ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 29ης Νοεμβρίου 2007

Υπόθεση C-10/06 P

Rafael de Bustamente Tello

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπάλληλοι – Αμοιβή – Επίδομα αποδημίας – Προϋπόθεση χορηγήσεως του επιδόματος αποδημίας του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ – Έννοια της “παροχής υπηρεσιών προς άλλο κράτος”»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πρώτο τμήμα) της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑368/03, De Bustamente Tello κατά Συμβουλίου (Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑321 και II‑1439), με αίτημα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής.

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται.

Περίληψη

1.        Αναίρεση – Λόγοι – Επανάληψη απλώς και μόνον των λόγων και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου – Μη προσδιορισμός της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο – Απαράδεκτο – Αμφισβήτηση της εκ μέρους του Πρωτοδικείου ερμηνείας ή εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου – Παραδεκτό

(Άρθρο 225 ΕΚ)

2.        Υπάλληλοι – Αμοιβή – Επίδομα αποδημίας – Προϋποθέσεις χορηγήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 4 § 1, στοιχείο α΄)

1.        Η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, αν δεν περιλαμβάνει καμία ιδιαίτερη επιχειρηματολογία σχετικά με τον προσδιορισμό του νομικού σφάλματος που ενέχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αλλά περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου. Αντίθετα, αν ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από το Πρωτοδικείο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την αναιρετική διαδικασία. Πράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει την αναίρεσή του σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Πρωτοδικείου, η αναιρετική διαδικασία θα έχανε εν μέρει τη σημασία της.

2.        Ακόμη κι αν η κατανομή των αρμοδιοτήτων σε διακρατικό επίπεδο ποικίλλει ανάλογα με τη θεσμική δομή κάθε κράτους, το κράτος πρέπει να θεωρείται, στο δημόσιο διεθνές δίκαιο, ως ενιαίο υποκείμενο. Από της απόψεως αυτής, απαιτείται το κράτος να εκπροσωπείται, ενώπιον των λοιπών κρατών και των διεθνών οργανισμών, μέσω ενός συστήματος ενιαίας διπλωματικής αντιπροσωπείας, που αντανακλά τον ενιαίο χαρακτήρα, σε διεθνές επίπεδο, του οικείου κράτους.

Μολονότι δεν είναι ουσιώδες, για να μπορεί να θεωρηθεί ότι ο εν λόγω υπάλληλος έχει παράσχει υπηρεσίες προς «άλλο κράτος», να έχει εργαστεί στην κεντρική διοίκηση του κράτους αυτού, αντιθέτως, η λειτουργική ένταξή του σε μόνιμη αντιπροσωπεία του κράτους αυτού αποτελεί στοιχείο αποφασιστικής σημασίας.

Συναφώς, οι υπάλληλοι που έχουν παράσχει υπηρεσίες προς το κράτος μέσω της κεντρικής διοικήσεώς του και οι υπάλληλοι που παρέχουν υπηρεσίες προς αυτόνομη κοινότητα, μέσω της διοικήσεώς της, πρέπει να θεωρηθούν ότι βρίσκονται σε κατάσταση αποδημίας κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι έχουν τυπικώς ενταχθεί στη μόνιμη αντιπροσωπεία του εν λόγω κράτους.

Συνεπώς, για τους σκοπούς της ερμηνείας της φράσης «παροχή υπηρεσιών προς άλλο κράτος», του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ πρέπει να θεωρηθεί ότι επιρροή ασκεί μόνον το γεγονός ότι οι υπηρεσίες παρέχονται προς μόνιμη αντιπροσωπεία του κράτους. Κατά συνέπεια, η παροχή υπηρεσιών προς τις κυβερνήσεις των πολιτικών υποδιαιρέσεων των κρατών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παροχή υπηρεσιών προς κράτος αν ο ενδιαφερόμενος δεν έχει τυπικώς ενταχθεί στη μόνιμη αντιπροσωπεία του κράτους. Για τον ίδιο λόγο, η παροχή υπηρεσιών προς εμπορικές εταιρίες του Δημοσίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παροχή υπηρεσιών προς κράτος.