ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 3ης Απριλίου 2008 ( 1 )

Υπόθεση C-458/06

Skatteverket

κατά

Gourmet Classic Ltd

«Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Οδηγία 92/83/ΕΟΚ — Εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στην αλκοόλη και στα αλκοολούχα ποτά — Άρθρο 20, πρώτη περίπτωση — Αλκοόλη που περιέχεται στο κρασί που χρησιμοποιείται στη μαγειρική — Απαλλαγή από τον εναρμονισμένο ειδικό φόρο κατανάλωσης»

1. 

Με την υπό κρίση αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, το Regeringsrätten (Σουηδία) ζητεί να μάθει αν η αλκοόλη που περιέχεται στο κρασί που χρησιμοποιείται στη μαγειρική πρέπει να χαρακτηρίζεται ως αιθυλική αλκοόλη κατά την έννοια του άρθρου 20 της οδηγίας 92/83/ΕΟΚ ( 2 ).

2. 

Η ιδιαιτερότητα της υποθέσεως αυτής έγκειται στο γεγονός ότι, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, όλοι οι διάδικοι συμφωνούν ότι η αλκοόλη που περιέχεται στο κρασί που χρησιμοποιείται στη μαγειρική πρέπει να χαρακτηρίζεται ως αιθυλική αλκοόλη κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

3. 

Κατά συνέπεια, η εν λόγω υπόθεση θέτει το ζήτημα αν υφίσταται διαφορά και, ως εκ τούτου, αν το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επί του προδικαστικού ερωτήματος.

4. 

Με τις παρούσες προτάσεις θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους θεωρώ ότι το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επί του προδικαστικού ερωτήματος.

I — Το νομικό πλαίσιο

Α — Το κοινοτικό δίκαιο

5.

Η οδηγία 92/83 αποσκοπεί στην εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στην αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά και, ιδίως, στην καθιέρωση κοινών ορισμών για όλα τα οικεία προϊόντα, οι οποίοι βασίζονται σε εκείνους της Συνδυασμένης Ονοματολογίας που ισχύουν κατά την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας οδηγίας ( 3 ).

6.

Το άρθρο 20 της οδηγίας 92/83 ορίζει την αιθυλική αλκοόλη ως εξής:

«—

όλα τα προϊόντα με αποκτημένο ογκομετρικό αλκοολικό τίτλο άνω του 1,2 % vol, τα οποία υπάγονται στις [κλάσεις] ΣΟ2207 και 2208 ( 4 ), ακόμη και όταν τα εν λόγω προϊόντα αποτελούν μέρος προϊόντος υπαγομένου σε άλλο κεφάλαιο της ΣΟ,

τα προϊόντα των [κλάσεων] ΣΟ 2204, 2205 και 2206 ( 5 ), με αποκτημένο ογκομετρικό αλκοολικό τίτλο άνω του 22 % vol,

τα οινοπνευματώδη ποτά που περιέχουν προϊόντα σε διάλυμα ή όχι. […]»

7.

Εξάλλου, βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 1, στοιχείο στ’, της οδηγίας 92/83, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τα προϊόντα που περιέχουν αιθυλική αλκοόλη από τον εναρμονισμένο ειδικό φόρο κατανάλωσης όταν τα προϊόντα αυτά «χρησιμοποιούνται απευθείας ή ως συστατικά ημιμεταποιημένων προϊόντων για την παραγωγή ειδών διατροφής, γεμιστών ή όχι, εφόσον σε κάθε περίπτωση η περιεχόμενη αλκοόλη δεν υπερβαίνει τα 8,5 λίτρα καθαρής αλκοόλης ανά 100 kg προϊόντος για τις σοκολάτες και τα 5 λίτρα καθαρής αλκοόλης ανά 100 kg προϊόντος, για άλλα προϊόντα».

Β — Το εθνικό δίκαιο

8.

Ο σουηδικός νόμος περί του ειδικού φόρου κατανάλωσης επί της αλκοόλης (lagen om alkoholskatt) ( 6 ), ο οποίος μετέφερε στην εσωτερική έννομη τάξη την οδηγία 92/83, προβλέπει στο άρθρο του 1, πρώτο εδάφιο, ότι οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης επί της αλκοόλης καταβάλλονται για την μπύρα, το κρασί και άλλα ποτά προερχόμενα από ζύμωση, για τα ενδιάμεσα προϊόντα, καθώς και για την αιθυλική αλκοόλη.

9.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του LAS, το κρασί το οποίο εμπίπτει στις κλάσεις ΣΟ 2204 και ΣΟ 2205 υπόκειται στον ειδικό φόρο κατανάλωσης αν ο αλκοολικός τίτλος αποκτήθηκε αποκλειστικά μέσω ζύμωσης και υπερβαίνει ορισμένα συγκεκριμένα ποσοστά.

10.

Όσον αφορά την αιθυλική αλκοόλη, το άρθρο 6 του LAS προβλέπει ότι οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης καταβάλλονται για τα προϊόντα που εμπίπτουν στις κλάσεις ΣΟ 2207 και ΣΟ 2208, με αλκοολικό τίτλο άνω του 1,2 % vol, ακόμη και αν τα προϊόντα αυτά περιέχονται σε άλλα προϊόντα τα οποία εμπίπτουν σε άλλο κεφάλαιο της Συνδυασμένης Ονοματολογίας.

11.

Πάντως, το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, πέμπτη περίπτωση, του LAS ορίζει ότι ειδικός φόρος κατανάλωσης δεν καταβάλλεται για τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται απευθείας σε τρόφιμα ή ως συστατικά ημιμεταποιημένων προϊόντων για την παραγωγή ειδών διατροφής, γεμιστών ή όχι, εφόσον σε κάθε περίπτωση η περιεχόμενη αλκοόλη δεν υπερβαίνει τα 8,5 λίτρα καθαρής αλκοόλης ανά 100 kg προϊόντος για τις σοκολάτες και τα 5 λίτρα καθαρής αλκοόλης ανά 100 kg προϊόντος, για άλλα προϊόντα.

II — Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας τέθηκε το προδικαστικό ερώτημα

12.

Η Gourmet Classic Ltd (στο εξής: Gourmet Classic) είναι βρετανική επιχείρηση η οποία επιθυμεί να προσφέρει προς πώληση στη σουηδική αγορά κρασί που χρησιμοποιείται στη μαγειρική.

13.

Πριν διαθέσει στο εμπόριο το προϊόν της, η Gourmet Classic ζήτησε από τη Skatterättsnämnden (σουηδική επιτροπή φορολογικού δικαίου) να τη βεβαιώσει με σχετική γνωμοδότηση ότι ο ειδικός φόρος κατανάλωσης δεν επιβαλλόταν στο κρασί που χρησιμοποιείται στη μαγειρική, δεδομένου ότι, κατά την άποψή της, το κρασί αυτό ενέπιπτε στην εξαίρεση του άρθρου 27, παράγραφος 1, στοιχείο στ’, της οδηγίας 92/83.

14.

Το επίμαχο κρασί που χρησιμοποιείται στη μαγειρική αποτελεί μείγμα αποτελούμενο κατά 40 % περίπου από σύνηθες κρασί, κόκκινο ή λευκό, και κατά 60 % περίπου από κρασί από το οποίο έχει αφαιρεθεί η αλκοόλη και στο οποίο έχει προστεθεί μικρή ποσότητα αλατιού. Ο αλκοολικός τίτλος του κρασιού αυτού που χρησιμοποιείται στη μαγειρική είναι περίπου 4,8 λίτρα καθαρής αλκοόλης ανά 100 kg τελικού προϊόντος.

15.

Η HM Customs and Excise, Tariff and Statistical Office (βρετανική φορολογική αρχή) ενημέρωσε την Gourmet Classic ότι το κρασί που χρησιμοποιείται στη μαγειρική υπαγόταν στην υπο-διάκριση ΣΟ 2103909089.

16.

Στο πλαίσιο της ενώπιον της Skatterättsnämnden διαδικασίας, η Skatteverket (σουηδική φορολογική αρχή) κατέθεσε παρατηρήσεις και υποστήριξε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 του LAS, το κρασί που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και το οποίο πωλεί η Gourmet Classic υπόκειται μεν στον φόρο επί της αλκοόλης, πλην όμως το προϊόν αυτό εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, σημείο 5, του LAS.

17.

Συνεπώς, κατά την άποψη της Skatteverket, στο κρασί που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και το οποίο διατίθεται στο εμπόριο από την Gourmet Classic δεν πρέπει να επιβάλλεται ειδικός φόρος κατανάλωσης.

18.

Η Skatterättsnämnden εξέδωσε γνωμοδότηση στην οποία ακολούθησε τη σύσταση της Skatteverket.

19.

Η Skatteverket προσέφυγε ενώπιον του Regeringsrätten και ζήτησε από αυτό να επικυρώσει τη γνωμοδότηση της Skatterättsnämnden. Η Gourmet Classic δήλωσε ότι συμφωνεί και η ίδια με τη γνωμοδότηση της Skatterättsnämnden.

20.

Το Regeringsrätten κρίνει ότι, για να μπορέσει να αποφανθεί, έχει ανάγκη από διευκρινίσεις όσον αφορά το βάσιμο του ισχυρισμού ότι το κρασί που χρησιμοποιείται στη μαγειρική θεωρείται ότι περιέχει αιθυλική αλκοόλη κατά την έννοια της οδηγίας 92/83.

III — Το προδικαστικό ερώτημα

21.

Το Regeringsrätten αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει η αλκοόλη που περιέχεται στο κρασί που χρησιμοποιείται στη μαγειρική να κατατάσσεται στην κατηγορία της αιθυλικής αλκοόλης κατά την έννοια του άρθρου 20, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας [92/83];»

IV — Η ανάλυση

22.

Με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε στο Δικαστήριο, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να αποφανθεί επί του υποβληθέντος από το Regeringsrätten προδικαστικού ερωτήματος.

23.

Σύμφωνα με την Επιτροπή, το γεγονός ότι η Skatteverket ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο όχι την τροποποίηση της γνωμοδότησης της Skatterättsnämnden αλλά την επικύρωσή της, αποδεικνύει ότι μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης δεν υπάρχει αντιδικία. Η Επιτροπή επισημαίνει, επίσης, ότι όλα τα μέρη συμφωνούν ως προς το ότι το κρασί που χρησιμοποιείται στη μαγειρική απαλλάσσεται από τον φόρο επί της αλκοόλης.

24.

Η Επιτροπή παραθέτει την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1981, 244/80, Foglia ( 7 ), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 234 ΕΚ δεν του αναθέτει ως αποστολή να διατυπώνει συμβουλευτικές γνώμες επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων αλλά να συμβάλλει στην απονομή της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών ( 8 ).

25.

Επικαλούμενη πάντοτε την προαναφερθείσα απόφαση Foglia, η Επιτροπή προσθέτει ότι το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να απαντήσει σε σχετικό με την ερμηνεία ερώτημα, όπως αυτό το οποίο υποβλήθηκε στο Δικαστήριο στην υπόθεση της κύριας δίκης, καθόσον το ερώτημα αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο διαδικαστικής κατασκευής πεποιημένης από τους διαδίκους με σκοπό να οδηγηθεί το Δικαστήριο στο να λάβει θέση επί ορισμένων ζητημάτων κοινοτικού δικαίου τα οποία δεν ανταποκρίνονται σε αντικειμενική ανάγκη που συνδέεται με την επίλυση διαφοράς.

26.

Όπως και η Επιτροπή, έχω τη γνώμη ότι το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να απαντήσει στο υποβληθέν από το Regeringsrätten προδικαστικό ερώτημα.

27.

Η διαδικασία του άρθρου 234 ΕΚ αποτελεί ένα μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων ( 9 ). Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στον εθνικό δικαστή, που έχει αμφιβολίες όσον αφορά την ερμηνεία κοινοτικής διατάξεως, τη δυνατότητα να ζητήσει από το Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση η οποία του είναι αναγκαία προκειμένου να αποφανθεί επί της διαφοράς.

28.

Μολονότι είναι αληθές ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 234 ΕΚ, στο εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς απόκειται να εκτιμήσει την αναγκαιότητα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος και τη λυσιτέλεια του ερωτήματος αυτού, εντούτοις στο Δικαστήριο εναπόκειται να εξετάζει, όταν χρειάζεται, τη δική του δικαιοδοσία και τις συνθήκες υπό τις οποίες το εθνικό δικαστήριο του ζήτησε την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ( 10 ).

29.

Συνεπώς, το Δικαστήριο μπορεί να χρειαστεί να εξετάσει αν η αίτηση υποβλήθηκε από εθνικό δικαστήριο κράτους μέλους ( 11 ), το οποίο επιλαμβάνεται διαφοράς ( 12 ), και το οποίο κρίνει ότι απόφαση του Δικαστηρίου είναι αναγκαία προκειμένου να εκδώσει τη δική του απόφαση ( 13 ).

30.

Η διαδικασία ενώπιον της Skatterättsnämnden είναι ιδιόμορφη. Η Skatterättsnämnden έχει ως αποστολή να εκδίδει προκριματική γνωμοδότηση επί υποθέσεων που αφορούν, μεταξύ άλλων, τους υποκειμένους στον φόρο στις σχέσεις τους με το Δημόσιο, όσον αφορά τις φορολογικές τους υποχρεώσεις ( 14 ). Όταν ένας υποκείμενος στον φόρο υποβάλει αίτηση ενώπιον της Skatterättsnämnden, η Skatteverket έχει τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις όσον αφορά τη φορολόγηση της επίμαχης πράξεως.

31.

Η Skatterättsnämnden εκδίδει, εν συνεχεία, γνωμοδότηση περί του πώς πρέπει να επιλυθεί το υποβληθέν στην κρίση της ζήτημα κατά τη φορολόγηση της πράξεως αυτής. Η γνωμοδότηση αυτή μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του Regeringsrätten με πρωτοβουλία του αιτούντος και/ή της Skatteverket ( 15 ).

32.

Με την προαναφερθείσα απόφαση Victoria Film, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε αρμοδιότητα να αποφανθεί επί των υποβληθέντων από τη Skatterättsnämnden προδικαστικών ερωτημάτων, για τον λόγο ότι η Skatterättsnämnden εκτελεί ουσιαστικά καθήκοντα διοικητικής αρχής και υπενθυμίζοντας ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο μόνον εφόσον εκκρεμεί ενώπιόν τους διαφορά και εφόσον καλούνται να αποφανθούν στο πλαίσιο διαδικασίας που πρόκειται να καταλήξει στην έκδοση αποφάσεως δικαιοδοτικού χαρακτήρα ( 16 ).

33.

Πάντως, με την ίδια απόφαση, το Δικαστήριο προσέθεσε ότι, μόνο σε περίπτωση που ο ιδιώτης ή η Skatteverket ασκήσουν προσφυγή κατά της προκριματικής γνωμοδοτήσεως, το Regeringsrätten το οποίο επιλαμβάνεται, έτσι, της προσφυγής μπορεί να θεωρηθεί ότι ασκεί δικαιοδοτικής φύσεως λειτουργία, κατά την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ, έχουσα ως αντικείμενο τον έλεγχο της νομιμότητας μιας πράξεως η οποία ρυθμίζει τη φορολογία του υποκειμένου στον φόρο ( 17 ).

34.

Επομένως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Regeringsrätten αποτελεί εθνικό δικαστήριο, κατά την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ.

35.

Αντιθέτως, έχω τη γνώμη ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν πληρούται η περί εκκρεμούς ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου διαφοράς προϋπόθεση.

36.

Καταρχάς επισημαίνεται ότι ο όρος «διαφορά» ορίζεται ως αμφισβήτηση η οποία άγεται προς δικαστική διευθέτηση, με τη διευκρίνιση ότι η αμφισβήτηση αυτή νοείται ως αντιδικία ( 18 ).

37.

Εν συνεχεία, όσον αφορά πάντοτε την προϋπόθεση της υπάρξεως διαφοράς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί σε περίπτωση που η διαφορά κατασκευάστηκε κατά τρόπο τεχνητό από τους διαδίκους με σκοπό να οδηγηθεί το Δικαστήριο στο να διατυπώσει συμβουλευτική γνώμη επί γενικού ή υποθετικού ζητήματος ( 19 ) ή ακόμη σε περίπτωση που τα αιτήματα του προσφεύγοντος της κύριας δίκης ικανοποιήθηκαν στο σύνολό τους μετά την εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου υποβολή προς το Δικαστήριο της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ( 20 ).

38.

Στις περιπτώσεις αυτές, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν υφίστατο πραγματική διαφορά ή ότι η διαφορά που οδήγησε στην υποβολή του προδικαστικού ερωτήματος έπαυσε να υφίσταται, καθόσον δεν υπήρχε ή έπαυσε να υπάρχει αμφισβήτηση μεταξύ των διαδίκων.

39.

Πάντως, επισημαίνω ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλοι οι διάδικοι, ήτοι η Gourmet Classic, η Skatterättsnämnden και η Skatteverket, συμφωνούν ως προς τη λύση που πρέπει να δοθεί.

40.

Συγκεκριμένα, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η Gourmet Classic ζήτησε από τη Skatterättsnämnden την επιβεβαίωση για το ότι στο κρασί που χρησιμοποιείται στη μαγειρική δεν έπρεπε να επιβληθεί ο φόρος επί της αλκοόλης, καθόσον, κατά την άποψή της, αυτό υπαγόταν στις εξαιρέσεις του άρθρου 27, παράγραφος 1, στοιχείο στ’, της οδηγίας 92/83, τις οποίες επαναλαμβάνει το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, σημείο 5, του LAS ( 21 ).

41.

Στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής, η Skatteverket υποστήριξε ενώπιον της Skatterättsnämnden ότι το κρασί που χρησιμοποιείται στη μαγειρική μπορούσε πράγματι να υπαχθεί στην εξαίρεση που προβλέπει η εν λόγω διάταξη ( 22 ).

42.

Επιπλέον, η Skatterättsnämnden εξέδωσε γνωμοδότηση σύμφωνη προς τις παρατηρήσεις των δύο πλευρών ( 23 ).

43.

Εξάλλου, το Regeringsrätten προσθέτει, με τη σκέψη 22 της αποφάσεως περί παραπομπής, ότι οι διάδικοι της κύριας δίκης συμφωνούν ως προς το ότι δεν πρέπει να καταβληθεί φόρος επί της αλκοόλης.

44.

Από τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι μεταξύ των διαδίκων δεν υπάρχει αντιδικία και ότι, συνεπώς, ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου δεν υπάρχει διαφορά.

45.

Δεν είναι η πρώτη φορά που το Regeringsrätten υποβάλλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα στο πλαίσιο διαφοράς κύριας δίκης η οποία αφορά γνωμοδότηση της Skatterättsnämnden ( 24 ). Στις προγενέστερες αυτές υποθέσεις, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των υποβληθέντων από το Regeringsrätten προδικαστικών ερωτημάτων, σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία του Victoria Film.

46.

Συγκεκριμένα, στις εν λόγω υποθέσεις, το Regeringsrätten είχε επιληφθεί προσφυγής κατά προκριματικής γνωμοδοτήσεως της Skatterättsnämnden και, επομένως, είχε επιληφθεί της διαφοράς προκειμένου να εκδώσει δικαιοδοτική απόφαση ( 25 ).

47.

Σε αντίθεση προς την υπό κρίση υπόθεση, είχε αμφισβητηθεί η γνωμοδότηση της Skatterättsnämden, επομένως υπήρχε διαφορά.

48.

Ασφαλώς, με την απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1995, C-412/93, Leclerc-Siplec ( 26 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι είχε αρμοδιότητα, μολονότι η εναγομένη της κύριας δίκης είχε υποστηρίξει την ίδια άποψη με την ενάγουσα ( 27 ).

49.

Εντούτοις, επισημαίνεται ότι στην προαναφερθείσα απόφαση Leclerc-Siplec αφορμή της υποθέσεως της κύριας δίκης αποτέλεσε μια πραγματική διαφορά μεταξύ των διαδίκων. Συγκεκριμένα, οι εταιρίες TF1 Publicité και M6 Publicité είχαν αρνηθεί να μεταδώσουν διαφημιστικό μήνυμα σχετικό με την πώληση υγρών καυσίμων στις υπεραγορές Leclerc. Η εταιρία εισαγωγών Édouard Leclerc-Siplec ενήγαγε, έτσι, τις δύο αυτές εταιρίες ενώπιον του tribunal de commerce de Paris (Γαλλία) ( 28 ).

50.

Στην υπό κρίση υπόθεση, αφετηρία της κύριας δίκης δεν είναι μια διαφορά μεταξύ των διαδίκων, αλλά η αίτηση για την επικύρωση μιας γνωμοδοτήσεως επί της οποίας συμφωνούν όλοι οι διάδικοι. Η υπόθεση της κύριας δίκης παρουσιάζει την ιδιομορφία ότι η Skatteverket μπορεί να προσφύγει ενώπιον του Regeringsrätten κατά της γνωμοδοτήσεως της Skatterättsnämnden, ακόμη και αν η προσφυγή αυτή έχει ως αίτημα την επικύρωση της εν λόγω γνωμοδοτήσεως.

51.

Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση δεν πρόκειται για πλαστή ή κατασκευασμένη διαφορά, όπως στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν η προαναφερθείσα απόφαση Foglia ή οι αποφάσεις της 21ης Ιανουαρίου 2003, C-318/00, Bacardi-Martini και Cellier des Dauphins ( 29 ), αλλά για αίτηση επικυρώσεως μιας γνωμοδοτήσεως, εν απουσία οποιασδήποτε διαφοράς.

52.

Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο εξηγεί, με την αίτησή του, ότι επελήφθη προκειμένου να «δημιουργήσει νομολογιακό προηγούμενο» επί του ζητήματος της απαλλαγής του κρασιού που χρησιμοποιείται στη μαγειρική από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης και να προσδώσει γενικότερη σημασία στο εν λόγω ζήτημα.

53.

Με άλλα λόγια, κατά την άποψή μου, το δικαστήριο αυτό ζητεί από το Δικαστήριο να διατυπώσει συμβουλευτική γνώμη.

54.

Πάντως, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, με την απόφαση της 16ης Ιουλίου 1992, C-83/91, Meilicke ( 30 ), ότι το πνεύμα συνεργασίας που πρέπει να πρυτανεύει κατά τη λειτουργία της διαδικασίας της αίτησης εκδόσεως προδικαστικής απόφασης συνεπάγεται ότι το εθνικό δικαστήριο, από την πλευρά του, θα σέβεται την αποστολή που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο ( 31 ). Η αποστολή αυτή συνίσταται όχι στη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών, αλλά στην ανταπόκριση σε αντικειμενική ανάγκη που συνδέεται με την επίλυση της διαφοράς ( 32 ).

55.

Κατά την άποψή μου, η αναγνώριση της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου σε περίπτωση όπως η υπό κρίση θα συνεπαγόταν καταστρατήγηση του επιδιωκόμενου από το άρθρο 234 ΕΚ σκοπού και παράκαμψη των προϋποθέσεων σύμφωνα με τις οποίες η προσφυγή στο Δικαστήριο, βάσει του εν λόγω άρθρου, προϋποθέτει την ύπαρξη διαφοράς και απαιτεί η υποβολή του προδικαστικού ερωτήματος να δικαιολογείται από την ανάγκη επιλύσεως πραγματικής διαφοράς.

56.

Προσθέτω ότι, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι το Regeringsrätten υιοθετήσει τελικά θέση αντίθετη προς την της Skatterättsnämnden και όλων των διαδίκων της κύριας δίκης, η Gourmet Classic θα μπορούσε, ενδεχομένως, να αμφισβητήσει ενώπιον του εθνικού δικαστή την απόφαση περί της επιβολής σε βάρος της φόρων εισαγωγής, ο δε εθνικός δικαστής θα μπορούσε, στο πλαίσιο αυτού που θα αποτελούσε πραγματική διαφορά, να υποβάλει στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικά με το περιεχόμενο του άρθρου 20 της οδηγίας 92/83.

57.

Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών των στοιχείων, φρονώ ότι Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επί του υποβληθέντος από το Regeringsrätten ερωτήματος.

V — Πρόταση

58.

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι δεν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επί του υποβληθέντος από το Regeringsrätten προδικαστικού ερωτήματος.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στην αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά (ΕΕ L 316, σ. 21).

( 3 ) Βλ. δεύτερη και τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής.

( 4 ) Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2587/91 της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 1991, για την τροποποίηση του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ L 259, σ. 1), που ίσχυε κατά τον χρόνο που τέθηκε σε ισχύ η οδηγία 92/83, στις 31 Δεκεμβρίου 1992, η κλάση ΣΟ 2207 αντιστοιχεί σε «αιθυλική αλκοόλη μη μετουσιωμένη, με κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο 80 % vol ή περισσότερο· αιθυλική αλκοόλη και αποστάγματα μετουσιωμένα, οποιουδήποτε τίτλου». Όσον αφορά την κλάση ΣΟ 2208, αυτή αντιστοιχεί σε «αιθυλική αλκοόλη μη μετουσιωμένη, με κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο λιγότερο του 80 % vol· αποστάγματα, λικέρ και άλλα οινοπνευματώδη ποτά· σύνθετα αλκοολούχα παρασκευάσματα των τύπων που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των ποτών».

( 5 ) Οι κλάσεις αυτές αντιστοιχούν, δυνάμει του κανονισμού 2587/91, στα «κρασιά από νωπά σταφύλια, στα οποία περιλαμβάνονται και τα εμπλουτισμένα με αλκοόλη κρασιά. Μούστος σταφυλιών άλλος από εκείνον της κλάσης 2009», στα «βερμούτ και άλλα κρασιά από νωπά σταφύλια, παρασκευασμένα με τη βοήθεια φυτών ή αρωματικών ουσιών», και, τέλος, στα «άλλα ποτά που προέρχονται από ζύμωση (π.χ. μηλίτης, απίτης, υδρόμελι)· μείγματα ποτών που προέρχονται από ζύμωση και μείγματα ποτών που προέρχονται από ζύμωση και μη αλκοολούχων ποτών, μη κατονομαζόμενα ούτε περιλαμβανόμενα αλλού».

( 6 ) SFS 1994, αριθ. 1564, στο εξής: LAS

( 7 ) Συλλογή 1981, σ. 3045.

( 8 ) Σκέψη 18.

( 9 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, C-225/02, García Blanco (Συλλογή 2005, σ. I-523, σκέψη 26).

( 10 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 15ης Ιουνίου 1995, C-422/93 έως C-424/93, Zabala Erasun κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I-1567, σκέψεις 13 έως 17 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 11 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 31ης Μαΐου 2005, C-53/03, Syfait κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I-4609, σκέψη 21).

( 12 ) Βλ. απόφαση της 21ης Απριλίου 1988, 338/85, Pardini (Συλλογή 1988, σ. 2041, σκέψεις 10 και 11).

( 13 ) Βλ. αποφάσεις Zabala Erasun κ.λπ., προαναφερθείσα (σκέψεις 28 και 29 καθώς και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία), García Blanco, προαναφερθείσα (σκέψεις 27 και 28), της 20ής Ιανουαρίου 2005, C-306/03, Salgado Alonso (Συλλογή 2005, σ. I-705, σκέψεις 41 και 42), καθώς και της 15ης Ιουνίου 2006, C-466/04, Acereda Herrera (Συλλογή 2006, σ. I-5341, σκέψη 49).

( 14 ) Βλ. σημείο 10 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Fennelly στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1998, C-134/97, Victoria Film (Συλλογή 1998, σ. I-7023).

( 15 ) Όπ.π.

( 16 ) Σκέψεις 14 και 15.

( 17 ) Σκέψεις 18 και 19. Βλ., επίσης, απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1999, C-200/98, X και Y (Συλλογή 1999, σ. I-8261, σκέψεις 16 και 17).

( 18 ) Βλ. Le Petit Robert — Dictionnaire de la langue française, Dictionnaires Le Robert, Παρίσι, 2004.

( 19 ) Βλ. απόφαση Foglia, προαναφερθείσα.

( 20 ) Βλ. απόφαση García Blanco, προαναφερθείσα (σκέψεις 29 έως 31).

( 21 ) Βλ. απόφαση περί παραπομπής (σκέψη 11).

( 22 ) Όπ.π. (σκέψη 12).

( 23 ) Όπ.π. (σκέψη 13).

( 24 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 29ης Μαρτίου 2007, C-111/05, Aktiebolaget NN (Συλλογή 2007, σ. I-2697), και διάταξη της 10ης Μαΐου 2007, C-102/05, A και B (Συλλογή 2007, σ. I-3871).

( 25 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 26 ) Συλλογή 1995, σ. I-179.

( 27 ) Σκέψεις 3, 14 και 15.

( 28 ) Σκέψεις 2 και 3.

( 29 ) Συλλογή 2003, σ. I-905.

( 30 ) Συλλογή 1992, σ. I-4871.

( 31 ) Σκέψη 25.

( 32 ) Απόφαση Foglia, προαναφερθείσα (σκέψεις 18 και 20).