ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 2ας Οκτωβρίου 2008 ( *1 )

«Παράβαση κράτους μέλους — Συμβάσεις δημοσίων προμηθειών — Οδηγία 93/36/ΕΟΚ — Ανάθεση δημοσίων συμβάσεων χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως — Ελαφρά ελικόπτερα για την αστυνομία και το εθνικό πυροσβεστικό σώμα»

Στην υπόθεση C-157/06,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 23 Μαρτίου 2006,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον X. Lewis και την D. Recchia, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τον G. Fiengo, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο του έκτου τμήματος, προεδρεύοντα του δεύτερου τμήματος, K. Schiemann, J. Makarczyk (εισηγητή), J.-C. Bonichot και C. Toader, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro

γραμματέας: B. Fülöp, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Μαΐου 2008,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι, θέτοντας σε ισχύ την απόφαση 558/Α/04/03/RR του Υπουργού Εσωτερικών, της 11ης Ιουλίου 2003 (στο εξής: υπουργική απόφαση), με την οποία επιτρέπεται παρέκκλιση από την κοινοτική νομοθεσία περί συμβάσεων δημοσίων προμηθειών για την αγορά ελαφρών ελικοπτέρων για τις ανάγκες των δυνάμεων της αστυνομίας και του εθνικού πυροσβεστικού σώματος, χωρίς να συντρέχει καμία από τις περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν μια τέτοια παρέκκλιση, η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της , περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών (ΕΕ L 199, σ. 1), και, ιδίως, από τα άρθρα 2, παράγραφος 1, στοιχείο β’, 6 και 9 της οδηγίας αυτής.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική νομοθεσία

2

Το άρθρο 2, παράγραφος l, στοιχείο β’, της οδηγίας 93/36 ορίζει τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται:

[…]

β)

στις συμβάσεις προμηθειών που έχουν χαρακτηρισθεί απόρρητες ή των οποίων η εκτέλεση πρέπει να συνοδεύεται από ιδιαίτερα μέτρα ασφάλειας, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ισχύουν στο οικείο κράτος μέλος ή όταν το απαιτεί η προστασία των ουσιωδών συμφερόντων της ασφάλειας του κράτους μέλους.»

3

Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των άρθρων 2 και 4 και του άρθρου 5, παράγραφος 1, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα προϊόντα που αφορά το άρθρο 1, στοιχείο α’, περιλαμβανομένων και εκείνων που αποτελούν αντικείμενο συμβάσεων που συνάπτουν οι αναθέτουσες αρχές στον αμυντικό τομέα, εκτός από τα προϊόντα στα οποία εφαρμόζεται το άρθρο [296], παράγραφος 1, στοιχείο β’, [ΕΚ].»

4

Το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.   Για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, οι αναθέτουσες αρχές εφαρμόζουν τις διαδικασίες που ορίζονται στο άρθρο 1, στοιχεία δ’, ε’ και στ’, στις ακόλουθες περιπτώσεις.

2.   Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις προμηθειών προσφεύγοντας στη διαδικασία με διαπραγμάτευση σε περίπτωση υποβολής αντικανονικών προσφορών στα πλαίσια ανοικτής ή κλειστής διαδικασίας ή σε περίπτωση προσφορών οι οποίες, βάσει εθνικών διατάξεων σύμφωνων προς τις διατάξεις του τίτλου IV, δεν είναι αποδεκτές, εφόσον οι αρχικοί όροι της σύμβασης δεν έχουν τροποποιηθεί ουσιωδώς. Στις περιπτώσεις αυτές, οι αναθέτουσες αρχές δημοσιεύουν προκήρυξη, εκτός εάν στις εν λόγω διαδικασίες με διαπραγμάτευση περιλαμβάνονται όλες οι επιχειρήσεις οι οποίες πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στα άρθρα 20 έως 24 και οι οποίες, κατά την προηγηθείσα ανοικτή ή κλειστή διαδικασία, είχαν υποβάλει προσφορές σύμφωνα με τις τυπικές προϋποθέσεις της διαδικασίας του διαγωνισμού.

3.   Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν επίσης να συνάπτουν τις συμβάσεις προμηθειών προσφεύγοντας στη διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν δεν έχει υποβληθεί καμία προσφορά ή καμία κατάλληλη προσφορά μετά από πρόσκληση σε ανοιχτή ή κλειστή διαδικασία, στο μέτρο που οι αρχικοί όροι της σύμβασης δεν έχουν τροποποιηθεί ουσιωδώς και εφόσον διαβιβάζεται σχετική έκθεση στην Επιτροπή·

β)

όταν τα σχετικά προϊόντα κατασκευάζονται αποκλειστικά για σκοπούς ερευνητικούς, πειραματικούς, μελετητικούς ή αναπτυξιακούς· η διάταξη αυτή δεν καλύπτει την παραγωγή ποσοτήτων ικανών να εξασφαλίσουν εμπορική βιωσιμότητα στο προϊόν ή την απόσβεση των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης·

γ)

όταν, λόγω της τεχνικής ή καλλιτεχνικής ιδιαιτερότητάς τους ή για λόγους που αφορούν την προστασία δικαιωμάτων αποκλειστικότητας, τα προς προμήθεια προϊόντα μπορούν να κατασκευαστούν ή να παραδοθούν μόνον από ορισμένο προμηθευτή·

δ)

στον βαθμό που είναι απόλυτα αναγκαίο όταν, λόγω του κατεπείγοντος χαρακτήρα της προμήθειας που προκύπτει από γεγονότα απρόβλεπτα για τις εν λόγω αναθέτουσες αρχές, η προθεσμία που απαιτείται για τις ανοικτές, κλειστές ή με διαπραγμάτευση διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεν είναι δυνατόν να τηρηθεί. Οι περιστάσεις που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για να δικαιολογήσουν τον επείγοντα αυτό χαρακτήρα δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη·

ε)

για τις συμπληρωματικές παραδόσεις που πραγματοποιούνται από τον αρχικό προμηθευτή και προορίζονται είτε για τη μερική ανανέωση προμηθειών ή εγκαταστάσεων τρέχουσας χρήσης είτε για επέκταση υφιστάμενων προμηθειών ή εγκαταστάσεων, εφόσον η αλλαγή προμηθευτή θα υποχρέωνε ενδεχομένως την αναθέτουσα αρχή να προμηθευτεί υλικό με διαφορετικά τεχνικά χαρακτηριστικά τα οποία είναι ασυμβίβαστα ή προκαλούν δυσανάλογες τεχνικές δυσχέρειες ως προς τη χρήση και συντήρηση. Η διάρκεια αυτών των συμβάσεων καθώς και των ανανεώσιμων συμβάσεων δεν επιτρέπεται, κατά κανόνα, να υπερβαίνει τα τρία έτη.

4.   Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, οι αναθέτουσες αρχές συνάπτουν τις συμβάσεις τους προσφεύγοντας είτε στην ανοικτή είτε στην κλειστή διαδικασία.»

5

Το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.   Οι αναθέτουσες αρχές γνωστοποιούν, με σχετική ανακοίνωση που δημοσιεύεται τα ταχύτερο δυνατόν μετά την έναρξη του οικονομικού έτους, όλες τις συμβάσεις προμηθειών τις οποίες προτίθενται να συνάψουν κατά τους δώδεκα επόμενους μήνες κατά κατηγορίες προϊόντων, εφόσον η συνολική προϋπολογιζόμενη αξία τους, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 5, είναι ίση ή μεγαλύτερη των 750000 [ευρώ].

Οι κατηγορίες των προϊόντων καθορίζονται από τις αναθέτουσες αρχές με παραπομπή στην ονοματολογία “Classification of Products According to Activities (CPA)”. Η Επιτροπή προσδιορίζει τους όρους παραπομπής, στην ανακοίνωση, στις συγκεκριμένες θέσεις της ονοματολογίας, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 32, παράγραφος 2.

2.   Οι αναθέτουσες αρχές που επιθυμούν να συνάψουν μια σύμβαση δημοσίων προμηθειών σε ανοικτή ή κλειστή διαδικασία ή διαδικασία με διαπραγμάτευση στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, γνωστοποιούν την πρόθεσή τους με σχετική προκήρυξη.

3.   Οι αναθέτουσες αρχές που συνήψαν μια σύμβαση γνωστοποιούν το αποτέλεσμα με σχετική ανακοίνωση. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να μη δημοσιευτούν ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τη σύναψη της σύμβασης, όταν η γνωστοποίησή τους ενδέχεται να εμποδίζει την εφαρμογή νόμων, να είναι αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον, να βλάψει θεμιτά εμπορικά συμφέροντα δημόσιων ή ιδιωτικών επιχειρήσεων ή το θεμιτό ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών.

4.   Οι προκηρύξεις ή ανακοινώσεις συντάσσονται σύμφωνα με τα υποδείγματα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα IV και αναφέρουν τα πληροφοριακά στοιχεία που ζητούνται στα υποδείγματα αυτά. Οι αναθέτουσες αρχές δεν μπορούν να θέτουν όρους άλλους από εκείνους που προβλέπονται στα άρθρα 22 και 23, όταν ζητούν πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τα οικονομικά και τεχνικά κριτήρια που θέτουν στους προμηθευτές για την επιλογή τους (σημείο 11 του παραρτήματος IV B, σημείο 9 το παραρτήματος IV Γ και σημείο 8 του παραρτήματος IV Δ).

5.   Οι προκηρύξεις και ανακοινώσεις αποστέλλονται από τις αναθέτουσες αρχές το ταχύτερο δυνατόν και με το καταλληλότερο μέσο προς την Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Στην περίπτωση της επισπευσμένης διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 12, αποστέλλονται με τηλετύπημα, τηλεγράφημα ή τηλεομοιοτυπία.

Η ανακοίνωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 αποστέλλεται το ταχύτερο δυνατόν μετά την έναρξη κάθε οικονομικού έτους.

Η ανακοίνωση που προβλέπεται στη παράγραφο 3 αποστέλλεται το αργότερο 48 ημέρες μετά την σύναψη της αντίστοιχης σύμβασης.

6.   Οι ανακοινώσεις που αναφέρονται στις παράγραφους 1 και 3 δημοσιεύονται αναλυτικά στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στην τράπεζα δεδομένων TED στις επίσημες γλώσσες των Κοινοτήτων, ενώ αυθεντικό θεωρείται μόνο το κείμενο στη γλώσσα του πρωτοτύπου.

7.   Οι προκηρύξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δημοσιεύονται αναλυτικά στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στην τράπεζα δεδομένων TED στη γλώσσα του πρωτοτύπου. Σύνοψη των σημαντικότερων στοιχείων κάθε προκήρυξης δημοσιεύεται και στις λοιπές επίσημες γλώσσες των Κοινοτήτων, ενώ αυθεντικό θεωρείται μόνο το κείμενο στη γλώσσα του πρωτοτύπου.

8.   Η Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δημοσιεύει τις προκηρύξεις το αργότερο δώδεκα ημέρες από την ημερομηνία αποστολής τους. Στην περίπτωση της επισπευσμένης διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 12, η προθεσμία αυτή περιορίζεται σε πέντε ημέρες.

9.   Οι προκηρύξεις και ανακοινώσεις δεν πρέπει να δημοσιεύονται στις Επίσημες Εφημερίδες ή στον τύπο της χώρας της αναθέτουσας αρχής πριν από την ημερομηνία αποστολής στην Υπηρεσία Επίσημων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, την οποία και πρέπει να αναφέρουν ρητά. Κατά την εν λόγω δημοσίευση δεν πρέπει να κοινοποιούνται στοιχεία άλλα από εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

10.   Οι αναθέτουσες αρχές πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν την ημερομηνία αποστολής.

11.   Τα έξοδα δημοσίευσης των προκηρύξεων και ανακοινώσεων στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων βαρύνουν τις Κοινότητες. Η προκήρυξη δεν πρέπει να υπερβαίνει τη μία σελίδα της εν λόγω εφημερίδας, δηλαδή τις 650 λέξεις περίπου. Σε κάθε φύλλο της Επίσημης Εφημερίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το οποίο περιλαμβάνει μία ή περισσότερες προκηρύξεις και ανακοινώσεις δημοσιεύονται το ή τα υποδείγματα στα οποία βασίζονται.»

Η εθνική νομοθεσία

6

Η υπουργική απόφαση ορίζει τα εξής:

«1.

Οι προμήθειες ελικοπτέρων ελαφρού τύπου που προορίζονται για τις ανάγκες των δυνάμεων της αστυνομίας και του εθνικού πυροσβεστικού σώματος συνοδεύονται από ειδικά μέτρα ασφάλειας που εφαρμόζονται και στις ενέργειες της τεχνικής ομάδας αξιολογήσεως και της διυπουργικής επιτροπής, στις οποίες αναφέρεται η αιτιολογική έκθεση.

2.

Για την ανάθεση των προμηθειών αυτών, χωρεί παρέκκλιση από τις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος 358 της [24ης Ιουλίου 1992], όπως τροποποιήθηκε από το νομοθετικό διάταγμα 402 της [ (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα)], δεδομένου ότι πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του άρθρου 4, [στοιχείο] c, του εν λόγω διατάγματος.»

7

Το νομοθετικό διάταγμα 358/1992, στο οποίο αναφέρεται η υπουργική απόφαση, αποτελεί τη νομοθετική ρύθμιση με την οποία μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο οι κοινοτικές ρυθμίσεις περί συμβάσεων δημοσίων προμηθειών.

8

Το άρθρο 4, στοιχείο c, του νομοθετικού διατάγματος 358/1992 αποτελεί επανάληψη των διατάξεων του άρθρου 2, παράγραφος l, στοιχείο β’, της οδηγίας 93/36.

Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

9

Η Επιτροπή ενημερώθηκε για την ύπαρξη της υπουργικής αποφάσεως και, εκτιμώντας ότι η εν λόγω απόφαση δεν ήταν σύμφωνη προς τα άρθρα 2, παράγραφος l, στοιχείο β’, 6 και 9 της οδηγίας 93/36, απέστειλε, την 1η Απριλίου 2004, έγγραφο οχλήσεως, στο οποίο η Ιταλική Δημοκρατία απάντησε στις .

10

Η Επιτροπή δεν ικανοποιήθηκε από την απάντηση αυτή και, στις 14 Δεκεμβρίου 2004, απηύθυνε στην Ιταλική Δημοκρατία αιτιολογημένη γνώμη, καλώντας την να θεσπίσει τις αναγκαίες διατάξεις για να συμμορφωθεί προς τη γνώμη αυτή εντός προθεσμίας δύο μηνών από την παραλαβή της.

11

Με επιστολή της 22ας Μαρτίου 2005, η Ιταλική Δημοκρατία πληροφόρησε την Επιτροπή ότι, καίτοι δεν είχε απαντήσει ακόμη λεπτομερώς στην ως άνω αιτιολογημένη γνώμη, είχε, πάντως «κινήσει σχετικώς διαδικασία εις βάθος προβληματισμού», τα πρώτα αποτελέσματα της οποίας «οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι από την ανάγνωση της εν λόγω αποφάσεως θα μπορούσαν να προκύψουν ορισμένες αμφιβολίες σχετικά με το συμβατό των διαδικασιών αναθέσεως των συμβάσεων δημοσίων προμηθειών με το ισχύον σε κοινοτικό επίπεδο κανονιστικό πλαίσιο». Η επιστολή συνεχιζόταν με την ευχή να αρχίσει ένας σε τεχνικό επίπεδο διάλογος με τις υπηρεσίες της Επιτροπής, ο οποίος θα μπορούσε «να εξελίσσεται παράλληλα με την εν λόγω διαδικασία προβληματισμού και να οδηγήσει σε μια επανεξέταση της προαναφερθείσας νομοθεσίας, η οποία να λαμβάνει υπόψη τις διάφορες σχετικές επιταγές της νομοθεσίας».

12

Παρά τις δύο επιστολές της 14ης Απριλίου και της , με τις οποίες η Επιτροπή εξέφρασε την πρόθεση της για διάλογο με τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου, αυτός ο τεχνικός διάλογος ουδέποτε πραγματοποιήθηκε. Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την κρινομένη προσφυγή.

Επί της προσφυγής

Επιχειρήματα των διαδίκων

13

Η Επιτροπή προσάπτει στην Ιταλική Δημοκρατία ότι παρανόμως εξαίρεσε, με την υπουργική απόφαση, από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/36 τις προμήθειες ελαφρών ελικοπτέρων για τις ανάγκες των δυνάμεων της αστυνομίας και του εθνικού πυροσβεστικού σώματος, καθόσον δεν πληρούται καμία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της οδηγίας αυτής.

14

Συναφώς, η Επιτροπή τονίζει ότι τα ελικόπτερα αυτά προορίζονται για τις δυνάμεις της αστυνομίας και για το πυροσβεστικό σώμα, δηλαδή για πολιτικές υπηρεσίες οι οποίες, υπό κανονικές συνθήκες, δεν συμμετέχουν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Εξάλλου, το γεγονός ότι η εγκατάσταση ελαφρού οπλισμού προβλέπεται ως απλή πιθανότητα επιβεβαιώνει την άποψη ότι τα ελικόπτερα προορίζονται κυρίως για μη στρατιωτική χρήση. Τέλος, υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι τα ελικόπτερα αυτά πρέπει να διαθέτουν ορισμένα χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά των στρατιωτικών ελικοπτέρων δεν αρκεί για να εξομοιωθούν με στρατιωτικές προμήθειες. Κατά την Επιτροπή, στην καλύτερη περίπτωση, πρόκειται για αεροσκάφη προοριζόμενα για πιθανή διπλή χρήση.

15

Επιπλέον, η Επιτροπή εκτιμά ότι, ακόμη και αν επρόκειτο για στρατιωτικές προμήθειες, θα έπρεπε και πάλι να εφαρμοστεί η οδηγία 93/36 και ότι το κράτος που επικαλείται την παρέκκλιση του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της οδηγίας αυτής οφείλει να αποδεικνύει τη συνδρομή των περιστάσεων που τη δικαιολογούν. Θεωρεί, ωστόσο, ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν απέδειξε εν προκειμένω ότι νομίμως έκανε χρήση της προβλεπόμενης από αυτή τη διάταξη παρεκκλίσεως.

16

Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, στο σημερινό διεθνές πλαίσιο, οι έννοιες του πολέμου και του πολεμικού υλικού έχουν μεταβληθεί σημαντικά σε σχέση με την αρχική τους σημασία, όπως έχει αλλάξει και η έννοια της προστασίας των ουσιωδών συμφερόντων της εθνικής ασφάλειας. Ο στρατιωτικός χαρακτήρας των ελικοπτέρων που αποτελούν το αντικείμενο των προβλεπόμενων από την υπουργική απόφαση προμηθειών δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, καθώς τα ελικόπτερα αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε αποστολές εθνικής ασφάλειας. Πράγματι, σύμφωνα με τις αποφάσεις μιας διυπουργικής επιτροπής που συστάθηκε για τον σκοπό αυτόν, τα εν λόγω ελικόπτερα πρέπει να διαθέτουν ορισμένα τεχνικά χαρακτηριστικά που να καθιστούν δυνατή την ενδεχόμενη χρήση τους ως οπλικών και αμυντικών συστημάτων, με αποτέλεσμα να χρειάζονται έγκριση από το Υπουργείο Άμυνας.

17

Η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της οδηγίας 93/36. Στηρίζει την άποψή της, μεταξύ άλλων, στο επιχείρημα ότι πρέπει να τηρηθεί η μεγαλύτερη δυνατή διακριτικότητα σχετικά με τις εν λόγω προμήθειες, δεδομένης της χρήσεώς τους ως οπλικών συστημάτων και της ικανότητάς τους να λειτουργούν σε συνδυασμό με άλλο στρατιωτικό υλικό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον η μυστικότητα δεν μπορούσε να διασφαλισθεί στο πλαίσιο ανοικτής διαδικασίας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών.

18

Εξάλλου, η Ιταλική Δημοκρατία θεωρεί ότι, δεδομένου ότι τα εν λόγω αεροσκάφη μπορούν να χαρακτηριστούν χωρίς περιορισμούς ως στρατιωτικό υλικό, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην κρινόμενη υπόθεση οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της οδηγίας 93/36, οι επίδικες προμήθειες θα καλύπτονταν από την εξαίρεση του άρθρου 296 ΕΚ και, ως εκ τούτου, δεν θα ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων περί δημοσίων συμβάσεων.

19

Τέλος, η Ιταλική Δημοκρατία θεωρεί ότι η κρινομένη προσφυγή ασκείται απαραδέκτως, καθόσον παραβιάζει την αρχή ne bis in idem. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι το ζήτημα που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς έχει ήδη εξεταστεί και κριθεί από το Δικαστήριο με την απόφαση της 8ης Απριλίου 2008, C-337/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2008, σ. I-2173).

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του παραδεκτού

20

Αρκεί, συναφώς, να επισημανθεί μία ουσιώδης διαφορά μεταξύ της παρούσας υποθέσεως και εκείνης επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής. Στην παρούσα υπόθεση, η Ιταλική Δημοκρατία ενήργησε δυνάμει αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών, ενώ η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση αφορούσε τη νομιμότητα μιας πρακτικής των ιταλικών αρχών. Η διαπίστωση αυτή αρκεί για να αποδειχθεί ότι, εν προκειμένω, η αρχή ne bis in idem δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να προβληθεί λυσιτελώς.

21

Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προβάλλει η Ιταλική Δημοκρατία.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

22

Πρέπει, κατ’ αρχάς, να τονιστεί ότι δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι τα ποσά των συμβάσεων τις οποίες αφορά η υπουργική απόφαση υπερβαίνουν το κατώτατο όριο που ορίζει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α’, της οδηγίας 93/36, βάσει του οποίου θα υπάγονταν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

23

Υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά πάγια νομολογία, οποιαδήποτε απόκλιση από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα ασκήσεως των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από τη Συνθήκη ΕΚ στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων πρέπει να ερμηνεύεται στενά (βλ. αποφάσεις της 17ης Νοεμβρίου 1993, C-71/92, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 1993, σ. I-5923, σκέψη 36) και ότι το βάρος αποδείξεως όσον αφορά τη συνδρομή των έκτακτων περιστάσεων που δικαιολογούν την παρέκκλιση φέρει ο διάδικος που τις επικαλείται (βλ. απόφαση της , C-328/92, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 1994, σ. I-1569, σκέψεις 15 και 16, και προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψεις 57 και 58).

24

Στην προκειμένη περίπτωση, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η υπουργική απόφαση πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 296 ΕΚ και 2, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της οδηγίας 93/36, μεταξύ άλλων, διότι τα ελικόπτερα τα οποία αφορά είναι προϊόντα διπλής χρήσεως, μπορούν, δηλαδή, να εξυπηρετήσουν τόσο μη στρατιωτικούς όσο και στρατιωτικούς σκοπούς.

25

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 296, παράγραφος 1, στοιχείο β’, ΕΚ, κάθε κράτος μέλος δύναται να λαμβάνει τα μέτρα που θεωρεί αναγκαία για την προστασία ουσιωδών συμφερόντων της ασφάλειάς του, που αφορούν την παραγωγή ή εμπορία όπλων, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δεν αλλοιώνουν τους όρους του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς σχετικά με τα προϊόντα που δεν προορίζονται ειδικά για στρατιωτικούς σκοπούς (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 46).

26

Από τη διατύπωση της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι τα εν λόγω προϊόντα πρέπει να προορίζονται ειδικά για στρατιωτικούς σκοπούς. Επομένως, κατά την αγορά εξοπλισμού που δεν είναι βέβαιον ότι θα χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικούς σκοπούς, πρέπει να τηρούνται οι κανόνες περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 47).

27

Δεν αμφισβητείται, όμως, ότι, όπως παραδέχεται και η Ιταλική Δημοκρατία, η υπουργική απόφαση αφορά ελικόπτερα τα οποία προορίζονται μετά βεβαιότητος για μη στρατιωτικούς σκοπούς και μόνον ενδεχομένως για στρατιωτικούς σκοπούς.

28

Κατά συνέπεια, η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς το άρθρο 296, παράγραφος 1, στοιχείο β’, ΕΚ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 3 της οδηγίας 93/36, για να δικαιολογήσει εθνική κανονιστική ρύθμιση που επιτρέπει την προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση για την αγορά των εν λόγω ελικοπτέρων.

29

Επιπλέον, το εν λόγω κράτος μέλος επικαλείται το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της οδηγίας 93/36.

30

Υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι η ανάγκη να προβλεφθεί υποχρέωση τηρήσεως του απορρήτου ουδόλως εμποδίζει την προσφυγή σε διαγωνισμό για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 52).

31

Ως εκ τούτου, η προσφυγή στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της οδηγίας 93/36 για να δικαιολογηθεί η αγορά των επίμαχων ελικοπτέρων κατά τη διαδικασία με διαπραγμάτευση μοιάζει δυσανάλογη προς τον σκοπό της παρεμποδίσεως της διαδόσεως ευαίσθητων δεδομένων σχετικών με την κατασκευή τους. Πράγματι, η Ιταλική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι ο σκοπός αυτός δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί στο πλαίσιο διαγωνισμού, όπως προβλέπει η ίδια οδηγία (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 53).

32

Επομένως, στην προκειμένη υπόθεση, το γεγονός απλώς και μόνον ότι οι επίμαχες προμήθειες χαρακτηρίστηκαν απόρρητες, ότι συνοδεύονται από ειδικά μέτρα ασφαλείας ή ότι κρίνεται αναγκαίο να εξαιρεθούν από την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων προκειμένου να προστατευθούν τα ουσιώδη συμφέροντα της ασφάλειας του κράτους δεν αρκεί ως απόδειξη ότι συντρέχουν πράγματι οι εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν τις παρεκκλίσεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της οδηγίας 93/36.

33

Κατά συνέπεια, η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της οδηγίας 93/36 για να δικαιολογήσει εθνική κανονιστική ρύθμιση που επιτρέπει την προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση για την αγορά των εν λόγω ελικοπτέρων.

34

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να αναγνωριστεί ότι, θέτοντας σε ισχύ την υπουργική απόφαση, με την οποία επιτρέπεται παρέκκλιση από την κοινοτική νομοθεσία περί συμβάσεων δημοσίων προμηθειών για την αγορά ελαφρών ελικοπτέρων για τις ανάγκες των δυνάμεων της αστυνομίας και του εθνικού πυροσβεστικού σώματος, χωρίς να συντρέχει καμία από τις περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν μια τέτοια παρέκκλιση, η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 93/36/ΕΟΚ και, ιδίως, από τα άρθρα 2, παράγραφος 1, στοιχείο β’, 6 και 9 της οδηγίας αυτής.

Επί των δικαστικών εξόδων

35

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή υπέβαλε σχετικό αίτημα και η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Θέτοντας σε ισχύ την απόφαση 558/Α04/03/RR του Υπουργού Εσωτερικών, της 11ης Ιουλίου 2003, με την οποία επιτρέπεται παρέκκλιση από την κοινοτική νομοθεσία περί συμβάσεων δημοσίων προμηθειών για την αγορά ελαφρών ελικοπτέρων για τις ανάγκες των δυνάμεων της αστυνομίας και του εθνικού πυροσβεστικού σώματος, χωρίς να συντρέχει καμία από τις περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν μια τέτοια παρέκκλιση, η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της , περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, και, ιδίως, από τα άρθρα 2, παράγραφος 1, στοιχείο β’, 6 και 9 της οδηγίας αυτής.

 

2)

Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.