Υπόθεση C-348/06 P

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Marie-Claude Girardot

«Αίτηση αναιρέσεως — Έκτακτος υπάλληλος — Αγωγή αποζημιώσεως — Απώλεια ευκαιρίας προσλήψεως — Πραγματική και βέβαιη ζημία — Καθορισμός της εκτάσεως της αποκαταστάσεως της ζημίας»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi της 22ας Νοεμβρίου 2007   I - 836

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 21ης Φεβρουαρίου 2008   I - 863

Περίληψη της αποφάσεως

  1. Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας – Αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που συνδέεται με την οφειλόμενη στην παράνομη απόρριψη μιας υποψηφιότητας απώλεια μιας ευκαιρίας

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)

  2. Αναίρεση – Λόγοι – Απλή επανάληψη των ισχυρισμών και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου – Απαράδεκτο

    (Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, στοιχείο γ’)

  1.  Το Πρωτοδικείο, όταν εκδικάζει μια διαφορά με χρηματικό χαρακτήρα υπό την έννοια του άρθρου 91, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, έχει αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας, στο πλαίσιο της οποίας διαθέτει την εξουσία, αν χρειάζεται, να υποχρεώσει αυτεπαγγέλτως τον καθού στην καταβολή αποζημιώσεως για τη ζημία που προκλήθηκε από πταίσμα του και, στην περίπτωση αυτή, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υποθέσεως να αξιολογήσει κατά δίκαιη κρίση τη ζημία που προκλήθηκε. Επί πλέον, όταν το Πρωτοδικείο έχει διαπιστώσει την ύπαρξη ζημίας, μόνον αυτό είναι αρμόδιο να εκτιμήσει, εντός των ορίων του αιτήματος αποζημιώσεως και τηρουμένης της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, τον τρόπο και την έκταση της αποκαταστάσεως της ζημίας αυτής.

    Όταν το ζήτημα είναι να καθοριστεί η έκταση της αποκαταστάσεως της ζημίας που απέρρευσε από την απώλεια της ευκαιρίας να προσληφθεί σε θέση εντός κοινοτικού οργάνου ένας έκτακτος υπάλληλος του οποίου η υποψηφιότητα απορρίφθηκε παράνομα, η χρησιμοποίηση μιας μεθόδου που γίνεται δεκτή από διάφορα εθνικά δίκαια και στηρίζεται στο κριτήριο της μισθολογικής απώλειας, με το να καθοριστεί πρώτα η διαφορά μεταξύ των προσδοκωμένων αποδοχών και των αποδοχών που όντως ελήφθησαν και μετά με το να καθοριστεί ως ποσοστό η πιθανότητα προσλήψεως προκειμένου να πολλαπλασιαστεί με την κατά τα πιο πάνω μισθολογική απώλεια, οδηγεί αναγκαστικά τον κοινοτικό δικαστή να στηριχθεί σε σειρά υποθέσεων που είναι ως εκ της φύσεώς τους αβέβαιες, αλλά εμπίπτουν στην ανέλεγκτη κρίση των πραγματικών περιστατικών από το Πρωτοδικείο και στο περιθώριο εκτιμήσεως που αυτό διαθέτει.

    (βλ. σκέψεις 45, 58-59, 61-62, 64, 72-74)

  2.  Από τα άρθρα 225 ΕΚ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να αναφέρει με ακριβή τρόπο τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που με συγκεκριμένο τρόπο υποστηρίζουν την αίτηση αυτή.

    Δεν ικανοποιεί την πιο πάνω επιταγή η αίτηση αναιρέσεως που σκοπό έχει όχι να προσδιοριστεί η ύπαρξη νομικών σφαλμάτων στη συλλογιστική του Πρωτοδικείου στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αλλά να τεθεί υπό αμφισβήτηση, αφενός, με την επανάληψη των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και, αφετέρου, με την επίκληση φερομένων νέων αποδείξεων, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που έγινε από το δικαστήριο αυτό στην απόφαση εκείνη.

    (βλ. σκέψεις 88, 91)