Υπόθεση C-393/06
Ing. Aigner, Wasser-Wärme-Umwelt, GmbH
κατά
Fernwärme Wien GmbH
(αίτηση του Vergabekontrollsenat des Landes Wien για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Δημόσιες συμβάσεις — Οδηγίες 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ — Αναθέτων φορέας που ασκεί δραστηριότητες που εμπίπτουν εν μέρει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/17/ΕΚ και εν μέρει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/18/ΕΚ — Οργανισμός δημοσίου δικαίου — Αναθέτουσα αρχή»
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer της 22ας Νοεμβρίου 2007 I - 2343
Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 10ης Απριλίου 2008 I - 2361
Περίληψη της αποφάσεως
Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών – Οδηγία 2004/17 – Πεδίο εφαρμογής
(Οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2004/17, άρθρα 3 έως 7, και 20 § 1, και 2004/18, άρθρο 12 § 1)
Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών και στους τομείς των δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών – Οδηγίες 2004/17 και 2004/18 – Αναθέτουσες αρχές
(Οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2004/17, άρθρο 2 § 1, στοιχείο α΄), εδ. 2, και 2004/18, άρθρο 1 § 9, εδ. 2)
Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών και στους τομείς των δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών – Οδηγίες 2004/17 και 2004/18 – Πεδίο εφαρμογής
(Οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2004/17 και 2004/18)
Ο αναθέτων φορέας, κατά την έννοια της οδηγίας 2004/17Κ, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών, υποχρεούται να εφαρμόσει την προβλεπόμενη από την οδηγία αυτή διαδικασία μόνο για τη σύναψη συμβάσεων που έχουν σχέση με τις δραστηριότητες τις οποίες ο φορέας αυτός ασκεί σε έναν ή περισσότερους από τους τομείς που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 7 της εν λόγω οδηγίας.
Συγκεκριμένα, το άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/17 ορίζει ότι η οδηγία δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνάπτουν οι αναθέτοντες φορείς με άλλο σκοπό, πλην της ασκήσεως των δραστηριοτήτων τους που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 7 της ίδιας οδηγίας. Η οδηγία 2004/18 περιλαμβάνει αντίστοιχη διάταξη στο άρθρο της 12, παράγραφος 1, όπου ορίζεται ότι δεν έχει εφαρμογή στις δημόσιες συμβάσεις που ανατίθενται από αναθέτουσες αρχές οι οποίες ασκούν μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 7 της οδηγίας 2004/17. Έτσι, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/17 είναι αυστηρά περιορισμένο, γεγονός που δεν επιτρέπει την επέκταση των προβλεπόμενων στην οδηγία διαδικασιών πέραν του πεδίου εφαρμογής της.
(βλ. σκέψεις 28-29, διατακτ. 1)
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/17, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών και του άρθρου 1, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/18, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, ως «οργανισμός δημοσίου δικαίου» νοείται κάθε οργανισμός ο οποίος, πρώτον, έχει συσταθεί με συγκεκριμένο σκοπό την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτουν στον βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα, δεύτερον, έχει νομική προσωπικότητα και, τρίτον, η δραστηριότητά του χρηματοδοτείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος ή τις τοπικές ή περιφερειακές αρχές ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή η διαχείρισή του υπόκειται σε έλεγχο ασκούμενο από τους οργανισμούς αυτούς ή περισσότερο από το ήμισυ των μελών του διοικητικού, του διευθυντικού ή του εποπτικού συμβουλίου του διορίζεται από το κράτος, τις τοπικές ή περιφερειακές αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Οι τρεις αυτές προϋποθέσεις είναι σωρευτικές.
Φορέας που συστάθηκε με τον ειδικό σκοπό να εξασφαλίσει, στην περιοχή περιφερειακής αρχής, τη θέρμανση σε κατοικίες, δημόσια κτίρια, επιχειρήσεις ή γραφεία με τη χρήση ενέργειας παραγόμενης από την καύση αποβλήτων, ο οποίος έχει νομική προσωπικότητα και η περιφερειακή αρχή κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου του φορέα αυτού και ελέγχει τη διαχείριση των οικονομικών του, πληροί τα δύο τελευταία κριτήρια που θέτουν οι εν λόγω οδηγίες.
Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, δεν αμφισβητείται ότι ο φορέας αυτός συστάθηκε με τον ειδικό σκοπό την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος. Συγκεκριμένα, η εξασφάλιση της θέρμανσης σε αστική περιοχή με τρόπο που σέβεται το περιβάλλον αποτελεί αναμφίβολα σκοπό που εμπίπτει στο γενικό συμφέρον. Δεν έχει σημασία, συναφώς, αν οι ανάγκες αυτές καλύπτονται ή θα μπορούσαν να καλυφθούν από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Σημασία έχει να πρόκειται για ανάγκες τις οποίες, για λόγους που άπτονται του γενικού συμφέροντος, το κράτος ή ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης επιλέγουν να καλύψουν οι ίδιοι ή επί των οποίων επιθυμούν να διατηρήσουν καθοριστική επιρροή.
Για να εξακριβωθεί αν οι ανάγκες που καλύπτονται από τον εν λόγω φορέα δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των σχετικών νομικών και πραγματικών δεδομένων, όπως οι περιστάσεις υπό τις οποίες συστάθηκε ο οικείος φορέας και οι συνθήκες υπό τις οποίες ασκεί τη δραστηριότητά του. Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι η επίτευξη κερδών δεν αποτέλεσε τον κύριο στόχο του εν λόγω φορέα. Όσον αφορά, στη συνέχεια, την αγορά αναφοράς που πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εξακριβωθεί αν ο εν λόγω φορέας ασκεί ή όχι τις δραστηριότητές του υπό συνθήκες ανταγωνισμού, αυτή είναι, λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας της έννοιας του «οργανισμού δημοσίου δικαίου» βάσει λειτουργικών κριτηρίων, ο τομέας για τον οποίο έχει συσταθεί ο φορέας αυτός, δηλαδή ο τομέας της παροχής αστικής θέρμανσης με τη χρήση ενέργειας προερχόμενης από την καύση αποβλήτων. Ο εν λόγω φορέας κατέχει εκ των πραγμάτων στον τομέα αυτό οιονεί μονοπωλιακή θέση. Εξάλλου, ο τομέας αυτός παρουσιάζει σημαντική αυτοτέλεια, δεδομένου ότι το σύστημα αστικής θέρμανσης πολύ δύσκολα θα μπορούσε να αντικατασταθεί από άλλη μορφή ενέργειας και η οικεία περιφερειακή αρχή προσδίδει ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτό και για περιβαλλοντικούς λόγους, οπότε δεν θα επέτρεπε την κατάργηση του συστήματος αυτού, ακόμη και αν λειτουργούσε με ζημία. Έτσι, στον βαθμό που ο εν λόγω φορέας είναι σήμερα η μόνη επιχείρηση που μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτές τις ανάγκες γενικού συμφέροντος στον υπό εξέταση τομέα, οπότε θα μπορούσε να καθορίζει τη στάση της, κατά τη σύναψη των συμβάσεων, με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως.
Είναι συναφώς άνευ σημασίας το γεγονός ότι, εκτός από την αποστολή καλύψεως αναγκών γενικού συμφέροντος, ο εν λόγω φορέας ασκεί και άλλες δραστηριότητες που είναι κερδοσκοπικές, εφόσον εξακολουθεί να είναι επιφορτισμένος με την κάλυψη των αναγκών τις οποίες είναι ειδικά υποχρεωμένος να εξυπηρετεί. Το τμήμα που αντιπροσωπεύουν οι κερδοσκοπικές δραστηριότητες στο πλαίσιο των συνολικών δραστηριοτήτων του εν λόγω φορέα είναι επίσης άνευ σημασίας για τους σκοπούς του χαρακτηρισμού του οργανισμού δημοσίου δικαίου.
(βλ. σκέψεις 36-45, 47-48, διατακτ. 2)
Οι συμβάσεις που συνάπτει φορέας που έχει την ιδιότητα του οργανισμού δημοσίου δικαίου, κατά την έννοια των οδηγιών 2004/17 και 2004/18, οι οποίες συνδέονται με την άσκηση δραστηριοτήτων του φορέα αυτού σε έναν ή περισσότερους από τους τομείς που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 7 της οδηγίας 2004/17, πρέπει να υπάγονται στις προβλεπόμενες από την οδηγία αυτή διαδικασίες. Αντιθέτως, όλες οι άλλες συμβάσεις που συνάπτονται από τον φορέα αυτό σε σχέση με την άσκηση άλλων δραστηριοτήτων εμπίπτουν στις προβλεπόμενες από την οδηγία 2004/18 διαδικασίες. Καθεμία από τις δύο αυτές οδηγίες εφαρμόζεται χωρίς διάκριση μεταξύ των δραστηριοτήτων που ασκεί ο εν λόγω φορέας για την εκπλήρωση της αποστολής του να καλύπτει ανάγκες γενικού συμφέροντος και των δραστηριοτήτων που ασκεί υπό συνθήκες ανταγωνισμού, και τούτο ακόμη και αν υφίσταται λογιστική μέθοδος που αποσκοπεί στον διαχωρισμό των τομέων δραστηριότητας του φορέα αυτού, προκειμένου να αποτραπούν οι διασταυρούμενες χρηματοδοτήσεις μεταξύ των τομέων αυτών.
(βλ. σκέψη 59, διατακτ. 3)