ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 17ης Ιουλίου 2008 ( *1 )

«Άρθρα 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ’, ΕΚ, 4 ΕΚ, 10 ΕΚ, 43 ΕΚ, 49 ΕΚ, 81 ΕΚ, 86 ΕΚ και 98 ΕΚ — Εθνική νομοθεσία απαγορεύουσα τη διαφήμιση ιατρικών-χειρουργικών θεραπειών στον τομέα των υπηρεσιών αισθητικής φύσεως»

Στην υπόθεση C-500/06,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε ο Giudice di pace di Genova (Ιταλία) με απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2006, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Δεκεμβρίου 2006, στο πλαίσιο της δίκης

Corporación Dermoestética SA

κατά

To Me Group Advertising Media,

παρισταμένης της:

Cliniche Futura Srl,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen, K. Schiemann, J. Makarczyk (εισηγητή) και J.-C. Bonichot, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Νοεμβρίου 2007,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Corporación Dermoestética SA, εκπροσωπούμενη από τους G. Conte, G. Giacomini, E. Boglione και S. Cavanna, avvocati,

τo To Me Group Advertising Media, εκπροσωπούμενο από τις A. Fornesi και C. Prudenzano, avvocatesse,

η Cliniche Futura Srl, εκπροσωπούμενη από τους S. Cavanna και E. Boglione, avvocati,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τον M. Fiorilli, avvocato dello Stato,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Hubert,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. G. Sevenster και τον M. de Grave,

η Σλοβακική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Čorba,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους E. Traversa και F. Amato,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 31ης Ιανουαρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ’, ΕΚ, 4 ΕΚ, 10 ΕΚ, 43 ΕΚ, 49 ΕΚ, 81 ΕΚ, 86 ΕΚ και 98 ΕΚ.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Corporación Dermoestética SA (στο εξής: Dermoestética), επιχειρήσεως ισπανικού δικαίου, η οποία ασκεί τις δραστηριότητές της στον τομέα της αισθητικής και της αισθητικής ιατρικής, και του διαφημιστικού πρακτορείου To Me Group Advertising Media (στο εξής: To Me Group) ως προς την ενδεχόμενη μη εκτέλεση εκ μέρους του To Me Group συμβάσεως περί της οργανώσεως διαφημιστικής εκστρατείας για λογαριασμό της Dermoestética.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική νομοθεσία

3

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 1989, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 298, σ. 23), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997 (ΕΕ L 202, σ. 60, στο εξής: οδηγία 89/552), προβλέπει:

«Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια, όσον αφορά τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους, να προβλέπουν αυστηρότερους ή λεπτομερέστερους κανόνες στους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.»

4

Σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552:

«Απαγορεύεται η τηλεοπτική διαφήμιση των φαρμάκων και των θεραπευτικών αγωγών που διατίθενται μόνο με ιατρική συνταγή στο κράτος μέλος στου οποίου τη δικαιοδοσία υπάγεται ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός.»

Η εθνική νομοθεσία

5

Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του νόμου 175, περί διατάξεων στον τομέα των ιατρικών διαφημίσεων και αναστολής της καταχρηστικής ασκήσεως των υγειονομικών επαγγελμάτων (legge n. 175, norme in materia di pubblicità sanitaria e di repressione dell’esercizio abusivo delle professioni sanitarie), της 5ης Φεβρουαρίου 1992 (GURI αριθ. 50, της 29ης Φεβρουαρίου 1992, σ. 4), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 112, της 3ης Μαΐου 2004 (τακτικό συμπλήρωμα της GURI αριθ. 104, της 5ης Μαΐου 2004, στο εξής: νόμος 175/1992):

«1.   Η διαφήμιση που αφορά την άσκηση των υγειονομικών και των συναφών βοηθητικών επαγγελμάτων τα οποία προβλέπει και ρυθμίζει η ισχύουσα νομοθεσία επιτρέπεται αποκλειστικώς μέσω επιγραφών που τοποθετούνται στο κτίριο στο οποίο ασκείται η επαγγελματική δραστηριότητα ή μέσω καταχωρίσεων σε τηλεφωνικούς καταλόγους σε γενικούς καταλόγους κατηγορίας και μέσω περιοδικών που απευθύνονται αποκλειστικώς στους ασκούντες υγειονομικά επαγγέλματα, μέσω ημερήσιων εφημερίδων και ενημερωτικών περιοδικών, καθώς και μέσω των τοπικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών.

[…]»

6

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου 175/1992 έχει ως εξής:

«Η διαφήμιση ιδιωτικών θεραπευτηρίων, ή ιατρείων και κέντρων υγείας μιας ή πολλαπλών ειδικοτήτων που υπόκεινται σε έγκριση εκ του νόμου επιτρέπεται αποκλειστικώς μέσω επιγραφών ή πινακίδων που τοποθετούνται στο κτίριο στο οποίο ασκείται η επαγγελματική δραστηριότητα ή μέσω καταχωρίσεων σε τηλεφωνικούς καταλόγους και γενικούς καταλόγους κατηγορίας και μέσω περιοδικών που απευθύνονται αποκλειστικώς στους ασκούντες υγειονομικά επαγγέλματα, μέσω ημερήσιων εφημερίδων και ενημερωτικών περιοδικών καθώς και μέσω των τοπικών ραδιοτηλεοπτικών δικτύων· επιτρέπεται να αναφέρονται οι πραγματοποιούμενες συγκεκριμένες ιατρικές ή χειρουργικές δραστηριότητες και οι διαγνωστικές και θεραπευτικές πράξεις, εφόσον αναφέρεται το ονοματεπώνυμο και οι επαγγελματικοί τίτλοι των υπευθύνων κάθε ειδικότητας.»

7

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του νόμου αυτού:

«1.   Η διαφήμιση την οποία αφορά το άρθρο 4 εγκρίνεται από την περιφέρεια, αφού ληφθεί η γνώμη των περιφερειακών ομοσπονδιών των επαγγελματικών συλλόγων ή άλλων συλλογικών οργάνων, εφόσον υπάρχουν, οι οποίοι πρέπει να εγγυηθούν την ύπαρξη και το κύρος των ακαδημαϊκών και επιστημονικών τίτλων, καθώς και την αντιστοιχία των αισθητικών χαρακτηριστικών της επιγραφής, της πινακίδας ή της καταχωρίσεως προς τα οριζόμενα στον αναφερόμενο στο άρθρο 2, παράγραφος 3, κανονισμό.

[…]

3.   Οι διαφημιστικές καταχωρίσεις του παρόντος άρθρου πρέπει να αναφέρουν τα όρια της εγκρίσεως εκ μέρους των περιφερειακών αρχών.

4.   Οι ιδιοκτήτες και οι υγειονομικοί διευθυντές που είναι υπεύθυνοι για τα καταστήματα του άρθρου 4, τα οποία διαφημίζονται κατά τον επιτρεπόμενο τρόπο χωρίς έγκριση των περιφερειακών αρχών υπόκεινται στις πειθαρχικές κυρώσεις της επιπλήξεως ή της αναστολής ασκήσεως του υγειονομικού επαγγέλματος, κατά την έννοια του άρθρου 40 του εγκριθέντος με το προεδρικό διάταγμα 221 της 5ης Απριλίου 1950 κανονισμού.

5.   Εάν η διαφημιστική καταχώριση περιέχει ψευδή στοιχεία όσον αφορά τις δραστηριότητες ή τις υπηρεσίες οι οποίες επιτρέπεται να παρέχονται στο κατάστημα ή δεν αναφέρει τον υγειονομικό διευθυντή, η διοικητική έγκριση ασκήσεως υγειονομικών δραστηριοτήτων αναστέλλεται για περίοδο από έξι μήνες έως ένα έτος.

[…]»

8

Το άρθρο 9 bis του νόμου 175/1992 προβλέπει:

«Οι ασκούντες τα υγειονομικά επαγγέλματα του άρθρου 1, καθώς και τα υγειονομικά καταστήματα του άρθρου 4, μπορούν να διαφημίζονται υπό την μορφή που επιτρέπει ο παρών νόμος. Το κόστος της διαφημίσεως αυτής δεν δύναται να υπερβαίνει το 5 τοις εκατό του εισοδήματος που δηλώθηκε για το προηγούμενο έτος.»

9

Η εκτελεστική υπουργική απόφαση του νόμου 175/1992, δηλαδή η υπουργική απόφαση 657, της 16ης Σεπτεμβρίου 1994 (GURI αριθ. 280, της 30ής Νοεμβρίου 1994, σ. 18, στο εξής: υπουργική απόφαση 657/1994), ρυθμίζει τα αισθητικά χαρακτηριστικά των επιγραφών, πινακίδων και καταχωρίσεων ιατρικών διαφημίσεων. Ωστόσο, στην απόφαση αυτή δεν περιλαμβάνεται καμία συγκεκριμένη διάταξη περί τηλεοπτικών διαφημίσεων.

10

Ο νόμος 248, με τίτλο «τροποποίηση και μετατροπή σε νόμο του νομοθετικού διατάγματος 223, της 4ης Ιουλίου 2006, περί επειγουσών διατάξεων για την οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη, τη συγκράτηση και τον εξορθολογισμό των δημοσίων δαπανών, και παρεμβάσεις στον τομέα των εσόδων και της καταστολής της φοροδιαφυγής» (legge n. 248, conversione in legge, con modificazioni, del decreto-legge 4 luglio 2006, n. 223, recante disposizioni urgenti per il rilancio economico e sociale, per il contenimento e la razionalizzazione della spesa pubblica, nonché interventi in materia di entrate e di contrasto all’evasione fiscale), της 4ης Αυγούστου 2006 (τακτικό συμπλήρωμα της GURI αριθ. 186, της 11ης Αυγούστου 2006, στο εξής: νόμος 248/2006), εκδόθηκε μετά τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης.

11

Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου 248/2006, που περιλαμβάνεται στον τίτλο Ι του νόμου αυτού με επικεφαλίδα «Επείγοντα μέτρα για την ανάπτυξη, την αύξηση και την προώθηση του ανταγωνισμού και της ανταγωνιστικότητας, την προστασία των καταναλωτών και την ελευθέρωση παραγωγικών κλάδων», έχει ως εξής:

«1.   Σύμφωνα με την κοινοτική αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού και της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και των υπηρεσιών και προκειμένου να εξασφαλιστεί στους χρήστες πραγματική δυνατότητα επιλογής κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους και συγκρίσεως των υπηρεσιών που προσφέρονται στην αγορά, από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος διατάγματος, καταργούνται οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις οι οποίες προβλέπουν για τα ελευθέρια επαγγέλματα και την πνευματική δημιουργία:

[…]

b)

την απαγόρευση, έστω και μερική, ενημερωτικής διαφημίσεως όσον αφορά τους επαγγελματικούς τίτλους και εξειδικεύσεις, τα χαρακτηριστικά της προσφερόμενης υπηρεσίας, καθώς και την αμοιβή και λοιπά έξοδα για την παροχή της υπηρεσίας, σύμφωνα με κριτήρια διαφάνειας και ειλικρίνειας του μηνύματος η τήρηση των οποίων επαληθεύεται από τον οικείο επαγγελματικό σύλλογο·

[…]

2.   Δεν θίγονται οι διατάξεις περί της ασκήσεως ελευθερίων επαγγελμάτων στο πλαίσιο της εθνικής υπηρεσίας υγείας ή δυνάμει συμβατικής σχέσεως με αυτήν, καθώς και ο τυχόν γενικός προηγούμενος καθορισμός ανωτάτων ορίων αμοιβών για την προστασία των χρηστών […]».

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12

Στις 10 Οκτωβρίου 2005, η Dermoestética ανέθεσε, με σύμβαση, στο To Me Group την πραγματοποίηση διαφημιστικής εκστρατείας προς μετάδοση από τον εθνικό τηλεοπτικό σταθμό Canale 5, με αντικείμενο τις υπηρεσίες αισθητικής ιατρικής. Η σύναψη της συμβάσεως αυτής έγινε στις εγκαταστάσεις της ιταλικής θυγατρικής της Dermoestética, Cliniche Futura Srl.

13

Αφού έλαβε προκαταβολή 2000 ευρώ, το To Me Group πληροφόρησε την Dermoestética ότι, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του νόμου 175/1992, ήταν αδύνατο να μεταδοθούν αυτές οι διαφημίσεις σε τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας, δηλώνοντας ότι είχε την πρόθεση να αναζητήσει χρόνο καταχωρίσεως διαφημίσεων σε τηλεοπτικούς σταθμούς τοπικής εμβέλειας.

14

Επειδή το To Me Groupe αρνήθηκε να επιστρέψει την εισπραχθείσα προκαταβολή, για τον λόγο ότι το αντιστοιχούν ποσό δεν κάλυπτε καν το ωριαίο κόστος για τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σε σχέση με την έναρξη της διαφημιστικής εκστρατείας, η Dermoestética υπέβαλε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αίτηση περί καταγγελίας της επίμαχης συμβάσεως λόγω μη εκτελέσεώς της, την οποία καταλόγισε στο To Me Group. Η ενάγουσα της κύριας δίκης ζήτησε επίσης να υποχρεωθεί η εναγομένη να της επιστρέψει την εν λόγω προκαταβολή.

15

Αμυνόμενο, το To Me Group, αναφερόμενο στον νόμο 175/92 και στην υπουργική απόφαση 657/1994, προέβαλε ότι περιήλθε σε αδυναμία εκτελέσεως των συμβατικών υποχρεώσεών του.

16

Κατά τη διάρκεια της κύριας δίκης, η Dermoestética και η Cliniche Futura Srl προέβαλαν την ασυμβατότητα της ιταλικής ρυθμίσεως στον τομέα των ιατρικών διαφημίσεων, συγκεκριμένα των διατάξεων περί απαγορεύσεως μεταδόσεως τέτοιων διαφημίσεων σε τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας, προς τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ.

17

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η απαγόρευση μεταδόσεως ιατρικών διαφημίσεων σε εθνικά τηλεοπτικά δεν συνάδει προς το κοινοτικό δίκαιο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, πρόκειται για μη δικαιολογημένο περιορισμό από απόψεως του άρθρου 43 ΕΚ και του άρθρου 49 ΕΚ.

18

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Giudice di Pace di Genova αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Συνάδει με το άρθρο 49 EK εθνική ρύθμιση ανάλογη με εκείνη των άρθρων 4, 5, και 9 bis του νόμου 175[/1992] και με εκείνη της υπουργικής αποφάσεως 657[/1994] και/ή διοικητική πρακτική που απαγορεύουν τη διαφήμιση σε τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας ιατρικών-χειρουργικών θεραπειών που πραγματοποιούνται σε νομοτύπως εγκεκριμένα ιδιωτικά υγειονομικά καταστήματα, μολονότι η εν λόγω διαφήμιση επιτρέπεται σε τηλεοπτικούς σταθμούς τοπικής εμβέλειας, ενώ συγχρόνως επιβάλλουν, για τη μετάδοση της εν λόγω διαφημίσεως, περιορισμό δαπάνης μέχρι του 5 % του εισοδήματος που δηλώθηκε το προηγούμενο έτος;

2)

Συνάδει με το άρθρο 43 ΕΚ εθνική ρύθμιση ανάλογη με εκείνη των άρθρων 4, 5, και 9 bis του νόμου 175 [/1992] και με εκείνη της υπουργικής αποφάσεως 657/1994 και/ή διοικητική πρακτική που απαγορεύουν τη διαφήμιση σε τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας ιατρικών-χειρουργικών θεραπειών που πραγματοποιούνται σε νομοτύπως εγκεκριμένα ιδιωτικά καταστήματα, μολονότι η εν λόγω διαφήμιση επιτρέπεται σε τηλεοπτικούς σταθμούς τοπικής εμβέλειας, ενώ συγχρόνως επιβάλλουν, για τη διαφήμιση αυτής της τελευταίας μορφής, προηγούμενη έγκριση από κάθε μεμονωμένο δήμο, μετά από γνώμη του οικείου επαρχιακού επαγγελματικού συλλόγου, καθώς και περιορισμό της δαπάνης στο 5 % του εισοδήματος που δηλώθηκε το προηγούμενο έτος;

3)

Απαγορεύουν τα άρθρα 43 ΕΚ και/ή 49 ΕΚ να τίθεται ως προϋπόθεση για τη μετάδοση ενημερωτικών διαφημίσεων σχετικών με ιατρικές-χειρουργικές θεραπείες αισθητικής φύσεως οι οποίες πραγματοποιούνται σε νομοτύπως εγκεκριμένα ιδιωτικά υγειονομικά καταστήματα η προηγούμενη έγκριση εκ μέρους των τοπικών διοικητικών αρχών και/ή των επαγγελματικών συλλόγων;

4)

Περιορίζει τον ανταγωνισμό πέραν του ό,τι επιτρέπει η σχετική εθνική νομοθεσία και παραβιάζει το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ η ενέργεια της Federazione nazionale degli ordini dei medici (Εθνικής Ομοσπονδίας ιατρικών συλλόγων, στο εξής: Fnomceo) και των συμμετεχόντων σε αυτή ιατρικών συλλόγων να εγκρίνουν κώδικα δεοντολογίας, ο οποίος θέτει περιορισμούς στη διαφήμιση των υγειονομικών επαγγελμάτων και η ερμηνευτική πρακτική όσον αφορά την ισχύουσα ρύθμιση της ιατρικής διαφημίσεως, η οποία περιορίζει σημαντικά το δικαίωμα των ιατρών να διαφημίζουν τη δραστηριότητά τους, λαμβανομένου υπόψη ότι και τα δύο μέτρα δεσμεύουν όλους τους ιατρούς;

5)

Αντιβαίνει, εν πάση περιπτώσει, η ερμηνευτική πρακτική την οποία έχει υιοθετήσει η Fnomceo στα άρθρα 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ’, ΕΚ, 4 ΕΚ, 98 ΕΚ, 10 ΕΚ, 81 ΕΚ και, ενδεχομένως, στο άρθρο 86 ΕΚ, στον βαθμό στον οποίο η πρακτική αυτή επιτρέπεται από εθνική ρύθμιση η οποία ορίζει ότι οι αρμόδιοι επαρχιακοί σύλλογοι πρέπει να επαληθεύουν τη διαφάνεια και την ειλικρίνεια των διαφημιστικών μηνυμάτων των ιατρών χωρίς να προσδιορίζει τα κριτήρια και τον τρόπο ασκήσεως της εξουσίας αυτής;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του παραδεκτού

19

Η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει ένσταση απαραδέκτου της υπό κρίση αιτήσεως για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως στο σύνολό της. Η Επιτροπή προβάλλει το απαράδεκτο του τέταρτου και πέμπτου ερωτήματος.

20

Πρώτον, όσον αφορά το ότι το αιτούν δικαστήριο φέρεται ότι δεν έλαβε υπόψη του την έναρξη ισχύος του νομοθετικού διατάγματος 223/2006 για τους σκοπούς επιλύσεως της διαφοράς της κύριας δίκης, κατά πάγια νομολογία, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας εθνικών διατάξεων που ασκούν επιρροή στην επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, αλλά οφείλει να λαμβάνει υπόψη, στο πλαίσιο της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ κοινοτικών και εθνικών δικαστηρίων, το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το προδικαστικό ερώτημα, όπως αυτό προσδιορίζεται με την απόφαση περί παραπομπής (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2001, C-475/99, Ambulanz Glöckner, Συλλογή 2001, σ. I-8089, σκέψη 10· της 13ης Νοεμβρίου 2003, C-153/02, Neri, Συλλογή 2003, σ. I-13555, σκέψεις 34 και 35, καθώς και της 30ής Ιουνίου 2005, C-28/04, Tod’s και Tod’s France, Συλλογή 2005, σ. I-5781, σκέψη 14).

21

Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, οι αρμοδιότητες του Δικαστηρίου και του αιτούντος δικαστηρίου διακρίνονται σαφώς και στο αιτούν δικαστήριο απόκειται αποκλειστικώς να ερμηνεύει την εθνική νομοθεσία (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 1999, C-295/97, Piaggio, Συλλογή 1999, σ. I-3735, σκέψη 29 και τη νομολογία που παρατίθεται εκεί).

22

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί επί της δυνατότητας εφαρμογής του νομοθετικού διατάγματος 223/2006 στην υπόθεση της κύριας δίκης.

23

Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι το τεκμήριο λυσιτέλειας των προδικαστικών ερωτημάτων που υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορεί να τίθεται εκποδών παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν δηλαδή είναι πρόδηλο ότι η ερμηνεία των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που ζητείται με τα ερωτήματα αυτά δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman, Συλλογή 1995, σ. I-4921, σκέψη 61· της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, C-355/97, Beck και Bergdorf, Συλλογή 1999, σ. I-4977, σκέψη 22, και της 7ης Ιουνίου 2007, C-222/05 έως C-225/05, van der Weerd κ.λπ. Συλλογή 2007, σ. I-4233, σκέψη 22).

24

Ωστόσο, τούτο δεν ισχύει για τα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, εφόσον το ερμηνευτικό πρόβλημα των επιδίκων διατάξεων του νόμου 175/1992 από απόψεως των άρθρων 43 ΕΚ και 49 ΕΚ εντάσσεται στον πυρήνα της διαφοράς της κύριας δίκης.

25

Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της Ιταλικής Κυβερνήσεως όσον αφορά το απαράδεκτο των ερωτημάτων αυτών.

26

Αντιθέτως, όσον αφορά το τέταρτο και πέμπτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους θα ήταν χρήσιμη για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης η εξέταση από το Δικαστήριο του κώδικα δεοντολογίας των ιατρών και της ερμηνευτικής πρακτικής της Fnomceo στον τομέα των διαφημίσεων. Το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρει ούτε ποια είναι η σχέση των εν λόγω στοιχείων του εθνικού δικαίου και των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, των οποίων ζητεί την ερμηνεία.

27

Εν πάση περιπτώσει, η διάταξη περί παραπομπής δεν περιλαμβάνει ούτε τις επίμαχες διατάξεις του κώδικα δεοντολογίας ούτε την περιγραφή της ερμηνευτικής πρακτικής της Fnomceo (βλ., συναφώς, απόφαση της 6ης Μαρτίου 2007, C-338/04, C-359/04 και C-360/04, Placanica κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I-1891, σκέψη 34).

28

Κατά συνέπεια, το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα πρέπει να κηρυχθούν απαράδεκτα.

Επί των τριών πρώτων ερωτημάτων

29

Με τα τρία πρώτα ερωτήματα, που ενδείκνυται να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να μάθει αν τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ απαγορεύουν εθνική ρύθμιση, όπως αυτή της κύριας δίκης, καθόσον η ρύθμιση αυτή καταλήγει στο να απαγορεύει στους τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας τις διαφημίσεις ιατρικών-χειρουργικών θεραπειών που πραγματοποιούνται σε ιδιωτικά υγειονομικά καταστήματα.

30

Συγκεκριμένα, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, δυνάμει του νόμου 175/1992, η τηλεοπτική διαφήμιση των ιατρικο-χειρουργικών θεραπειών που πραγματοποιούνται σε ιδιωτικά υγειονομικά καταστήματα επιτρέπεται, υπό την επιφύλαξη λήψεως αδείας από τις τοπικές διοικητικές αρχές, κατόπιν γνωμοδοτήσεως των επαγγελματικών συλλόγων, και υπό την επιφύλαξη περιορισμού της δαπάνης στο 5 % του εισοδήματος που δηλώθηκε το προηγούμενο έτος, μόνο σε τηλεοπτικούς σταθμούς τοπικής εμβέλειας, γεγονός το οποίο αντιστοιχεί, σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, σε απαγόρευση της ίδιας διαφημίσεως σε τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας.

31

Όπως τονίζει ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 58 των προτάσεών του, ένα καθεστώς δημοσιότητας, όπως το σύστημα του νόμου 175/1992, ενέχει απαγόρευση διαφημίσεων που υπερβαίνει την απαγόρευση του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552. Μολονότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια, όσον αφορά τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους, να προβλέπουν αυστηρότερους ή λεπτομερέστερους κανόνες στους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, η αρμοδιότητα αυτή πρέπει να ασκείται τηρουμένων των θεμελιωδών ελευθεριών που εγγυάται η Συνθήκη ΕΚ (βλ., συναφώς, απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1999, C-6/98, ARD, Συλλογή 1999, σ. I-7599, σκέψη 49).

32

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών των άρθρων 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, αντιστοίχως, έγκεινται σε μέτρα που απαγορεύουν, παρακωλύουν ή καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των ελευθεριών αυτών (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 15ης Ιανουαρίου 2002, C-439/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2002, σ. I-305, σκέψη 22· της 30ής Μαρτίου 2006, C-451/03, Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, Συλλογή 2006, σ. I-2941, σκέψη 31· της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-65/05, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2006, σ. I-10341, σκέψη 48, και της 13ης Μαρτίου 2008, C-248/06, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 21).

33

Ωστόσο, ένα καθεστώς δημοσιότητας όπως το προβλεπόμενο με τον νόμο 175/1992, καθόσον δέχεται, υπό όρους, τη μετάδοση σε τηλεοπτικούς σταθμούς τοπικής εμβέλειας διαφημίσεων ιατρικο-χειρουργικών θεραπειών που παρέχονται σε ιδιωτικά υγειονομικά καταστήματα, γεγονός που αντιστοιχεί στην απαγόρευση των ίδιων διαφημίσεων σε τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας, αποτελεί, για τις εταιρίες που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη εκτός από την Ιταλική Δημοκρατία, όπως η Dermoestética, σοβαρό εμπόδιο κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους μέσω θυγατρικής εγκατεστημένης σε αυτό το κράτος μέλος. Επομένως, το καθεστώς αυτό δύναται να καταστήσει δυσχερέστερη την πρόσβαση των επιχειρηματιών αυτών στην ιταλική αγορά (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2004, C-442/02, CaixaBank France, Συλλογή 2004, σ. I-8961, σκέψεις 12 έως 14, και της 5ης Δεκεμβρίου 2006, C-94/04 και C-202/04, Cipolla κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I-11421, σκέψη 58). Εξάλλου, ένα καθεστώς δημοσιότητας όπως το προβλεπόμενο με τον νόμο 175/1992, καθόσον εμποδίζει εταιρίες, όπως την Dermoestética, να απολαύουν των υπηρεσιών μεταδόσεως τηλεοπτικών διαφημίσεων, αποτελεί περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

34

Επίσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το καθεστώς δημοσιότητας της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής ρυθμίσεως αποτελεί εθνικό μέτρο δυνάμενο να παρακωλύσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση των διασφαλιζομένων με τη Συνθήκη στα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ θεμελιωδών ελευθεριών.

35

Ωστόσο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα μέτρα αυτά μπορούν να δικαιολογηθούν αν πληρούν τέσσερις προϋποθέσεις: να εφαρμόζονται κατά τρόπο μη συνεπαγόμενο διακρίσεις, να ανταποκρίνονται σε επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, να είναι ικανά να εγγυηθούν την υλοποίηση του σκοπού που επιδιώκουν και να μη βαίνουν πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού (βλ. αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1993, C-19/92, Kraus, Συλλογή 1993, σ. I-1663, σκέψη 32· της 30ής Νοεμβρίου 1995, C-55/94, Gebhard, Συλλογή 1995, σ. I-4165, σκέψη 37· της 4ης Ιουλίου 2000, C-424/97, Haim, Συλλογή 2000, σ. I-5123, σκέψη 57· της 1ης Φεβρουαρίου 2001, C-108/96, Mac Quen κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I-837, σκέψη 26, και της 6ης Νοεμβρίου 2003, C-243/01, Gambelli κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I-13031, σκέψεις 64 και 65).

36

Συναφώς, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη καθεστώς δημοσιότητας εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του κράτους μέλους εγκαταστάσεως των επιχειρήσεων στις οποίες απευθύνεται.

37

Δεύτερον, η προστασία της δημόσιας υγείας περιλαμβάνεται μεταξύ των επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος, οι οποίοι μπορούν, δυνάμει του άρθρου 46, παράγραφος 1, ΕΚ και δυνάμει του άρθρου αυτού σε συνδυασμό με το άρθρο 55 ΕΚ, να δικαιολογήσουν περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, αντιστοίχως.

38

Επομένως, η ρύθμιση περί τηλεοπτικών διαφημίσεων σχετικά με τις ιατρικο-χειρουργικές θεραπείες που παρέχονται σε ιδιωτικά υγειονομικά καταστήματα μπορεί να δικαιολογηθεί από τον σκοπό προστασίας της δημόσιας υγείας.

39

Τρίτον, όσον αφορά, την καταλληλότητα ενός καθεστώτος, όπως του καθεστώτος που προκύπτει από την επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση, να διασφαλίσει την υλοποίηση του σκοπού προστασίας της δημόσιας υγείας, επισημαίνεται ότι το καθεστώς αυτό, το οποίο θεσπίζει διατάξεις που καταλήγουν στην απαγόρευση των διαφημίσεων των ιατρικών-χειρουργικών θεραπειών σε τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας, ενώ προσφέρει τη δυνατότητα μετάδοσης των διαφημίσεων αυτών σε τηλεοπτικούς σταθμούς τοπικής εμβέλειας, ενέχει ανακολουθία, την οποία η Ιταλική Κυβέρνηση δεν προσπάθησε να δικαιολογήσει και, επομένως, δεν ανταποκρίνεται λυσιτελώς στην επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπού.

40

Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι μια εθνική νομοθεσία, όπως αυτή της κύριας δίκης, δεν είναι κατάλληλη για την υλοποίηση του σκοπού προστασίας της δημόσιας υγείας και αποτελεί αδικαιολόγητο περιορισμό υπό την έννοια των άρθρων 43 ΕΚ και 49 ΕΚ.

41

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στα τρία πρώτα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι μια νομοθεσία, όπως αυτή της κύριας δίκης, η οποία απαγορεύει τη διαφήμιση ιατρικών-χειρουργικών θεραπειών, που παρέχονται σε ιδιωτικά υγειονομικά καταστήματα, σε τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας, ενώ επιτρέπει τη διαφήμιση αυτή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε τηλεοπτικούς σταθμούς τοπικής εμβέλειας, προσκρούει στα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 48 ΕΚ και 55 ΕΚ.

Επί των δικαστικών εξόδων

42

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Νομοθεσία, όπως αυτή της κύριας δίκης, η οποία απαγορεύει τη διαφήμιση ιατρικών-χειρουργικών θεραπειών, που παρέχονται σε ιδιωτικά υγειονομικά καταστήματα, σε τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας, ενώ επιτρέπει τη διαφήμιση αυτή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε τηλεοπτικούς σταθμούς τοπικής εμβέλειας, προσκρούει στα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 48 ΕΚ και 55 ΕΚ.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.