Υπόθεση C-487/06 P

British Aggregates Association

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως — Ενίσχυση χορηγούμενη από τα κράτη — Περιβαλλοντικός φόρος επί των αδρανών υλικών στο Ηνωμένο Βασίλειο»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi της 17ης Ιουλίου 2008   I ‐ 10521

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 22ας Δεκεμβρίου 2008   I ‐ 10555

Περίληψη της αποφάσεως

  1. Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά

    (Άρθρα 88 §§ 2 και 3 ΕΚ και 230, εδ. 4, ΕΚ)

  2. Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά

    (Άρθρα 88 ΕΚ και 230, εδ. 4, ΕΚ)

  3. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Περιβαλλοντικός φόρος επί της εμπορευματοποίησης των αδρανών υλικών

    (Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

  4. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Νομικός χαρακτήρας – Ερμηνεία βάσει αντικειμενικών στοιχείων – Δικαστικός έλεγχος

    (Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

  5. Αναίρεση – Λόγοι – Επανάληψη απλώς και μόνον των ισχυρισμών που προβλήθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου – Απαράδεκτο – Αμφισβήτηση της εκ μέρους του Πρωτοδικείου ερμηνείας και εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου – Παραδεκτό

    (Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, στοιχείο γ’)

  6. Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή – Ερμηνεία της αιτιολογίας διοικητικής πράξεως – Όρια

    (Άρθρο 230 ΕΚ και 231 ΕΚ)

  1.  Στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων την οποία προβλέπει το άρθρο 88 ΕΚ, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως των ενισχύσεων που θεσπίζει η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού, και η οποία έχει ως μοναδικό σκοπό να δώσει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να σχηματίσει μια πρώτη γνώμη ως προς το αν η συγκεκριμένη ενίσχυση συμβιβάζεται εν όλω ή εν μέρει με την κοινή αγορά, και, αφετέρου, του σταδίου εξετάσεως την οποία προβλέπει η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου. Μόνο στο πλαίσιο του σταδίου αυτού, το οποίο έχει ως σκοπό να επιτρέψει στην Επιτροπή να διαφωτιστεί πλήρως επί του συνόλου των στοιχείων της υποθέσεως, προβλέπει η Συνθήκη υποχρέωση της Επιτροπής να ζητήσει από τους ενδιαφερομένους να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.

    Όταν η Επιτροπή, χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, διαπιστώνει, με απόφαση εκδιδόμενη βάσει της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, ότι μια ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, εκείνοι υπέρ των οποίων έχουν τεθεί οι διαδικαστικές αυτές εγγυήσεις μπορούν να επιτύχουν την τήρησή τους μόνον αν έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την απόφαση αυτή της Επιτροπής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή. Για τους λόγους αυτούς, ο κοινοτικός δικαστής κρίνει παραδεκτή την προσφυγή ακυρώσεως κατά τέτοιας αποφάσεως, ασκηθείσα από ενδιαφερόμενο κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, όταν ο προσφεύγων επιδιώκει, με την άσκηση της προσφυγής του, να διασφαλίσει τα διαδικαστικά δικαιώματα που αντλεί από την τελευταία αυτή διάταξη. Οι ενδιαφερόμενοι, κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, που μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, να ασκήσουν προσφυγές ακυρώσεως είναι τα πρόσωπα, οι επιχειρήσεις ή οι ενώσεις των οποίων τα συμφέροντα θίγονται, ενδεχομένως, από τη χορήγηση ενισχύσεως, ήτοι, μεταξύ άλλων, οι ανταγωνίστριες των δικαιούχων της ενισχύσεως αυτής επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές οργανώσεις.

    Αντιθέτως, αν ο προσφεύγων αμφισβητεί τη βασιμότητα της ίδιας της αποφάσεως περί εκτιμήσεως της ενισχύσεως, το γεγονός και μόνον ότι μπορεί να θεωρηθεί ενδιαφερόμενος κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ δεν αρκεί ώστε να κριθεί παραδεκτή η προσφυγή. Στην περίπτωση αυτή, οφείλει να αποδείξει, είτε είναι ατομική είτε γενική η φύση της επίμαχης ενίσχυσης, ότι εμπίπτει σε ιδιαίτερο καθεστώς, ήτοι ότι η εν λόγω απόφαση τον θίγει λόγω ορισμένων ξεχωριστών ιδιοτήτων ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τον χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και έτσι τον εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη της απόφασης. Αυτό συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση που η θέση του προσφεύγοντος στην αγορά επηρεάζεται αισθητά από την ενίσχυση που αποτελεί το αντικείμενο της αμφισβητουμένης αποφάσεως. Μια πράξη που έχει κανονιστικό χαρακτήρα, καθόσον εφαρμόζεται επί του συνόλου των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών, δεν αποκλείεται ωστόσο να αφορά ατομικώς ορισμένους εξ αυτών.

    Είναι παραδεκτή προσφυγή ενώσεως εταιριών που ενεργεί για λογαριασμό και στη θέση ενός ή πλειόνων μελών της που θα μπορούσαν να ασκήσουν ατομικώς παραδεκτή προσφυγή, με την οποία αμφισβητείται η βασιμότητα απόφασης που λαμβάνει μετά το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης η Επιτροπή περί μη προβολής αντιρρήσεων κατά εθνικού μέτρου, όταν το μέτρο αυτό είναι ικανό να επηρεάσει ουσιωδώς τη θέση στην αγορά ενός τουλάχιστον εκ των μελών της.

    (βλ. σκέψεις 26-30, 32-33, 35, 39, 55)

  2.  Το γεγονός απλώς και μόνον ότι απόφαση της Επιτροπής που εκτιμά ότι μια ενίσχυση είναι συμβατή προς την κοινή αγορά δύναται να επηρεάσει κατά κάποιο τρόπο τις σχέσεις ανταγωνισμού που υφίστανται στην οικεία αγορά και ότι μια επιχείρηση τελεί σε κάποια ανταγωνιστική σχέση με τον αποδέκτη της ως άνω πράξεως δεν αρκεί σε καμία περίπτωση για να θεωρηθεί ότι η πράξη αυτή αφορά ατομικά την εν λόγω επιχείρηση. Συνεπώς, μια επιχείρηση δεν μπορεί να επικαλεστεί αποκλειστικά και μόνον την ιδιότητά της ως ανταγωνίστριας της δικαιούχου επιχειρήσεως, αλλά οφείλει περαιτέρω να αποδείξει ότι τελεί σε μια πραγματική κατάσταση η οποία την εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς εκείνο του αποδέκτη της αποφάσεως.

    Συναφώς, η χορήγηση κρατικής ενισχύσεως μπορεί να θίγει την ανταγωνιστικότητα ενός επιχειρηματία ιδίως συνεπαγόμενη διαφυγόν κέρδος ή λιγότερο ευνοϊκή εξέλιξη από εκείνη που θα μπορούσε να σημειωθεί ελλείψει μιας τέτοιας ενισχύσεως. Ομοίως, ο βαθμός εντάσεως ενός τέτοιου επηρεασμού δύναται να ποικίλλει ανάλογα με μεγάλο αριθμό παραγόντων όπως, ιδίως, τη δομή της επίδικης αγοράς ή τη φύση της εν λόγω ενισχύσεως. Υπό την έννοια αυτή, η απόδειξη του ότι επηρεάζεται ουσιωδώς η θέση ανταγωνιστή στην αγορά δεν μπορεί να περιορίζεται στην υποβολή ορισμένων στοιχείων ενδεικτικών μιας ελαττώσεως των εμπορικών ή οικονομικών επιδόσεών του.

    (βλ. σκέψεις 47-48, 53)

  3.  Προκειμένου να εκτιμηθεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας ενός κρατικού μέτρου, πρέπει να εξετασθεί αν, στο πλαίσιο συγκεκριμένου νομικού συστήματος, το μέτρο αυτό συνιστά πλεονέκτημα για ορισμένες επιχειρήσεις έναντι άλλων που τελούν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση. Ωστόσο, η έννοια της κρατικής ενισχύσεως δεν αναφέρεται στα μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων ως προς τις επιβαρύνσεις τους, όταν η διαφοροποίηση αυτή προκύπτει από τη φύση ή την οικονομία του επίμαχου συστήματος επιβαρύνσεων. Εξάλλου, ο σκοπός που επιδιώκουν οι κρατικές παρεμβάσεις δεν αρκεί για να αποκλείεται εκ προοιμίου ο χαρακτηρισμός τους ως «ενισχύσεων» υπό την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ. Ειδικότερα, το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ δεν διακρίνει αναλόγως των αιτιών ή των σκοπών των κρατικών παρεμβάσεων αλλά τις αντιμετωπίζει αναλόγως των συνεπειών τους.

    Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη του τη διάταξη αυτή, καθόσον έκρινε ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα κατά την εξισορρόπηση των διαφόρων διακυβευομένων συμφερόντων να καθορίζουν τις προτεραιότητές τους σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος και, κατά συνέπεια, να προσδιορίζουν τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που αποφασίζουν να επιβαρύνουν με περιβαλλοντικό φόρο, ούτως ώστε το γεγονός ότι ένας περιβαλλοντικός φόρος δεν επιβάλλεται στο σύνολο των παρεμφερών δραστηριοτήτων που έχουν ισοδύναμη επίπτωση στο περιβάλλον να μην είναι ικανό να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι παρεμφερείς δραστηριότητες, οι οποίες δεν υπόκεινται στον εν λόγω περιβαλλοντικό φόρο, τυγχάνουν επιλεκτικού πλεονεκτήματος. Η προσέγγιση αυτή που στηρίζεται στη στάθμιση του επιδιωκόμενου περιβαλλοντικού σκοπού και μόνον, αποκλείει εκ προοιμίου το ενδεχόμενο να χαρακτηρισθεί επιλεκτικό πλεονέκτημα η μη επιβολή του φόρου σε ορισμένες επιχειρήσεις που βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και μάλιστα ανεξαρτήτως των επιπτώσεων του εν λόγω φορολογικού μέτρου.

    Μολονότι η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί έναν από τους βασικούς σκοπούς της Κοινότητας, η ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις της περιβαλλοντικής προστασίας δεν δικαιολογεί τον αποκλεισμό επιλεκτικών μέτρων, ακόμη κι αν είναι ειδικά όπως οι περιβαλλοντικοί φόροι, από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, αφού οι περιβαλλοντικοί σκοποί μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να ληφθούν λυσιτελώς υπόψη κατά την εκτίμηση της συμβατότητας του μέτρου κρατικής ενίσχυσης με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ.

    (βλ. σκέψεις 82-87, 91-92)

  4.  Η έννοια της κρατικής ενισχύσεως, όπως καθορίζεται στη Συνθήκη, έχει νομικό χαρακτήρα και πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων. Για τον λόγο αυτό, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει, καταρχήν και λαμβανομένων υπόψη τόσο των συγκεκριμένων στοιχείων της διαφοράς της οποίας επελήφθη όσο και του τεχνικού ή περίπλοκου χαρακτήρα των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή, να ασκεί πλήρη έλεγχο του κατά πόσον ένα μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Ειδικότερα, δεν δικαιολογείται το γεγονός ότι η Επιτροπή διαθέτει, κατά τη λήψη αποφάσεως βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, «ευρεία διακριτική ευχέρεια» σχετικά με τον χαρακτηρισμό μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως» κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, γεγονός που θα συνεπαγόταν ότι ο δικαστικός έλεγχος των εκτιμήσεων της Επιτροπής δεν είναι καταρχήν πλήρης. Τούτο ισχύει ακόμη περισσότερο αφού, όταν η Επιτροπή, μετά από πρώτη εξέταση στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, δεν μπορεί να κρίνει ούτε αν το επίμαχο κρατικό μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, ούτε ότι, αν χαρακτηρισθεί ενίσχυση, συμβιβάζεται με τη Συνθήκη ή όταν η διαδικασία αυτή δεν του επέτρεψε να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την κρίση του συμβιβαστού του εν λόγω μέτρου με την κοινή αγορά, τότε το όργανο αυτό οφείλει να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ «χωρίς να διαθέτει προς τούτο διακριτική ευχέρεια». Περαιτέρω, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι o δικαστικός έλεγχος είναι περιορισμένος όσον αφορά το ζήτημα αν ένα μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ όταν οι εκτιμήσεις της Επιτροπής έχουν τεχνικό ή περίπλοκο χαρακτήρα, το Πρωτοδικείο οφείλει να το διαπιστώσει στην προκειμένη περίπτωση.

    (βλ. σκέψεις 111-114, 185-186)

  5.  Δεν πληροί τις επιταγές περί αιτιολογήσεως που απορρέουν από τα άρθρα 225 ΕΚ, 58, πρώτο εδάφιο, του οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου, περιλαμβανομένων και εκείνων που στηρίζονται σε πραγματικούς ισχυρισμούς που έχουν ρητώς απορριφθεί από αυτό. Ειδικότερα, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγής, η οποία δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

    Εντούτοις, εφόσον ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από το Πρωτοδικείο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την εξέταση αιτήσεως αναιρέσεως. Ειδικότερα, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτό, την αίτησή του αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Πρωτοδικείου, η διαδικασία της αναιρέσεως θα στερούνταν μέρος του νοήματός της.

    (βλ. σκέψεις 122-123)

  6.  Στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 230 της Συνθήκης, το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί των προσφυγών λόγω αναρμοδιότητας, παραβάσεως ουσιώδους τύπου, παραβιάσεως της Συνθήκης ΕΚ ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της ή για κατάχρηση εξουσίας. Το άρθρο 231 ΕΚ προβλέπει ότι αν η προσφυγή είναι βάσιμη το Δικαστήριο κηρύσσει την προσβαλλόμενη πράξη άκυρη. Επομένως, το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να υποκαταστήσουν με τη δική τους αιτιολογία αυτήν του εκδόντος την προσβαλλόμενη πράξη.

    Μολονότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, το Πρωτοδικείο είναι δυνατό να ωθηθεί στο να ερμηνεύσει την αιτιολογία της προσβαλλομένης πράξεως κατά τρόπο διαφορετικό από αυτόν του εκδότη της, και δη, σε ορισμένες περιπτώσεις, να απορρίψει την παρατεθείσα απ’ αυτόν ρητή αιτιολογία, δεν μπορεί να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο όταν κάτι τέτοιο δεν δικαιολογείται από κανένα ουσιαστικό στοιχείο.

    Επομένως, το Πρωτοδικείο διαπράττει σφάλμα ερμηνείας όταν υποκαθιστά με τη δική του ερμηνεία την ερμηνεία που απορρέει αμέσως από την επίμαχη απόφαση, μολονότι κάτι τέτοιο δεν δικαιολογείται από κανένα ουσιαστικό στοιχείο.

    (βλ. σκέψεις 141-142, 144)