Υπόθεση C-202/06 P

Cementbouw Handel & Industrie BV

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αναίρεση — Ανταγωνισμός — Κανονισμός (ΕΟΚ) 4064/89 — Αρμοδιότητα της Επιτροπής — Κοινοποίηση συγκεντρώσεως κοινοτικών διαστάσεων — Δεσμεύσεις προταθείσες από τα μέρη — Αποτέλεσμα επί της αρμοδιότητας της Επιτροπής — Έγκριση εξαρτώμενη από την τήρηση ορισμένων δεσμεύσεων — Αρχή της αναλογικότητας»

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 26ης Απριλίου 2007 

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 2007 

Περίληψη της αποφάσεως

1.     Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις — Αρμοδιότητα της Επιτροπής — Πρέπει να εξετάζεται, μια φορά για όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, σε ημερομηνία εξαρτώμενη άμεσα από την κοινοποίηση

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρα 1 §§ 2 και 3, 5 και 8 § 2, εδ. 2)

2.     Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις — Εξέταση από την Επιτροπή — Μη δυσανάλογος χαρακτήρας των όρων και των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις προκειμένου να καταστεί η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση σύμφωνη με την κοινή αγορά

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρα 2 και 8 § 2)

3.     Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις — Εξέταση από την Επιτροπή — Υποχρέωση να λαμβάνονται υπόψη οι αποφάσεις των εθνικών αρχών — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου)

1.     Η αρμοδιότητα της Επιτροπής να κρίνει μια συγκέντρωση, στο πλαίσιο του κανονισμού 4064/89, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, πρέπει να θεμελιωθεί, για όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Λαμβανομένης υπόψη της σπουδαιότητας που ενέχει η υποχρέωση κοινοποιήσεως στο σύστημα ελέγχου που έχει θεσπίσει ο κοινοτικός νομοθέτης, η ημερομηνία αυτή πρέπει οπωσδήποτε να συνδέεται στενά με την κοινοποίηση. Πράγματι, τόσο η μέριμνα για την ασφάλεια δικαίου, η οποία προϋποθέτει ότι η αρμόδια αρχή για την εξέταση πράξεως συγκεντρώσεως μπορεί να εντοπισθεί κατά τρόπο προβλέψιμο, όσο και η επιτακτική ανάγκη ταχύτητας που χαρακτηρίζει τη γενική οικονομία του κανονισμού 4064/89 και επιβάλλει στην Επιτροπή την τήρηση αυστηρών προθεσμιών για την έκδοση της τελικής αποφάσεως, άλλως η σχετική πράξη λογίζεται συμβατή με την κοινή αγορά, συνεπάγονται ότι, εφόσον η Επιτροπή έχει θεμελιώσει, ως προς συγκεκριμένη πράξη, την αρμοδιότητά της υπό το πρίσμα των κριτηρίων των άρθρων 1, παράγραφοι 2 και 3, και 5 του κανονισμού 4064/89, η αρμοδιότητα αυτή δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση ανά πάσα στιγμή ή να υποστεί μόνιμες μεταβολές.

Έτσι, μολονότι είναι αυτονόητο ότι η Επιτροπή παύει να έχει αρμοδιότητα να κρίνει μια συγκέντρωση σε περίπτωση που οι οικείες επιχειρήσεις εγκαταλείπουν πλήρως το σχέδιο, ωστόσο, η κατάσταση διαφέρει οσάκις τα μέρη περιορίζονται στο να προτείνουν μερικές τροποποιήσεις του σχεδίου. Οι προτάσεις αυτές δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα να υποχρεωθεί η Επιτροπή να επανεξετάσει την αρμοδιότητά της, διότι άλλως οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις θα έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν σημαντική διαταραχή στην εξέλιξη της διαδικασίας και στην αποτελεσματικότητα του ελέγχου τον οποίο θέλησε ο νομοθέτης, υποχρεώνοντας την Επιτροπή να ελέγχει διαρκώς την αρμοδιότητά της, εις βάρος της εξετάσεως της ουσίας της υποθέσεως. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από τη διατύπωση του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 4064/89, από το οποίο προκύπτει σαφώς ότι οι δεσμεύσεις τις οποίες προτείνουν ή αναλαμβάνουν οι επιχειρήσεις αποτελούν στοιχεία τα οποία η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως του ουσιαστικού ζητήματος, δηλαδή του αν η συγκέντρωση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, αλλά ότι, αντιστρόφως οι δεσμεύσεις αυτές δεν μπορούν να στερήσουν από την Επιτροπή την αρμοδιότητά της, δεδομένου ότι αυτή ελέγχθηκε στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 38-43)

2.     Οι ουσιαστικοί κανόνες του κανονισμού 4064/89, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, και ιδίως το άρθρο του 2, παρέχουν στην Επιτροπή κάποια εξουσία εκτιμήσεως, ιδίως όσον αφορά ζητήματα οικονομικής φύσεως. Κατά συνέπεια, ο εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή έλεγχος της ασκήσεως τέτοιας εξουσίας, που είναι ουσιώδης για τον καθορισμό των κανόνων στον τομέα των συγκεντρώσεων, πρέπει να ασκείται λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτιμήσεως, το οποίο στηρίζεται στους οικονομικής φύσεως κανόνες που απαρτίζουν το καθεστώς των συγκεντρώσεων.

Συγκεκριμένα, ο έλεγχος του ανάλογου χαρακτήρα των όρων και των υποχρεώσεων που η Επιτροπή μπορεί, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 4064/89, να επιβάλει στα μέρη μιας συγκεντρώσεως δεν συνίσταται στην εξακρίβωση του αν, άπαξ αυτά τηρηθούν, η συγκέντρωση θα εξακολουθεί να έχει κοινοτικές διαστάσεις, αλλά στη διασφάλιση του ότι οι εν λόγω όροι και οι εν λόγω υποχρεώσεις είναι ανάλογα προς το εντοπισθέν πρόβλημα που αφορά τον ανταγωνισμό και καθιστούν δυνατή την πλήρη επίλυσή του.

(βλ. σκέψεις 53-54)

3.     Λαμβανομένης υπόψη της ακριβούς κατανομής αρμοδιοτήτων στην οποία βασίζεται ο κανονισμός 4064/89, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, οι αποφάσεις των εθνικών αρχών δεν μπορούν να δεσμεύουν την Επιτροπή στο πλαίσιο των διαδικασιών ελέγχου των συγκεντρώσεων.

(βλ. σκέψη 56)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 18ης Δεκεμβρίου 2007 (*)

«Αναίρεση – Ανταγωνισμός – Κανονισμός (ΕΟΚ) 4064/89 – Αρμοδιότητα της Επιτροπής – Κοινοποίηση συγκεντρώσεως κοινοτικών διαστάσεων – Δεσμεύσεις προταθείσες από τα μέρη –Αποτέλεσμα επί της αρμοδιότητας της Επιτροπής – Έγκριση εξαρτώμενη από την τήρηση ορισμένων δεσμεύσεων – Αρχή της αναλογικότητας»

Στην υπόθεση C-202/06 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 3 Μαΐου 2006,

Cementbouw Handel & Industrie BV, εκπροσωπούμενη από τους W. Knibbeler, O. Brouwer και P. Kreijger, advocaten,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους E. Gippini Fournier, A. Nijenhuis και A. Whelan, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, A. Tizzano, A. Borg Barthet, M. Ilešič και E. Levits, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Μαρτίου 2007,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Απριλίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Cementbouw Handel & Industrie BV ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 23ης Φεβρουαρίου 2006, T-282/02, Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. ΙΙ-319, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως 2003/756/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Ιουνίου 2002, με την οποία μια πράξη συγκέντρωσης κηρύσσεται συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά και τη συμφωνία για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/M.2650 –Haniel/Cementbouw/JV [CVK]) (ΕΕ 2003, L 282, σ. 1, και διορθωτικό, ΕΕ 2003, L 285, σ. 52, στο εξής: επίδικη απόφαση).

 Το νομικό πλαίσιο

2       Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 395, σ. 1, και διορθωτικό, ΕΕ 1990, L 257, σ. 13), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1310/97 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997 (ΕΕ L 180, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 4064/89), ορίζει το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του με το άρθρο του 1, παράγραφος 1, ως εξής:

«[…], ο παρών κανονισμός ισχύει, [...], για όλες τις συγκεντρώσεις κοινοτικών διαστάσεων, όπως αυτές ορίζονται από τις παραγράφους 2 και 3.»

3       Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4064/89 ορίζει ότι η έννοια της συγκεντρώσεως αφορά, μεταξύ άλλων, την περίπτωση κατά την οποία μία ή περισσότερες επιχειρήσεις αποκτούν, άμεσα ή έμμεσα, με αγορά συμμετοχών στο κεφάλαιο ή στοιχείων του ενεργητικού, με σύμβαση ή με άλλο τρόπο, τον έλεγχο του συνόλου ή τμημάτων μιας ή περισσοτέρων άλλων επιχειρήσεων.

4       Προκειμένου η συγκέντρωση να είναι κοινοτικών διαστάσεων, πρέπει ο συνολικός κύκλος εργασιών όλων των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, τόσο διεθνώς όσο και εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, να υπερβαίνει ορισμένα όρια, εκφραζόμενα σε ύψος κύκλου εργασιών και προβλεπόμενα στο άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 4064/89. Το άρθρο 5 του κανονισμού αυτού διευκρινίζει τη μέθοδο υπολογισμού των εν λόγω ορίων.

5       Οι συγκεντρώσεις κοινοτικών διαστάσεων πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Συναφώς, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 4064/89 διευκρινίζει ότι η κοινοποίηση αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί «το αργότερο μέσα σε μια εβδομάδα από τη σύναψη της συμφωνίας, ή τη δημοσίευση της προσφοράς αγοράς ή ανταλλαγής, ή την απόκτηση συμμετοχής που εξασφαλίζει τον έλεγχο της επιχείρησης».

6       Το άρθρο 7 του ως άνω κανονισμού προβλέπει ότι οι συγκεντρώσεις αυτές δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν πριν από την κοινοποίησή τους, ούτε πριν κηρυχθούν σύμφωνες με την κοινή αγορά κατόπιν αποφάσεως.

7       Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 4064/89, «[η] Επιτροπή εξετάζει την κοινοποίηση μόλις τη λάβει». Κατά το εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, αν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση είναι κοινοτικών διαστάσεων και προκαλεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με την κοινή αγορά, αποφασίζει να κινήσει επίσημη διαδικασία ελέγχου.

8       Συναφώς, το άρθρο 8, παράγραφοι 1 έως 4, του κανονισμού 4064/89 παρέχει στην Επιτροπή τις ακόλουθες εξουσίες λήψεως αποφάσεων:

«1.      […]

2.      Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι μια κοινοποιηθείσα πράξη συγκέντρωσης, ενδεχομένως μετά από τροποποιήσεις που επέφεραν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, πληροί το κριτήριο του άρθρου 2, παράγραφος 2 […], λαμβάνει απόφαση με την οποία κηρύσσει την πράξη συγκέντρωσης συμβατή με την κοινή αγορά.

Η Επιτροπή μπορεί να συνοδεύσει την απόφασή της από όρους και υποχρεώσεις για να εξασφαλιστεί ότι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις θα τηρήσουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει έναντί της, προκειμένου να καταστήσουν τη συγκέντρωση συμβατή προς την κοινή αγορά. […]

3.      […]

4.      Σε περίπτωση που έχει ήδη πραγματοποιηθεί η συγκέντρωση, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει, […], είτε το διαχωρισμό των επιχειρήσεων ή των στοιχείων του ενεργητικού που συγκεντρώθηκαν είτε την παύση του κοινού ελέγχου ή κάθε άλλη κατάλληλη ενέργεια, προκειμένου να αποκατασταθεί ο ουσιαστικός ανταγωνισμός.»

9       Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 4064/89, η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας ελέγχου πρέπει να ληφθεί, πλην εξαιρέσεως μη συντρέχουσας εν προκειμένω, το αργότερο εντός ενός μηνός από την επομένη της παραλαβής της κοινοποιήσεως. Κατά το άρθρο 10, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού αυτού, οι αποφάσεις με τις οποίες διαπιστώνεται αν μια συγκέντρωση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά πρέπει να λαμβάνονται, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών από της κινήσεως της διαδικασίας. Δυνάμει της παραγράφου 6 του ίδιου άρθρου, αν η Επιτροπή δεν έχει λάβει απόφαση εντός των προθεσμιών αυτών, θεωρείται ότι η συγκέντρωση είναι σύμφωνη με την κοινή αγορά.

10     Η οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων προβλέπεται στο άρθρο 21, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 4064/89 ως εξής:

«1.      Η Επιτροπή είναι αποκλειστικά αρμόδια για τη λήψη των αποφάσεων που προβλέπει ο παρών κανονισμός, με την επιφύλαξη του ελέγχου εκ μέρους του Δικαστηρίου.

2.      Τα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία που διέπει τον ανταγωνισμό στις συγκεντρώσεις επιχειρήσεων κοινοτικών διαστάσεων.».

11     Η εικοστή ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 4064/89 διευκρινίζει ότι «οι συγκεντρώσεις οι οποίες δεν αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό υπάγονται κατ’ αρχήν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών».

 Ιστορικό της διαφοράς

12     Βάσει των διαπιστώσεων του Πρωτοδικείου στις σκέψεις 1 έως 15 καθώς και 295 έως 298 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ιστορικό της διαφοράς μπορεί να συνοψισθεί ως εξής.

13     Πριν από την πραγματοποίηση της επίδικης συγκεντρώσεως, η Coöperatieve Verkoop- en Produktievereniging van Kalkzandsteenproducenten (στο εξής: CVK), συνεταιριστική εταιρία ολλανδικού δικαίου, περιελάμβανε έντεκα Ολλανδούς παραγωγούς ασβεστοπυριτικών πλίνθων. Από αυτές τις έντεκα επιχειρήσεις μέλη, πέντε ήσαν θυγατρικές της γερμανικής επιχειρήσεως Franz Haniel & Cie GmbH (στο εξής: Haniel), τρεις ήσαν θυγατρικές της αναιρεσείουσας και δύο ήσαν θυγατρικές της γερμανικής επιχειρήσεως RAG AG (στο εξής: RAG). Η ενδέκατη από τις επιχειρήσεις αυτές ανήκε από κοινού στη Haniel, στην αναιρεσείουσα και στη RAG (σκέψη 5 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

14     Το 1998, κοινοποιήθηκε στη Nederlandse Mededingingsautoriteit (ολλανδική αρχή αρμόδια για τον ανταγωνισμό, στο εξής: NMa) σχέδιο συγκεντρώσεως με το οποίο η CVK σχεδίαζε να αποκτήσει τον έλεγχο των επιχειρήσεων που ήσαν μέλη της. Ο έλεγχος επρόκειτο να μεταβιβαστεί στο πλαίσιο της συνάψεως συμβάσεως περί από κοινού υπολογισμού των αποτελεσμάτων, καθώς και της τροποποιήσεως του καταστατικού της CVK. Με απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 1998, η NMa ενέκρινε το εν λόγω σχέδιο (σκέψη 6 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

15     Πριν από την υλοποίηση της πράξεως αυτής, η RAG έλαβε την απόφαση να πωλήσει στη Haniel και στην αναιρεσείουσα τις συμμετοχές που κατείχε στις επιχειρήσεις που ήσαν μέλη της CVK. Τον Μάρτιο του 1999, τα μέρη ενημέρωσαν την NMa για τις προθέσεις τους. Η NMa τους γνωστοποίησε, με έγγραφο της 26ης Μαρτίου 1999, ότι η σχεδιαζόμενη μεταβίβαση δεν θα συνιστούσε συγκέντρωση υπό την έννοια της ολλανδικής νομοθεσίας, αν η πράξη που εγκρίθηκε με την απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 1998 είχε υλοποιηθεί το αργότερο μέχρι τον χρόνο της εν λόγω μεταβιβάσεως (σκέψη 7 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

16     Στις 9 Αυγούστου 1999, η CVK και οι επιχειρήσεις μέλη της συνήψαν πλείονες δικαιοπραξίες. Αφενός, συνήψαν τη σύμβαση περί από κοινού υπολογισμού των αποτελεσμάτων που διαλαμβάνεται στη σκέψη 14 της παρούσας αποφάσεως και τροποποίησαν το καταστατικό της CVK, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι όροι της εν λόγω συμβάσεως (στο εξής: πρώτη ομάδα δικαιοπραξιών). Αφετέρου, η RAG μεταβίβασε τις συμμετοχές που κατείχε στο κεφάλαιο τριών από τις επιχειρήσεις μέλη της CVK στη Haniel και στην αναιρεσείουσα, ενώ αυτές συνήψαν σύμβαση συνεργασίας διέπουσα τη συνεργασία τους στο πλαίσιο της CVK (στο εξής: δεύτερη ομάδα δικαιοπραξιών) (σκέψη 8 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

17     Η Επιτροπή, αφού έλαβε γνώση των δικαιοπραξιών που συνήφθησαν στις 9 Αυγούστου 1999, επ’ ευκαιρία της εξετάσεως δύο άλλων συγκεντρώσεων που της κοινοποίησε η Haniel, γνωστοποίησε, με έγγραφο της 22ας Οκτωβρίου 2001, στην αναιρεσείουσα και στις άλλες συμμετέχουσες επιχειρήσεις ότι η πράξη έπρεπε να της κοινοποιηθεί. Στις 24 Ιανουαρίου 2002, η Haniel και η αναιρεσείουσα κοινοποίησαν τη συγκέντρωση βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού 4064/89 (σκέψεις 9 και 10 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

18     Στις 25 Φεβρουαρίου 2002, η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία ελέγχου του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 4064/89 (σκέψη 11 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

19     Μετά την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων και την ακρόαση των ενδιαφερομένων από την Επιτροπή, η Haniel και η αναιρεσείουσα υπέβαλαν, στις 8 Μαΐου 2002, ένα πρώτο σχέδιο αναλήψεως δεσμεύσεων. Αυτό προέβλεπε ότι η Haniel και η αναιρεσείουσα θα έλυαν τη σύμβασή τους συνεργασίας και θα πωλούσαν σε ανεξάρτητο τρίτο τις συμμετοχές που είχαν αγοράσει το 1999 από τη RAG. Η Επιτροπή έκρινε ότι το σχέδιο αυτό ήταν ανεπαρκές για να διαλύσει τις αμφιβολίες ως προς τον ανταγωνισμό στη σχετική αγορά (σκέψεις 12, 14 και 295 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

20     Ως εκ τούτου, η Haniel και η αναιρεσείουσα πρότειναν, στις 5 Ιουνίου 2002, οριστικές δεσμεύσεις με τις οποίες δέχονταν, επιπλέον, να καταγγείλουν τη σύμβαση περί από κοινού υπολογισμού των αποτελεσμάτων, να ανακαλέσουν την τροποποίηση του καταστατικού της CVK και να λύσουν την εταιρία αυτή (σκέψεις 14, 15 και 298 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

21     Στις 26 Ιουνίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση, με την οποία διαπίστωσε ότι η συγκέντρωση που συνίστατο στις δύο ομάδες δικαιοπραξιών ήταν συμβατή προς την κοινή αγορά, υπό τον όρο ότι η Haniel και η προσφεύγουσα θα τηρήσουν τις δεσμεύσεις που προβλέπει η εν λόγω απόφαση. Μεταξύ των δεσμεύσεων αυτών περιλαμβανόταν κυρίως η λύση της CVK (σκέψη 15 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

 Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

22     Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 11 Σεπτεμβρίου 2002, το οποίο πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T-282/02, η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως της Επιτροπής.

23     Προς στήριξη της προσφυγής της, η αναιρεσείουσα προέβαλε τρεις λόγους ακυρώσεως.

24     Ο πρώτος λόγος αντλούνταν από την αναρμοδιότητα της Επιτροπής να εξετάσει τις επίμαχες δικαιοπραξίες βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού 4064/89. Το Πρωτοδικείο απέρριψε τον λόγο αυτόν κρίνοντας, με τη σκέψη 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «μια πράξη συγκέντρωσης, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 4064/89, μπορεί να πραγματοποιηθεί ακόμη και μέσω πολλών τυπικά διακριτών νομικών [πράξεων], εφόσον οι [πράξεις αυτές] είναι αλληλεξαρτώμενες και κάθε μία από αυτές δεν θα επραγματοποιείτο χωρίς τις άλλες, το δε αποτέλεσμά τους συνίσταται στην παροχή σε μια ή περισσότερες επιχειρήσεις του άμεσου ή έμμεσου οικονομικού ελέγχου της δραστηριότητας μιας ή περισσοτέρων άλλων επιχειρήσεων».

25     Ο δεύτερος λόγος αφορούσε εσφαλμένες εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικές με τη δημιουργία δεσπόζουσας θέσεως με τη συγκέντρωση, κατά παράβαση του άρθρου 2 του κανονισμού 4064/89. Το Πρωτοδικείο απέρριψε τον λόγο αυτόν ως αβάσιμο.

26     Ο τρίτος λόγος αντλούνταν από παράβαση των άρθρων 3 και 8, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού καθώς και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Όσον αφορά τον λόγο αυτόν, το Πρωτοδικείο έκρινε τα εξής:

«301      […] επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας στηρίζονται εκ νέου σε εσφαλμένη παραδοχή, την οποία απέρριψε το Πρωτοδικείο […]. Συγκεκριμένα, υφίσταται μία και μόνη πράξη συγκέντρωσης, η οποία υλοποιήθηκε στις 9 Αυγούστου 1999, συνίσταται από την πρώτη και τη δεύτερη ομάδα [δικαιοπραξιών] και εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Επιτροπής κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 4064/89. Κατά συνέπεια, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το πρώτο σχέδιο δεσμεύσεων δεν τροποποιεί την πράξη συγκέντρωσης έτσι ώστε αυτή να παύει πλέον να υφίσταται.

[...]

304      […] πρέπει να τονισθεί ότι η προσφεύγουσα δεν εξήγησε για ποιο λόγο από το πρώτο σχέδιο δεσμεύσεων, […], η Επιτροπή θα μπορούσε να συναγάγει το συμβατό της πράξης συγκέντρωσης, ενώ δεν αμφισβητείται ότι, στο πλαίσιο αυτού του σχεδίου δεσμεύσεων, η δεσπόζουσα θέση της CVK, όπως προκύπτει από τη συγκέντρωση που υλοποιήθηκε στις 9 Αυγούστου 1999, θα παρέμενε αναλλοίωτη. Συγκεκριμένα, ειδικότερα, παρ’ όλον ότι δεν θα υφίστατο πλέον ο από κοινού έλεγχος της CVK, η επιχείρηση θα εξακολουθούσε, σύμφωνα με την οριοθέτηση της αγοράς, να κατέχει τουλάχιστον το [50 έως 60] % της σχετικής αγοράς, χωρίς εξάλλου να αυξηθούν τα μερίδια αγοράς των κυρίων ανταγωνιστών της.

305      Αντίθετα προς όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν όφειλε να δεχθεί το πρώτο σχέδιο δεσμεύσεων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 4064/89, καθόσον από το σχέδιο αυτό δεν μπορούσε να συναγάγει ότι η πράξη συγκέντρωσης της 9ης Αυγούστου 1999 δεν θα δημιουργούσε δεσπόζουσα θέση, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού.

[...]

307      [….] οι δεσμεύσεις των μερών, για να μπορούν να γίνουν δεκτές από την Επιτροπή ενόψει εκδόσεως αποφάσεως βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 4064/89, πρέπει να είναι όχι μόνον ανάλογες προς το πρόβλημα του ανταγωνισμού που προσδιόρισε η Επιτροπή με την απόφασή της, αλλά και να επιλύουν πλήρως το πρόβλημα αυτό, σκοπός ο οποίος, εν προκειμένω, ήταν πρόδηλο ότι δεν επιτυγχανόταν με το πρώτο σχέδιο δεσμεύσεων που πρότειναν τα μέρη τα οποία προέβησαν στην κοινοποίηση.»

27     Το Πρωτοδικείο απέρριψε τον τρίτο λόγο ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, την προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

28     Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και, ενδεχομένως, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

29     Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη της αναιρεσείουσας στα δικαστικά έξοδα.

30     Προς στήριξη των αιτημάτων της, η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 1, 2 και 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 4064/89

 Επιχειρηματολογία των διαδίκων

31     Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η αρμοδιότητα της Επιτροπής βάσει του κανονισμού 4064/89 δεν καθορίζεται αποκλειστικά και μόνον από τη συγκέντρωση όπως έχει κοινοποιηθεί, αλλά από την όντως πραγματοποιηθείσα συγκέντρωση. Η ερμηνεία αυτή πρέπει να εφαρμόζεται οσάκις η συγκέντρωση αποτελεί αντικείμενο τροποποιήσεων εκ μέρους των μερών μετά την κοινοποίηση, τέτοιες δε τροποποιήσεις μπορεί να αποτελούν συνέπεια μιας προτάσεως αναλήψεως δεσμεύσεων. Το γεγονός ότι η συγκέντρωση εφαρμόσθηκε πριν από την κοινοποίηση, με τη μορφή υπό την οποία κοινοποιήθηκε, δεν ασκεί επιρροή.

32     Κατά την αναιρεσείουσα, η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση συγκέντρωση απέκτησε κοινοτικές διαστάσεις μόνο μετά την πραγματοποίηση της δεύτερης ομάδας δικαιοπραξιών, με την οποία απέκτησε μαζί με τη Haniel τον έλεγχο της CKV. Σύμφωνα με την εκ μέρους της αναιρεσείουσας ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο αναγνώρισε, με τη σκέψη 304 της εν λόγω αποφάσεως, ότι το πρώτο σχέδιο αναλήψεως δεσμεύσεων είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη του από κοινού ελέγχου της CKV εκ μέρους των κοινοποιούντων μερών. Αντιθέτως, δεν έλαβε υπόψη του ότι το σχέδιο αυτό είχε επίσης ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως, οπότε απέμεινε μόνο μια πράξη χωρίς κοινοτικές διαστάσεις.

33     Απαντώντας στην επιχειρηματολογία αυτή, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, δυνάμει του κανονισμού 4064/89, η αρμοδιότητά της όσον αφορά μια συγκέντρωση πρέπει να προσδιορίζεται κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο έπρεπε να της κοινοποιηθεί η συγκέντρωση αυτή. Υπογραμμίζοντας ότι πρέπει να αποφασίσει αν έχει αρμοδιότητα το αργότερο κατά την πρώτη εξέταση της συγκεντρώσεως, προσθέτει ότι, προς το συμφέρον της χρηστής διοικήσεως, οι κοινοτικές διαστάσεις μιας συγκεντρώσεως δεν μπορούν να εξετάζονται διαρκώς, καθ’ όλη τη διάρκεια της ακολουθούμενης διαδικασίας.

34     Κατά την Επιτροπή, η αναιρεσείουσα παραγνωρίζει τη λειτουργία και τη φύση των δεσμεύσεων τις οποίες μπορούν να αναλάβουν τα μέρη. Οι δεσμεύσεις αυτές δεν μπορούν να στερήσουν από την Επιτροπή την αρμοδιότητα που της παρέχει ο κανονισμός 4064/89, αλλά έχουν ως σκοπό να της παράσχουν τη δυνατότητα να ασκήσει την εξουσία της να επιτρέψει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την κοινοποιηθείσα συγκέντρωση.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

35     Ο κανονισμός 4064/89, όπως προκύπτει από την εικοστή ένατη αιτιολογική του σκέψη και από το άρθρο του 21, παράγραφος 1, βασίζεται στην αρχή της επακριβούς κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικών και κοινοτικών αρχών στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων (αποφάσεις της 25ης Σεπτεμβρίου 2003, C-170/02 P, Schlüsselverlag J. S. Moser κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. Ι-9889, σκέψη 32, και της 22ας Ιουνίου 2004, C-42/01, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. Ι-6079, σκέψη 50).

36     Ο εν λόγω κανονισμός περιέχει και διατάξεις, μεταξύ των οποίων ιδίως το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2, οι οποίες σκοπό έχουν να περιορίσουν, για λόγους ασφάλειας δικαίου και για το συμφέρον των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, τη διάρκεια των εφαρμοστέων από την Επιτροπή διαδικασιών ελέγχου των πράξεων συγκεντρώσεως (προπαρατεθείσες αποφάσεις Schlüsselverlag J. S. Moser κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 33, και Πορτογαλία κατά Επιτροπής, σκέψη 51).

37     Συνεπώς, ο κοινοτικός νομοθέτης είχε ως σκοπό να διαχωρίσει σαφώς τις επεμβάσεις των εθνικών αρχών από αυτές των κοινοτικών αρχών και θέλησε να εξασφαλίσει ότι ο έλεγχος των πράξεων συγκεντρώσεως γίνεται εντός προθεσμιών συμβατών τόσο με τις επιταγές της χρηστής διοικήσεως όσο και με τις απαιτήσεις της οικονομικής ζωής (προπαρατεθείσες αποφάσεις Schlüsselverlag J. S. Moser κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 34, και Πορτογαλία κατά Επιτροπής, σκέψη 53).

38     Αυτή η μέριμνα για την ασφάλεια δικαίου προϋποθέτει ότι η αρμόδια αρχή για την εξέταση συγκεκριμένης πράξεως συγκεντρώσεως μπορεί να εντοπισθεί κατά τρόπο προβλέψιμο. Για τον λόγο αυτόν, ο κοινοτικός νομοθέτης καθόρισε, με τα άρθρα 1, παράγραφοι 2 και 3, και 5 του κανονισμού 4064/89, ακριβή και συγχρόνως αντικειμενικά κριτήρια για να μπορεί να καθοριστεί αν μια πράξη φθάνει το οικονομικό μέγεθος που απαιτείται προκειμένου να έχει «κοινοτικές διαστάσεις» και εμπίπτει, έτσι, στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής.

39     Η επιτακτική ανάγκη ταχύτητας που χαρακτηρίζει τη γενική οικονομία του κανονισμού 4064/89 και επιβάλλει στην Επιτροπή την τήρηση αυστηρών προθεσμιών για την έκδοση της τελικής αποφάσεως, άλλως η σχετική πράξη λογίζεται συμβατή με την κοινή αγορά, συνεπάγεται επίσης ότι, εφόσον η Επιτροπή έχει θεμελιώσει, ως προς συγκεκριμένη πράξη, την αρμοδιότητά της υπό το πρίσμα των κριτηρίων των άρθρων 1, παράγραφοι 2 και 3, και 5 του εν λόγω κανονισμού, η αρμοδιότητα αυτή δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση ανά πάσα στιγμή ή να υποστεί μόνιμες μεταβολές.

40     Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 48 των προτάσεών της, είναι αυτονόητο ότι η Επιτροπή παύει να έχει αρμοδιότητα να κρίνει μια συγκέντρωση σε περίπτωση που οι οικείες επιχειρήσεις εγκαταλείπουν πλήρως το σχέδιο.

41     Ωστόσο, η κατάσταση διαφέρει οσάκις τα μέρη περιορίζονται στο να προτείνουν μερικές τροποποιήσεις του σχεδίου. Οι προτάσεις αυτές δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα να υποχρεωθεί η Επιτροπή να επανεξετάσει την αρμοδιότητά της, διότι άλλως οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις θα έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν σημαντική διαταραχή στην εξέλιξη της διαδικασίας και στην αποτελεσματικότητα του ελέγχου τον οποίο θέλησε ο νομοθέτης, υποχρεώνοντας την Επιτροπή να ελέγχει διαρκώς την αρμοδιότητά της, εις βάρος της εξετάσεως της ουσίας της υποθέσεως.

42     Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από τη διατύπωση του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 4064/89, το οποίο προβλέπει ότι «[η] Επιτροπή μπορεί να συνοδεύσει την απόφασή της από όρους και υποχρεώσεις για να εξασφαλιστεί ότι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις θα τηρήσουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει έναντί της, προκειμένου να καταστήσουν τη συγκέντρωση συμβατή προς την κοινή αγορά». Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 52 των προτάσεών της, από τη διατύπωση αυτή προκύπτει σαφώς ότι οι δεσμεύσεις τις οποίες προτείνουν ή αναλαμβάνουν οι επιχειρήσεις αποτελούν στοιχεία τα οποία η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως του ουσιαστικού ζητήματος, δηλαδή του αν η συγκέντρωση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, αλλά ότι, αντιστρόφως οι δεσμεύσεις αυτές δεν μπορούν να στερήσουν από την Επιτροπή την αρμοδιότητά της, δεδομένου ότι αυτή ελέγχθηκε στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας.

43     Επομένως, η αρμοδιότητα της Επιτροπής να κρίνει μια συγκέντρωση πρέπει να θεμελιωθεί, για όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Λαμβανομένης υπόψη της σπουδαιότητας που ενέχει η υποχρέωση κοινοποιήσεως στο σύστημα ελέγχου που έχει θεσπίσει ο κοινοτικός νομοθέτης, η ημερομηνία αυτή πρέπει οπωσδήποτε να συνδέεται στενά με την κοινοποίηση.

44     Στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα δεν αμφισβητεί την ερμηνεία της Επιτροπής, η οποία επιβεβαιώθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι δηλαδή πρέπει να διαπιστωθεί η ύπαρξη μίας μόνο πράξεως, αποτελούμενης από την πρώτη και τη δεύτερη ομάδα δικαιοπραξιών. Ωσαύτως δεν αμφισβητεί ότι, τόσο κατά την ημερομηνία της πραγματοποιήσεως των δύο αυτών ομάδων δικαιοπραξιών όσο και κατά την ημερομηνία της κοινοποιήσεως που πραγματοποιήθηκε κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, η συγκέντρωση αυτή είχε κοινοτικές διαστάσεις. Κατά συνέπεια, χωρίς να είναι ανάγκη να επιλυθεί το ζήτημα αν η ημερομηνία που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της αρμοδιότητας της Επιτροπής είναι η ημερομηνία κατά την οποία γεννάται η υποχρέωση κοινοποιήσεως ή εκείνη κατά την οποία έπρεπε να έχει πραγματοποιηθεί η κοινοποίηση ή ακόμη εκείνη κατά την οποία όντως πραγματοποιήθηκε η κοινοποίηση, δεν αμφισβητείται ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή είχε αποκτήσει αρμοδιότητα να κρίνει την επίμαχη συγκέντρωση.

45     Όσον αφορά το αν, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το πρώτο σχέδιο αναλήψεως δεσμεύσεων το οποίο υπέβαλε μαζί με τη Haniel μπορούσε να ασκήσει επιρροή στην κατά τα άνω κτηθείσα αρμοδιότητα, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι, εν προκειμένω, η συγκέντρωση είχε ήδη πραγματοποιηθεί. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου στη σκέψη 295 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και δεν αμφισβητείται από την αναιρεσείουσα, το σχέδιο αυτό αφορούσε την καταγγελία της συμβάσεως συνεργασίας που συνήφθη μεταξύ της αναιρεσείουσας και της Haniel και τη μεταβίβαση σε ανεξάρτητο τρίτο των συμμετοχών που είχαν αγοράσει στο κεφάλαιο τριών επιχειρήσεων μελών της CVK, δηλαδή την εγκατάλειψη της δεύτερης ομάδας δικαιοπραξιών. Ωστόσο, το εν λόγω σχέδιο προέβλεπε ότι η σύμβαση περί από κοινού υπολογισμού των αποτελεσμάτων και η τροποποίηση του καταστατικού της CVK, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της πρώτης ομάδας δικαιοπραξιών, θα διατηρούνταν σε ισχύ. Επομένως, από πλευράς της συγκεντρώσεως την οποία αφορούσε ο έλεγχος τον οποίο κίνησε η Επιτροπή, το επίμαχο σχέδιο αποτελούνταν από μερικής φύσεως μέτρα.

46     Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα διαπιστώνοντας, με τη σκέψη 301 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το πρώτο σχέδιο αναλήψεως δεσμεύσεων που πρότειναν η αναιρεσείουσα και η Haniel δεν τροποποιούσε τη συγκέντρωση έτσι ώστε αυτή να παύσει να υφίσταται.

47     Ομοίως, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας, με τις σκέψεις 305 και 306 της ίδιας αποφάσεως, ότι, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας την οποία είχε αποκτήσει, η Επιτροπή μπορούσε να κρίνει ότι το πρώτο αυτό σχέδιο αναλήψεως δεσμεύσεων δεν επαρκούσε για την επίλυση του προβλήματος που είχε διαπιστώσει στον τομέα του ανταγωνισμού.

48     Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 4064/89 καθώς και της αρχής της αναλογικότητας

 Επιχειρηματολογία των διαδίκων

49     Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, κρίνοντας ότι το πρώτο σχέδιο αναλήψεως δεσμεύσεων ήταν ανεπαρκές, παρέβλεψε το ότι οι δεσμεύσεις αυτές μετέτρεπαν την πράξη σε συγκέντρωση χωρίς κοινοτικές διαστάσεις, μη εμπίπτουσα πλέον στην αρμοδιότητά της. Προσθέτει ότι το Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να δεχθεί το πρώτο σχέδιο αναλήψεως δεσμεύσεων, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας. Εξάλλου, προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν εξήγησε πώς ήταν δυνατό να καταλήξει η Επιτροπή σε εκ διαμέτρου αντίθετο συμπέρασμα προς αυτό της αρμόδιας για τον ανταγωνισμό ολλανδικής αρχής, της NMa, όσον αφορά τα αντίθετα στον ανταγωνισμό αποτελέσματα της πρώτης ομάδας δικαιοπραξιών.

50     Κατά την Επιτροπή, τα επιχειρήματα αυτά αποτελούν κατ’ ουσία απλώς και μόνον αναδιατύπωση των προβληθέντων προς στήριξη του πρώτου λόγου αναιρέσεως. Αμφισβητεί ότι ενήργησε κατά τρόπο δυσανάλογο και υποστηρίζει ότι, ελλείψει διευκρινίσεως, το επιχείρημα που αφορά τη διαφορετική εκτίμηση της ίδιας και της NMa είναι απαράδεκτο.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

51     Όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα που αντλείται από αναρμοδιότητα της Επιτροπής, διαπιστώνεται ότι πρόκειται περί επαναλήψεως της επιχειρηματολογίας που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του πρώτο λόγου αναιρέσεως. Συνεπώς, όπως και ο λόγος αυτός, το επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

52     Όσον αφορά, δεύτερον, την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, αναγνωρίζεται ότι οι αποφάσεις που λαμβάνει η Επιτροπή στο πλαίσιο των διαδικασιών ελέγχου των συγκεντρώσεων πρέπει να τηρούν τις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου (βλ., μεταξύ άλλων απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C-380/03, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. I-11573, σκέψη 144).

53     Ωστόσο, υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι οι ουσιαστικοί κανόνες του κανονισμού 4064/89, και ιδίως το άρθρο του 2, παρέχουν στην Επιτροπή κάποια εξουσία εκτιμήσεως, ιδίως όσον αφορά ζητήματα οικονομικής φύσεως, και ότι, κατά συνέπεια, ο εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή έλεγχος της ασκήσεως τέτοιας εξουσίας, που είναι ουσιώδης για τον καθορισμό των κανόνων στον τομέα των συγκεντρώσεων, πρέπει να ασκείται λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτιμήσεως, το οποίο στηρίζεται στους οικονομικής φύσεως κανόνες που απαρτίζουν το καθεστώς των συγκεντρώσεων (αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1998, C-68/94 και C-30/95, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-1375, σκέψεις 223 και 224, καθώς και της 15ης Φεβρουαρίου 2005, C-12/03 P, Επιτροπή κατά Tetra Laval, Συλλογή 2005, σ. I-987, σκέψη 38).

54     Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 73 των προτάσεών της και αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, ο έλεγχος του ανάλογου χαρακτήρα των όρων και των υποχρεώσεων που η Επιτροπή μπορεί, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 4064/89, να επιβάλει στα μέρη μιας συγκεντρώσεως δεν συνίσταται στην εξακρίβωση του αν, άπαξ αυτά τηρηθούν, η συγκέντρωση θα εξακολουθεί να έχει κοινοτικές διαστάσεις, αλλά στη διασφάλιση του ότι οι εν λόγω όροι και οι εν λόγω υποχρεώσεις είναι ανάλογα προς το εντοπισθέν πρόβλημα που αφορά τον ανταγωνισμό και καθιστούν δυνατή την πλήρη επίλυσή του.

55     Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας, με τις σκέψεις 304 και 305 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν να δεχθεί το πρώτο σχέδιο αναλήψεως δεσμεύσεων, δεδομένου ότι εκτιμούσε ότι αυτές ήσαν ανεπαρκείς για την επίλυση του σχετικού με τον ανταγωνισμό προβλήματος που είχε εντοπίσει.

56     Όσον αφορά, τρίτον, τη διάσταση μεταξύ της εκτιμήσεως στην οποία προέβη, αφενός, η NMa και, αφετέρου, η Επιτροπή σε πανομοιότυπη, κατά την αναιρεσείουσα, κατάσταση, πρέπει, κατ’ αρχάς, να επισημανθεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της ακριβούς κατανομής αρμοδιοτήτων στην οποία βασίζεται ο κανονισμός 4064/89, οι αποφάσεις των εθνικών αρχών δεν μπορούν να δεσμεύουν την Επιτροπή στο πλαίσιο των διαδικασιών ελέγχου των συγκεντρώσεων.

57     Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η NMa και η Επιτροπή έκριναν, εντός των αντιστοίχων τομέων αρμοδιοτήτων τους, με γνώμονα διαφορετικά κριτήρια. Ενώ η NMa ανέλυσε την πρώτη ομάδα δικαιοπραξιών λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της εγχώριας αγοράς, η Επιτροπή εκτίμησε το αν η ομάδα αυτή συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Επομένως, αν και το Πρωτοδικείο ήταν αρμόδιο να ελέγξει, εντός των ορίων που υπενθυμίζονται στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως, την εκτίμηση στην οποία προέβη η Επιτροπή, δεν όφειλε να εξηγήσει πώς η Επιτροπή κατέληξε σε διαφορετικό αποτέλεσμα από αυτό της NMa.

58     Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

59     Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60     Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία της αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του ιδίου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει τη Cementbouw Handel & Industrie BV στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.