Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-341/06 P και C-342/06 P

Chronopost SA και La Poste

κατά

Union française de l’express (UFEX) κ.λπ.

«Αίτηση αναιρέσεως — Νομότυπο της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου — Απόφαση του Πρωτοδικείου — Ακύρωση — Παραπομπή — Δεύτερη απόφαση του Πρωτοδικείου — Σύνθεση του επιληφθέντος δικαστηρίου — Κρατικές ενισχύσεις — Ταχυδρομικός τομέας — Δημόσια επιχείρηση επιφορτισμένη με υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος — Υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη σε θυγατρική εταιρία — Θυγατρική που δεν δραστηριοποιείται σε τομέα μη υποκείμενο σε ανταγωνισμό — Μεταβίβαση στη θυγατρική αυτή της δραστηριότητας διεκπεραίωσης επείγουσας αλληλογραφίας — Έννοια των “κρατικών ενισχύσεων” — Απόφαση της Επιτροπής — Υποστήριξη και μεταβίβαση που δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση — Αιτιολογία»

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston της 6ης Δεκεμβρίου 2007   I - 4782

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 1ης Ιουλίου 2008   I - 4813

Περίληψη της αποφάσεως

  1. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Υποχρέωση του Δικαστηρίου να διασφαλίζει τον σεβασμό τους – Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – Δικαίωμα κάθε προσώπου για δίκαιη δίκη

    (Άρθρο 6 § 2 ΕΕ)

  2. Διαδικασία – Παρέμβαση – Ένσταση απαραδέκτου που δεν προβλήθηκε από τον καθού – Απαράδεκτο

    (Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 40 § 4)

  3. Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Απόφαση που αφορά τη φύση της κρατικής ενίσχυσης που συνίσταται στην παροχή, από μητρική εταιρία δραστηριοποιούμενη σε αγορά μη υποκείμενη στον ανταγωνισμό, υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστήριξης στη θυγατρική της, η οποία δεν δραστηριοποιείται σε αγορά μη υποκείμενη στον ανταγωνισμό

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 (νυν, κατόπιν τροποποίησης, άρθρο 87 ΕΚ) και άρθρα 93 και 190 (νυν άρθρα 88 ΕΚ και 253 ΕΚ)]

  4. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Μεταβίβαση σε θυγατρική εταιρία του ιδιωτικού δικαίου, η οποία δεν δραστηριοποιείται σε αγορά μη υποκείμενη στον ανταγωνισμό, της πελατείας μιας υπηρεσίας της μητρικής εταιρίας της που δραστηριοποιείται σε αγορά μη υποκείμενη στον ανταγωνισμό

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 § 1 (νυν, κατόπιν τροποποίησης, άρθρο 87 § 1 ΕΚ)]

  5. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη παρεχόμενη από επιχείρηση επιφορτισμένη με υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος στη θυγατρική της

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 § 1 (νυν, κατόπιν τροποποίησης, άρθρο 87 § 1 ΕΚ)]

  1.  Το δικαίωμα για δίκαιη δίκη που προβλέπει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, το οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση διασφαλίζει ως γενική αρχή δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, ΕΕ και με το οποίο αναγνωρίζεται σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δικαίως, δημοσίως και εντός εύλογης προθεσμίας από ανεξάρτητο, αμερόληπτο και νομίμως λειτουργούν δικαστήριο.

    Στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, ένας λόγος αναιρέσεως συνιστάμενος στη μη νόμιμη σύνθεση του δικαστηρίου πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί λόγο δημοσίας τάξεως ο οποίος πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον κοινοτικό δικαστή.

    Το γεγονός ότι τα καθήκοντα του εισηγητή δικαστή ανατέθηκαν στο ίδιο πρόσωπο, το οποίο μετέσχε σε δύο δικαστικούς σχηματισμούς που επιλήφθηκαν διαδοχικά της ίδιας υπόθεσης, αυτό καθαυτό είναι άνευ σημασίας για την εκτίμηση της τήρησης της υποχρέωσης αμεροληψίας, καθόσον τα εν λόγω καθήκοντα ασκούνται συλλογικά.

    Εξάλλου, η υποχρέωση αμεροληψίας έχει δύο πτυχές. Αφενός, το δικαστήριο οφείλει να είναι υποκειμενικά αμερόληπτο, δηλαδή τα μέλη του δεν πρέπει να εκδηλώνουν μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, της προσωπικής αμεροληψίας τεκμαιρομένης μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου. Αφετέρου, το δικαστήριο πρέπει να είναι αντικειμενικά αμερόληπτο, δηλαδή να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης σχετικής αμφιβολίας. Συναφώς, το γεγονός ότι ο ίδιος δικαστής μετέχει σε δύο δικαστικούς σχηματισμούς που επιλήφθηκαν διαδοχικά της ίδιας υπόθεσης δεν μπορεί αυτό καθαυτό, χωρίς τη συνδρομή κάποιου άλλου αντικειμενικού στοιχείου, να γεννήσει αμφιβολίες για την αμεροληψία του δικαστηρίου.

    (βλ. σκέψεις 44-45, 48, 53-54, 56)

  2.  Ο παρεμβαίνων δεν νομιμοποιείται να προβάλει ένσταση απαραδέκτου η οποία δεν διατυπώνεται με τα υπομνήματα του καθού.

    (βλ. σκέψη 67)

  3.  Όταν με απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται η κρατική ενίσχυση για την οποία υποβλήθηκε καταγγελία, η Επιτροπή υποχρεούται, εν πάση περιπτώσει, να εκθέσει στον καταγγέλλοντα επαρκώς τους λόγους για τους οποίους τα προβληθέντα με την καταγγελία πραγματικά και νομικά στοιχεία δεν υπήρξαν επαρκή για να αποδείξουν την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση ως προς στοιχεία που είναι προδήλως άσχετα, ασήμαντα ή σαφώς δευτερεύοντα. Εξάλλου, η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε τη σχετική απόφαση.

    Το γεγονός ότι μια απόφαση της Επιτροπής είναι μια από τις πρώτες που αντιμετώπισαν, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, το περίπλοκο ζήτημα του υπολογισμού του κόστους της υποστήριξης, την οποία παρέχει μια μητρική εταιρία δραστηριοποιούμενη σε αγορά μη υποκείμενη στον ανταγωνισμό προς τη θυγατρική της που δεν δραστηριοποιείται σε τέτοια αγορά, δεν δικαιολογεί αυτό καθαυτό μια αιτιολογία που κατ’ ανάγκη υπεισέρχεται στον λεπτομερή υπολογισμό του κόστους αυτού, αν η Επιτροπή κρίνει ότι οι σχετικοί λόγοι που επικαλείται ο καταγγέλλων είναι κατ’ αρχήν εσφαλμένοι. Αν υποτεθεί ότι αυτή καθαυτή η άποψη αυτή της Επιτροπής είναι εσφαλμένη, το γεγονός αυτό μπορεί να επηρεάσει τη βασιμότητα της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως, όχι όμως και την επάρκειά της από πλευράς τύπου. Ο αναγκαίος συσχετισμός μεταξύ των λόγων που προέβαλε ο καταγγέλλων και της αιτιολογίας της αποφάσεως της Επιτροπής δεν επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να αντικρούσει κάθε επιχείρημα που προβλήθηκε προς στήριξη των λόγων αυτών. Αρκεί να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά και οι νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της αποφάσεως. Όσον αφορά τους οικονομικούς και λογιστικούς όρους που χρησιμοποίησε η Επιτροπή, τη φύση των δαπανών που εξετάσθηκαν και τους επιμέρους οικονομικούς υπολογισμούς που έγιναν, οι οποίοι στηρίζονται σε περίπλοκες τεχνικές εκτιμήσεις, εφόσον από την εν λόγω απόφαση προκύπτει σαφώς η συλλογιστική της Επιτροπής κατά τρόπο που επιτρέπει τη μεταγενέστερη αμφισβήτηση της βασιμότητάς της ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, είναι περιττό να απαιτείται ειδική αιτιολογία για καθεμία από τις τεχνικής φύσεως επιλογές ή για κάθε αριθμητικό στοιχείο επί των οποίων στηρίχθηκε η αιτιολογία αυτή.

    (βλ. σκέψεις 89-90, 94, 96, 108)

  4.  Η έννοια της κρατικής ενίσχυσης καλύπτει όχι μόνον θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, τα δάνεια ή η απόκτηση μεριδίων συμμετοχής στο κεφάλαιο επιχειρήσεων, αλλά και παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης και οι οποίες, ως εκ τούτου, χωρίς να αποτελούν επιδοτήσεις υπό στενή έννοια, είναι της ίδιας φύσης και έχουν τα ίδια αποτελέσματα. Στο πλαίσιο των έμμεσων πλεονεκτημάτων που έχουν τα ίδια αποτελέσματα όπως εκείνα των επιδοτήσεων περιλαμβάνεται η παράδοση αγαθών ή η παροχή υπηρεσιών με προτιμησιακούς όρους.

    Εντούτοις, στο πλαίσιο μεταβίβασης, σε θυγατρική εταιρία του ιδιωτικού δικαίου, της πελατείας μιας υπηρεσίας που δεν ανήκει σε τομέα μη υποκείμενο στον ανταγωνισμό, μιας μητρικής εταιρίας δραστηριοποιούμενης σε αγορά μη υποκείμενη στον ανταγωνισμό, δεν μπορούν να μην ληφθούν υπόψη στο σύνολό τους, οι νομικές και οικονομικές προϋποθέσεις της μεταβίβασης αυτής, εφόσον οι προϋποθέσεις αυτές καθαυτές είναι ικανές να αποφέρουν αντάλλαγμα έναντι του οφέλους που απέφερε η εν λόγω μεταβίβαση. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός του μέτρου αυτού ως κρατικής ενίσχυσης θα μπορούσε να γίνει δεκτός μόνον εφόσον η μεταβίβαση της πελατείας, αυτή καθαυτή, πληροί όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποίησης, άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ). Όσον αφορά το ερώτημα αν, όπως προκύπτει από την τέταρτη των εν λόγω προϋποθέσεων, η μεταβίβαση αυτή νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, αυτό θα μπορούσε να συμβεί αν, μεταξύ άλλων, η εν λόγω μεταβίβαση επέφερε αλλαγές στη δομή της οικείας αγοράς και επηρέαζε τη θέση των ήδη ευρισκόμενων στην αγορά αυτή ανταγωνιστικών επιχειρήσεων.

    (βλ. σκέψεις 123, 128-130)

  5.  Εάν με απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνεται ότι η υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη που παρείχε μια επιχείρηση επιφορτισμένη με υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος προς τη θυγατρική της δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να εξακριβώσει αν τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται η Επιτροπή είναι όντως ακριβή και αν είναι ικανά να αποδείξουν την πλήρωση όλων των προϋποθέσεων που καθιστούν δυνατό τον χαρακτηρισμό της «ενίσχυσης» στο πλαίσιο της Συνθήκης. Δεδομένου ότι εδώ πρόκειται για μια περίπλοκη οικονομική εκτίμηση, ο δικαστικός έλεγχος μιας πράξης της Επιτροπής που συνεπάγεται τέτοια εκτίμηση πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο περί του αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας και αιτιολόγησης, αν τα πραγματικά περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη για την αμφισβητούμενη επιλογή ήσαν ακριβή, αν υφίσταται πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή κατάχρηση εξουσίας. Εξάλλου, καθόσον η έννοια της κρατικής ενίσχυσης αφορά αντικειμενική κατάσταση, η οποία εκτιμάται κατά τον χρόνο έκδοσης της αποφάσεως της Επιτροπής, οι εκτιμήσεις που έγιναν μέχρι την εν λόγω ημερομηνία είναι αυτές που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τη διενέργεια του προαναφερθέντος δικαστικού ελέγχου.

    Ελλείψει οποιασδήποτε δυνατότητας συγκρίσεως της καταστάσεως μιας επιχείρησης επιφορτισμένης με υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος με αυτήν του ιδιωτικού ομίλου επιχειρήσεων που δεν δραστηριοποιείται σε τομέα μη υποκείμενο στον ανταγωνισμό, οι «συνήθεις συνθήκες της αγοράς», οι οποίες είναι κατ’ ανάγκην υποθετικές, πρέπει να εκτιμώνται σε σχέση με τα διαθέσιμα αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία.

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή νομίμως στήριξε την απόφασή της στα μόνα έως τότε διαθέσιμα στοιχεία που προέκυπταν από την έκθεση εταιρείας συμβούλων, τα οποία και καθιστούσαν δυνατή την ανασύνθεση των εξόδων που βάρυναν την επιχείρηση αυτή. Η προσφυγή στα στοιχεία αυτά θα ήταν επικριτέα μόνον αν αποδεικνυόταν ότι στηρίζονταν σε προδήλως εσφαλμένες εκτιμήσεις.

    (βλ. σκέψεις 142-145, 148-149)