, πρώην Glaxo Wellcome plc

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αιτήσεις αναιρέσεως — Συμπράξεις — Περιορισμός του παράλληλου εμπορίου φαρμάκων — Άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ — Περιορισμός του ανταγωνισμού λόγω αντικειμένου — Εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις των τιμών — Αντικατάσταση σκεπτικού — Άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ — Συμβολή στην προώθηση της τεχνικής προόδου — Έλεγχος — Βάρος της αποδείξεως — Αιτιολογία — Έννομο συμφέρον»

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak της 30ής Ιουνίου 2009   I ‐ 9297

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 6ης Οκτωβρίου 2009   I ‐ 9374

Περίληψη της αποφάσεως

  1. Αναίρεση – Έννομο συμφέρον – Προϋπόθεση

  2. Αναίρεση – Αντίθετη αναίρεση – Αντικείμενο

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 116)

  3. Αναίρεση – Αντίθετη αναίρεση – Έννομο συμφέρον – Προϋπόθεση

  4. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό – Κριτήρια εκτιμήσεως – Αντικείμενο επιζήμιο για τον ανταγωνισμό – Επαρκής διαπίστωση

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  5. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό – Κριτήρια εκτιμήσεως – Πρόθεση μερών συμφωνίας να περιορίσουν τον ανταγωνισμό – Μη αναγκαίο κριτήριο

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  6. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό – Συμφωνίες αποβλέπουσες στον περιορισμό του παράλληλου εμπορίου

    (Άρθρο 81 ΕΚ)

  7. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απαγορεύονται – Απαλλαγή – Προϋποθέσεις – Βάρος αποδείξεως

    (Άρθρο 81 § 3 ΕΚ)

  8. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απαγορεύονται – Απαλλαγή – Προϋποθέσεις – Περίπλοκη οικονομική εκτίμηση

    (Άρθρο 81 § 3 ΕΚ)

  9. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απαγορεύονται – Απαλλαγή – Προϋποθέσεις – Βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή συμβολή στην τεχνική ή οικονομική πρόοδο

    (Άρθρο 81 § 3 ΕΚ)

  1.  Η ύπαρξη συμφέροντος του αναιρεσείοντος για την άσκηση αναιρέσεως προϋποθέτει ότι η αναίρεση μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε. Στον βαθμό που αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά τμήματος του σκεπτικού αποφάσεως και με αυτή ζητείται από το Δικαστήριο να προβεί σε αντικατάσταση του σκεπτικού, χωρίς να τεθεί εν αμφιβόλω το διατακτικό της αποφάσεως αυτής, η αίτηση αυτή αναιρέσεως πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, καθόσον δεν μπορεί, αφενός, να προσπορίσει όφελος στον διάδικο που την άσκησε και, αφετέρου, να επηρεάσει το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

    (βλ. σκέψεις 23-26)

  2.  Σε περίπτωση που ο προσφεύγων πρωτοδίκως και ο καθού πρωτοδίκως ασκούν αμφότεροι αναίρεση κατά της ίδιας αποφάσεως του Πρωτοδικείου, ουδόλως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 116 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ότι ο καθού πρωτοδίκως δεν μπορεί να ασκήσει σωρευτικά αναίρεση και αντίθετη αναίρεση σε σχέση με την αναίρεση που άσκησε ο προσφεύγων πρωτοδίκως, τούτο δε ανεξάρτητα από το γεγονός ότι πλείονες υποθέσεις σχετίζονται με την απόφαση αυτή και οι υποθέσεις αυτές έχουν ενωθεί. Συγκεκριμένα, παρά την ένωσή τους, οι υποθέσεις δεν χάνουν την αυτοτέλειά τους. Η σωρευτική άσκηση αναιρέσεως και αντίθετης αναιρέσεως δεν συνιστά κατάχρηση διαδικασίας.

    Περαιτέρω, ουδόλως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 116 του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας ότι ο καθού πρωτοδίκως που άσκησε αναίρεση και αντίθετη αναίρεση στερείται της δυνατότητας να προβάλει, στο πλαίσιο της αντίθετης αναιρέσεως, αμυντικούς ισχυρισμούς για να απαντήσει στους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε ο προσφεύγων πρωτοδίκως. Το γεγονός ότι οι αμυντικοί ισχυρισμοί περιλαμβάνονται στο τμήμα του υπομνήματος αντικρούσεως που τιτλοφορείται «αντίθετη αναίρεση» δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το συμπέρασμα αυτό. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να δοθεί σημασία αποκλειστικά στον τυπικό τίτλο του τμήματος υπομνήματος, χωρίς να ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο του τμήματος αυτού.

    (βλ. σκέψεις 31, 36, 38)

  3.  Όπως ισχύει και για την αίτηση αναιρέσεως, στην περίπτωση της αντίθετης αναιρέσεως η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος προϋποθέτει ότι η αντίθετη αναίρεση μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε.

    (βλ. σκέψη 33)

  4.  Τα επιζήμια για τον ανταγωνισμό αντικείμενο και αποτέλεσμα μιας συμφωνία αποτελούν όχι σωρευτικές, αλλά διαζευκτικές προϋποθέσεις για να εκτιμηθεί αν μια τέτοια συμφωνία εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Ο διαζευκτικός χαρακτήρας αυτής της προϋποθέσεως, που εκφράζεται με τη χρήση του συνδέσμου «ή», επιβάλλει καταρχάς να εξεταστεί το αντικείμενο της συμφωνίας, λαμβανομένου υπόψη του οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται. Αν πάντως από την ανάλυση του περιεχομένου της συμφωνίας δεν προκύψει ότι είναι αρκούντως επιζήμια για τον ανταγωνισμό, πρέπει να εξεταστούν τα αποτελέσματά της, προς επιβολή δε της απαγορεύσεως πρέπει να συντρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι πράγματι ο ανταγωνισμός είτε παρεμποδίστηκε είτε περιορίστηκε είτε νοθεύθηκε αισθητά. Δεν επιβάλλεται η εξέταση των αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας εφόσον έχει αποδειχθεί το επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αντικείμενο αυτής.

    (βλ. σκέψη 55)

  5.  Για να εκτιμηθεί ο επιζήμιος για τον ανταγωνισμό χαρακτήρας μιας συμφωνίας πρέπει να λαμβάνονται ιδίως υπόψη το περιεχόμενο των διατάξεών της, οι σκοποί τους οποίους αυτή επιδιώκει, καθώς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποία αυτή εντάσσεται. Επιπλέον, έστω και αν η πρόθεση των μερών δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της εξακριβώσεως του περιοριστικού χαρακτήρα μιας συμφωνίας, τίποτε δεν εμποδίζει την Επιτροπή ή τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα να λαμβάνουν υπόψη την πρόθεση αυτή.

    (βλ. σκέψη 58)

  6.  Στον τομέα του παράλληλου εμπορίου, καταρχήν, συμφωνίες που αποβλέπουν στην απαγόρευση ή στον περιορισμό του εμπορίου αυτού έχουν ως αντικείμενο την παρεμπόδιση του ανταγωνισμού. Ούτε το γράμμα του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ ούτε η νομολογία καθιστούν δυνατή την επίρρωση του ισχυρισμού ότι το ότι γίνεται δεκτό ότι μια συμφωνία που αποβλέπει στον περιορισμό του παράλληλου εμπορίου πρέπει κατ’ αρχήν να θεωρηθεί ότι αποσκοπεί στον περιορισμό του ανταγωνισμού δικαιολογείται από την υπόθεση ότι στερεί τους τελικούς καταναλωτές από τα πλεονεκτήματα ενός αποτελεσματικού ανταγωνισμού στον τομέα του εφοδιασμού ή των τιμών. Συγκεκριμένα, ουδόλως προκύπτει από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ ότι μόνον οι συμφωνίες που στερούν τους καταναλωτές από ορισμένα πλεονεκτήματα θα μπορούσαν να έχουν επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αντικείμενο. Αφετέρου, το άρθρο 81 ΕΚ αποσκοπεί, όπως και οι λοιποί κανόνες περί ανταγωνισμού της Συνθήκης, στην προστασία όχι αποκλειστικά των άμεσων συμφερόντων των ανταγωνιστών ή των καταναλωτών, αλλά της δομής της αγοράς και με τον τρόπο αυτό του ίδιου του ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, η διαπίστωση της υπάρξεως του επιζήμιου για τον ανταγωνισμό αντικειμένου μιας συμφωνίας δεν μπορεί να εξαρτάται από το ότι οι τελικοί καταναλωτές στερούνται των πλεονεκτημάτων ενός αποτελεσματικού ανταγωνισμού στον τομέα του εφοδιασμού ή των τιμών. Επομένως, η ύπαρξη επιζήμιου για τον ανταγωνισμό αντικειμένου δεν μπορεί να εξαρτάται από την απόδειξη του ότι η συμφωνία έχει δυσμενείς συνέπειες για τους τελικούς καταναλωτές.

    Η αρχή κατά την οποία μια συμφωνία που αποβλέπει στον περιορισμό του παράλληλου εμπορίου αποτελεί «περιορισμό του ανταγωνισμού λόγω αντικειμένου», έχει εφαρμογή στον φαρμακευτικό τομέα.

    (βλ. σκέψεις 59-60, 62-64)

  7.  Το πρόσωπο που επικαλείται το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει να αποδείξει, με πειστικά επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία, ότι πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση απαλλαγής. Το βάρος αποδείξεως το φέρει συνεπώς η επιχείρηση που ζητεί να τύχει της απαλλαγής. Ωστόσο, τα πραγματικά στοιχεία που επικαλείται η εν λόγω επιχείρηση μπορεί να είναι ικανά να υποχρεώσουν την άλλη πλευρά να παράσχει μια εξήγηση ή αιτιολογία, ελλείψει της οποίας δύναται να συναχθεί ότι προσκομίστηκε η απόδειξη.

    Ειδικότερα, η εξέταση μιας συμφωνίας, προκειμένου να καθοριστεί αν αυτή συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή την προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου και αν η εν λόγω συμφωνία δημιουργεί αισθητά αντικειμενικά πλεονεκτήματα, πρέπει να πραγματοποιείται με βάση τα αντλούμενα από τα πραγματικά περιστατικά επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της αιτήσεως περί απαλλαγής βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ. Για την εξέταση αυτή μπορεί να απαιτηθεί να ληφθούν υπόψη ο χαρακτήρας και οι ενδεχόμενες ιδιομορφίες του τομέα τον οποίο αφορά η συμφωνία, αν ο χαρακτήρας αυτός και οι εν λόγω ιδιομορφίες αποτελούν καθοριστικά στοιχεία για το αποτέλεσμα της εξετάσεως. Η συνεκτίμηση αυτή δεν σημαίνει ότι ανατρέπεται το βάρος αποδείξεως, αλλά διασφαλίζει μόνον ότι η εξέταση της αιτήσεως περί απαλλαγής θα πραγματοποιηθεί με γνώμονα τα κατάλληλα αντλούμενα από τα πραγματικά περιστατικά επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο αιτών.

    (βλ. σκέψεις 82-83, 102-103)

  8.  Αν ασκηθεί ενώπιόν του προσφυγή περί ακυρώσεως αποφάσεως της Επιτροπής που λαμβάνεται ως απάντηση σε αίτηση χορηγήσεως απαλλαγής βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, ο κοινοτικός δικαστής ασκεί περιορισμένο έλεγχο επί της ουσίας. Στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, μπορεί μεταξύ άλλων να ερευνήσει αν η Επιτροπή έχει αιτιολογήσει επαρκώς την εν λόγω απόφαση όσον αφορά τα αντλούμενα από τα πραγματικά περιστατικά επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία που προέβαλε ο αιτών προς στήριξη της περί απαλλαγής αιτήσεώς του. Αν η Επιτροπή δεν έχει διατυπώσει αιτιολογία σχετική με μία από τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ, ο κοινοτικός δικαστής εξετάζει το αν είναι ή όχι επαρκής η αιτιολογία της αποφάσεως της Επιτροπής, συνολικά θεωρούμενη, σχετικά με την προϋπόθεση αυτή. Η λύση αυτή συμβιβάζεται πλήρως με την αρχή ότι ο έλεγχος που τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα ασκούν στις περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις της Επιτροπής περιορίζεται αναγκαστικά στην επαλήθευση της τηρήσεως των περί διαδικασίας και αιτιολογήσεως κανόνων, καθώς και της ακριβείας των πραγματικών περιστατικών και της μη συνδρομής πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας. Δεν εναπόκειται στον κοινοτικό δικαστή να υποκαταστήσει με τις δικές του εκτιμήσεις τις οικονομικές εκτιμήσεις του συντάκτη της αποφάσεως, τη νομιμότητα της οποίας καλείται να ελέγξει.

    (βλ. σκέψεις 84-86, 146-148, 163-164)

  9.  Για να εξαιρεθεί δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, μια συμφωνία πρέπει να συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου. Η συμβολή αυτή δεν μπορεί να συνίσταται σε οποιοδήποτε πλεονέκτημα αποκομίζουν οι μετέχουσες στη συμφωνία επιχειρήσεις από αυτή σε σχέση με τη δραστηριότητά τους, αλλά σε αισθητά αντικειμενικά πλεονεκτήματα, ικανά να αντισταθμίσουν τα προβλήματα που δημιουργεί η συμφωνία για τον ανταγωνισμό.

    Μια απαλλαγή χορηγούμενη για συγκεκριμένη περίοδο μπορεί να χρήζει αναλύσεως των προοπτικών εξελίξεως της συγκεκριμενοποιήσεως των πλεονεκτημάτων που δημιουργεί η συμφωνία και αρκεί να αποκτήσει η Επιτροπή, βάσει των στοιχείων που διαθέτει, την πεποίθηση ότι η πιθανότητα συγκεκριμενοποίησης του αισθητού αντικειμενικού πλεονεκτήματος είναι επαρκής για να τεκμαρθεί ότι η συμφωνία ενέχει ένα τέτοιο πλεονέκτημα.

    Για την ενέργεια της Επιτροπής μπορεί συνεπώς να επιβάλλεται να εξεταστεί αν, ενόψει των αντλούμενων από τα πραγματικά περιστατικά επιχειρημάτων και των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, είναι πιθανότερο είτε η συμφωνία να καθιστά δυνατή την επίτευξη αισθητών αντικειμενικών πλεονεκτημάτων είτε αυτό να μη συμβαίνει.

    Περαιτέρω, η ύπαρξη αισθητού αντικειμενικού πλεονεκτήματος προϋποθέτει οπωσδήποτε ότι το σύνολο των πρόσθετων χρηματοοικονομικών μέσων πρέπει να επενδύεται στην έρευνα και την ανάπτυξη.

    (βλ. σκέψεις 92-94, 120)