Υπόθεση C-357/06

Frigerio Luigi & C. Snc

κατά

Comune di Triuggio

(αίτηση του Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Οδηγία 92/50/ΕΟΚ — Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών — Εθνική νομοθεσία περιορίζουσα στις κεφαλαιουχικές εταιρίες την ανάθεση των τοπικών δημόσιων υπηρεσιών οικονομικού ενδιαφέροντος — Συμβατότητα»

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 2007 

Περίληψη της αποφάσεως

1.     Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών — Οδηγία 92/50 — Επιχειρηματίες

(Οδηγία 92/50 του Συμβουλίου, άρθρο 26 §§ 1 και 2)

2.     Κοινοτικό δίκαιο — Άμεσο αποτέλεσμα — Διάταξη της Συνθήκης που εφαρμόζεται απ’ ευθείας — Υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων

1.     Το άρθρο 26, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/78, δεν επιτρέπει την εφαρμογή εθνικών διατάξεων οι οποίες εμποδίζουν υποψηφίους ή υποβαλόντες προσφορά που βάσει της νομοθεσίας του σχετικού κράτους μέλους έχουν δικαίωμα παροχής της σχετικής υπηρεσίας, περιλαμβανομένων όσων αποτελούν κοινοπραξίες παρεχόντων υπηρεσίες, να υποβάλουν προσφορές σε διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως υπηρεσιών της οποίας η αξία υπερβαίνει το κατώτατο όριο εφαρμογής της οδηγίας 92/50, απλώς και μόνο για τον λόγο ότι οι εν λόγω υποψήφιοι ή υποβαλόντες προσφορά δεν έχουν τη νομική μορφή που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη κατηγορία νομικών προσώπων, δηλαδή δεν είναι κεφαλαιουχική εταιρία.

(βλ. σκέψεις 22, 29 και διατακτ.)

2.     Του εθνικού δικαστηρίου έργο είναι, στο μέτρο που κατά το δίκαιο της ημεδαπής έχει περιθώριο εκτιμήσεως, να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει μια διάταξη του εσωτερικού δικαίου σύμφωνα με τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου και, αν μια τέτοια σύμφωνη ερμηνεία δεν είναι δυνατή, να αφήσει ανεφάρμοστη όποια διάταξη του εσωτερικού δικαίου είναι αντίθετη με τις επιταγές αυτές.

(βλ. σκέψεις 28, 29 και διατακτ.)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 18ης Δεκεμβρίου 2007 (*)

«Οδηγία 92/50/ΕΟΚ – Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Εθνική νομοθεσία περιορίζουσα στις κεφαλαιουχικές εταιρίες την ανάθεση των τοπικών δημόσιων υπηρεσιών οικονομικού ενδιαφέροντος – Συμβατότητα»

Στην υπόθεση C‑357/06,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, υποβληθείσα από το Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia (Ιταλία) με απόφαση της 16ης Ιουνίου 2006, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Αυγούστου 2006, στο πλαίσιο της δίκης

Frigerio Luigi & C. Snc

κατά

Comune di Triuggio,

παρισταμένης της:

Azienda Servizi Multisettoriali Lombarda – A.S.M.L. SpA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Γ. Αρέστη, πρόεδρο του ογδόου τμήματος, προεδρεύοντα του τετάρτου τμήματος, R. Silva de Lapuerta, E. Juhász (εισηγητή), J. Malenovský και T. von Danwitz, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Οκτωβρίου 2007,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–       η Frigerio Luigi & C. Snc, εκπροσωπούμενη από τον M. Boifava, avvocato,

–       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους C. Zadra και X. Lewis,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς την ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 26 της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ L 209, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/78/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Σεπτεμβρίου 2001 (ΕΕ L 285, σ. 1, στο εξής: οδηγία 92/50), του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 114), των άρθρων 39 ΕΚ, 43 ΕΚ, 48 ΕΚ και 81 ΕΚ, του άρθρου 9 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 86), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991 (ΕΕ L 78, σ. 32, στο εξής: οδηγία 75/442), καθώς και του άρθρου 7 της οδηγίας 2006/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ L 114, σ. 9).

2       Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Frigerio Luigi & C. Snc (στο εξής: Frigerio), ομόρρυθμης εταιρίας ιταλικού δικαίου, και του Comune di Triuggio (Δήμου του Triuggio) σχετικά με την ανάθεση μιας συμβάσεως για τη διαχείριση της υπηρεσίας «καθαρή πόλη».

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

3       Η οδηγία 92/50 σκοπό έχει τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως των δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών. Κατά τη δεύτερη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία αυτή συντελεί στη σταδιακή εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς, η οποία συνεπάγεται έναν χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο είναι εξασφαλισμένη η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων.

4       Η έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής εκθέτει μεταξύ άλλων ότι είναι αναγκαίο να αποφεύγονται τα εμπόδια για την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών και ότι, επομένως, οι παρέχοντες υπηρεσίες δύνανται να είναι είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα.

5       Κατά την εικοστή αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας, για να εξαλειφθούν οι πρακτικές που περιορίζουν γενικά τον ανταγωνισμό και ειδικά τη συμμετοχή των υπηκόων άλλων κρατών μελών στις συμβάσεις, είναι αναγκαίο οι παρέχοντες υπηρεσίες να έχουν καλύτερη πρόσβαση στις διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων.

6       Το άρθρο 26 της οδηγίας 92/50 έχει ως εξής:

«1.      Κοινοπραξίες παρεχόντων υπηρεσίες δύνανται να υποβάλουν προσφορές. Οι εν λόγω κοινοπραξίες δεν δύναται να υποχρεωθούν να περιβληθούν ιδιαίτερη νομική μορφή προκειμένου να υποβάλουν την προσφορά. Η επιλεγείσα κοινοπραξία δύναται να υποχρεωθεί να πράξει τούτο όταν της ανατεθεί η σύμβαση.

2.      Οι υποψήφιοι ή οι προσφέροντες οι οποίοι σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι, έχουν δικαίωμα να παρέχουν τη συγκεκριμένη υπηρεσία, δεν είναι δυνατόν να απορρίπτονται για το μόνο λόγο ότι, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο συνάπτεται η σύμβαση, θα έπρεπε να είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

3.      Είναι δυνατόν, ωστόσο, να ζητηθεί από τα νομικά πρόσωπα να αναφέρουν στην προσφορά ή στην αίτηση συμμετοχής τα ονόματα και τα επαγγελματικά προσόντα των προσώπων που θα έχουν την ευθύνη της εκτέλεσης της συγκεκριμένης υπηρεσίας.»

7       Η οδηγία 92/50 καταργήθηκε, εξαιρουμένου του άρθρου της 41, στις 31 Ιανουαρίου 2006 και αντικαταστάθηκε με την οδηγία 2004/18. Στην ουσία, το κείμενο του άρθρου 26 της οδηγίας 92/50 επαναλαμβάνεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2004/18.

 Η εθνική ρύθμιση

8       Το νομοθετικό διάταγμα 267 περί ενοποιήσεως των νόμων για την οργάνωση των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως (testo unico delle leggi sull’ordinamento degli enti locali), της 18ης Αυγούστου 2000 (τακτικό παράρτημα του GURI αριθ. 227, της 28ης Σεπτεμβρίου 2000), όπως τροποποιήθηκε με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου 269 περί επειγουσών διατάξεων για την προώθηση της αναπτύξεως και για τη διόρθωση της καταστάσεως των δημοσίων οικονομικών (disposizioni urgenti per favorire lo sviluppo e per la correzione dell’andamento dei conti pubblici), της 30ής Σεπτεμβρίου 2003 (τακτικό παράρτημα του GURI αριθ. 229, της 2ας Οκτωβρίου 2003), η οποία κυρώθηκε, κατόπιν τροποποιήσεως, με τον νόμο 326, της 24ης Νοεμβρίου 2003 (τακτικό παράρτημα του GURI αριθ. 274, της 25ης Νοεμβρίου 2003, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 267/2000), ρυθμίζει μεταξύ άλλων τα της αναθέσεως των συμβάσεων σχετικά με την εκμετάλλευση των τοπικών δημόσιων υπηρεσιών οικονομικού ενδιαφέροντος. Το άρθρο 113, παράγραφος 5, του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος ορίζει:

«Η υπηρεσία παρέχεται σύμφωνα με τη ρύθμιση που διέπει τον οικείο τομέα και τηρουμένης της κοινοτικής ρυθμίσεως, στο πλαίσιο των οποίων η εκμετάλλευση της υπηρεσίας ανατίθεται:

a)      σε κεφαλαιουχικές εταιρίες που επιλέγονται μέσω διαδικασίας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών·

b)      σε εταιρίες μικτού, δημόσιου και ιδιωτικού, κεφαλαίου, όπου ο ιδιώτης εταίρος έχει επιλεγεί μέσω διαδικασίας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών εξασφαλίζουσας την τήρηση των εθνικών και κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που οι αρμόδιες αρχές χαράσσουν με ειδικές πράξεις ή εγκυκλίους·

c)      σε εταιρίες οι οποίες ανήκουν εξ ολοκλήρου στον δημόσιο τομέα, υπό τον όρο τόσο ότι ο δημόσιος ή οι δημόσιοι οργανισμοί, που κατέχουν το κεφάλαιο της εταιρίας, ασκούν επί της εταιρίας έλεγχο ανάλογο με εκείνο που ασκούν επί των δικών τους υπηρεσιών όσο και ότι η εταιρία ασκεί το ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς της μαζί με τον δημόσιο οργανισμό ή τους δημόσιους οργανισμούς που την ελέγχουν.»

9       Όσον αφορά ειδικά τον τομέα των αποβλήτων, το άρθρο 2, παράγραφος 6, του νόμου 26 της Περιφέρειας Λομβαρδία περί των τοπικών υπηρεσιών γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος [–] Κανόνες σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων, την ενέργεια, τη χρησιμοποίηση του υπεδάφους και τους υδάτινους πόρους (disciplina dei servizi locali di interesse economico generale. Norme in materia di gestione dei rifiuti, di energia, di utilizzo del sottosuolo e di risorse idriche), της 12ης Δεκεμβρίου 2003 (τακτικό παράρτημα του Bollettino Ufficiale della Regione Lombardia αριθ. 51, της 16ης Δεκεμβρίου 2003, στο εξής: περιφερειακός νόμος 26), ορίζει:

«Η παροχή των υπηρεσιών ανατίθεται σε κεφαλαιουχικές εταιρίες που επιλέγονται μέσω διαδικασίας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών ή διαδικασιών συμβατών με την εθνική και κοινοτική ρύθμιση περί ανταγωνισμού [...]».

10     Κατά το άρθρο 198, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 152 περί περιβαλλοντικών κανόνων (norme in materia ambiente), της 3ης Απριλίου 2006 (τακτικό παράρτημα του GURI αριθ. 88, της 14ης Απριλίου 2006):

«[…] οι δήμοι συνεχίζουν, υπό μονοπωλιακό καθεστώς όπως προβλέπει το άρθρο 113, παράγραφος 5, του νομοθετικού διατάγματος [267/2000], τη διαχείριση των προοριζομένων για καταστροφή αστικών και εξομοιουμένων με αυτά αποβλήτων.»

 Το πραγματικό πλαίσιο και τα προδικαστικά ερωτήματα

11     Με την απόφαση 53, της 29ης Νοεμβρίου 2005 (στο εξής: απόφαση 53), το δημοτικό συμβούλιο του Triuggio ανέθεσε, για χρονικό διάστημα πέντε ετών από την 1η Ιουλίου 2006, τη διαχείριση της υπηρεσίας «καθαρή πόλη» στην Azienda Servizi Multisettoriali Lombarda – A.S.M.L. SpA (στο εξής: ASML).

12     Με την ίδια απόφαση, το πιο πάνω δημοτικό συμβούλιο δεσμεύτηκε να αποκτήσει χαρτοφυλάκιο μετοχών για να μπορέσει η δημοτική αρχή «να γίνει από κάθε άποψη εταίρος και να αναδιαρθρώσει και να ρυθμίζει, τόσο από οργανωτική όσο και από λειτουργική άποψη, τις σχέσεις με την [ASML], προκειμένου [ο Δήμος του Triuggio] να έχει επί της επιχειρήσεως εξουσία προσανατολισμού και ελέγχου ανάλογη με εκείνη που ασκεί επί των δικών του υπηρεσιών».

13     Η Frigerio, η οποία στο πλαίσιο προσωρινής κοινοπραξίας με άλλη ομόρρυθμη εταιρία ιταλικού δικαίου διαχειριζόταν τη σχετική υπηρεσία από την 1η Ιανουαρίου 1996 μέχρι τις 30 Ιουνίου 2006, άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως 53 ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia (Περιφερειακού Διοικητικού Πρωτοδικείου Λομβαρδίας). Στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής, ισχυρίστηκε ότι το δημοτικό συμβούλιο του Triuggio δεν είχε δικαίωμα να αναθέσει απ’ ευθείας τη σχετική σύμβαση, αλλά όφειλε να διατυπώσει πρόσκληση προς υποβολή προσφορών, σύμφωνα με την εφαρμοστέα επί των δημοσίων συμβάσεων κοινοτική νομοθεσία και με το άρθρο 113, παράγραφος 5, του νομοθετικού διατάγματος 267/2000.

14     Ο Δήμος του Triuggio καθώς και η ASML ζήτησαν να απορριφθεί η προσφυγή αυτή, και παρεμπιπτόντως προέβαλαν ένσταση απαραδέκτου. Εν προκειμένω, υποστηρίζουν ειδικά ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της Frigerio, καθόσον η τελευταία, η οποία έχει τη νομική μορφή προσωπικής εταιρίας (ομόρρυθμης εταιρίας), δεν μπορεί να ζητήσει να της ανατεθεί η σχετική σύμβαση, δεδομένου ότι το άρθρο 113, παράγραφος 5, του νομοθετικού διατάγματος 267/2000 ορίζει ότι η ανάθεση των τοπικών δημόσιων συμβάσεων, όπως η σύμβαση «καθαρή πόλη», μπορεί να γίνει μόνο σε κεφαλαιουχικές εταιρίες.

15     Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Μήπως η διάταξη του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας [2004/18], ή η ανάλογη του άρθρου 26, παράγραφος 2, της οδηγίας [92/50] (στην περίπτωση που η τελευταία θεωρηθεί ως διάταξη αναφοράς), σύμφωνα με την οποία οι υποψήφιοι ή οι υπαβαλόντες προσφορά, οι οποίοι έχουν δικαίωμα, δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένοι, να παρέχουν τη συγκεκριμένη υπηρεσία, δεν είναι δυνατόν να απορριφθούν με μοναδική αιτιολογία το γεγονός ότι, δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους όπου έγινε η ανάθεση της συμβάσεως, θα έπρεπε να είναι είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα, διατυπώνει μια θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου ικανή να υπερκεράσει τον ρητό περιορισμό που προβλέπεται από το άρθρο 113, παράγραφος 5, του νομοθετικού διατάγματος 267/2000, καθώς και από τα άρθρα 2, παράγραφος 6, και 15, παράγραφος 1, του περιφερειακού νόμου [26], και μήπως είναι ως εκ τούτου ικανή να εκτείνει την αποτελεσματικότητά της κατά τέτοιον τρόπο ώστε να επιτρέπει τη συμμετοχή στους διαγωνισμούς και υποψηφίων που δεν έχουν τη μορφή κεφαλαιουχικών εταιριών;

2)      Στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η προαναφερθείσα ρύθμιση δεν αποτελεί έκφραση μιας θεμελιώδους αρχής του κοινοτικού δικαίου, μήπως η διάταξη του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας [2004/18], ή η ανάλογη διάταξη του άρθρου 26, παράγραφος 2, της οδηγίας [92/50] (εφόσον θεωρηθεί ότι η τελευταία αποτελεί το εφαρμοστέο κανονιστικό πλαίσιο), αποτελεί έμμεση συνέπεια ή “παρεπόμενη αρχή” της αρχής του ανταγωνισμού, σε συνδυασμό με τις αρχές της διοικητικής διαφάνειας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, και μήπως πρέπει ως εκ τούτου να θεωρηθεί ότι ο κανόνας αυτός έχει άμεση εφαρμογή και υπερισχύει των ενδεχομένως μη σύμφωνων εθνικών διατάξεων που θεσπίζουν τα κράτη μέλη για να ρυθμίσουν τις διαδικασίες συνάψεως δημόσιων συμβάσεων οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο άμεσης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου;

3)      Μήπως οι διατάξεις του άρθρου 113, παράγραφος 5, του νομοθετικού διατάγματος 267/2000, καθώς και εκείνες των άρθρων 2, παράγραφος 6, και 15, παράγραφος 1, του περιφερειακού νόμου [26] συνάδουν με τις κοινοτικές αρχές που απορρέουν από τα άρθρα 39 [ΕΚ] (αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων εντός της Κοινότητας), 43 [ΕΚ] (ελευθερία εγκαταστάσεως), 48 [ΕΚ] και 81 [ΕΚ] (συμφωνίες περιοριστικές του ανταγωνισμού) […] και μήπως, στην περίπτωση που οι προαναφερθείσες εθνικές διατάξεις δεν είναι σύμφωνες, πρέπει να μην εφαρμοστούν ως αντίθετες με τις κοινοτικές διατάξεις που έχουν άμεση εφαρμογή και υπερισχύουν των εσωτερικών διατάξεων;

4)      Μήπως οι διατάξεις του άρθρου 113, παράγραφος 5, του νομοθετικού διατάγματος 267/2000, καθώς και των άρθρων 2, παράγραφος 6, και 15, παράγραφος 1, του περιφερειακού νόμου [26] συνάδουν με τη διάταξη του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας [75/442] ή με την ανάλογη διάταξη του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας [2006/12] (εφόσον θεωρηθεί ότι η τελευταία αποτελεί το εφαρμοστέο κανονιστικό πλαίσιο), οι οποίες ορίζουν αντιστοίχως ότι “[...] κάθε εγκατάσταση ή επιχείρηση που διεξάγει τις εργασίες που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ Α [της οδηγίας 75/442] πρέπει να διαθέτει άδεια της αναφερόμενης στο άρθρο 6 [της ίδιας οδηγίας] αρμόδιας αρχής” και ότι “τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 [της οδηγίας 2006/12] (διαχείριση των αποβλήτων) σχέδια μπορούν να περιλαμβάνουν, παραδείγματος χάριν: α) τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα για τη διαχείριση των αποβλήτων [...]”;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος

16     Κατ’ αρχάς πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, η οποία στηρίζεται σε σαφή διαχωρισμό των καθηκόντων των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, κάθε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 1998, C-235/95, Dumon και Froment, Συλλογή 1998, σ. I-4531, σκέψη 25· της 11ης Ιουλίου 2006, C-13/05, Chacón Navas, Συλλογή 2006, σ. I-6467, σκέψη 32, και της 8ης Νοεμβρίου 2007, C-251/06, ING. AUER, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 19).

17     Εν προκειμένω, από την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, και ιδίως από το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, προκύπτει ότι η προκείμενη σκέψη στη συλλογιστική του αιτούντος δικαστηρίου είναι ότι η σύμβαση που είναι επίμαχη στην κύρια δίκη εμπίπτει σε μια από τις κοινοτικές οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, δηλαδή είτε στην οδηγία 92/50 είτε στην οδηγία 2004/18. Η σκέψη αυτή επιρρωννύεται από στοιχεία που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, όπως η απόφαση 53, της οποίας το κείμενο επισυνάφθηκε στις παρατηρήσεις της Frigerio και από την οποία προκύπτει ότι η αξία της επίμαχης στην κύρια δίκη συμβάσεως υπερβαίνει το κατώτατο όριο για την εφαρμογή των εν λόγω οδηγιών. Επιπλέον, από τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι η αντιπαροχή στην εν λόγω σύμβαση προέρχεται από τον Δήμο του Triuggio, οπότε η σύμβαση αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως παραχώρηση υπηρεσιών.

18     Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η εν λόγω απόφαση φέρει την ημερομηνία 29 Νοεμβρίου 2005, διαπιστώνεται ότι η οδηγία 92/50 έχει εφαρμογή ratione materiæ και ratione temporis στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης.

19     Κατά συνέπεια, το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν μαζί, πρέπει να αναδιατυπωθούν υπό την έννοια ότι το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κυρίως, αν το άρθρο 26, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/50 αποκλείει την εφαρμογή εθνικών διατάξεων, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, οι οποίες ορίζουν ότι σε μια διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως υπηρεσιών προσφορά μπορούν να υποβάλουν μόνον οι ενδιαφερόμενοι που έχουν τη νομική μορφή κεφαλαιουχικής εταιρίας. Επικουρικώς, το πιο πάνω δικαστήριο ερωτά ποιες συνέπειες θα έχει για την ερμηνεία και την εφαρμογή του εθνικού δικαίου τυχόν καταφατική απάντηση.

20     Κατά το άρθρο 26, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/50, οι υποψήφιοι ή οι υποβαλόντες προσφορά οι οποίοι, βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένοι, έχουν δικαίωμα να παρέχουν συγκεκριμένη υπηρεσία δεν μπορούν να απορριφθούν από τις αναθέτουσες αρχές απλώς και μόνο για τον λόγο ότι, βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους όπου ανατέθηκε η σύμβαση, θα έπρεπε να είναι είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα.

21     Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι υποψήφιοι ή οι υποβαλόντες προσφορά που βάσει της νομοθεσίας του σχετικού κράτους μέλους έχουν δικαίωμα να παρέχουν τη σχετική υπηρεσία δεν μπορούν να αποκλειστούν, από τις αναθέτουσες αρχές, από μια διαδικασία προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών ούτε και για τον λόγο ότι η νομική μορφή τους δεν αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη κατηγορία νομικών προσώπων.

22     Εντεύθεν προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη δεν επιτρέπει την εφαρμογή κάθε εθνικής ρυθμίσεως η οποία αποκλείει υποψηφίους ή υποβαλόντες προσφορά, που βάσει της νομοθεσίας του σχετικού κράτους μέλους έχουν δικαίωμα να παρέχουν τη σχετική υπηρεσία, από την ανάθεση των δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών των οποίων η αξία υπερβαίνει το κατώτατο όριο εφαρμογής της οδηγίας 92/50, απλώς και μόνο για τον λόγο ότι οι υποψήφιοι ή οι υποβαλόντες προσφορά δεν έχουν τη νομική μορφή που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη κατηγορία νομικών προσώπων.

23     Κατά συνέπεια, εθνικές διατάξεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, οι οποίες ορίζουν ότι οι τοπικές δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών οικονομικού ενδιαφέροντος των οποίων η αξία υπερβαίνει το κατώτατο όριο εφαρμογής της οδηγίας 92/50 μπορούν να ανατεθούν μόνο σε κεφαλαιουχικές εταιρίες, δεν είναι συμβατές με το άρθρο 26, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

24     Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Frigerio άσκησε την προσφυγή της κύριας δίκης ως ηγετική εταιρία προσωρινής κοινοπραξίας επιχειρήσεων η οποία παρείχε στον Δήμο του Triuggio την υπηρεσία «καθαρή πόλη» μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1996 και της 30ής Ιουνίου 2006.

25     Εν προκειμένω, πρέπει να διευκρινιστεί ότι και από το άρθρο 26, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/50 προκύπτει ότι οι αναθέτουσες αρχές δεν μπορούν να απαιτήσουν να αποκτήσουν κοινοπραξίες παρεχόντων υπηρεσίες συγκεκριμένη νομική μορφή για την υποβολή προσφοράς.

26     Επιπλέον, ενώπιον του Δικαστηρίου δεν αμφισβητήθηκε ότι, κατά την ιταλική νομοθεσία, η Frigerio είχε δικαίωμα να παρέχει την υπηρεσία «καθαρή πόλη» υπό τη νομική της μορφή, δηλαδή ως ομόρρυθμη εταιρία. Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει μεταξύ άλλων ότι η Frigerio είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο των προσώπων που έχουν δικαίωμα να δραστηριοποιούνται στον τομέα των αποβλήτων.

27     Όπως εκτέθηκε στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, επικουρικώς, και ποιες είναι οι συνέπειες τυχόν διαπιστώσεως ότι εθνικές διατάξεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη δεν είναι σύμφωνες με την οδηγία 92/50.

28     Εν προκειμένω αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το εθνικό δικαστήριο, στο μέτρο που κατά το δίκαιο της ημεδαπής έχει περιθώριο εκτιμήσεως, οφείλει να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει μια διάταξη του εσωτερικού δικαίου σύμφωνα με τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου. Αν δεν είναι δυνατή τέτοια σύμφωνη εφαρμογή, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εφαρμόσει στο ακέραιο το κοινοτικό δίκαιο και να προστατεύσει τα δικαιώματα που το τελευταίο παρέχει στους ιδιώτες, αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστη οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη του εσωτερικού δικαίου (βλ., στο ίδιο πνεύμα, τις αποφάσεις της 4ης Φεβρουαρίου 1988, 157/86, Murphy κ.λπ., Συλλογή 1988, σ. 673, σκέψη 11, και της 11ης Ιανουαρίου 2007, C‑208/05, ITC, Συλλογή 2007, σ. I‑181, σκέψεις 68 και 69).

29     Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 26, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 92/50 δεν επιτρέπει την εφαρμογή εθνικών διατάξεων όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, οι οποίες εμποδίζουν υποψηφίους ή υποβαλόντες προσφορά που βάσει της νομοθεσίας του σχετικού κράτους μέλους έχουν δικαίωμα παροχής της σχετικής υπηρεσίας, περιλαμβανομένων όσων αποτελούν κοινοπραξίες παρεχόντων υπηρεσίες, να υποβάλουν προσφορές σε διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως υπηρεσιών της οποίας η αξία υπερβαίνει το κατώτατο όριο εφαρμογής της οδηγίας 92/50, απλώς και μόνο για τον λόγο ότι οι εν λόγω υποψήφιοι ή υποβαλόντες προσφορά δεν έχουν τη νομική μορφή που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη κατηγορία νομικών προσώπων, δηλαδή δεν είναι κεφαλαιουχική εταιρία. Του εθνικού δικαστηρίου έργο είναι, στο μέτρο που κατά το δίκαιο της ημεδαπής έχει περιθώριο εκτιμήσεως, να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει μια διάταξη του εσωτερικού δικαίου σύμφωνα με τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου και, αν μια τέτοια σύμφωνη ερμηνεία δεν είναι δυνατή, να αφήσει ανεφάρμοστη όποια διάταξη του εσωτερικού δικαίου είναι αντίθετη με τις επιταγές αυτές.

 Επί του τρίτου και του τετάρτου ερωτήματος

30     Με το τρίτο και το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν εθνικές διατάξεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη είναι σύμφωνες με τα άρθρα 39 ΕΚ, 43 ΕΚ, 48 ΕΚ και 81 ΕΚ καθώς και με την οδηγία 75/442 και την οδηγία 2006/12.

31     Εφόσον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως, τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50 και η ερμηνεία της οδηγίας αυτής παρέχει τα αναγκαία στοιχεία για να μπορέσει το αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί στην υπόθεση που εκδικάζει, η εξέταση των πιο πάνω κοινοτικών διατάξεων θα είχε εντελώς υποθετικό ενδιαφέρον. Επομένως, κατά πάγια νομολογία, παρέλκει να δοθεί απάντηση στο τρίτο και στο τέταρτο ερώτημα (βλ., στο ίδιο πνεύμα, τις αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2005, C‑144/04, Mangold, Συλλογή 2005, σ. I‑9981, σκέψεις 36 και 37, καθώς και της 4ης Ιουλίου 2006, C‑212/04, Αδενέλερ κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑6057, σκέψεις 42 και 43).

 Επί των δικαστικών εξόδων

32     Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 26, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1982, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/78/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Σεπτεμβρίου 2001, δεν επιτρέπει την εφαρμογή εθνικών διατάξεων όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, οι οποίες εμποδίζουν υποψηφίους ή υποβαλόντες προσφορά που βάσει της νομοθεσίας του σχετικού κράτους μέλους έχουν δικαίωμα παροχής της σχετικής υπηρεσίας, περιλαμβανομένων όσων αποτελούν κοινοπραξίες παρεχόντων υπηρεσίες, να υποβάλουν προσφορές σε διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως υπηρεσιών της οποίας η αξία υπερβαίνει το κατώτατο όριο εφαρμογής της οδηγίας 92/50, απλώς και μόνο για τον λόγο ότι οι εν λόγω υποψήφιοι ή υποβαλόντες προσφορά δεν έχουν τη νομική μορφή που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη κατηγορία νομικών προσώπων, δηλαδή δεν είναι κεφαλαιουχική εταιρία. Του εθνικού δικαστηρίου έργο είναι, στο μέτρο που κατά το δίκαιο της ημεδαπής έχει περιθώριο εκτιμήσεως, να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει μια διάταξη του εσωτερικού δικαίου σύμφωνα με τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου και, αν μια τέτοια σύμφωνη ερμηνεία δεν είναι δυνατή, να αφήσει ανεφάρμοστη όποια διάταξη του εσωτερικού δικαίου είναι αντίθετη με τις επιταγές αυτές.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.