ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
ELEANOR SHARPSTON
της 24ης Απριλίου 2008 ( 1 )
Υπόθεση C-353/06
Διαδικασία που κινήθηκε από τους
Stefan Grunkin και Dorothee Regina Paul
«Δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών — Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο που αφορά το επώνυμο — Η ιθαγένεια ως μοναδικό συνδετικό στοιχείο για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου — Ανήλικος ο οποίος γεννήθηκε και κατοικεί σε ορισμένο κράτος μέλος ενώ έχει την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους — Μη αναγνώριση στο κράτος μέλος της ιθαγένειας του επωνύμου που αποκτήθηκε στο κράτος μέλος γεννήσεως και κατοικίας»
1. |
Η υπό κρίση αίτηση του Amtsgericht Flensburg (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αμφισβητεί τη συμβατότητα ενός κανόνα του γερμανικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου με την απαγόρευση των διακρίσεων και τα δικαιώματα ιθαγένειας που προβλέπει η Συνθήκη ΕΚ. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, το επώνυμο ενός προσώπου που έχει μόνον τη γερμανική ιθαγένεια καθορίζεται αποκλειστικά από το γερμανικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, ακόμη κι αν το πρόσωπο αυτό γεννήθηκε και διαμένει σε άλλο κράτος μέλος (εν προκειμένω στη Δανία) του οποίου το δίκαιο εφαρμόζεται δυνάμει των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του κράτους αυτού, το επώνυμό του που σχηματίστηκε και καταχωρίστηκε στο εν λόγω κράτος σύμφωνα με το οικείο δίκαιο δεν μπορεί να καταχωριστεί στη Γερμανία, εκτός αν συνάδει και με το γερμανικό ουσιαστικό δίκαιο. |
Νομικό πλαίσιο
Διατάξεις της Συνθήκης
2. |
Το άρθρο 12, παράγραφος 1, ΕΚ προβλέπει ότι: «Εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας συνθήκης και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών της, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας.» |
3. |
Το άρθρο 17 ΕΚ προβλέπει τα εξής: «1. Θεσπίζεται ιθαγένεια της Ένωσης. Πολίτης της Ένωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους. Η ιθαγένεια της Ένωσης συμπληρώνει και δεν αντικαθιστά την εθνική ιθαγένεια. 2. Οι πολίτες της Ένωσης έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από την παρούσα συνθήκη.» |
4. |
Σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ: «Κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παρούσα συνθήκη και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή της.» |
5. |
Σύμφωνα με το άρθρο 65 ΕΚ (σε συνδυασμό με το άρθρο 61, στοιχείο γ’, και το άρθρο 67 ΕΚ), ο κοινοτικός νομοθέτης μπορεί να λαμβάνει «μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις με διασυνοριακές επιπτώσεις» στα οποία περιλαμβάνονται και όσα σκοπούν στην «β) προώθηση της συμβατότητας των κανόνων που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη, όσον αφορά τη σύγκρουση νόμων και δικαιοδοσίας». Τέτοιου είδους μέτρα για τον καθορισμό των ονομάτων δεν έχουν ληφθεί ακόμη ( 2 ). |
Ουσιαστικοί κανόνες που διέπουν τον καθορισμό των επωνύμων
6. |
Στα σημεία 5 έως 22 των προτάσεών του στην υπόθεση Garcia Avello ( 3 ), ο γενικός εισαγγελέας F. Jacobs συνόψισε τους κανόνες που διέπουν τον καθορισμό των επωνύμων στα κράτη μέλη, όπως ίσχυαν τότε (το 2003). Έκτοτε υπήρξαν εξελίξεις και οι ουσιαστικές διατάξεις ορισμένων κρατών μελών παρέχουν σήμερα μεγαλύτερη ευχέρεια επιλογής απ’ ό,τι στο παρελθόν. Αρκεί, ωστόσο, να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι υπάρχει μεγάλη ποικιλία όχι μόνον όσον αφορά τον τρόπο καθορισμού των επωνύμων αλλά και το μέγεθος των διαθέσιμων εκ του νόμου επιλογών. Ειδικότερα, τα σύνθετα επώνυμα (που συνδυάζουν τα επώνυμα και των δύο γονέων) απαγορεύονται σε ορισμένα κράτη μέλη αλλά επιτρέπονται σε άλλα και μάλιστα αποτελούν τον κανόνα σε ορισμένα από αυτά. |
Κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που αφορούν τον καθορισμό των επωνύμων
7. |
Προκειμένου να διαπιστωθεί το εφαρμοστέο δίκαιο για τον καθορισμό του επωνύμου ενός προσώπου το οποίο συνδέεται με περισσότερες από μία έννομες τάξεις, ορισμένες έννομες τάξεις παραπέμπουν στο δίκαιο της συνήθους διαμονής του προσώπου αυτού ( 4 ), μολονότι συχνότερα γίνεται παραπομπή στο δίκαιο της ιθαγένειάς του ( 5 ). Η ρύθμιση αυτή περιέχεται για ορισμένα κράτη μέλη σε διεθνείς συμβάσεις στο πλαίσιο της ICCS (Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Κατάστασης), η οποία αποτελεί διακυβερνητικό οργανισμό, στον οποίο μετέχουν δεκατρία κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως μέλη και τρία επιπλέον κράτη μέλη υπό την ιδιότητα του παρατηρητή. Η Γερμανία είναι μέλος της ICCS. Η Δανία δεν είναι ούτε μέλος ούτε παρατηρητής. |
8. |
Ορισμένες συμβάσεις της ICCS ( 6 ) αφορούν τα ονοματεπώνυμα αλλά καμιά δεν έχει επικυρωθεί από περισσότερα από επτά κράτη μέλη. Συνοπτικά, προβλέπουν ότι, καταρχήν, το ονοματεπώνυμο ενός προσώπου καθορίζεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους της ιθαγένειάς του και ότι τα συμβαλλόμενα κράτη δεν θα επιτρέπουν μεταβολές επωνύμων υπηκόων άλλου συμβαλλομένου κράτους, εκτός αν αυτοί είναι υπήκοοι και του πρώτου κράτους αλλά θα χορηγούν πιστοποιητικά διαφορετικών επωνύμων όταν συντρέχει περίπτωση. Βάσει μιας πιο πρόσφατης σύμβασης ( 7 ), η οποία δεν έχει ακόμη τεθεί σε ισχύ, όταν ένα τέκνο έχει την ιθαγένεια περισσοτέρων του ενός συμβαλλομένων κρατών, το επώνυμο που έλαβε στο κράτος όπου γεννήθηκε θα αναγνωρίζεται στα λοιπά συμβαλλόμενα κράτη όπως και το επώνυμο που έλαβε κατόπιν αιτήσεως των γονέων του σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος του οποίου υπήκοος είναι το τέκνο αυτό. |
Διεθνείς συμβάσεις που αφορούν τα δικαιώματα των παιδιών
9. |
Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού ( 8 ) προβλέπει ότι: «σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού». Η ίδια κατ’ ουσία διάταξη απαντάται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 9 ). |
10. |
Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι το παιδί «εγγράφεται στο ληξιαρχείο αμέσως μετά τη γέννησή του και έχει από εκείνη τη στιγμή το δικαίωμα ονόματος». Η ίδια κατ’ ουσία διάταξη απαντάται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, της Διεθνούς Συμβάσεως περί των Αστικών και Πολιτικών δικαιωμάτων ( 10 ). |
Σχετική εθνική νομοθεσία
11. |
Βάσει των κανόνων του δανικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, τα ζητήματα που αφορούν τον καθορισμό του επωνύμου ενός προσώπου διέπονται από το δίκαιο της κατοικίας του (δηλαδή της συνήθους διαμονής του) όπως ορίζεται στο δανικό δίκαιο. Επομένως, όταν πρόκειται να καθοριστεί το επώνυμο ενός προσώπου που διαμένει στη Δανία, εφαρμόζεται το δανικό δίκαιο. |
12. |
Στην υπό κρίση υπόθεση, κατά τον επίμαχο χρόνο, ο καθορισμός των επωνύμων στη Δανία διεπόταν από τα άρθρα 1 έως 9 του νόμου 193 της 29ης Απριλίου 1981 (Lov om personnavne — νόμου περί επωνύμων προσώπων) ( 11 ). |
13. |
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου αυτού, όταν οι γονείς έχουν κοινό οικογενειακό επώνυμο, το τέκνο αποκτά το επώνυμο αυτό. Όταν οι γονείς δεν χρησιμοποιούν το ίδιο επώνυμο, παρέχεται το δικαίωμα επιλογής μεταξύ των επωνύμων των γονέων. Εντούτοις, το άρθρο 9 παρέχει επίσης τη δυνατότητα μεταβολής του επωνύμου με διοικητική πράξη σε σύνθετο επώνυμο, αποτελούμενο από τα επώνυμα των δύο γονέων ενωμένα με παύλα. |
14. |
Επικουρικώς (και συνήθως), όταν το τέκνο έχει το επώνυμο ενός γονέα, το επώνυμο του άλλου γονέα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως «ενδιάμεσο όνομα» (mellemnavn). Έτσι όντως συνδυάζονται τα δύο επώνυμα (χωρίς παύλα). Ωστόσο, βάσει του νόμου του 1981 μόνον το δεύτερο επώνυμο, το οποίο αποτελεί στοιχείο του σύνθετου ονόματος, μπορεί στην περίπτωση αυτή να περάσει στην επόμενη γενιά. |
15. |
Στη Γερμανία, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, του Einführungsgesetz zum Bürgerlichen Gesetzbuch (γερμανικού Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, στο εξής: EGBGB) το επώνυμο ενός προσώπου καθορίζεται από τη νομοθεσία του κράτους της ιθαγένειάς του. Βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, το επώνυμο ενός τέκνου μπορεί να καθοριστεί σύμφωνα με τη νομοθεσία άλλου κράτους μόνο στην περίπτωση που ένας γονέας (ή όποιο άλλο πρόσωπο καθορίζει το επώνυμο) είναι υπήκοος του κράτους αυτού. Ωστόσο, το γερμανικό δίκαιο μπορεί να εφαρμοσθεί στην περίπτωση που ουδείς εκ των γονέων έχει τη γερμανική ιθαγένεια, πλην όμως ένας τουλάχιστον εξ αυτών κατοικεί στη Γερμανία. |
16. |
Βάσει του άρθρου 1616 του Bürgerliches Gesetzbuch (γερμανικού Αστικού Κώδικα, στο εξής: BGB), αν οι γονείς χρησιμοποιούν ένα μόνον επώνυμο ( 12 ), αυτό το επώνυμο δίνεται στο τέκνο, όπως στη Δανία. Το άρθρο 1617 ορίζει τα εξής:
|
17. |
Το άρθρο 1617, παράγραφος 1, αποκλείει επομένως τη δυνατότητα συνδυασμού των επωνύμων των δύο γονέων για τον σχηματισμό ενός νέου σύνθετου επωνύμου. Ωστόσο, δεν αποκλείει τη διατήρηση του υφιστάμενου σύνθετου επωνύμου που ήδη έχει ένας γονέας ( 14 ). |
Νομολογία του Δικαστηρίου
18. |
Ερωτήματα που αφορούν τον καθορισμό του επωνύμου σπανίως ανακύπτουν στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου. Ωστόσο, στο παρελθόν υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο δύο παρόμοιες αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: πρόκειται για τις υποθέσεις Κωνσταντινίδης ( 15 ) και Garcia Avello ( 16 ), καθώς και μια προγενέστερη αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως στην υπό κρίση υπόθεση ( 17 ). |
19. |
Το Δικαστήριο, με την απόφασή του στην υπόθεση Κωνσταντινίδης, έκρινε ότι αντέβαινε στην αρχή της απαγόρευσης κάθε διάκρισης λόγω ιθαγένειας μια εθνική ρύθμιση η οποία υποχρέωνε Έλληνα υπήκοο να χρησιμοποιεί, κατά την άσκηση του επαγγέλματός του σε άλλο κράτος μέλος, γραφή του ονοματεπωνύμου του προκύπτουσα από μεταγραμματισμό στα ληξιαρχικά βιβλία, η οποία προκαλούσε αλλοίωση της προφοράς με συνέπεια να δημιουργείται στους ενδεχόμενους πελάτες του κίνδυνος σύγχυσης περί τα πρόσωπα. |
20. |
Στην υπόθεση Garcia Avellο, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα άρθρα 12 και 17 EΚ απαγόρευαν στις βελγικές διοικητικές αρχές να απορρίψουν αίτημα περί μεταβολής του επωνύμου, το οποίο υποβλήθηκε εξ ονόματος ανήλικων τέκνων που διέμεναν στο Βέλγιο, πλην όμως είχαν τόσο τη βελγική όσο και την ισπανική ιθαγένεια, προκειμένου τα εν λόγω τέκνα να αποκτήσουν το επώνυμο που δικαιούνταν σύμφωνα με την ισπανική νομοθεσία και παράδοση. |
Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία
21. |
Ο Leonhard Matthias, τέκνο των Stefan Grunkin και Dorothee Paul, γεννήθηκε το 1998 στη Δανία. Το τέκνο και οι γονείς του έχουν μόνον τη γερμανική ιθαγένεια (το γεγονός και μόνον της γέννησης στη Δανία δεν συνεπάγεται αυτομάτως την απόκτηση της δανικής ιθαγένειας). Από τη γέννησή του και μετά ζει κυρίως στη Δανία, όπου οι γονείς του διέμεναν αρχικώς μαζί. Κατά τη διάρκεια των ετών 2001-2002 έζησε μαζί τους για μερικούς μήνες στο Niebüll, στη Γερμανία. Έκτοτε ζει κυρίως με τη μητέρα του στο Tønder, στη Δανία, πλην όμως διαμένει συχνά και με τον πατέρα του στο Niebüll, το οποίο απέχει από το Tønder περίπου 20 χιλιόμετρα. |
22. |
Η γέννηση του Leonhard Matthias καταχωρίστηκε αρχικά στη Δανία με το επώνυμο «Paul» και το επώνυμο «Grunkin» ως mellemnavn. Μερικούς μήνες αργότερα, με αίτηση των γονέων του, το επώνυμο άλλαξε και έγινε «Grunkin-Paul» δυνάμει διοικητικής βεβαίωσης (navnebevis), και εκδόθηκε ληξιαρχική πράξη γέννησης με το επώνυμο αυτό ( 18 ). Αυτό κατέστη δυνατό διότι το τέκνο κατοικούσε στη Δανία, κατά την έννοια του δανικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, με συνέπεια για τον καθορισμό του επωνύμου του να εφαρμόζεται το δανικό ουσιαστικό δίκαιο. |
23. |
Οι γονείς επιθυμούν να καταχωρισθεί στα ληξιαρχικά βιβλία που τηρούν οι γερμανικές αρχές στο Niebüll το ισχύον στη Δανία σύνθετο επώνυμο «Grunkin-Paul». Οι εν λόγω αρχές, επικαλούμενες την προεκτεθείσα γερμανική νομοθεσία ( 19 ), απέρριψαν το αίτημα αυτό, ισχυριζόμενες ότι το επώνυμο του τέκνου πρέπει να είναι είτε «Grunkin» είτε «Paul». |
24. |
Οι γονείς προσέβαλαν την άρνηση αυτή ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων, αλλά η προσφυγή τους απορρίφθηκε σε τελευταίο βαθμό το 2003. |
25. |
Κατόπιν τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 1617, παράγραφος 2, του BGB, το αρμόδιο Standesamt (ληξιαρχείο) κίνησε διαδικασία ενώπιον του Amtsgericht Niebüll, το οποίο αποφαινόμενο ως Familiengericht όφειλε να προσδιορίσει τον γονέα ο οποίος θα είχε το δικαίωμα καθορισμού του επωνύμου του τέκνου ή το επώνυμο του οποίου θα είχε το τέκνο σε περίπτωση που ο γονέας παρέλειπε να ασκήσει το εν λόγω δικαίωμα. |
26. |
Ωστόσο, διατύπωσε αμφιβολίες ως προς το συμβατό του κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του άρθρου 10 του EGBGB με τα άρθρα 12 ΕΚ και 18 ΕΚ, καθόσον ο καθορισμός του επωνύμου εξαρτάται αποκλειστικώς από την ιθαγένεια. Επίσης ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της ερμηνείας της Συνθήκης ΕΚ, όσον αφορά το συμβατό του άρθρου 10 του EGBGB με τη Συνθήκη ΕΚ ( 20 ). |
27. |
Κατά τη διάρκεια της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, διατυπώθηκαν αμφιβολίες όσον αφορά το παραδεκτό της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, καθόσον το αιτούν δικαστήριο φαινόταν να ενεργεί ως διοικητική και όχι ως δικαστική αρχή. |
28. |
Με τις προτάσεις του της 30ής Ιουνίου 2005, ο γενικός εισαγγελέας F. Jacobs αναγνώρισε την ύπαρξη των αμφιβολιών αυτών αλλά θεώρησε ότι το Δικαστήριο όφειλε, εντούτοις, να δώσει απάντηση στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα ( 21 ). Υποστήριξε την άποψη ότι η περίπτωση αυτή ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και ότι, μολονότι δεν υφίστατο καμία διάκριση λόγω ιθαγένειας, η κατάσταση κατά την οποία υπήκοος κράτους μέλους «υποχρεούται να φέρει διαφορετικά επώνυμα σε δύο διαφορετικά κράτη μέλη» ήταν «προδήλως ασυμβίβαστη τόσο προς την ιδιότητα του πολίτη της Ενώσεως […] όσο και προς τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν» ( 22 ). |
29. |
Με απόφαση της 27ης Απριλίου 2006, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν ήταν αρμόδιο να απαντήσει στο υποβληθέν ερώτημα διότι το αιτούν δικαστήριο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι επιτελεί δικαιοδοτική λειτουργία. |
30. |
Με αίτηση της 30ής Απριλίου 2006, οι γονείς ζήτησαν πάλι να εγγραφεί ο υιός τους στην οικογενειακή μερίδα του Standesamt με το επώνυμο Grunkin-Paul, με το οποίο είχε καταχωρισθεί στη Δανία. Το Standesamt αρνήθηκε πάλι να προβεί στην καταχώριση αυτή, διότι αυτή δεν ήταν δυνατή βάσει του γερμανικού δικαίου. |
31. |
Βάσει των γερμανικών δικονομικών κανόνων, η προσφυγή των γονέων κατά της νέας αυτής αρνήσεως άγεται ενώπιον διαφορετικού Amtsgericht, και συγκεκριμένα ενώπιον του Amtsgericht του Flensburg. Το δικαστήριο αυτό επισημαίνει ότι το γερμανικό δίκαιο δεν του παρέχει τη δυνατότητα να διατάξει το ληξιαρχείο να καταχωρίσει ένα σύνθετο επώνυμο αλλά διατυπώνει αμφιβολίες παρόμοιες με εκείνες του Amtsgericht Niebüll. |
32. |
Ως εκ τούτου, ζητεί να δοθεί απάντηση στο ακόλουθο ερώτημα: «Μπορεί, βάσει της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων που προβλέπει το άρθρο 12 ΕΚ ή βάσει της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας που εγγυάται το άρθρο 18 ΕΚ σε όλους τους πολίτες της Ένωσης, να εξακολουθεί να ισχύει ο προβλεπόμενος στο άρθρο 10 του EGBGB γερμανικός κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, καθόσον αυτός προβλέπει αποκλειστικώς την ιθαγένεια ως συνδετικό στοιχείο για τον καθορισμό των κανόνων που διέπουν το επώνυμο ενός προσώπου;» |
33. |
Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν ο S. Grunkin, οι Κυβερνήσεις της Γερμανίας, του Βελγίου, της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Ελλάδας, της Λιθουανίας, των Κάτω Χωρών, της Πολωνίας καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, η Λιθουανική Δημοκρατία, και το Βασίλειο της Ισπανίας καθώς και η Επιτροπή παρέστησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. |
Επί του παραδεκτού
34. |
Το παραδεκτό της υπό κρίση αίτησης δεν αμφισβητείται επισήμως, μολονότι η Βελγική Κυβέρνηση διερωτάται (α) αν το αιτούν δικαστήριο είναι αρμόδιο να διατάξει την καταχώριση σύνθετου επωνύμου, ιδίως καθόσον σε προηγούμενη δίκη δόθηκε οριστική απάντηση, και (β) αν η παρούσα δίκη είναι γνήσια δίκη. |
35. |
Ωστόσο, η Γερμανική Κυβέρνηση δεν συμμερίζεται τις αμφιβολίες αυτές και εξηγεί λεπτομερώς πώς, βάσει του γερμανικού δικαίου, η παρούσα κύρια διαδικασία είναι παραδεκτή και όντως ένδικη. Ουσιαστικά, οι γονείς του Leonhard Matthias άσκησαν προσφυγή (η οποία δεν αποκλείεται από την τελεσίδικη εκδίκαση της προηγούμενης προσφυγής τους το 2003) κατά του ληξιαρχείου, με αίτημα την καταχώριση του επωνύμου του τέκνου τους ως «Grunkin-Paul». Προκειμένου να αποφανθεί αν μπορεί να γίνει δεκτή η προσφυγή —ενεργώντας σαφώς στο πλαίσιο αυτό ως δικαιοδοτικό όργανο— το αιτούν δικαστήριο χρειάζεται μια απόφαση ως προς την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου. |
36. |
Ως εκ τούτου, είμαι της γνώμης ότι δεν είναι αναγκαίο να εξετάσει περαιτέρω το Δικαστήριο το παραδεκτό της υπό κρίσης αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. |
Επί της ουσίας
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
37. |
Το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, παρά την ονομασία του, δεν αποτελεί τμήμα του διεθνούς δικαίου. Είναι κλάδος του εθνικού δικαίου μιας έννομης τάξης. Προβλέπει ένα μηχανισμό ή, ακριβέστερα, μια σειρά αλληλοσυνδεόμενων μηχανισμών για τον καθορισμό, στην περίπτωση έννομων καταστάσεων ή σχέσεων που συνδέονται με περισσότερες από μία έννομες τάξεις, της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων ή άλλων αρχών, του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου και των αποτελεσμάτων ή της αναγνώρισης των αποφάσεων που εκδίδονται ή των νομικών πράξεων που συντελούνται σύμφωνα με άλλες έννομες τάξεις. |
38. |
Καθόσον οι εν λόγω καταστάσεις ή σχέσεις αφορούν εξ ορισμού περισσότερες από μία έννομες τάξεις, ο μηχανισμός καθεμιάς εξ αυτών τελεί σε αναγκαία αλληλεπίδραση με τον μηχανισμό των άλλων. Ενίοτε υπάρχει συντονισμός και ενίοτε σύγκρουση. Όταν υπάρχει συντονισμός (ο οποίος είναι προτιμότερος), αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι οι έννομες τάξεις έχουν εξ αρχής συμβατούς κανόνες ή έχουν εργαστεί από κοινού για την επίτευξη συμβατότητας στο πλαίσιο ενός οργανισμού όπως η ICCS ή η Συνδιάσκεψη της Χάγης για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο ( 23 ), ή (εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης) μπορεί να οφείλεται στο ότι η συμβατότητα επιτεύχθηκε μέσω της κοινοτικής νομοθεσίας. Ωστόσο, παραμένουν πολλοί τομείς στους οποίους η συμβατότητα ή η εναρμόνιση είναι ατελής. |
39. |
Η γενική εικόνα είναι, επομένως, η εικόνα ενός σύνθετου πλέγματος περίπλοκων μηχανισμών, οι οποίοι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους αλλά όχι πάντα αρμονικά. Η οποιαδήποτε μεταβολή ενός μηχανισμού μπορεί να επηρεάσει μια ευρεία γκάμα αλληλεπιδράσεων. Η τροποποίηση των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου μιας έννομης τάξης που αφορούν τον καθορισμό των επωνύμων μπορεί να έχει επιπτώσεις όχι μόνο στον τρόπο που οι κανόνες αυτοί αλληλεπιδρούν με τους αντίστοιχους κανόνες μιας άλλης έννομης τάξης αλλά και στη λειτουργία των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου της ίδιας έννομης τάξης που αφορούν συναφείς τομείς της προσωπικής κατάστασης ή του οικογενειακού δικαίου (με επακόλουθες αλλαγές στην αλληλεπίδραση μεταξύ των κανόνων αυτών και των κανόνων άλλων εννόμων τάξεων) ή στους σχετικούς κανόνες του ουσιαστικού δικαίου. |
40. |
Ως εκ τούτου, ουδόλως εκπλήσσει το γεγονός ότι η πλειονότητα των κρατών μελών που υπέβαλαν παρατηρήσεις στην υπό κρίση υπόθεση κάλεσαν το Δικαστήριο να αποφύγει οποιαδήποτε παρέμβαση σχετική με τον επίμαχο γερμανικό κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Επιπλέον, ορισμένοι σχολιαστές επέκριναν την απόφαση του Δικαστηρίου Garcia Avello και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. Jacobs στην υπόθεση Standesamt Stadt Niebüll, για αδυναμία εκτίμησης των συνεπειών της άποψης που υιοθετήθηκε ( 24 ). |
41. |
Πρόκειται σαφώς για ένα ζήτημα το οποίο το Δικαστήριο επιβάλλεται να αντιμετωπίσει με λεπτότητα και επιμέλεια. Ωστόσο το γεγονός ότι οφείλει να κινηθεί με λεπτότητα ουδόλως σημαίνει ότι πρέπει να φοβηθεί να ασχοληθεί με το ζήτημα αυτό. |
42. |
Όπως έχουν επισημάνει ορισμένα κράτη μέλη, πρόκειται για έναν τομέα στον οποίο η Κοινότητα έχει αρμοδιότητα να παρέμβει, όπως ακριβώς, βάσει των άρθρων 61, στοιχείο γ’, ΕΚ και 67, παράγραφος 1, ΕΚ έχει ήδη ρυθμίσει τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ( 25 ), και σκοπεύει να ρυθμίσει το εφαρμοστέο δίκαιο στις γαμικές διαφορές ( 26 ). |
43. |
Υπό τις περιστάσεις αυτές, είναι ακόμη περισσότερο αληθές ότι, όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο με την απόφαση Garcia Avello ( 27 ), «[μ]ολονότι στο ισχύον κοινοτικό δίκαιο οι κανόνες που διέπουν το επώνυμο των προσώπων εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, οι κανόνες αυτοί οφείλουν ωστόσο, στο πλαίσιο ασκήσεως αυτής της αρμοδιότητας, να τηρούν το κοινοτικό δίκαιο […] και, ειδικότερα, τις διατάξεις της Συνθήκης που αφορούν την παρεχόμενη σε όλους τους πολίτες της Ενώσεως ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών». |
44. |
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφύγει το καθήκον του ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου κατά τρόπο που να συνδράμει τα εθνικά δικαστήρια, όπως το Amtsgericht Flensburg στην υπό κρίση υπόθεση, το οποίο οφείλει να αποφανθεί αν συγκεκριμένοι εθνικοί κανόνες συνάδουν όντως με το δίκαιο αυτό. |
45. |
Είναι αναμφιβόλως αληθές ότι τα πράγματα θα ήταν απλούστερα αν υπήρχε κοινοτική νομοθεσία που να διέπει την περίπτωση αυτή (ή αν όλα τα κράτη μέλη ήταν μέλη της ICCS και είχαν επικυρώσει όλες τις διεθνείς συμβάσεις της). Μια νομοθετική ή συμβατική λύση θα ήταν επίσης κατάλληλη στον τομέα αυτό. Οι συζητήσεις πριν από τη θέσπιση κοινοτικής νομοθεσίας ή τη σύναψη πολυμερών συμβάσεων είναι κατ’ ανάγκη εκτενέστερες, πιο εμπεριστατωμένες και εξαντλητικές από εκείνες που θα μπορούσαν ποτέ να επιτευχθούν στο πλαίσιο της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Και, δεδομένης της αυξανόμενης κινητικότητας των πολιτών σ’ ολόκληρο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δεν συνιστά απλώς μια κοινή αγορά αλλά χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, καθίσταται σαφές ότι συγκρούσεις συμφερόντων που αφορούν τον καθορισμό και τη χρησιμοποίηση των ονοματεπωνύμων προσώπων μπορούν να ανακύψουν (και πιθανώς θα ανακύπτουν) με μεγαλύτερη συχνότητα εκτός αν βρεθεί μια ικανοποιητική λύση. Η λύση αυτή θα πρέπει να αποτελέσει προϊόν συστηματικής σκέψης, λαμβανομένων υπόψη όλων των επιπτώσεών της σε όλες τις εμπλεκόμενες έννομες τάξεις. |
46. |
Ωστόσο δεν υπάρχει ακόμη τέτοια λύση. Έτσι ως έχουν τα πράγματα, το Δικαστήριο πρέπει να ερμηνεύσει το υφιστάμενο κοινοτικό δίκαιο που αφορά το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών στο έδαφος των κρατών μελών, χωρίς διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, και τούτο σε σχέση με τη συγκεκριμένη κατάσταση που έχει ανακύψει στην υπόθεση της κύριας δίκης. Θα πρέπει να προσέξει ώστε να μην επεκταθεί χωρίς να είναι αναγκαίο στην αρμοδιότητα των κρατών μελών σε θέματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να αμβλύνει ή να εξασθενίσει την έννοια της ιθαγένειας της Ένωσης —η οποία συνιστά «θεμελιώδη κατάσταση των υπηκόων των κρατών μελών» ( 28 )— ούτε να καταστήσει κενά περιεχομένου τα δικαιώματα που απορρέουν από την κατάσταση αυτή. |
47. |
Είμαι της γνώμης ότι το ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί προκειμένου να μπορέσει το εθνικό δικαστήριο να αποφανθεί στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του είναι στενότερο απ’ ότι ενδεχομένως φαίνεται εκ πρώτης όψεως. |
48. |
Πρώτον, ο ουσιαστικός κανόνας του γερμανικού δικαίου σύμφωνα με τον οποίο το επώνυμο ενός τέκνου πρέπει να συνίσταται στο επώνυμο ενός γονέα, χωρίς τη δυνατότητα συνδυασμού των επωνύμων και των δύο γονέων, δεν αμφισβητείται αυτός καθαυτός. Δεν υπάρχουν ουσιαστικοί κανόνες του κοινοτικού δικαίου στον τομέα αυτό (ούτε φαίνεται να υπάρχει νομική βάση για τη θέσπιση τέτοιου είδους κανόνων), και κανένας εθνικός κανόνας που προβλέπει ή απαγορεύει ένα συγκεκριμένο τύπο ονόματος δεν φαίνεται να είναι από μόνος του σε θέση να προσβάλλει τα δικαιώματα του πολίτη να μην υφίσταται διακρίσεις και να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών. Το ζήτημα μπορεί να ανακύψει μόνον όταν ο κανόνας αυτός προσκρούει, στην περίπτωση ενός συγκεκριμένου προσώπου, σε κανόνα άλλου κράτους μέλους. |
49. |
Δεύτερον, μολονότι το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορά τη συμβατότητα του προβλεπόμενου στο άρθρο 10 του EGBGB κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο, κατά τη γνώμη μου, δεν χρειάζεται να εξεταστεί η εγκυρότητα της διάταξης αυτής στο σύνολό της αλλά μόνον η εγκυρότητα του αποτελέσματός της, σε συνδυασμό με το άρθρο 1617 του BGB, που απαγορεύει την καταχώριση επωνύμου το οποίο σχηματίστηκε νόμιμα και έχει ήδη καταχωριστεί στη Δανία. |
50. |
Επομένως, οι παρατηρήσεις που υπέβαλαν ορισμένα κράτη μέλη ενώπιον του Δικαστηρίου, προβάλλοντας με σφοδρότητα την ανωτερότητα της ιθαγένειας έναντι της συνήθους διαμονής ως συνδετικού στοιχείου σε θέματα προσωπικής κατάστασης (η οποία αποτελεί πιο ασφαλές και ευχερώς επαληθεύσιμο κριτήριο), δεν έχουν κατά τη γνώμη μου άμεση σχέση με την υπόθεση ανεξαρτήτως του αν ευσταθούν ή όχι. Το Δικαστήριο δεν χρειάζεται και δεν πρέπει να επιλέξει μεταξύ των δύο αυτών κριτηρίων, ακριβώς όπως δεν επέλεξε μεταξύ των βελγικών και ισπανικών κανόνων για τον καθορισμό του επωνύμου των τέκνων, στην υπόθεση Garcia Avello ( 29 ). Ο συγκεκριμένος ρόλος του στην υπόθεση αυτή είναι αντιθέτως να εξετάσει τη μη αναγνώριση ενός επωνύμου κατά παράβαση των επιταγών του κοινοτικού δικαίου. |
51. |
Τέλος, είναι κατά τη γνώμη μου σημαντικό το γεγονός ότι η κύρια δίκη αφορά μια περίπτωση όπου το επώνυμο καθορίστηκε και καταχωρίστηκε κατά τη γέννηση σύμφωνα με το εφαρμοστέο δανικό δίκαιο ενώ τροποποιήθηκε και καταχωρίστηκε εκ νέου λίγο μετά τη γέννηση σύμφωνα με το ίδιο εφαρμοστέο δίκαιο, πριν την υποβολή αίτησης για την καταχώρισή του ενώπιον των γερμανικών αρχών. Ως εκ τούτου, δεν πρόκειται για περίπτωση μεταβολής, στο κράτος μέλος της συνήθους διαμονής, επωνύμου που καθορίστηκε σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους της ιθαγένειας. Το γεγονός ότι το επώνυμο που είχε αρχικά καταχωριστεί ήταν συμβατό με τους γερμανικούς κανόνες ενώ το αναθεωρημένο επώνυμο δεν ήταν, δεν σημαίνει ότι το πρώτο σχηματίστηκε σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς. Και τα δύο επώνυμα σχηματίστηκαν σύμφωνα με το δανικό δίκαιο και οι γονείς του Leonhard Matthias είχαν το δικαίωμα να επιλέξουν μεταξύ των διαθέσιμων βάσει του δανικού δικαίου επιλογών καθόσον είχαν τη συνήθη διαμονή τους στη Δανία. Αυτό που ζητούν τώρα δεν είναι η καταχώριση ενός τέκνου το οποίο δεν έχει ακόμη επώνυμο αλλά η αναγραφή στα γερμανικά μητρώα του επωνύμου που ήδη έχει το τέκνο σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου γεννήσεως και της μόνιμης κατοικίας του. Και ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού, το επώνυμο του Leonhard Matthias έπρεπε να καταχωριστεί αμέσως μετά τη γέννησή του στη Δανία, από τη διατύπωση του άρθρου 1617, παράγραφος 3, του BGB καθίσταται σαφές ότι δεν υπήρχε καμία εκ του νόμου υποχρέωση να καταχωριστεί άμεσα το επώνυμό του στα γερμανικά μητρώα ή σε γερμανικό δελτίο ταυτότητας. |
52. |
Ως εκ τούτου, θα αναλύσω την υπόθεση σ’ αυτό το πιο περιορισμένο πλαίσιο, εξετάζοντας, πρώτον, αν η περίπτωση αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου· δεύτερον, αν συνιστά διάκριση λόγω ιθαγένειας ή ανάμιξη στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής· και, τρίτον, αν η εν λόγω διάκριση ή ανάμιξη, εφόσον υπάρχει, είναι δικαιολογημένη. |
Δυνατότητα εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου
53. |
Με τις προτάσεις του στην υπόθεση Standesamt Stadt Niebüll ( 30 ), ο γενικός εισαγγελέας F. Jacobs επισήμανε την κρίση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Garcia Avello ότι ο σύνδεσμος με το κοινοτικό δίκαιο μπορούσε να θεμελιωθεί απλώς και μόνο λόγω του ότι τα ενδιαφερόμενα τέκνα ήταν «υπήκοοι κράτους μέλους νομίμως διαμένοντες στο έδαφος άλλου κράτους μέλους» ( 31 ), και θεώρησε ότι το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του Leonhard Matthias. |
54. |
Επίσης ανέφερε την κρίση που περιέχεται στην απόφαση Zhu και Chen ( 32 ) ότι η κατάσταση του υπηκόου κράτους μέλους που έχει γεννηθεί σε άλλο κράτος μέλος και ο οποίος δεν έχει ακόμη κάνει χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας μεταξύ των κρατών μελών δεν μπορεί να εξομοιωθεί προς καθαρά εσωτερική κατάσταση, στερούσα τον εν λόγω υπήκοο από τη δυνατότητα να επωφεληθεί των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου περί ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των προσώπων. Το Δικαστήριο προχώρησε στην υπόθεση αυτή ( 33 ) στη διαπίστωση ότι ένα τέκνο μπορεί να απολαύει των δικαιωμάτων που παρέχουν οι διατάξεις αυτές πριν φθάσει στην ηλικία που απαιτείται ώστε να έχει τη νομική ικανότητα να ασκήσει το ίδιο τα εν λόγω δικαιώματα. |
55. |
Είμαι της γνώμης ότι η περίπτωση της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου για ανάλογους αλλά ακόμη σοβαρότερους λόγους. |
56. |
Πρώτον, ο Leonhard Matthias γεννήθηκε και διαμένει σε ορισμένο κράτος μέλος ενώ έχει (μόνον) την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους. |
57. |
Δεύτερον, ως πολίτης της Ένωσης, ο Leonhard Matthias έχει, βάσει του κοινοτικού δικαίου, το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής. Επιπλέον, αντιθέτως προς τα τέκνα στις υποθέσεις Garcia Avello ή Zhu και Chen, έχει ασκήσει και εξακολουθεί να ασκεί το δικαίωμα αυτό, καθόσον διαμένει διαδοχικά στα δύο επίμαχα κράτη μέλη και μετακινείται επανειλημμένα από το ένα στο άλλο, όντας αναγκασμένος να ενεργεί έτσι λόγω μιας οικογενειακής κατάστασης που δεν τελεί υπό τον έλεγχό του. |
58. |
Τρίτον, στο πλαίσιο αυτό βρίσκεται αντιμέτωπος με τη σύγκρουση ενός κανόνα που του επιβάλλει το δίκαιο ενός κράτους μέλους με την ευχέρεια επιλογής που διαθέτουν και άσκησαν νόμιμα οι γονείς του για λογαριασμό του βάσει του δικαίου ενός άλλου κράτους μέλους. |
59. |
Η περίπτωση αυτή σαφώς εμπίπτει —τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και ratione materiae— στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, με τη μορφή των κανόνων που διέπουν την εκ μέρους του πολίτη άσκηση του δικαιώματός του να κυκλοφορεί ελεύθερα και να μην υφίσταται διακρίσεις. |
Υπάρχει διάκριση;
60. |
Με τις προτάσεις του στην υπόθεση Standesamt Stadt Niebüll ( 34 ), ο γενικός εισαγγελέας F. Jacobs επισήμανε ότι, σύμφωνα με τον επίμαχο κανόνα, όλοι οι έχοντες μόνον τη γερμανική ιθαγένεια τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης, ενώ όλοι όσοι έχουν (είτε οι ίδιοι είτε οι γονείς τους) διπλή ιθαγένεια τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης, δίχως όμως να υφίστανται δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας. |
61. |
Κανένας από τους μετέχοντες στη διαδικασία που υπέβαλαν παρατηρήσεις δεν διαφώνησε με την εκτίμηση αυτή. Ούτε κι εγώ. |
62. |
Είναι αληθές ότι ο κανόνας του άρθρου 10 του EGBGB διακρίνει τα άτομα βάσει της ιθαγένειάς τους αλλά τέτοιου είδους διακρίσεις είναι αναπόφευκτες όταν η ιθαγένεια λειτουργεί ως στοιχείο σύνδεσης με ορισμένη έννομη τάξη. Αντιθέτως, δεν συνιστά διάκριση λόγω ιθαγένειας. Σκοπός της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας δεν είναι η εξάλειψη των διακρίσεων που οφείλονται κατ’ ανάγκη στην κατοχή της ιθαγένειας ενός κράτους μέλους αντί της ιθαγένειας άλλου κράτους μέλους (οι οποίες σαφώς διατηρούνται, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 17 ΕΚ) αλλά ο αποκλεισμός της περαιτέρω διαφορετικής μεταχείρισης λόγω ιθαγένειας που λειτουργεί σε βάρος του πολίτη της Ένωσης. |
63. |
Βάσει του γερμανικού κανόνα, κάθε πολίτης της Ένωσης που έχει μόνο μία ιθαγένεια αντιμετωπίζεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους της ιθαγένειάς του ενώ όσοι έχουν πάνω από μία ιθαγένεια αντιμετωπίζονται (σύμφωνα και με την απόφαση Garcia Avello ( 35 )) διαφορετικά από όσους έχουν μία ιθαγένεια αλλά επίσης σύμφωνα με το δίκαιο των κρατών μελών της ιθαγένειάς τους. Επιπλέον, το γερμανικό ουσιαστικό δίκαιο μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, το οποίο κατοικεί στη Γερμανία και το επιθυμεί, έτσι ώστε οι υπήκοοι άλλων κρατών μελών που κατοικούν στη Γερμανία να μη στερούνται τα πλεονεκτήματα που παρέχονται στους Γερμανούς υπηκόους. |
64. |
Ωστόσο, η απαγόρευση των διακρίσεων —η αρχή της ίσης μεταχείρισης— στο κοινοτικό δίκαιο δεν περιορίζεται σε θέματα ιθαγένειας. Συνήθως εκφράζεται ως η γενική απαίτηση να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο όμοιες καταστάσεις ούτε καθ’ όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικά ( 36 ). |
65. |
Μολονότι ο επίμαχος κανόνας σαφώς αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο όλες τις περιπτώσεις όπου το συνδετικό στοιχείο ενός ατόμου με ορισμένη έννομη τάξη είναι η ιθαγένεια, δεν επεκτείνει αυτή την ίση μεταχείριση στις περιπτώσεις όπου το συνδετικό στοιχείο είναι η συνήθης διαμονή. Οι επιμέρους έννομες τάξεις εντός της κοινότητας παραπέμπουν στο ένα ή στο άλλο κριτήριο ( 37 ). Ως εκ τούτου, μπορεί να τεθεί το ερώτημα αν η αρχή της ίσης μεταχείρισης επιβάλλει να δοθεί η ίδια βαρύτητα στο κριτήριο της συνήθους διαμονής που εφαρμόζει το δανικό δίκαιο και στο κριτήριο της ιθαγένειας που εφαρμόζει το γερμανικό δίκαιο. |
66. |
Είμαι της γνώμης ότι η απάντηση πρέπει να είναι καταφατική. Διαφορετικά θα έπρεπε να κριθεί ποιο κριτήριο είναι «καλύτερο» και σε ποιο κριτήριο πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα. Αυτό το καθήκον, μπορεί να αναλάβει, ενδεχομένως, ο κοινοτικός νομοθέτης και όχι το Δικαστήριο. Μέχρι να υπάρξει ενιαίος κανόνας, εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίσουν ποιο συνδετικό στοιχείο θα χρησιμοποιούν για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου που αφορά το επώνυμο ενός προσώπου, υπό την προϋπόθεση ότι, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, συμμορφώνονται προς το κοινοτικό δίκαιο. |
67. |
Μολονότι η επιλογή απλώς και μόνον της ιθαγένειας αντί της συνήθους διαμονής (ή το αντίστροφο) ως συνδετικού στοιχείου δεν προσβάλλει αυτή καθαυτή την αρχή της ίσης μεταχείρισης του κοινοτικού δικαίου, η άρνηση αναγνώρισης των αποτελεσμάτων μέτρων τα οποία είναι έγκυρα βάσει του δικαίου μιας άλλης έννομης τάξης που χρησιμοποιεί άλλο συνδετικό στοιχείο μάλλον προσβάλλει την αρχή αυτή. |
68. |
Για παράδειγμα, αν ο Leonhard Matthias δεν είχε γεννηθεί στη Δανία αλλά σε κράτος μέλος που εφαρμόζει (μια ενισχυμένη μορφή του) jus soli ( 38 ), θα μπορούσε να αποκτήσει την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους μέλους και το γερμανικό δίκαιο θα είχε αναγνωρίσει το επώνυμο που θα καθοριζόταν σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους αυτού. Επομένως, Γερμανοί υπήκοοι που γεννήθηκαν σε άλλο κράτος μέλος και καταχωρίστηκαν με επώνυμο που σχηματίστηκε σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους αυτού ως κράτους της συνήθους διαμονής τους αντιμετωπίζονται διαφορετικά αναλόγως του αν το κράτος αυτό τους παρέχει επίσης τη δυνατότητα να αποκτήσουν την ιθαγένειά του, κάτι το οποίο δεν συνδέεται απαραιτήτως με το κριτήριο που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου που αφορά τα επώνυμα. |
69. |
Αν, επομένως, ο κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου ενός κράτους μέλους έχει συστηματικά ως αποτέλεσμα την άρνηση αναγνώρισης ενός επωνύμου που δόθηκε σε υπήκοο αυτού του κράτους μέλους σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους γεννήσεως και συνήθους διαμονής του, το οποίο είναι εφαρμοστέο δυνάμει των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του κράτους αυτού, τότε η άρνηση αυτή δεν συνιστά απαγορευμένη βάσει του άρθρου 12 ΕΚ διάκριση λόγω ιθαγένειας. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, αντίκειται προς τη γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, όταν μια κατάσταση δεν είναι αμιγώς εσωτερική κατάσταση ενός κράτους μέλους αλλά αφορά την άσκηση ενός δικαιώματος που εγγυάται η Συνθήκη ΕΚ, ένα συνδετικό στοιχείο με το δίκαιο ενός άλλου κράτους μέλους δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά αναλόγως του αν (σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του άλλου κράτους μέλους) στηρίζεται στην ιθαγένεια ή στη συνήθη διαμονή. |
70. |
Θα μπορούσε κανείς να διακρίνει μια άλλη προσβολή της γενικής αρχής λόγω του ότι ο γερμανικός κανόνας αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, δηλαδή, αφενός, Γερμανούς υπηκόους το όνομα των οποίων δεν έχει καταχωριστεί προηγουμένως σε άλλο κράτος μέλος και, αφετέρου, εκείνους που το όνομά τους έχει καταχωριστεί. |
71. |
Εντούτοις, όπως η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, έτσι και η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν απαγορεύει απλώς κάθε είδους διάκριση ανεξαρτήτως περιστάσεων. Ως εκ τούτου, είναι μάλλον αναγκαίο να εξεταστεί αν έχουν επηρεαστεί τα δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας ή διαμονής του Leonhard Matthias. |
Υπάρχει ανάμιξη στην ελευθερία κυκλοφορίας και/ή διαμονής;
72. |
Με την απόφαση Garcia Avello, το Δικαστήριο επισήμανε ότι «οι περιπτώσεις διαφοράς επωνύμου είναι ικανές να προκαλέσουν σοβαρά μειονεκτήματα για τους ενδιαφερομένους, τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, τα οποία ανακύπτουν ιδίως από τις δυσκολίες τους να τύχουν, εντός του κράτους μέλους ιθαγένειας, των νομικών αποτελεσμάτων πράξεων ή εγγράφων φερόντων το επώνυμο που αναγνωρίζεται σε έτερο κράτος μέλος, του οποίου επίσης έχουν την ιθαγένεια» ( 39 ). |
73. |
Το μειονέκτημα αυτό ουδόλως μετριάζεται από το γεγονός ότι ένα πρόσωπο έχει την ιθαγένεια ενός μόνον οικείου κράτους μέλους. Αυτό δεν οφείλεται, κατ’ ουσίαν, στην κατοχή πολλών ιθαγενειών αλλά στο ότι ως πολίτης της Ένωσης μετακινείται από το ένα κράτος μέλος στο άλλο και, ακολούθως, ζει, σπουδάζει, εργάζεται, διεκδικεί οφέλη, τηρεί διοικητικές διατυπώσεις, ανοίγει τραπεζικούς λογαριασμούς και συναλλάσσεται καθημερινά σε καθένα από τα κράτη αυτά. |
74. |
Αυτές οι πρακτικές δυσκολίες, κατά την άποψη του γενικού εισαγγελέα F. Jacobs, στις προτάσεις του στην υπόθεση Standesamt Stadt Niebüll, «συνιστούν, σαφώς, εμπόδιο στην άσκηση του απορρέοντος από την ιθαγένεια της Ενώσεως δικαιώματος του [Leonhard Matthias] να διαμένει και να κυκλοφορεί ελεύθερα εντός του εδάφους των κρατών μελών» ( 40 ). Συμφωνώ. |
75. |
Ορισμένα κράτη μέλη υποστήριξαν, ωστόσο, ότι ο επίμαχος κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου ή η εφαρμογή του στην υπό κρίση υπόθεση ουδόλως είναι εκ της φύσεώς του σε θέση να παρακωλύσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας ή διαμονής ( 41 ). Οι γονείς του Leonhard Matthias είχαν την ευχέρεια να επιλέξουν στη Δανία ένα επώνυμο πλήρως συμβατό με το γερμανικό δίκαιο, και ένα τέτοιο επώνυμο θα είχε όντως δοθεί στο τέκνο αν δεν είχαν σκοπίμως επιλέξει να ενεργήσουν διαφορετικά. Οι γονείς δεν πρέπει να αποθαρρύνονται να μετακομίσουν σε άλλο κράτος μέλος γνωρίζοντας ότι θα τύχουν της μεταχείρισης που θα είχαν σαν να μην είχαν ασκήσει το δικαίωμα αυτό. |
76. |
Η συλλογιστική αυτή καθαυτή δεν μπορεί να επικριθεί και είναι πιθανότατα αληθές ότι δεν υπάρχει κράτος μέλος στο οποίο το επώνυμο του Leonhard Matthias, αν αυτός είχε γεννηθεί στο εν λόγω κράτος, θα έπρεπε να καταχωριστεί κατά τρόπο που να μη συμβιβάζεται με τους γερμανικούς ουσιαστικούς κανόνες. |
77. |
Είμαι, ωστόσο, της γνώμης ότι το επιχείρημα αυτό παραβλέπει την ουσία. Το ζήτημα δεν είναι αν οι γονείς μπορεί να αποθαρρυνθούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους κυκλοφορίας και διαμονής ή να παρακωλυθούν κατά την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών από κανόνες που ενδεχομένως εφαρμόζονται για τον καθορισμό του επωνύμου των γεννημένων ή αγέννητων τέκνων τους. Το ερώτημα είναι αν ένα τέκνο του οποίου η γέννηση έχει καταχωριστεί νόμιμα με ορισμένο επώνυμο σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο γεννήθηκε —και το οποίο δεν έχει το ίδιο προβεί σε καμία επιλογή όσον αφορά την καταχώριση αυτή— υφίσταται κάποιο μειονέκτημα ή δυσκολία κατά την άσκηση των δικαιωμάτων του ως πολίτης της Ένωσης ( 42 ) στην περίπτωση που το κράτος μέλος της ιθαγένειάς του αρνείται να αναγνωρίσει το επώνυμό του όπως αυτό καταχωρίστηκε. |
78. |
Η απάντηση πρέπει να είναι καταφατική. Θα υπάρχει, τουλάχιστον, ανακολουθία μεταξύ της ληξιαρχικής πράξης γέννησης και των ταξιδιωτικών εγγράφων του. Για ένα πρόσωπο που, όπως ο Leonhard Matthias, εξακολουθεί να έχει την κύρια κατοικία του στο κράτος μέλος στο οποίο γεννήθηκε ενώ διατηρεί στενή σχέση και με το κράτος μέλος της ιθαγένειάς του, τα προβλήματα θα αυξηθούν σίγουρα στο μέλλον. Όσο μεγαλώνει θα αποκτά διάφορα έγγραφα που θα φέρουν το επώνυμο που αναγράφεται στη ληξιαρχική πράξη γέννησής του αλλά μπορεί επίσης να αποκτήσει άλλα έγγραφα με το επώνυμο που αναγνώρισε το κράτος μέλος της ιθαγένειάς του. Μπορεί να σπουδάσει και να αποκτήσει τίτλους σπουδών και στα δύο κράτη. Μπορεί να εγγραφεί σε συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και στα δύο κράτη. Μπορεί επίσης να μεταβεί σε τρίτο κράτος μέλος και να συναντήσει διοικητικές δυσκολίες λόγω του ότι φέρει διαφορετικό επώνυμο σε διάφορα έγγραφα. Και δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι τόσο οι κρατικές αρχές όσο και οι ιδιωτικοί φορείς αντιμετωπίζουν τα τελευταία χρόνια με αυξημένη επιφυλακτικότητα τις μη συνήθεις περιπτώσεις, συχνά με εξαιρετικά δυσάρεστα αποτελέσματα για όσους εμπίπτουν σ’ αυτήν την κατηγορία. |
79. |
Ως εκ τούτου, καθίσταται κατά τη γνώμη μου σαφές ότι η άρνηση του κράτους μέλους της ιθαγένειας ενός προσώπου να αναγνωρίσει ένα επώνυμο που του δόθηκε νόμιμα καθιστά ακόμη πιο δύσκολη για το πρόσωπο αυτό ως πολίτη της Ένωσης την άσκηση των δικαιωμάτων του ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών. Το γεγονός ότι, όπως επισημαίνει η Γαλλική Δημοκρατία στην υπό κρίση υπόθεση, ο Leonhard Matthias δεν έχει ακόμη στην πραγματικότητα παρακωλυθεί ή αποθαρρυνθεί να μετακινηθεί μεταξύ Δανίας και Γερμανίας δεν σημαίνει ότι δεν έχει περιοριστεί το σχετικό δικαίωμά του. |
Υπάρχει δικαιολογητικός λόγος;
80. |
Αν, καταρχήν, ο τρόπος εφαρμογής του γερμανικού δικαίου σε περιπτώσεις όπως αυτή του Leonhard Matthias —και τονίζω πάλι ότι το επίμαχο ζήτημα είναι η άρνηση καταχώρισης επωνύμου το οποίο δόθηκε νόμιμα στη Δανία— είναι ασυμβίβαστος με την αρχή της ίσης μεταχείρισης και επηρεάζει τα δικαιώματά του ως πολίτη της Ένωσης που απορρέουν από τη Συνθήκη, υπάρχει δικαιολογητικός λόγος για την επίμαχη άρνηση; |
81. |
Οι πιθανοί δικαιολογητικοί λόγοι μπορούν να διακριθούν σε αυτούς που συστηματικά μπορούν να δικαιολογήσουν την αυτόματη άρνηση αναγνώρισης ή μεταγραφής του επωνύμου όταν πληρούνται ορισμένα κριτήρια και σ’ εκείνους που συνδέονται περισσότερο με μεμονωμένες καταστάσεις και μπορούν να δικαιολογήσουν την άρνηση ανά περίπτωση. |
82. |
Στην πρώτη περίπτωση, η Γερμανία επισήμανε τα οφέλη της απαγόρευσης σύνθετων επωνύμων που συνδυάζουν τα επώνυμα και των δύο γονέων (υποστηρίζοντας ότι αν επιτρεπόταν η πρακτική αυτή, οι μελλοντικές γενιές θα μπορούσαν να βρεθούν με ασυνήθιστα μεγάλα επώνυμα ( 43 ), αποτελούμενα από ήδη σύνθετα επώνυμα) και της χρησιμοποίησης της ιθαγένειας ως μόνου συνδετικού στοιχείου για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου όσον αφορά το επώνυμο ενός προσώπου (καθόσον είναι πιο ασφαλές και ευχερώς επαληθεύσιμο κριτήριο από τη συνήθη διαμονή). |
83. |
Όπως έχω ήδη επισημάνει, δεν φρονώ ότι είναι αναγκαίο ή προσήκον να πάρω θέση όσον αφορά τη σχετική αξία των διαφόρων κανόνων ουσιαστικού και ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στον τομέα αυτό. Ωστόσο, είμαι της γνώμης ότι η Γερμανία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να στηριχθεί στα επιχειρήματα αυτά, καθόσον το γερμανικό δίκαιο δεν αποκλείει παντελώς τα σύνθετα επώνυμα για τους Γερμανούς υπηκόους (αν, για παράδειγμα, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, του EGBGB, το επώνυμο καθορίζεται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ενός γονέα που έχει άλλη ιθαγένεια) ή τη χρησιμοποίηση της συνήθους διαμονής ως συνδετικού στοιχείου (πάλι βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, του EGBGB, ακόμη και ελλείψει της γερμανικής ιθαγένειας, το γερμανικό δίκαιο μπορεί να εφαρμοστεί αν ένας γονέας κατοικεί στη Γερμανία ( 44 )). Η αναγνώριση του σύνθετου επωνύμου του Leonhard Matthias, το οποίο έλαβε στο κράτος μέλος γεννήσεως και συνήθους διαμονής του, δεν φαίνεται, επομένως, να προσκρούει σε απόλυτο κανόνα του γερμανικού δικαίου ( 45 ). |
84. |
Επίσης όσον αφορά τους δικαιολογητικούς λόγους συστηματικού χαρακτήρα, η Λιθουανία (η οποία κατά τα λοιπά φρονεί ότι το αποτέλεσμα των γερμανικών κανόνων δεν αντίκειται προς το κοινοτικό δίκαιο) υποστηρίζει ότι τα κράτη μέλη δεν πρέπει να υποχρεούνται να αναγνωρίσουν επώνυμα που δόθηκαν στους υπηκόους τους σύμφωνα με αλλοδαπό δίκαιο, αν τα επώνυμα αυτά δεν συμβιβάζονται με τη δομή της γλώσσας τους, η οποία αποτελεί θεμελιώδες τμήμα της εθνικής τους κληρονομιάς. Τα λιθουανικά επώνυμα σχηματίζονται με διαφορετικό τρόπο αναλόγως του αν είναι ανδρικά ή γυναικεία και, όταν πρόκειται για γυναικεία επώνυμα, αναλόγως του αν η γυναίκα είναι έγγαμη ή όχι. Οι διαφορές αυτές είναι εγγενείς της δομής της γλώσσας και οι τυχόν παρεκκλίνουσες επιλογές είναι απαράδεκτες για λόγους δημοσίας τάξεως. |
85. |
Δεν φρονώ ότι είναι απαραίτητο να εξετάσω το επιχείρημα αυτό στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως. Ουδόλως προκύπτει ότι ένα σύνθετο επώνυμο όπως το επώνυμο «Grunkin-Paul» προσβάλλει θεμελιώδεις αξίες της γερμανικής γλώσσας. Εντούτοις, θα ήθελα να επισημάνω ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει τονίσει τη σημασία εκτιμήσεων που αφορούν την εθνική γλώσσα στον τομέα των επωνύμων προσώπων και έχει δεχτεί ότι η επιβολή γλωσσικών κανόνων μπορεί να είναι δικαιολογημένη ( 46 ). |
86. |
Όσον αφορά τις περιστάσεις που μπορούν να δικαιολογήσουν την άρνηση αναγνώρισης ή μεταγραφής του επωνύμου σε ορισμένη περίπτωση, οι δυνατότητες ποικίλουν. Σαφώς, θα ήταν μάλλον δικαιολογημένη η άρνηση καταχώρισης ενός κατά κάποιο τρόπο γελοίου ή προσβλητικού επωνύμου. Αν το εθνικό δίκαιο αποκλείει πλήρως τη δυνατότητα αμφιθαλών αδερφών να έχουν διαφορετικά επώνυμα, ίσως θα ήταν δικαιολογημένη η άρνηση καταχώρισης ενός επωνύμου που θα οδηγούσε σε μια τέτοια κατάσταση. Θα ήταν επίσης δικαιολογημένη η άρνηση καταχώρισης επωνύμου που δόθηκε σύμφωνα με το δίκαιο άλλου κράτους μέλους με το οποίο συνδέεται το τέκνο λόγω γέννησης και όχι λόγω ιθαγένειας, αν ο τόπος γέννησης φαίνεται να έχει επιλέγει απλώς και μόνον προκειμένου να παρακαμφθούν οι κανόνες του κράτους μέλους της ιθαγένειας, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε άλλη πραγματική σχέση με τον τόπο αυτό ( 47 ). |
87. |
Ωστόσο, εν προκειμένω ουδόλως προκύπτει ότι συντρέχει κάποια από τις εν λόγω περιστάσεις. Ειδικότερα, η σχέση του Leonhard Matthias με τη Δανία, όπου έχει ζήσει το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του και όπου αναμένεται να κάνει φίλους και να ριζώσει, φαίνεται να είναι γνήσια και σταθερή. Συναφώς —και σχετικά με την άρνηση, σε ανάλογες περιστάσεις, της καταχώρισης ενός επωνύμου για συγκεκριμένους με την εν λόγω περίπτωση λόγους— υπενθυμίζω ότι οι γερμανικές αρχές και τα γερμανικά δικαστήρια, όπως και οι αρχές και τα δικαστήρια όλων των κρατών μελών, οφείλουν να λαμβάνουν πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού ( 48 ). Ασφαλώς φρονώ ότι η αναγνώριση, από τις αρχές του κράτους μέλους της ιθαγένειας του Leonhard Matthias, του επωνύμου που φέρει όλη σχεδόν τη ζωή του στο κράτος μέλος της συνήθους και μόνιμης διαμονής του είναι μάλλον προς το συμφέρον του, καθώς οδεύει προς τη συμπλήρωση του δέκατου έτους της ηλικίας του. |
Τελικές παρατηρήσεις
88. |
Ως εκ τούτου, είμαι της άποψης ότι το Δικαστήριο πρέπει να ερμηνεύσει το κοινοτικό δίκαιο σε σχέση με το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του πολίτη σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη μεταχείρισή του χωρίς διακρίσεις όταν ασκεί το δικαίωμα αυτό, υπό την έννοια ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το επώνυμο Grunkin-Paul του Leonhard Matthias, το οποίο καταχωρίστηκε νόμιμα στη Δανία πριν από εννέα και πλέον έτη, πρέπει να καταχωριστεί στη Γερμανία. |
89. |
Είναι ασφαλώς αληθές ότι, κατά τη διαδικασία έκδοσης προδικαστικής αποφάσεως, ο ρόλος του Δικαστηρίου είναι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου και όχι η εφαρμογή του δικαίου αυτού επί των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν αντικείμενο της κύριας δίκης και ότι σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι να διασφαλίσει την ορθή εφαρμογή και την ομοιόμορφη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου στο σύνολο των κρατών μελών. Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί επί της συγκεκριμένης υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αλλά η απόφασή του θα καθορίσει το αποτέλεσμα τόσο της υποθέσεως της κύριας δίκης όσο και άλλων ανάλογων υποθέσεων που μπορεί να ανακύψουν ενώπιον άλλων εθνικών δικαστηρίων. |
90. |
Έχοντας υπόψη την επισήμανση αυτή, υπογράμμισα την ανάγκη ιδιαίτερης προσοχής εν προκειμένω. Μολονότι συμφωνώ απολύτως με τον γενικό εισαγγελέα F. Jacobs ότι «μια κατάσταση κατά την οποία υπήκοος κράτους μέλους υποχρεούται να φέρει διαφορετικά επώνυμα σε δύο διαφορετικά κράτη μέλη είναι προδήλως ασυμβίβαστη […] προς την ιδιότητα του πολίτη της Ενώσεως» —η οποία, όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο, «τείνει να αποτελέσει τη θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών» ( 49 )—, αναγνωρίζω επίσης την ευρέως εκφρασθείσα ανησυχία ότι δεν πρέπει να κλονιστεί το λεπτό οικοδόμημα των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που αφορούν την προσωπική κατάσταση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. |
91. |
Ως εκ τούτου, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι η άποψή μου δεν επιβάλλει τη σημαντική αλλαγή των γερμανικών ουσιαστικών διατάξεων ή κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στον τομέα των επωνύμων αλλά απλώς απαιτεί ένα μεγαλύτερο περιθώριο για την αναγνώριση μιας προγενέστερης νόμιμης επιλογής επωνύμου σύμφωνα με το δίκαιο άλλου κράτους μέλους. Στο μέτρο αυτό, δεν πρόκειται παρά για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης που αποτελεί τη βάση πολλών κανόνων του κοινοτικού δικαίου, όχι μόνο στην οικονομική σφαίρα αλλά και στις αστικές υποθέσεις. |
92. |
Επιπλέον, στην υπό κρίση υπόθεση θα πρότεινα μια απόφαση που δεν θα αφορά μόνον τη συγκεκριμένη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο Leonhard Matthias αλλά και θα δέχεται ορισμένες θεμιτές εξαιρέσεις δημοσίας τάξεως (μολονότι φρονώ ότι δεν έχει προβληθεί εν προκειμένω καμία έγκυρη εξαίρεση όσον αφορά τον τρόπο της τρέχουσας εφαρμογής των σχετικών γερμανικών κανόνων). |
93. |
Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω ότι, μολονότι ο καθορισμός του επωνύμου ενός προσώπου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της προσωπικής κατάστασης, είναι μάλλον ειδικό ζήτημα στο πλαίσιο του δικαίου αυτού. Αφορά τον προσδιορισμό της ταυτότητας που είναι ζήτημα ανεξάρτητο από τη νομική κατάσταση ή ικανότητα. Ως εκ τούτου, δεν φρονώ ότι μια σχετική με τα επώνυμα απόφαση πρέπει απαραιτήτως να επεκταθεί και σε τέτοιου είδους άλλα θέματα. |
Πρόταση
94. |
Κατόπιν των προεκτεθέντων, είμαι της γνώμης ότι το Δικαστήριο πρέπει να δώσει την ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το Amtsgericht Flensburg:
|
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.
( 2 ) Προς το παρόν, τα μέτρα που προβλέπει το άρθρο 65 ΕΚ πρόκειται να ληφθούν «στο μέτρο που είναι αναγκαία για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς». Ο περιορισμός αυτός δεν θα υπάρχει στο άρθρο 81 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο πρόκειται να αντικαταστήσει το άρθρο 65 ΕΚ και περιέχει ειδικές διατάξεις για τη λήψη μέτρων στον τομέα του οικογενειακού δικαίου με διασυνοριακές επιπτώσεις.
( 3 ) Απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-148/02 (Συλλογή 2003, σ. I-11613).
( 4 ) Μεταξύ των κρατών μελών, η Δανία, η Φινλανδία και η Λιθουανία χρησιμοποιούν το κριτήριο της κατοικίας (δηλαδή, της συνήθους διαμονής αντί της έννοιας της κατοικίας που γνωρίζουν τα συστήματα του common-law), ενώ το ελληνικό δίκαιο παραπέμπει σε ορισμένες περιπτώσεις στο δίκαιο της τελευταίας κοινής κατοικίας των γονέων.
( 5 ) Αυτό φαίνεται να ισχύει για την πλειονότητα των υπόλοιπων κρατών μελών. Η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, εντούτοις, δεν έχουν κανένα συγκεκριμένο κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου· στην πράξη, το εθνικό τους δίκαιο είναι αρκετά ευέλικτο ώστε να δέχεται τα επώνυμα που έχουν σχηματιστεί σύμφωνα με το δίκαιο οποιασδήποτε έννομης τάξης.
( 6 ) Συμβάσεις της ICCS αριθ. 4, για τις μεταβολές των επωνύμων και των ονομάτων, της 4ης Σεπτεμβρίου 1958· αριθ. 19, για την εφαρμοστέα νομοθεσία σε θέματα επωνύμων και ονομάτων, της · και αριθ. 21, σχετική με τη χορήγηση πιστοποιητικού διαφορετικών επωνύμων, της .
( 7 ) Σύμβαση της ICCS αριθ. 31, για την αναγνώριση των επωνύμων, της 16ης Σεπτεμβρίου 2005.
( 8 ) Της 20ής Νοεμβρίου 1989, η οποία επικυρώθηκε από όλα τα κράτη μέλη.
( 9 ) ΕΕ 2000, C 364, σ. 1 (πιο πρόσφατα, στην ΕΕ 2007, C 303, σ. 1).
( 10 ) Της 16ης Δεκεμβρίου 1966, η οποία επίσης επικυρώθηκε από όλα τα κράτη μέλη.
( 11 ) Μετά την αντικατάστασή του, από την 1η Απριλίου 2006, με τον νόμο 524 της (Navnelov — νόμο περί επωνύμων), ο οποίος παρέχει μεγαλύτερη ευχέρεια επιλογών.
( 12 ) Βάσει του άρθρου 1355, αυτό μπορεί να είναι μόνον το επώνυμο που είχε προηγουμένως ένας εκ των συζύγων αλλά όχι ο συνδυασμός των δύο επωνύμων.
( 13 ) Ο δικαστικός σχηματισμός του Amtsgericht που λειτουργεί ως δικαστήριο οικογενειακών διαφορών.
( 14 ) Το Bundesverfassungsgericht (συνταγματικό δικαστήριο) έχει αποφανθεί ότι τα άρθρα 1616 και 1617 δεν είναι αντισυνταγματικά στο μέτρο που αποκλείουν τη δυνατότητα ενός τέκνου να έχει σύνθετο επώνυμο αποτελούμενο από τον συνδυασμό των επωνύμων των γονέων του (απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2002, 1 BvL 23/96, BVerfGE 104, σ. 373).
( 15 ) Απόφαση της 30ής Μαρτίου 1993, C-168/91 (Συλλογή 1993, σ. I-1191).
( 16 ) Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3.
( 17 ) Απόφαση της 27ης Απριλίου 2006, C-96/04, Standesamt Stadt Niebüll (Συλλογή 2006, σ. I-3561) (βλ., κατωτέρω, σκέψεις 21 έως 29).
( 18 ) Σύμφωνα με τον Stefan Grunkin, οι γονείς είχαν αρχικά δηλώσει το επώνυμο του Leonhard Matthias ως «Grunkin-Paul» και η αλλαγή έγινε προκειμένου η ληξιαρχική πράξη γέννησης του τέκνου να είναι σύμφωνη με την εν λόγω επιδιωκόμενη δήλωση. Επομένως, και τα δύο επώνυμα των γονέων συνιστούσαν συνθετικά στοιχεία του επωνύμου του τέκνου και κανένα από αυτά δεν αποτελούσε απλώς mellemnavn (βλ. σημείο 14 ανωτέρω). Ωστόσο, όποια κι αν είναι η ακριβής κατάσταση, αφετηρία πρέπει να αποτελεί το γεγονός ότι η επιλογή του επωνύμου «Grunkin-Paul» ήταν διαθέσιμη στους γονείς βάσει του δανικού δικαίου.
( 19 ) Σημεία 15 και 16.
( 20 ) Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17 απόφαση της 27ης Απριλίου 2006 στην υπόθεση C-96/04.
( 21 ) Σημεία 30 έως 44 των προτάσεών του.
( 22 ) Σημεία 45 έως 56.
( 23 ) Της οποίας είναι μέλη όλα τα κράτη μέλη και η ίδια η Ευρωπαϊκή Κοινότητα (βλ. απόφαση 2006/719/ΕΚ του Συμβουλίου, της 5ης Οκτωβρίου 2006, ΕΕ 2006, L 297, σ. 1).
( 24 ) Βλ., για παράδειγμα, τα σχόλια για την απόφαση Garcia Avello, του Mathias Audit στο Recueil Dalloz 2004, σ. 1476, στο σημείο 20, και του Thomas Ackermann, στο Common Market Law Review, 2007, σ. 141, ιδίως στη σ. 153, και τα σχόλια του Dieter Henrich για τις προτάσεις στην υπόθεση Standesamt Stadt Niebüll, στο Praxis des internationalen Privat- und Verfahrensrechts, 2005, σ. 422.
( 25 ) Προσφάτως στον κανονισμό (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 (ΕΕ 2003, L 338, σ. 1).
( 26 ) Πρόταση της Επιτροπής [COM(2006) 399 τελικό, της 17ης Ιουλίου 2006] για κανονισμό του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία και για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο σε γαμικές διαφορές. Το επεξηγηματικό μνημόνιο κάνει λόγο για «αυξανόμενη κινητικότητα των πολιτών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης [η οποία συνεπάγεται την] αύξηση του αριθμού των διεθνών ζευγαριών, δηλαδή συζύγων που έχουν διαφορετική ιθαγένεια, συζύγων που ζουν σε διαφορετικά κράτη μέλη ή ζουν σε ένα κράτος μέλος του οποίου την ιθαγένεια δεν έχουν αμφότεροι οι σύζυγοι ή ένας εξ αυτών». Αυτό είναι το πλαίσιο εντός του οποίου ανέκυψε η υπό κρίση υπόθεση.
( 27 ) Στη σκέψη 25.
( 28 ) Απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C-184/99, Grzelczyk (Συλλογή 2001, σ. I-6193, σκέψη 31). Η διατύπωση αυτή έχει χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα έκτοτε και, πιο πρόσφατα, στην απόφαση της , C-291/05, Eind (Συλλογή 2007, σ. I-10719, σκέψη 32).
( 29 ) Ομολογουμένως, με τη σκέψη 42 της αποφάσεώς του, σχολίασε τον λόγο ύπαρξης των δύο συστημάτων και τον τρόπο που κάθε σύστημα φαίνεται προσαρμοσμένο σ’ αυτόν τον λόγο ύπαρξης χωρίς να προβεί σε εκτιμήσεις επί της ουσίας.
( 30 ) Στα σημεία 48 και 49.
( 31 ) Σκέψη 27 της αποφάσεως.
( 32 ) Απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2004, C-200/02 (Συλλογή 2004, I-9925, σκέψη 19).
( 33 ) Στη σκέψη 20.
( 34 ) Στο σημείο 53.
( 35 ) Σκέψεις 32 έως 35.
( 36 ) Βλ. απόφαση Garcia Avello, σκέψη 31 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία. Το Δικαστήριο έχει επικριθεί (βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24 ανωτέρω, απόφαση Ackermann, σ. 149) διότι, με την απόφαση Garcia Avello, συνέδεσε τη γενική «αριστοτελική» έννοια της ίσης μεταχείρισης με την ειδική απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας του άρθρου 12 ΕΚ. Ανεξαρτήτως του αν είναι δικαιολογημένη η εν λόγω κριτική, στις παρούσες προτάσεις αναφέρω τη γενική αρχή αυτοτελώς.
( 37 ) Πράγματι, ο κανονισμός 2201/2003 (προπαρατεθείς ανωτέρω στην υποσημείωση 25, άρθρο 3) παρέχει τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ των δύο κριτηρίων για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας όσον αφορά τη λύση του γάμου και η πρόταση της Επιτροπής για την τροποποίησή του (προπαρατεθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 26, προτεινόμενο νέο άρθρο 20α) παρέχει τη δυνατότητα επιλογής για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου.
( 38 ) Για παράδειγμα, στην Ιρλανδία· βλ. απόφαση Zhu και Chen, σκέψη 9.
( 39 ) Σκέψη 36 της αποφάσεως.
( 40 ) Σημείο 54 των προτάσεων.
( 41 ) Βλ. κατ’ αναλογία, για παράδειγμα, απόφαση της 31ης Μαρτίου 1993, C-19/92, Kraus (Συλλογή 1993, σ. I-1663, σκέψη 32), ή απόφαση της , C-285/01, Burbaud (Συλλογή 2003, σ. I-8219, σκέψη 95).
( 42 ) Βλ. αποφάσεις Garcia Avello και Zhu και Chen, στις οποίες το Δικαστήριο υπογράμμισε τα δικαιώματα των παιδιών.
( 43 ) Το μεγαλύτερο μάλλον σύνθετο επώνυμο που καταγράφηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι το επώνυμο Temple-Nugent-Brydges-Chandos-Grenville, που ανήκε στους Δούκες του Buckingham και Chandos από το 1822 έως το 1889, οπότε και έπαψε να υπάρχει ο τίτλος —ίσως λόγω της κατάχρησης των επωνύμων. Οι περισσότερες οικογένειες, ωστόσο, καταφέρνουν να αποφεύγουν τέτοιου είδους υπερβολές.
( 44 ) Αξίζει να σημειωθεί η υπόθεση που ανέφερε ο γενικός γραμματέας της ICCS στη Γενική Συνέλευση του Εδιμβούργου, στις 15 Σεπτεμβρίου 2004. Στις , το Tribunal Administratif (διοικητικό πρωτοδικείο) του Λουξεμβούργου ακύρωσε απόφαση των αρχών του Λουξεμβούργου, με την οποία αρνήθηκαν να επιτρέψουν την καταχώριση στο Λουξεμβούργο του τέκνου δύο υπηκόων του Λουξεμβούργου που κατοικούσαν στη Γερμανία με το επώνυμο της μητέρας του. Το ζευγάρι είχε επιλέξει το επώνυμο αυτό ως το μοναδικό του επώνυμο (βλ. σημείο 16 και υποσημείωση 12 ανωτέρω) και το τέκνο, το οποίο είχε γεννηθεί στη Γερμανία, καταχωρίστηκε εκεί με το επώνυμο αυτό, σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, το οποίο μπορούσε να εφαρμοστεί, βάσει του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του, ως το δίκαιο του τόπου κατοικίας τους. Το δικαστήριο του Λουξεμβούργου αποφάνθηκε ότι η κατάσταση αυτή δεν μπορούσε να θεωρηθεί αντίθετη προς τη δημόσια τάξη στο Λουξεμβούργο.
( 45 ) Βλ. σκέψη 44 της αποφάσεως Garcia Avello, όπου το Δικαστήριο τόνισε ότι η συστηματική άρνηση των βελγικών αρχών να δεχτούν την αλλαγή του επωνύμου ήταν σαφώς δυσανάλογη καθόσον σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις προβλέπονταν παρεκκλίσεις.
( 46 ) Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Bulgakov κατά Ουκρανίας της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, αριθ. 59894/00, σκέψη 43 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία.
( 47 ) Η τυχόν αποδοχή αυτού του δικαιολογητικού λόγου θα ερχόταν ασφαλώς σε αντίθεση προς την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32 απόφαση του Δικαστηρίου Zhu και Chen, σκέψεις 34 επ., με την οποία απορρίφθηκε το επιχείρημα ότι δεν μπορεί να στηριχθεί κανείς στην ιθαγένεια ενός κράτους μέλους η οποία αποκτήθηκε βάσει του τόπου γέννησης που επιλέχθηκε σκοπίμως αποκλειστικά και μόνο για τον σκοπό αυτό. Ωστόσο, η αιτιολογία του Δικαστηρίου στην απόφαση αυτή στηρίχθηκε στο δικαίωμα κάθε κράτους μέλους να ορίζει τις προϋποθέσεις κτήσης της ιθαγένειας και δεν αφορούσε τη χρησιμοποίηση της ιθαγένειας ή κάποιου άλλου κριτηρίου ως συνδετικού στοιχείου για τους σκοπούς του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Βλ., επίσης, απόφαση της 7ης Ιουλίου 1992, C-370/90, Singh (Συλλογή 1992, σ. I-4265, σκέψη 24 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 48 ) Βλ. σημείο 9 ανωτέρω.
( 49 ) Προτάσεις στην υπόθεση Standesamt Stadt Niebüll, σημείο 56, όπου παρατίθεται η απόφαση της 15ης Μαρτίου 2005, C-209/03, Bidar (Συλλογή 2005, σ. I-2119, σκέψη 31).