ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 10ης Ιουλίου 2008 ( *1 )

Πίνακας περιεχομένων

 

Το νομικό πλαίσιο

 

Το ιστορικό της διαφοράς

 

Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

 

Αιτήματα των διαδίκων

 

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 

Επί του παραδεκτού

 

Επί της γενικής ενστάσεως απαραδέκτου

 

Επί της ενστάσεως απαραδέκτου, που αντλείται από το ότι οι αναιρεσεί-ουσες παρέλειψαν να προσβάλουν ένα κρίσιμο χωρίο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

 

Επί της ουσίας

 

Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από νομικό σφάλμα, καθόσον το Πρωτοδικείο εφάρμοσε υπερβολικούς και εσφαλ-μένους λεπτομερείς κανόνες αποδείξεως σχετικούς με τις αποφάσεις που επιτρέπουν τις πράξεις συγκεντρώσεως

 

— Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

 

— Επιχειρηματολογία των διαδίκων

 

— Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από νομικό σφάλμα, καθόσον το Πρωτοδικείο στηρίχτηκε στην ανακοίνωση αιτιάσεων για να εκτιμήσει το περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως

 

— Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

 

— Επιχειρηματολογία των διαδίκων

 

— Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως καθώς και επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενων από νομικά σφάλματα, καθόσον το Πρωτοδικείο απαίτησε από την Επιτροπή να διενεργήσει νέους ελέγχους κατόπιν της απαντήσεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και εφάρμοσε υπερ-βολικά αυστηρούς κανόνες αποδείξεως ως προς τα στοιχεία που προσκομί-στηκαν ως απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων

 

— Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

 

— Επιχειρηματολογία των διαδίκων

 

— Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Επί του εβδόμου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από νομικό σφάλμα, καθόσον το Πρωτοδικείο στηρίχτηκε σε αποδεικτικά στοιχεία που δεν γνωστο-ποιήθηκαν στους μετέχοντες στη συγκέντρωση

 

— Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

 

— Επιχειρηματολογία των διαδίκων

 

— Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από νομικό σφάλμα, καθόσον το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη του τα ουσιώδη νομικά κριτήρια που έχουν εφαρμογή ως προς τη δημιουργία ή την ενίσχυση συλλογικής δεσπό-ζουσας θέσεως

 

— Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

 

— Επιχειρηματολογία των διαδίκων

 

— Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από νομικό σφάλμα, καθόσον το Πρωτοδικείο υπερέβη τα όρια του δικαστικού ελέγχου τον οποίο οφείλει να ασκεί

 

— Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

 

— Επιχειρηματολογία των διαδίκων

 

— Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από νομικό σφάλμα, καθόσον το Πρωτοδικείο εφάρμοσε εσφαλμένο κανόνα όσον αφορά την αιτιολογία των αποφάσεων που επιτρέπουν τις πράξεις συγκεντρώσεως

 

— Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

 

— Επιχειρηματολογία των διαδίκων

 

— Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Επί της προβαλλομένης παρεμπίπτουσας αιτήσεως αναιρέσεως

 

Επί της αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου

«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταγωνισμός — Έλεγχος των πράξεων συγκεντρώσεως μεταξύ επιχειρήσεων — Κοινή επιχείρηση Sony BMG — Αίτηση αναιρέσεως κατά της ακυρώσεως αποφάσεως της Επιτροπής αναγνωρίζουσας το συμβατό πράξεως συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά — Δικαστικός έλεγχος — Έκταση — Απαιτήσεις ως προς την απόδειξη — Λειτουργία της ανακοινώσεως αιτιάσεων — Ενίσχυση ή δημιουργία συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως — Αιτιολόγηση των αποφάσεων που επιτρέπουν μια πράξη συγκεντρώσεως — Χρησιμοποίηση απορρήτων στοιχείων»

Στην υπόθεση C-413/06 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2006,

Bertelsmann AG, με έδρα το Gütersloh (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους P. Chappatte και J. Boyce, solicitors,

Sony Corporation of America, με έδρα τη Νέα Υόρκη (Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής), εκπροσωπούμενη από τους N. Levy, barrister, R. Snelders, avocat, και T. Graf, Rechtsanwalt,

αναιρεσείουσες,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Independent Music Publishers and Labels Association (Impala), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους S. Crosby και J. Golding, solicitors, και I. Wekstein, advocate,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους A. Whelan και K. Mojzesowicz, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

η Sony BMG Music Entertainment BV, με έδρα το Vianen (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τους N. Levy, barrister, R. Snelders, avocat, και T. Graf, Rechtsanwalt,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, K. Lenaerts, Γ. Αρέστη και U. Lõhmus, προέδρους τμήματος, E. Juhász, A. Borg Barthet, M. Ilešič, J. Klučka, E. Levits και A. Ó Caoimh (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Νοεμβρίου 2007,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτησή τους αναιρέσεως, οι Bertelsmann AG (στο εξής: Bertelsmann) και Sony Corporation of America (στο εξής: Sony) ζητούν την εξαφάνιση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 13ης Ιουλίου 2006, T-464/04, Impala κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II-2289, στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση 2005/188/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Ιουλίου 2004, με την οποία πράξη συγκέντρωσης κηρύσσεται συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά και τη λειτουργία της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/M.3333 — SONY/BMG) (ΕΕ 2005, L 62, σ. 30, στο εξής: επίδικη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

2

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 395, σ. 1, και, διορθωτικό, ΕΕ 1990, L 257, σ. 13), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1310/97 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997 (ΕΕ L 180, σ. 1, και, διορθωτικό, ΕΕ 1998, L 40, σ. 17, στο εξής: κανονισμός), ορίζει, με το άρθρο του 2, παράγραφοι 2 και 3, τα εξής:

«2.   Οι συγκεντρώσεις που δεν δημιουργούν ούτε ενισχύουν δεσπόζουσα θέση, με αποτέλεσμα να παρακωλύεται σε αξιοσημείωτο βαθμό ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός στην κοινή αγορά ή σε σημαντικό τμήμα της, πρέπει να κηρύσσονται συμβατές με την κοινή αγορά.

3.   Οι συγκεντρώσεις που δημιουργούν ή ενισχύουν δεσπόζουσα θέση, με αποτέλεσμα να παρακωλύεται σε σημαντικό βαθμό ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός στην κοινή αγορά ή σε σημαντικό τμήμα της, πρέπει να κηρύσσονται ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά.»

3

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Η Επιτροπή εξετάζει την κοινοποίηση μόλις τη λάβει.

[…]

γ)

[…] αν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και προκαλεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς το συμβατό της με την κοινή αγορά, αποφασίζει να κινήσει τη διαδικασία.»

4

Το άρθρο 8 του κανονισμού εξουσιοδοτεί την Επιτροπή, με τις παραγράφους του 2 και 3, αντιστοίχως, να λάβει, στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως του συμβατού της πράξεως συγκεντρώσεως προς την κοινή αγορά, η οποία κινείται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του εν λόγω κανονισμού (στο εξής: επίσημη διαδικασία), είτε απόφαση περί αναγνωρίσεως του συμβατού, ενδεχομένως κατόπιν τροποποιήσεων που επιφέρουν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις στο σχέδιο συγχώνευσεώς τους όπως αυτό κοινοποιήθηκε, είτε απόφαση περί ασυμβιβάστου. Δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 5, στοιχείο α’, του κανονισμού, η Επιτροπή μπορεί να ανακαλέσει την απόφαση που έλαβε βάσει της παραγράφου 2 του ίδιου αυτού άρθρου αν η αναγνώριση του συμβατού στηρίχθηκε σε ανακριβή στοιχεία, για τα οποία είναι υπεύθυνη μια από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις, ή αν η έκδοση της αποφάσεως προκλήθηκε δολίως.

5

Από το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού προκύπτει ότι, πλην ορισμένων περιπτώσεων οι οποίες δεν συντρέχουν εν προκειμένω, η Επιτροπή έχει προθεσμία ενός μηνός προκειμένου να αποφασίσει αν θα κινήσει την επίσημη διαδικασία. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου αυτού άρθρου, η απόφαση που κηρύσσει την κοινοποιηθείσα πράξη συγκεντρώσεως ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά πρέπει να λαμβάνεται το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κινήσεως της επίσημης διαδικασίας. Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 6, του κανονισμού, η κοινοποιηθείσα πράξη συγκεντρώσεως θεωρείται σύμφωνη με την κοινή αγορά αν η Επιτροπή δεν έχει λάβει, εντός των προθεσμιών των παραγράφων 1 και 3 του ίδιου άρθρου 10, αντιστοίχως, είτε απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας, είτε απόφαση με την οποία κρίνεται το συμβατό της πράξεως αυτής προς την κοινή αγορά.

6

Το άρθρο 11 του κανονισμού αφορά τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών τις οποίες η Επιτροπή μπορεί, στο πλαίσιο της εκπληρώσεως των καθηκόντων που της αναθέτει ο κανονισμός, να απευθύνει ιδίως στους κοινοποιήσαντες και σε άλλες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, ενδεχομένως μέσω αποφάσεως. Τα άρθρα 14 και 15 του κανονισμού προβλέπουν την επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών οσάκις της κοινοποιούνται ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία.

7

Το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Η Επιτροπή βασίζει τις αποφάσεις της μόνο στις αιτιάσεις επί των οποίων οι ενδιαφερόμενοι μπόρεσαν να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους. Τα δικαιώματα αμύνης των ενδιαφερομένων διασφαλίζονται πλήρως κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας. Η πρόσβαση στον φάκελο είναι ελεύθερη τουλάχιστον για τα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη, χωρίς να αγνοείται το έννομο συμφέρον των επιχειρήσεων να τηρείται το επαγγελματικό τους απόρρητο.»

8

Το άρθρο 19 του κανονισμού αφορά τις σχέσεις μεταξύ της Επιτροπής και των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών. Δυνάμει της παραγράφου 3 της διατάξεως αυτής, η συμβουλευτική επιτροπή για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων επιχειρήσεων καλείται να εκφέρει γνώμη πριν από την έκδοση αποφάσεως βάσει του άρθρου 8, παράγραφοι 2 έως 5, του κανονισμού. Σύμφωνα με την παράγραφο 6 του ίδιου αυτού άρθρου, η εν λόγω συμβουλευτική επιτροπή εκφέρει γνώμη επί του σχεδίου αποφάσεως της Επιτροπής, ενδεχομένως μετά από ψηφοφορία.

9

Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 447/98 της Επιτροπής, της 1ης Μαρτίου 1998, σχετικά με τις κοινοποιήσεις, τις προθεσμίες και τις ακροάσεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 61, σ. 1, στο εξής: κανονισμός εφαρμογής), η κοινοποίηση της σχεδιαζόμενης πράξεως συγκεντρώσεως πρέπει να περιέχει τα στοιχεία και τα έγγραφα που ζητούνται στο έντυπο CO το οποίο επισυνάπτεται στον ίδιο κανονισμό.

10

Το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής προβλέπει ιδίως ότι η Επιτροπή ενημερώνει εγγράφως τους κοινοποιήσαντες σχετικά με τις αντιρρήσεις της και τάσσει προθεσμία εντός της οποίας μπορούν να της γνωστοποιήσουν εγγράφως τις απόψεις τους.

Το ιστορικό της διαφοράς

11

Το Πρωτοδικείο εξέθεσε το ιστορικό της διαφοράς με τις σκέψεις 1 έως 11 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

«1

Η Independent Music Publishers and Labels Association (Impala) είναι διεθνής ένωση βελγικού δικαίου που απαρτίζεται από 2500 ανεξάρτητες εταιρίες παραγωγής μουσικής.

2

Στις 9 Ιανουαρίου 2004, η Επιτροπή έλαβε κοινοποίηση, σύμφωνα με [τον κανονισμό], ενός σχεδίου συγκεντρώσεως με το οποίο οι εταιρίες Bertelsmann […] και Sony […] απέβλεπαν στο να ενοποιήσουν τις δραστηριότητές τους σε παγκόσμιο επίπεδο στον τομέα της ηχογραφημένης μουσικής.

3

Η Bertelsmann είναι μια διεθνής επιχείρηση δραστηριοποιούμενη στον τομέα των οπτικοακουστικών μέσων, [η οποία] […] δραστηριοποιείται στον τομέα της ηχογραφημένης μουσικής μέσω της πλήρως ελεγχόμενης θυγατρικής της Bertelsmann Music Group (BMG). […]

4

[…] Στον τομέα της ηχογραφημένης μουσικής, [η Sony] δραστηριοποιείται μέσω της Sony Music Entertainment. […]

5

Η προτεινόμενη πράξη συγκεντρώσεως συνίσταται στην ενσωμάτωση των δραστηριοτήτων, σε παγκόσμιο επίπεδο, των μετεχόντων στη συγκέντρωση στον τομέα της ηχογραφημένης μουσικής (πλην των δραστηριοτήτων της Sony στην Ιαπωνία) σε τρεις ή περισσότερες νέες εταιρίες που ιδρύθηκαν βάσει μιας “Business Contribution Agreement” (συμφωνίας περί ενσωματώσεως των δραστηριοτήτων) της 11ης Δεκεμβρίου 2003. Οι κοινές αυτές επιχειρήσεις επρόκειτο να αποτελέσουν αντικείμενο εκμεταλλεύσεως από κοινού υπό την επωνυμία Sony BMG.

6

Κατά τη συμφωνία, η Sony BMG θα δραστηριοποιείται στην ανακάλυψη και την ανάδειξη καλλιτεχνών [δραστηριότητα καλλιτεχνικής διεύθυνσης που αποκαλείται A & R (“Artist and Repertoire: καλλιτέχνης και ρεπερτόριο”)] και στην προώθηση και την πώληση των δίσκων που απορρέουν από την ως άνω δραστηριότητα. Η Sony BMG δεν θα εμπλέκεται σε συναφείς δραστηριότητες, όπως είναι η έκδοση μουσικών έργων, η παραγωγή και η διανομή.

7

Στις 20 Ιανουαρίου 2004, η Επιτροπή απέστειλε ένα ερωτηματολόγιο σε ορισμένο αριθμό δραστηριοποιουμένων στην αγορά. Η [Impala] απάντησε στο ως άνω ερωτηματολόγιο και κατέθεσε χωριστό υπόμνημα, στις 28 Ιανουαρίου 2004 […], στο οποίο εξέθετε τους λόγους που έπρεπε, κατά τη γνώμη της, να οδηγήσουν την Επιτροπή στο να κηρύξει την πράξη ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά. Με το ως άνω υπόμνημα, η [Impala] εξέφραζε τους φόβους της ως προς την αυξημένη συγκέντρωση στην αγορά και τον αντίκτυπο που τούτο θα είχε για την πρόσβαση στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων των οπτικοακουστικών μέσων, του τομέα της διανομής και του διαδικτύου, καθώς και για την επιλογή των καταναλωτών.

8

Με απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2004, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κοινοποιηθείσα πράξη συγκεντρώσεως δημιουργούσε σοβαρές αμφιβολίες ως προς το αν συμβιβαζόταν με την κοινή αγορά και τη λειτουργία της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) και κίνησε [την επίσημη] διαδικασία […].

9

Στις 24 Μαΐου 2004, η Επιτροπή απηύθυνε ανακοίνωση των αιτιάσεων στα μετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη, με την οποία έκρινε προσωρινώς ότι η κοινοποιηθείσα πράξη συγκεντρώσεως ήταν ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά και τη λειτουργία της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, καθόσον θα είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά της ηχογραφημένης μουσικής και στην αγορά χονδρικής των αδειών μεταδόσεως μουσικών έργων μέσω διαδικτύου και τον συντονισμό της συμπεριφοράς των μητρικών εταιριών κατά τρόπο ασυμβίβαστο με το άρθρο 81 ΕΚ.

10

Τα μετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη απάντησαν στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και διεξήχθη ακρόαση ενώπιον του συμβούλου ακροάσεων στις 14 και 15 Ιουνίου 2004, στην οποία παρέστη, μεταξύ άλλων, η [Impala].

11

Με [την επίδικη] απόφαση […], η Επιτροπή κήρυξε την πράξη συγκεντρώσεως συμβατή με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού […]».

Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

12

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 3 Δεκεμβρίου 2004, η Impala άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως. Προς στήριξη της προσφυγής αυτής, η Impala προέβαλε πέντε λόγους ακυρώσεως υποδιαιρούμενους σε πλείονα σκέλη.

13

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορούσε την ενίσχυση προϋπάρχουσας συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά της ηχογραφημένης μουσικής, το Πρωτοδικείο, αφού πρώτα διατύπωσε ορισμένες παρατηρήσεις ως προς την έννοια της «συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως», εξέτασε τον ισχυρισμό ότι, κατ’ ουσίαν, η επίδικη απόφαση δεν εξηγούσε επαρκώς κατά νόμον τους λόγους για τους οποίους οι εκπτώσεις, και ιδίως οι εκπτώσεις για λόγους προωθήσεως των πωλήσεων, αποτελούν εμπόδιο για τη διαφάνεια που είναι αναγκαία προκειμένου να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως.

14

Το Πρωτοδικείο, αφού, με τη σκέψη 325 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, κατ’ ουσίαν, η επίδικη απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας, εξέτασε ωστόσο, ως εκ περισσού, με τις σκέψεις 327 έως 458 της αποφάσεως αυτής, τους ισχυρισμούς της Impala ότι τα στοιχεία που επικαλέστηκε η Επιτροπή προκειμένου να αποδείξει την έλλειψη διαφανείας των σχετικών αγορών της ηχογραφημένης μουσικής έπασχαν πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως.

15

Συναφώς, το Πρωτοδικείο επισήμανε, μεταξύ άλλων, με τη σκέψη 373 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τόσο από την επίδικη απόφαση όσο και από την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ενώπιόν του η Επιτροπή προέκυπτε ότι το μοναδικό προβαλλόμενο στοιχείο αδιαφάνειας της αγοράς απέρρεε από την ελάχιστη διαφάνεια των εκπτώσεων για λόγους προωθήσεως των πωλήσεων. Με τις σκέψεις 377 και 378 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έκρινε ότι, αφενός, τα αποδεικτικά στοιχεία, όπως αυτά παρατίθενται με την επίδικη απόφαση, δεν μπορούν να στηρίξουν τα συμπεράσματα που συνήγαγε βάσει αυτών η Επιτροπή και ότι, αφετέρου, τα συμπεράσματα αυτά διαφοροποιούνται επίσης σαφέστατα από τις διαπιστώσεις της ανακοινώσεως αιτιάσεων.

16

Με τις σκέψεις 475 και 476 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο εξέθεσε τα συμπεράσματά του επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε ενώπιόν του ως εξής:

«475

[…] ο ισχυρισμός ότι οι αγορές ηχογραφημένης μουσικής δεν είναι αρκούντως διαφανείς ώστε να είναι δυνατή η δημιουργία συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως δεν είναι αιτιολογημένος επαρκώς κατά νόμον και βαρύνεται με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον τα στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται είναι ελλιπή και δεν περιλαμβάνουν το σύνολο των σχετικών στοιχείων, τα οποία θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή, και δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν βάσει αυτών. Δεδομένου ότι ο ως άνω ισχυρισμός συνιστά […] ουσιώδη λόγο βάσει του οποίου η Επιτροπή συνήγαγε […] ότι δεν υφίστατο συλλογική δεσπόζουσα θέση, η απόφαση πρέπει να ακυρωθεί μόνον εκ του λόγου αυτού.

476

Ομοίως, δεδομένου ότι η αφορώσα τα αντίποινα ανάλυση βαρύνεται με νομική πλάνη ή, τουλάχιστον, με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, και δεδομένου ότι η εν λόγω ανάλυση συνιστά τον έτερο ουσιώδη λόγο βάσει του οποίου η Επιτροπή συνήγαγε, με την [επίδικη] απόφαση, ότι δεν υφίστατο συλλογική δεσπόζουσα θέση, το ελάττωμα αυτό δικαιολογεί, επίσης, την ακύρωση της [επίδικης] αποφάσεως.»

17

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως τον οποίο προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου, η Impala υποστήριξε ότι η Επιτροπή, μη εκτιμώντας ότι η σχεδιαζόμενη συγκέντρωση θα δημιουργούσε συλλογική δεσπόζουσα θέση στην αγορά της ηχογραφημένης μουσικής, παρέβη το άρθρο 253 ΕΚ και υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και σε νομικό σφάλμα.

18

Με τη σκέψη 527 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο επανέλαβε την ανάλυση περί του κινδύνου δημιουργίας συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, η οποία εκτίθεται στην επίδικη απόφαση και κατόπιν εξέθεσε, με τη σκέψη 528 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις ακόλουθες σκέψεις:

«[…] οι ορισμένες αυτές παρατηρήσεις, οι οποίες είναι μέχρι τέτοιου σημείου γενικόλογες, και μάλιστα αμιγώς τυπικές, δεν είναι δυνατό να εκπληρώνουν την υποχρέωση της Επιτροπής να διεξαγάγει ανάλυση των προοπτικών […], τούτο δε ιδίως όταν, όπως εν προκειμένω, η συγκέντρωση εγείρει σοβαρές δυσκολίες. Συγκεκριμένα, ανεξαρτήτως της εκτιμήσεως του Πρωτοδικείου επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, τόσο από το γεγονός ότι η Επιτροπή υποχρεώθηκε να αφιερώσει μεγάλα χωρία της [επίδικης] αποφάσεως στην ανάπτυξη του συμπεράσματός της ότι δεν υφίστατο συλλογική δεσπόζουσα θέση πριν από τη συγκέντρωση όσο και από το γεγονός ότι είχε συναγάγει, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, έπειτα από πεντάμηνη έρευνα, ότι μια τέτοια θέση όντως υφίστατο πριν από τη συγκέντρωση προκύπτει ότι το ζήτημα αν η συγχώνευση μεταξύ δύο εκ των πέντε μεγαλύτερων εταιριών [των μεγαλύτερων δισκογραφικών εταιριών, στο εξής: μεγάλες εταιρίες] ενέχει τον κίνδυνο να δημιουργήσει συλλογική δεσπόζουσα θέση εγείρει, κατά μείζονα λόγο, σοβαρές δυσκολίες που απαιτούν εμπεριστατωμένη εξέταση. Δεδομένου ότι η εν λόγω εξέταση δεν έλαβε χώρα, προκύπτει, μόνον εκ του λόγου αυτού, ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος.»

19

Ως εκ περισσού, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 539 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε σφάλμα, να στηριχθεί στην έλλειψη αποδείξεων περί επιβολής αντιποίνων κατά το παρελθόν προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη πράξη συγκεντρώσεως δεν ενείχε τον κίνδυνο δημιουργίας συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως.

20

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως των οποίων έγινε επίκληση ενώπιόν του ήσαν βάσιμοι και ακύρωσε την επίδικη απόφαση, χωρίς να εξετάσει τον τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγο που προβλήθηκαν ενώπιόν του.

Αιτήματα των διαδίκων

21

Με την αίτηση αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

να απορρίψει το αίτημα της Impala περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως ή, επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου και

να καταδικάσει την Impala στα έξοδα της παρούσας δίκης.

22

Με τους επτά λόγους της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, μερικοί από τους οποίους έχουν πλείονα σκέλη, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν, αντιστοίχως, νομικά σφάλμα συνιστάμενα στο ότι, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο:

στηρίχτηκε στην ανακοίνωση αιτιάσεων για να εκτιμήσει το περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως,

απαίτησε από την Επιτροπή να διενεργήσει νέους ελέγχους κατόπιν της απαντήσεως στην ανακοίνωση αιτιάσεων,

εφάρμοσε υπερβολικά αυστηρούς και εσφαλμένους κανόνες αποδείξεως σχετικούς με τις αποφάσεις που επιτρέπουν τις πράξεις συγκεντρώσεως,

υπερέβη τα όρια του δικαστικού ελέγχου τον οποίο οφείλει να ασκεί,

δεν έλαβε υπόψη του τα ουσιώδη νομικά κριτήρια που έχουν εφαρμογή ως προς τη δημιουργία ή την ενίσχυση συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως,

εφάρμοσε εσφαλμένο κανόνα όσον αφορά την αιτιολογία των αποφάσεων που επιτρέπουν τις πράξεις συγκεντρώσεως και

στηρίχτηκε σε αποδεικτικά στοιχεία που δεν γνωστοποιήθηκαν στους μετέχοντες στη συγκέντρωση.

23

Η Sony BMG Music Entertainment BV συντάσσεται πλήρως με την αίτηση αναιρέσεως και με τα αιτήματα των αναιρεσειουσών.

24

Τα αιτήματα της Επιτροπής συμπίπτουν κατ’ ουσίαν με αυτά των αναιρεσειουσών. Η Επιτροπή συντάσσεται με τον πρώτο, δεύτερο και τέταρτο λόγο αναιρέσεως καθώς και με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου.

25

Η Impala ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα. Κατ’ αρχάς, προβάλλει το εν όλω ή εν μέρει απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως. Εξάλλου, κατά την Impala, η αίτηση αναιρέσεως δεν θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να προκαλέσει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες παρέλειψαν να προσβάλουν τη σκέψη 528 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία αρκεί από μόνη της για να δικαιολογήσει την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

26

Οι αναιρεσείουσες και η Επιτροπή ζητούν τόσο την απόρριψη της ενστάσεως απαραδέκτου όσο και της επιχειρηματολογίας περί της σκέψεως 528 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως.

27

Στο τέλος του υπομνήματος απαντήσεως, η Επιτροπή διατύπωσε «συμπληρωματικές παρατηρήσεις επί της “κύριας αιτιολογίας” της [επίδικης] αποφάσεως». Η Impala αμφισβητεί τις παρατηρήσεις αυτές, επικαλούμενη το άρθρο 117, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Οι αναιρεσείουσες συντάσσονται με τις εν λόγω παρατηρήσεις.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

Επί του παραδεκτού

Επί της γενικής ενστάσεως απαραδέκτου

28

Η Impala προβάλλει, κατ’ αρχάς, το απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως, καθόσον με αυτήν επιδιώκεται να επιτευχθεί η επανεξέταση πραγματικών ζητημάτων, σχετικών με την ανεπάρκεια της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως και με πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως από το οποίο πάσχει η απόφαση αυτή, ζητημάτων που έχουν επιλυθεί από το Πρωτοδικείο. Πράγματι, σε πολύ μεγάλο βαθμό, με την αίτηση αναιρέσεως επιδιώκεται η επανεξέταση πραγματικών ζητημάτων, τα οποία δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Συναφώς, η Impala υποστηρίζει επιπλέον ότι το ζήτημα αν μια απόφαση είναι αρκούντως αιτιολογημένη αποτελεί πραγματικό ζήτημα. Τέλος, προσθέτει ότι οι κατ’ ιδίαν απαντήσεις της στους ισχυρισμούς των αναιρεσειουσών πρέπει να θεωρηθούν ότι έχουν επικουρικό χαρακτήρα.

29

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι από τα άρθρα 225 ΕΚ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Συνεπώς, το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του έχουν υποβληθεί, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Όταν το Πρωτοδικείο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 225 ΕΚ, έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που έχει συναγάγει το Πρωτοδικείο. Επομένως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να διαπιστώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το Πρωτοδικείο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Εφόσον δηλαδή η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και το βάρος αποδείξεως, το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμά την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί. Επομένως, η ως άνω εκτίμηση δεν αποτελεί νομικό ζήτημα, υποκείμενο συνεπώς στον έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει παραμόρφωση του περιεχομένου των στοιχείων αυτών (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-8417, σκέψεις 23 και 24, της 6ης Απριλίου 2006, C-551/03 P, General Motors κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-3173, σκέψεις 51 και 52, και της 10ης Μαΐου 2007, C-328/05 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-3921, σκέψη 41).

30

Εξάλλου, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το ζήτημα που περιεχομένου της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως συνιστά νομικό ζήτημα το οποίο υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι ο έλεγχος της νομιμότητας μιας αποφάσεως που ασκείται στο πλαίσιο αυτό πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε το Πρωτοδικείο για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αιτιολογία είναι επαρκής ή ανεπαρκής (βλ. αποφάσεις της 20ής Νοεμβρίου 1997, C-188/96 P, Επιτροπή κατά V, Συλλογή 1997, σ. I-6561, σκέψη 24, και της 28ης Ιουνίου 2005, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-5425, σκέψη 453).

31

Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει Impala, με την αίτηση αναιρέσεως οι αναιρεσείουσες δεν επιδιώκουν γενικώς να θέσουν υπό αμφισβήτηση αυτές καθεαυτές τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου περί τα πραγματικά περιστατικά. Αντιθέτως, προβάλλουν, κυρίως, νομικά ζητήματα τα οποία μπορούν νομίμως να αποτελέσουν αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η γενική ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε η Impala. Επομένως, κατά το μέτρο που η Impala προβάλλει ειδικότερα το απαράδεκτο ορισμένων συγκεκριμένων τμημάτων της αιτήσεως αναιρέσεως, οι ενστάσεις αυτές πρέπει να εξετασθούν στο πλαίσιο της εξετάσεως των οικείων λόγων αναιρέσεως.

Επί της ενστάσεως απαραδέκτου, που αντλείται από το ότι οι αναιρεσείουσες παρέλειψαν να προσβάλουν ένα κρίσιμο χωρίο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

32

Η Impala ισχυρίζεται ότι, εν πάση περιπτώσει, με τη σκέψη 528 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε ανάλυση των προοπτικών για την επίλυση του ζητήματος αν η επίμαχη πράξη συγκεντρώσεως δημιουργεί συλλογική δεσπόζουσα θέση και έκρινε για τον λόγο αυτόν και μόνον ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως της Impala ήταν βάσιμος, πράγμα που αρκεί από μόνο του για την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, κατά την Impala, ακόμη και αν ένας ή περισσότεροι από τους λόγους αναιρέσεως των αναιρεσειουσών ευδοκιμήσουν, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ούτως ή άλλως, λόγω του ότι οι αναιρεσείουσες δεν βάλλουν κατά της διαπιστώσεως ότι δεν πραγματοποιήθηκε ανάλυση των προοπτικών.

33

Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά την απαρίθμηση των χωρίων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά των οποίων προβάλλονται συγκεκριμένες επικρίσεις, γίνεται ρητή μνεία της σκέψεως 528 της αποφάσεως αυτής καθώς και των σκέψεων 533, 539 και 541 της εν λόγω αποφάσεως, οι οποίες επίσης αφορούν το ζήτημα της δημιουργίας συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως.

34

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να ευσταθήσει ο ισχυρισμός ότι η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται στις σκέψεις που ανέπτυξε το Πρωτοδικείο επί του ζητήματος της ενισχύσεως της ήδη υφιστάμενης δεσπόζουσας θέσεως, οπότε πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως απαράδεκτος.

Επί της ουσίας

35

Οι επτά λόγοι αναιρέσεως τους οποίους προβάλλουν οι αναιρεσείουσες αλληλεπικαλύπτονται ως προς διάφορες πτυχές τους. Κατ’ ουσίαν, ο πρώτος, ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος και ο έβδομος λόγος αναιρέσεως αφορούν τη διαδικασία του ελέγχου που ασκεί το Πρωτοδικείο, ιδίως από πλευράς των ζητημάτων αποδείξεως. Ο πέμπτος αφορά την έννοια της συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως. Ο έκτος αφορά την εκτίμηση του Πρωτοδικείου περί της ανεπαρκούς αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως.

36

Είναι σκόπιμο να αρχίσει η εξέταση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως επί της ουσίας από τους λόγους που αφορούν τη διαδικασία της εκ μέρους του Πρωτοδικείου εξετάσεως των αποδεικτικών στοιχείων και κατ’ αρχάς, με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από νομικό σφάλμα, καθόσον το Πρωτοδικείο εφάρμοσε υπερβολικούς και εσφαλμένους λεπτομερείς κανόνες αποδείξεως σχετικούς με τις αποφάσεις που επιτρέπουν τις πράξεις συγκεντρώσεως

— Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

37

Από τις σκέψεις ιδίως 289, 366 και 459 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο ερεύνησε αν τα στοιχεία στα οποία στηρίχτηκε η επίδικη απόφαση μπορούσαν να δικαιολογήσουν την εκτίμηση της Επιτροπής που περιέχεται στην απόφαση αυτή, κατά την οποία οι επίμαχες αγορές δεν ήσαν αρκούντως διαφανείς ώστε να καθιστούν δυνατή την ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως.

— Επιχειρηματολογία των διαδίκων

38

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, εφαρμόζοντας υπερβολικούς και εσφαλμένους λεπτομερείς κανόνες αποδείξεως σχετικούς με τις αποφάσεις που επιτρέπουν τις πράξεις συγκεντρώσεως. Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του λόγου αυτού, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένως τους εφαρμοστέους στις αποφάσεις αυτές λεπτομερείς κανόνες αποδείξεως.

39

Κατά τις αναιρεσείουσες, δεδομένου ότι η Επιτροπή οφείλει να θεμελιώσει την απόφαση που απαγορεύει μια πράξη συγκεντρώσεως, αν δεν έχει κατορθώσει να συγκεντρώσει αποδεικτικά στοιχεία που ανταποκρίνονται στα αυστηρά κριτήρια τα οποία έχουν διαμορφώσει τα κοινοτικά δικαστήρια για τη δικαιολόγηση μιας τέτοιας απαγορεύσεως, ιδίως οσάκις η Επιτροπή στηρίζεται σε διαπίστωση περί υπάρξεως συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, πρέπει να επιτρέψει τη σχεδιαζόμενη πράξη συγκεντρώσεως. Συγκεκριμένα, ιδίως από το άρθρο 10, παράγραφος 6, του κανονισμού προκύπτει ότι, αν η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποδείξει ζημία ως προς τον ανταγωνισμό βάσει πειστικών αποδείξεων, το σύστημα του κανονισμού τής επιβάλλει να επιτρέψει την πράξη αυτή.

40

Επιπλέον, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται συναφώς ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πρόδηλο νομικό σφάλμα, μη δεχόμενο ότι η Επιτροπή πρέπει να συμμορφώνεται προς υψηλότερες απαιτήσεις ως προς την απόδειξη σε περίπτωση που απαγορεύει μια πράξη συγκεντρώσεως απ’ ό,τι σε περίπτωση που επιτρέπει μια τέτοια πράξη, δεδομένου ότι η απαγόρευση συνιστά σοβαρό εμπόδιο στην εμπορική ελευθερία των κοινοποιησάντων και ότι οι πράξεις συγκεντρώσεως πρέπει να τεκμαίρονται συμβατές με την κοινή αγορά. Κατά τις αναιρεσείουσες, από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή πρέπει να αποδεικνύει το βάσιμο αποφάσεως απαγορεύουσας την πράξη συγκεντρώσεως σύμφωνα με κριτήριο αυστηρότερο από το αντλούμενο από απλή στάθμιση των πιθανοτήτων και ότι, κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν υπόκειται στην ίδια υποχρέωση από πλευράς αποδείξεως ως προς απόφαση επιτρέπουσα μια πράξη συγκεντρώσεως και ως προς απόφαση απαγορεύουσα μια τέτοια πράξη. Πράγματι, βάσει ενός κριτηρίου αυστηρότερου από την απλή στάθμιση των πιθανοτήτων, η Επιτροπή είναι στην πραγματικότητα υποχρεωμένη να αποδείξει μόνον το βάσιμο αποφάσεως που απαγορεύει μια πράξη συγκεντρώσεως. Κατά τις αναιρεσείουσες, η εκτίμηση του Πρωτοδικείου ως προς την επίδικη απόφαση και ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίχτηκε η Επιτροπή ενέχει παράλειψη να γίνει δεκτό ένα τέτοιο «ασύμμετρο» κριτήριο αποδείξεως.

41

Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, επιπλέον, ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε κατά συνέπεια σε νομικό σφάλμα, ζητώντας από την Επιτροπή να αποδείξει την έλλειψη διαφανείας της αγοράς της ηχογραφημένης μουσικής, ενώ όφειλε να εξετάσει αν, κατά την ημερομηνία λήψεως της επίδικης αποφάσεως, υπήρχαν αρκετά στοιχεία με τα οποία μπορούσε να αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμο η ύπαρξη της εν λόγω διαφανείας. Πρόκειται περί σφάλματος από το οποίο πάσχει ολόκληρη η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και, ιδίως, ως προς διάφορα ζητήματα που εκτίθενται λεπτομερώς με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, οι σκέψεις 381 έως 387, 389, 420, 428, 429 και 433 της αποφάσεως αυτής.

42

Κατά την Impala, το να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία που αναπτύσσουν οι αναιρεσείουσες προς στήριξη του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως και να αναγνωρισθεί η ύπαρξη τεκμηρίου υπέρ της εγκρίσεως των πράξεων συγκεντρώσεως θα μπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες επί του συστήματος ελέγχου των πράξεων αυτών, όπως είναι ο κίνδυνος καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως του συστήματος. Η εν λόγω επιχειρηματολογία παραγνωρίζει τη λεπτή ισορροπία μεταξύ των ιδιωτικών και των δημοσίων συμφερόντων που έχει δημιουργήσει η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση περί του ελέγχου των συγκεντρώσεων και τη «διττή συμμετρική υποχρέωση» που υπέχει η Επιτροπή να απαγορεύει τις πράξεις συγκεντρώσεως που είναι ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά και να επιτρέπει τις συμβατές προς αυτήν. Οι επιβαλλόμενοι συναφώς κανόνες αποδείξεως αντιστοιχούν στη στάθμιση των πιθανοτήτων και η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ποια είναι η πιθανότερη εκδοχή. Εξάλλου, η Impala ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο κατέληξε, αφενός, ότι η Επιτροπή συγκέντρωσε ένα σύνολο πειστικών αποδεικτικών στοιχείων που εμφαίνουν την ύπαρξη της διαφανείας των σχετικών αγορών, αλλά ότι αυτή παρά ταύτα έκρινε εν τέλει ότι η εν λόγω διαφάνεια ήταν ανεπαρκής, βασιζόμενη στην ύπαρξη «λιγότερο διαφανών» εκπτώσεων για την προώθηση των πωλήσεων. Αφετέρου, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε επίσης ότι αυτή η έλλειψη διαφανείας δεν ενισχυόταν από τα στοιχεία βάσει των οποίων έπρεπε να αποδειχθεί.

43

Η Impala θεωρεί εξάλλου ότι, με τα επιχειρήματα που εκτίθενται στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες προφανώς καλούν το Δικαστήριο να τροποποιήσει τις διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά στις οποίες προέβη το Πρωτοδικείο.

— Εκτίμηση του Δικαστηρίου

44

Κατ’ αρχάς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η προβαλλόμενη παράβαση των κανόνων που ισχύουν ως προς την απόδειξη αποτελεί νομικό ζήτημα το οποίο είναι παραδεκτό κατ’ αναίρεση (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1999, C-199/92 P, Hüls κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-4287, σκέψη 65, και της 25ης Ιανουαρίου 2007, C-403/04 P και C-405/04 P, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-729, σκέψη 40). Έτσι, κατά το μέτρο που η Impala, στο πλαίσιο της γενικής ενστάσεώς της απαραδέκτου, προβάλλει ειδικώς το απαράδεκτο του τρίτου λόγου αναιρέσεως στο σύνολό του, η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

45

Επί της ουσίας, όπως επισημαίνει η Impala, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως επικεντρώνεται στην άποψη ότι οι απαιτήσεις περί αποδείξεως διαφέρουν αναλόγως του αν πρόκειται περί αποφάσεως που επιτρέπει μια πράξη συγκεντρώσεως ή περί αποφάσεως που απαγορεύει μια τέτοια πράξη. Συναφώς, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο εφάρμοσε τις ίδιες απαιτήσεις περί αποδείξεως ως προς την επίδικη απόφαση, η οποία αποτελεί απόφαση που επιτρέπει μια πράξη συγκεντρώσεως, με αυτές που θα εφάρμοζε ως προς απόφαση που απαγορεύει μια τέτοια πράξη.

46

Συναφώς, υπενθυμίζεται εξ αρχής ότι από το γράμμα των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 2 του κανονισμού δεν προκύπτει ότι αυτός επιβάλλει διαφορετικές απαιτήσεις ως προς την απόδειξη όσον αφορά τις αποφάσεις που επιτρέπουν μια πράξη συγκεντρώσεως, αφενός, και τις αποφάσεις που απαγορεύουν μια τέτοια πράξη, αφετέρου.

47

Έτσι, όπως έχει κρίνει κατ’ ουσίαν το Δικαστήριο, η αναγκαία για τον έλεγχο των πράξεων συγκεντρώσεως ανάλυση των προοπτικών, η οποία συνίσταται στο να εξεταστεί κατά ποιον τρόπο η συγκέντρωση θα μπορούσε να μεταβάλει τους παράγοντες που καθορίζουν την κατάσταση του ανταγωνισμού σε συγκεκριμένη αγορά προκειμένου να εξακριβωθεί αν το αποτέλεσμα θα είναι να δημιουργηθεί σημαντικό εμπόδιο για τον πραγματικό ανταγωνισμό, απαιτεί να φανταστεί κανείς τις διάφορες σχέσεις αιτίου και αποτελέσματος, προκειμένου να επιλέξει εκείνη που είναι η πιο πιθανή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2005, C-12/03 P, Επιτροπή κατά Tetra Laval, Συλλογή 2005, σ. I-987, σκέψη 43).

48

Συνεπώς, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, δεν μπορεί να συναχθεί από τον κανονισμό γενικό τεκμήριο περί του συμβατού ή του ασυμβιβάστου μιας κοινοποιηθείσας πράξεως συγκεντρώσεως προς την κοινή αγορά.

49

Αυτή η ερμηνεία του κανονισμού δεν αποδυναμώνεται από το άρθρο του 10, παράγραφος 6, δυνάμει του οποίου μια κοινοποιηθείσα πράξη συγκεντρώσεως θεωρείται σύμφωνη με την κοινή αγορά αν η Επιτροπή δεν έχει λάβει εντός της σχετικής προθεσμίας απόφαση περί του συμβατού της πράξεως αυτής προς την κοινή αγορά. Πράγματι, η διάταξη αυτή αποτελεί συγκεκριμένη έκφραση της επιτακτικής ανάγκης ταχύτητας που χαρακτηρίζει τη γενική οικονομία του κανονισμού και επιβάλλει στην Επιτροπή την τήρηση αυστηρών προθεσμιών για την έκδοση της τελικής αποφάσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C-202/06 P, Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. 12129, σκέψη 39). Η εν λόγω διάταξη αποτελεί ωστόσο εξαίρεση από τη γενική οικονομία του κανονισμού, η οποία απορρέει ιδίως από τα άρθρα 6, παράγραφος 1, και 8, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, από την οποία προκύπτει ότι η Επιτροπή πρέπει να αποφαίνεται ρητώς επί των πράξεων συγκεντρώσεως που της κοινοποιούνται.

50

Εξάλλου, μολονότι είναι βεβαίως αληθές ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής περί του συμβατού των πράξεων συγκεντρώσεως προς την κοινή αγορά πρέπει να στηρίζονται σε αρκούντως σημαντικά και συγκλίνοντα στοιχεία (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 31ης Μαρτίου 1998, C-68/94 και C-30/95, France κ.λπ. κατά Επιτροπής, καλούμενη Kali & Salz, Συλλογή 1998, σ. I-1375, σκέψη 228) και ότι, στο πλαίσιο της αναλύσεως μιας πράξεως συγκεντρώσεως εταιριών ετερογενών δραστηριοτήτων, η ποιότητα των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζονται από την Επιτροπή για να αποδειχθεί η ανάγκη εκδόσεως αποφάσεως με την οποία η συγκέντρωση κηρύσσεται ασύμβατη με την κοινή αγορά είναι ιδιαίτερα σημαντική (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Tetra Laval, προπαρατεθείσα, σκέψη 44).

51

Ωστόσο, δεν μπορεί να συναχθεί εντεύθεν ότι η Επιτροπή πρέπει να συμμορφώνεται, ιδίως οσάκις στηρίζεται σε διαπίστωση περί υπάρξεως συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, προς υψηλότερες απαιτήσεις περί αποδείξεως όσον αφορά τις αποφάσεις που απαγορεύουν τις πράξεις συγκεντρώσεως απ’ ό,τι όσον αφορά τις αποφάσεις που επιτρέπουν τις πράξεις αυτές. Συγκεκριμένα, η νομολογία αυτή αντικατοπτρίζει απλώς την ουσιώδη λειτουργία της αποδείξεως, που συνίσταται στο να πείσει για το βάσιμο μιας απόψεως ή, όπως στον τομέα του ελέγχου των πράξεων συγκεντρώσεως, να ενισχύσει τις εκτιμήσεις στις οποίες βασίζονται οι αποφάσεις της Επιτροπής (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Tetra Laval, προπαρατεθείσα, σκέψεις 41 και 44). Επιπλέον, το αν πρόκειται για διαπίστωση περί υπάρξεως συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως δεν μπορεί, από μόνο του, να ασκεί επιρροή επί των εφαρμοστέων απαιτήσεων περί αποδείξεως. Συναφώς, ο εγγενής σύνθετος χαρακτήρας της διαπιστώσεως ότι μια κοινοποιηθείσα συγκέντρωση δημιουργεί εμπόδιο στον ανταγωνισμό αποτελεί στοιχείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση των διαφόρων συνεπειών της πράξεως αυτής, προκειμένου να εντοπισθεί η πιθανότερη συνέπεια, αλλά ο εν λόγω σύνθετος χαρακτήρας δεν ασκεί από μόνος του επιρροή ως προς το απαιτούμενο επίπεδο αποδείξεως.

52

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η Επιτροπή, οσάκις υποβάλλεται στην κρίση της πράξη συγκεντρώσεως, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού, υποχρεούται κατ’ αρχήν να λάβει θέση είτε επιτρέποντας την πράξη αυτή είτε απαγορεύοντάς την, αναλόγως της εκ μέρους της εκτιμήσεως περί της οικονομικής εξελίξεως την οποία έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να προκαλέσει η επίμαχη πράξη.

53

Επομένως, κακώς οι αναιρεσείουσες θεωρούν ότι, προκειμένου περί αποφάσεως η οποία επιτρέπει μια πράξη συγκεντρώσεως, το Πρωτοδικείο όφειλε να εξετάσει αποκλειστικώς και μόνον αν η Επιτροπή μπορούσε, εφαρμόζοντας ιδιαίτερα υψηλές απαιτήσεις περί αποδείξεως, να απαγορεύσει την επίδικη πράξη. Κατά συνέπεια, χωρίς να είναι αναγκαία η απόφανση επί του παραδεκτού των συγκεκριμένων επικρίσεων που αφορούν τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως οι οποίες απαριθμούνται στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι, δεδομένου ότι η υπόθεση στην οποία στηρίζονται οι επικρίσεις αυτές είναι αβάσιμη, αυτές δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να γίνουν δεκτές.

54

Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από νομικό σφάλμα, καθόσον το Πρωτοδικείο στηρίχτηκε στην ανακοίνωση αιτιάσεων για να εκτιμήσει το περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως

— Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

55

Με πλείονα χωρία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως με τις σκέψεις 379, 424 και 446 αυτής, το Πρωτοδικείο παρέπεμψε στην ανακοίνωση αιτιάσεων για να στηρίξει τη συλλογιστική του, τόσον όσον αφορά τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως όσον και όσον αφορά τον αντλούμενο από πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως από τα οποία πάσχει η απόφαση αυτή.

56

Στο πλαίσιο της εξετάσεως του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία, το Πρωτοδικείο παρατήρησε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«282

Πρέπει, ευθύς εξ αρχής, να εξετασθεί η επίπτωση του γεγονότος, το οποίο υπογράμμισε η [Impala], ότι, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η Επιτροπή συνήγαγε, κατά εμφανή τρόπο, ότι η συγκέντρωση ήταν ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά για τον λόγο, ιδίως, ότι υπήρχε συλλογική δεσπόζουσα θέση πριν από τη σχεδιαζόμενη συγκέντρωση και ότι η αγορά της ηχογραφημένης μουσικής ήταν λίαν διαφανής και ιδιαιτέρως ευνοϊκή για τον συντονισμό.

283

Αυτή η θεμελιώδης μεταστροφή της θέσεως της Επιτροπής μπορεί, βεβαίως, να φαίνεται απροσδόκητη, λαμβανομένης υπόψη, ιδίως, της βραδύτητας επελεύσεώς της. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη δικογραφία και από τις αγορεύσεις ενώπιον του Πρωτοδικείου, καθ’ όλη τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η Επιτροπή, βάσει του συνόλου των πληροφοριών που είχε λάβει, κατά τους πέντε μήνες που διήρκεσε η έρευνα, τόσο από τους διαφόρους επιχειρηματίες της αγοράς όσο και από τα μετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη, θεώρησε ότι η αγορά ήταν αρκούντως διαφανής για να καταστεί δυνατός ο σιωπηρός συντονισμός των τιμών και μόνον κατόπιν της επιχειρηματολογίας που προέβαλαν τα μετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη, επικουρούμενα από τον οικονομικό σύμβουλό τους, κατά την ακρόαση που έλαβε χώρα στις [14] και [15] Ιουνίου 2004, η Επιτροπή, χωρίς να προβεί σε νέες έρευνες σχετικά με την αγορά, υιοθέτησε την αντίθετη θέση και απηύθυνε, την 1η Ιουλίου 2004, το σχέδιο αποφάσεως στη συμβουλευτική επιτροπή.

284

Ωστόσο, όπως ορθώς ισχυρίζεται η Επιτροπή, από τη νομολογία (απόφαση [της 17ης Νοεμβρίου 1987, 142/84 και 154/84, Βritish Αmerican Τobacco] και Reynolds [Industries] κατά Επιτροπής, [Συλλογή 1987, σ. 4487]) προκύπτει ότι, όταν η Επιτροπή απορρίπτει αίτηση υποβληθείσα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), αρκεί να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους δεν θεώρησε δυνατό το να αποδειχθεί η ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, χωρίς να είναι υποχρεωμένη ούτε να εξηγήσει τυχόν διαφορές σε σχέση με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, που συνιστά προκαταρκτικό έγγραφο, του οποίου οι εκτιμήσεις έχουν καθαρά προσωρινό χαρακτήρα και αποσκοπούν στο να ορισθεί το αντικείμενο της διοικητικής διαδικασίας έναντι των επιχειρήσεων που αποτελούν αντικείμενο της διαδικασίας αυτής, ούτε να συζητεί όλα τα πραγματικά και τα νομικά ζητήματα που αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας κατά τη διοικητική διαδικασία. Με την απόφασή του [της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P,] Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, [Συλλογή 2004, σ. Ι-123], το Δικαστήριο υπενθύμισε τον προσωρινό χαρακτήρα της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και την υποχρέωση της Επιτροπής να λαμβάνει υπόψη τα στοιχεία που προκύπτουν από τη διοικητική διαδικασία, προκειμένου, ιδίως, να αποσύρει αιτιάσεις που αποδείχθηκαν αβάσιμες.

285

Επιβάλλεται, βεβαίως, η παρατήρηση ότι η ως άνω νομολογία αναπτύχθηκε αναφορικά με διαδικασίες εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ και όχι στον ειδικό τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων, στο πλαίσιο του οποίου η τήρηση των επιτακτικών προθεσμιών που διέπουν την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση αποφάσεων δεν της παρέχει τη δυνατότητα να παρατείνει την έρευνά της, καθιστώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο λιγότερο πιθανή μια θεμελιώδη μεταβολή θέσεως κατά την εξέλιξη της διοικητικής διαδικασίας. Εξάλλου, με τις τελικές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι τα μεταγενέστερα της διεξαγωγής της ακροάσεως μέτρα έρευνας συνίστανται, κατ’ ουσίαν, στη διαβούλευση με τους επιχειρηματίες της αγοράς ως προς τις προτεινόμενες δεσμεύσεις και δεν αφορούν τις αιτιάσεις που διατυπώθηκαν κατά της κοινοποιηθείσας πράξεως συγκεντρώσεως. Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων συνιστά απλώς προπαρασκευαστική πράξη και ότι η τελική απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη μόνο σε σχέση με το σύνολο των περιστάσεων και των στοιχείων που είναι κρίσιμα προς τον σκοπό της εκτιμήσεως των αποτελεσμάτων της σχεδιαζόμενης συγκεντρώσεως επί της λειτουργίας του ανταγωνισμού εντός τ ων αγορών αναφοράς. Συνεπώς, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε, στο σώμα της αποφάσεώς της, τις μεταβολές της θέσεώς της σε σχέση με εκείνη που περιέχεται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν μπορεί, αυτό καθ’ εαυτό, να συνιστά έλλειψη αιτιολογίας ή ανεπαρκή αιτιολογία.»

— Επιχειρηματολογία των διαδίκων

57

Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πρόδηλο νομικό σφάλμα, χρησιμοποιώντας την ανακοίνωση αιτιάσεων ως σημείο αναφοράς για την επί της ουσίας εκτίμηση της επίδικης αποφάσεως, και προσέβαλε έτσι τα δικαιώματα άμυνας.

58

Υπό τις συνθήκες αυτές, οι αναιρεσείουσες θεωρούν ότι η σύγκριση στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο μεταξύ της επίδικης αποφάσεως και των προσωρινών συμπερασμάτων της Επιτροπής που περιέχονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων δεν μπορεί να στηρίξει τα συμπεράσματα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως και την περιεχόμενη σ’ αυτήν αιτιολογία της Επιτροπής. Συναφώς, παραθέτουν τις σκέψεις 300, 302 και 308 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά την εκτίμηση του Πρωτοδικείου περί της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως. Επιπλέον, όσον αφορά την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εξέταση των ισχυρισμών που αντλούνται από πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως, οι αναιρεσείουσες βάλλουν, με την αίτηση αναιρέσεως, κατά των σκέψεων 338, 339, 341, 362, 378, 379, 398, 402, 409, 419, 424, 446, 447, 451, 456, 467, 491, 532 και 538 της εν λόγω αποφάσεως.

59

Υποστηρίζοντας τις αναιρεσείουσες επ’ αυτού του λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, σε μεγάλο μέρος της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο, αντιθέτως προς την παρατιθέμενη στη σκέψη 284 της αποφάσεως αυτής νομολογία, της οποίας «τυπική μόνο μνεία κάνει», δεν εξετάζει αυτή καθεαυτή την επίδικη απόφαση όσον αφορά τα ζητήματα αν η εν λόγω απόφαση είναι αρκούντως αιτιολογημένη και, όσον αφορά τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από σφάλμα επί της ουσίας, αν η εν λόγω απόφαση περιέχει σφάλματα περί τα πραγματικά περιστατικά ή πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως, αλλά επικεντρώνει μάλλον την απόφασή του στο ζήτημα αν η ανακοίνωση αιτιάσεων αποδείχθηκε αβάσιμη. Έτσι, κατά την Επιτροπή, δεδομένου ότι δεν έγινε μνεία ορισμένων πραγματικών περιστατικών με την ανακοίνωση αιτιάσεων, το Πρωτοδικείο συνάγει εντεύθεν ότι αυτά δεν μπορούν να είναι σημαντικά για την εκτίμηση των επιπτώσεων της πράξεως συγκεντρώσεως εν γένει. Επιπλέον, ενώ η Επιτροπή διευκρίνισε με την επίδικη απόφαση ορισμένα συμπεράσματα τα οποία είχαν διατυπωθεί πιο κατηγορηματικά στην ανακοίνωση αιτιάσεων, το Πρωτοδικείο στηρίχτηκε, για να προβεί στον έλεγχό του, στην εκτίμηση που περιείχε η εν λόγω ανακοίνωση.

60

Η Impala ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο απλώς ανέφερε αποσπάσματα της ανακοινώσεως αιτιάσεων προκειμένου να υπογραμμίσει τις εγγενείς ασυνέπειες της επίδικης αποφάσεως καθευτή και το αβάσιμο των διαπιστώσεων που διατυπώνονται. Το Πρωτοδικείο αναγνώρισε ρητώς ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων είναι προπαρασκευαστικό έγγραφο, ότι οι διαπιστώσεις τις οποίες περιέχει είναι αμιγώς προσωρινές και ότι η Επιτροπή δεν οφείλει να εξηγήσει τις διαφορές μεταξύ της ανακοινώσεως αυτής και της επίδικης αποφάσεως.

— Εκτίμηση του Δικαστηρίου

61

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αρχή της κατ’ αντιμωλία συζητήσεως της υποθέσεως, η οποία συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου που αποτελεί, ειδικότερα, μέρος του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, επιβάλλει να παρέχεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της σχετικά με το υποστατό και τον κρίσιμο χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων των οποίων γίνεται επίκληση καθώς και σχετικά με τα έγγραφα που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι υπάρχει παράβαση της Συνθήκης ΕΚ (βλ., μεταξύ άλλων, υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1974, 17/74, Transocean Marine Paint Association κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 441, σκέψη 15, της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 10, Kali & Salz, προπαρατεθείσα, σκέψη 174, και Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 66).

62

Για τις διαδικασίες ελέγχου των πράξεων συγκεντρώσεως που διέπει ο κανονισμός αυτός, την αρχή αυτή θέτει το άρθρο 18, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του εν λόγω κανονισμού και, κατά τρόπο πιο συγκεκριμένο, το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής. Οι τελευταίες αυτές διατάξεις επιβάλλουν μεταξύ άλλων, κατ’ ουσίαν, την έγγραφη ανακοίνωση των αντιρρήσεων της Επιτροπής προς τους κοινοποιήσαντες, με μνεία της προθεσμίας εντός της οποίας μπορούν να γνωστοποιήσουν εγγράφως την άποψή τους.

63

Από τη νομολογία περί των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ προκύπτει κατ’ αναλογίαν ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων αποτελεί διαδικαστικό και προπαρασκευαστικό έγγραφο το οποίο, προκειμένου να διασφαλισθεί η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας, ορίζει το αντικείμενο της διοικητικής διαδικασίας που κινεί η Επιτροπή, εμποδίζοντάς την έτσι να προβάλει άλλες αιτιάσεις με την απόφαση που περατώνει την οικεία διαδικασία (βλ., ιδίως, διάταξη της 18ης Ιουνίου 1986, 142/84 και 156/84, British American Tobacco και Reynolds Industries κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 1899, σκέψεις 13 και 14). Συνεπώς, η ανακοίνωση των αιτιάσεων, λόγω της φύσεώς της, είναι προσωρινή και ενδέχεται να τροποποιηθεί κατά την αξιολόγηση στην οποία προβαίνει στη συνέχεια η Επιτροπή βάσει των παρατηρήσεων που τα μέρη τής υπέβαλαν ως απάντηση και άλλων διαπιστώσεων ως προς τα πραγματικά περιστατικά (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση SGL Carbon κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 62). Πράγματι, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τα στοιχεία που προκύπτουν από ολόκληρη τη διοικητική διαδικασία είτε για να παραιτηθεί από αβάσιμες αιτιάσεις είτε για να προσαρμόσει και να συμπληρώσει, τόσο από πραγματική όσο και από νομική άποψη, την επιχειρηματολογία της προς στήριξη των αιτιάσεων που διατυπώνει. Έτσι, η ανακοίνωση αιτιάσεων ουδόλως εμποδίζει την Επιτροπή να τροποποιήσει την άποψή της υπέρ των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων (βλ. διάταξη British American Tobacco και Reynolds Industries κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 13).

64

Επομένως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εμμένει στις νομικές εκτιμήσεις ή εκτιμήσεις περί τα πραγματικά περιστατικά που διατυπώνει με το έγγραφο αυτό. Αντιθέτως, πρέπει να αιτιολογεί την τελική της απόφαση με τις οριστικές της εκτιμήσεις οι οποίες βασίζονται στα αποτελέσματα του συνόλου της έρευνάς της, όπως εμφανίζονται κατά τον χρόνο της περατώσεως της επίσημης διαδικασίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη British American Tobacco και Reynolds Industries κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 15).

65

Εξάλλου, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξηγεί τις ενδεχόμενες διαφορές σε σχέση με τις προσωρινές εκτιμήσεις της που περιέχονται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη British American Tobacco και Reynolds Industries κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 15, και απόφαση British American Tobacco και Reynolds Industries κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 70).

66

Ο προσωρινός χαρακτήρας της ανακοινώσεως αιτιάσεων ουδόλως μεταβάλλεται από το γεγονός ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο του ελέγχου των πράξεων συγκεντρώσεως, αντιθέτως προς ό,τι συμβαίνει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, οφείλει να τηρεί αυστηρές διαδικαστικές προθεσμίες. Πράγματι, η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλει όπως η επιχειρηματολογία των εμπλεκομένων σε μια σχεδιαζόμενη συγκέντρωση λαμβάνεται υπόψη, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των πράξεων συγκεντρώσεως, κατά τον ίδιο τρόπο με την επιχειρηματολογία των εμπλεκομένων στις διαδικασίες που κινούνται κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ.

67

Είναι αληθές ότι, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο αναγνώρισε ρητώς, ιδίως με τις σκέψεις 284 και 285 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον προπαρασκευαστικό χαρακτήρα της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και στο πλαίσιο του ελέγχου των πράξεων συγκεντρώσεως. Εξάλλου, αναγνώρισε ότι η Επιτροπή, σύμφωνα με τη νομολογία περί των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, δεν υποχρεούται να εξηγεί τις ενδεχόμενες διαφορές από την ανακοίνωση των αιτιάσεων.

68

Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της επιχειρηματολογίας των προσφευγουσών και της Επιτροπής που εκτίθεται στις σκέψεις 58 και 59 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να εξετασθούν οι αιτιάσεις τις οποίες αυτές προέβαλαν κατά μιας σειράς συγκεκριμένων αναφορών στην ανακοίνωση αιτιάσεων στις οποίες προέβη το Πρωτοδικείο στο πλαίσιο της εκ μέρους του εξετάσεως της νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως.

69

Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι, μολονότι, στο πλαίσιο του ελέγχου των πράξεων συγκεντρώσεως, τομέα στον οποίο η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως σε οικονομικά ζητήματα, ο έλεγχος του Πρωτοδικείου περιορίζεται στην εξακρίβωση της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών και της ελλείψεως προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως, γεγονός παραμένει ότι η ακρίβεια, η πληρότητα και η αξιοπιστία των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων στηρίζεται μια απόφαση μπορούν να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Επιτροπή κατά Tetra Laval, προπαρατεθείσα, σκέψη 38, και της 22ας Νοεμβρίου 2007, C-525/04 P, Ισπανία κατά Lenzing, Συλλογή 2007, σ. I-9947, σκέψεις 56 και 57). Πράγματι, κατ’ αυτόν ιδίως τον τρόπο μπορεί ο κοινοτικός δικαστής να ελέγξει αν συντρέχουν τα πραγματικά και τα νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I-5469, σκέψη 14). Επομένως, παρά τον προσωρινό και προπαρασκευαστικό χαρακτήρα της ανακοινώσεως αιτιάσεων και παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξηγεί τις ενδεχόμενες διαφορές από την ανακοίνωση αιτιάσεων, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να στερείται οπωσδήποτε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει την ανακοίνωση των αιτιάσεων για να ερμηνεύσει μια απόφαση της Επιτροπής, ιδίως όσον αφορά την εξέταση των πραγματικών περιστατικών στα οποία αυτή στηρίζεται.

70

Έτσι, επί παραδείγματι, οι αναφορές στην ανακοίνωση των αιτιάσεων στις οποίες προβαίνει το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 300, 302 και 308 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο πλαίσιο της εκ μέρους του εξετάσεως της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας, κατ’ ουσίαν, με τα σημεία 165 και 166 των προτάσεών της, πραγματοποιούνται επεξηγηματικώς, ακόμη και ως εκ περισσού. Το ίδιο ισχύει για ορισμένες από τις σκέψεις της εν λόγω αποφάσεως τις οποίες παραθέτουν οι αναιρεσείουσες, που αφορούν την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση των ισχυρισμών που αντλούνται από πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως, δηλαδή για τις σκέψεις 338, 339, 341, 362, 402, 456, 467, 532 και 538 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες χρησιμεύουν ως επεξήγηση και συμπλήρωση του συμπεράσματος το οποίο το Πρωτοδικείο είχε εν πάση περιπτώσει ήδη συναγάγει από την επίδικη απόφαση.

71

Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι, στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ορισμένες παραπομπές στην ανακοίνωση αιτιάσεων εμφαίνουν ότι το Πρωτοδικείο, παρά τις δικές του δηλώσεις ως προς τον προσωρινό χαρακτήρα της ανακοινώσεως αυτής, προσέδωσε μεγαλύτερη αξιοπιστία και θεώρησε αποφασιστικότερες τις διαπιστώσεις τις οποίες χαρακτήρισε, με τη σκέψη 410 της εν λόγω αποφάσεως, ως «αφορώσες τα πραγματικά περιστατικά διαπιστώσεις που διατυπώθηκαν προγενεστέρως» με την εν λόγω ανακοίνωση, απ’ ό,τι τις διαπιστώσεις που περιέχονται στην επίδικη απόφαση καθεαυτή.

72

Συναφώς, το Πρωτοδικείο στηρίχτηκε, κατ’ ουσίαν, σε διάκριση μεταξύ, αφενός, τέτοιων «αφορωσών τα πραγματικά περιστατικά διαπιστώσεων που διατυπώθηκαν προγενεστέρως» και, αφετέρου των «εκτιμήσεων» οι οποίες είναι δεκτικότερες θεμιτών τροποποιήσεων. Ειδικότερα, με τη σκέψη 379 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο χαρακτηρίζει το χωρίο της ανακοινώσεως αιτιάσεων, κατά το οποίο «υφίστανται επαρκείς αποδείξεις περί του ότι οι μεγαλύτερες εταιρίες είναι εν γνώσει των αντιστοίχων εμπορικών όρων τους», όχι ως «εκτίμηση της Επιτροπής η οποία επιδέχεται τροποποίηση, αλλά μάλλον [ως] αφορώσα τα πραγματικά περιστατικά διαπίστωση που προκύπτει από την έρευνά της». Η διαπίστωση αυτή του Πρωτοδικείου πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα άλλων διαπιστώσεων που πραγματοποιήθηκαν προηγουμένως με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Έτσι, με τη σκέψη 335 της αποφάσεως αυτής, το Πρωτοδικείο επισημαίνει, μεταξύ άλλων ότι «οι εκτιμήσεις που περιέχονται στην [επίδικη] απόφαση πρέπει να είναι συμβατές με τις αφορώσες τα πραγματικά περιστατικά διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, καθ’ ο μέτρο δεν αποδείχθηκε ότι οι εν λόγω διαπιστώσεις ήσαν ανακριβείς». Επιπλέον, με τη σκέψη 378 της εν λόγω αποφάσεως, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι «τα συμπεράσματα που συνήχθησαν, με την [επίδικη] απόφαση, βάσει των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων διαφοροποιούνται, επίσης, σαφέστατα από τις διαπιστώσεις που περιέχονται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων».

73

Έτσι, το Πρωτοδικείο δεν χρησιμοποίησε την ανακοίνωση των αιτιάσεων απλώς ως όργανο για την εξακρίβωση της ακρίβειας, πληρότητας και αξιοπιστίας των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίχτηκε η επίδικη απόφαση. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο θεώρησε αποδεδειγμένη μια κατηγορία συμπερασμάτων που περιέχονταν στην ανακοίνωση αυτή, τα οποία ωστόσο δεν μπορούσαν παρά να θεωρηθούν προσωρινά.

74

Αυτή η αντίληψη ως προς την ανακοίνωση των αιτιάσεων προκύπτει εξάλλου και από άλλα σημεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Έτσι, με τις σκέψεις 409 και 410 της αποφάσεως αυτής, το Πρωτοδικείο επικρίνει το ότι η Επιτροπή δεν διέψευσε «τις αφορώσες τα πραγματικά περιστατικά διαπιστώσεις που διατυπώθηκαν προγενεστέρως» με την ανακοίνωση των αιτιάσεων. Επιπλέον, με τη σκέψη 424 της εν λόγω αποφάσεως, προσάπτεται στις αναιρεσείουσες και στην Επιτροπή ότι δεν υποστήριξαν «ούτε, κατά μείζονα λόγο, απέδειξαν» ότι μια «διαπίστωση» που περιεχόταν στην εν λόγω ανακοίνωση ήταν ανακριβής. Με τη σκέψη 446 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνεται ομοίως ότι «η παρατήρηση ότι δεν υπήρχε καμία απόδειξη ότι οι εκπτώσεις επηρέασαν αισθητά τις τιμές αποτελεί μάλλον διαπίστωση αφορώσα τα πραγματικά περιστατικά παρά εκτίμηση». Εξάλλου, με τις σκέψεις 398, 419, 447 και 451 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή επικρίνεται, κατ’ ουσίαν, διότι σε μεγάλο βαθμό στηρίχτηκε, για να εκδώσει την επίδικη απόφαση, στην επίπτωση των «εκπτώσεων για λόγους προωθήσεως των πωλήσεων», ενώ, όπως επισημαίνει το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 447 της εν λόγω αποφάσεως, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η Επιτροπή «δεν θεώρησε καν αναγκαίο το να μνημονεύσει τις εκπτώσεις [αυτές]».

75

Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, είναι δυνατόν οι κοινοποιήσαντες, με την απάντησή τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, να συμπληρώσουν ή να διευκρινίσουν, υπό το πρίσμα της ανακοινώσεως αυτής, την «άποψή» τους επί της λειτουργίας της σχετικής αγοράς ή των σχετικών αγορών, οπότε μπορούν να προστεθούν νέα στοιχεία ή τα ήδη εξετασθέντα από την Επιτροπή πραγματικά περιστατικά μπορούν να τεθούν υπό εντελώς διαφορετική προοπτική. Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν το αβάσιμο ορισμένων κατ’ ιδίαν διαπιστώσεων περί τα πραγματικά περιστατικά στις οποίες προέβη η Επιτροπή με την ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν αποδεικνύεται, η εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση των διαπιστώσεων αυτών εντός του τροποποιηθέντος πλαισίου μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική. Από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση φαίνεται ότι το Πρωτοδικείο επικεντρώθηκε στις διαφορές μεταξύ της επίδικης αποφάσεως που αποτελούσε το αντικείμενο της ενώπιόν του ασκηθείσας προσφυγής και των «αφορωσών τα πραγματικά περιστατικά διαπιστώσεων που διατυπώθηκαν προγενεστέρως» με την ανακοίνωση των αιτιάσεων και απέρριψε το ενδεχόμενο αυτό. Πράγματι, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, η εκ μέρους του Πρωτοδικείου ερμηνεία η οποία απορρέει από ορισμένες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προφανώς στηρίζεται στην υπόθεση ότι τα προσωρινά συμπεράσματα της Επιτροπής με την εν λόγω ανακοίνωση στηρίζονται πάντοτε σε απολύτως σαφή αποδεικτικά στοιχεία. Εξαιρουμένων, ενδεχομένως, των μη αμφισβητούμενων στοιχείων τα οποία, επί παραδείγματι, λόγω της εμπειρικής και δυνάμενης να ελεγχθεί φύσεώς τους, είναι πρόδηλα σε τέτοιο βαθμό που είναι αναμφισβήτητα, δεν μπορεί να τεκμαίρεται ότι το περιεχόμενο μιας ανακοινώσεως αιτιάσεων δεν μπορεί να τροποποιηθεί υπό το πρίσμα των απαντήσεων στην ανακοίνωση αυτή. Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Πρωτοδικείο ορθώς προέβη σε διάκριση μεταξύ διαπιστώσεων περί τα πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεων που περιέχονται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ιδίως με τις σκέψεις 379 και 446 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χαρακτήρισε ως διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά κάποιες σύνθετες εκτιμήσεις που δεν μπορούσαν, εν πάση περιπτώσει, να θεωρηθούν διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά μη δυνάμενες να τροποποιηθούν.

76

Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κατά το μέτρο που, στο πλαίσιο της εκ μέρους του εξετάσεως των ισχυρισμών περί υπάρξεως προδήλων σφαλμάτων εκτιμήσεως, θεώρησε ορισμένα στοιχεία της ανακοινώσεως των αιτιάσεων ως αποδεδειγμένα, χωρίς να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους, παρά την τελική άποψη που υιοθέτησε η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση, τα στοιχεία αυτά θα έπρεπε να θεωρηθούν αναμφισβήτητα ως αποδεδειγμένα.

77

Παρά ταύτα, το σφάλμα αυτό δεν μπορεί, από μόνο του, να θέσει υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση του Πρωτοδικείου που εκτίθεται στη σκέψη 377 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι «τα αποδεικτικά στοιχεία, όπως αυτά μνημονεύονται στην [επίδικη] απόφαση, δεν παρέχουν τη δυνατότητα να στοιχειοθετηθούν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν βάσει αυτών». Κατά συνέπεια, το εν λόγω σφάλμα δεν μπορεί από μόνο του να καταλήξει στη ζητηθείσα αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς, πρέπει να εξετασθούν οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως καθώς και επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενων από νομικά σφάλματα, καθόσον το Πρωτοδικείο απαίτησε από την Επιτροπή να διενεργήσει νέους ελέγχους κατόπιν της απαντήσεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και εφάρμοσε υπερβολικά αυστηρούς κανόνες αποδείξεως ως προς τα στοιχεία που προσκομίστηκαν ως απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων

— Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

78

Στο πλαίσιο της εξετάσεως του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως όσον αφορά τη διαφάνεια της αγοράς, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 414 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εξέθεσε μεταξύ άλλων ότι «τα μετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη δεν μπορούν να αναμένουν έως την τελευταία στιγμή προκειμένου να υποβάλουν στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία προς αντίκρουση των αιτιάσεων που προέβαλε εγκαίρως η Επιτροπή, καθόσον το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν θα ήταν, κατά συνέπεια, πλέον σε θέση να προβεί στους αναγκαίους ελέγχους. Στην περίπτωση αυτή, τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία πρέπει, τουλάχιστον, να δίδουν την εντύπωση ότι είναι ιδιαιτέρως αξιόπιστα, αντικειμενικά, προσήκοντα και πειστικά προκειμένου να καταστεί δυνατή η βάσιμη αντίκρουση των αιτιάσεων που προέβαλε η Επιτροπή».

79

Το Πρωτοδικείο κρίνει εξάλλου, με τη σκέψη 415 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν μπορεί «να φθάσει μέχρι σημείου ώστε να μεταβιβάσει χωρίς έλεγχο την ευθύνη για τη διεξαγωγή ορισμένων πτυχών της έρευνας στα μετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη, ιδίως όταν, όπως εν προκειμένω, οι πτυχές αυτές αποτελούν το κρίσιμο στοιχείο επί του οποίου στηρίζεται η [επίδικη] απόφαση και όταν τα στοιχεία και οι εκτιμήσεις που υπέβαλαν τα μετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη είναι εκ διαμέτρου αντίθετα προς τις πληροφορίες που συνέλεξε η Επιτροπή κατά την έρευνά της καθώς και προς τα συμπεράσματα που αυτή συνήγαγε βάσει των εν λόγω πληροφοριών».

80

Επιπλέον, σε διάφορα σημεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως δε με τις σκέψεις 398, 428 και 451 αυτής, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι η Επιτροπή δεν προέβη, μετά την απάντηση των μετεχόντων στη συγκέντρωση μερών στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, σε νέες μελέτες της αγοράς για να ελέγξει το βάσιμο του νέου προσανατολισμού της εκ μέρους της εκτιμήσεως της σχεδιαζόμενης πράξεως συγκεντρώσεως.

— Επιχειρηματολογία των διαδίκων

81

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υποχρεούται να προβαίνει σε νέες έρευνες στην αγορά κατόπιν της απαντήσεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Επομένως, το συμπέρασμά του ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλματα εκτιμήσεως και αιτιολογίας διότι δεν προέβη σε νέους ελέγχους είναι αβάσιμο.

82

Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο πρέπει να εξετασθεί από κοινού με τον δεύτερο, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 414 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπαινίχθηκε στην πραγματικότητα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία προς αντίκρουση των αιτιάσεων, τα οποία προσκομίζουν οι κοινοποιήσαντες προς απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, υπόκεινται σε υψηλότερες απαιτήσεις από τις ισχύουσες για τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρει η Επιτροπή με την ανακοίνωση των αιτιάσεων για να στηρίξει τις αντιρρήσεις της.

83

Συντασσόμενη με τις αναιρεσείουσες, η Επιτροπή ισχυρίζεται, πρώτον, ότι, λαμβανομένων υπόψη των συντόμων προθεσμιών τις οποίες της επιβάλλει ο κανονισμός, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να στηριχθεί επί των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισαν οι αναιρεσείουσες με την απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, δεδομένου ότι η εν λόγω απάντηση αποτελεί μέρος της επίσημης διαδικασίας. Όπως και οι αναιρεσείουσες, υπενθυμίζει ότι ο κανονισμός προβλέπει την επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών οσάκις γνωστοποιούνται ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία και εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να ανακαλέσει την απόφαση η οποία στηρίζεται σε ανακριβή στοιχεία για τα οποία ευθύνεται μια από τις επιχειρήσεις ή της οποίας η έκδοση προκλήθηκε δολίως.

84

Δεύτερον, η Επιτροπή θεωρεί ότι η σκέψη 414 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία εκτίθεται η ερμηνεία την οποία ακολούθησε το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 415 έως 457 της αποφάσεως αυτής, αφορώσα ένα σύνολο αποδεικτικών στοιχείων, εμφαίνει σειρά αλληλένδετων νομικών σφαλμάτων, αφορώντων ιδίως την αποδεικτική δύναμη των στοιχείων που προσκομίζονται ως απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

85

Η Impala υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη τις αυστηρές προθεσμίες του κανονισμού. Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε απλώς ότι η Επιτροπή παρέλειψε να διενεργήσει την παραμικρή επιπλέον έρευνα στην αγορά, χωρίς να διευκρινίσει αν, μετά την ακρόαση, έπρεπε να διενεργηθούν έρευνες στην αγορά. Κατά την Impala, η Επιτροπή όφειλε να διερευνήσει την προβληματική της διαφανείας και των εκπτώσεων πριν από την έκδοση της ανακοινώσεως των αιτιάσεων.

86

Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Impala υποστηρίζει ότι από τη σκέψη 414 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο αναφέρεται σε μια θεωρητική κατάσταση στην οποία οι μετέχοντες σε πράξη συγκεντρώσεως γνωστοποιούν αποδεικτικά στοιχεία την τελευταία στιγμή και δεν αφήνουν στην Επιτροπή καμία δυνατότητα να προβεί στις απαραίτητες έρευνες. Κατά την Impala, από την ίδια αυτή σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι πρέπει να τεκμαίρεται ότι το Πρωτοδικείο δεν έκρινε ότι η Επιτροπή όφειλε να διερευνήσει την εν λόγω προβληματική μετά την ακρόαση, αλλά ότι όφειλε να ενεργήσει προς τούτο νωρίτερα, κατά την επίσημη διαδικασία.

— Εκτίμηση του Δικαστηρίου

87

Πρέπει να απορριφθεί εκ προοιμίου η άποψη της Impala, η οποία εκτίθεται στη σκέψη 86 της παρούσας αποφάσεως, κατά την οποία η σκέψη 414 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αφορά υποθετική περίπτωση. Πράγματι, αυτή η ερμηνεία της εν λόγω σκέψεως 414 διαψεύδεται από τη διατύπωσή της, από την οποία προκύπτει ότι οι παρατηρήσεις του Πρωτοδικείου που επικρίνονται στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως αφορούν τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της επίδικης αποφάσεως.

88

Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 61 και 62 της παρούσας αποφάσεως, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας πριν από την έκδοση κάθε αποφάσεως που θα μπορούσε να θίξει τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις επιβάλλεται στο πλαίσιο των διαδικασιών ελέγχου των πράξεων συγκεντρώσεως.

89

Κατά συνέπεια, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να προσαφθεί στους κοινοποιήσαντες ότι δεν προέβαλαν ορισμένα, ενδεχομένως αποφασιστικά, επιχειρήματα, πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία παρά μόνο στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξαν απαντώντας στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Πράγματι, μόνο με την ανακοίνωση αυτή μπορούν οι μετέχοντες στην πράξη συγκεντρώσεως να λάβουν γνώση λεπτομερών στοιχείων ως προς τις επιφυλάξεις που διατύπωσε η Επιτροπή ως προς το σχέδιό τους συγκεντρώσεως και ως προς τα επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται συναφώς. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 62 της παρούσας αποφάσεως, από τα δικαιώματα άμυνας των επιχειρήσεων που προέβησαν στην κοινοποίηση, τα οποία θεσπίζουν το άρθρο 18, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού και το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής, προκύπτει ότι αυτές έχουν δικαίωμα να υποβάλουν στο πλαίσιο της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας ακροάσεώς τους, αφού παραλάβουν την ανακοίνωση των αιτιάσεων, οτιδήποτε αυτές θεωρούν ικανό να αντικρούσει τις αιτιάσεις της Επιτροπής και να την ωθήσει να επιτρέψει τη σχεδιαζόμενη πράξη τους συγκεντρώσεως. Αντιθέτως προς όσα αφήνει να εννοηθούν το Πρωτοδικείο, ιδίως με τη σκέψη 414 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η επιχειρηματολογία που προβάλλεται ως απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων αποτελεί μέρος της έρευνας που πρέπει να διενεργείται στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας. Η επιχειρηματολογία αυτή δεν είναι εκπρόθεσμη, αλλά προβάλλεται στον προβλεπόμενο προς τούτο χρόνο κατά τη διαδικασία ελέγχου των πράξεων συγκεντρώσεως.

90

Εξάλλου, υπενθυμίζεται επίσης ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως, η επιτακτική ανάγκη της ταχύτητας που χαρακτηρίζει τη γενική οικονομία του κανονισμού επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να τηρεί αυστηρές προθεσμίες για την έκδοση της τελικής αποφάσεως.

91

Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, των χρονικών περιορισμών που απορρέουν από τις διαδικαστικές προθεσμίες που προβλέπει ο κανονισμός, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να υποχρεούται η Επιτροπή σε κάθε κατ’ ιδίαν περίπτωση να αποστέλλει, μετά την ανακοίνωση των αιτιάσεων και μετά την ακρόαση των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, σε πλείονες επιχειρηματίες εκτεταμένες αιτήσεις παροχής πληροφοριών λίγο χρόνο πριν από τη διαβίβαση του σχεδίου αποφάσεως στη συμβουλευτική επιτροπή για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19 του κανονισμού.

92

Επιπλέον, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων μπορεί να προσδίδει ιδιαίτερη προσοχή σε στοιχεία τα οποία οι κοινοποιήσαντες θεωρούν ως κρίσιμα για την έκβαση της επίσημης διαδικασίας. Τα στοιχεία αυτά μπορεί να μη θεωρήθηκαν κρίσιμα με την ανακοίνωση των αιτιάσεων. Το γεγονός ότι τα στοιχεία αυτά δεν ελήφθησαν υπόψη μπορεί να περιλαμβάνεται μεταξύ των επικρίσεων που διατυπώνουν κατά της προκριματικής εκτιμήσεως της Επιτροπής οι επιχειρήσεις που προέβησαν στην κοινοποίηση. Λαμβανομένων υπόψη των επιταγών των δικαιωμάτων άμυνας, η επιχειρηματολογία των κοινοποιησάντων, η οποία προβλήθηκε ως απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, δεν μπορεί να υπόκειται σε υψηλότερες απαιτήσεις ως προς την αποδεικτική της δύναμη και την πειστικότητά της σε σχέση με τις επιβαλλόμενες ως προς την επιχειρηματολογία των ανταγωνιστών, των πελατών και των λοιπών τρίτων που ερωτήθηκαν από την Επιτροπή στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ή ως προς τα στοιχεία τα οποία οι επιχειρήσεις που προέβησαν στην κοινοποίηση παρέσχαν σε προγενέστερο της έρευνας της Επιτροπής στάδιο.

93

Εξάλλου, οσάκις η Επιτροπή εξετάζει με την απόφασή της την επιχειρηματολογία των επιχειρήσεων που προέβησαν στην κοινοποίηση και δράττεται της ευκαιρίας για να επανεξετάσει τα προσωρινά της συμπεράσματα που εκτίθενται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, προκειμένου ενδεχομένως να αποστεί από αυτά, δεν προβαίνει σε «ανάθεση» της έρευνας στις εν λόγω επιχειρήσεις. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι τα άρθρα 14 και 15 του κανονισμού προβλέπουν την επιβολή προστίμων και χρηματικών ποινών οσάκις γνωστοποιούνται ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία και ότι το άρθρο 8, παράγραφος 5, στοιχείο α’, του ίδιου κανονισμού εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να ανακαλεί την απόφαση που στηρίζεται σε ανακριβή στοιχεία για τα οποία ευθύνεται μια από τις επιχειρήσεις ή της οποίας η έκδοση προκλήθηκε δολίως.

94

Βεβαίως, η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάζει προσεκτικά την επιχειρηματολογία των μετεχόντων στη συγκέντρωση ως προς την ακρίβειά της, την πληρότητα και την πειστικότητά της και να την αγνοεί σε περίπτωση δικαιολογημένων αμφιβολιών. Είναι επίσης αληθές ότι, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής, η κοινοποίηση της σχεδιαζόμενης πράξεως συγκεντρώσεως πρέπει να περιέχει τα ακριβή και πλήρη στοιχεία και ότι, κατά το άρθρο 11 του κανονισμού, οι κοινοποιήσαντες υποχρεούνται να απαντούν με πληρότητα, ακρίβεια και εμπροθέσμως σε ενδεχόμενες αιτήσεις παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, άλλως, αν οι εν λόγω πληροφορίες έχουν ζητηθεί με απόφαση, η Επιτροπή μπορεί, δυνάμει των άρθρων 14 και 15 του κανονισμού, να επιβάλει πρόστιμα και χρηματικές ποινές. Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι η Επιτροπή οφείλει, προκειμένου να μην υποβαθμίσει τα δικαιώματα άμυνας των κοινοποιησάντων, να εφαρμόζει, κατά την απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, τα ίδια κριτήρια με αυτά που χρησιμοποιεί κατά την εξέταση της επιχειρηματολογίας των τρίτων ή σε πιο πρώιμο στάδιο της έρευνάς της, ενώ μπορεί συγχρόνως να αντλεί τις κατάλληλες συνέπειες σε περίπτωση που αποδειχθεί σε πολύ προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας ότι η οικεία κοινοποίηση δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής.

95

Επομένως, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, αφενός, επιβάλλοντας κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή να είναι ιδιαίτερα απαιτητική ως προς την αποδεικτική δύναμη των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισαν και της επιχειρηματολογίας που προέβαλαν οι κοινοποιήσαντες ως απάντηση σε μια ανακοίνωση αιτιάσεων, και, αφετέρου, αντλώντας το συμπέρασμα ότι η έλλειψη συμπληρωματικών μελετών της αγοράς μετά την ανακοίνωση των αιτιάσεων και η εκ μέρους της Επιτροπής επανάληψη της αμυντικής επιχειρηματολογίας των αναιρεσειουσών ισοδυναμούσε με παράνομη ανάθεση της έρευνας στους μετέχοντες στη συγκέντρωση.

96

Ωστόσο δεν πάσχει ολόκληρη η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση από το εν λόγω νομικό σφάλμα, ιδίως το τμήμα της το οποίο αφορά τις ανεπάρκειες της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως καθώς και την εκτίμηση του Πρωτοδικείου, στη σκέψη 377 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία «τα αποδεικτικά στοιχεία, όπως αυτά μνημονεύονται στην [εν λόγω] απόφαση, δεν παρέχουν τη δυνατότητα να στοιχειοθετηθούν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν βάσει αυτών». Επομένως, πρέπει να εξετασθούν οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως.

Επί του εβδόμου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από νομικό σφάλμα, καθόσον το Πρωτοδικείο στηρίχτηκε σε αποδεικτικά στοιχεία που δεν γνωστοποιήθηκαν στους μετέχοντες στη συγκέντρωση

— Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

97

Με τη σκέψη 352 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο πλαίσιο της εκ μέρους του Πρωτοδικείου εξετάσεως της διαφανείας των τιμών και, ειδικότερα, της δυνατότητας επιβλέψεως της αγοράς λιανικής πωλήσεως εκ μέρους των μεγάλων εταιριών, χάρη σε εβδομαδιαίες εκθέσεις ελέγχου που κατάρτιζαν οι εμπορικοί τους αντιπρόσωποι, το Πρωτοδικείο επισημαίνει μια διαπίστωση της Επιτροπής που εκτίθεται με την προσβαλλομένη απόφαση, κατά την οποία οι αναιρεσείουσες είχαν θέσει σε λειτουργία ένα σύστημα εβδομαδιαίων εκθέσεων που περιελάμβαναν πληροφορίες σχετικά με τους ανταγωνιστές. Με τις σκέψεις 356 έως 360 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο παραπέμπει συμπληρωματικά συναφώς σε ορισμένα έγγραφα που προσκόμισε η Impala και χαρακτηρίσθηκαν εμπιστευτικά. Έτσι, οι σκέψεις 356 έως 360 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όπως δημοσιεύθηκε στη Συλλογή φέρουν απλώς τη μνεία «[παραλειπόμενα εμπιστευτικά στοιχεία]». Γίνεται επίσης αναφορά στις εβδομαδιαίες εκθέσεις εποπτείας με τις σκέψεις 389 και 451 της αποφάσεως αυτής, η δε σκέψη αυτή περιέχει ένα τμήμα με τη μνεία «[παραλειπόμενα εμπιστευτικά στοιχεία]» στο κείμενο που δημοσιεύθηκε στη Συλλογή.

— Επιχειρηματολογία των διαδίκων

98

Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα στηριζόμενο, με τις σκέψεις 356 έως 360 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε αποδεικτικά στοιχεία που δεν ήσαν στη διάθεση της Επιτροπής κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως και ουδέποτε της είχαν γνωστοποιηθεί. Συναφώς, δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί γιατί το Πρωτοδικείο ανέφερε τα έγγραφα αυτά σε πέντε σκέψεις της αποφάσεώς του και παρέπεμψε σε αυτά σε δύο άλλες περιπτώσεις, με τις σκέψεις 389 και 451 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αν δεν τα θεωρούσε ουσιώδη όσον αφορά το αποτέλεσμα του ελέγχου του.

99

Η Impala υποστηρίζει ότι έγινε μνεία των επιμάχων στοιχείων κατά την ακρόαση της 14ης και της 15ης Ιουνίου 2004 παρουσία των διαδίκων και γνωστοποιήθηκαν εμπιστευτικά στην Επιτροπή μετά από αυτές τις ανταλλαγές επιχειρημάτων. Κατά την Impala, οι αναιρεσείουσες πληροφορήθηκαν έτσι, κατά τις εν λόγω ανταλλαγές επιχειρημάτων, ότι επρόκειτο για τις δικές τους πρακτικές εποπτείας των τιμών στη Γαλλία και υπέβαλαν πολλές παρατηρήσεις επί της πτυχής αυτής του συστήματος διαμορφώσεως των τιμών τόσο κατά τη διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία. Εν πάση περιπτώσει, κατά την Impala, ακόμη και αν οι αιτιάσεις που διατύπωσαν οι αναιρεσείουσες στο πλαίσιο αυτού του λόγου αναιρέσεως ήσαν βάσιμες, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη διότι τα εν λόγω στοιχεία δεν άσκησαν επιρροή στο συμπέρασμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

— Εκτίμηση του Δικαστηρίου

100

Κατ’ αρχάς, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός της Impala που εκτίθεται στη σκέψη 99 της παρούσας αποφάσεως, κατά τον οποίο οι αναιρεσείουσες ενημερώθηκαν αρκούντως για το περιεχόμενο των εγγράφων που αποτελούν το αντικείμενο των σκέψεων 356 έως 360 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά την ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, από το υπόμνημα απαντήσεως της Impala ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι «[έ]γινε μνεία της πληροφορίας αυτής κατά την ακρόαση […] και στη συνέχεια αυτή γνωστοποιήθηκε εμπιστευτικά στην Επιτροπή μετά την ακρόαση». Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προβληθεί ότι το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών περιγράφηκε εγκαίρως και με την αναγκαία ακρίβεια και συνέπεια προκειμένου να παρασχεθεί στης αναιρεσείουσες η δυνατότητα, ενδεχομένως, να απαντήσουν λυσιτελώς στα συμπεράσματα που η Impala αντλούσε από τα εν λόγω έγγραφα, ενώπιον της Επιτροπής.

101

Κατά το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού, η Επιτροπή μπορεί να στηρίζει τις αποφάσεις της μόνο στις αιτιάσεις επί των οποίων οι ενδιαφερόμενοι μπόρεσαν να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους. Επομένως, δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες δεν είχαν τη δυνατότητα να λάβουν εγκαίρως γνώση του περιεχομένου των εν λόγω εμπιστευτικών εγγράφων, η Επιτροπή δεν μπορούσε να στηριχτεί στα έγγραφα για την έκδοση της επίδικης αποφάσεως.

102

Επομένως, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα στηριζόμενο, προκειμένου να ακυρώσει την επίδικη απόφαση, σε έγγραφα που υπέβαλε εμπιστευτικώς η Impala, ενώ η Επιτροπή δεν είχε τη δυνατότητα να τα χρησιμοποιήσει κατά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως λόγω του εμπιστευτικού τους χαρακτήρα.

103

Χωρίς να είναι ανάγκη να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του ζητήματος αν η συνεκτίμηση των εν λόγω εγγράφων μπορούσε να ασκήσει επιρροή στο αποτέλεσμα της εκ μέρους του Πρωτοδικείου εξετάσεως των ισχυρισμών περί προδήλων σφαλμάτων εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε η Επιτροπή, αρκεί η επισήμανση ότι, εν πάση περιπτώσει, το νομικό σφάλμα που επισημαίνεται στο πλαίσιο αυτού του εβδόμου λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το εκτιθέμενο στη σκέψη 325 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως συμπέρασμα σύμφωνα με το οποίο, κατ’ ουσίαν, η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω ελλείψεως αιτιολογίας. Συνεπώς, πρέπει να εξετασθούν οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως.

Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από νομικό σφάλμα, καθόσον το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη του τα ουσιώδη νομικά κριτήρια που έχουν εφαρμογή ως προς τη δημιουργία ή την ενίσχυση συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως

— Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

104

Με τις σκέψεις 250 έως 254 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διατύπωσε τις ακόλουθες παρατηρήσεις ως προς την έννοια της συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως:

«250

[…] Ο προσδιορισμός της υπάρξεως συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως πρέπει να στηρίζεται σε μια σειρά αποδεδειγμένων πραγματικών στοιχείων, προγενεστέρων ή τωρινών, που να πιστοποιούν την ύπαρξη σημαντικού εμποδίου για τον ανταγωνισμό στην αγορά λόγω της εξουσίας που απέκτησαν ορισμένες επιχειρήσεις να υιοθετούν ομού την ίδια γραμμή δράσεως στην εν λόγω αγορά, σε σημαντικό βαθμό, ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές τους, από την πελατεία τους και από τους καταναλωτές.

251

Συνεπώς, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της υπάρξεως συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, καίτοι απαιτείται επίσης να συντρέχουν οι τρεις προϋποθέσεις που έθεσε το Πρωτοδικείο με την απόφαση [της 6ης Ιουνίου 2002, T-342/99,] Airtours κατά Επιτροπής, [Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-2585], οι οποίες συνήχθησαν βάσει θεωρητικής αναλύσεως της έννοιας της συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, εντούτοις οι εν λόγω προϋποθέσεις μπορούν, εφόσον ενδείκνυται, να αποδεικνύονται εμμέσως βάσει ενός συνόλου ενδείξεων και αποδεικτικών στοιχείων, ενδεχομένως ακόμη και πολύ ετερογενών, σχετικών με τα σημεία, τις εκδηλώσεις και τα φαινόμενα που αρρήκτως συνδέονται με την ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως.

252

Έτσι, ειδικότερα, μια αυστηρή ευθυγράμμιση των τιμών επί μακρό χρονικό διάστημα, προπάντων αν αυτές υπερβαίνουν το επίπεδο των τιμών που συνήθως διαμορφώνεται υπό συνθήκες ανταγωνισμού, από κοινού με άλλους παράγοντες ενδεικτικούς συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, θα μπορούσαν, ελλείψει άλλης ευλόγου εξηγήσεως, να αρκούν για να αποδειχθεί η ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, ακόμη και όταν δεν υπάρχουν ακλόνητες άμεσες αποδείξεις περί ισχυρής διαφάνειας της αγοράς, λαμβανομένου υπόψη ότι μπορεί η τελευταία να τεκμαίρεται υπό τέτοιες συνθήκες.

253

Επομένως, εν προκειμένω, η ευθυγράμμιση των τιμών, τόσο των μικτών όσο και των καθαρών, κατά τα έξι τελευταία έτη, ενώ τα προϊόντα δεν είναι πανομοιότυπα (λαμβανομένου υπόψη ότι κάθε δίσκος έχει διαφορετικό περιεχόμενο), καθώς και η διατήρησή τους σε ένα αρκετά σταθερό επίπεδο που θεωρείται υψηλό παρά τη σημαντική πτώση της ζητήσεως, από κοινού με άλλους παράγοντες (ισχύς των επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κατάσταση ολιγοπωλίου, σταθερότητα των μεριδίων αγοράς κ.λπ.), όπως αυτοί διαπιστώθηκαν από την Επιτροπή με την [επίδικη] απόφαση, θα μπορούσαν, ελλείψει άλλης εξηγήσεως, να καταδεικνύουν ή να αποτελούν ένδειξη περί του ότι η ευθυγράμμιση των τιμών δεν είναι απόρροια της συνήθους διαμορφώσεως ενός αποτελεσματικού ανταγωνισμού και ότι η αγορά είναι αρκούντως διαφανής καθόσον κατέστησε δυνατό τον σιωπηρό συντονισμό των τιμών.

254

Ωστόσο, δεδομένου ότι η [Impala] στήριξε την επιχειρηματολογία της σε εσφαλμένη εφαρμογή των διαφόρων προϋποθέσεων των οποίων η συνδρομή απαιτείται για την ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, όπως αυτές τέθηκαν με την [προπαρατεθείσα] απόφαση Airtours κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, και, ειδικότερα, εκείνης που αφορά τη διαφάνεια της αγοράς, παρά στον ισχυρισμό ότι η διαπίστωση της υπάρξεως κοινής πολιτικής επί μακρό χρονικό διάστημα, σε συνδυασμό με την ύπαρξη μιας σειράς άλλων χαρακτηριστικών παραγόντων μιας συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, θα μπορούσε, υπό ορισμένες περιστάσεις και ελλείψει άλλης εξηγήσεως, να αρκεί για να αποδειχθεί η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως, σε αντίθεση με τη δημιουργία μιας τέτοιας θέσεως, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδειχθεί θετικά η διαφάνεια της αγοράς, το Πρωτοδικείο θα περιορισθεί, στο πλαίσιο της εξετάσεως των προβληθέντων λόγων ακυρώσεως, να εξακριβώσει αν η [επίδικη] απόφαση προέβη σε ορθή εφαρμογή των προϋποθέσεων που προκύπτουν από τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση Airtours. Συγκεκριμένα, χωρίς καν να είναι αναγκαίο να εξετασθεί το ζήτημα αν η αντίθετη προσέγγιση θα οδηγούσε το Πρωτοδικείο στο να υπερβεί το πλαίσιο της διαφοράς, όπως αυτό ορίσθηκε από τους διαδίκους, ή θα συνιστούσε απλή εφαρμογή του δικαίου στο πλαίσιο ενός λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η [Impala], το διάβημα αυτό είναι επιβεβλημένο, δυνάμει της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, εφόσον το ζήτημα αυτό δεν συζητήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου.»

105

Η σκέψη 309 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι διατυπωμένη ως εξής:

«Εξάλλου, από την τελευταία περίοδο της αιτιολογικής σκέψεως 77 της αποφάσεως προκύπτει ότι οι [επίδικες] εκπτώσεις δεν είναι ικανές να επηρεάσουν πραγματικά τη διαφάνεια της αγοράς στον τομέα των τιμών που προκύπτουν, ιδίως, από τις δημοσιευθείσες τιμές καταλόγου, στον βαθμό που διαπιστώθηκε ότι, “[α]ν οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες είχαν παρεκκλίνει αισθητά από τη συμφωνηθείσα πολιτική στον τομέα των τιμών χορηγώντας εκπτώσεις, η παρέκκλιση αυτή θα ήταν ορατή στις μέσες καθαρές τιμές”.»

106

Όσον αφορά την επίπτωση των διακυμάνσεων των εκπτώσεων στην διαφάνεια της αγοράς, το Πρωτοδικείο επισήμανε, μεταξύ άλλων, με τη σκέψη 420 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι, «όπως επισήμανε η [Impala], οι διαφορές ως προς τις κλίμακες των εκπτώσεων κατά την πάροδο του χρόνου θα μπορούσαν να είναι το αποτέλεσμα διαφορών ως προς τις επιδόσεις και δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να στηρίζονται οι εκπτώσεις σε γνωστό σύνολο κανόνων».

107

Με τη σκέψη 427 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχτηκε η Επιτροπή «δεν αποκλείουν το ότι οι [διακυμάνσεις των εκπτώσεων ανά πελάτη] μπορούν, τουλάχιστον για έναν επαγγελματία του κλάδου, να εξηγηθούν αρκετά εύκολα βάσει ορισμένου αριθμού γενικών ή ειδικών κανόνων που διέπουν τη χορήγηση των εκπτώσεων, ως προς τους οποίους η Επιτροπή δεν προέβη στις αναγκαίες έρευνες».

108

Η σκέψη 428 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Καίτοι, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή, η [Impala] δεν εξέθεσε, βεβαίως, κατά ακριβή τρόπο ποιοι είναι οι διάφοροι αυτοί κανόνες που διέπουν τη χορήγηση των εκπτώσεων για λόγους προωθήσεως των πωλήσεων, ή, κατά την Επιτροπή, η προσφεύγουσα μνημόνευσε έναν υπερβολικά υψηλό αριθμό τέτοιων κανόνων, πράγμα που θα καθιστούσε την εφαρμογή τους περίπλοκη και, ως εκ τούτου, ελάχιστα διαφανή, γεγονός παραμένει ότι, όπως ήδη διαπιστώθηκε, η Επιτροπή δεν πραγματοποίησε έρευνα επ’ αυτού εντός της αγοράς ή, τουλάχιστον, δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί της αδιαφάνειας των εκπτώσεων για λόγους προωθήσεως των πωλήσεων, εκτός από τους πίνακες των μετεχόντων στη συγκέντρωση μερών, οι οποίοι, πέραν των ατελειών τους, έχουν μόνον ως αντικείμενο, εν πάση περιπτώσει, τη στοιχειοθέτηση της υπάρξεως ορισμένων διακυμάνσεων των εν λόγω εκπτώσεων, αλλά δεν αποδεικνύουν ότι οι διακυμάνσεις αυτές δεν θα μπορούσαν να εξηγηθούν κατά το μάλλον ή ήττον εύκολα για έναν επαγγελματία του κλάδου. […]»

109

Με τη σκέψη 429 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι, «[ν]αι μεν ο συνδυασμός των μεταβλητών έχει κατ’ ανάγκην ως αποτέλεσμα την αύξηση των υποθέσεων, πλην όμως η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η άσκηση θα καθίστατο υπερβολικά δυσχερής για έναν επαγγελματία της αγοράς».

— Επιχειρηματολογία των διαδίκων

110

Οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο, καταλήγοντας ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως και αιτιολόγησε ανεπαρκώς την επίδικη απόφαση όσον αφορά τη διαφάνεια της αγοράς, παραγνώρισε το στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου ως προς την έννοια της συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως. Κατά τις αναιρεσείουσες, το κριτήριο της διαφάνειας της αγοράς, ως ενδεικτικό στοιχείο μιας συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά, όπως διατυπώθηκε από το Πρωτοδικείο με την προπαρατεθείσα απόφασή του Airtours κατά Επιτροπής, το οποίο το Πρωτοδικείο δηλώνει ότι ακολουθεί με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, επέβαλλε στην Επιτροπή να αποδείξει, πρώτον, ότι οι μεγάλες εταιρίες διέθεταν έναν ευλογοφανή μηχανισμό εποπτείας των αντιστοίχων καθαρών τιμών τους χονδρικής πωλήσεως και, δεύτερον, δεδομένου ότι η επίδικη απόφαση αφορούσε κυρίως το ζήτημα της υπάρξεως σιωπηρής συμπαιγνίας, ότι οι μεγάλες εταιρίες εφάρμοσαν στην πραγματικότητα έναν τέτοιο μηχανισμό εποπτείας.

111

Κατά τις αναιρεσείουσες, στην πράξη, το Πρωτοδικείο χρησιμοποίησε ένα ελαστικό κριτήριο για να θεμελιώσει τη διαφάνεια της αγοράς, όπως προκύπτει ιδίως από τη σκέψη 251 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον συνεπέρανε τη διαφάνεια αυτή από ορισμένους παράγοντες οι οποίοι δεν επαρκούν κατά νόμο για τη θεμελίωση του απαιτούμενου βαθμού διαφανείας. Ειδικότερα, αγνοώντας τη λυσιτέλεια των εκπτώσεων για την εκτίμηση της διαφανείας στο επίπεδο των καθαρών τιμών χονδρικής πωλήσεως, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε σφάλμα παραλείποντας να επισημάνει μια μέθοδο καθιστώσα δυνατή την αρκούντως ακριβή και έγκαιρη εποπτεία των σημαντικών μεταβολών των καθαρών τιμών χονδρικής των λοιπών μεγάλων εταιριών προκειμένου να εντοπίζεται με ακρίβεια και εγκαίρως κάθε παρέκκλιση από τα σιωπηρώς συμφωνηθέντα επίπεδα τιμών.

112

Κατά τις αναιρεσείουσες, η υπόθεση περί προϋπάρχουσας σιωπηρής συμπαιγνίας προϋποθέτει ότι οι αναιρεσείουσες και οι λοιπές μεγάλες εταιρίες πράγματι επόπτευαν τις καθαρές τιμές τους χονδρικής πωλήσεως και διέθεταν αρκούντως ακριβή και πρόσφορα πληροφοριακά στοιχεία επί των μεταβολών των αντιστοίχων καθαρών τιμών τους χονδρικής πωλήσεως. Ούτε το Πρωτοδικείο ούτε η Impala ούτε η Επιτροπή ήταν σε θέση να εντοπίσει ένα μηχανισμό εποπτείας, εκ μέρους των μεγάλων εταιριών, των καθαρών τιμών χονδρικής πωλήσεως ή να αποδείξει ότι χρησιμοποιήθηκε τέτοιος μηχανισμός.

113

Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο εφάρμοσε, κατά τις αναιρεσείουσες, εσφαλμένο κριτήριο κατά την εκ μέρους του εκτίμηση του απαιτούμενου βαθμού διαφανείας προκειμένου να είναι σε θέση να συναγάγει την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως στις σχετικές αγορές της ηχογραφημένης μουσικής. Συγκεκριμένα, έλαβε υπόψη του στοιχεία αλυσιτελή από πλευράς του κριτηρίου της διαφανείας της αγοράς και απέρριψε άλλα στοιχεία τα οποία ωστόσο είναι προδήλως λυσιτελή συναφώς. Κατ’ αρχάς, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα ιδίως διότι:

συνήγαγε, με τη σκέψη 309 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη διαφάνεια των εκπτώσεων από την επίπτωσή τους επί των μέσων καθαρών τιμών·

απέρριψε, με τη σκέψη 429 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη λυσιτέλεια των συνθέτων διαρθρώσεων των τιμών για την εκ μέρους του εκτίμηση της διαφανείας και

απέρριψε, με τις σκέψεις 298, 306, 310 και 395 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη λυσιτέλεια της διακυμάνσεως των τιμών για την εκτίμηση της διαφανείας τους.

114

Η Impala ισχυρίζεται κατ’ αρχάς ότι ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως αποτελεί προσπάθεια των αναιρεσειουσών να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις εκτιμήσεις περί τα πραγματικά περιστατικά τις οποίες διατύπωσε το Πρωτοδικείο, χωρίς να προβάλουν νομικά σφάλματα.

115

Επικουρικώς, η Impala υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, εφάρμοσε ορθό κριτήριο για να θεμελιώσει τη διαφάνεια της αγοράς, δηλαδή το κριτήριο της σκέψεως 62 της προπαρατεθείσας αποφάσεως του Πρωτοδικείου Airtours κατά Επιτροπής. Συναφώς, η Impala ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι το μοναδικό στοιχείο το οποίο η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ήταν «λιγότερο» διαφανές ήσαν οι εκπτώσεις προς προώθηση των πωλήσεων. Ωστόσο, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι τα καθοριστικά αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων η Επιτροπή στήριξε τη διαπίστωσή της δεν την αποδείκνυαν, μολονότι πραγματοποιήθηκε εξαντλητική εξέταση αυτών των αποδεικτικών στοιχείων. Στην πραγματικότητα, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως δεν αφορά το νομικό κριτήριο της διαφανείας της αγοράς, αλλά μάλλον την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων που αποδεικνύουν τη διαφάνεια αυτή. Κατά την Impala, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν εφάρμοσε εσφαλμένως το κριτήριο της σκέψεως 62 της προπαρατεθείσας αποφάσεως του Πρωτοδικείου Airtours κατά Επιτροπής, διότι το Πρωτοδικείο δεν εφάρμοσε ελαστικό κριτήριο ούτε παρέλειψε να εξετάσει τη διαφάνεια στο απαιτούμενο επίπεδο.

116

Η Impala αμφισβητεί εξάλλου τους ισχυρισμούς που συνοψίζονται στη σκέψη 113 της παρούσας αποφάσεως.

— Εκτίμηση του Δικαστηρίου

117

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το ζήτημα αν το Πρωτοδικείο εφάρμοσε τον ορθό νομικό κανόνα κατά την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων αποτελεί νομικό ζήτημα του οποίου μπορεί επομένως να γίνει επίκληση κατ’ αναίρεση (βλ. απόφαση Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 40). Συνεπώς, όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, οι ισχυρισμοί των αναιρεσειουσών που εκτίθενται στις σκέψεις 110 έως 112 της παρούσας αποφάσεως είναι παραδεκτοί κατ’ αναίρεση.

118

Όσον αφορά τις τρεις συγκεκριμένες επικρίσεις που συνοψίζονται στη σκέψη 113 της παρούσας αποφάσεως, μόνον η δεύτερη και η τρίτη είναι παραδεκτές. Πράγματι, η πρώτη συγκεκριμένη επίκριση δεν αφορά τη λυσιτέλεια ενός συγκεκριμένου στοιχείου που χρησιμοποιήθηκε για να θεμελιωθεί η ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, αλλά αφορά, στην πραγματικότητα, μια νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, πράγμα το οποίο, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως, εκφεύγει κατ’ αρχήν της αναιρετικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου (βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2007, C-260/05 P, Sniace κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-10005, σκέψεις 34 και 35). Αντιθέτως, η δεύτερη και η τρίτη συγκεκριμένη επίκριση συνίστανται στην επίκληση νομικών σφαλμάτων.

119

Όσον αφορά το βάσιμο του λόγου αυτού, πρέπει εξ αρχής να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, κατ’ ουσίαν, ότι η έννοια της συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως περιέχεται στην έννοια της «δεσπόζουσας θέσεως», υπό την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Kali & Salz, προπαρατεθείσα, σκέψεις 166 και 178). Συναφώς, η ύπαρξη συμφωνίας ή άλλων νομικών δεσμών δεν είναι απαραίτητη για τη διαπίστωση ότι υπάρχει συλλογική δεσπόζουσα θέση. Η διαπίστωση αυτή θα μπορούσε να προκύπτει από άλλες διασυνδέσεις και θα εξαρτώνταν από μια οικονομική εκτίμηση και, ιδίως, από εκτίμηση της διαρθρώσεως της οικείας αγοράς (βλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000, C-395/96 P και C-396/96 P, Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-1365, σκέψη 45).

120

Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί δημιουργίας ή ενισχύσεως συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, η Επιτροπή οφείλει συνεπώς να εκτιμήσει, αναλύοντας τις προοπτικές της αγοράς αναφοράς, αν η πράξη συγκεντρώσεως που της κοινοποιείται οδηγεί σε μια κατάσταση στην οποία ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός στην οικεία αγορά παρακωλύεται σε σημαντικό βαθμό από τις μετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις και από μία ή περισσότερες τρίτες επιχειρήσεις που έχουν ομού, ιδίως λόγω των διασυνδέσεων που υφίστανται μεταξύ τους, τη δυνατότητα να υιοθετούν κοινή γραμμή δράσης στην αγορά (βλ. απόφαση Kali & Salz, προπαρατεθείσα, σκέψη 221), προκειμένου να επωφεληθούν από μια κατάσταση συλλογικής οικονομικής ισχύος, χωρίς οι σημερινοί ή οι μελλοντικοί ανταγωνιστές ή ακόμη οι πελάτες και οι καταναλωτές να μπορούν να αντιδράσουν αποτελεσματικά.

121

Μεταξύ των διασυνδέσεων αυτών περιλαμβάνονται ιδίως η σχέση αλληλεξαρτήσεως που υπάρχει μεταξύ των μελών ενός περιορισμένου ολιγοπωλίου, στο πλαίσιο του οποίου και σε μια αγορά που έχει τα κατάλληλα χαρακτηριστικά, ιδίως από τη σκοπιά της συγκεντρώσεως της αγοράς, της διαφάνειας και της ομοιογένειας του προϊόντος, αυτά είναι σε θέση να προβλέψουν το ένα τη συμπεριφορά του άλλου και επομένως έχουν ισχυρό κίνητρο να ευθυγραμμίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά έτσι ώστε, ιδίως, να μεγιστοποιήσουν το κοινό κέρδος, αυξάνοντας τις τιμές, περιορίζοντας την παραγωγή ή την επιλογή ή χαμηλώνοντας την ποιότητα των αγαθών ή των υπηρεσιών, μειώνοντας την καινοτομία ή ασκώντας, με άλλο τρόπο, επιρροή στους παράγοντες του ανταγωνισμού. Πράγματι, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, κάθε επιχειρηματίας γνωρίζει ότι η ανάπτυξη έντονης ανταγωνιστικής δράσεως εκ μέρους του θα προκαλούσε αντίδραση εκ μέρους των άλλων, οπότε η πρωτοβουλία του δεν θα του απέφερε κανένα πλεονέκτημα.

122

Κατάσταση συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως παρακωλύουσα σε σημαντικό βαθμό τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς ή σε σημαντικό τμήμα αυτής μπορεί, επομένως, να προκύψει κατόπιν μιας συγκεντρώσεως όταν, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της οικείας αγοράς και της μεταβολής που θα επιφέρει στα χαρακτηριστικά της η πραγματοποίηση της συγκεντρώσεως, η τελευταία θα έχει ως αποτέλεσμα ότι κάθε μέλος του οικείου ολιγοπωλίου, συνειδητοποιώντας τα κοινά συμφέροντα, θα θεωρούσε δυνατό, οικονομικά ορθολογικό και, επομένως, προτιμητέο να υιοθετεί διαρκώς την ίδια γραμμή δράσεως στην αγορά με σκοπό να πωλεί σε τιμές υψηλότερες από τις ανταγωνιστικές, χωρίς να χρειάζεται να συνάψει συμφωνία ή να ακολουθήσει εναρμονισμένη πρακτική, κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, και χωρίς οι σημερινοί ή οι μελλοντικοί ανταγωνιστές ή ακόμη οι πελάτες και οι καταναλωτές να μπορούν να αντιδράσουν αποτελεσματικά.

123

Η πιθανότητα ενός τέτοιου σιωπηρού συντονισμού είναι μεγαλύτερη αν οι ανταγωνιστές μπορούν ευχερώς να καταλήξουν σε μια κοινή αντίληψη του τρόπου κατά τον οποίο πρέπει να λειτουργεί ο συντονισμός, ιδίως των παραμέτρων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο του σχεδιαζόμενου συντονισμού. Πράγματι, αν δεν μπορούν να καταλήξουν σιωπηρώς σε μια κοινή κατανόηση των λεπτομερειών του συντονισμού, οι ανταγωνιστές θα πρέπει ενδεχομένως να καταφύγουν σε πρακτικές απαγορευόμενες από το άρθρο 81 ΕΚ για να είναι σε θέση να υιοθετήσουν κοινή γραμμή δράσεως στην αγορά. Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του ενδεχόμενου πειρασμού που μπορεί να αντιμετωπίζει κάθε μετέχων σε σιωπηρό συντονισμό να αποκλίνει από αυτόν προκειμένου να αυξήσει το βραχυπρόθεσμο κέρδος του, πρέπει να εκτιμηθεί αν ένας τέτοιος συντονισμός μπορεί να διαρκέσει. Συναφώς, οι επιχειρήσεις που συντονίζουν τη συμπεριφορά τους πρέπει να είναι ικανές να παρακολουθούν, σε επαρκή βαθμό, αν τηρούνται οι κανόνες περί συντονισμού. Η διαφάνεια στην αγορά θα πρέπει, επομένως, να είναι επαρκής για να επιτρέπει, μεταξύ άλλων, σε κάθε εμπλεκόμενη επιχείρηση να γνωρίζει, κατά τρόπο αρκούντως ακριβή και άμεσο, την εξέλιξη της συμπεριφοράς στην αγορά καθενός από τους λοιπούς μετέχοντες στον συντονισμό. Επιπλέον, η πειθαρχία επιβάλλει να υπάρχει μια μορφή αξιόπιστου αποτρεπτικού μηχανισμού δυνάμενου να τεθεί σε λειτουργία αν εντοπισθεί παρεκκλίνουσα συμπεριφορά. Άλλωστε, οι αντιδράσεις των επιχειρήσεων που δεν μετέχουν στον συντονισμό, όπως είναι οι σημερινοί ή μελλοντικοί ανταγωνιστές, καθώς και οι αντιδράσεις των πελατών, δεν θα έπρεπε να μπορούν να ανατρέψουν τα αποτελέσματα που αναμένονται από τον συντονισμό.

124

Οι προϋποθέσεις που διατύπωσε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 62 της προπαρατεθείσας αποφάσεώς του Airtours κατά Επιτροπής, ως προς τις οποίες το Πρωτοδικείο κατέληξε, με τη σκέψη 254 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι έπρεπε να εφαρμοσθούν στην ενώπιόν του ένδικη διαφορά, δεν παραγνωρίζουν τα κριτήρια που εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως.

125

Στο πλαίσιο της εφαρμογής των κριτηρίων αυτών, πρέπει να αποφεύγεται η μηχανική ενέργεια που συνίσταται στον χωριστό έλεγχο εκάστου των εν λόγω κριτηρίων αυτοτελώς, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο συνολικός οικονομικός μηχανισμός ενός υποθετικού σιωπηρού συντονισμού.

126

Συναφώς, η εκτίμηση της διαφανείας, επί παραδείγματι, σε δεδομένη αγορά δεν μπορεί να γίνεται αυτοτελώς και αφηρημένως, αλλά υπό το πρίσμα του μηχανισμού ενός υποθετικού σιωπηρού συντονισμού. Πράγματι, μόνο λαμβάνοντας υπόψη μια τέτοια υπόθεση είναι δυνατό να ελεγχθεί αν ενδεχόμενα στοιχεία διαφανείας που υφίστανται στην αγορά μπορούν πράγματι να διευκολύνουν τον σιωπηρό προσδιορισμό μιας κοινής γραμμής συμπεριφοράς και/ή να παράσχουν στους οικείους ανταγωνιστές τη δυνατότητα να επιβλέπουν επαρκώς την τήρηση των λεπτομερειών μιας τέτοιας γραμμής συμπεριφοράς. Από την τελευταία αυτή άποψη, προκειμένου να αναλυθεί η διάρκεια ενός προβαλλόμενου σιωπηρού συντονισμού, είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη οι μηχανισμοί εποπτείας στους οποίους έχουν ενδεχομένως πρόσβαση οι μετέχοντες στον υποτιθέμενο σιωπηρό συντονισμό, προκειμένου να ελεγχθεί αν, λόγω των μηχανισμών αυτών, θα τους ήταν δυνατό να γνωρίζουν, κατά τρόπο αρκούντως ακριβή και άμεσο, την εξέλιξη της συμπεριφοράς στην αγορά καθενός από τους λοιπούς μετέχοντες στον συντονισμό αυτόν.

127

Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι, μολονότι, με τη σκέψη 254 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο δήλωσε ότι ακολουθεί τη μέθοδο που υιοθετήθηκε με την προπαρατεθείσα απόφασή του Airtours κατά Επιτροπής, στην πράξη υπέπεσε σε νομικό σφάλμα συνάγοντας την ύπαρξη επαρκούς διαφανείας από ορισμένους παράγοντες που ωστόσο δεν ήσαν λυσιτελείς για τη διαπίστωση συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως. Στο πλαίσιο αυτό, οι αναιρεσείουσες επικρίνουν ιδίως το ότι το Πρωτοδικείο δέχθηκε, με τη σκέψη 251 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι προϋποθέσεις της σκέψεως 62 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Airtours κατά Επιτροπής μπορούν, «εφόσον ενδείκνυται, να αποδεικνύονται εμμέσως βάσει ενός συνόλου ενδείξεων και αποδεικτικών στοιχείων, ενδεχομένως ακόμη και πολύ ετερογενών, σχετικών με τα σημεία, τις εκδηλώσεις και τα φαινόμενα που αρρήκτως συνδέονται με την ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως».

128

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως παρατήρησε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εν λόγω σκέψη 251 δεν είναι επικριτέα καθαυτή, δεδομένου ότι πρόκειται περί γενικής δηλώσεως που αντικατοπτρίζει την εκ μέρους του Πρωτοδικείου ελεύθερη ανάλυση των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων. Πράγματι, κατά παγία νομολογία, στο Πρωτοδικείο και μόνον εναπόκειται κατ’ αρχήν να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1994, C-136/92 P, Επιτροπή κατά Brazelli Lualdi κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι-1981, σκέψη 66, και της 15ης Ιουνίου 2000, C-237/98 P, Dorsch Consult κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-4549, σκέψη 50).

129

Ομοίως η εξέταση της προϋφιστάμενης συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, που στηρίζεται σε σειρά στοιχείων τα οποία συνήθως θεωρούνται ενδεικτικά της υπάρξεως ή της πιθανότητας υπάρξεως σιωπηρού συντονισμού μεταξύ ανταγωνιστών δεν μπορεί, συνεπώς, να τεθεί υπό αμφισβήτηση καθεαυτή. Πάντως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 125 της παρούσας αποφάσεως, επιβάλλεται η διενέργεια της εξετάσεως αυτής με προσοχή και, προπάντων, στο πλαίσιο μιας ερμηνείας που στηρίζεται στην ανάλυση των ενδεχομένων ευλογοφανών στρατηγικών συντονισμού.

130

Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο, ενώπιον του οποίου η Impala προέβαλε επιχειρήματα αφορώντα ιδίως τα τμήματα της επίδικης αποφάσεως που πραγματεύονται τη διαφάνεια της αγοράς, δεν προέβη στην εξέταση των εν λόγω τμημάτων υπό το πρίσμα ενός υποτιθέμενου μηχανισμού εποπτείας, εντασσόμενου στο πλαίσιο μιας ευλογοφανούς θεωρίας περί σιωπηρού συντονισμού.

131

Βεβαίως, με τη σκέψη 420 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο αναφέρεται στην πιθανότητα ενός «γνωστού συνόλου κανόνων» που διέπουν τη χορήγηση εκπτώσεων εκ μέρους των μεγάλων εταιριών. Εντούτοις, στη συνέχεια, όπως ορθώς υπογραμμίζουν οι αναιρεσείουσες στο πλαίσιο της δεύτερης συγκεκριμένης επικρίσεως που παρατίθεται στη σκέψη 113 της παρούσας αποφάσεως, όσον αφορά το ζήτημα αν διάφορες διακυμάνσεις των εκπτώσεων τις οποίες η Επιτροπή διαπίστωσε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την πιθανότητα της προσήκουσας επιβλέψεως της αμοιβαίας τηρήσεως των λεπτομερειών ενός ενδεχόμενου σιωπηρού συντονισμού, το Πρωτοδικείο αρκείται, με τις σκέψεις 427 έως 429 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε αστήρικτες διαπιστώσεις σχετικές με έναν υποθετικό επαγγελματία του οικείου κλάδου. Με τη σκέψη 428 της εν λόγω αποφάσεως, το ίδιο το Πρωτοδικείο ομολογεί ότι η Impala, προσφεύγουσα ενώπιόν του, «δεν εξέθεσε, βεβαίως, κατά ακριβή τρόπο ποιοι είναι οι διάφοροι αυτοί κανόνες που διέπουν τη χορήγηση των εκπτώσεων για λόγους προωθήσεως των πωλήσεων».

132

Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η Impala εκπροσωπεί επιχειρήσεις οι οποίες, μολονότι δεν είναι μέλη του ολιγοπωλίου που σχημάτισαν οι μεγάλες εταιρίες, αναπτύσσουν δραστηριότητα στις ίδιες αγορές. Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη του ότι η Impala έφερε το βάρος αποδείξεως όσον αφορά τις προβαλλόμενες ικανότητες αυτού του υποθετικού «επαγγελματία του κλάδου».

133

Κατόπιν των ανωτέρω, χωρίς να είναι αναγκαία η απόφανση επί του βασίμου της τρίτης συγκεκριμένης επικρίσεως που εκτίθεται με τη σκέψη 113 της παρούσας αποφάσεως, συνάγεται ότι το Πρωτοδικείο, μη λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που έπρεπε να διέπουν την εκ μέρους του ανάλυση των ισχυρισμών που προβλήθηκαν ενώπιόν του όσον αφορά τη διαφάνεια της αγοράς στο πλαίσιο μιας προβαλλόμενης συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, υπέπεσε σε νομικό σφάλμα.

134

Από το σφάλμα αυτό πάσχει το τμήμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που αφορά την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εξέταση των ισχυρισμών περί προδήλων σφαλμάτων εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε η Επιτροπή, περιλαμβανομένης της διαπιστώσεως του Πρωτοδικείου με τη σκέψη 377 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ωστόσο, το εν λόγω σφάλμα δεν είναι από μόνο του ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα του Πρωτοδικείο με τη σκέψη 325 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά το οποίο, κατ’ ουσίαν, η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας. Συνεπώς, πρέπει να εξετασθούν οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως.

Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από νομικό σφάλμα, καθόσον το Πρωτοδικείο υπερέβη τα όρια του δικαστικού ελέγχου τον οποίο οφείλει να ασκεί

— Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

135

Σε ορισμένες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όπως είναι οι σκέψεις 347 και 361 αυτής, το Πρωτοδικείο χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως «έντονη διαφάνεια των τιμών» ή «μεγάλη διαφάνεια στην αγορά». Εξάλλου, με τη σκέψη 299 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο χαρακτηρίζει το συμπέρασμα της επίδικης αποφάσεως ότι οι τιμές καταλόγου ήσαν «μάλλον ευθυγραμμισμένες» ως «τουλάχιστον μετριοπαθές, δεδομένου ότι η ευθυγράμμιση ήταν όντως πολύ εμφανής». Με τη σκέψη 307 της αποφάσεως αυτής, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι «η διακύμανση των γενικών επιπέδων των εκπτώσεων βάσει τιμολογίου που εφαρμόζονται από τα μετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη, όπως αυτή επισημάνθηκε στην αιτιολογική σκέψη 78 της [επίδικης] αποφάσεως, είναι πολύ ασθενής». Με τη σκέψη 317 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο συνήγαγε από την επίδικη απόφαση ότι «οι εκπτώσεις για λόγους προωθήσεως των πωλήσεων έχουν μόνον περιορισμένη επίπτωση επί των τιμών».

136

Με τη σκέψη 425 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο επισημαίνει, όσον αφορά την επίδικη απόφαση, ότι «ο υπολογισμός του διαφορικού μεταξύ των κατωτάτων και των ανωτάτων εκπτώσεων ανά πελάτη […] που διεξήχθη για καθένα από τα μετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη πραγματοποιήθηκε εσφαλμένως». Με τη σκέψη 427 της αποφάσεως αυτής, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι τα στοιχεία περί των εκπτώσεων τα οποία προέρχονται από τους μετέχοντες στη συγκέντρωση είναι «αμφίβολης λυσιτέλειας».

137

Με τη σκέψη 434 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνονται μεταξύ άλλων τα εξής:

«[…] η μελέτη που κατήρτισαν οι οικονομολόγοι των μετεχόντων στη συγκέντρωση μερών δεν παρουσιάζει αρκούντως αξιόπιστα, λυσιτελή και συγκρίσιμα στοιχεία […]. Το γεγονός ότι όλοι οι έμποροι λιανικής πωλήσεως δεν εφαρμόζουν πάντοτε κατά σύστημα την ίδια προσαύξηση της τιμής χονδρικής πωλήσεως, έστω και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, είναι, εν πάση περιπτώσει, αλυσιτελές. Καίτοι είναι πιθανό, βεβαίως, το ότι οι διάφοροι τύποι εμπόρων λιανικής πωλήσεως (πολυκαταστήματα, ανεξάρτητα καταστήματα, αλυσίδες εξειδικευμένων καταστημάτων, κ.λπ.) εφαρμόζουν διαφορετική πολιτική περιθωρίων, και το ότι υφίστανται διαφορές στο πλαίσιο εκάστης κατηγορίας επιχειρηματιών, ακόμη και διαφορές για κάθε επιμέρους επιχειρηματία ανάλογα με τους τύπους των άλμπουμ ή τον βαθμό επιτυχίας τους, είναι, αντιθέτως, ελάχιστα πιθανό, και η μελέτη δεν περιέχει κανένα στοιχείο επ’ αυτού, το ότι ένας έμπορος λιανικής πωλήσεως εφαρμόζει διαφορετική πολιτική πωλήσεων για τον ίδιο τύπο άλμπουμ. […]»

— Επιχειρηματολογία των διαδίκων

138

Οι αναιρεσείουσες, υποστηριζόμενες προς τούτο από την Επιτροπή, υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπερέβη τα όρια του δικαστικού ελέγχου τον οποίο πρέπει να πραγματοποιεί, κατά παράβαση του άρθρου 230 ΕΚ και μιας παγίας νομολογίας, υποκαθιστώντας την Επιτροπή ως προς την εκτίμησή της, χωρίς μάλιστα να αποδείξει ότι η επίδικη απόφαση πάσχει από πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως και χωρίς να ζητήσει να διενεργηθούν οικονομικές πραγματογνωμοσύνες.

139

Επιπλέον, κατά την εξέταση της επίδικης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως και ερμήνευσε κατά τρόπο θεμελιωδώς εσφαλμένο τα προσκομισθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν βασικές πτυχές της υποθέσεως, περιλαμβανομένων ιδίως της λυσιτέλειας, του σύνθετου χαρακτήρα και της ελλείψεως διαφανείας των εκπτώσεων.

140

Εξάλλου, οι αναιρεσείουσες θεωρούν ότι το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 425, 427 και 434 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παραμόρφωσε ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία.

141

Η Impala θεωρεί ότι ο λόγος αυτός αποτελεί, τουλάχιστον σε σημαντικό βαθμό, προσπάθεια να τεθεί υπό αμφισβήτηση η εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, χωρίς οι αναιρεσείουσες να αποδεικνύουν ότι το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένως τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή του.

142

Επικουρικώς, η Impala υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο είχε κατά νου τη σχετική νομολογία που αφορά την έκταση του ελέγχου του, όταν εξέτασε την επίδικη απόφαση αναφερόμενο, με τη σκέψη 328 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στη σκέψη 39 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Tetra Laval, και ότι, συνεπώς, δεν υπερέβη τα όρια του δικαστικού ελέγχου που πρέπει να ασκεί.

— Εκτίμηση του Δικαστηρίου

143

Κατ’ αρχάς, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της Impala περί του απαραδέκτου του τετάρτου λόγου αναιρέσεως. Πράγματι, αντιθέτως προς όσα αυτή υποστηρίζει, με τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες δεν θέτουν απλώς και μόνον υπό αμφισβήτηση την πραγματοποιηθείσα πρωτοβαθμίως εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, αλλά επικαλούνται νομικά ζητήματα παραδεκτά κατ’ αναίρεση.

144

Επί της ουσίας, υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως επί οικονομικών ζητημάτων, προκειμένου να εφαρμόσει τους ουσιαστικού δικαίου κανόνες του κανονισμού, ιδίως του άρθρου του 2. Εντεύθεν συνάγεται ότι ο εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή έλεγχος αποφάσεως της Επιτροπής στον τομέα των πράξεων συγκεντρώσεως περιορίζεται στην εξακρίβωση του υποστατού των πραγματικών περιστατικών και της ελλείψεως προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Kali & Salz, σκέψεις 223 και 224, και Επιτροπή κατά Tetra Laval, σκέψη 38).

145

Πάντως, μολονότι το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την Επιτροπή στην οικονομική εκτίμησή της προς εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου κανόνων του κανονισμού, τούτο δεν σημαίνει ότι ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να απέχει από τον έλεγχο του εκ μέρους της Επιτροπής νομικού χαρακτηρισμού στοιχείων οικονομικής φύσεως. Πράγματι, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει ιδίως να ελέγχει όχι μόνον την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλ’ οφείλει επίσης να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των ληπτέων υπόψη ουσιωδών στοιχείων για την εκτίμηση σύνθετης καταστάσεως και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αρυόμενα συμπεράσματα (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Tetra Laval, σκέψη 39, και Ισπανία κατά Lenzing, σκέψεις 56 και 57).

146

Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι, κατά το μέτρο που το Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο των ενώπιόν του προβληθέντων ισχυρισμών, εξέτασε εμπεριστατωμένα τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η επίδικη απόφαση, ενήργησε σύμφωνα με τις επιταγές της νομολογίας που εκτίθενται στις σκέψεις 144 και 145 της παρούσας αποφάσεως.

147

Ωστόσο, το συμπέρασμα αυτό δεν αρκεί από μόνο του προς απόρριψη του τετάρτου λόγου αναιρέσεως. Πράγματι, εκτός από το ζήτημα αν το Πρωτοδικείο υπερέβη τα όρια του ελέγχου τον οποίο οφείλει να ασκεί όσον αφορά την αυστηρότητα του ελέγχου του πραγματικού υποβάθρου της επίδικης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται εξάλλου ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 139 της παρούσας αποφάσεως, το Πρωτοδικείο, κατά την εξέταση των παραγόντων που αποτελούν τη βάση της επίδικης αποφάσεως, υπέπεσε και αυτό σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως και ερμήνευσε κατά τρόπο θεμελιωδώς εσφαλμένο τα ενώπιόν του προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία.

148

Οι τελευταίοι αυτοί ισχυρισμοί συμπίπτουν εν μέρει με άλλους λόγους της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, δηλαδή, αφενός, με τον πρώτο, τον δεύτερο και τον έβδομο λόγο αναιρέσεως και με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου, που αφορούν την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εξέταση ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων προσκομισθέντων ενώπιόν του και, αφετέρου, με τον πέμπτο λόγο, αντλούμενο από το ότι Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη του τα νομικά κριτήρια που έχουν εφαρμογή επί του ζητήματος της συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως.

149

Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 95, 102 και 133 της παρούσας αποφάσεως, το Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο της εξετάσεως των ισχυρισμών περί υπάρξεως περί προδήλων σφαλμάτων εκτιμήσεως, υπέπεσε σε νομικά σφάλματα τόσον ως προς την εξέταση ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων όσον και ως προς τα νομικά κριτήρια που έχουν εφαρμογή επί του ζητήματος της συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως που απορρέει από σιωπηρό συντονισμό.

150

Κατά συνέπεια, χωρίς να είναι ανάγκη να αποφανθεί το Δικαστήριο επί των ισχυρισμών των αναιρεσειουσών που αντλούνται από παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων ούτε επί του ζητήματος αν το Πρωτοδικείο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, πράγματι υποκατέστησε την Επιτροπή στην οικονομική εκτίμησή της, συνάγεται ότι τουλάχιστον το τμήμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το οποίο αφορά την εξέταση των ισχυρισμών που αντλούνται από πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως πάσχει νομικό σφάλμα. Ως προς το τμήμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που αφορά την ανεπάρκεια της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως, πρέπει να εξετασθεί ακόμη ο έκτος λόγος αναιρέσεως.

Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από νομικό σφάλμα, καθόσον το Πρωτοδικείο εφάρμοσε εσφαλμένο κανόνα όσον αφορά την αιτιολογία των αποφάσεων που επιτρέπουν τις πράξεις συγκεντρώσεως

— Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

151

Με τις σκέψεις 255 έως 276 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο συνόψισε τα στοιχεία της επίδικης αποφάσεως που ήσαν ουσιώδη για τον έλεγχο του πρώτου λόγου αναιρέσεως που προβλήθηκε ενώπιόν του. Η σκέψη 275 της εν λόγω αποφάσεως έχει ως εξής:

«Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ακριβώς υπό το πρίσμα της ομοιογένειας του προϊόντος, της διαφάνειας της αγοράς, καθώς και της επιβολής αντιποίνων, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υφίστατο συλλογική δεσπόζουσα θέση.»

152

Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο εξέτασε διάφορα κεφάλαια της επίδικης αποφάσεως, προκειμένου να εξακριβώσει αν η απόφαση αυτή περιείχε επαρκή αιτιολογία για τη διαπίστωση περί ελλείψεως διαφανείας της σχετικής αγοράς, δίδοντας κάθε φορά αρνητική απάντηση.

153

Το Πρωτοδικείο εξέτασε κατ’ αρχάς το κεφάλαιο της επίδικης αποφάσεως που αφορούσε ειδικά τη διαφάνεια της αγοράς. Συναφώς, επισημαίνεται ιδίως με τις σκέψεις 289, 290 και 294 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα εξής:

«289

Όσον αφορά [το κεφάλαιο] ad hoc, επιβάλλεται, εκ προοιμίου, η παρατήρηση ότι αυτ[ό] περιέχει μόνον τρεις αιτιολογικές σκέψεις, καίτοι η διαφάνεια συνιστά εν προκειμένω, σύμφωνα με την [επίδικη] απόφαση και ακόμη περισσότερο σύμφωνα με τη θέση που υπερασπίσθηκε η Επιτροπή με τα υπομνήματά της ενώπιον του Πρωτοδικείου, τον ουσιώδη, αν όχι μοναδικό, λόγο επί του οποίου στηρίζεται ο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχει συλλογική δεσπόζουσα θέση στις αγορές της ηχογραφημένης μουσικής. Επίσης, πρέπει να επισημανθεί ότι στ[ο] ως άνω [κεφάλαιο] δεν συνήχθη το συμπέρασμα ότι η αγορά δεν είναι διαφανής, ούτε καν ότι δεν είναι αρκούντως διαφανής για να καταστεί δυνατή μια σιωπηρή συμπαιγνία. Αφενός, στην αιτιολογική σκέψη 111 in fine, μνημονεύεται, το πολύ, ότι η ανάγκη διεξαγωγής ελέγχου στο επίπεδο των άλμπουμ, ιδίως ως προς τις εκπτώσεις για λόγους προωθήσεως των πωλήσεων, «θα μπορούσε να μειώσει τη διαφάνεια στην αγορά και να καταστήσει δυσχερέστερες τις σιωπηρές συμπράξεις» και, αφετέρου, στην αιτιολογική σκέψη 113 in fine, μνημονεύεται ότι, «εντούτοις, η Επιτροπή δεν εξηύρε επαρκή στοιχεία για να αποδειχθεί ότι οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες, ελέγχοντας τις τιμές λιανικής πωλήσεως ή χρησιμοποιώντας τις επαφές αυτές με τους εμπόρους λιανικής πωλήσεως, μπόρεσαν, κατά το παρελθόν, να υπερβούν το έλλειμμα διαφάνειας στον τομέα των εκπτώσεων για λόγους προωθήσεως των πωλήσεων, όπως αυτό περιγράφεται όσον αφορά τα πέντε μεγάλα κράτη μέλη». Προφανώς, τέτοιοι ισχυρισμοί, οι οποίοι είναι αόριστοι και δεν συνοδεύονται από την παραμικρή διευκρίνιση σχετικά, ιδίως, με τη φύση των εκπτώσεων για λόγους προωθήσεως των πωλήσεων, τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτές μπορούν να εφαρμοσθούν, τον βαθμό αδιαφάνειας των εν λόγω εκπτώσεων, το εύρος τους ή τον αντίκτυπό τους στη διαφάνεια των τιμών, δεν μπορούν να αιτιολογήσουν επαρκώς κατά νόμον τη διαπίστωση ότι η αγορά δεν είναι αρκούντως διαφανής για να καταστεί δυνατή η ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως.

290

Εν συνεχεία, προκύπτει ότι, εκτός από τα δύο αποσπάσματα που μνημονεύθηκαν ανωτέρω, όλοι οι παράγοντες που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 111 έως 113 της [επίδικης] αποφάσεως, οι οποίο πόρρω απέχουν από το να στοιχειοθετούν την ύπαρξη αδιαφάνειας στην αγορά, καταδεικνύουν, αντιθέτως, την ύπαρξη διαφάνειας στην εν λόγω αγορά.

[…]

294

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, στ[ο] [κεφάλαιο] ad hoc της αποφάσεως, που είναι αφιερωμέν[ο] στην εξέταση της [επίδικης] διαφάνειας, η Επιτροπή όχι μόνο δεν συνήγαγε ότι η αγορά ήταν αδιαφανής ή όχι αρκούντως διαφανής για να καταστεί δυνατή η δημιουργία συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, αλλά, επιπλέον, αναφέρθηκε μόνο σε παράγοντες δυναμένους να δημιουργήσουν μεγάλη διαφάνεια στην αγορά και να διευκολύνουν τον έλεγχο της τηρήσεως μιας συμπαιγνίας, με μόνη εξαίρεση τον ισχυρισμό, που έχει αρκούντως περιορισμένη έκταση και είναι αστήρικτος, ότι οι εκπτώσεις για λόγους προωθήσεως των πωλήσεων θα μπορούσαν να μειώσουν τη διαφάνεια και να καταστήσουν δυσχερέστερες τις σιωπηρές συμπράξεις. Επομένως, διαπιστώνεται ότι [το] ως άνω [κεφάλαιο] προδήλως δεν μπορούσε, από μόνη τ[ου] να θεωρηθεί ως αιτιολογού[ν] επαρκώς κατά νόμον τον ισχυρισμό ότι η αγορά δεν είναι αρκούντως διαφανής.»

154

Το Πρωτοδικείο εξέτασε στη συνέχεια τις σκέψεις που αναπτύσσονται με την επίδικη απόφαση σχετικά με την ενδεχόμενη «κοινή πολιτική τιμών» μεταξύ των μεγάλων εταιριών και τις ανέλυσε, με τις σκέψεις 295 έως 324 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αναζητώντας ενδείξεις προς εξήγηση της προβαλλόμενης ανεπαρκούς διαφανείας των σχετικών αγορών. Συναφώς, το Πρωτοδικείο συνήγαγε τα ακόλουθα συμπεράσματα:

«315

Έτσι, προκύπτει ότι το μόνο στοιχείο αδιαφάνειας το οποίο επισημάνθηκε με την [επίδικη] απόφαση συνίσταται στον ισχυρισμό, εντός της αιτιολογικής σκέψεως 80 (και εντός των αντιστοίχων αιτιολογικών σκέψεων για τις άλλες μεγάλες χώρες), ότι “προκύπτει, εντούτοις, ότι οι εκπτώσεις για λόγους προωθήσεως των πωλήσεων είναι λιγότερο διαφανείς από τις τακτικές εκπτώσεις και ότι ο έλεγχός τους απαιτεί, επίσης, την προσεκτική παρατήρηση της εξελίξεως αυτού του είδους των εκπτώσεων στην αγορά λιανικής”.

[…]

318

Επιβάλλεται, επίσης, η παρατήρηση ότι η [επίδικη] απόφαση δεν αναφέρει ότι η αγορά είναι αδιαφανής, ούτε καν ότι η αγορά δεν είναι αρκούντως διαφανής για να καταστεί δυνατός ο συντονισμός των τιμών, αλλά, το πολύ, ότι οι εκπτώσεις για λόγους προωθήσεως των πωλήσεων είναι λιγότερο διαφανείς, χωρίς μάλιστα να παρέχει η [επίδικη] απόφαση το παραμικρό πληροφοριακό στοιχείο ως προς τη φύση τους, τις περιστάσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκαν ή τη συγκεκριμένη σημασία τους για τις καθαρές τιμές, ούτε ως προς τον αντίκτυπό τους στη διαφάνεια των τιμών.

319

Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, η Επιτροπή αναφέρθηκε, με την [επίδικη] απόφαση, σε πολλά στοιχεία και παράγοντες που ευνοούν τη διαφάνεια της αγοράς και διευκολύνουν τον έλεγχο της τηρήσεως μιας συμπράξεως.

320

Συνεπώς, οι λίγοι ισχυρισμοί που αφορούν τις εκπτώσεις για λόγους προωθήσεως των πωλήσεων και οι οποίοι περιέχονται στη στήλη της [επίδικης] αποφάσεως που αφορά την εξέταση του συντονισμού των τιμών εντός των μεγάλων χωρών, στον βαθμό που είναι ανακριβείς, αστήρικτοι, και μάλιστα αντιφάσκοντες προς άλλες παρατηρήσεις που εμφαίνονται στην [επίδικη] απόφαση, δεν μπορούν να αποδείξουν την αδιαφάνεια της αγοράς ούτε καν των εκπτώσεων για λόγους προωθήσεως των πωλήσεων. Επιπλέον, οι εν λόγω ισχυρισμοί περιορίζονται να αναφέρουν ότι οι εκπτώσεις για λόγους προωθήσεως των πωλήσεων είναι λιγότερο διαφανείς από τις τακτικές εκπτώσεις, αλλά δεν εξηγούν με ποιον τρόπο οι εκπτώσεις για λόγους προωθήσεως των πωλήσεων θα ήσαν κατάλληλες για τη διαφάνεια στην αγορά και δεν παρέχουν τη δυνατότητα να γίνει αντιληπτό με ποιον τρόπο οι εν λόγω εκπτώσεις θα μπορούσαν, από μόνες τους, να αντισταθμίσουν όλους τους άλλους παράγοντες της διαφάνειας στην αγορά που προσδιορίσθηκαν με την [επίδικη] απόφαση και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να εξαλείψουν τη διαφάνεια που είναι αναγκαία για την ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως.

[…]

324

Συνεπώς, ούτε η αφορώσα τις μικρές χώρες στήλη περιλαμβάνει αιτιολογία της διαπιστώσεως ότι η αγορά δεν είναι διαφανής λόγω των εκπτώσεων για λόγους προωθήσεως των πωλήσεων. Εν πάση περιπτώσει, η υφιστάμενη κατάσταση εντός των μικρών χωρών δεν μπορεί να αποτελεί βάσιμη αιτιολογία της αφορώσας τον βαθμό διαφάνειας των αγορών των μεγάλων χωρών διαπιστώσεως.

325

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η αιτίαση που αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία της αφορώσας τη διαφάνεια της αγοράς διαπιστώσεως είναι βάσιμη, πράγμα που δικαιολογεί, αφ’ εαυτού, την ακύρωση της [επίδικης] αποφάσεως.»

155

Η σκέψη 411 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η Επιτροπή ισχυρίσθηκε, βεβαίως, ότι είχε εξετάσει τις εκπτώσεις των άλλων μεγαλύτερων εταιριών, αλλά ότι, εφόσον τα εν λόγω αριθμητικά στοιχεία δεν μπορούσαν να αποκαλυφθούν στα μετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη, ήταν αδύνατο να συμπεριληφθούν στην [επίδικη] απόφαση. Ωστόσο, η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.»

156

Η σκέψη 530 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Από την αιτιολογική σκέψη 157 της [επίδικης] αποφάσεως, και ιδίως από την τελευταία περίοδο της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως, προκύπτει ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η συγκέντρωση δεν αντιπροσωπεύει αρκούντως σημαντική μεταβολή ώστε να έχει ως αποτέλεσμα την πιθανή δημιουργία συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως βασίζεται ρητώς στις αφορώσες τη διαφάνεια της αγοράς και τα αντίποινα προϋποθέσεις.»

— Επιχειρηματολογία των διαδίκων

157

Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, κυρίως, ότι το κοινοτικό σύστημα ελέγχου των πράξεων συγκεντρώσεως και, ειδικότερα, το άρθρο 10, παράγραφος 6, του κανονισμού δεν επιτρέπει στο Πρωτοδικείο να ακυρώσει την απόφαση που επιτρέπει μια τέτοια συγκέντρωση λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας.

158

Επικουρικώς, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο εφάρμοσε υπερβολικά αυστηρό κριτήριο περί αιτιολογίας, που δεν συμβιβάζεται με την παγία νομολογία και δεν λαμβάνει υπόψη το ειδικό πλαίσιο και τη φύση της διαδικασίας ελέγχου των πράξεων συγκεντρώσεως. Αφενός, το Πρωτοδικείο έσφαλε ζητώντας από την Επιτροπή να δικαιολογήσει τις διαφορές σε σχέση με την ανακοίνωση των αιτιάσεων.

159

Αφετέρου, το Πρωτοδικείο έσφαλε κατά την εξέταση της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως, μη λαμβάνοντας υπόψη το ειδικό πλαίσιο εντός του οποίου εκδίδεται μια απόφαση επιτρέπουσα πράξη συγκεντρώσεως. Συναφώς, οι αναιρεσείουσες αναπτύσσουν πλείονες σκέψεις. Πρώτον, θεωρούν ότι πρέπει να προβλέπονται λιγότερο αυστηρές επιταγές όσον αφορά την αιτιολογία μιας αποφάσεως επιτρέπουσας πράξη συγκεντρώσεως απ’ ό,τι όσον αφορά την αιτιολογία μιας αποφάσεως απαγορεύουσας μια τέτοια πράξη. Δεύτερον, το Πρωτοδικείο κακώς παρέλειψε να εξετάσει την αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως υπό την οπτική γωνία των καλώς πληροφορημένων επαγγελματιών του κλάδου. Τρίτον, η σύντομη προθεσμία μεταξύ της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και της εκδόσεως της αποφάσεως που επιτρέπει μια πράξη συγκεντρώσεως επιβάλλει κάποιο περιορισμό στον έλεγχο της αιτιολογίας μιας τέτοιας αποφάσεως. Τέταρτον, το γεγονός ότι επετράπη στις αναιρεσείουσες να θέσουν σε εφαρμογή την κοινοποιηθείσα πράξη συγκεντρώσεως πρέπει να εμποδίζει την ακύρωση, λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας, των αποφάσεων που επιτρέπουν πράξεις συγκεντρώσεως. Πέμπτον, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 411 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπέπεσε σε νομικό σφάλμα υποχρεώνοντας την Επιτροπή να δημοσιεύσει λεπτομέρειες σχετικές με τις τιμές και τις εκπτώσεις, λαμβανομένου υπόψη του εμπιστευτικού και ευαίσθητου χαρακτήρα τους.

160

Εν πάση περιπτώσει, αντιθέτως προς την εκτίμηση του Πρωτοδικείου, από παγία νομολογία προκύπτει, κατά τις αναιρεσείουσες, ότι η επίδικη απόφαση είναι προσηκόντως αιτιολογημένη, δεδομένου ότι κατέστησε δυνατό στην Impala να ελέγξει τους λόγους στους οποίους στηρίχτηκε η απόφαση αυτή και στο Πρωτοδικείο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο. Συναφώς, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται μεταξύ άλλων ότι η διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι η επίδικη απόφαση ήταν ανεπαρκώς αιτιολογημένη δυσχερώς συμβιβάζεται με την εκτίμησή του ότι η εν λόγω απόφαση πάσχει πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως.

161

Τέλος, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι η εκ μέρους του Πρωτοδικείου εξέταση της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως πάσχει λόγω της χρησιμοποιήσεως εσφαλμένου κριτηρίου περί αποδείξεως, της υπερβάσεως των ορθών ορίων του δικαστικού ελέγχου και της εφαρμογής εσφαλμένου κριτηρίου περί διαφανείας.

162

Με την επιφύλαξη της γενικής ενστάσεως απαραδέκτου, η Impala θεωρεί, πρώτον, ότι οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν να αναγάγουν σε γενικό κανόνα την εξαίρεση που εισάγει του άρθρο 10, παράγραφος 6, του κανονισμού. Δεύτερον, κατά την Impala, οι αναιρεσείουσες εσφαλμένως ισχυρίζονται, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 253 ΕΚ έχει ή δεν έχει εφαρμογή αναλόγως του αν η απόφαση που αφορά την πράξη συγκεντρώσεως είναι αρνητική ή θετική. Τρίτον, η Impala υποστηρίζει ότι η έκταση της απαιτούμενης αιτιολογίας εξαρτάται από το πραγματικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου εκδίδεται μια συγκεκριμένη πράξη. Είναι απολύτως σύμφωνη προς την αρχή αυτή η προσαρμογή των επιταγών περί αιτιολογίας στο είδος της υπό εξέταση υποθέσεως. Εν προκειμένω πρόκειται περί υποθέσεως στην οποία είχε κινηθεί η επίσημη διαδικασία και διατυπώθηκαν έντονες αντιρρήσεις εκ μέρους ενός τρίτου και εκδόθηκε ανακοίνωση αιτιάσεων.

163

Όσον αφορά την επικουρική επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών περί του σχετικού με την αιτιολογία κανόνα που εφάρμοσε το Πρωτοδικείο, η Impala ισχυρίζεται, αφενός, ότι το Πρωτοδικείο απλώς παραθέτει αποσπάσματα της ανακοινώσεως των αιτιάσεων προκειμένου να υπογραμμίσει την ανεπάρκεια της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως και τις εγγενείς ασυνέπειές της και στηρίζει την εκ μέρους του διαπίστωση περί αυτής της ανεπαρκούς αιτιολογίας στην επιχειρηματολογία που εκτίθεται με την επίδικη απόφαση καθεαυτή και όχι σε σύγκριση με την αναπτυχθείσα στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Αφετέρου, η Impala θεωρεί ότι το Πρωτοδικείο δεν παραγνώρισε το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διαδικασία ελέγχου των πράξεων συγκεντρώσεως.

164

Επιπλέον, από το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει εξαντλητική εξέταση της επίδικης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι η αιτιολογία της ήταν επαρκής. Όπως φαίνεται, κατά την Impala, το Πρωτοδικείο δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί, μεταξύ άλλων, γιατί, ενώ από τα αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε επαρκής διαφάνεια προς στήριξη διαπιστώσεως περί της υπάρξεως συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, η Επιτροπή κατέληξε παρά ταύτα ότι τα στοιχεία που αποδείκνυαν τη διαφάνεια ήσαν ανεπαρκή, διότι οι εκπτώσεις για την προώθηση των πωλήσεων ήσαν λιγότερο διαφανείς από άλλα είδη εκπτώσεων. Κατά την Impala, το αληθές σκεπτικό της επίδικης αποφάσεως παραμένει άγνωστο.

165

Όσον αφορά την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών που συνοψίζεται στη σκέψη 161 της παρούσας αποφάσεως, η Impala ισχυρίζεται ότι οι παρατηρήσεις του Πρωτοδικείου επί ορισμένων πτυχών της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως στηρίζονται σε ενδελεχή εξέταση της αναλύσεως της Επιτροπής, αλλά προπάντων στις εσωτερικές ασυνέπειες της επίδικης αποφάσεως.

— Εκτίμηση του Δικαστηρίου

166

Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να επιτρέπει να διαφανεί κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του εν λόγω άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 63, της 22ας Ιουνίου 2004, C-42/01, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-6079, σκέψη 66, και της 15ης Απριλίου 2008, C-390/06, Nuova Agricast, Συλλογή 2008, σ. I-2577, σκέψη 79).

167

Ωστόσο, ο εκδίδων την πράξη δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί σαφώς δευτερευόντων στοιχείων ή να απαντά εκ των προτέρων σε δυνητικές αντιρρήσεις (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, C-465/02 και C-466/02, Γερμανία και Δανία κατά Επιτροπής, καλούμενη «Φέτα», Συλλογή 2005, σ. I-9115, σκέψη 106). Επιπλέον, ο βαθμός ακρίβειας της αιτιολογίας της αποφάσεως πρέπει να είναι ανάλογος των υλικών δυνατοτήτων και των τεχνικών συνθηκών ή της προθεσμίας εντός της οποίας πρέπει να εκδοθεί (βλ. αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 1965, 16/65, Schwarze, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 191, και της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-350/88, Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-395, σκέψη 16). Έτσι, η Επιτροπή δεν παραβαίνει την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει αν, κατά την άσκηση της εξουσίας της να ελέγχει τις πράξεις συγκεντρώσεως, δεν συμπεριλάβει στην απόφασή της ακριβή αιτιολογία όσον αφορά την εκτίμηση ορισμένου αριθμού πτυχών της συγκεντρώσεως που της δίδουν την εντύπωση ότι είναι προδήλως αλυσιτελείς, στερούμενες σημασίας ή σαφώς δευτερεύουσες για την εκτίμηση της συγκεντρώσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 64). Πράγματι, μια τέτοια απαίτηση δύσκολα θα συμβιβαζόταν με την επιτακτική ανάγκη ταχύτητας και με τις σύντομες διαδικαστικές προθεσμίες που οφείλει να τηρεί η Επιτροπή οσάκις ασκεί την εξουσία της ελέγχου των πράξεων συγκεντρώσεως, οι οποίες περιλαμβάνονται μεταξύ των ειδικών συνθηκών μιας διαδικασίας ελέγχου των πράξεων αυτών.

168

Εντεύθεν συνάγεται ότι, οσάκις η Επιτροπή κηρύσσει μια πράξη συγκεντρώσεως σύμφωνη με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού, η απαίτηση περί αιτιολογήσεως τηρείται εφόσον η απόφαση αυτή εκθέτει σαφώς τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί ότι η εν λόγω συγκέντρωση, ενδεχομένως κατόπιν τροποποιήσεων που επιφέρουν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, δεν δημιουργεί ούτε ενισχύει δεσπόζουσα θέση, με αποτέλεσμα να παρακωλύεται σε σημαντικό βαθμό ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός στην κοινή αγορά ή σε μεγάλο τμήμα της.

169

Συναφώς, μολονότι είναι αληθές ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται, με την αιτιολογία των αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού, να λαμβάνει θέση επί όλων των στοιχείων και των επιχειρημάτων των οποίων γίνεται επίκληση ενώπιόν της, περιλαμβανομένων αυτών που είναι σαφώς δευτερεύοντα για την εκτίμηση την οποία πρέπει να πραγματοποιήσει, γεγονός παραμένει ότι αυτή πρέπει να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές σκέψεις που έχουν ουσιώδη σπουδαιότητα στην οικονομία της αποφάσεως. Επιπλέον, η αιτιολογία πρέπει να είναι λογική, ιδίως χωρίς εσωτερικές αντιφάσεις (βλ., υπό την έννοια αυτή, κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 18ης Μαΐου 1962, 13/60, Geitling κ.λπ. κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 701, στη σ. 732, της 15ης Ιουλίου 1970, 41/69, ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969/1971, σ. 397, της 7ης Ιουλίου 1981, 158/80, Rewe-Handelsgesellschaft Nord και Rewe-Markt Steffen, Συλλογή 1981, σ. 1805, σκέψη 26, και της 17ης Μαΐου 1988, 28/87, Arendt κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 2633, σκέψεις 7 και 8).

170

Υπό το πρίσμα αυτών των αρχών πρέπει να εξετασθούν οι αιτιάσεις που διατύπωσαν οι αναιρεσείουσες στο πλαίσιο του έκτου λόγου αναιρέσεως.

171

Κυρίως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι μια απόφαση της Επιτροπής που εγκρίνει πράξη συγκεντρώσεως δεν μπορεί να ακυρωθεί λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας. Συναφώς, στηρίζονται ιδίως στο άρθρο 10, παράγραφος 6, του κανονισμού.

172

Από τη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η τελευταία αυτή διάταξη σκοπεί στη διαφύλαξη της ασφαλείας δικαίου σε περίπτωση που, κατ’ εξαίρεση, η Επιτροπή δεν έχει εκδώσει απόφαση εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Έτσι, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις είναι ελεύθερες να θέσουν σε εφαρμογή την πράξη τους συγκεντρώσεως, μόλις αυτή εγκριθεί σιωπηρώς.

173

Όπως επισημαίνει η Impala, η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 6, του κανονισμού υπονοεί ότι οι αποφάσεις που επιτρέπουν τις πράξεις συγκεντρώσεως ουδόλως πρέπει να είναι αιτιολογημένες, δεδομένου ότι δεν μπορούν να προσβληθούν λόγω ελλείψεως αιτιολογίας.

174

Υπενθυμίζεται ότι η ανεπάρκεια αιτιολογίας που μπορεί να συνιστά παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ εμπίπτει στην παράβαση ουσιώδους τύπου, υπό την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, και συνιστά εξάλλου ισχυρισμό που ο κοινοτικός δικαστής μπορεί και μάλιστα πρέπει να λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Φεβρουαρίου 1997, C-166/95 P, Επιτροπή κατά Daffix, Συλλογή 1997, σ. I-983, σκέψη 24). Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, ένα νομοθέτημα του παραγώγου κοινοτικού δικαίου πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο που να συνεπάγεται το συμβατό του προς τις διατάξεις της Συνθήκης και τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2007, C-457/05, Schutzverband der Spirituosen-Industrie, Συλλογή 2007, Συλλογή Ι-8075, σκέψη 22 και παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, το άρθρο 10, παράγραφος 6, του κανονισμού πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται υπό το πρίσμα των άρθρων 230 ΕΚ και 253 ΕΚ.

175

Έτσι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως, το εν λόγω άρθρο 10, παράγραφος 6, συνιστά εξαίρεση από τη γενική οικονομία του κανονισμού που απορρέει ιδίως από τα άρθρα 6, παράγραφος 1, και 8, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, δυνάμει της οποίας η Επιτροπή αποφαίνεται ρητώς επί των πράξεων συγκεντρώσεως που της κοινοποιούνται, τούτο δε είτε η απόφαση είναι αρνητική είτε θετική. Επομένως, όπως το άρθρο 10, παράγραφος 6, του κανονισμού δεν μπορεί να θεμελιώσει γενικό τεκμήριο υπέρ του συμβατού των πράξεων συγκεντρώσεως προς την κοινή αγορά, ωσαύτως δεν μπορεί να θεμελιώσει εξαίρεση από τη δυνατότητα αμφισβητήσεως της νομιμότητας μιας αποφάσεως που επιτρέπει μια τέτοια πράξη, λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Πράγματι, η θεμιτή ανάγκη ασφαλείας δικαίου σε εξαιρετικές περιπτώσεις, την οποία αντικατοπτρίζει η εν λόγω διάταξη, δεν μπορεί να καταλήξει στην εν όλω ή εν μέρει εξαίρεση των αποφάσεων που αφορούν πράξεις συγκεντρώσεως από τον έλεγχο του κοινοτικού δικαστή.

176

Συνεπώς, η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών που αντλείται από παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 6, του κανονισμού πρέπει να απορριφθεί.

177

Επικουρικώς, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται, μεταξύ άλλων, ότι, δεδομένου ότι η επίδικη απόφαση παρέσχε στην Impala τη δυνατότητα να ελέγξει την επίμαχη έγκριση και στο Πρωτοδικείο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο, το Πρωτοδικείο δεν συμμορφώθηκε με την πρόσφατη νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων περί των σχετικών με την αιτιολογία απαιτήσεων.

178

Συναφώς, όπως προκύπτει από τη σκέψη 166 της παρούσας αποφάσεως, κατά παγία νομολογία, αφενός, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του και, αφετέρου, η υποχρέωση αυτή αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως της φύσεως της οικείας πράξεως και του πλαισίου εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε (βλ., επίσης, αποφάσεις της 7ης Απριλίου 1987, 32/86, SISMA κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 1645, σκέψη 8, της 4ης Ιουνίου 1992, C-181/90, Consorgan κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. Ι-3557, σκέψη 14, της 15ης Απριλίου 1997, C-22/94, Irish Farmers Association κ.λπ., Συλλογή 1997, σ. Ι-1809, σκέψεις 39 έως 41, της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, C-114/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-7657, σκέψεις 62 και 63, της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-195/99 P, Krupp Hoesch κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. Ι-10937, σκέψη 110, και Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 372).

179

Εν προκειμένω, είναι αληθές ότι μπορεί να φαίνεται λυπηρή η ύπαρξη κάποιας δυσαναλογίας, στην επίδικη απόφαση, μεταξύ της παρουσιάσεως των στοιχείων που συνηγορούν υπέρ της υπάρξεως επαρκούς διαφανείας και της παρουσιάσεως της επιρροής των εκπτώσεων για την προώθηση των πωλήσεων, που αποτελεί στοιχείο που αντικρούει την ύπαρξη της διαφανείας αυτής. Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη, πρώτον, του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε η επίδικη απόφαση, χαρακτηριζομένου ιδίως από την παρέλευση σύντομου χρονικού διαστήματος μεταξύ, αφενός, της έγγραφης απαντήσεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και της ακροάσεως ενώπιον της Επιτροπής και, αφετέρου, του πέρατος της επίσημης διαδικασίας, και, δεύτερον, των απαιτήσεων της νομολογίας που εκτίθεται στις σκέψεις 166 έως 169 της παρούσας αποφάσεως, ιδίως δε στις σκέψεις 166 και 167 της αποφάσεως αυτής, το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε νομικό σφάλμα, να θεωρήσει ότι η Επιτροπή παρέβη, εν προκειμένω, την υποχρέωση επαρκούς αιτιολογήσεως της επίδικης αποφάσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 28ης Οκτωβρίου 1981, 275/80 και 24/81, Krupp Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2489, σκέψη 13, και της 13ης Μαρτίου 1985, 296/82 και 318/82, Κάτω Χώρες και Leeuwarder Papierwarenfabriek κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 809, σκέψη 21).

180

Πράγματι, πρώτον, από την επίδικη απόφαση προέκυπτε η συλλογιστική την οποία ακολούθησε η Επιτροπή προκειμένου να καταστεί δυνατόν να αμφισβητηθεί εκ των υστέρων, όπως έπραξε η Impala, το βάσιμο της αιτιολογίας αυτής ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου. Θα ήταν υπερβολικό να απαιτείται, όπως έπραξε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 289 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, λεπτομερής περιγραφή εκάστης των πτυχών της επίδικης αποφάσεως, όπως είναι η φύση των εκπτώσεων για την προώθηση των πωλήσεων, οι περιστάσεις υπό τις οποίες αυτές μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, οι βαθμός αδιαφανείας τους, το εύρος τους ή η συγκεκριμένη επιρροή τους στη διαφάνεια των τιμών (βλ., υπό την έννοια αυτή, κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-286/98 P, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-9925, σκέψεις 59 έως 61, και της 1ης Ιουλίου 2008, C-341/06 P και C-342/06 P, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. Ι-9925, σκέψη 108). Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγω δεδομένου ότι, όπως προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 7 και 10 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Impala μετέσχε σε μεγάλο βαθμό στην επίσημη διαδικασία (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2001, C-120/99, Ιταλία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. Ι-7997, σκέψη 29, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C-304/01, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-7655, σκέψη 50) και επιπλέον είχε πλήρως τη δυνατότητα να προσβάλει ενώπιον του Πρωτοδικείου το κύρος της επί της ουσίας εκτιμήσεως στην οποία προέβη η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση.

181

Δεύτερον, όπως προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 275, 289 και 530 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο γνώριζε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή αποφάσισε να επιτρέψει την επίμαχη πράξη συγκεντρώσεως. Επιπλέον, αφιέρωσε πολυάριθμες σκέψεις της αποφάσεώς του στην ανάλυση του βασίμου των λόγων αυτών. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτή αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (βλ. αποφάσεις Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, προπαρατεθείσα, σκέψη 67, και της 7ης Μαρτίου 2002, C-310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. Ι-2289, σκέψη 48). Πράγματι, η αιτιολογία μιας αποφάσεως συνίσταται στην επίσημη έκφραση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση αυτή. Αν η αιτιολογία πάσχει σφάλματα, αυτά πλήττουν την ουσιαστική νομιμότητα της αποφάσεως, αλλά όχι την αιτιολογία της, η οποία μπορεί να είναι επαρκής αν και προβάλλει εσφαλμένους λόγους. Επομένως, δεν μπορεί να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι ήταν αδύνατο για το Πρωτοδικείο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 112).

182

Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο έκτος λόγος αναιρέσεως των αναιρεσειουσών χωρίς να είναι ανάγκη να αποφανθεί το Δικαστήριο επί των αιτιάσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 158, 159 και 161 της παρούσας αποφάσεως.

183

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να κριθεί βάσιμη.

Επί της προβαλλομένης παρεμπίπτουσας αιτήσεως αναιρέσεως

184

Το υπόμνημα απαντήσεως της Επιτροπής περιλαμβάνει ένα αυτοτελές τμήμα που περιέχει «συμπληρωματικές παρατηρήσεις» επί της «κύριας αιτιολογίας» της επίδικης αποφάσεως. Με τις παρατηρήσεις αυτές, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι κακώς το Πρωτοδικείο χαρακτήρισε, με τις σκέψεις 474 και 476 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις διαπιστώσεις της επί των αντιποίνων ως κύρια αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως. Κατά την Επιτροπή, αν προκύψει κατά την παρούσα διαδικασία ότι οι διαπιστώσεις της επίδικης αποφάσεως ως προς την έλλειψη διαφανείας της αγοράς δεν ήσαν εσφαλμένες κατά νόμο, η εν λόγω απόφαση πρέπει να κριθεί νόμιμη ανεξαρτήτως του αν περιέχει νομικά σφάλματα όσον αφορά τα αντίποινα.

185

Η Impala ερμήνευσε τις παρατηρήσεις που περιέχονται στο υπόμνημα απαντήσεως της Επιτροπής ως παρεμπίπτουσα αίτηση αναιρέσεως και απάντησε σ’ αυτές με αυτοτελές υπόμνημα της 23ης Μαρτίου 2007, επικαλούμενη το άρθρο 117, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Στη συνέχεια, επετράπη στους διαδίκους να καταθέσουν συμπληρωματικά υπομνήματα επ’ αυτού, το τελευταίο εκ των οποίων κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Ιουλίου 2007, χωρίς να επιλυθεί το ζήτημα αν η Impala ορθώς επικαλέστηκε το άρθρο 117, παράγραφος 2.

186

Ο χαρακτηρισμός ενός ισχυρισμού ως παρεμπίπτουσας αιτήσεως αναιρέσεως επιβάλλει, δυνάμει του άρθρου 117, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όπως ο διάδικος που τον προβάλλει σκοπεί στην εν όλω ή εν μέρει αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως για λόγο του οποίου δεν έγινε επίκληση με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως. Προκειμένου να εξακριβωθεί αν τούτο συμβαίνει, πρέπει να εξετασθεί η διατύπωση και ο σκοπός του επίμαχου χωρίου του υπομνήματος απαντήσεως της Επιτροπής καθώς και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το υπόμνημα αυτό.

187

Συναφώς, σημειωτέον ότι η Επιτροπή σε κανένα σημείο του υπομνήματός της δεν χρησιμοποιεί την έκφραση «παρεμπίπτουσα αίτηση αναιρέσεως». Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ρητώς κατά τη διαδικασία, ιδίως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ουδόλως είχε την πρόθεση να ασκήσει παρεμπίπτουσα αίτηση αναιρέσεως με τις «συμπληρωματικές παρατηρήσεις» της.

188

Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι οι εν λόγω παρατηρήσεις δεν συνιστούν παρεμπίπτουσα αίτηση αναιρέσεως. Συνεπώς, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Impala, δεν συντρέχει λόγος να αποφανθεί το Δικαστήριο επ’ αυτών.

Επί της αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου

189

Δυνάμει του άρθρου 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο δύναται είτε να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, όταν είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο.

190

Δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο εξέτασε αποκλειστικώς και μόνον τους δύο πρώτους από τους πέντε λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η Impala προς στήριξη της προσφυγής της, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η υπό κρίση διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση. Επομένως, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου, στο οποίο εναπόκειται να κρίνει, ενδεχομένως, το έννομο συμφέρον της Impala.

191

Αναπέμποντας την υπόθεση στο Πρωτοδικείο, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται επί των δικαστικών εξόδων της κατ’ αναίρεση δίκης.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 13ης Ιουλίου 2006, Τ-464/04, Impala κατά Επιτροπής.

 

2)

Αναπέμπει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

 

3)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.