Υπόθεση T-141/05 RENV

Internationaler Hilfsfonds eV

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Έγγραφα σχετικά με τη σύμβαση LIEN 97–2011 – Άρνηση προσβάσεως – Νέα εξέταση κατά τη διάρκεια της δίκης – Άσκηση χωριστής προσφυγής – Εξέλιπε το έννομο συμφέρον – Κατάργηση της δίκης»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – ΄Εννομο συμφέρον – Το έννομο συμφέρον εκλείπει λόγω γεγονότος που συνέβη κατόπιν της ασκήσεως της προσφυγής

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

2.      Διαδικασία – Απόφαση που αντικαθιστά, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας, την προσβαλλόμενη απόφαση – Νέο στοιχείο – Επέκταση των αρχικών αιτημάτων και ισχυρισμών

1.      Οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής εκτιμώνται, με την επιφύλαξη του διαφορετικού ζητήματος της απώλειας του εννόμου συμφέροντος, κατά το χρονικό σημείο της ασκήσεως της προσφυγής. Πάντως, προς εξασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, αυτή η διαπίστωση περί του χρόνου εκτιμήσεως του παραδεκτού της προσφυγής δεν μπορεί να εμποδίσει το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής παρέλκει στην περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων που είχε αρχικώς έννομο συμφέρον έπαυσε να έχει οποιουδήποτε είδους προσωπικό συμφέρον για την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως λόγω γεγονότος που συνέβη κατόπιν της ασκήσεως της εν λόγω προσφυγής. Συγκεκριμένα, για να μπορέσει ο προσφεύγων να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως αποφάσεως, πρέπει να αντλεί διαρκώς προσωπικό συμφέρον από την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ελλείψει εννόμου συμφέροντος, η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου επί της ουσίας δεν μπορεί να του αποφέρει κανένα όφελος.

Τούτο ισχύει όταν η Επιτροπή, ενώ δεν αποφάσισε ρητώς για την ανάκληση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, εκδίδει νέα απόφαση με το ίδιο αντικείμενο, η οποία μεταβάλει ή και απορρίπτει τους λόγους που είχε δεχθεί για να στηρίξει την πρώτη απόφαση, οπότε η νέα απόφαση αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση και η προσφεύγουσα δεν επιλέγει να τροποποιήσει τα αιτήματα και τους λόγους που προέβαλε με την πρώτη προσφυγή για να λάβει υπόψη την εν λόγω νέα απόφαση, αλλά να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση, κατά τις επιταγές των αρχών της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της οικονομίας της διαδικασίας, ότι, η προσφεύγουσα παύει να έχει οποιουδήποτε είδους προσωπικό συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Η πρώτη προσφυγή καθίσταται επομένως άνευ αντικειμένου.

(βλ. σκέψεις 24, 28, 35, 38)

2.      Οσάκις απόφαση, διαρκούσας της εκκρεμοδικίας, αντικαθίσταται με απόφαση που αφορά το ίδιο αντικείμενο, αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως νέο στοιχείο που παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους λόγους ακυρώσεως. Έτσι, η προσαρμογή αυτή παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να διατηρεί το έννομο συμφέρον του στην προσφυγή που άσκησε πριν από την επέλευση του νέου γεγονότος. Πράγματι, θα ήταν αντίθετο προς την αρχή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και προς την αρχή της οικονομίας της διαδικασίας να υποχρεωθεί ο προσφεύγων να ασκήσει νέα προσφυγή. Επιπροσθέτως, θα ήταν άδικο να έχει το καθού κοινοτικό όργανο τη δυνατότητα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αιτιάσεις που περιέχει η ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ασκηθείσα προσφυγή κατά αποφάσεως, να προσαρμόζει την προσβαλλομένη αυτή απόφαση ή να την αντικαθιστά με άλλη και να επικαλείται κατά τη δίκη αυτήν την τροποποίηση ή την αντικατάσταση για να στερήσει από τον αντίδικο τη δυνατότητα να εκτείνει τα αρχικά του αιτήματα και τους λόγους ακυρώσεως στη μεταγενέστερη απόφαση ή να αναπτύξει συμπληρωματικά αιτήματα και λόγους κατά της αποφάσεως αυτής.

(βλ. σκέψη 34)







ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 21ης Σεπτεμβρίου 2011 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001– Έγγραφα σχετικά με τη σύμβαση LIEN 97-2011 – Άρνηση προσβάσεως – Νέα εξέταση κατά τη διάρκεια της δίκης – Άσκηση χωριστής προσφυγής – Εξάλειψη του έννομου συμφέροντος – Κατάργηση της δίκης»

Στην υπόθεση T‑141/05 RENV,

Internationaler Hilfsfonds eV, με έδρα το Rosbach (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον H. Kaltenecker, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την P. Costa de Oliveira και τον T. Scharf,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 14ης Φεβρουαρίου 2005, με την οποία δεν επιτράπηκε στην Internationaler Hilfsfonds eV η πλήρης πρόσβαση στον φάκελο της συμβάσεως LIEN 97-2011,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, K. Jürimäe (εισηγητή) και τον M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Internationaler Hilfsfonds eV, είναι μη κυβερνητική οργάνωση, γερμανικού δικαίου, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της ανθρωπιστικής βοήθειας. Στις 28 Απριλίου 1998, συνήψε με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τη σύμβαση «LIEN 97-2011» (στο εξής: σύμβαση) που είχε ως αντικείμενο τη συγχρηματοδότηση ενός προγράμματος ιατρικής βοήθειας στο Καζαχστάν.

2        Την 1η Οκτωβρίου 1999, η Επιτροπή κατήγγειλε μονομερώς τη σύμβαση και, κατόπιν της καταγγελίας αυτής, ενημέρωσε, στις 6 Αυγούστου 2001, την προσφεύγουσα σχετικά με την απόφασή της να αναζητήσει ορισμένα ποσά που της είχε καταβάλει στο πλαίσιο εκτελέσεως της συμβάσεως.

3        Στις 9 Μαρτίου 2002, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση προσβάσεως στα σχετικά με τη σύμβαση έγγραφα. Δεδομένου ότι η αίτηση αυτή έγινε δεκτή μόνον εν μέρει, η προσφεύγουσα, με έγγραφο της 11ης Ιουλίου 2002, απευθυνόμενο προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής, ζήτησε πλήρη πρόσβαση στα σχετικά με τη σύμβαση έγγραφα. Επειδή και αυτή η αίτηση της προσφεύγουσας δεν ικανοποιήθηκε πλήρως, η προσφεύγουσα υπέβαλε στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή καταγγελία, η οποία καταχωρίστηκε με αριθμό πρωτοκόλλου 1874/2003/GG, όσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής να της επιτρέψει την πλήρη πρόσβαση στα σχετικά με τη σύμβαση έγγραφα.

4        Κατόπιν ενός σχεδίου συστάσεως της 15ης Ιουλίου 2004, το οποίο απηύθυνε ο Διαμεσολαβητής στην Επιτροπή, και μίας αιτιολογημένης γνώμης που απέστειλε η Επιτροπή στον Διαμεσολαβητή στις 12 και στις 21 Οκτωβρίου 2004, ο τελευταίος εξέδωσε, στις 14 Δεκεμβρίου 2004, οριστική απόφαση με την οποία διαπίστωσε, στο πλαίσιο επικριτικού του σχολίου, ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν προέβαλε λόγους ικανούς να δικαιολογήσουν την άρνησή της να επιτρέψει στην προσφεύγουσα την πρόσβαση σε διάφορα έγγραφα σχετικά με τη σύμβαση συνιστά περίπτωση κακής διοικήσεως.

5        Στις 22 Δεκεμβρίου 2004, η προσφεύγουσα, στηριζόμενη στα συμπεράσματα της οριστικής αποφάσεως του Διαμεσολαβητή της 14ης Δεκεμβρίου 2004, υπέβαλε στον Πρόεδρο της Επιτροπής νέα αίτηση για πλήρη πρόσβαση στα σχετικά με τη σύμβαση έγγραφα. Με έγγραφο της 14ης Φεβρουαρίου 2005 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή απάντησε στην εν λόγω αίτηση και, στο πλαίσιο της απαντήσεως αυτής, αποφάσισε να μη θέσει στη διάθεσή της άλλα έγγραφα πέραν εκείνων στα οποία είχε ήδη επιτρέψει την πρόσβαση μέχρι τότε.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

 Η πρωτόδικη δίκη

6        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 11 Απριλίου 2005, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η προσφυγή πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑141/05. Κατόπιν προβολής ενστάσεως απαραδέκτου από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το τότε Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή της προσφεύγουσας ως απαράδεκτη, με απόφαση της 5ης Ιουνίου 2008, T‑141/05, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής.

 Η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου

7        Κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως από την προσφεύγουσα βάσει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο, με απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2010, C-362/08 P, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), εξαφάνισε την απόφαση της 5ης Ιουνίου 2008, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω, απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου που είχε προβάλει η Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ανέπεμψε την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί των αιτημάτων της προσφεύγουσας που αφορούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

 Η διαδικασία στην υπόθεση που αναπέμφθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

8        Κατόπιν της αναπομπής της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η υπόθεση ανατέθηκε, αρχικώς, στο πρώην δεύτερο τμήμα. Στη συνέχεια, δεδομένου ότι η σύνθεση των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου μεταβλήθηκε, η υπόθεση ανατέθηκε στο τέταρτο τμήμα.

9        Με έγγραφο της 23ης Μαρτίου 2010, η Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου ενημέρωσε, κατά το άρθρο 119, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, τους διαδίκους για την επανάληψη της έγγραφης διαδικασίας από το στάδιο στο οποίο βρισκόταν όταν εκδόθηκε η απόφαση περί παραπομπής και, στο πλαίσιο αυτό, κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει υπόμνημα αντικρούσεως.

10      Στις 5 Μαΐου 2010, η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου έγγραφο το οποίο, κατόπιν αποφάσεως του προέδρου του πρώην δευτέρου τμήματος, κατατέθηκε στον φάκελο ως αίτηση κατάργησης της δίκης με αίτημα για τη λήψη μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας.

11      Στις 22 Ιουνίου 2010, η προσφεύγουσα κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου παρατηρήσεις επί της αιτήσεως καταργήσεως της δίκης.

12      Με έγγραφο της 19ης Ιουλίου 2010, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Ιουλίου 2010, η προσφεύγουσα προέβαλε νέους λόγους, κατά τις διατάξεις του άρθρου 48 του Κανονισμού Διαδικασίας, ώστε να προσθέσει στην επιχειρηματολογία της στο πλαίσιο της προσφυγής λόγους που φέρονται ως παρόμοιοι με εκείνους που δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 7ης Ιουλίου 2010, T-111/07, Agrofert Holding κατά Επιτροπής.

13      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή διότι κατέστη άνευ αντικειμένου·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

14      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει το αίτημα καταργήσεως της δίκης που στηρίζεται στο ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου·

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που η Επιτροπή δεν της επέτρεψε την πλήρη πρόσβαση στα σχετικά με τη σύμβαση έγγραφα·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επιχειρήματα των διαδίκων

15      Με το αίτημα καταργήσεως της δίκης, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η προσφεύγουσα, με έγγραφα της 28ης και 31ης Αυγούστου 2009, υπέβαλε νέα αίτηση για πλήρη πρόσβαση στα σχετικά με τη σύμβαση έγγραφα. Διευκρινίζει ότι, με επιστολή της 9ης Οκτωβρίου 2009, απάντησε στην αίτηση αυτή επισημαίνοντας ότι είχε αποφασίσει να επιτρέψει στην προσφεύγουσα ευρύτερη πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα, όχι όμως στο σύνολό τους. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, με έγγραφο της 15ης Οκτωβρίου 2009, η προσφεύγουσα της ζήτησε να επανεξετάσει την από 9 Οκτωβρίου 2009 απάντησή της. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, αρχικώς, με έγγραφο της 1ης Δεκεμβρίου 2009, της ανέφερε ότι δυστυχώς αδυνατούσε, την ημερομηνία εκείνη, να δώσει οριστική απάντηση στην αίτησή της. Η Επιτροπή εκθέτει, ωστόσο, ότι στη συνέχεια, με έγγραφο της 29ης Απριλίου 2010, κατόπιν λεπτομερούς εξετάσεως όλων των εγγράφων της συμβάσεως στα οποία δεν είχε επιτραπεί μέχρι τότε η πρόσβαση στην προσφεύγουσα, εξέδωσε απόφαση με την οποία της επέτρεψε ευρύτερη πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα, όχι όμως στο σύνολό τους (στο εξής: απόφαση της 29ης Απριλίου 2010). Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως των αποφάσεών της της 9ης Οκτωβρίου και της 1ης Δεκεμβρίου 2009, προσφυγή η οποία πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου με αριθμό T‑36/10.

16      Επομένως, η Επιτροπή εκτιμά ότι, κατόπιν της αποφάσεως της 29ης Απριλίου 2010, η προσφεύγουσα δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ακόμη κι αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, τούτο ουδόλως θα μεταβάλλει την κατάσταση της προσφεύγουσας, στον βαθμό που η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να επανεξετάσει την αίτησή της περί προσβάσεως στα σχετικά με τη σύμβαση έγγραφα. Πάντως, αυτό ακριβώς έπραξε κατά την εξέταση της νέας προς τούτο αιτήσεως που περιλαμβανόταν στα έγγραφα της 28ης και της 31ης Αυγούστου 2009, εξέταση που περαιώθηκε με την έκδοση της αποφάσεως της 29ης Απριλίου 2010. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επί της ουσίας έκδοση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση δεν θα αποφέρει στην προσφεύγουσα κανένα πρόσθετο όφελος.

17      Ωστόσο, η Επιτροπή δηλώνει ότι έχει επίγνωση του γεγονότος ότι η απόρριψη της υπό κρίση προσφυγής, ως άνευ αντικειμένου, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κίνητρο για την προσφεύγουσα να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως της 29ης Απριλίου 2010. Επομένως, χάριν οικονομίας της διαδικασίας, προτείνει στο Γενικό Δικαστήριο να παράσχει τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα να εξηγήσει ποιες συνέπειες συνάγει από την έκδοση της αποφάσεως της 29ης Απριλίου 2010 όσον αφορά τη συνέχιση της παρούσας διαδικασίας, ή, ακόμη, να προσαρμόσει τα αιτήματά της και τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε με την προσφυγή προκειμένου να ληφθεί υπόψη η εν λόγω απόφαση ως νέο στοιχείο.

18      Με τις παρατηρήσεις επί του αιτήματος καταργήσεως της δίκης, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον στην παρούσα διαδικασία, ιδίως για την προστασία του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας. Συναφώς, υπενθυμίζει ότι, παρά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής το 2005, κατόπιν της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή και της αποφάσεως του τότε Πρωτοδικείου με την οποία εσφαλμένως κηρύχθηκε απαράδεκτη η εν λόγω προσφυγή (σκέψη 6 ανωτέρω), δεν έχει ακόμη λάβει γνώση των λεπτομερειών της αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή προέβη σε μονομερή και αιφνίδια λύση της συμβάσεως. Προσθέτει ότι, από τη λύση της συμβάσεως που επήλθε το 1999, η Επιτροπή δεν επιτρέπει την πρόσβαση στο σύνολο των σχετικών εγγράφων της συμβάσεως και έτσι δεν μπορούν να γίνουν κατανοητοί οι λόγοι της εν λόγω λύσεως. Η κατάσταση αυτή δεν της επιτρέπει να προσκομίσει ενώπιον του βελγικού δικαστηρίου, το οποίο επιλήφθηκε της αγωγής που άσκησε η Επιτροπή ζητώντας την επιστροφή ενός ποσού που είχε αρχικώς καταβληθεί στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμβάσεως, όλα τα απαραίτητα για την άμυνά της στοιχεία. Εξάλλου, το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας διατηρείται με την απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2010, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, σκέψη 7 ανωτέρω, κατά την οποία το Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να αποφανθεί επί της ουσίας και όχι για να καταργήσει τη δίκη.

19      Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, βάσει των διατάξεων του Κανονισμού Διαδικασίας και βάσει της νομολογίας, τα αιτήματά της και οι λόγοι που προέβαλε με την υπό κρίση προσφυγή δεν μπορούν να προσαρμοστούν, διότι η νέα πράξη στην οποία στηρίζεται η Επιτροπή δεν προέρχεται από τρίτον αλλά από την ίδια την καθής. Επομένως, η προσφεύγουσα γνωστοποιεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι αποφάσισε να ασκήσει προσφυγή με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως της 29ης Απριλίου 2010.

20      Τρίτον, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να συνεκδικάσει την υπό κρίση υπόθεση με την υπόθεση T‑36/10 (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω), προκειμένου να εξετάσει από κοινού τους λόγους που προβλήθηκαν για τη στήριξη των δύο αυτών προσφυγών. Περαιτέρω, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αναβάλει αυτεπαγγέλτως, κατά το άρθρο 77, στοιχείο δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, την εκδίκαση των δύο αυτών εκκρεμών υποθέσεων μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της προσφυγής ακυρώσεως που αποφάσισε να ασκήσει κατά της αποφάσεως της 29ης Απριλίου 2010 (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω).

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

21      Κατά το άρθρο 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, εάν ένας διάδικος το ζητήσει, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει επί παρεμπίπτοντος ζητήματος χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη της αιτήσεως της Επιτροπής της 5ης Μαΐου 2010 περί καταργήσεως της δίκης και των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της 22ας Ιουνίου 2010 επί της αιτήσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει επαρκώς διαφωτισθεί από τα έγγραφα της δικογραφίας και ότι το παρεμπίπτον ζήτημα πρέπει να επιλυθεί χωρίς προφορική διαδικασία, κατά το άρθρο 114, παράγραφοι 3 και 4, του Κανονισμού Διαδικασίας.

22      Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ο προσφεύγων πρέπει να έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της προσφυγής του (διατάξεις του Δικαστηρίου της 18ης Μαρτίου 1987, 13/86, von Bonkewitz-Lindner κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1417, σκέψη 6, και της 24ης Σεπτεμβρίου 1987, 134/87, Βλάχου κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1987, σ. 3633, σκέψη 8). Η έλλειψη νομίμου συμφέροντος αποτελεί λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως (διάταξη του Δικαστηρίου της 7ης Οκτωβρίου 1987, 108/86, D. M. κατά Συμβουλίου και CES, Συλλογή 1987, σ. 3933, σκέψη 10 · αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Φεβρουαρίου 1993, T‑45/91, Mc Avoy κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑83, σκέψη 22, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2000, T‑261/97, Orthmann κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑181 και II‑829, σκέψη 31).

23      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπενθυμίζεται στη σκέψη 22 ανωτέρω, η αναπομπή μιας υποθέσεως από το Δικαστήριο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορεί να παρεκκλίνει από την αρχή κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί επί αιτήματος καταργήσεως της δίκης που αφορά λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, όπως η έλλειψη νομίμου συμφέροντος. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από το γεγονός ότι, υπό το πρίσμα της αποφάσεως της 26ης Ιανουαρίου 2010, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, σκέψη 7 ανωτέρω, το Δικαστήριο ανέπεμψε την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να αποφανθεί επί της ουσίας και όχι για να καταργήσει τη δίκη.

24       Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής εκτιμώνται, με την επιφύλαξη του διαφορετικού ζητήματος της απώλειας του εννόμου συμφέροντος, κατά το χρονικό σημείο της ασκήσεως της προσφυγής (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Μαρτίου 2002, T‑131/99, Shaw και Falla κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2023, σκέψη 29 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πάντως, προς εξασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, αυτή η διαπίστωση περί του χρόνου εκτιμήσεως του παραδεκτού της προσφυγής δεν μπορεί να εμποδίσει το Πρωτοδικείο να διαπιστώσει ότι η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής παρέλκει στην περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων που είχε αρχικώς έννομο συμφέρον έπαυσε να έχει οποιουδήποτε είδους προσωπικό συμφέρον για την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως λόγω γεγονότος που συνέβη κατόπιν της ασκήσεως της εν λόγω προσφυγής. Πράγματι, για να μπορέσει ο προσφεύγων να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως αποφάσεως, πρέπει να αντλεί διαρκώς προσωπικό συμφέρον από την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 17ης Οκτωβρίου 2005, T-28/02, First Data κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-4119, σκέψεις 36 και 37, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2008, T‑301/01, Alitalia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1753, σκέψη 37). Ελλείψει εννόμου συμφέροντος, η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου επί της ουσίας δεν μπορεί να του αποφέρει κανένα όφελος (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2007, C‑362/05 P, Wunenburger κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4333, σκέψη 43, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιανουαρίου 2010, T‑355/04 και T‑446/04, Co‑Frutta κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1, σκέψη 44).

25      Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), δυνάμει του οποίου οι εξαιρέσεις των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται μόνον ενόσω η προστασία δικαιολογείται ως εκ του περιεχομένου του εγγράφου, είναι δυνατή η υποβολή νέας αιτήσεως για πρόσβαση σε έγγραφα στα οποία δεν είχε προηγουμένως επιτραπεί η πρόσβαση. Η εν λόγω αίτηση υποχρεώνει το οικείο όργανο να εξετάσει αν η προηγούμενη άρνηση προσβάσεως παραμένει δικαιολογημένη λαμβάνοντας υπόψη τις εν τω μεταξύ μεταβολές στη νομική ή πραγματική κατάσταση (απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2010, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, σκέψη 7 ανωτέρω, σκέψεις 56 και 57). Υπό τις συνθήκες αυτές, το όργανο αυτό δεν μπορεί να περιορίζεται στο να αντιτάσσει στις νέες αιτήσεις προσβάσεως στα εν λόγω έγγραφα τις προηγηθείσες αρνήσεις προσβάσεως (απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2010, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, σκέψη 7 ανωτέρω, σκέψη 59).

26      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής στην υπό κρίση υπόθεση, η προσβαλλόμενη απόφαση έβλαπτε την προσφεύγουσα, καθόσον περιελάμβανε απόρριψη της αιτήσεώς της περί προσβάσεως στα σχετικά με τη σύμβαση έγγραφα. Η προσφεύγουσα είχε, επομένως, κατά την ημερομηνία εκείνη, προσωπικό συμφέρον να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση προκειμένου η Επιτροπή να επανεξετάσει την αίτησή της περί προσβάσεως στα έγγραφα.

27      Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα, με έγγραφα της 28ης και 31ης Αυγούστου 2009, δηλαδή μετά την άσκηση της προσφυγής στην υπό κρίση υπόθεση, υπέβαλε νέα αίτηση προσβάσεως στα σχετικά με τη σύμβαση έγγραφα στα οποία εξακολουθούσε να μην της επιτρέπεται η πρόσβαση. Κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 25 ανωτέρω, για τη νέα αυτή αίτηση ήταν απαραίτητο να εξεταστούν εκ νέου τα οικεία έγγραφα. Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, απαντώντας στη νέα αυτή αίτηση καθώς και στο από 15 Οκτωβρίου 2009 έγγραφο της προσφεύγουσας, η Επιτροπή παρέσχε στην προσφεύγουσα, με τις αποφάσεις της της 9ης Οκτωβρίου 2009 και της 29ης Απριλίου 2010, ευρύτερη πρόσβαση, αλλά όχι πλήρη, στα εν λόγω έγγραφα. Ειδικότερα, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 25 ανωτέρω, η απόφαση της 29ης Απριλίου 2010 εκδόθηκε κατόπιν εξετάσεως της νέας αιτήσεως, επ’ ευκαιρία της οποίας η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν ήταν πλέον δικαιολογημένη η προηγούμενη άρνηση προσβάσεως σε ορισμένα από τα επίμαχα έγγραφα και ότι αντιθέτως εξακολουθούσε να είναι δικαιολογημένη για τα υπόλοιπα.

28      Επομένως, διαπιστώνεται ότι, μολονότι, με την από 29 Απριλίου 2010 απόφασή της, η Επιτροπή δεν αποφάσισε ρητώς για την ανάκληση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η απόφαση της 29ης Απριλίου 2010 εκδόθηκε κατόπιν νέας αιτήσεως για την πρόσβαση σε μη δημοσιοποιηθέντα έγγραφα, αίτηση η οποία οδήγησε την Επιτροπή να μεταβάλει ή και να απορρίψει τους λόγους που είχε δεχθεί για να στηρίξει την προγενέστερη άρνηση πρόσβασης στα εν λόγω έγγραφα, οπότε η απόφαση της 29ης Απριλίου 2010 αντικατέστησε την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τα αποτελέσματά της έναντι της προσφεύγουσας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑47/05, Angé Serrano κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 88).

29      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρώτον, παρατηρείται ότι, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη, βάσει των διατάξεων του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, όπως και η ίδια το αναγνωρίζει (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω), να επανεξετάσει την αίτηση περί πλήρους προσβάσεως της προσφεύγουσας στα έγγραφα της συμβάσεως. Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατόπιν της επανεξετάσεως αυτής, η Επιτροπή πρέπει είτε να λάβει απόφαση όμοια με αυτή της 29ης Απριλίου 2010 είτε, σε περίπτωση μεταβολής της νομικής ή πραγματικής καταστάσεως επελθούσας μετά την έκδοση της τελευταίας αποφάσεως, να λάβει απόφαση ευνοϊκότερη για την προσφεύγουσα.

30      Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι η προσφεύγουσα, όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις της επί του αιτήματος καταργήσεως της δίκης, θεώρησε ότι δεν μπορούσε, κατόπιν της εκδόσεως από την Επιτροπή της αποφάσεως της 29ης Απριλίου 2010, να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε στην υπό κρίση υπόθεση προκειμένου να λάβει υπόψη την εν λόγω απόφαση. Αντιθέτως, όπως γνωστοποίησε στο Γενικό Δικαστήριο με τις εν λόγω παρατηρήσεις, κατέθεσε προσφυγή στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, στις 9 Ιουλίου 2010, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό T‑300/10, με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως της 29ης Απριλίου 2010.

31      Κατόπιν των προεκτεθέντων στις σκέψεις 29 και 30 ανωτέρω, επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση ότι, ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο αποφάσιζε να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, η ακύρωση αυτή δεν θα προσπόριζε στην προσφεύγουσα κανένα πρόσθετο όφελος σε σχέση με αυτό που θα της παρείχε η ενδεχόμενη ακύρωση της αποφάσεως της 29ης Απριλίου 2010, στην υπόθεση T‑300/10.

32      Εξάλλου, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα, η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να θίξει το δικαίωμά της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

33      Συγκεκριμένα, βάσει των διατάξεων του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος διακηρύχθηκε στη Νίκαια στις 7 Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ 2000, C 364, σ. 1), και ο οποίος, μετά την έναρξη ισχύος, την 1η Δεκεμβρίου 2009, της Συνθήκης της Λισσαβώνας, έχει, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το ίδιο νομικό κύρος με εκείνο των Συνθηκών, κάθε πρόσωπο του οποίου θίγονται τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που κατοχυρώνει το δίκαιο της Ένωσης έχει δικαίωμα στην άσκηση αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος, ώστε να δικαστεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας.

34      Πάντως, εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί, αφενός, ότι από τις διατάξεις του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι η προβολή νέων λόγων ακυρώσεως κατά τη διάρκεια της δίκης επιτρέπεται όταν οι λόγοι αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία και, αφετέρου, ότι δεν προκύπτει από τη νομολογία ότι το δικαίωμα του προσφεύγοντος να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε σε προσφυγή κατά αποφάσεως που αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από νέα απόφαση προϋποθέτει η νέα πράξη ή το νέο πραγματικό περιστατικό να καταλογίζεται σε τρίτον. Συγκεκριμένα, προκύπτει σαφώς από τη νομολογία, η οποία εξάλλου παρατίθεται από την Επιτροπή με το αίτημα καταργήσεως της δίκης, ότι οσάκις απόφαση, διαρκούσας της εκκρεμοδικίας, αντικαθίσταται με απόφαση που αφορά το ίδιο αντικείμενο, αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως νέο στοιχείο που παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους λόγους ακυρώσεως. Έτσι, η προσαρμογή αυτή παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να διατηρεί το έννομο συμφέρον του στην προσφυγή που άσκησε πριν από την επέλευση του νέου γεγονότος. Πράγματι, θα ήταν αντίθετο προς την αρχή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και προς την αρχή της οικονομίας της διαδικασίας να υποχρεωθεί ο προσφεύγων να ασκήσει νέα προσφυγή. Επιπροσθέτως, θα ήταν άδικο να έχει το καθού κοινοτικό όργανο τη δυνατότητα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αιτιάσεις που περιέχει η ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ασκηθείσα προσφυγή κατά αποφάσεως, να προσαρμόζει την προσβαλλομένη αυτή απόφαση ή να την αντικαθιστά με άλλη και να επικαλείται κατά τη δίκη αυτήν την τροποποίηση ή την αντικατάσταση για να στερήσει από τον αντίδικο τη δυνατότητα να εκτείνει τα αρχικά του αιτήματα και τους λόγους ακυρώσεως στη μεταγενέστερη απόφαση ή να αναπτύξει συμπληρωματικά αιτήματα και λόγους κατά της αποφάσεως αυτής (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 1982, 14/81, Alpha Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 749, σκέψη 8, και της 14ης Ιουλίου 1988, 103/85, Stahlwerke Peine-Salzgitter κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 4131, σκέψεις 11 και 12, απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Φεβρουαρίου 2000, Τ-46/98 και Τ-151/98, CCRE κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-167, σκέψη 33).

35      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντίθετα προς αυτό που αφήνει να νοηθεί η προσφεύγουσα, είχε στη διάθεσή της το δικαίωμα, μετά την έκδοση της αποφάσεως της 29ης Απριλίου 2010, είτε να τροποποιήσει τα αιτήματα και τους λόγους που προέβαλε με την υπό κρίση προσφυγή για να λάβει υπόψη την εν λόγω απόφαση η οποία, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 28 ανωτέρω, αντικατέστησε την προσβαλλόμενη απόφαση είτε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής.

36      Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 30 ανωτέρω, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως της 29ης Απριλίου 2010, οπότε άσκησε πράγματι το δικαίωμα που διέθετε, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, να προσβάλει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης τη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής. Η υπόθεση της προσφεύγουσας, δηλαδή η προβαλλόμενη παράνομη συμπεριφορά όσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής να της επιτρέψει την πλήρη πρόσβαση στα σχετικά με τη σύμβαση έγγραφα, θα μπορέσει επομένως να δικαστεί από τον δικαστή της Ένωσης δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας από την ημερομηνία της καταθέσεως του δικογράφου της προσφυγής στη νέα αυτή υπόθεση.

37      Δεύτερον, μολονότι η προσφεύγουσα δεν εξέθεσε με τις παρατηρήσεις της επί του αιτήματος καταργήσεως της δίκης αιτιάσεις επ’ αυτού, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι την εξέταση της προσφυγής δεν μπορούν να δικαιολογήσουν ούτε ο σκοπός αποτροπής του ενδεχομένου επαναλήψεως της προσαπτόμενης πλημμέλειας ούτε ο σκοπός της διευκολύνσεως ενδεχόμενων αγωγών αποζημιώσεως, δεδομένου ότι οι εν λόγω σκοποί μπορούν να επιτευχθούν μέσω της εξετάσεως της προσφυγής κατά της αποφάσεως της 29ης Απριλίου 2010 (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2010, T‑494/08 έως T‑500/08 και T‑509/08, Ryanair κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 46 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, κατά τις επιταγές των αρχών της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της οικονομίας της διαδικασίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατόπιν της ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής, η προσφεύγουσα, μετά την έκδοση της αποφάσεως της 29ης Απριλίου 2010 και την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής (βλ. σκέψη 30 ανωτέρω), έπαυσε να έχει οποιουδήποτε είδους προσωπικό συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Επομένως, η υπό κρίση προσφυγή, στον βαθμό που στρέφεται κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατέστη άνευ αντικειμένου.

39      Ως εκ τούτου, χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας προκειμένου να ερωτηθεί η προσφεύγουσα εάν προτίθεται να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε στην υπό κρίση υπόθεση, χωρίς ακόμη να χρειάζεται να ανασταλεί η διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση και στην υπόθεση T‑36/10, να εξεταστεί εάν πρέπει να συνεκδικαστούν οι δύο αυτές υποθέσεις και, τέλος, να εξεταστεί το παραδεκτό του νέου λόγου που προέβαλε η προσφεύγουσα με το από 20 Ιουλίου 2010 έγγραφό της (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω), πρέπει να συναχθεί ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

40      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του.

41      Εν προκειμένω, επιβάλλεται, πρώτον, η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα αποφάσισε, όπως είχε δικαίωμα, να υποβάλει νέα αίτηση προσβάσεως στα σχετικά με τη σύμβαση έγγραφα, στα οποία δεν της είχε επιτραπεί προηγουμένως η πρόσβαση, οπότε η Επιτροπή, υπό το πρίσμα της υποχρεώσεώς της να εξετάσει αν η προηγούμενη άρνηση προσβάσεως εξακολουθούσε να είναι δικαιολογημένη σε σχέση με τη μεταβολή της νομικής ή πραγματικής καταστάσεως που επήλθε εν τω μεταξύ (βλ. τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 25 ανωτέρω), εξέδωσε την απόφαση της 29ης Απριλίου 2010 η οποία, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 28 ανωτέρω, αντικατέστησε την προσβαλλόμενη απόφαση.

42      Εξάλλου, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 30 ανωτέρω, η προσφεύγουσα, παρά την υπομνηθείσα στη σκέψη 34, ανωτέρω, νομολογία, εσφαλμένως θεώρησε ότι δεν μπορούσε να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε με την προσφυγή προκειμένου να λάβει υπόψη την απόφαση της 29ης Απριλίου 2010, γεγονός που θα της παρείχε τη δυνατότητα να εξακολουθήσει να έχει έννομο συμφέρον στην υπό κρίση υπόθεση. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα αποφάσισε να ασκήσει προσφυγή, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως και για τον λόγο αυτό, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 38 και 39 ανωτέρω, έπαυσε να έχει έννομο συμφέρον στην υπό κρίση υπόθεση.

43      Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα πρέπει να καταδικαστεί στα δικά της δικαστικά έξοδα, καθώς και σε εκείνα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Καταργείται η δίκη επί των αιτημάτων της Internationaler Hilfsfonds eV με τα οποία ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 14ης Φεβρουαρίου 2005 περί απορρίψεως της αιτήσεώς της προσβάσεως στον φάκελο της συμβάσεως LIEN 97-2011.

2)      Η Internationaler Hilfsfonds φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και εκείνα της Επιτροπής.

Λουξεμβούργο, 21 Σεπτεμβρίου 2011.

Ο Γραμματέας

 

       Η Πρόεδρος

E. Coulon

 

       I. Pelikánová


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.