ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 20ής Σεπτεμβρίου 2007 1(1)

Υπόθεση C‑435/06

C

(αίτηση του Korkein Hallinto-oikeus, Φινλανδία για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και σε διαφορές γονικής μέριμνας – Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 – Πεδίο εφαρμογής – Έννοια της αστικής υποθέσεως – Ανάθεση της επιμέλειας τέκνων και τοποθέτησή τους σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια»





I –    Εισαγωγή

1.     Στη Φινλανδία και τη Σουηδία, μέτρα όπως η αφαίρεση της επιμέλειας τέκνων και η ανάθεσή της σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια, που λαμβάνονται κατόπιν ενεργειών των αρχών για την προστασία των τέκνων, παρά τη θέληση των γονέων τους, θεωρούνται πράξεις δημοσίου δικαίου. Κατά των μέτρων αυτών είναι ανοικτή η δικαστική οδός προς τα διοικητικά δικαστήρια. Μεταξύ των σκανδιναβικών κρατών υφίσταται διοικητική συνεργασία που διευκολύνει την άνευ διατυπώσεων παράδοση τέκνων από ένα κράτος σε άλλο για την εκτέλεση αυτών των αποφάσεων περί γονικής μέριμνας.

2.     Στη διαφορά της κύριας δίκης, η C στρέφεται κατά της (συντελεσθείσας) παραδόσεως των δύο τέκνων της από τις φινλανδικές αστυνομικές αρχές, οι οποίες διέταξαν να της αφαιρεθεί η επιμέλεια των τέκνων της και να ανατεθεί σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια στη Σουηδία, προηγουμένως κράτος διαμονής της οικογένειας.

3.     Το επιληφθέν της διαφοράς Korkein Hallinto-oikeus (ανώτατο διοικητικό δικαστήριο) της Φινλανδίας ερωτά με τα υπό εξέταση ερωτήματα αν ο κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 (2) έχει εφαρμογή στην αναγνώριση και εκτέλεση της αποφάσεως περί αφαίρεσης της επιμέλειας τέκνων και ανάθεσής της σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια. Σ’ αυτή την περίπτωση, αρμόδια στη Φινλανδία θα ήταν όχι τα διοικητικά δικαστήρια, αλλά τα τακτικά δικαστήρια. Εξάλλου, οι διαδικαστικές διατάξεις του κανονισμού θα εκτόπιζαν τις εφαρμοστέες στο πλαίσιο της διοικητικής συνεργασίας εθνικές διατάξεις.

4.     Η απάντηση εξαρτάται πρωτίστως από το αν η έννοια της αστικής υποθέσεως κατά το άρθρο 1 του κανονισμού περιλαμβάνει και περιπτώσεις, όπως η εν προκειμένω, οι οποίες βάσει του εσωτερικού δικαίου κατατάσσονται στις διαφορές δημοσίου δικαίου.

II – Νομικό πλαίσιο

 Α –       Κοινοτικό δίκαιο

5.     Στην τελική πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας τα συμβαλλόμενα μέρη περιέλαβαν την ακόλουθη κοινή δήλωση 28 για τη σκανδιναβική συνεργασία (3):

«Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη σημειώνουν ότι η Σουηδία, η Φινλανδία και η Νορβηγία, ως μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προτίθενται να συνεχίσουν, τηρώντας πλήρως την κοινοτική νομοθεσία και τις άλλες διατάξεις της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη Σκανδιναβική Συνεργασία τόσο μεταξύ τους όσο και με άλλες χώρες και εδάφη».

6.     Στην πέμπτη και τη δέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2201/2003, οι αφορώσες αποφάσεις περί γονικής μέριμνας ρυθμίσεις, που έχουν σημασία για την υπό κρίση υπόθεση, αιτιολογούνται ως ακολούθως:

«(5)  Για να εξασφαλιστεί η ίση μεταχείριση όλων των παιδιών, ο παρών κανονισμός καλύπτει όλες τις αποφάσεις σε θέματα γονικής μέριμνας, περιλαμβανομένων των μέτρων προστασίας του παιδιού, ανεξάρτητα από οιαδήποτε σχέση με μια γαμική διαδικασία.

[...]

(10)      Ο παρών κανονισμός δεν προόρισται να εφαρμόζεται σε θέματα όπως αυτά που σχετίζονται με την κοινωνική ασφάλεια, μέτρα δημοσίου δικαίου γενικού χαρακτήρα σε θέματα εκπαίδευσης και υγείας ούτε στις αποφάσεις για το δικαίωμα ασύλου και μετανάστευσης. Εξάλλου, δεν εφαρμόζεται ούτε στην αναγνώριση της πατρότητας, η οποία διακρίνεται από την ανάθεση της γονικής μέριμνας, ούτε στα λοιπά ζητήματα τα οποία συνδέονται με την προσωπική κατάσταση. Δεν εφαρμόζεται επίσης στα μέτρα που λαμβάνονται συνεπεία ποινικών αδικημάτων που έχουν διαπράξει παιδιά.»

7.     Σημασία για την υπό κρίση υπόθεση έχουν οι ακόλουθες, αποσπασματικώς παρατιθέμενες, διατάξεις του κανονισμού 2201/2003:

«Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου, σε αστικές υποθέσεις που αφορούν:

[...]

β)      την ανάθεση, την άσκηση, την ανάθεση σε τρίτο, την ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας.

2.      Οι υποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1, στοιχείο β΄, αφορούν ιδίως:

α)      το δικαίωμα επιμέλειας και το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας·

β)      την επιτροπεία, την κηδεμονία και ανάλογους θεσμούς·

γ)      τον διορισμό και τα καθήκοντα προσώπων ή οργανώσεων στα οποία ανατίθεται η επιμέλεια του προσώπου ή η διοίκηση της περιουσίας του παιδιού, η εκπροσώπησή του ή η φροντίδα του·

δ)      την τοποθέτηση του παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια ή σε ίδρυμα·

ε)      τα μέτρα προστασίας του παιδιού που συνδέονται με τη διοίκηση, τη συντήρηση ή τη διάθεση της περιουσίας του.

3. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται:

α)       στην αναγνώριση και προσβολή της πατρότητας·

β)      στην απόφαση για την υιοθεσία και τα προπαρασκευαστικά μέτρα υιοθεσίας καθώς και την ακύρωση και την ανάκληση της υιοθεσίας·

γ)      στο επώνυμο και το όνομα του παιδιού·

δ)      στη χειραφεσία·

ε)      στις υποχρεώσεις διατροφής·

στ)      στο εμπίστευμα και κληρονομίες·

ζ)      στα μέτρα που λαμβάνονται ως αποτέλεσμα ποινικών αδικημάτων που διαπράχθηκαν από παιδιά.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.      Ο όρος “δικαστήριο” καλύπτει όλες τις αρχές των κρατών μελών που έχουν διεθνή δικαιοδοσία για τα ζητήματα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 1.

[...]

7.      Ο όρος “γονική μέριμνα” περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που παρέχονται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με δικαστική απόφαση, απευθείας από το νόμο ή με ισχύουσα συμφωνία όσον αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του παιδιού. Ειδικότερα ο όρος περιλαμβάνει το δικαίωμα επιμέλειας και το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας.

[...]

9.      Ο όρος “δικαίωμα επιμέλειας” περιλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αφορούν τη φροντίδα για το πρόσωπο του παιδιού, και ειδικότερα το δικαίωμα απόφασης καθορισμού του τόπου διαμονής του.

[...]

Άρθρο 8

Γενική δικαιοδοσία

1. Τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα παιδιού το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος κατά τη στιγμή της άσκησης της προσφυγής.

[...]

Άρθρο 16

Επιλαμβανόμενο δικαστήριο

1. Ένα δικαστήριο λογίζεται ως επιληφθέν:

α)       από της καταθέσεως στο δικαστήριο του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης ή άλλου ισοδύναμου εγγράφου, εφόσον ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κοινοποίηση ή την επίδοση του εγγράφου στον εναγόμενο,

ή

β)      εφόσον το έγγραφο πρέπει να κοινοποιηθεί ή να επιδοθεί προτού κατατεθεί στο δικαστήριο, την ημερομηνία παραλαβής του από την αρχή που είναι υπεύθυνη για την κοινοποίηση ή την επίδοση, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κατάθεση του εγγράφου στο δικαστήριο.

[…]

Άρθρο 21

Αναγνώριση αποφάσεων

1. Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς καμία διαδικασία.

[...]

3. Υπό την επιφύλαξη του τμήματος 4, οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος μπορεί, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το τμήμα 2 του παρόντος κεφαλαίου, να ζητήσει την έκδοση απόφασης για την αναγνώριση ή μη αναγνώριση της απόφασης.

Η κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου που συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο τον οποίο κοινοποιεί κάθε κράτος μέλος στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 68, καθορίζεται από το εσωτερικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο κινείται η διαδικασία αναγνώρισης ή μη αναγνώρισης.

[...]

Άρθρο 28

Εκτελεστές αποφάσεις

1. Αποφάσεις που εκδόθηκαν σε κράτος μέλος για την άσκηση της γονικής μέριμνας παιδιού, οι οποίες είναι εκτελεστές σε αυτό το κράτος μέλος και έχουν επιδοθεί, μπορούν να εκτελεστούν σε άλλο κράτος μέλος αφού κηρυχθούν εκτελεστές με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου.

[...]

Άρθρο 29

Κατά τόπον αρμόδια δικαστήρια

1. Η αίτηση για την κήρυξη εκτελεστότητας υποβάλλεται στο δικαστήριο που προβλέπεται στον κατάλογο που κοινοποιεί κάθε κράτος μέλος στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 68.

[...]

Άρθρο 59

Σχέση με άλλες νομικές πράξεις

1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 60, 63, 64 και της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, ο παρών κανονισμός αντικαθιστά, για τα κράτη μέλη, τις κατά την έναρξη ισχύος του υφιστάμενες συμβάσεις, οι οποίες έχουν συναφθεί μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών και αφορούν θέματα τα οποία διέπονται από τον παρόντα κανονισμό.

2.α)      Η Σουηδία και η Φινλανδία δύνανται να δηλώσουν ότι ισχύει, εν όλω ή εν μέρει, στις μεταξύ των σχέσεις η σύμβαση της 6ης Φεβρουαρίου 1931 μεταξύ Δανίας, Φινλανδίας, Ισλανδίας, Νορβηγίας και Σουηδίας, η οποία περιέχει διατάξεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου σχετικά με το γάμο, την υιοθεσία και την επιμέλεια, καθώς και το τελικό πρωτόκολλο αυτής, αντί των κανόνων του παρόντος κανονισμού. Οι δηλώσεις αυτές δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως παράρτημα του κανονισμού. Αυτά τα κράτη μέλη μπορούν να δηλώσουν ανά πάσα στιγμή ότι τις ανακαλούν εν όλω ή εν μέρει.

         [...]

Άρθρο 64

1. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται μόνο στις αγωγές που ασκούνται, στα δημόσια έγγραφα που συντάσσονται και στις συμφωνίες μεταξύ μερών που συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του σύμφωνα με το άρθρο 72.

2. Αποφάσεις που εκδίδονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού κατόπιν αγωγής που έχει ασκηθεί πριν από αυτήν την ημερομηνία, αλλά μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) 1347/2000, αναγνωρίζονται και εκτελούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου III του παρόντος κανονισμού, αν οι εφαρμοσθέντες κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας είναι σύμφωνοι με τις διατάξεις του κεφαλαίου II του παρόντος κανονισμού ή του κανονισμού (ΕΚ) 1347/2000, ή σύμβασης η οποία, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής, ίσχυε μεταξύ του κράτους μέλους προέλευσης και του κράτους μέλους αναγνώρισης ή εκτέλεσης.

[...]

Άρθρο 72

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Αυγούστου 2004.

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να εφαρμόζεται από την 1η Μαρτίου 2005, εκτός από τα άρθρα 67, 68, 69 και 70, που εφαρμόζονται από την 1η Αυγούστου 2004.»

8.     Στον κατά το άρθρο 68 του κανονισμού 2201/2003 κατάλογο (4), μνεία του οποίου γίνεται στα άρθρα 21, παράγραφος 3, και 29, παράγραφος 1, ως αρμόδιο δικαστήριο για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων των αρχών άλλου κράτους μέλους στη Φινλανδία αναφέρεται το Käräjäoikeus/Tingsrätt (πρωτοδικείο).

 Β –       Εθνικό δίκαιο

1.      Φινλανδικό δίκαιο

9.     Ο Lastensuojelulaki (φινλανδικός νόμος περί προστασίας των παιδιών) (683/1983) προβλέπει ότι η επιτροπή κοινωνικής πρόνοιας του οικείου δήμου ή της οικείας κοινότητας πρέπει να λαμβάνει αμέσως μέτρα αρωγής όταν υφίστανται κίνδυνοι για την καλή διαβίωση ενός παιδιού. Η σχετική πράξη μπορεί να περιλαμβάνει αποφάσεις περί αφαίρεσης της επιμέλειας τέκνων και ανάθεσή της σε τρίτους. Η αφαίρεση της επιμέλειας παρά τη θέληση των γονέων πρέπει να υποβάλλεται προς επικύρωση στο Hallinto-oikeus (διοικητικό δικαστήριο). Η σχετική απόφαση μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του hallinto-oikeus και, σε δεύτερο βαθμό, ενώπιον του Korkein hallinto-oikeus.

10.   Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του νόμου (761/1970), περί παραδόσεως ατόμων στην Ισλανδία, στη Νορβηγία, στη Σουηδία ή στη Δανία σε εκτέλεση αποφάσεως περί επιμέλειας ή αρωγής, η Φινλανδία μπορεί, βάσει αυτού του νόμου να παραδίδει στο ενδιαφερόμενο κράτος κάθε άτομο το οποίο αποτελεί το αντικείμενο μέτρου επιμέλειας ή αρωγής διατασσόμενου με απόφαση των ισλανδικών, των νορβηγικών, των σουηδικών ή των δανικών αρχών, κατόπιν αιτήσεως για την εκτέλεση αυτής της αποφάσεως. Ο νόμος 761/1970 στηρίζεται σε συμφωνίες μεταξύ των σκανδιναβικών χωρών, οι οποίες πάντως συνήφθησαν, χωρίς να έχουν περιβληθεί τον τύπο πράξεως δεσμευτικής κατά το διεθνές δίκαιο.

11.   Κατά το άρθρο 2 του νόμου 761/1970, η παράδοση επιτρέπεται μόνον αν η αίτηση στηρίζεται σε απόφαση ληφθείσα βάσει ορισμένων διατάξεων του αιτούντος κράτους, μεταξύ άλλων, αυτών που αφορούν την παροχή αρωγής υπέρ των ανηλίκων, όταν το οικείο πρόσωπο θα πρέπει, σύμφωνα με την απόφαση, να τοποθετηθεί σ’ ένα ίδρυμα ή να μένει σ’ αυτό ή ακόμη να διαμένει σε ειδικώς καθοριζόμενο τόπο και εφόσον η απόφαση είναι εκτελεστή στο κράτος εντός του οποίου εκδόθηκε. Επιπλέον, κατά το άρθρο 3 του νόμου, δεν χωρεί παράδοση Φινλανδού υπηκόου παρά μόνον αν αυτός έχει την κατοικία του εντός του κράτους όπου ελήφθη η απόφαση, αν η απόφαση αυτή έχει ως σκοπό την έναντί του λήψη μέτρων επιμέλειας ή αρωγής και αν η προσφορότερη λύση είναι η εφαρμογή του μέτρου εντός του άλλου αυτού κράτους. Απόφαση λαμβανόμενη βάσει αυτού του νόμου μπορεί, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, του νόμου, να προσβληθεί ενώπιον του hallinto-oikeus, κατά της αποφάσεως του οποίου μπορεί να ασκηθεί αναίρεση ενώπιον του Korkein hallinto-oikeus

12.   Το άρθρο 1 του νόμου 1153/2004 της 21.12.2004, περί εφαρμογής του κανονισμού 2201/2003, περιέχει συμπληρωματικές διατάξεις για την εφαρμογή του κανονισμού στη Φινλανδία. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του νόμου, το αρμόδιο στη Φινλανδία δικαστήριο, κατά την έννοια των άρθρων 21, παράγραφος 3, και 29, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, είναι το Käräjäoikeus (πρωτοδικείο).

2.      Σουηδικό δίκαιο

13.   Ο σουηδικός νόμος που περιέχει ειδικές διατάξεις για την προστασία των ανηλίκων (1990:52) (lag med sarskilda bestammelser om vard av unga) ρυθμίζει τα των μέτρων προστασίας των παιδιών, όπως την αφαίρεση της επιμέλειας τέκνων και την ανάθεσή της σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια παρά τη θέληση των γονέων. Όταν υφίστανται κίνδυνοι για την καλή διαβίωση ενός παιδιού, η επιτροπή κοινωνικής πρόνοιας του οικείου δήμου ή της οικείας κοινότητας μπορεί να ζητήσει τη λήψη αντίστοιχων μέτρων από το Länsrätt (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο). Σε επείγουσες περιπτώσεις, η επιτροπή κοινωνικής πρόνοιας μπορεί, σε πρώτο στάδιο, να διατάξει η ίδια μέτρα προστασίας, τα οποία πρέπει κατόπιν να επικυρωθούν από το Länsrätt. Μέτρο προστασίας βάσει του νόμου 1990:52 δεν συνεπάγεται την πλήρη στέρηση του δικαιώματος επιμέλειας των γονέων.

III – Τα περιστατικά και τα προδικαστικά ερωτήματα

14.   Η C, προσφεύγουσα και αναιρεσείουσα της κύριας δίκης, είναι μητέρα δύο ανηλίκων τέκνων που έχουν αμφότερα τη φινλανδική ιθαγένεια, ενώ ένα από αυτά έχει επί πλέον τη σουηδική. Η προσφεύγουσα ζούσε αρχικώς με τον σύζυγο και τα τέκνα της στη Σουηδία. Κατόπιν ερευνών που κίνησαν οι σουηδικοί κοινωνικοί φορείς το φθινόπωρο του 2004, η επιτροπή κοινωνικής πρόνοιας του δήμου στον οποίο είχε την κατοικία της η οικογένεια διέταξε, στις 23 Φεβρουαρίου 2005, την άμεση αφαίρεση της επιμέλειας αμφοτέρων των τέκνων και την ανάθεσή της σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια. Στις 25 Φεβρουαρίου 2005, η επιτροπή κοινωνικής πρόνοιας υπέβαλε την απόφασή της περί άμεσης αναθέσεως της επιμέλειας των τέκνων στο Länsrätt, το οποίο την επικύρωσε στις 3 Μαρτίου 2005. Τα ένδικα μέσα που άσκησε η C κατά της αποφάσεως του Länsrätt δεν ευδοκίμησαν. Ειδικότερα, το Regeringsrätt (σουηδικό Συμβούλιο της Επικρατείας) επιβεβαίωσε αμετακλήτως την αρμοδιότητα των σουηδικών δικαστηρίων.

15.   Η προσφεύγουσα, όμως, είχε μετακομίσει με τα τέκνα της, την 1η Μαρτίου 2005, στη Φινλανδία, όπου και δήλωσε την άφιξή της στις 2 Μαρτίου 2005. Οι αρμόδιες φινλανδικές αρχές καταχώρισαν στις 10 Μαρτίου 2005 τη μεταβολή του τόπου κατοικίας στο σχετικό μητρώο αναδρομικώς από της 1ης Μαρτίου 2005.

16.   Στις 3 Μαρτίου 2005, η σουηδική αστυνομική αρχή ζήτησε από τη φινλανδική αστυνομική αρχή του τόπου διαμονής των τέκνων τη συνδρομή της στην εκτέλεση της αποφάσεώς της. Με απόφαση της 8ης Μαρτίου 2005, η αστυνομική αρχή της οποίας ζητήθηκε η συνδρομή διέταξε να παραμείνουν τα τέκνα υπό φύλαξη με φροντίδα των κοινωνικών υπηρεσιών και να παραδοθούν στους σουηδικούς κοινωνικούς φορείς.

17.   Κατόπιν μη ευδοκιμήσασας προσφυγής ενώπιον του Hallinto-oikeus κατά της εκτελέσεως των μέτρων από τις φινλανδικές αρχές, η C άσκησε αναίρεση ενώπιον του Korkein Hallinto-oikeus. Ζητεί να αναιρεθεί η απόφαση του Hallinto-oikeus, καθώς και να ακυρωθεί η απόφαση της αστυνομικής αρχής, και να οδηγηθούν αμφότερα τα τέκνα της πίσω στη Φινλανδία. Το Korkein Hallinto-oikeus υπέβαλε με διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 2006, βάσει των άρθρων 234 ΕΚ και 68 ΕΚ, τα ακόλουθα ερωτήματα για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

«1)      α) Έχει εφαρμογή ο κανονισμός […] 2201/2003 […] στην εκτέλεση ως προς όλα της τα στοιχεία μιας αποφάσεως όπως η επίδικη, η οποία διατάσσει την άμεση αφαίρεση της επιμέλειας παιδιού και την ανάθεσή της σε τρίτους, ήτοι σε ίδρυμα ή ανάδοχη οικογένεια, σε περίπτωση που οι ενέργειες αυτές αποφασίστηκαν με μία και μόνη απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο των κανόνων δημοσίου δικαίου για την προστασία των παιδιών;

         β) Σε αντίθετη περίπτωση, έχει εφαρμογή ο κανονισμός [2201/2003], λαμβανομένου υπόψη του άρθρου του 1, παράγραφος 2, σημείο δ΄, μόνον στο τμήμα της αποφάσεως που αφορά την ανάθεση της επιμέλειας σε τρίτους, ήτοι σε ανάδοχη οικογένεια;

         γ) Στην τελευταία αυτή περίπτωση, έχει εφαρμογή ο κανονισμός [2201/2003] στην απόφαση περί αναθέσεως της επιμέλειας παιδιού σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια, η οποία απόφαση περιλαμβάνεται σε απόφαση περί αφαιρέσεως της επιμέλειας παιδιού, ακόμη και αν η τελευταία αυτή, από την οποία εξαρτάται η απόφαση περί αναθέσεως σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια, διέπεται από εναρμονισμένη, στο πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών, ρύθμιση στον τομέα της αμοιβαίας αναγνωρίσεως και εκτελέσεως δικαστικών και διοικητικών αποφάσεων;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 1α και λαμβανομένου υπόψη ότι ο κανονισμός [2201/2003] δεν μνημονεύει την εν λόγω εναρμονισμένη ρύθμιση –η οποία θεσπίστηκε κατόπιν πρωτοβουλίας του Συμβουλίου των Σκανδιναβικών Χωρών– στον τομέα της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως δημοσίου δικαίου αποφάσεων περί αναθέσεως της επιμέλειας παιδιού σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια, οι οποίες διέπονται από το δημόσιο δίκαιο, καθώς και ότι ο κανονισμός αυτός λαμβάνει υπόψη μόνον την αντίστοιχη Σύμβαση περί αστικών υποθέσεων, εξακολουθεί να είναι δυνατή η εφαρμογή της ως άνω εναρμονισμένης νομοθετικής ρυθμίσεως όσον αφορά την αφαίρεση της επιμέλειας παιδιού, όταν η ρύθμιση αυτή στηρίζεται στην άμεση αναγνώριση και εκτέλεση διοικητικών αποφάσεων μέσω της συνεργασίας μεταξύ διοικητικών αρχών;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα 1α και αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 2 και λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 72 και 64, παράγραφος 2, του κανονισμού [2201/2003], καθώς και της εναρμονισμένης νομοθετικής ρυθμίσεως των σκανδιναβικών χωρών στον τομέα των αποφάσεων περί αφαιρέσεως της επιμέλειας παιδιού, η οποία διέπεται από το δημόσιο δίκαιο, έχει εφαρμογή ratione temporis ο εν λόγω κανονισμός [2201/2003] σε περίπτωση στην οποία οι σουηδικές αρχές έλαβαν απόφαση τόσο περί άμεσης αφαιρέσεως της επιμέλειας παιδιού όσο και περί αναθέσεώς της σε ανάδοχη οικογένεια στις 23 Φεβρουαρίου 2005 και υπέβαλαν την απόφαση αυτή προς επικύρωση στο länsrätt στις 25 Φεβρουαρίου 2005, το οποίο την επικύρωσε όντως στις 3 Μαρτίου 2005;»

18.   Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Γερμανική, η Γαλλική, η Ολλανδική, η Σλοβακική, η Φινλανδική και η Σουηδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

IV – Νομική εκτίμηση

 Α –       Επί του πρώτου ερωτήματος

19.   Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν ο κανονισμός 2201/2003 είναι εφαρμοστέος στο σύνολο της αποφάσεως μιας αρχής, με την οποία διατάσσεται η αφαίρεση της επιμέλειας τέκνων και η ανάθεσή της σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια κατόπιν απομακρύνσεώς τους από την οικογένειά τους (στοιχείο α΄ του ερωτήματος) ή μόνο στο μέρος της αποφάσεως που διατάσσει την ανάθεση της επιμέλειας σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια (στοιχείο β΄ του ερωτήματος). Το στοιχείο γ΄ του πρώτου ερωτήματος σκοπεί στη διευκρίνιση του ζητήματος των συνεπειών για την εφαρμογή του κανονισμού στην απόφαση που διατάσσει την τοποθέτηση σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια, αν ο κανονισμός έχει εφαρμογή μόνο σ’ αυτή, όχι όμως στη στενά συνδεόμενη με αυτή τοποθέτηση σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια.

20.   Μόνον η Σουηδική Κυβέρνηση υποστηρίζει την άποψη ότι ο κανονισμός δεν έχει εξ ολοκλήρου εφαρμογή, διότι τα επίμαχα μέτρα δεν υπάγονται στην έννοια της αστικής υποθέσεως, αλλά έχουν χαρακτήρα δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως, όλοι οι άλλοι μετέχοντες της διαδικασίας, περιλαμβανομένης της Φινλανδικής Κυβερνήσεως, θεωρούν ότι ο κανονισμός έχει εφαρμογή και τονίζουν ότι η έννοια της αστικής υποθέσεως είναι αυτοτελής έννοια του κοινοτικού δικαίου. Κατά συνέπεια, τίποτα δεν εμποδίζει την εφαρμογή του κανονισμού, όταν σε ένα κράτος μέλος μια περίπτωση διέπεται από το δημόσιο δίκαιο.

21.   Ο κανονισμός 2201/2003, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, αυτού, εφαρμόζεται, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου, σε αστικές υποθέσεις που αφορούν την ανάθεση, την άσκηση, την ανάθεση σε τρίτο, την ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί, αφενός, αν η αφαίρεση της επιμέλειας τέκνων και η ανάθεσή της σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια από κρατικές αρχές πρέπει να θεωρηθούν ως μέτρα ρυθμίσεως της γονικής μέριμνας και, αφετέρου, να διευκρινισθεί αν πρόκειται για αστική υπόθεση.

1.      Μέτρα που αφορούν τη γονική μέριμνα

22.   Η γονική μέριμνα αποτελεί μια βασική έννοια για τον καθορισμό του ουσιαστικού πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 2201/2003. Το άρθρο 2, σημείο 7, την ορίζει ως το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που παρέχονται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με δικαστική απόφαση, απευθείας από το νόμο ή με ισχύουσα συμφωνία όσον αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του παιδιού. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει ιδίως το δικαίωμα επιμέλειας και το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας. Κατά το άρθρο 2, σημείο 9, το δικαίωμα επιμέλειας περιλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αφορούν τη φροντίδα για το πρόσωπο του παιδιού, και ειδικότερα το δικαίωμα απόφασης καθορισμού του τόπου διαμονής του.

23.   Ο αφηρημένος ορισμός των κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 2201/2003 αποφάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του συγκεκριμενοποιείται με δύο υπό μορφή καταλόγου απαριθμήσεις στο άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3. Η παράγραφος 2 απαριθμεί τομείς και μέτρα, όπου έχει εφαρμογή ο κανονισμός. Η απαρίθμηση αυτή δεν είναι αποκλειστική, όπως προκύπτει από την εισαγωγική της διατύπωση με τη λέξη «ιδίως» (5). Η παράγραφος 3, αντιθέτως, κατονομάζει αποκλειστικώς μερικούς τομείς που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού.

24.   Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, η αφαίρεση της επιμέλειας παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια ή σε ίδρυμα συγκαταλέγεται στις αστικές υποθέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού.

25.   Αντιθέτως, το άρθρο 1, παράγραφος 2, δεν μνημονεύει ρητώς την αφαίρεση της επιμέλειας τέκνου. Τα μετέχοντα όμως της διαδικασίας κράτη μέλη, με εξαίρεση τη Σουηδία, έχουν τη γνώμη ότι η αφαίρεση της επιμέλειας τέκνου συνιστά απόφαση που αφορά τη γονική μέριμνα, η οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού, πρέπει να αναγνωρίζεται και να εκτελείται. H Επιτροπή, αντιθέτως, φαίνεται να θεωρεί την πράξη της αναθέσεως της επιμέλειας τέκνου ως απλή πράξη εκτελέσεως, που εξυπηρετεί τους σκοπούς της τοποθετήσεώς του σε ανάδοχη οικογένεια ή σε ίδρυμα. Καθοριστικό όμως για τη διαδικασία εκτελέσεως είναι, κατά το άρθρο 47, παράγραφος 1, του κανονισμού, αποκλειστικώς το δίκαιο του κράτους μέλους της εκτελέσεως.

26.   Ο οριστικός καθορισμός του χαρακτήρα της αφαίρεσης της επιμέλειας τέκνου εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο. Με την αίτησή του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το εν λόγω δικαστήριο λαμβάνει προφανώς ως βάση, διαφορετικά από την Επιτροπή, ότι η αφαίρεση της επιμέλειας τέκνου και η ανάθεσή της σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια συνιστούν δύο –αν και συμπεριεχόμενες σε μία απόφαση– διαταγές, οι οποίες μάλιστα, ενδεχομένως, μπορούν να αναγνωρίζονται και να εκτελούνται ανεξάρτητα η μία από την άλλη.

27.   Αν είναι ορθός αυτός ο χαρακτηρισμός της αφαίρεσης της επιμέλειας τέκνων ως διαταγής εκτελέσεως, τότε η αναγνώριση και η εκτέλεση –με την επιφύλαξη του εξεταστέου ακόμη ζητήματος του χαρακτηρισμού ως αστικής υποθέσεως– διέπονται από τον κανονισμό 2201/2003. Πράγματι, όπως ορθώς εκθέτει η Γερμανική Κυβέρνηση, το κρατικό αυτό μέτρο αφαιρεί από τους γονείς τη δυνατότητα ασκήσεως του δικαιώματός τους επιμέλειας κατά το άρθρο 2, σημείο 9. Δεν μπορούν πλέον να ανταποκρίνονται μόνοι τους στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αφορούν τη φροντίδα για το πρόσωπο του παιδιού, και ειδικότερα το δικαίωμα απόφασης καθορισμού του τόπου διαμονής. Επομένως, η αφαίρεση της επιμέλειας τέκνων πρέπει να χαρακτηρισθεί ως μέτρο που αφορά το δικαίωμα επιμέλειας και, κατά συνέπεια, που αφορά τη γονική μέριμνα.

28.   Εξάλλου, όπως ορθώς τονίζουν η Γερμανική και η Γαλλική Κυβέρνηση, η αφαίρεση της επιμέλειας τέκνων και η ανάθεσή της σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια τελούν σε πολύ στενή αλληλεξάρτηση, ώστε, σε ορισμένες έννομες τάξεις, η επιβολή τους ουδόλως να σημαίνει τη λήψη χωριστών αποφάσεων. Η αφαίρεση της επιμέλειας τέκνων μπορεί το πολύ να επέλθει μεμονωμένως ως προσωρινό μέτρο. Γενικώς, όμως, αποτελεί συνοδευτικό μέτρο για την ανάθεση της επιμέλειάς τους σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια. Εξάλλου, η ανάθεση της επιμέλειας τέκνων σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια παρά τη θέληση των γονέων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον αν προηγουμένως η αρχή έχει αφαιρέσει την επιμέλειά τους. Επομένως, θα προέκυπταν σημαντικές πρακτικές δυσχέρειες, αν το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού περιελάμβανε μόνο την ανάθεση της επιμέλειας σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια, όχι όμως την αφαίρεση της επιμέλειας. Συγκεκριμένα, για παράδειγμα, η διεθνής δικαιοδοσία για την επιβολή αυτών των στενώς συνδεομένων μεταξύ τους μέτρων θα μπορούσε να διασπασθεί, αν αυτή διεπόταν εν μέρει από το εθνικό δίκαιο και εν μέρει από τον κανονισμό 2201/2003.

29.   Εντούτοις, κατά την άποψη της Σουηδικής Κυβερνήσεως, τα κρατικά μέτρα προστασίας δεν είναι μέτρα που έχουν χαρακτήρα γονικής μέριμνας, δεδομένου ότι λαμβάνονται χάριν του δημοσίου συμφέροντος και δεν συνεπάγονται την ανάθεση του δικαιώματος επιμέλειας στις αρχές.

30.   Από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, έπεται ότι ο κανονισμός 2201/2003 στηρίζεται σε μια ευρεία αντίληψη των αποφάσεων για τη γονική μέριμνα. Έχει εφαρμογή όχι μόνο στην ανάθεση ή την αφαίρεση της γονικής μέριμνας, αλλά και στα μέτρα που αφορούν την άσκησή της. Μολονότι οι γονείς δεν χάνουν τυπικά, κατά το σουηδικό δίκαιο, το δικαίωμα επιμέλειας συνεπεία της αφαίρεσης της επιμέλειας τέκνων και της ανάθεσής της σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια, δεν μπορούν εντούτοις να ασκούν ουσιώδεις πτυχές αυτού του δικαιώματος.

31.   Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου στην υπόθεση Κάτω Χώρες κατά Σουηδίας (Boll) (6), στην οποία αναφέρεται η Σουηδία, δεν συνεπάγεται διαφορετική εκτίμηση. Η απόφαση αυτή αφορά την ερμηνεία της Συμβάσεως της Χάγης του 1902, περί επιτροπείας των ανηλίκων. Το Διεθνές Δικαστήριο διαπίστωσε με αυτή την απόφαση ότι ένα κράτος το οποίο δεν έχει κατά την εν λόγω σύμβαση δικαιοδοσία να ρυθμίζει τα της επιτροπείας δεν εμποδίζεται παρά ταύτα να λαμβάνει μέτρα προστασίας για το παιδί. Αυτή η αντίληψη της επιτροπείας κατά τη Σύμβαση της Χάγης του 1902 δεν επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η κατά πολύ ευρύτερη γονική μέριμνα κατά την έννοια του κανονισμού 2201/2003 παραμένει ομοίως άθικτη από κρατικά μέτρα προστασίας.

32.   Επομένως, η αφαίρεση της επιμέλειας τέκνων και η ανάθεσή της σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια συνιστούν αποφάσεις που αφορούν τη γονική μέριμνα.

2.      Αστική υπόθεση

33.   Ερωτάται, όμως, αν τέτοιου είδους μέτρα προστασίας εντάσσονται επίσης στο πλαίσιο των αστικών υποθέσεων κατά την έννοια του κανονισμού 2201/2003. Όλοι οι μετέχοντες της διαδικασίας συμφωνούν ως προς το ότι εδώ πρόκειται για μια αυτοτελή έννοια του κοινοτικού δικαίου και παραπέμπουν συναφώς στην πάγια νομολογία για τον όρο «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» κατά την έννοια της Συμβάσεως των Βρυξελλών (7).

34.   Κατά την άποψη όμως της Σουηδικής Κυβερνήσεως, κρατικά μέτρα προστασίας, όπως η αφαίρεση της επιμέλειας τέκνων και η ανάθεσή της σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια, –ακόμη και κατά αυτοτελή κατά το κοινοτικό δίκαιο αντίληψη– δεν εντάσσονται στο πλαίσιο των αστικών υποθέσεων, δεδομένου ότι διατάσσονται από τις αρχές κατ’ άσκηση δημόσιας εξουσίας.

 Η νομολογία για τον όρο «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» κατά την έννοια της Συμβάσεως των Βρυξελλών

35.   Αφετηρία της νομολογίας για τον όρο «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» κατά την έννοια της Συμβάσεως των Βρυξελλών ήταν η απόφαση LTU κατά Eurocontrol (8). Το Δικαστήριο προσφάτως, με την απόφαση Λεχουρίτου (9), επανέλαβε τη νομολογία του ως ακολούθως:

«Συναφώς, προέχει να υπομνησθεί ότι, προς διασφάλιση, κατά το μέτρο του δυνατού, της ισότητας και ομοιομορφίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Σύμβαση των Βρυξελλών για τα συμβαλλόμενα κράτη και για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, οι όροι της εν λόγω διατάξεως δεν πρέπει να ερμηνεύονται διά της απλής παραπομπής στο εσωτερικό δίκαιο του ενός ή του ετέρου των οικείων κρατών. Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» πρέπει να θεωρείται αυτοτελής, ερμηνευτέα σε συνάρτηση, αφενός, προς τους σκοπούς και το σύστημα της Συμβάσεως και, αφετέρου, προς τις γενικές αρχές που συνάγονται από το σύνολο των εθνικών εννόμων τάξεων [...] (10).

Κατά το Δικαστήριο, η ερμηνεία αυτή επάγεται τον αποκλεισμό ορισμένων αγωγών ή δικαστικών αποφάσεων από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών λόγω στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη φύση των εννόμων σχέσεων μεταξύ των εμπλεκομένων στη διαφορά διαδίκων ή του αντικειμένου αυτής [...] (11).

Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι, καίτοι ορισμένες διαφορές μεταξύ δημόσιας αρχής και προσώπου ιδιωτικού δικαίου εμπίπτουν ενδεχομένως στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών, τούτο δεν ισχύει οσάκις η δημόσια αρχή ενεργεί κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας [...]» (12).

36.   Όσον αφορά τον κανονισμό 2201/2003, υφίσταται η ίδια αναγκαιότητα ενιαίας εφαρμογής όπως και σε σχέση με τη Σύμβαση των Βρυξελλών. Αυτή μπορεί να διασφαλισθεί στο πλαίσιο επίσης αυτής της υποθέσεως μόνο μέσω αυτοτελούς ερμηνείας της έννοιας της αστικής υποθέσεως. Από αυτό, πάντως, δεν έπεται ότι η αυτοτελής έννοια της αστικής υποθέσεως έχει σε αμφότερες τις νομικές πράξεις την ίδια σημασία.

37.   Εντούτοις, αυτό λαμβάνει ως βάση η Σουηδική Κυβέρνηση, θέλοντας να εφαρμόσει κατ’ αναλογία στην έννοια της αστικής υποθέσεως κατά τον κανονισμό 2201/2003 την οριοθέτηση μεταξύ αστικής υποθέσεως και διαφορών δημοσίου δικαίου, στην οποία προέβη το Δικαστήριο με την παρατεθείσα νομολογία του για τη Σύμβαση των Βρυξελλών. Το συμπέρασμα που συνάγει είναι ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω αστική διαφορά, διότι η επιτροπή κοινωνικής πρόνοιας, διατάσσοντας την αφαίρεση της επιμέλειας τέκνων και την ανάθεσή της σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια και επιτυγχάνοντας την επικύρωση της αφαίρεσης της επιμέλειας τέκνων από το Länsrätt, ενήργησε κατ’ άσκηση δημόσιας εξουσίας.

38.   Η συλλογιστική αυτή δεν μπορεί εντούτοις να γίνει δεκτή. Πράγματι, με τις αφορώσες τη Σύμβαση των Βρυξελλών αποφάσεις του, το Δικαστήριο τονίζει παγίως ότι η αυτοτελής ερμηνεία της έννοιας των αστικών και εμπορικών υποθέσεων λαμβάνει υπόψη τους σκοπούς και το σύστημα της Συμβάσεωςτων Βρυξελλών και τις γενικές αρχές που συνάγονται από το σύνολο των εθνικών εννόμων τάξεων (13). Εντούτοις, αυτοί οι σκοποί και αυτό το σύστημα, καθώς και –όπως θα επιθυμούσα να προσθέσω– το ιστορικό της γενέσεώς τους, δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκη με τους σκοπούς, το σύστημα, και το ιστορικό της γενέσεως του κανονισμού 2201/2003. Επίσης, στον τομέα της γονικής μέριμνας έχουν ενδεχομένως εφαρμογή διαφορετικές γενικές αρχές του δικαίου από αυτές που μπορεί να ανευρεθούν στις εθνικές έννομες τάξεις σε σχέση με διαφορές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Η έννοια της αστικής υποθέσεως στον κανονισμό 2201/2003 πρέπει αντιθέτως να ερμηνευθεί αυτοτελώς εντός του ρυθμιστικού πλαισίου αυτού του κανονισμού.

 Επί της εννοίας της αστικής υποθέσεως εντός του ρυθμιστικού πλαισίου του κανονισμού 2201/2003

39.   Ο κανονισμός 2201/2003 δεν ορίζει ρητώς την έννοια της αστικής υποθέσεως. Μπορεί πάντως από τη διατύπωση του άρθρου 1, παράγραφος 1, να συναχθεί κατ’ αρχάς ότι για τον χαρακτηρισμό μιας υποθέσεως ως αστικής δεν έχει σημασία ποιος κλάδος της δικαστικής εξουσίας έχει δικαιοδοσία επί της διαφοράς. Καθοριστικός είναι μόνον ο καθ’ ύλην νομικός χαρακτηρισμός του αντικειμένου της διαδικασίας (14).

40.   Περαιτέρω, ο κανονισμός 2201/2003 έχει εφαρμογή, κατά το άρθρο 1, στοιχείο β΄, στην, μεταξύ άλλων, ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας, η οποία διατάσσεται ως επί το πλείστον από τις δημόσιες αρχές στο πλαίσιο της κρατικής τους εποπτείας. Επιπροσθέτως, ο κατάλογος του άρθρου 1, παράγραφος 2, υπάγει στην έννοια της αστικής υποθέσεως κατά τον κανονισμό συγκεκριμένα μέτρα και εμπίπτοντες στη ρύθμιση τομείς, που γενικώς συνιστούν κρατικά μέτρα προστασίας. Το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, για παράδειγμα, μνημονεύει την ανάθεση της επιμέλειας παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια ή σε ίδρυμα, η οποία πραγματοποιείται κατά κανόνα μετά από κρατικές ενέργειες, λόγω του ότι θα υπήρχε απειλή για την καλή διαβίωση του παιδιού σε περίπτωση παραμονής του στην οικογένειά του. Επί πλέον, το στοιχείο ε΄, μνημονεύει τα μέτρα προστασίας του παιδιού που συνδέονται με τη διοίκηση, τη συντήρηση ή τη διάθεση της περιουσίας του.

41.   Αν παρά ταύτα τα εκτιθέμενα στον θετικό κατάλογο μέτρα δεν θεωρούνταν ότι ανάγονται στην έννοια της αστικής υποθέσεως, όταν σε μια κατάσταση υφίσταται σχέση μεταξύ, αφενός, ιδιώτη (των γονέων) και, αφετέρου, αρχής, η οποία ασκεί δημόσια εξουσία, η μνεία αυτών των μέτρων θα έχανε κατά πολύ το νόημά της. Επομένως, η διαμορφωθείσα στο πλαίσιο της Συμβάσεως των Βρυξελλών οριοθέτηση, κατά την οποία ως κριτήριο λαμβάνεται το αν το κράτος δρα κυριαρχικώς ή στο πλαίσιο της διαχειρίσεως της περιουσίας του, δεν μπορεί να τύχει ανάλογης εφαρμογής στον κανονισμό 2201/2003.

42.   Υπέρ της υπαγωγής των κρατικών μέτρων προστασίας στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 2201/2003 συνηγορεί εξάλλου ο σκοπός του, όπως αυτός εκφράζεται στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη, κατά την οποία ο κανονισμός πρέπει να καλύπτει όλες τις αποφάσεις σε θέματα γονικής μέριμνας, περιλαμβανομένων των μέτρων προστασίας του παιδιού, για να εξασφαλιστεί η ίση μεταχείριση όλων των παιδιών. Συνεπώς, επιβάλλεται ευρεία ερμηνεία της έννοιας της αστικής υποθέσεως, με την οποία αποφεύγονται προβλήματα οριοθετήσεως σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αυτό διευκολύνει προ πάντων τον σαφή προσδιορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας κατά τους κανόνες του κανονισμού 2201/2003.

43.   Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο του κανονισμού 2201/2003 ο στενός σύνδεσμος της έννοιας της αστικής υποθέσεως με τη βασική για τον κανονισμό έννοια της γονικής μέριμνας. Οι αντίστοιχοι κανόνες για τις έννομες σχέσεις μεταξύ γονέων και τέκνων αποτελούν στις περισσότερες έννομες τάξεις ουσιώδες τμήμα του αστικού δικαίου. Κάθε απόφαση που άπτεται της γονικής μέριμνας, δηλαδή επηρεάζει αυτή την κατά το αστικό δίκαιο έννομη σχέση (15), θα πρέπει να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, εφόσον δεν συντρέχει μια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 3 (16).

44.   Στερείται σημασίας εν προκειμένω το αν η γονική μέριμνα θίγεται από ένα κρατικό μέτρο προστασίας ή από απόφαση που εκδόθηκε κατόπιν ενεργειών του έχοντος ή των εχόντων τη γονική μέριμνα. Δεδομένου ότι η έννοια της αστικής υποθέσεως πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς, μπορεί να περιλαμβάνει ακόμη και τέτοια μέτρα που, κατά το εσωτερικό δίκαιο ενός κράτους μέλους, υπάγονται στο δημόσιο δίκαιο (17).

45.   Η δέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού επιβεβαιώνει ότι η χρήση της έννοιας της αστικής υποθέσεως δεν σκοπούσε να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού κρατικά μέτρα αφορώντα τη γονική μέριμνα, όπως ορθώς τονίζει η Γαλλική Κυβέρνηση. Αντιθέτως, η επιλογή αυτής της έννοιας λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι ο κανονισμός δεν έχει εφαρμογή σε ορισμένους μη έχοντες σχέση με τη ρύθμιση της γονικής μέριμνας τομείς του δημοσίου και ποινικού δικαίου, όπως είναι η κοινωνική ασφάλεια ή μέτρα σε θέματα εκπαιδεύσεως και υγείας, οι αποφάσεις για το δικαίωμα ασύλου και μεταναστεύσεως, καθώς και τα μέτρα που λαμβάνονται συνεπεία ποινικών αδικημάτων που έχουν διαπράξει παιδιά (18).

46.   Ένα βλέμμα στο ιστορικό της γενέσεως του κανονισμού επιβεβαιώνει αυτή την ερμηνεία τη έννοιας της αστικής υποθέσεως Ο κανονισμός 1347/2000 (19), που προηγήθηκε του κανονισμού 2201/2003, είχε εφαρμογή μόνο στις αστικές διαδικασίες που αφορούν τη γονική μέριμνα επί των κοινών τέκνων των συζύγων συνεπεία των διαδικασιών που αφορούν τις γαμικές σχέσεις (άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1347/2000). Λόγω της ως εκ τούτου υφισταμένης κατ’ ανάγκη αλληλεξαρτήσεως της αποφάσεως για τη γονική μέριμνα με μια γαμική σχέση, κρατικά μέτρα προστασίας δεν περιελαμβάνοντο στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1347/2000.

47.   Η Επιτροπή, μολονότι προσπάθησε να συμπεριληφθούν στο νέο κείμενο όλες οι αποφάσεις περί γονικής μέριμνας, στηρίχθηκε κατ’ αρχάς, με την πρότασή της για την έκδοση του μετέπειτα κανονισμού 2201/2003 (20) στην παλαιά διατύπωση (21). Επομένως, από την πρόταση αυτή δεν μπορούσε να διαγνωσθεί με σαφήνεια αν κρατικά μέτρα προστασίας θα έπρεπε να εμπίπτουν εφεξής στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Εντούτοις, η Επιτροπή εξέθεσε αναλυτικά με την αιτιολογία της προτάσεως ότι μόνον ορισμένα μέτρα προστασίας, τα οποία συνδέονται με την πάταξη αξιόποινων πράξεων, δεν θα πρέπει να θίγονται από τον κανονισμό (22). Από αυτό μπορούσε απλώς να συναχθεί κατ’ αντιδιαστολή ότι άλλα κρατικά μέτρα προστασίας θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στον κανονισμό (23). Αυτή η έλλειψη σαφήνειας εξαλείφθηκε ενσυνειδήτως κατά τις συζητήσεις στο Συμβούλιο με την τροποποίηση του άρθρου 1, παράγραφος 1, και την προσθήκη του θετικού και του αρνητικού καταλόγου στο άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, καθώς και της δέκατης αιτιολογικής σκέψεως.

48.   Μια περαιτέρω πτυχή σε σχέση με το ιστορικό της γενέσεως του κανονισμού 2201/2003 συνίσταται στη στενή από απόψεως περιεχομένου συνάρτησή του με τη Σύμβαση της Χάγης, της 19ης Οκτωβρίου 1996, για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την εκτέλεση και τη συνεργασία όσον αφορά τη γονική μέριμνα και μέτρα για την προστασία των παιδιών (στο εξής: Σύμβαση της Χάγης του 1996) (24).

49.   Το ως νυν έχει κείμενο του κανονισμού εμφανίζει, ως προς τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής, σαφείς παραλληλίες προς τη Σύμβαση της Χάγης του 1996. Συγκεκριμένα, το πεδίο εφαρμογής αμφοτέρων των ρυθμίσεων στηρίζεται στην ίδια και για τις δύο ευρεία αντίληψη της γονικής μέριμνας. Επί πλέον, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για το σχέδιο στο Συμβούλιο, η μέθοδος της ρυθμίσεως του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 2201/2003 προσήγγισε προφανώς στη Σύμβαση της Χάγης του 1996, καθόσον στο άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού προστέθηκε ομοίως ένας θετικός και ένας αρνητικός κατάλογος, ο οποίος συμπίπτει ως επί το πλείστον με τους αντίστοιχους καταλόγους των άρθρων 3 και 4 της Συμβάσεως της Χάγης του 1996 (25). Συναφώς, η Σύμβαση της Χάγης του 1996 περιλαμβάνει ρητώς στο πεδίο εφαρμογής της κρατικά μέτρα, όπως την τοποθέτηση σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια (άρθρο 3, στοιχείο e, της Συμβάσεως της Χάγης του 1996), την οποία ο Paul Lagarde χαρακτηρίζει μάλιστα, στην επεξηγηματική του έκθεση για τη Σύμβαση της Χάγης του 1996 (26), ως κρατικό μέτρο προστασίας. Εξαιρούνται επίσης από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως της Χάγης του 1996 μέτρα που λαμβάνονται συνεπεία ποινικών παραβάσεων (άρθρο 4, στοιχείο i, της Συμβάσεως της Χάγης του 1996).

50.   Βεβαίως, στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών, ο κανονισμός 2201/2003 υπερισχύει των διεθνών συμβάσεων όσον αφορά το πεδίο του εφαρμογής (βλ. τα άρθρα 60 και 61 του κανονισμού). Μεταξύ όμως κρατών μελών και τρίτων κρατών εξακολουθούν να ισχύουν οι νομικές πράξεις διεθνούς δικαίου. Επομένως, οι διατάξεις του κανονισμού και οι αντίστοιχες διατάξεις συμφωνιών θα πρέπει κατά το δυνατόν να ερμηνεύονται με τον ίδιο τρόπο, προκειμένου να μη προκύπτουν διαφορετικά αποτελέσματα, ανάλογα με το αν υφίσταται περίπτωση που έχει σχέση με άλλο κράτος μέλος ή με τρίτο κράτος (27).

 Επί της συμβατότητα της υπαγωγής κρατικών μέτρων προστασίας στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 2201/2003 προς το νομικό του έρεισμα στο άρθρο 61 ΕΚ

51.   Τελικώς, πρέπει να τονισθεί ότι η υπαγωγή κρατικών μέτρων προστασίας, τα οποία εντός ορισμένων κρατών μελών είναι δημοσίου δικαίου, στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 2201/2003 δεν βρίσκεται σε αντίφαση προς το νομικό έρεισμα που χρησιμοποιήθηκε για την έκδοση του κανονισμού.

52.   Βεβαίως, το άρθρο 61, στοιχείο γ΄, ΕΚ, που χρησιμεύει για τη λήψη μέτρων στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, όπως προβλέπονται στο άρθρο 65, επιτρέπει τη λήψη μόνον αυτών των μέτρων. Κατά το άρθρο 65 στοιχείο α΄, τρίτη περίπτωση, τα μέτρα στον εν λόγω τομέα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη βελτίωση και απλούστευση της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων αποφάσεων επί εξωδίκων υποθέσεων. Η έννοια της αστικής υποθέσεως κατά τις εν λόγω διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ, όπως ακριβώς και η αντίστοιχη έννοια του κανονισμού 2201/2003, πρέπει να νοείται ως αυτοτελής έννοια του κοινοτικού δικαίου. Επομένως, οι αστικές υποθέσεις κατά την έννοια των άρθρων 61, στοιχείο γ΄, ΕΚ και 65 ΕΚ μπορούν να περιλαμβάνουν και κρατικά μέτρα που αφορούν τις έννομες σχέσεις αστικού δικαίου, όπως για παράδειγμα την άσκηση της γονικής μέριμνας, έστω κι αν τέτοια μέτρα θεωρούνται σε ορισμένα κράτη μέλη ως δημοσίου δικαίου.

3.      Προσωρινό συμπέρασμα

53.   Από τις ανωτέρω παρατηρήσεις επί των στοιχείων α΄ και β΄ του πρώτου ερωτήματος προέκυψε ότι μια απόφαση για την άμεση αφαίρεση της επιμέλειας τέκνων και την ανάθεσή της σε ανάδοχη οικογένεια εκτός της οικογενειακής τους εστίας πρέπει να χαρακτηρισθεί ως αστική υπόθεση, η οποία αφορά την άσκηση της γονικής μέριμνας και στην οποία, επομένως, έχει εφαρμογή ο κανονισμός 2201/2003. Αυτό ισχύει επίσης, όταν η εν λόγω απόφαση διέπεται, κατά το εσωτερικό δίκαιο του κράτους προελεύσεως ή του κράτους μέλους αναγνωρίσεως και εκτελέσεως, από το δημόσιο δίκαιο. Επομένως, δεν χρειάζεται να δοθεί απάντηση στο στοιχείο γ΄ του πρώτου ερωτήματος, δεδομένου ότι αυτό έχει σημασία μόνο στην περίπτωση κατά την οποία στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού εμπίπτει η ανάθεση της επιμέλειας τέκνων σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια, όχι όμως η αφαίρεσή της.

 Β –       Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

54.   Με το δεύτερο ερώτημα, το Korkein Hallinto-oikeus ζητεί να διευκρινισθεί αν οι εναρμονισμένοι εσωτερικοί κανόνες των σκανδιναβικών κρατών, οι οποίοι καθιστούν δυνατή την άμεση εκτέλεση και αναγνώριση διοικητικών αποφάσεων υπό τη μορφή συνεργασίας των διοικητικών αρχών, μπορούν περαιτέρω να έχουν εφαρμογή και στην ανάθεση της επιμέλειας τέκνων, όταν τα σχετικά μέτρα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 2201/2003.

55.   Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στο άρθρο 59, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003. Κατ’ αυτή τη διάταξη, η Σουηδία και η Φινλανδία δύνανται να δηλώσουν ότι ισχύει, εν όλω ή εν μέρει, στις μεταξύ των σχέσεις η σύμβαση της 6ης Φεβρουαρίου 1931 μεταξύ Δανίας, Φινλανδίας, Ισλανδίας, Νορβηγίας και Σουηδίας, η οποία περιέχει διατάξεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου σχετικά με το γάμο, την υιοθεσία και την επιμέλεια, καθώς και το τελικό πρωτόκολλο αυτής, αντί των κανόνων αυτού του κανονισμού. Διερωτάται αν η διάταξη αυτή μπορεί να έχει κατ’ αναλογίαν εφαρμογή στη συνεργασία των σκανδιναβικών χωρών κατά τη παράδοση προς εκτέλεση μέτρων επιμέλειας ή αρωγής.

56.   Αυτό όμως προσκρούει στην αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου (28) όπως από κοινού τονίζουν οι μετέχοντες της διαδικασίας που διατύπωσαν την άποψη τους επ’ αυτού του ζητήματος. Η αρχή αυτή επιβάλλει στις αρχές και στα δικαστήρια των κρατών μελών να αφήνουν ανεφάρμοστη κάθε εθνική διάταξη που είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο (29).

57.   Παρεκκλίσεις από αυτή την αρχή είναι δυνατές μόνον αν η οικεία πράξη του κοινοτικού δικαίου το επιτρέπει ρητώς στα κράτη μέλη. Το άρθρο όμως 59 του κανονισμού 2201/2003 δεν περιέχει αντίστοιχη εξουσιοδότηση ως προς τις εσωτερικές διατάξεις της Φινλανδίας και της Σουηδίας για την παράδοση προς εκτέλεση μέτρων επιμέλειας ή αρωγής στο πλαίσιο της συνεργασίας των σκανδιναβικών κρατών (30).

58.   Η κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του άρθρου 59, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2201/2003 πρέπει να αποκλεισθεί για τον λόγο ακριβώς ότι το άρθρο αυτό συνιστά διάταξη προβλέπουσα εξαίρεση, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Επί πλέον, τα οικεία κράτη μέλη θα έπρεπε, κατά το άρθρο 59, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, να έχουν προβεί σε δήλωση για την εφαρμογή παρεκκλινουσών διατάξεων, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως παράρτημα του κανονισμού.

59.   Ούτε η λόγω της προσχωρήσεως της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας δήλωση 28 για τη συνεργασία μεταξύ σκανδιναβικών κρατών επιτρέπει την εφαρμογή διατάξεων που παρεκκλίνουν από τον κανονισμό 2201/2003. Πράγματι, με αυτή τη δήλωση, τα συμβαλλόμενα μέρη διαπιστώνουν ρητώς ότι η Σουηδία και η Φινλανδία προτίθενται να συνεχίσουν τη μεταξύ αυτών, καθώς και με άλλες χώρες και περιοχές, υφιστάμενη συνεργασία μεταξύ σκανδιναβικών κρατών σε απόλυτησυμφωνία με το κοινοτικό δίκαιο.

60.   Καθόσον ο κανονισμός 2201/2003 είναι εφαρμοστέος από χρονικής και ουσιαστικής απόψεως, η Φινλανδία και η Σουηδία πρέπει να εφαρμόζουν τις διατάξεις του για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων περί γονικής μέριμνας και να αφήνουν ανεφάρμοστους παρεκκλίνοντες από αυτές εθνικούς κανόνες.

61.   Το αποτέλεσμα αυτό μπορεί βεβαίως να φαίνεται δυσάρεστο, λαμβανομένης υπόψη της επιτευχθείσας προδήλως με πλήρη αρμονία διοικητικής συνεργασίας μεταξύ Φινλανδίας και Σουηδίας, που σκοπεί στην καλή διαβίωση του παιδιού. Αφετέρου, όμως, τα κράτη μέλη, εκδίδοντας τον κανονισμό 2201/2003, συμφώνησαν σε ορισμένους ενιαίους διαδικαστικούς κανόνες, όπως για παράδειγμα τη διατήρηση της υποχρεώσεως του εκτελεστήριου τύπου, οι οποίοι σκοπούν στην προστασία των μερών, όπως ορθώς τονίζει η Ολλανδική Κυβέρνηση.

 Γ –       Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

62.   Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αφορά το από χρονικής απόψεως πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 2201/2003. Κατά τη μεταβατική ρύθμιση του άρθρου 64, παράγραφος 2, ο κανονισμός έχει εφαρμογή στην αναγνώριση και εκτέλεση μιας αποφάσεως υπό τις ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις:

–       η απόφαση να έχει εκδοθεί μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού 2201/2003,

–       η διαδικασία, που είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση της αποφάσεως, να είχε κινηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 2201/2003, αλλά μετά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του κανονισμού 1347/2000,

–       το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση να ήταν αρμόδιο βάσει διατάξεων, οι οποίες είναι σύμφωνες με τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού 2201/2003 ή του κανονισμού 1347/2000 ή συμβάσεως, η οποία, κατά την ημερομηνία κινήσεως της διαδικασίας, ίσχυε μεταξύ του κράτους μέλους προελεύσεως και του κράτους μέλους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως.

63.   Ο κανονισμός 2201/2003, κατά το άρθρο του 72, παράγραφος 1, τέθηκε μεν σε ισχύ την 1η Αυγούστου 2004, οι διατάξεις του όμως άρχισαν να ισχύουν –πλην ορισμένων άνευ σημασίας εν προκειμένω εξαιρέσεων– μόνον από την 1η Μαρτίου 2005 (άρθρο 72, παράγραφος 2). Συνεπώς, ο κανονισμός άρχισε να εφαρμόζεται την 1η Μαρτίου 2005. Ο κανονισμός 1347/2000 άρχισε να ισχύει την 1η Μαρτίου 2001.

64.   Επομένως, η πρώτη προϋπόθεση είναι να έχει εκδοθεί η απόφαση την 1η Μαρτίου 2005 ή μεταγενεστέρως. Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι η προς εκτέλεση απόφαση είναι η διάταξη του Länsrätt, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της επιτροπής κοινωνικής πρόνοιας της 23ης Φεβρουαρίου 2005. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε στις 3 Μαρτίου 2005, άρα μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού 2201/2003.

65.   Βεβαίως, θα ήταν κατ’ αρχήν δυνατό να θεωρηθεί ως απόφαση και η διάταξη της επιτροπής κοινωνικής πρόνοιας της 23ης Φεβρουαρίου 2005. Κατά το άρθρο 2, σημείο 4, απόφαση κατά την έννοια του κανονισμού είναι, μεταξύ άλλων, κάθε απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα, ασχέτως ονομασίας της. Επί πλέον, από το άρθρο 2, σημείο 1, έπεται ότι η έννοια του δικαστηρίου καλύπτει όλες τις αρχές που έχουν διεθνή δικαιοδοσία για τα ζητήματα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 1. Επομένως, και διοικητικές αποφάσεις είναι, κατ’ αρχήν, δεκτικές αναγνωρίσεως και εκτελέσεως σε άλλο κράτος μέλος βάσει του κανονισμού.

66.   Η οικεία απόφαση πρέπει πάντως να είναι εκτελεστή στο κράτος προελεύσεως, προκειμένου να μπορεί, μέσω της δικαστικής συνδρομής, να εκτελεσθεί από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους (άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003). Πρέπει τουλάχιστον να παράγει αποτελέσματα προς τα έξω, προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει εκδοθεί απόφαση, πράγμα που πρέπει να εκτιμάται κατά τη lex fori (31). Δεδομένου ότι τα αποτελέσματα και η εκτελεστότητα της αποφάσεως προϋποθέτουν προφανώς, κατά το σουηδικό δίκαιο, την επικύρωσή της από το Länsrätt, ενδείκνυται να θεωρηθεί ως καθοριστικό χρονικό σημείο, στο πλαίσιο του άρθρου 64, παράγραφος 2, του κανονισμού, αυτό της επικυρώσεως από το δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει τι, κατά το εθνικό δίκαιο, συνιστά την εκτελεστή απόφαση.

67.   Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση (βλ. το σημείο 62), το αιτούν δικαστήριο λαμβάνει ως βάση ότι η διαδικασία κινήθηκε, όταν η επιτροπή κοινωνικής πρόνοιας άρχισε τις έρευνες το φθινόπωρο του 2004. Η Επιτροπή, αντιθέτως, φρονεί ότι η διαδικασία κινήθηκε με την αίτηση της επιτροπής κοινωνικής πρόνοιας της 25ης Φεβρουαρίου 2005 προς το Länsrätt για την επικύρωση της αποφάσεώς της.

68.   Στο άρθρο 16 του κανονισμού 2201/2003 ρυθμίζεται λεπτομερέστερα μόνον το τι πρέπει να θεωρείται ως πράξη συνεπεία της οποίας ένα δικαστήριο είναι το επιλαμβανόμενο της υποθέσεως, δηλαδή –κατ’ απλούστερη διατύπωση– η κατάθεση στο δικαστήριο του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης ή η επίδοση του εγγράφου στον αντίδικο, εφόσον αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί πριν από την κατάθεση του εγγράφου στο δικαστήριο. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή δεν προβλέπει άμεσα την περίπτωση κατά την οποία μια αρχή αναλαμβάνει αυτεπαγγέλτως δράση και λαμβάνει μέτρα προστασίας των παιδιών. Αν πάντως θεωρηθεί ότι για τον προσδιορισμό του χρονικού σημείου εκδόσεως της κρίσιμης αποφάσεως σημασία έχει όχι η απόφαση της επιτροπής κοινωνικής πρόνοιας της 23ης Φεβρουαρίου 2005, αλλά η επικύρωσή της από το Länsrätt στις 3 Μαρτίου 2005, φαίνεται να ευσταθεί η εκτίμηση, σύμφωνα και με την Επιτροπή, ότι ως κίνηση της διαδικασίας κατά την έννοια του άρθρου 64, παράγραφος 2, του κανονισμού πρέπει να θεωρηθεί η αίτηση της επιτροπής κοινωνικής πρόνοιας προς το Länsrätt.

69.   Τελικώς, πάντως, το ζήτημα μπορεί να παραμείνει ανοικτό, δεδομένου ότι τόσο η έναρξη των ερευνών της επιτροπής κοινωνικής πρόνοιας όσο και η υποβολή της αιτήσεως στο Länsrätt πραγματοποιήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 2201/2003 και μετά τη θέση σε ισχύ του κανονισμού 1347/2000.

70.   Συντρέχει επίσης η τρίτη προϋπόθεση. Οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που ίσχυαν στη Σουηδία κατά την ημερομηνία κινήσεως της διαδικασίας αντιστοιχούν προς αυτούς του κανονισμού 2201/2003. Βάσει των εθνικών διατάξεων που ίσχυαν πριν από έναρξη ισχύος του κανονισμού, υφίστατο διεθνής δικαιοδοσία των αρχών ή των δικαστηρίων στον τόπο της συνήθους διαμονής των παιδιών στη Σουηδία. Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 περιέχει έναν αντίστοιχο κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας.

71.   Επομένως, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 64, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003 έχει την έννοια ότι απόφαση περί γονικής μέριμνας, εκδοθείσα στις 3 Μαρτίου 2005 στο πλαίσιο διαδικασίας που κινήθηκε μετά την 1η Μαρτίου 2001 και πριν από την 1η Μαρτίου 2005, αναγνωρίζεται και εκτελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου III του κανονισμού 2201/2003, όταν βάσει των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που ίσχυαν κατά την κίνηση της διαδικασίας, όπως επίσης και του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού, υφίστατο διεθνής δικαιοδοσία των αρχών στον τόπο της συνήθους διαμονής των παιδιών.

V –    Πρόταση

72.   Βάσει της ανωτέρω αναλύσεως, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Korkein Hallinto-oikeus ως ακολούθως:

«1)       Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000, έχει την έννοια ότι μια απόφαση για την άμεση αφαίρεση της επιμέλειας τέκνων και την ανάθεσή της σε τρίτους, δηλαδή σε ανάδοχη οικογένεια, πρέπει να χαρακτηρισθεί ως αστική υπόθεση, η οποία αφορά την άσκηση της γονικής μέριμνας και στην οποία, επομένως, έχει εφαρμογή ο κανονισμός 2201/2003. Αυτό ισχύει, επίσης, όταν η εν λόγω απόφαση διέπεται, κατά το εσωτερικό δίκαιο του κράτους προελεύσεως ή του κράτους μέλους αναγνωρίσεως και εκτελέσεως, από το δημόσιο δίκαιο.

2)      Καθόσον ο κανονισμός 2201/2003 είναι από χρονικής και ουσιαστικής απόψεως εφαρμοστέος και δεν προβλέπει ρητώς καμία εν προκειμένω εξαίρεση, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εφαρμόζουν εθνικές διατάξεις που παρεκκλίνουν από τον κανονισμό.

3)      Το άρθρο 64, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003 έχει την έννοια ότι απόφαση περί γονικής μέριμνας, εκδοθείσα στις 3 Μαρτίου 2005 στο πλαίσιο διαδικασίας που κινήθηκε μετά την 1η Μαρτίου 2001 και πριν από την 1η Μαρτίου 2005, αναγνωρίζεται και εκτελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου III του κανονισμού 2201/2003, όταν βάσει των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που ίσχυαν κατά την κίνηση της διαδικασίας, όπως επίσης και του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού, υφίστατο διεθνής δικαιοδοσία των αρχών στον τόπο της συνήθους διαμονής των παιδιών.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – ΕΕ L 338, σ. 1 – αποκαλούμενος επίσης κανονισμός Βρυξελλών ΙΙα.


3 – Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως του Βασιλείου της Νορβηγίας, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ένωση, Τελική Πράξη – III. Άλλες Δηλώσεις – Ε. Κοινές Δηλώσεις: Τα κράτη μέλη/Διάφορα νέα κράτη μέλη – 28. Κοινή Δήλωση για τη σκανδιναβική συνεργασία (ΕΕ 1994, C 241, σ. 392).


4 – ΕΕ 2005, C 40, σ. 2.


5 – Βλ τον Πρακτικό οδηγό για την εφαρμογή του νέου κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙ, που συντάχθηκε από την Επιτροπή σε διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο για αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ενημερωμένη έκδοση 1η Ιουνίου 2005), σ. 9. Διατίθεται στο :http://ec.europa.eu/civiljustice/parental_resp/parental_resp_ec_vdm_el.pdf.


6 – Απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της 28ης Νοεμβρίου 1958, CIJ Recueil 1958, σ. 55.


7 – Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για την διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 24), με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982, για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (EE L 388, σ. 1), με τη Σύμβαση της 26ης Μαΐου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας (EE L 285, σ. 1) και με τη Σύμβαση της 29ης Νοεμβρίου 1996 για την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας (EE 1997, C 15, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών).


8 – Απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1976, 29/76, LTU (Συλλογή τόμος 1976, σ. 577).


9 – Απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2007, C-292/05 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 29 έως 31).


10 –      Το Δικαστήριο παραπέμπει στις αποφάσεις LTU (παρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψεις 3 και 5), της 16ης Δεκεμβρίου 1980, 814/79, Rüffer (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 493, σκέψη 7), της 14ης Νοεμβρίου 2002, C‑271/00, Baten (Συλλογή 2002, σ. I-10489, σκέψη 28), της 15ης Μαΐου 2003, C-266/01, Préservatrice foncière TIARD (Συλλογή 2003, σ. I‑4867, σκέψη 20), και της 18ης Μαΐου 2006, C-343/04, ČEZ (Συλλογή 2006, σ. I-4557, σκέψη 22).


11 –      Το Δικαστήριο παραπέμπει στην απόφαση LTU (παρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 4), στις παρατεθείσες στην υποσημείωση 10 αποφάσεις Rüffer (σκέψη 14), Baten (σκέψη 29), Préservatrice foncière TIARD (σκέψη 21), ČEZ (σκέψη 22), και στην απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2002, C-167/00, Henkel, Συλλογή 2002, σ. I-8111, σκέψη 29).


12 –      Το Δικαστήριο παραπέμπει στις αποφάσεις LTU (παρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 4), Rüffer (παρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 8), Henkel (παρατεθείσα στην υποσημείωση 11, σκέψη 26), Baten (παρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 30), Préservatrice foncière TIARD (παρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 22) και στην απόφαση της 21ης Απριλίου 1993, C-172/91, Sonntag, Συλλογή 1993, σ. I‑1963, σκέψη 20).


13 – Βλ. την παρατεθείσα στην υποσημείωση 10 νομολογία.


14 – Βλ. Busch, M., και Rölke, U.: «Europäisches Kinderschutzrecht mit offenen Fragen – Die neue EU-Verordnung Brüssel IIa zur elterlichen Verantwortung aus der Sicht der Jugendhilfe», Zeitschrift für das gesamte Familienrecht (FamRZ) 2004, σ. 1338, 1340.


15 – Η C επισημαίνει συναφώς την παραλληλία με τη σχετική με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [ΕΔΔΑ]. Η εγγύηση για δίκαιη δίκη ισχύει, μεταξύ άλλων, στις περιπτώσεις διαφορών που αφορούν αξιώσεις αστικού δικαίου (civil rights). Διαφορές, επίσης, με αντικείμενο μέτρα των αρχών που αφορούν τη γονική μέριμνα εμπίπτουν, κατά την εκτίμηση του ΕΔΔΑ, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, διότι επηρεάζουν μια έννομη σχέση που εμπεριέχει στοιχεία αστικού δικαίου. Βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση του ΕΔΔΑ της 8ης Ιουλίου 1987, 9749/82, W κατά Ηνωμένου Βασιλείου (σκέψη 78). Σύνοψη της σχετικής με την έννοα των civil rights νομολογίας του ΕΔΔΑ παρέχουν οι Grabenwarter/Pabel, στο: Grote/Marauhn (εκδ.), EMRK/GG, 2006, κεφάλαιο 14, σημεία. 13 έως 15.


16 – Βλ., με αυτή την έννοια, Kress, V.: Internationale Zuständigkeit für elterliche Verantwortung in der Europäischen Union, 2005, σ. 49.


17 – Ο Πρακτικός οδηγός για την εφαρμογή του νέου κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙ (παρατεθείς στην υποσημείωση 5, σ. 10) το επισημαίνει αυτό ρητώς στους εφαρμοστές του δικαίου.


18 – Άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο ζ΄, του κανονισμού 2201/2003.


19 – Κανονισμός (ΕΚ) 1347/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί της διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας έναντι των κοινών τέκνων των συζύγων (ΕΕ L 160, σ. 19).


20 – COM(2002) 222 τελικό/2 της 17ης Μαΐου 2002 (ΕΕ 2002, C 203E, σ. 155).


21 – Το άρθρο 1 του σχεδίου είχε ως εξής: «1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις αστικές διαδικασίες που αφορούν: [… ]


β) την ανάθεση, άσκηση, μεταβίβαση, περιορισμό ή παύση της γονικής μέριμνας.


2.2. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε αστικές διαδικασίες που αφορούν: […]


β) μέτρα που λαμβάνονται σαν αποτέλεσμα ποινικών αδικημάτων που διαπράχθηκαν από παιδιά.


3.3. Άλλες διαδικασίες που αναγνωρίζονται επίσημα σε κράτος μέλος θεωρούνται ως ισοδύναμες με δικαστικές διαδικασίες».


22 – COM(2002) 222 τελικό/2, σ. 6


23 – Βλ. Kress (ανωτέρω, στην υποσημείωση 16, σ. 44 επ.).


24 – Actes et documents de la XVIIIième session de la Conférence international de La Haye de droit privé, 1998, σ. 14. Διατίθεται επίσης στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική στην ιστοσελίδα της Συνδιασκέψεως της Χάγης: http://hcch.e-vision.nl/upload/text34d.pdf. Τα κράτη μέλη εξουσιοδοτήθηκαν με την απόφαση του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002 (ΕΕ 2003, L 48, σ. 1), να υπογράψουν, προς το συμφέρον της Κοινότητας, τη σύμβαση και όλα έκαναν χρήση αυτής της εξουσιοδοτήσεως. Πάντως, μέχρι τούδε, μόνον οκτώ κράτη μέλη την έχουν κυρώσει. Η κύρωση εξακολουθεί προφανώς να εμποδίζεται λόγω του ζητήματος του Γιβραλτάρ (βλ. Pirrung, J.: «Brüche zwischen internationaler und europäischer Rechtsvereinheitlichung – das Beispiel des internationalen Kindschaftsrechts in der Brüssel IIa-Verordnung», Internationales Familienrecht für das 21. Jahrhundert, Symposion zum 65 Geburtstag von Ulrich Spellenberg, 2006, σ. 89, 91). Η Σύμβαση της Χάγης του 1996 τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2002.


25 – Συναφώς, βλ. Pirrung, J.: «Internationale Zuständigkeit in Sorgerechtssachen nach der Verordnung (EG) Nr. 2201/2003», Festschrift für P. Schlosser, 2005, σ. 695, 696 επ., και Pirrung J.: Internationales Familienrecht für das 21. Jahrhundert (ανωτέρω, στην υποσημείωση 22, σ. 93).


26 – Διατίθεται στη γερμανική στο http://hcch.e-vision.nl/upload/expl34d.pdf, σημείο 23 του παρατιθέμενου κειμένου (επί του άρθρου 3, στοιχείο e).


27 – Βλ. Pirrung J.: Internationales Familienrecht für das 21. Jahrhundert (ανωτέρω, στην υποσημείωση 25, σ. 100).


28 – Απόφαση της 15ης Ιουλίου 1964, 6/64, Costa κατά ENEL (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1191, συγκεκριμένα σ. 1198 επ.).


29 – Απόφαση της 9ης Μαρτίου 1978, 106/77, Simmenthal (Συλλογή τόμος 1978, σ. 239, σκέψεις 21 έως 23).


30 – Κατά τούτο διαφέρει η εν προκειμένω κατάσταση έναντι της Συμβάσεως της Χάγης του 1996, το άρθρο 52 της οποίας επιτρέπει ρητώς τη διατήρηση ή τη θέσπιση τοπικώς εναρμονισμένου ενιαίου δικαίου.


31 – Βλ. Rauscher/Rauscher: EuropäischesZivilprozessrecht, 2η έκδοση, Μόναχο, 2006, άρθρο 64 του κανονισμού Βρυξελλών IIα, σημείο 9, και Fleige, M.: DieZuständigkeitfürSorgerechtsentscheidungenunddieRückführungvonKindernnachEntführungennachdemEuropäischenIZVR, Würzburg, 2006, σ. 114.