7.6.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 142/4


Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 15ης Απριλίου 2008 [αίτηση του Labour Court (Ιρλανδία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Impact κατά Minister for Agriculture and Food, Minister for Arts, Sport and Tourism, Minister for Communications, Marine and Natural Resources, Minister for Foreign Affairs, Minister for Justice, Equality and Law Reform, Minister for Transport

(Υπόθεση C-268/06) (1)

(Οδηγία 1999/70/ΕΚ - Ρήτρες 4 και 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου - Θέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο - Όροι απασχολήσεως - Αποδοχές και συντάξεις - Ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για χρονική περίοδο έως οκτώ ετών - Δικονομική αυτοτέλεια - Άμεσο αποτέλεσμα)

(2008/C 142/05)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Αιτούν δικαστήριο

Labour Court

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Impact

κατά

Minister for Agriculture and Food, Minister for Arts, Sport and Tourism, Minister for Communications, Marine and Natural Resources, Minister for Foreign Affairs, Minister for Justice, Equality and Law Reform, Minister for Transport

Αντικείμενο της υποθέσεως

Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Labour Court — Ερμηνεία των ρητρών 4, παράγραφος 1 [αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων], και 5, παράγραφος 1 [μέτρα πρόληψης της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου], του παραρτήματος της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43) — Προσφυγή με την οποία διώκεται να προβληθεί το άμεσο αποτέλεσμα των εν λόγω διατάξεων — Έλλειψη αρμοδιότητας, κατά το εθνικό δίκαιο, του επιληφθέντος δικαστηρίου — Ύπαρξη αρμοδιότητας βάσει του κοινοτικού δικαίου, και συγκεκριμένα των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας

Διατακτικό της αποφάσεως

Το Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Κατά το κοινοτικό δίκαιο, ιδίως κατά την αρχή της αποτελεσματικότητας, ειδικό δικαστήριο το οποίο καλείται, στο πλαίσιο ασκήσεως της έστω συντρέχουσας αρμοδιότητας που του έχει παρασχεθεί από τη νομοθεσία με την οποία μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη η οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, να επιλαμβάνεται αιτήματος στηριζόμενου στην παραβίαση αυτής της νομοθεσίας, οφείλει να κρίνει ότι είναι επίσης αρμόδιο να επιλαμβάνεται αιτημάτων του προσφεύγοντος στηριζομένων ευθέως επί της οδηγίας αυτής για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας εκπνοής της προθεσμίας μεταφοράς της στην εσωτερική έννομη τάξη και της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος της νομοθεσίας αυτής, σε περίπτωση κατά την οποία η υποχρέωση του προσφεύγοντος να ασκήσει ενώπιον τακτικού δικαστηρίου παράλληλη προσφυγή προς ικανοποίηση χωριστού αιτήματος ευθέως στηριζόμενου στην οδηγία συνεπάγεται δικονομικά μειονεκτήματα ικανά να καταστήσουν εξαιρετικώς δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αυτός έλκει από την κοινοτική έννομη τάξη. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να προβεί στους αναγκαίους προς τούτο ελέγχους.

2)

Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, είναι απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως ακριβής ώστε να μπορούν οι ιδιώτες να την επικαλούνται ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, ενώ, αντιθέτως, αυτό δεν συμβαίνει με τη ρήτρα 5, σημείο 1, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου.

3)

Τα άρθρα 10 ΕΚ και 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, καθώς και η οδηγία 1999/70, έχουν την έννοια ότι αρχή κράτους μέλους που ενεργεί ως δημόσιος εργοδότης δεν μπορεί να λαμβάνει μέτρα, ερχόμενα σε αντίθεση με τον σκοπό που επιδιώκουν η οδηγία αυτή και η συμφωνία πλαίσιο, την αποτροπή δηλαδή της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως συμβάσεων ορισμένου χρόνου, συνιστάμενα σε ανανέωση τέτοιων συμβάσεων για ασυνήθιστα μακρά διάρκεια κατά την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας εκπνοής της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας αυτής και της ημερομηνίας θέσεως σε ισχύ του νόμου που διασφαλίζει αυτή τη μεταφορά.

4)

Στην περίπτωση που το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο περιλαμβάνει κανόνα αποκλείοντα την αναδρομική εφαρμογή νόμου ελλείψει ρητής και αναμφισβήτητης διατάξεως περί του αντιθέτου, εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί αιτήματος στηριζόμενου σε παράβαση διατάξεως του εθνικού νόμου με τον οποίο μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη η οδηγία 1999/70 δεν υποχρεούται, δυνάμει του κοινοτικού δικαίου, να αναγνωρίσει στη διάταξη αυτή αναδρομικό αποτέλεσμα αναγόμενο στην ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας αυτής, παρά μόνον αν υφίσταται, στο εθνικό αυτό δίκαιο, ρύθμιση δυνάμενη να προσδώσει στη συγκεκριμένη διάταξη ένα τέτοιο αναδρομικό αποτέλεσμα.

5)

Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι οι όροι απασχολήσεως, κατά την έννοια της ρήτρας αυτής περιλαμβάνουν τους όρους τους σχετικούς με τις αμοιβές και τις συντάξεις τις καταβαλλόμενες βάσει της σχέσεως εργασίας, αποκλειομένων των όρων που αφορούν τις συντάξεις τις καταβαλλόμενες στο πλαίσιο υποχρεωτικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως.


(1)  ΕΕ C 212 της 2.9.2006.