Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-415/05, T-416/05 και T-423/05

Ελληνική Δημοκρατία κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις – Αεροπορικός τομέας – Ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση και την ιδιωτικοποίηση του ελληνικού εθνικού αερομεταφορέα – Απόφαση κηρύσσουσα τις ενισχύσεις ασύμβατες με την κοινή αγορά και διατάσσουσα την ανάκτησή τους – Οικονομική συνέχεια μεταξύ δύο εταιριών – Προσδιορισμός του ουσιαστικού δικαιούχου ενισχύσεως προς τον σκοπό της ανακτήσεώς της – Κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία – Συμβατότητα της ενισχύσεως με την κοινή αγορά – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Διαδικασία – Παρέμβαση – Προϋποθέσεις παραδεκτού – Συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς – Έννοια

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 40, εδ. 2)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Αναζήτηση παράνομης ενισχύσεως – Προσδιορισμός του οφειλέτη σε περίπτωση μεταβιβάσεως στοιχείων του ενεργητικού – Κριτήριο της «οικονομικής συνέχειας» της επιχειρήσεως

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Αναζήτηση παράνομης ενισχύσεως – Υπολογισμός του ποσού που πρέπει να αναζητηθεί και προσδιορισμός των αποδεκτών των διαταγών ανακτήσεως – Δυσχέρειες κράτους μέλους – Καθήκον συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και του κράτους μέλους

(Άρθρα 10 ΕΚ και 88 § 2 ΕΚ)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Εκτίμηση με βάση το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή – Εκτίμηση από πλευράς όλων των κρίσιμων στοιχείων της επίμαχης πράξεως και του πλαισίου της

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Πλεονέκτημα παρασχεθέν στους αποδέκτες κρατικής ενισχύσεως – Υποχρέωση συνεκτιμήσεως των αποτελεσμάτων ενός μέτρου προς καθορισμό του πλεονεκτήματος που παρασχέθηκε στον αποδέκτη

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

6.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή – Ενισχύσεις συνιστάμενες στην καταβολή, για υπομίσθωση αεροσκαφών, μισθωμάτων χαμηλότερων από τα καταβαλλόμενα στο πλαίσιο των κύριων συμβάσεων

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

7.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέταση από την Επιτροπή – Νέες ενισχύσεις – Βάρος αποδείξεως – Κατανομή μεταξύ της Επιτροπής και του κράτους μέλους – Προϋπόθεση – Τήρηση των αντιστοίχων διαδικαστικών υποχρεώσεων

(Άρθρα 10 ΕΚ, 87 § 1 ΕΚ και 88 §§ 2 και 3 ΕΚ)

8.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέταση από την Επιτροπή – Επιμελής και αμερόληπτη εξέταση – Δυνατότητα λήψεως αποφάσεως βάσει των διαθεσίμων πληροφοριών – Προϋποθέσεις

(Άρθρα 10 ΕΚ, 87 § 1 ΕΚ και 88 ΕΚ)

9.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Νόθευση του ανταγωνισμού – Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών – Ελευθέρωση ενός οικονομικού τομέα σε κοινοτικό επίπεδο

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

10.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Αναζήτηση παράνομης ενισχύσεως – Ενδεχόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τρίτου ενδιαφερομένου – Προστασία – Προϋποθέσεις και όρια

(Άρθρο 88 §§ 2 και 3 ΕΚ)

11.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα το ασυμβίβαστο ενισχύσεως με την κοινή αγορά και διατάσσουσα την επιστροφή της – Υποχρέωση αιτιολογήσεως όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού του επιστρεπτέου ποσού

12.    Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Εφαρμογή στις διοικητικές διαδικασίες που κινεί η Επιτροπή – Έκταση

1.      Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, οσάκις αναγνωρίζεται σε παρεμβαίνοντα άμεσο και ενεστώς συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, με το σκεπτικό ότι ο παρεμβαίνων, αφενός, βρισκόταν σε κατάσταση ανταγωνισμού με τους αποδέκτες των ενισχύσεων και, αφετέρου, είχε μετάσχει ενεργώς στην επίσημη διαδικασία εξετάσεως που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε το ασυμβίβαστο των ενισχύσεων αυτών με την κοινή αγορά και η οποία είναι ευνοϊκή για αυτόν, ο παρεμβαίνων διατηρεί τέτοιο άμεσο και ενεστώς συμφέρον επί όσο χρονικό διάστημα αναγνωρίζεται στους αποδέκτες των ενισχύσεων συμφέρον να ζητήσουν την ακύρωση της αποφάσεως αυτής. Πράγματι, ο παρεμβαίνων διατηρεί παράλληλο δικαίωμα να παρεμβαίνει υπέρ της Επιτροπής προς υπεράσπιση της νομιμότητας αυτής της αποφάσεως, έστω και προκειμένου να προβάλει αξιώσεις αποζημιώσεως, ακολουθούμενες, ενδεχομένως, από την άσκηση αγωγών, στηριζόμενες στην παράνομη χορήγηση ενισχύσεων που του προξένησαν ζημία.

(βλ. σκέψη 64)

2.      Στην περίπτωση που μια ενίσχυση χορηγήθηκε σε εταιρία αντιμετωπίζουσα δυσχέρειες η οποία μεταβίβασε ορισμένα στοιχεία του ενεργητικού της σε νέα εταιρία δημιουργηθείσα από τη διχοτόμηση των δραστηριοτήτων της, η νέα αυτή εταιρία μπορεί να θεωρηθεί ως ο πραγματικός αποδέκτης των ενισχύσεων εφόσον υπάρχει οικονομική συνέχεια μεταξύ των δύο αυτών εταιριών, Αντιθέτως, αν δεν υφίσταται οικονομική συνέχεια μεταξύ των δύο εταιριών, δεν μπορεί να ζητηθεί από τη νέα εταιρία να επιστρέψει τις παράνομες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην αρχική εταιρία μετά την απόσχιση με μόνο αιτιολογικό ότι η εταιρία αυτή αντλεί έμμεσο όφελος από τις ενισχύσεις αυτές.

Προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον η υποχρέωση ανακτήσεως της ενισχύσεως που χορηγήθηκε σε αντιμετωπίζουσα δυσχέρειες εταιρία μπορεί να επεκταθεί και στη νέα εταιρία προς την οποία η παλαιά αυτή εταιρία μεταβίβασε ορισμένα στοιχεία του ενεργητικού της, όταν η μεταβίβαση αυτή επιτρέπει τη διαπίστωση της ύπαρξης οικονομικής συνέχειας μεταξύ των δύο εταιριών, μπορούν να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία: το αντικείμενο της μεταβιβάσεως (στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού, χρησιμοποίηση του ίδιου εργατικού δυναμικού, δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία), το τίμημα της μεταβιβάσεως, η ταυτότητα των μετόχων ή των ιδιοκτητών της προς ην η μεταβίβαση και της αρχικής επιχειρήσεως, το χρονικό σημείο κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση (μετά την έναρξη της έρευνας, την κίνηση της διαδικασίας ή την έκδοση της τελικής αποφάσεως) ή, ακόμα, η οικονομική λογική της πράξεως. Εν πάση περιπτώσει, τα κριτήρια του προσδιορισμού του πραγματικού αποδέκτη μιας ενισχύσεως έχουν αντικειμενικό χαρακτήρα.

Ο σκοπός της υποχρεώσεως της ανακτήσεως μιας ενισχύσεως συνίσταται στην αποκατάσταση του ανταγωνισμού στον οικείο οικονομικό τομέα, και όχι στο να επιτρέψει στη δημόσια αρχή να εισπράξει τις απαιτήσεις της. Υπ’ αυτήν την έννοια, η οικονομική λογική μιας πράξεως μεταβιβάσεως στοιχείων του ενεργητικού πρέπει να εξετάζεται από την οπτική γωνία της αποκαταστάσεως του ανταγωνισμού στον συγκεκριμένο τομέα.

(βλ. σκέψεις 104-106, 135, 146, 148)

3.      Στην απόφαση με την οποία διαπιστώνεται το ασυμβίβαστο μιας ενισχύσεως με την κοινή αγορά και διατάσσεται η ανάκτησή της, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να διευκρινίζει σε ποιο βαθμό κάθε αποδέκτρια επιχείρηση επωφελήθηκε του ποσού της επίμαχης ενισχύσεως. Στο εμπλεκόμενο κράτος μέλος εναπόκειται να καθορίσει το ποσό που πρέπει να επιστρέψει καθεμία από τις επιχειρήσεις αυτές κατά την ανάκτηση της ενισχύσεως. Αρκεί η απόφαση της Επιτροπής να περιλαμβάνει στοιχεία που να επιτρέπουν στον αποδέκτη της να προσδιορίσει ο ίδιος, χωρίς υπερβολικές δυσχέρειες, το ποσό αυτό. Σε περίπτωση απρόβλεπτων δυσκολιών, το κράτος αυτό μπορεί να θέσει τα προβλήματά του στην κρίση της Επιτροπής, οπότε αυτή και το συγκεκριμένο κράτος οφείλουν, βάσει του καθήκοντος ειλικρινούς συνεργασίας που καθιερώνεται, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 10 ΕΚ, να συνεργασθούν καλοπίστως για να υπερπηδήσουν τις δυσχέρειες τηρουμένων πλήρως των διατάξεων της Συνθήκης, ιδίως δε εκείνων που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις.

(βλ. σκέψεις 126, 315-318)

4.      Από πλευράς των διατάξεων του άρθρου 87 ΕΚ, η Επιτροπή υποχρεούται πάντοτε να εξετάζει όλα τα κρίσιμα στοιχεία της επίμαχης πράξεως και το πλαίσιό της, ιδίως κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή. Η Επιτροπή οφείλει να εξακριβώνει, βάσει του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων, κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

Η Επιτροπή έχει μεν δικαίωμα να λάβει υπόψη το πλαίσιο των επίμαχων μέτρων, π.χ. το ότι οι ενισχύσεις αυτές χορηγήθηκαν στο πλαίσιο αναδιαρθρώσεως ή ιδιωτικοποιήσεως, δεν παύει, ωστόσο, να είναι υποχρεωμένη να εξετάσει αν, βάσει του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, τα επίμαχα μέτρα αντιστοιχούσαν σε εμπορικές συναλλαγές συνήθεις σε μια οικονομία της αγοράς.

Ακόμα και όταν ένα μέτρο αποτελεί συνέχεια μέτρων της ιδίας φύσεως τα οποία χαρακτηρίστηκαν ως κρατικές ενισχύσεις, η περίσταση αυτή δεν αποκλείει a priori το ενδεχόμενο να πληροί το εν λόγω μέτρο το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς. Εν πάση περιπτώσει, στον δικαστή της Ένωσης εναπόκειται να εξακριβώσει αν, βάσει των κρίσιμων στοιχείων, το μέτρο αυτό μπορεί ευλόγως να διαχωριστεί από τα προγενέστερα μέτρα ενισχύσεων και να θεωρηθεί, από πλευράς εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, ως αυτοτελές μέτρο.

(βλ. σκέψεις 172-177)

5.      Από το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ προκύπτει ότι η έννοια της ενισχύσεως είναι έννοια αντικειμενική και εξαρτάται μόνον από το ζήτημα αν ένα κρατικό μέτρο απονέμει ή όχι πλεονέκτημα σε μία επιχείρηση ή σε ορισμένες επιχειρήσεις. Ειδικότερα, για να καθοριστεί αν ένα μέτρο μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση, πρέπει να λαμβάνονται κυρίως υπόψη τα αποτελέσματα που έχει το μέτρο αυτό στις ωφελούμενες επιχειρήσεις, και όχι η κατάσταση των δημοσίων ή ιδιωτικών οργανισμών που χορήγησαν την ενίσχυση.

(βλ. σκέψεις 211-212)

6.      Προς τον σκοπό της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, πρέπει να εκτιμάται αν τα επίμαχα μέτρα παρέχουν στη δικαιούχο επιχείρηση οικονομικό όφελος το οποίο η επιχείρηση αυτή δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Ο εύλογος χαρακτήρας της συγκεκριμένης ενέργειας των δημοσίων αρχών ή της δημόσιας επιχειρήσεως που χορήγησαν την ενίσχυση δεν αρκεί για να καταστήσει τη συμπεριφορά αυτή σύμφωνη με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή.

Όσον αφορά ενίσχυση χορηγηθείσα υπό μορφή μισθωμάτων, για την υπομίσθωση αεροσκαφών, χαμηλότερων από τα μισθώματα που καταβάλλονται δυνάμει των κύριων συμβάσεων, προς τον σκοπό της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, είναι αναγκαία η σύγκριση των επίμαχων μισθωμάτων με εκείνα που ισχύουν στην αγορά. Η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει, σύμφωνα με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, κατά πόσον τα μισθώματα ήταν πράγματι χαμηλότερα από εκείνα που η υπομισθώτρια επιχείρηση θα είχε καταβάλει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς.

(βλ. σκέψεις 213-214)

7.      Στην Επιτροπή εναπόκειται να αποδείξει τη χορήγηση νέων ενισχύσεων. Πράγματι, από τις διατάξεις του άρθρου 88, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ προκύπτει ότι, ελλείψει τέτοιας αποδείξεως, τα νέα μέτρα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

Ωστόσο, η εφαρμογή αυτού του κανόνα περί του βάρους της αποδείξεως εξαρτάται από την τήρηση, εκ μέρους της Επιτροπής και του ενδιαφερομένου κράτους μέλους, των αντιστοίχων διαδικαστικών υποχρεώσεών τους, στο πλαίσιο της εκ μέρους του οργάνου αυτού ασκήσεως της εξουσίας που διαθέτει προκειμένου να υποχρεώσει το κράτος μέλος να του παράσχει όλα απαιτούμενα πληροφοριακά στοιχεία.

Αντιθέτως, το βάρος αποδείξεως του συμβατού χαρακτήρα μιας ενισχύσεως με την κοινή αγορά, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, φέρει, καταρχήν, το οικείο κράτος μέλος, το οποίο οφείλει να αποδείξει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις μιας τέτοιας παρεκκλίσεως.

(βλ. σκέψεις 224-225, 329)

8.      Η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει απόφαση βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, σε περίπτωση που το κράτος μέλος, κατά παράβαση του απορρέοντος από το άρθρο 10 ΕΚ καθήκοντος συνεργασίας που υπέχει έναντι του οργάνου αυτού, δεν της παρέχει τα πληροφοριακά στοιχεία που του ζήτησε είτε προκειμένου να εξετάσει τον χαρακτηρισμό και το συμβατό με την κοινή αγορά μιας νέας ή μιας τροποποιημένης ενισχύσεως, είτε προκειμένου να ελέγξει τη σύννομη εφαρμογή προηγουμένως εγκριθείσας ενισχύσεως. Πάντως, πριν λάβει μια τέτοια απόφαση, η Επιτροπή οφείλει να ζητήσει από το κράτος μέλος να της παράσχει, εντός της προθεσμίας που του τάσσει, όλα τα απαραίτητα προς άσκηση του ελέγχου της έγγραφα και πληροφοριακά στοιχεία. Μόνον αν το κράτος μέλος παραλείψει, παρά τη διαταγή της Επιτροπής, να της παράσχει τα στοιχεία που του ζητήθηκαν, μπορεί η Επιτροπή να τερματίσει τη διαδικασία και να εκδώσει απόφαση βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της. Οι διαδικαστικές αυτές υποχρεώσεις επιβάλλονται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και στην Επιτροπή προκειμένου να μπορεί η Επιτροπή να ασκεί τον έλεγχό της βάσει αρκούντως σαφών και ακριβών πληροφοριακών στοιχείων, διασφαλιζομένου συγχρόνως του δικαιώματος ακροάσεως του ενδιαφερομένου κράτους μέλους. Πράγματι, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία κινούμενη εναντίον ενός προσώπου και ικανή να καταλήξει σε βλαπτική γι’ αυτό πράξη συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης και πρέπει να διασφαλίζεται ακόμη και εν απουσία ειδικής κανονιστικής ρυθμίσεως.

Δεν μπορεί να προσαφθεί στο κράτος μέλος ότι δεν παρέσχε επαρκείς πληροφορίες στην Επιτροπή όταν η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως δεν περιέχει προκαταρκτική αξιολόγηση των επίμαχων μέτρων, προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον ενείχαν στοιχείο ενισχύσεως, και εφόσον, κατά τη διοικητική διαδικασία, δεν υπήρξε, αφενός, καμία ρητή αμφισβήτηση των εν λόγω μέτρων και, αφετέρου, η παραμικρή αίτηση παροχής πληροφοριών σχετικά με το κατά πόσον τα μέτρα αυτά ήταν σύμφωνα με τις συνθήκες που ίσχυαν στην αγορά.

Στην περίπτωση αυτή, εναπόκειται στην Επιτροπή, σύμφωνα με την υποχρέωση επιμελούς και αμερόληπτης εξετάσεως προς το συμφέρον της ορθής εφαρμογής των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων, να συνεχίσει και να εμβαθύνει την έρευνά της, προκειμένου να εξακριβώσει κατά πόσον τα επίμαχα μέτρα ήταν σύμφωνα με το κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία. Προς τούτο, οφείλει είτε να απευθύνει στο κράτος μέλος διαταγή παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών, προσδιορίζοντας τη φύση των ζητουμένων πληροφοριών, είτε να μεριμνήσει για τη διενέργεια συμπληρωματικής πραγματογνωμοσύνης.

(βλ. σκέψεις 226, 229, 240, 246, 248-249)

9.      Προς δικαιολόγηση του χαρακτηρισμού ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, η Επιτροπή υποχρεούται, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, να αποδείξει την ύπαρξη απειλής στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν το εν λόγω μέτρο ενισχύει την θέση της δικαιούχου επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν ανταγωνίστριες επιχειρήσεις σε έναν τομέα που έχει αποτελέσει αντικείμενο ελευθερώσεως σε κοινοτικό επίπεδο.

(βλ. σκέψη 312)

10.    Η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων, ακόμα και υπό τη μορφή εγγυήσεων, δεν μπορεί να θεμελιώσει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τρίτων στη νομιμότητα αυτών των εγγυήσεων, αν αυτές χορηγήθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ. Πράγματι, εναπόκειται στους τρίτους ενδιαφερομένους να επιδείξουν την απαραίτητη σύνεση και επιμέλεια και να βεβαιωθούν ότι οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων τηρήθηκαν.

(βλ. σκέψη 354)

11.    Απόφαση διαπιστώνουσα το ασυμβίβαστο ενισχύσεως με την κοινή αγορά, η οποία δεν περιέχει λεπτομερή κατάσταση των επίμαχων μέτρων ενισχύσεων, επιτρέπει ωστόσο, την ποσοτικοποίηση των επίμαχων ενισχύσεων, βάσει των αρκούντως επακριβών ενδείξεων που περιέχονται στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως, από τις οποίες δεν μπορεί να αποχωριστεί το διατακτικό, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανεπαρκώς αιτιολογημένη σχετικώς. Πράγματι, στις αρχές του κράτους μέλους εναπόκειται να προβούν, στο πλαίσιο ειλικρινούς συνεργασίας με την Επιτροπή, στην ποσοτικοποίηση κατά την εκτέλεση της αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται το ασυμβίβαστο της ενισχύσεως με την κοινή αγορά.

(βλ. σκέψη 388)

12.    Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαδικασίας που κινείται κατά προσώπου και δύναται να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής γι’ αυτό πράξεως, συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης που πρέπει να διασφαλίζεται, έστω και ελλείψει ειδικής ρυθμίσεως. Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή δεν μπορεί, προκειμένου να προβεί στην εκτίμηση μέτρου υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρο 87 ΕΚ, να στηριχθεί σε στοιχεία που συνέλεξε από τρίτους, παρά μόνον εφόσον παράσχει στο οικείο κράτος τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επί των στοιχείων αυτών.

Δεν είναι, αυτή καθαυτήν, ικανή να θίξει τα δικαιώματα άμυνας του κράτους μέλους αυτού η παράλειψη κοινοποιήσεως στο εν λόγω κράτος μέλος μιας εκθέσεως η οποία στηρίζεται αποκλειστικά σε στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τις αποδέκτριες των κρατικών ενισχύσεων επιχειρήσεις στο πλαίσιο επιτόπιας έρευνας των εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής και τα οποία δεν περιλαμβάνουν κανένα πραγματικό στοιχείο που να αγνοούν οι ωφελούμενες από τα επίμαχα μέτρα επιχειρήσεις, οι οποίες ανήκουν εξ ολοκλήρου στο κράτος μέλος.

(βλ. σκέψεις 399-401)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 13ης Σεπτεμβρίου 2010 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Αεροπορικός τομέας – Ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση και την ιδιωτικοποίηση του ελληνικού εθνικού αερομεταφορέα – Απόφαση κηρύσσουσα τις ενισχύσεις ασύμβατες με την κοινή αγορά και διατάσσουσα την ανάκτησή τους – Οικονομική συνέχεια μεταξύ δύο εταιριών – Προσδιορισμός του ουσιαστικού δικαιούχου ενισχύσεως προς τον σκοπό της ανακτήσεώς της – Κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία – Συμβατότητα της ενισχύσεως με την κοινή αγορά –Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑415/05, T-416/05 και T-423/05,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την A. Σαμώνη-Ράντου και τον Π. Μυλωνόπουλο,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T-415/05,

Ολυμπιακές Αερογραμμές ΑΕ, με έδρα την Καλλιθέα (Ελλάδα) εκπροσωπούμενη από τον Β. Χριστιανό, δικηγόρο,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T-416/05,

Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες ΑΕ, με έδρα την Αθήνα, εκπροσωπούμενη από τους Π. Ανέστη και Σ. Μαυρογένη, δικηγόρους, την S. Jordan και τον T. Soames, solicitors, και τον D. Geradin, δικηγόρο,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T-423/05,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τους Δ. Τριανταφύλλου και T. Scharf,

καθής,

υποστηριζομένης από την

Αεροπορία Αιγαίου Αεροπορική ΑΕ, με έδρα την Αθήνα, εκπροσωπουμένης από τον Ν. Κεραμίδα και, στην υπόθεση Τ-416/05, επίσης από τους Ν. Κορογιαννάκη, Ι. Δρυλλεράκη και Ε. Δρυλλεράκη, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα στις υποθέσεις T-416/05 και T-423/05,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως C(2005)2706 τελικό της Επιτροπής, της 14ης Σεπτεμβρίου 2005, περί κρατικών ενισχύσεων προς την Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες ΑΕ [C 11/2004 (ex NN 4/2003) – Ολυμπιακή Αεροπορία – Αναδιάρθρωση και ιδιωτικοποίηση],

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, A. W. H. Meij (εισηγητή) και L. Truchot, δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Ιουνίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 14 Σεπτεμβρίου 2005, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2005)2706 τελικό, σχετικά με κρατικές ενισχύσεις προς την Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες ΑΕ [C 11/2004 (ex NN 4/2003) – Ολυμπιακή Αεροπορία – Αναδιάρθρωση και ιδιωτικοποίηση»] (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

2        Προς διευκόλυνση της ιδιωτικοποιήσεως της αεροπορικής εταιρίας Ολυμπιακή Αεροπορία ΑΕ (Olympic Airways), ανήκουσας πλήρως στο Δημόσιο και έχουσας, από τον Δεκέμβριο του 2003, την επωνυμία Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες (Olympic Airways Services) (στο εξής: ΟΑ), το άρθρο 27 του ελληνικού νόμου 3185/2003, της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, περί τροποποιήσεως του νόμου 2668/1998, εναρμονίσεως με την οδηγία 2002/39/ΕΚ, επιλύσεως ζητημάτων σχετικών με τα ελληνικά ταχυδρομεία και άλλων ζητημάτων (ΦΕΚ A΄ 229/26.9.2003, στο εξής: νόμος 3185/2003), που επιγράφεται «Μετασχηματισμός Ομίλου Ολυμπιακής Αεροπορίας», προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι «Οι εταιρείες του Ομίλου Ολυμπιακής Αεροπορίας [θα μετασχηματιστούν] με απόσχιση των κλάδων ή τμημάτων ή λειτουργιών του πτητικού έργου με συγχώνευση ή απορρόφησή τους από υφιστάμενη εταιρεία του Ομίλου».

3        Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27 του νόμου 3185/2003, οι πτητικές δραστηριότητες της ΟΑ και της θυγατρικής της, Ολυμπιακής Αεροπλοΐας ΑΕ (Olympic Aviation), αποσχίστηκαν και ενσωματώθηκαν σε άλλη θυγατρική της ΟΑ, τις Μακεδονικές Αερογραμμές ΑΕ (Macedonian Airways), η οποία ονομάστηκε Ολυμπιακές Αερογραμμές ΑΕ (Olympic Airlines, στο εξής: NOA). Όπως προκύπτει από τη δικογραφία και επιβεβαιώθηκε από τους διαδίκους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η νέα αεροπορική εταιρία ΝΟΑ συστάθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2003 και άρχισε να λειτουργεί στις 12 Δεκεμβρίου 2003. Την ημερομηνία αυτή, η εταιρία OA έπαυσε κάθε πτητική δραστηριότητα και διατήρησε τις δραστηριότητες επίγειας εξυπηρετήσεως, συντηρήσεως και εκπαιδεύσεως. Το σύνολο του κεφαλαίου της νέας αεροπορικής εταιρίας ΝΟΑ μεταβιβάσθηκε άμεσα στην Ελληνική Δημοκρατία.

4        Η οικονομική κατάσταση της ΟΑ και οι δημόσιες οικονομικές ενισχύσεις που παρασχέθηκαν στην εταιρία αυτή και στη νέα αεροπορική εταιρία ΝΟΑ αποτέλεσαν το αντικείμενο πολλών αποφάσεων της Επιτροπής.

 Απόφαση 2003/372/ΕΚ

5        Στις 11 Δεκεμβρίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2003/372/ΕΚ για ενίσχυση που χορήγησε η Ελλάδα στην OA (ΕΕ 2003, L 132, σ. 1, στο εξής: απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002), με την οποία κήρυξε ασύμβατες με την κοινή αγορά τις ενισχύσεις αναδιαρθρώσεως προς την OA που είχαν εγκριθεί το 1994, το 1998 και το 2000, καθώς και παράνομες νέες ενισχύσεις. Όσον αφορά τις ενισχύσεις αναδιαρθρώσεως, η απόφαση αυτή στηρίχθηκε, ιδίως, στη διαπίστωση ότι δεν είχαν επιτευχθεί οι περισσότεροι στόχοι του σχεδίου αναδιαρθρώσεως της OA του 1998, που αφορούσαν την αποκατάσταση της μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της εταιρίας αυτής, και δεν είχαν τηρηθεί πλήρως οι όροι που συνόδευαν τις αποφάσεις εγκρίσεως. Δυνάμει του άρθρου 3 της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2002, η Ελληνική Δημοκρατία κλήθηκε να ανακτήσει μέρος των καταβληθεισών ενισχύσεων αναδιαρθρώσεως, δηλαδή ποσό 41 εκατομμυρίων ευρώ, καθώς και τις νέες παράνομες ενισχύσεις, οι οποίες κρίθηκαν ασύμβατες με την κοινή αγορά.

6        Το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄, της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2002 όριζε ότι ήταν ασύμβατη με την κοινή αγορά η ενίσχυση αναδιαρθρώσεως που η Ελληνική Δημοκρατία χορήγησε στην OA υπό μορφή νέων εγγυήσεων δανείων ύψους 378 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (USD), σχετικά με δάνεια για την αγορά νέων αεροσκαφών και για τις επενδύσεις που ήταν αναγκαίες για τη μετεγκατάστασή της στο νέο αεροδρόμιο των Σπάτων (Ελλάδα).

7        Με απόφαση της 12ης Μαΐου 2005, C-415/03, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Συλλογή 2005, σ. I-3875, στο εξής: απόφαση της 12ης Μαΐου 2005), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας εντός της ταχθείσας προθεσμίας όλα τα αναγκαία μέτρα για την επιστροφή, σύμφωνα με το άρθρο 3 της αποφάσεως αυτής, των ενισχύσεων που κρίθηκαν ασύμβατες με την κοινή αγορά, με εξαίρεση τις σχετικές με τις εισφορές προς τον εθνικό οργανισμό κοινωνικών ασφαλίσεων (ΙΚΑ), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπείχε από την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002.

8        Στην απόφαση αυτή (σκέψεις 32 έως 34), το Δικαστήριο έλαβε, μεταξύ άλλων, υπόψη το γεγονός ότι, από τα πληροφοριακά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή και τα οποία δεν αντέκρουσαν οι ελληνικές αρχές, προέκυπτε ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε μεταβιβάσει τα πλέον αποδοτικά στοιχεία του ενεργητικού της OA, ελεύθερα χρεών, στη NOA, η οποία ανήκε επίσης στο εν λόγω κράτος μέλος και έχαιρε ειδικής προστασίας έναντι των πιστωτών, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του κοινού δικαίου και των υποχρεώσεων του εμπορικού δικαίου. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η νομική αυτή κατασκευή καθιστούσε αδύνατη, δυνάμει του εθνικού δικαίου, την ανάκτηση των χορηγηθεισών ενισχύσεων και εμπόδιζε την ουσιαστική εκτέλεση της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2002 καθώς και την ανάκτηση των ενισχύσεων.

9        Κατόπιν της προσφυγής ακυρώσεως που είχε ασκήσει η OA κατά της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2002, το Πρωτοδικείο, με απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T-68/03, Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II‑2911), ακύρωσε εν μέρει την απόφαση αυτή, καθόσον αφορούσε την ανοχή ως προς τη διαιώνιση της μη καταβολής, αφενός, των οφειλομένων από την ΟΑ στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών (ΔΑΑ) αερολιμενικών τελών και, αφετέρου, του οφειλομένου από την ΟΑ φόρου προστιθεμένης αξίας επί των καυσίμων και των ανταλλακτικών. Το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή ως προς τις λοιπές νέες παράνομες ενισχύσεις, καθώς και τις ενισχύσεις αναδιαρθρώσεως.

10      Εκτιμώντας ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν έλαβε τα μέτρα που συνεπαγόταν η εκτέλεση της αποφάσεως της 12ης Μαΐου 2005, η Επιτροπή άσκησε προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 228 ΕΚ. Με απόφαση της 7ης Ιουλίου 2009, C-369/07, Επιτροπή κατά Ελλάδας (η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 68, 72, 109, 143 και 145), το Δικαστήριο δέχθηκε, καταρχήν, ότι πράξη συμψηφισμού, εφόσον προβλέπεται από την εθνική έννομη τάξη ως τρόπος αποσβέσεως ενοχής, μπορεί να συνιστά κατάλληλο μέσο διά του οποίου δύναται να ανακτηθεί μια κρατική ενίσχυση. Εξάλλου, το Δικαστήριο έκρινε ότι, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των περί κρατικών ενισχύσεων κοινοτικών κανόνων, επιβαλλόταν η διαπίστωση, για τις ανάγκες της υπό κρίση διαδικασίας λόγω παραβάσεως, ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε αποδείξει την ύπαρξη απαιτητής αξιώσεως της ΟΑ, ύψους 601 289 003 ευρώ, απορρέουσας από τη διαιτητική απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2006, δυνάμει της οποίας η Ελληνική Δημοκρατία είχε υποχρεωθεί να καταβάλει στην ΟΑ ορισμένες αποζημιώσεις. Καίτοι παρατήρησε ότι το ποσό αυτό σαφώς υπερέβαινε το σύνολο των ποσών των ενισχύσεων που έπρεπε να ανακτηθούν σε εκτέλεση της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2002, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο, όσον αφορά ένα μέρος των παρανόμων νέων ενισχύσεων τις οποίες αφορούσε η απόφαση αυτή, ότι οι ενισχύσεις αυτές είχαν επιστραφεί. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο, επέβαλε συναφώς τη σωρευτική καταβολή χρηματικής ποινής και κατ’ αποκοπήν ποσού.

 Προσβαλλόμενη απόφαση

11      Με έγγραφο της 3ης Μαρτίου 2003, οι ελληνικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή για την εξέλιξη της διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεως της OA. Κατά τη διάρκεια του 2003 έγινε ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ των αρχών αυτών και της Επιτροπής όσον αφορά την αναδιάρθρωση της αεροπορικής εταιρίας ΟΑ ενόψει της ιδιωτικοποιήσεώς της.

12      Ελλείψει επίσημης κοινοποιήσεως τυχόν κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 8 Σεπτεμβρίου 2003, απόφαση καλώντας την Ελληνική Δημοκρατία να της παράσχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες προκειμένου να εξετάσει, από απόψεως των διατάξεων του άρθρου 87 ΕΚ, τα μέτρα σχετικά με την αναδιάρθρωση και την ιδιωτικοποίηση της αεροπορικής εταιρίας OA, τα οποία ενείχαν ενδεχομένως στοιχεία κρατικής ενισχύσεως.

13      Στις 25 Σεπτεμβρίου 2003, ανταγωνιστική αεροπορική εταιρία, η Αεροπορία Αιγαίου Αεροπορική ΑΕ (Aegean Airlines, στο εξής: «Αεροπορία Αιγαίου» ή «παρεμβαίνουσα»), υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή σχετικά με τη διαδικασία ιδιωτικοποιήσεως της OA.

14      Με έγγραφο της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, οι ελληνικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή τον νόμο 3185/2003, καθώς και την απάντηση στην αίτηση παροχής πληροφοριών. Με επιστολή της 31ης Οκτωβρίου 2003, η Επιτροπή ενημέρωσε τις ελληνικές αρχές ότι εξακολουθούσαν να λείπουν ορισμένα στοιχεία.

15      Με επιστολή της 15ης Δεκεμβρίου 2003, η Επιτροπή επανέλαβε το αίτημά της περί παροχής πληροφοριών. Η Ελληνική Δημοκρατία παρέσχε τις πληροφορίες αυτές με επιστολές της 18ης και της 19ης Δεκεμβρίου 2003. Με επιστολή της 15ης Ιανουαρίου 2004, η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες από τις ελληνικές αρχές, οι οποίες απάντησαν με δύο επιστολές της 15ης και της 16ης Ιανουαρίου 2004.

16      Με απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004, η Επιτροπή κίνησε την κατά το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ επίσημη διαδικασία εξετάσεως όσον αφορά τα μέτρα τα σχετικά με την αναδιάρθρωση και την ιδιωτικοποίηση του Ομίλου Ολυμπιακής Αεροπορίας, τα οποία έλαβε η Ελληνική Δημοκρατία έναντι της ΟΑ και της ΝΟΑ, μετά την έκδοση της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2002 (ΕΕ C 192, σ. 2).

17      Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι η ΟΑ, με την απόσχιση των πτητικών δραστηριοτήτων του Ομίλου Ολυμπιακής Αεροπορίας και την ένταξή τους στη νέα εταιρία ΝΟΑ, έπαυσε να ασκεί εναέριες δραστηριότητες και εξακολουθούσε να παρέχει υπηρεσίες επίγειας εξυπηρετήσεως, συντηρήσεως και εκπαιδεύσεως. Η Επιτροπή επισήμανε ότι, στο στάδιο αυτό, οι ελληνικές αρχές δεν αντιμετώπιζαν το ενδεχόμενο να θέσουν την ΟΑ υπό εκκαθάριση, παρά το αρνητικό επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων για δεύτερο συνεχόμενο έτος. Συγκεκριμένα, κατά τις ελληνικές αρχές, η διαδικασία αναδιαρθρώσεως που είχε κινηθεί τον Δεκέμβριο του 2003 επρόκειτο να διαρκέσει τέσσερα έως πέντε έτη, θα καθιστούσε δε δυνατή την απορρόφηση σημαντικού μέρους των χρεών της ΟΑ, η οποία επρόκειτο να τεθεί υπό εκκαθάριση όταν θα είχαν πωληθεί όλοι οι κλάδοι της, καθώς και τα λοιπά στοιχεία του ενεργητικού όπως τα κτίρια, οι κινητήρες, τα αεροσκάφη που είχαν παύσει να χρησιμοποιούνται και κάθε άλλος εξοπλισμός.

18      Η Επιτροπή έκρινε, με την απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004, ότι ορισμένα ευεργετήματα υπέρ της ΟΑ συνιστούν μάλλον κρατικές ενισχύσεις ασύμβατες με την κοινή αγορά. Υπογράμμισε επίσης ότι στη νέα αεροπορική εταιρία ΝΟΑ περιήλθαν τα στοιχεία του ενεργητικού του πτητικού κλάδου του Ομίλου Ολυμπιακής Αεροπορίας, ενώ το σημαντικό παθητικό παρέμεινε στην ΟΑ, καθώς και ότι κανένας πιστωτής της ΟΑ δεν μπορούσε να στραφεί κατά της NOA. Τέλος, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι, στο πλαίσιο της κινηθείσας διαδικασίας εξετάσεως, στηριζόταν στην «αρχή ότι όλες οι εταιρείες που ανήκαν στον όμιλο, συμπεριλαμβανομένης της [ΝΟΑ], [ήταν] μια και η αυτή επιχείρηση».

19      Η Ελληνική Δημοκρατία διαβίβασε τις παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως της 16ης Μαρτίου 2004 με έγγραφο της 11ης Ιουνίου 2004.

20      Η Αεροπορία Αιγαίου υπέβαλε τις παρατηρήσεις εντός της προθεσμίας που τάχθηκε συναφώς προς τους τρίτους ενδιαφερομένους, κατόπιν της δημοσιεύσεως της προμνησθείσας αποφάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

21      Με έγγραφο της 11ης Οκτωβρίου 2004, η Επιτροπή ανακοίνωσε στην Ελληνική Δημοκρατία, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), την πρόθεσή της να εκδώσει απόφαση που θα την καλούσε να αναστείλει κάθε μέτρο ενισχύσεως μέχρις ότου ληφθεί απόφαση σχετικά με το συμβατό του με τη Συνθήκη. Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε με έγγραφο της 26ης Οκτωβρίου 2004.

22      Κατόπιν της απαντήσεως αυτής, οι ελληνικές αρχές ενημέρωναν τακτικά την Επιτροπή, με έγγραφα ή κατά τη διάρκεια συσκέψεων, για την εξέλιξη της διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεως της NOA και της ΟΑ.

23      Από τις 9 έως τις 26 Μαΐου 2005, το γραφείο παροχής συμβουλών Moore Stephens πραγματοποίησε, κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, έρευνα στις εγκαταστάσεις της ΟΑ και της ΝΟΑ. Η έκθεσή του, με ημερομηνία 19 Ιουλίου 2005, έφερε τον τίτλο «Investigation into the Restructuration and Privatisation of Olympic Airways Group/Olympic Airlines» (Έρευνα όσον αφορά την αναδιάρθρωση και την ιδιωτικοποίηση του Ομίλου Ολυμπιακής Αεροπορίας/Ολυμπιακών Αερογραμμών). Από την έκθεση αυτή προκύπτει ότι η έρευνα αυτή είχε ως αντικείμενο την εξέταση, μεταξύ άλλων, των ζητημάτων αν η αναδιάρθρωση του Ομίλου Ολυμπιακής Αεροπορίας και η ίδρυση της ΝΟΑ συνιστούσαν απλώς νομική διευθέτηση με σκοπό τη μεταβίβαση των στοιχείων του ενεργητικού και των δραστηριοτήτων σε μια νέα νομική οντότητα και τη διατήρηση των χρεών στην παλαιά νομική οντότητα, και αν η ΟΑ και η ΝΟΑ είχαν λάβει άμεσες ή έμμεσες κρατικές ενισχύσεις μετά την αναδιάρθρωση αυτή.

24      Στις 14 Σεπτεμβρίου 2005, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, διαπιστώνοντας τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως στη ΝΟΑ, με τη μορφή καταβολής, για την υπομίσθωση αεροσκαφών, εκ μέρους της εταιρίας αυτής, από την ΟΑ ή την Ελληνική Δημοκρατία, μισθωμάτων χαμηλότερων από εκείνα που καταβάλλουν οι δεύτεροι στο πλαίσιο των κύριων συμβάσεων μισθώσεως (άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή διαπίστωσε τη χορήγηση τριών κατηγοριών κρατικών ενισχύσεων στην ΟΑ. Η πρώτη αφορούσε την προκαταβολή προς την ΟΑ ενός ποσού αντιστοιχούντος στην υπερεκτιμημένη αξία των στοιχείων του ενεργητικού της, που αφορούσαν τον τομέα του πτητικού έργου και τα οποία μεταβιβάστηκαν στη ΝΟΑ κατά την απόσχιση (άρθρο 1, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η δεύτερη κατηγορία ενισχύσεων συνίστατο στην καταβολή προς την ΟΑ ποσού 8,2 εκατομμυρίων ευρώ καθώς και στην εκπλήρωση υποχρεώσεων δυνάμει ορισμένων κρατικών εγγυήσεων που αναφέρονταν στην απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002 και είχε τροποποιηθεί (άρθρο 1, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τέλος, η τρίτη κατηγορία αφορούσε την ανοχή των ελληνικών αρχών όσον αφορά τη μη πληρωμή, εκ μέρους της ΟΑ, φορολογικών οφειλών και εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως (άρθρο 1, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

25      Οι ουσιαστικές διατάξεις της προσβαλλομένης αποφάσεως έχουν ως εξής:

«Άρθρο 1

1.      Η αποδοχή από την [ΟΑ] και από την [Ελληνική Δημοκρατία] της καταβολής εκ μέρους [της ΝΟΑ] μισθωμάτων για την υπεκμίσθωση αεροσκαφών, το ποσό των οποίων είναι κατώτερο των καταβαλλόμενων για κύριες χρηματοδοτικές μισθώσεις με συνέπεια να υποστούν ζημιές η μεν [ΟΑ] της τάξεως των 37 εκατομμυρίων ευρώ το 2004, το δε Ελληνικό Δημόσιο της τάξεως των 2,75 εκατομμυρίων ευρώ μέχρι τον Μάιο 2005, συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση προς [την ΝΟΑ] που δεν συμβιβάζεται με τη Συνθήκη.

2.      Η [Ελληνική Δημοκρατία] χορήγησε παράνομη και ασυμβίβαστη με τη Συνθήκη κρατική ενίσχυση στην [ΟΑ], το ποσό της οποίας ανέρχεται στο ποσό κατά το οποίο υπερεκτιμήθηκε η αξία των στοιχείων ενεργητικού [της ΝΟΑ] κατά το χρόνο συστάσεώς [της], το ύψος του οποίου εκτιμάται προσωρινά από την Επιτροπή σε περίπου 91,5 εκατομμύρια ευρώ.

3.      Η χορήγηση, μεταξύ Μαΐου 2004 και Μαρτίου 2005, από τ[ην Ελληνική Δημοκρατία] στην [ΟΑ] ποσού συνολικού ύψους 8 εκατομμυρίων ευρώ περίπου και η επιπλέον πληρωμή από τ[ην Ελληνική Δημοκρατία] αντί της [ΟΑ] ορισμένων δόσεων τραπεζικού δανείου και μισθωμάτων χρηματοδοτικής μίσθωσης, στον βαθμό που οι πληρωμές αυτές δεν συνιστούν απλή εκπλήρωση υποχρέωσης δυνάμει των εγγυήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1, [πρώτο εδάφιο,] στοιχείο β΄, της απόφασης [της 11ης Δεκεμβρίου 2002], και των συναφών όρων, συνιστούν παράνομη κρατική ενίσχυση προς την [ΟΑ] που δεν συμβιβάζεται με τη Συνθήκη.

4.      Η συνεχής ανοχή που επέδειξε [η Ελληνική Δημοκρατία] προς την [ΟΑ] όσον αφορά τις οφειλές φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, ύψους 354 εκατομμυρίων ευρώ περίπου, μεταξύ Δεκεμβρίου 2002 και Δεκεμβρίου 2004, συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση προς την [ΟΑ] που δεν συμβιβάζεται με τη Συνθήκη.

Άρθρο 2

1.      Η [Ελληνική Δημοκρατία] ανακτά την αναφερόμενη στο άρθρο 1 ενίσχυση από τους αποδέκτες της.

2.      Η ανάκτηση γίνεται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου, υπό τον όρο ότι αυτές επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της απόφασης. Η προς ανάκτηση ενίσχυση συμπεριλαμβάνει τόκους από την ημερομηνία που τέθηκε στη διάθεση του αποδέκτη, μέχρι την ημερομηνία της ανάκτησής της. Οι τόκοι υπολογίζονται με το επιτόκιο αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδύναμου επιδότησης των περιφερειακών ενισχύσεων.

Άρθρο 3

Η [Ελληνική Δημοκρατία] αναστέλλει αμελλητί κάθε περαιτέρω πληρωμή ενισχύσεως στην [ΟΑ] και στ[η ΝΟΑ].

Άρθρο 4

Η [Ελληνική Δημοκρατία] ενημερώνει την Επιτροπή, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, σχετικά με τα μέτρα που έλαβε για να συμμορφωθεί με τα άρθρα 2 και 3.»

26      Η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία στις 15 Σεπτεμβρίου 2005.

27      Με την απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, C-419/06, Επιτροπή κατά Ελλάδας (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή), το Δικαστήριο, κατόπιν προσφυγής της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, διαπίστωσε ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας εμπροθέσμως όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να καταργήσει και να αναζητήσει από τους αποδέκτες τους τις ενισχύσεις που κηρύχθηκαν παράνομες και ασύμβατες με την κοινή αγορά με την προσβαλλόμενη απόφαση, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 έως 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

28      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) στις 25 Νοεμβρίου 2005, οι προσφεύγουσες, Ελληνική Δημοκρατία και οι ΝΟΑ και ΟΑ, άσκησαν τις υπό κρίση προσφυγές.

29      Στην υπόθεση Τ-416/05, με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 4 Φεβρουαρίου 2006, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση αναστολής εκτελέσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τις ενισχύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως αυτής. Με διάταξη της 26ης Ιουνίου 2006, T-416/05 R, Ολυμπιακές Αερογραμμές κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή), ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου απέρριψε την αίτηση αυτή.

30      Στην υπόθεση Τ-423/05, με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 19 Ιουνίου 2006, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση αναστολής εκτελέσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τις ενισχύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφοι 2 έως 4, της αποφάσεως αυτής. Με διάταξη της 29ης Ιανουαρίου 2007, Τ-423/05 R, Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή), ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου απέρριψε την αίτηση αυτή.

31      Κατόπιν μεταβολής στη σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκαν, κατά συνέπεια, οι υπό κρίση υποθέσεις.

32      Στην υπόθεση Τ-416/05, με αίτηση που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 16 Αυγούστου 2006, η προσφεύγουσα, βάσει του άρθρου 48, παράγραφος 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, προέβαλε το απαράδεκτο των νέων ισχυρισμών τους οποίους είχε προβάλει η Επιτροπή με το υπόμνημα ανταπαντήσεως. Ζήτησε από το Πρωτοδικείο να κρίνει τους ισχυρισμούς αυτούς απαράδεκτους και, επικουρικώς, να της τάξει συμπληρωματική προθεσμία προκειμένου να απαντήσει στους ισχυρισμούς αυτούς. Η Επιτροπή υπέβαλε τις γραπτές παρατηρήσεις της επί του εν λόγω αιτήματος.

33      Στην υπόθεση Τ-416/05, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 2 Μαΐου 2006, η Αεροπορία Αιγαίου ζήτησε να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής.

34      Με δικόγραφο της 14ης Ιουλίου 2006, η ΝΟΑ ζήτησε την απόρριψη αυτής της αιτήσεως παρεμβάσεως. Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε αυθημερόν, υπέβαλε αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως έναντι της Αεροπορίας Αιγαίου όσον αφορά το σύνολο της προσβαλλομένης αποφάσεως, ενόσω δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μη εμπιστευτική εκδοχή της αποφάσεως αυτής, καθώς και ορισμένα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής, το υπόμνημα απαντήσεως και τα παραρτήματά τους.

35      Με διάταξη της 6ης Ιουνίου 2008, ο πρόεδρος του έκτου τμήματος επέτρεψε στην Αεροπορία Αιγαίου να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής. Η διάταξη αυτή προέβλεπε την κοινοποίηση στην παρεμβαίνουσα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 116, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, της μη εμπιστευτικής εκδοχής των διαδικαστικών εγγράφων, καθώς και τον καθορισμό προθεσμίας για την υποβολή υπομνήματος παρεμβάσεως, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας να συμπληρωθεί ενδεχομένως μεταγενέστερα, σε συνέχεια αποφάσεως επί του βασίμου της αιτήσεως εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

36      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 25 Ιουνίου 2008, η παρεμβαίνουσα αμφισβήτησε την υποβληθείσα από τη ΝΟΑ αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως. Η παρεμβαίνουσα ζήτησε να της κοινοποιηθεί το πλήρες κείμενο των διαδικαστικών εγγράφων και, παράλληλα, εξέφρασε την πρόθεσή της να υποβάλει υπόμνημα παρεμβάσεως βάσει των μη εμπιστευτικών εκδοχών των εγγράφων που της είχαν κοινοποιηθεί. Το υπόμνημα παρεμβάσεως κατατέθηκε στις 22 Ιουλίου 2008.

37      Στην υπόθεση T-416/05, η προσφεύγουσα, με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Μαρτίου 2010, απαντώντας σε ερωτήσεις του Πρωτοδικείου σχετικά με την αίτησή της περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, παραιτήθηκε από την αίτηση αυτή, κατόπιν της θέσεώς της υπό καθεστώς ειδικής εκκαθαρίσεως και παύσεως κάθε εμπορικής δραστηριότητας, κατά το πέρας της διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεως. Η παρεμβαίνουσα κλήθηκε να υποβάλει τις συμπληρωματικές παρατηρήσεις της.

38      Στην υπόθεση Τ-423/05, η Αεροπορία Αιγαίου, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Μαΐου 2006, ζήτησε να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής. Με δικόγραφο της 28ης Ιουλίου 2006, η προσφεύγουσα ζήτησε την απόρριψη αυτής της αιτήσεως παρεμβάσεως. Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε αυθημερόν, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως έναντι της Αεροπορίας Αιγαίου.

39      Με διάταξη της 6ης Ιουνίου 2008, ο πρόεδρος του έκτου τμήματος επέτρεψε στην Αεροπορία Αιγαίου να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής στην υπόθεση T-423/05. Η διάταξη αυτή προέβλεπε την έγκαιρη κοινοποίηση στην παρεμβαίνουσα, σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, της εκθέσεως ακροατηρίου, ενόψει της υποβολής τυχόν παρατηρήσεών της κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

40      Στην υπόθεση T-423/05, η προσφεύγουσα, με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Μαΐου 2010, απαντώντας σε ερωτήσεις του Πρωτοδικείου σχετικά με την αίτησή της περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, παραιτήθηκε από την αίτηση αυτή, κατόπιν της θέσεώς της υπό καθεστώς ειδικής εκκαθαρίσεως κατά το πέρας της διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεως.

41      Με διάταξη της 18ης Μαΐου 2010, ο πρόεδρος του έκτου τμήματος διέταξε, μετά την ακρόαση όλων των διαδίκων, την ένωση των υποθέσεων Τ-415/05, Τ-416/05 και Τ-423/05 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και έκδοση κοινής αποφάσεως.

42      Λόγω κωλύματος του δικαστή T. Tchipev, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να μετάσχει στην εκδίκαση των υπό κρίση υποθέσεων προς συμπλήρωση του τμήματος.

43      Στην υπόθεση T-415/05, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

44      Στην υπόθεση T-416/05, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 4, και το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που την αφορούν·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

45      Στην υπόθεση T-423/05, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που αφορά τις ενισχύσεις που της χορηγήθηκαν·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

46      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Αεροπορία Αιγαίου στις υποθέσεις Τ-416/05 και Τ-423/05, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

47      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς τη διεξαγωγή αποδείξεων. Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, οι διάδικοι κλήθηκαν να απαντήσουν σε γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου και να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν προς τα αιτήματα αυτά.

48      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Ιουνίου 2010.

49      Στην υπόθεση T-415/05, η Ελληνική Δημοκρατία, που είχε ζητήσει την παραπομπή της υποθέσεως ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως, επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι αποσύρει το αίτημα αυτό.

 Σκεπτικό

 Α – Επί της απώλειας του εννόμου συμφέροντος των προσφευγουσών

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

50      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της απαντώντας σε αίτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή αμφισβήτησε την ύπαρξη ενεστώτος εννόμου συμφέροντος των προσφευγουσών στις υποθέσεις Τ-416/05 και Τ‑423/05, ΝΟΑ και ΟΑ, κατόπιν της θέσεώς τους υπό εκκαθάριση, κατά το πέρας της διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεως.

51      Στην υπόθεση T-415/05, η Επιτροπή υποστήριξε επίσης ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν δικαιολογούσε πλέον έννομο συμφέρον, κατόπιν της επιστροφής των ενισχύσεων που αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση.

52      Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα συμφέροντα της Ελληνικής Δημοκρατίας, που αποτελεί τον μοναδικό και, αν όχι τον μοναδικό, τουλάχιστον τον με απόσταση βασικότερο πιστωτή της ΝΟΑ και της ΟΑ, ικανοποιήθηκαν πλήρως με την ανάκτηση των επιδίκων ενισχύσεων. Η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως ουδέν επιπλέον θα προσέφερε. Ειδικότερα, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι, μετά την πληρωμή, εκ μέρους των εταιριών αυτών, των προνομιακών απαιτήσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας, θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν οι τυχόν απαιτήσεις άλλων πιστωτών.

53      Η Ελληνική Δημοκρατία, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καθώς και οι ΝΟΑ και ΟΑ, τόσο με τις γραπτές απαντήσεις τους σε ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αμφισβήτησαν αυτή την επιχειρηματολογία της Επιτροπής. Υπογράμμισαν, μεταξύ άλλων, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι οφειλές προς το προσωπικό και οι ενυπόθηκες απαιτήσεις προηγούνταν εκείνων του Δημοσίου.

54      Τέλος, στις υποθέσεις T-416/05 και T-423/05, η παρεμβαίνουσα υποστήριξε, με την απάντησή της σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-416/05 και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στις προμνησθείσες δύο υποθέσεις, ότι διατηρούσε συμφέρον να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής, κατόπιν της θέσεως των προσφευγουσών εταιριών υπό εκκαθάριση.

55      Η NOA, με την απάντησή της σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καθώς και η ΟΑ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αμφισβήτησαν ότι η Αεροπορία Αιγαίου είχε έννομο συμφέρον στη διατήρηση της παρεμβάσεώς της.

2.     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

56      Οι όροι του παραδεκτού αποτελούν ζήτημα δημοσίας τάξεως το οποίο ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί οποτεδήποτε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 2005, T‑228/00, T-229/00, T-242/00, T-243/00, T-245/00 έως T-248/00, T‑250/00, T-252/00, T-256/00 έως T-259/00, T-265/00, T-267/00, T‑268/00, T-271/00, T-274/00 έως T-276/00, T-281/00, T-287/00 και T-296/00, Gruppo ormeggiatori del porto di Venezia κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑787, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, λαμβανομένης υπόψη της επιχειρηματολογίας των διαδίκων, πρέπει να εξακριβωθεί αν οι προσφεύγουσες μπορούν να εμμείνουν στις προσφυγές τους, κατόπιν της θέσεως της ΝΟΑ και της ΟΑ υπό εκκαθάριση και της επιστροφής των επίμαχων ενισχύσεων.

57      Πρώτον, όσον αφορά το προβαλλόμενο απαράδεκτο της προσφυγής της Ελληνικής Δημοκρατίας (υπόθεση T-415/05), πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 230 ΕΚ κάνει σαφή διάκριση μεταξύ του δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως, αφενός, των κοινοτικών οργάνων και των κρατών μελών και, αφετέρου, των φυσικών και νομικών προσώπων, το δε δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού παρέχει, μεταξύ άλλων, σε κάθε κράτος μέλος το δικαίωμα να αμφισβητεί, με προσφυγή ακυρώσεως, τη νομιμότητα των αποφάσεων της Επιτροπής, χωρίς η άσκηση του δικαιώματος αυτού να εξαρτάται από τη δικαιολόγηση εννόμου συμφέροντος. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη δεν χρειάζεται να αποδείξουν ότι η πράξη της Επιτροπής την οποία προσβάλλουν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι αυτών για να είναι παραδεκτή η προσφυγή τους. Πάντως, για να είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά πράξεως της Επιτροπής, πρέπει η πράξη αυτή να αποσκοπεί στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων (διάταξη του Δικαστηρίου της 27ης Νοεμβρίου 2001, C‑208/99, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑9183, σκέψεις 22 έως 24· βλ., επίσης, υπό την αυτή έννοια, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Μαΐου 2010, T‑425/04, T‑444/04, T‑450/04 και T‑456/04, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 118 έως 120).

58      Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή χαρακτηρίζει τα επίδικα μέτρα υπέρ της ΝΟΑ και της ΟΑ ως κρατικές ενισχύσεις και τα κηρύσσει ασύμβατα με την κοινή αγορά.

59      Επομένως, η απόφαση αυτή παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και συνιστά, ως εκ τούτου, πράξη δεκτική προσφυγής.

60      Κατά συνέπεια, η Ελληνική Δημοκρατία, η οποία αμφισβητεί ιδίως τον χαρακτηρισμό των επιδίκων μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων, υπό την ιδιότητά της ως κράτος μέλος και μόνον, παραδεκτώς ασκεί προσφυγή ακυρώσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως και, επομένως, δύναται να συνεχίσει την παρούσα προσφυγή.

61      Δεύτερον, όσον αφορά τη φερόμενη έλλειψη εννόμου συμφέροντος της ΝΟΑ (υπόθεση T-416/05) και της OA (υπόθεση T-423/05), πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει να υφίσταται έως την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως. Πράγματι, η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής παρέλκει στην περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων απώλεσε οποιοδήποτε προσωπικό συμφέρον στην ακύρωση της προβαλλομένης πράξεως, λόγω γεγονότος που συνέβη κατά τη διάρκεια της δίκης, το οποίο έχει ως συνέπεια να μην μπορεί πλέον η ακύρωση της πράξεως αυτής, από μόνη της, να παραγάγει έννομα αποτελέσματα προς όφελος του προσφεύγοντος (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2008, T‑301/01, Alitalia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1753, σκέψη 37, και του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2010, T‑42/06, Gollnisch κατά Κοινοβουλίου, η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Συλλογή, σκέψη 61).

62      Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες εταιρίες –οι οποίες διευκρίνισαν, με τις απαντήσεις τους στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, ότι είχαν επιστρέψει στο ακέραιο τις ενισχύσεις, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση– δικαίως υποστηρίζουν ότι διατηρούν προσωπικό και ενεστώς συμφέρον στη συνέχιση της εκδικάσεως της προσφυγής τους, στο μέτρο που, σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία θα υποχρεωθεί να τους αποδώσει τα επιστραφέντα ποσά, τα οποία θα εγγραφούν στο ενεργητικό των αντιστοίχων ισολογισμών εκκαθαρίσεως.

63      Επομένως, οι υπό κρίση προσφυγές είναι παραδεκτές.

64      Εξάλλου, όσον αφορά το ζήτημα αν, στις υποθέσεις T‑416/05 και T‑423/05, η Αεροπορία Αιγαίου διατηρεί ακόμα άμεσο και ενεστώς συμφέρον στην επίλυση των διαφορών, κατά την έννοια του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, αρκεί να υπομνησθεί ότι, με την προμνησθείσα διάταξη Ολυμπιακές Αερογραμμές κατά Επιτροπής (σκέψη 28) και την προμνησθείσα διάταξη Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες (σκέψη 23), με τις οποίες επιτράπηκε η παρέμβαση της Αεροπορίας Αιγαίου υπέρ της Επιτροπής, αναγνωρίστηκε η ύπαρξη άμεσου και ενεστώτος συμφέροντος με το σκεπτικό ότι η παρεμβαίνουσα, αφενός, βρισκόταν σε κατάσταση ανταγωνισμού με την ΟΑ και τη ΝΟΑ, αποδέκτριες των ενισχύσεων στις οποίες αναφέρεται η προσβαλλόμενη απόφαση, και, αφετέρου, είχε μετάσχει ενεργώς στην επίσημη διαδικασία εξετάσεως που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία είναι ευνοϊκή για την ίδια. Επί όσο χρονικό διάστημα αναγνωρίζεται στις ΝΟΑ και ΟΑ ακόμα και μετά την εκκαθάρισή τους, συμφέρον να ζητήσουν την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Αεροπορία Αιγαίου πρέπει να διατηρεί παράλληλο δικαίωμα να παρεμβαίνει υπέρ της Επιτροπής προς υπεράσπιση της νομιμότητας αυτής της αποφάσεως, έστω και προκειμένου να προβάλει αξιώσεις αποζημιώσεως, ακολουθούμενες, ενδεχομένως, από την άσκηση αγωγών, στηριζόμενες στην παράνομη χορήγηση, κατά τη διάρκεια της προμνησθείσας καταστάσεως ανταγωνισμού, ενισχύσεων που της προξένησαν ζημία.

65      Συνεπώς, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η Αεροπορία Αιγαίου, ως παρεμβαίνουσα, διατηρεί συμφέρον για την επίλυση των υπό κρίση διαφορών.

 Επί της ουσίας

66      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, πρώτον, ως προς την ύπαρξη οικονομικής συνέχειας μεταξύ της OA και της NOA όσον αφορά την ανάκτηση των ενισχύσεων (υποθέσεις T‑415/05 και T-416/05), δεύτερον, ως προς τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων στη NOA (υποθέσεις T-415/05 και T-416/05) και, τρίτον, ως προς τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων στην OA (υποθέσεις T‑415/05, Τ-416/05 και T-423/05). Περαιτέρω, επικαλούνται, τέταρτον, προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως του ενδιαφερομένου κράτους μέλους (υποθέσεις T-415/05 και T-423/05), πέμπτον, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας (T-415/05 και T-416/05) και, έκτον, προσβολή της αρχής non bis in idem.(T-415/05 και T-423/05).

67      Πριν εξεταστούν διαδοχικά οι διάφορες αυτές αιτιάσεις, πρέπει, προκαταρκτικώς, να παρατηρηθεί ότι, στην υπόθεση T-416/05, η προσφεύγουσα, ΝΟΑ, προέβαλε το απαράδεκτο των φερομένων νέων ισχυρισμών της Επιτροπής (βλ. ανωτέρω σκέψη 34). Το παραδεκτό αυτών των ισχυρισμών θα εκτιμηθεί αργότερα, εφόσον παραστεί ανάγκη, κατά την εξέταση των λόγων τους οποίους αφορούν οι ισχυρισμοί αυτοί (βλ. κατωτέρω σκέψεις 116, 117, 129 έως 131, 208 και 409).

1.     Επί της λήψεως υπόψη της υπάρξεως οικονομικής συνέχειας μεταξύ της OA και της NOA από πλευράς ανακτήσεως των ενισχύσεων (υποθέσεις Τ-415/05 και Τ-416/05)

 Επιχειρήματα των διαδίκων

68      Όσον αφορά τον προσδιορισμό των αποδεκτών των επίμαχων ενισχύσεων προς τον σκοπό της ανακτήσεώς τους, η Ελληνική Δημοκρατία και η ΝΟΑ αμφισβητούν τη διαπίστωση, εκ μέρους της Επιτροπής, της υπάρξεως οικονομικής συνέχειας μεταξύ της OA και της NOA, στο μέτρο που η διαπίστωση αυτή θα μπορούσε να ερμηνευθεί, σε σχέση με το άρθρο 1, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής, ως επιβάλλουσα την επιστροφή, από τη NOA, ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην ΟΑ μετά την έκδοση της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2002 και πριν από την απόσχιση.

69      Πρώτον, οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι, ελλείψει σαφούς και συγκεκριμένης εντολής ανακτήσεως συναφώς, στις ουσιαστικές διατάξεις της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 88 ΕΚ και το άρθρο 14 του κανονισμού 659/1999, ουδεμία υποχρέωση ανακτήσεως τέτοιων ενισχύσεων προκύπτει από την απόφαση αυτή για τη ΝΟΑ.

70      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η ανακρίβεια της Επιτροπής, τόσο στην προσβαλλομένη απόφαση όσο και στα γραπτά υπομνήματά της, που περιέχουν αντιφάσεις, γεννά ερωτηματικά ως προς τους λόγους και την έννοια του γεγονότος ότι συμπεριέλαβε, στην προσβαλλομένη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 178 έως 183), την προπαρατεθείσα διαπίστωση ότι η ΝΟΑ είναι διάδοχος της ΟΑ όσον αφορά την ανάκτηση των ενισχύσεων, ενώ, στο υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή δέχεται ότι η διαπίστωση αυτή αφορά αποκλειστικώς την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002 και δεν έχει καμία έννομη συνέπεια όσον αφορά την προσβαλλομένη απόφαση, επικαλούμενη έλλειψη εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας ως προς το σημείο αυτό.

71      Επομένως, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί, σύμφωνα με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, αν η προσβαλλομένη απόφαση προβλέπει ότι η NOA μπορεί να υποχρεωθεί να επιστρέψει, μεταξύ άλλων, τις ενισχύσεις στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως, ώστε το ζήτημα κατά πόσον η NOA είναι διάδοχος της OA όσον αφορά την ανάκτηση των ενισχύσεων να εξεταστεί σε εύθετο χρόνο από το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής.

72      Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία και η ΝΟΑ υποστηρίζουν ότι ο ισχυρισμός της Επιτροπής, στην προσβαλλομένη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 183), ότι η NOA πρέπει να θεωρηθεί, τουλάχιστον όσον αφορά την ανάκτηση ενισχύσεων που ήταν προγενέστερες της αποσχίσεως του τομέα των πτητικών δραστηριοτήτων, ως διάδοχος της OA, πάσχει από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και έλλειψη αιτιολογίας.

73      Οι προσφεύγουσες δέχονται ότι, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή ενδέχεται να υποχρεούται να απαιτήσει να μην περιοριστεί η ανάκτηση στον αρχικό αποδέκτη της ενισχύσεως, αλλά να επεκταθεί στην επιχείρηση η οποία εξακολουθεί ενδεχομένως τη δραστηριότητα της αρχικής επιχειρήσεως χάρη στα μέσα παραγωγής που της μεταβιβάστηκαν, εφόσον υφίσταται οικονομική συνέχεια μεταξύ των δύο επιχειρήσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2003, C‑328/99 και C-399/00, Ιταλία και SIM 2 Multimedia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑4035, σκέψη 77). Ωστόσο, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι, πρώτον, η ανάκτηση της ενισχύσεως έναντι τρίτου είναι απλώς μια δυνατότητα και, δεύτερον, πρέπει να υφίσταται το στοιχείο της οικονομικής συνέχειας.

74      Ειδικότερα, η δυνατότητα που έχει μια αντιμετωπίζουσα οικονομικές δυσχέρειες εταιρία να λάβει μέτρα εξυγιάνσεως δεν μπορεί να αποκλειστεί a priori για λόγους αναγόμενους στην ανάκτηση των ασύμβατων με την κοινή αγορά ενισχύσεων (προμνησθείσα απόφαση Ιταλία και SIM 2 Multimedia κατά Επιτροπής, σκέψη 76). Αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, η πρόθεση παρακάμψεως της υποχρεώσεως επιστροφής της ενισχύσεως λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση της οικονομικής λογικής της πράξεως εκχωρήσεως-μετασχηματισμού (προμνησθείσα απόφαση Ιταλία και SIM 2 Multimedia κατά Επιτροπής, σκέψη 17, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Οκτωβρίου 2005, T-324/00, CDA Datenträger Albrechts κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4309, σκέψεις 102 έως 104).

75      Συναφώς, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι η μεταβίβαση, από την εταιρία που είναι αποδέκτης της ενισχύσεως, μέρους των στοιχείων του ενεργητικού της σε τρίτο νομικό πρόσωπο, για να του διασφαλίσει δυνατότητα αναπτύξεως χωρίς τον κίνδυνο της νομικής και οικονομικής αβεβαιότητας που απειλεί την εξακολούθηση της εκμεταλλεύσεως αυτού του τμήματος της δραστηριότητάς του, δεν αποδεικνύει αφεαυτής την ύπαρξη βουλήσεως καταστρατηγήσεως των αποτελεσμάτων της ανακτήσεως (βλ. προμνησθείσα απόφαση CDA Datenträger Albrechts κατά Επιτροπής, σκέψη 98).

76      Εν προκειμένω, σύμφωνα με την προμνησθείσα νομολογία, το αποφασιστικό κριτήριο έγκειται, επομένως, στο γεγονός ότι ο μετασχηματισμός επιβλήθηκε από την οικονομική λογική αποτελεσματικότερης ανακτήσεως και δεν αποσκοπεί στην καταστρατήγηση των αποτελεσμάτων της εντολής ανακτήσεως.

77      Η απόσχιση των πτητικών δραστηριοτήτων, στο πλαίσιο του ευρύτερου προγράμματος αναδιαρθρώσεως και ιδιωτικοποιήσεως του Ομίλου Ολυμπιακής Αεροπορίας, αποσκοπούσε στην πώληση του τομέα αυτού με το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος. Ειδικότερα, η αξία της νέας αεροπορικής εταιρίας, της NOA, υπερβαίνει κατά πολύ το σύνολο των μεταβιβασθέντων στοιχείων του ενεργητικού. Αυξάνεται λόγω της υπάρξεως αξιόπιστου και ευέλικτου στόλου αεροσκαφών, πολύ καλά εκπαιδευμένου προσωπικού, τεχνογνωσίας και εμπειρίας στην εγχώρια αγορά, εμπορικής φήμης και αξιοπιστίας, δικτύου συνεργατών, συμβάσεων συνεργασίας και χρονοθυρίδων σε αεροδρόμια.

78      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν συνεπώς, ότι, σύμφωνα με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, ο μετασχηματισμός που προέβλεψε ο νόμος 3185/2003 επιβλήθηκε από την οικονομική λογική της ιδιωτικοποιήσεως του Ομίλου Ολυμπιακής Αεροπορίας, με σκοπό την αποτελεσματικότερη ανάκτηση των επενδύσεων, και όχι την καταστρατήγηση των αποτελεσμάτων της εντολής ανακτήσεως. Πράγματι, μετά τις άκαρπες προσπάθειες ιδιωτικοποιήσεως της ΟΑ, η Ελληνική Δημοκρατία επέλεξε την απόσχιση των διαφόρων δραστηριοτήτων του ομίλου προκειμένου να τους ιδιωτικοποιήσει χωριστά, με το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος. Συναφώς, η ΝΟΑ αμφισβητεί ειδικότερα τον περιεχόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 178) ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η πρόθεση της Ελληνικής Δημοκρατίας, κατά τον μετασχηματισμό του ομίλου αυτού, ήταν η δυνατότητα συνεχίσεως των πτητικών δραστηριοτήτων.

79      Η Ελληνική Δημοκρατία και η ΝΟΑ υπογραμμίζουν ότι, εν προκειμένω, όπως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προμνησθείσα απόφαση CDA Datenträger Albrechts κατά Επιτροπής, τίποτε δεν αφαιρέθηκε από την περιουσία της εταιρίας που στερήθηκε μέρος των στοιχείων του ενεργητικού της, εν προκειμένω της OA, διότι μεταβιβάστηκε αντίστοιχο μέρος των στοιχείων του παθητικού της. Η Επιτροπή δέχθηκε, εξάλλου, ότι χρέη ύψους 145 εκατομμυρίων ευρώ μεταβιβάστηκαν στη NOA (αιτιολογική σκέψη 117 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

80      Επιπλέον, αντιθέτως προς τους περιλαμβανόμενους στην προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 179) ισχυρισμούς της Επιτροπής, η μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού της OA στη NOA δεν στέρησε την OA από τα έσοδά της. Συγκεκριμένα, η OA θα εξακολουθούσε να ασκεί δραστηριότητες στους τομείς επίγειας εξυπηρετήσεως, συντηρήσεως και επισκευών, εστιάσεως, πληροφορικής και προμήθειας καυσίμων. Η OA θα είχε σημαντικότατα έσοδα από τη NOA, βάσει των εμπορικών όρων της συναλλαγής.

81      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι η ίδρυση της NOA συνιστά τεχνητή αναδιοργάνωση εντός του ιδίου ομίλου είναι εσφαλμένος. Συγκεκριμένα, δυνάμει του νόμου 3185/2003, η Ελληνική Δημοκρατία κατέχει τις μετοχές της NOA μόνο προς τον σκοπό της ιδιωτικοποιήσεώς της. Επιπλέον, εφόσον η NOA δεν αποκόμισε κανένα όφελος ως εταιρία αποκτώσα μέρος των στοιχείων του ενεργητικού της OA, και η OA εξακολουθεί να λειτουργεί, δεν υφίσταται οικονομική συνέχεια μεταξύ των δύο εταιριών δικαιολογούσα την επιστροφή από τη NOA της ενισχύσεως της οποίας αποδέκτης ήταν η OA (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C-277/00, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I 3925, σκέψη 81).

82      Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αναγνώρισε, με το από 2 Ιουνίου 2005 έγγραφό της, ότι η NOA διαδέχθηκε την OA. Δέχθηκε μόνον ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η ανάκτηση δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί πλήρως από την OA μετά την εξάντληση του προϊόντος της εκκαθαρίσεως της εταιρίας αυτής, η υποχρέωση ανακτήσεως θα μπορούσε να εκτελεστεί επί εταιριών που διαδέχθηκαν την OA, αν πληρούνταν οι προβλεπόμενες από την κοινοτική νομολογία προϋποθέσεις όσον αφορά τη διαδοχή στην υποχρέωση ανακτήσεως κρατικών ενισχύσεων. Ωστόσο, τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Εφόσον επρόκειτο σύντομα να ολοκληρωθεί η διαδικασία ιδιωτικοποιήσεως της NOA, οι ελληνικές αρχές έκαναν ρητώς μνεία, στο προαναφερθέν έγγραφο, περί της προϋποθέσεως πωλήσεως σε εύλογη τιμή αγοράς.

83      Η Επιτροπή, ισχυριζόμενη, με το υπόμνημα αντικρούσεως (σημείο 76), ότι, εφόσον ο μετασχηματισμός δεν αποτελούσε αυτός καθαυτόν αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως και δεν έχρηζε, επομένως, λεπτομερούς αναλύσεως για να εκτιμηθεί αν η NOA είχε διαδεχθεί την OA, δέχθηκε ότι δεν έλαβε υπόψη το θεμελιώδες κριτήριο της οικονομικής λογικής του μετασχηματισμού αυτού.

84      Κατά συνέπεια, είναι ανεπαρκής η αιτιολογία επί της οποίας θεμελιώνεται η περιεχόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση διαπίστωση ότι η NOA διαδέχθηκε την OA από πλευράς της ανακτήσεως των ενισχύσεων, καθόσον η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει την οικονομική λογική της διαδικασίας συστάσεως της NOA ως στοιχείου της αναδιαρθρώσεως-ιδιωτικοποιήσεως της OA, που είχε ως σκοπό να καταστεί δυνατή η ανάκτηση του υψηλότερου δυνατού ποσού των παρανόμως χορηγηθεισών ενισχύσεων.

85      Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία και η ΝΟΑ αμφισβητούν την ερμηνεία της αποφάσεως της 12ης Μαΐου 2005 την οποία υιοθέτησε η Επιτροπή. Επισημαίνουν ότι το Δικαστήριο έκρινε μόνον τις νομικές και δημοσιονομικές συνέπειες του νόμου 3185/2003 επί της εκτελέσεως της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2002. Το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ούτε επί των προθέσεων που υπαγόρευσαν την επιλογή της αποσχίσεως του τομέα των πτητικών δραστηριοτήτων, ούτε επί του συμβατού της εν λόγω αναδιαρθρώσεως με τις διατάξεις του άρθρου 87 ΕΚ, ούτε επί του αν η NOA μπορούσε να θεωρηθεί ως διάδοχος της OA για την ανάκτηση των ενισχύσεων τις οποίες αφορούσε η απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002. Στο πλαίσιο αυτής της προσφυγής λόγω παραβάσεως, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε, εξάλλου, να εξετάσει αν η NOA διαδέχθηκε την OA, για την ανάκτηση των ενισχύσεων, διότι, κατά την άσκηση της προσφυγής αυτής, στις 2 Οκτωβρίου 2003, η NOA δεν είχε ακόμα ιδρυθεί.

86      Με την απόφαση της 12ης Μαΐου 2005, το Δικαστήριο διαπίστωσε μόνον ότι η μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού της ΟA στη NOA είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί αδύνατη, δυνάμει του εθνικού δικαίου, η ανάκτηση των χορηγηθεισών στην ΟΑ ενισχύσεων. Εντούτοις, το Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση αυτή λαμβάνοντας υπόψη ότι «όλα τα στοιχεία του ενεργητικού» της ΟΑ μεταβιβάστηκαν «ελεύθερα χρεών» (σκέψη 33 της αποφάσεως). Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Επιτροπή αναγνώρισε πλέον ότι η OA διατήρησε σημαντικά στοιχεία του ενεργητικού και μεταβίβασε σημαντικό ποσό χρεών στη NOA. Η Επιτροπή παραποιεί, επομένως, τη συλλογιστική του Δικαστηρίου στην απόφαση της 12ης Μαΐου 2005 και αλλοιώνει το περιεχόμενό της, υποστηρίζοντας ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι «μεταβιβάστηκε στη ΝΟΑ το αποδοτικότερο ενεργητικό».

87      Για όλους αυτούς τους λόγους, είναι εσφαλμένα και στερούνται αιτιολογίας τα συμπεράσματα της Επιτροπής σχετικά με τη διαπίστωση της προβαλλομένης οικονομικής συνέχειας μεταξύ OA και NOA.

88      Η Επιτροπή εκθέτει, πρώτον, τη δική της ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως. Με τα υπομνήματα αντικρούσεως στις υποθέσεις T-415/05 και T-416/05, υποστηρίζει, καταρχάς, ότι, σε αντίθεση προς την απόφαση της 12ης Μαΐου 2005, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν θίγει το ζήτημα της επιστροφής από τη ΝΟΑ των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην ΟΑ. Η Επιτροπή συνάγει εξ αυτού ότι η Ελληνική Δημοκρατία και η ΝΟΑ δεν δικαιολογούν ενεστώς συμφέρον να αμφισβητήσουν τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως αυτής όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της ΝΟΑ ως διαδόχου της ΟΑ.

89      Ωστόσο, στα υπομνήματα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή υποστήριξε την άποψη ότι από το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ερμηνευόμενο σε σχέση με τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως αυτής, προκύπτει σαφώς ότι οι επίδικες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην ΟΑ τουλάχιστον πριν από την απόσχιση πρέπει να επιστραφούν όχι μόνον από την εταιρία αυτή, αλλά και από τη ΝΟΑ. Δέχεται, συνεπώς, την ύπαρξη συμφέροντος της Ελληνικής Δημοκρατίας και της ΝΟΑ να αμφισβητήσουν την υποχρέωση να αναζητήσουν από τη ΝΟΑ τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην ΟΑ.

90      Η Επιτροπή εξηγεί αυτή τη μεταβολή της θέσεώς της από το γεγονός ότι πληροφορήθηκε την ακριβή ημερομηνία συστάσεως της ΝΟΑ μόνον από τη μνεία, στο υπόμνημα απαντήσεως στην υπόθεση Τ‑416/05, της «13[ης] Δεκεμβρίου 2003» ως ημερομηνίας συστάσεως και ενάρξεως της λειτουργίας αυτής της εταιρίας.

91      Η απόδειξη της ακριβούς αυτής ημερομηνίας «θα ενεργοποιούσε» την επανειλημμένως διατυπωθείσα επιφύλαξη της Επιτροπής, όσον αφορά τον προσδιορισμό του πραγματικού αποδέκτη των ενισχύσεων πριν από την απόσχιση.

92      Όσον αφορά τις επίδικες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην ΟΑ μετά την απόσχιση, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι μπορούν και πρέπει να αναζητηθούν και έναντι της ΝΟΑ, εφόσον αποδειχθεί, κατά την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το όφελός τους μεταβιβάστηκε στη ΝΟΑ. Η Επιτροπή υποστηρίζει συναφώς ότι η ΟΑ μεταβίβασε στη ΝΟΑ το όφελος που προέκυπτε από τις ενισχύσεις που της χορηγούσε η Ελληνική Δημοκρατία, υπεκμισθώνοντας στη νέα αεροπορική εταιρία τα αεροσκάφη με μισθώματα χαμηλότερα από αυτά που κατέβαλλε η ίδια στους κύριους εκμισθωτές.

93      Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η κατανομή της υποχρεώσεως επιστροφής των ενισχύσεων μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ θα πρέπει να καθοριστεί κατά την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

94      Δεύτερον, στις υποθέσεις T-415/05 και T-416/05, η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία με την οποία οι προσφεύγουσες επιχειρούν να αποδείξουν ότι η ΝΟΑ δεν αποτελεί διάδοχο της ΟΑ από πλευράς ανακτήσεως των επιδίκων ενισχύσεων. Υποστηρίζει ότι η επιστροφή των ενισχύσεων από την οντότητα που ασκεί την οικονομική δραστηριότητα που ωφελήθηκε αποσκοπεί στην αποκατάσταση των όρων υγιούς ανταγωνισμού.

95      Η Αεροπορία Αιγαίου, παρεμβαίνουσα υπέρ της Επιτροπής στην υπόθεση T-416/05, παρατηρεί ότι το ζήτημα της υπάρξεως οικονομικής συνέχειας μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ κρίθηκε με την απόφαση της 12ης Μαΐου 2005.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

96      Προκαταρκτικώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν επιβεβαίωσε τον ισχυρισμό, τον οποίο διατύπωσε η ΟΑ με την απάντησή της σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου και επανέλαβε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η εταιρία αυτή είχε επιστρέψει ολοσχερώς, σύμφωνα με το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ποσό, εντόκως, των επιδίκων ενισχύσεων που της είχαν χορηγηθεί. Πράγματι, η Επιτροπή διατύπωσε επιφυλάξεις ως προς την πλήρη επιστροφή των ενισχύσεων αυτών, αναφέροντας παράλληλα ότι, κατόπιν της θέσεως της ΟΑ και της ΝΟΑ υπό εκκαθάριση, δεν θα απαιτούσε από την Ελληνική Δημοκρατία να ανακτήσει από τη ΝΟΑ τις επίδικες ενισχύσεις που είχαν χορηγηθεί στην ΟΑ.

97      Η Ελληνική Δημοκρατία και η ΝΟΑ δήλωσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι ενέμεναν στις αιτιάσεις τους κατά του χαρακτηρισμού της ΝΟΑ ως διαδόχου της ΟΑ από πλευράς ανακτήσεως των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην ΟΑ.

98      Στο πλαίσιο αυτό, αφού καθοριστούν, καταρχάς, τα μέτρα υπέρ της ΟΑ που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο υποχρεώσεως ανακτήσεως έναντι της NOA, θα πρέπει, δεύτερον, να καθοριστεί το νομικό περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τη διαπίστωση σχετικά με τη διαδοχή της ΟΑ από τη ΝΟΑ από πλευράς ανακτήσεως της ενισχύσεως, προτού εκτιμηθεί, τρίτον, το βάσιμο της επεκτάσεως της υποχρεώσεως επιστροφής των ενισχύσεων από τη ΝΟΑ.

 Επί του καθορισμού των υπέρ της ΟΑ μέτρων που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο της υποχρεώσεως ανακτήσεως έναντι της NOA

99      Προκαταρκτικώς, όπως παρατηρεί το Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Μαΐου 2005 (σκέψη 32), πρέπει να διακρίνεται η εξέταση των μέτρων αναδιαρθρώσεως αυτών καθαυτά, από πλευράς των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 87 ΕΚ, από το εντελώς αυτοτελές ζήτημα του κατά πόσον η ΝΟΑ πρέπει να θεωρείται ως ο διάδοχος της ΟΑ, όσον αφορά το πτητικό έργο, από πλευράς της ανακτήσεως των ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί στην ΟΑ πριν από την απόσχιση. Στο πλαίσιο της προσφυγής λόγω παραβάσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, μοναδικό ζήτημα αποτελούσε η εκτίμηση των νομικών και οικονομικών συνεπειών αυτών των μέτρων αναδιαρθρώσεως από πλευράς εκτελέσεως της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2002.

100    Από την αίτηση παροχής πληροφοριών, καθώς και από την απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004 περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ προκύπτει ότι οι έρευνες της Επιτροπής αφορούσαν, εν προκειμένω, το σύνολο των μέτρων που άπτονταν της αναδιαρθρώσεως και της ιδιωτικοποιήσεως του Ομίλου Ολυμπιακής Αεροπορίας και ήταν δυνατόν να ενέχουν στοιχεία κρατικής ενισχύσεως (βλ. ανωτέρω σκέψεις 12 και 16 έως 18).

101    Ωστόσο, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα μέτρα αναδιαρθρώσεως δεν εξετάζονται ως τοιαύτα, από την οπτική γωνία του χαρακτηρισμού τους από πλευράς των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Η φύση τους, και ιδίως ο σύνδεσμος μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ, εκτιμάται από την Επιτροπή αποκλειστικά με σκοπό, αφενός, την κατάδειξη της υπάρξεως οικονομικής συνέχειας μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ, με σκοπό την ανάκτηση των επίδικων ενισχύσεων, και, αφετέρου, τον χαρακτηρισμό των εξεταζομένων μέτρων στο όλο πλαίσιό τους (βλ., μεταξύ άλλων, κατωτέρω σκέψεις 164 έως 178).

102    Όσον αφορά ειδικότερα την ανάκτηση των ενισχύσεων, στην Επιτροπή εναπέκειτο μόνο να εξετάσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ζήτημα της διαδοχής της ΝΟΑ από την ΟΑ, από πλευράς της ανακτήσεως των νέων ενισχύσεων προς την ΟΑ, στις οποίες αναφέρεται η απόφαση αυτή. Πράγματι, ο καθορισμός των πραγματικών αποδεκτών των ενισχύσεων στις οποίες αναφέρεται η απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002, με σκοπό την εκτέλεση της εντολής ανακτήσεως που περιέχεται στην απόφαση αυτή, κανονίστηκε με την απόφαση της 12ης Μαΐου 2005 (βλ. ανωτέρω σκέψεις 7, 8 και 99).

103    Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το ζήτημα της διαδοχής της ΟΑ από τη ΝΟΑ, όσον αφορά την ανάκτηση των ενισχύσεων, δεν μπορεί εν προκειμένω να τεθεί παρά μόνον ως προς τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην ΟΑ πριν από την απόσχιση των πτητικών δραστηριοτήτων της και τη δημιουργία της ΝΟΑ.

104    Πράγματι, αν υφίσταται οικονομική συνέχεια μεταξύ των δύο αυτών εταιριών, η ΝΟΑ μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικός αποδέκτης των ενισχύσεων που ευνόησαν τον τομέα των πτητικών δραστηριοτήτων, και οι οποίες είχαν χορηγηθεί στην παλαιά αεροπορική εταιρία ΟΑ πριν αναλάβει η ΝΟΑ τις δραστηριότητες αυτές.

105    Αντιθέτως, παρά τα υποστηριζόμενα από την Επιτροπή στα υπομνήματα ανταπαντήσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 92), δεν μπορεί να ζητηθεί από τη ΝΟΑ να επιστρέψει τις επίδικες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην ΟΑ μετά την απόσχιση, με μόνο αιτιολογικό ότι η εταιρία αυτή αντλεί έμμεσο όφελος από τις ενισχύσεις αυτές. Πράγματι, έστω και αν υποτεθεί, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι οι κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην ΟΑ μετά την απόσχιση παρέσχαν στην εταιρία αυτή τη δυνατότητα να χορηγήσει στη νέα εταιρία ΝΟΑ πλεονεκτήματα τα οποία η τελευταία δεν θα είχε επιτύχει υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς, πράγμα το οποίο δεν έχει αποδειχθεί, το γεγονός αυτό δεν επιτρέπει, από μόνο του, να θεωρηθεί ότι η ΝΟΑ είναι ο πραγματικός αποδέκτης των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην ΟΑ.

106    Πράγματι, ελλείψει, μετά την απόσχιση, οικονομικής ενότητας μεταξύ των δύο εταιριών, της ΟΑ και της ΝΟΑ, ως προς τις οποίες η Επιτροπή δεν αμφισβητεί, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι πρόκειται για νομικά και οικονομικά αυτοτελείς εταιρίες (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑222/04, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑289, σκέψεις 112 έως 114, και του Πρωτοδικείου της 25ης Ιουνίου 1998, T‑371/94 και T‑394/94, British Airways κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑2405, σκέψεις 313 και 314), εναπόκειται εν πάση περιπτώσει στην Επιτροπή να προσδιορίσει σαφώς το πλεονέκτημα που υποτίθεται ότι χορήγησε η ΟΑ στη ΝΟΑ και να το εκτιμήσει χωριστά από πλευράς των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Αυτή την οδό ακολούθησε, εξάλλου, η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά την ενίσχυση που χορηγήθηκε στη ΝΟΑ υπό μορφή χαμηλών μισθωμάτων για την υπεκμίσθωση αεροσκαφών (βλ. κατωτέρω σκέψεις 154 έως 253).

107    Επομένως, εν προκειμένω, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το ζήτημα της διαδοχής της ΟΑ από τη ΝΟΑ, από πλευράς ανακτήσεως των επιδίκων ενισχύσεων, τίθεται μόνον όσον αφορά την ενίσχυση που φέρεται να παρέσχε η ΟΑ υπό μορφή ανοχής ως προς τη μη πληρωμή, από την εταιρία αυτή, των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, που αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που η ενίσχυση αυτή είναι προγενέστερη της αποσχίσεως. Πράγματι, οι λοιπές ενισχύσεις προς την ΟΑ, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, της αποφάσεως αυτής, χορηγήθηκαν όλες μετά την απόσχιση.

108    Συναφώς, πρέπει ευθύς εξαρχής να παρατηρηθεί ότι οι λόγοι τους οποίους επικαλούνται οι προσφεύγουσες, στις υποθέσεις T-415/05 και T-423/05, προς ακύρωση του άρθρου 1, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι απορριπτέοι, όπως θα εκθέσει κατωτέρω το Γενικό Δικαστήριο (βλ. κατωτέρω σκέψεις 378 έως 394).

109    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να καθοριστεί το νομικό περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τη διαπίστωση περί υπάρξεως οικονομικής συνέχειας μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ, από πλευράς της ανακτήσεως της ενισχύσεως που αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 4, της εν λόγω αποφάσεως, στο μέτρο που η ενίσχυση αυτή χορηγήθηκε πριν από τις 11 Δεκεμβρίου 2003.

 Επί του νομικού περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τη διαπίστωση περί διαδοχής της ΟΑ από τη ΝΟΑ από πλευράς ανακτήσεως της επίδικης ενισχύσεως

110    Πρέπει, προκαταρκτικώς, να παρατηρηθεί ότι, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2005, η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της, κατά τον χρόνο εκδόσεώς της, όλα τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να προσδιορίσει, με την ίδια αυτή απόφαση, τους αποδέκτες από τους οποίους έπρεπε να επιστραφούν οι σχετικές ενισχύσεις. Από την άποψη αυτή, οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως διαφέρουν από εκείνες τις οποίες εξέτασε η Επιτροπή με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002, και οι οποίες ήταν προγενέστερες της αναδιαρθρώσεως του Ομίλου Ολυμπιακής Αεροπορίας και της δημιουργίας της ΝΟΑ, τον Δεκέμβριο του 2003.

111    Ωστόσο, στις ουσιαστικές διατάξεις της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν κατονομάζει ρητώς τη ΝΟΑ ως πραγματικό αποδέκτη μέρους της ενισχύσεως που χορηγήθηκε στην ΟΑ και στην οποία αναφέρεται το άρθρο 1, παράγραφος 4, της αποφάσεως αυτής.

112    Πράγματι, η Επιτροπή περιορίζεται να προβλέψει, στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Ελληνική Δημοκρατία θα ανακτήσει την αναφερόμενη στο άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής ενίσχυση από «τους αποδέκτες» της ενισχύσεως αυτής. Εξάλλου, το άρθρο 1, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται ρητώς στην παράνομη ενίσχυση που χορηγήθηκε στην ΟΑ υπό μορφή ανοχής, εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας, όσον αφορά τις οφειλές φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως της εταιρίας αυτής προς το Δημόσιο και δεν αναφέρεται στη ΝΟΑ ως πραγματικό αποδέκτη μέρους της ενισχύσεως αυτής.

113    Με την προμνησθείσα απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Ελλάδας, με την οποία αναγνωρίστηκε ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο δεν έκρινε αναγκαίο να εξετάσει ιδίως αν, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η ΝΟΑ κατονομάζεται ως διάδοχος της ΟΑ από πλευράς ανακτήσεως της επίδικης ενισχύσεως που αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 4. Πράγματι, όσον αφορά την ενίσχυση αυτή, το Δικαστήριο εξέτασε μόνον αν η προσβαλλόμενη απόφαση περιείχε ενδείξεις που επέτρεπαν στις ελληνικές αρχές να προσδιορίσουν οι ίδιες, χωρίς υπερβολικές δυσκολίες, τα προς ανάκτηση ποσά (σκέψεις 42 έως 44 της αποφάσεως).

114    Στο πλαίσιο αυτό, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, να ερμηνεύσει το περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασεως όσον αφορά τυχόν υποχρέωση της ΝΟΑ να επιστρέψει την ενίσχυση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 1, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

115    Πρέπει, εκ των προτέρων, να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή δικαιολόγησε, με τα υπομνήματα ανταπαντήσεως στις υποθέσεις T-415/05 και T‑416/05, τις αντιφατικές θέσεις της όσον αφορά την ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως επικαλούμενη την έλλειψη βεβαιότητας ως προς την ακριβή ημερομηνία συστάσεως της ΝΟΑ (βλ. ανωτέρω σκέψη 90).

116    Στην υπόθεση T-416/05, η NOA επικαλέστηκε τον χαρακτήρα ως νέου ισχυρισμού και, ως εκ τούτου, το απαράδεκτο της επιχειρηματολογίας αυτής που αναφέρεται στη φερόμενη αβεβαιότητα της Επιτροπής όσον αφορά την ακριβή ημερομηνία συστάσεως της ΝΟΑ (βλ. ανωτέρω σκέψη 34).

117    Συναφώς, αρκεί η παρατήρηση ότι η επιχειρηματολογία αυτή της Επιτροπής είναι, εν πάση περιπτώσει, αλυσιτελής. Πράγματι, ανεξαρτήτως των διαδοχικών ερμηνειών που πρότεινε εν προκειμένω το καθού όργανο, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται τελικά να ερμηνεύσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά συνέπεια, οι αντιφατικές θέσεις που έλαβε η Επιτροπή ως προς την ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως και η επίκληση της αβεβαιότητας σχετικά με την ακριβή ημερομηνία συστάσεως της ΝΟΑ, προς εξήγηση της μεταβολής της θέσεως της Επιτροπής, στερούνται σημασίας και δεν μπορούν να θίξουν τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών (απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Οκτωβρίου 1999, T‑228/97, Irish Sugar κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, II‑2969, σκέψη 30). Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004 περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως (σημείο 110) και η προσβαλλόμενη απόφαση (σημείο 6) αναφέρουν ρητώς ότι η ΝΟΑ δημιουργήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2003. Οι προσφεύγουσες επιβεβαίωσαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η ΝΟΑ άρχισε τις δραστηριότητές της αυτή την ημερομηνία. Στο πλαίσιο αυτό, έστω και αν η Επιτροπή δεν ενημερώθηκε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας για την ακριβή ημερομηνία συστάσεως της ΝΟΑ, στις 11 Δεκεμβρίου 2003, το γεγονός αυτό δεν είναι ικανό να επηρεάσει το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως –και, ως εκ τούτου, την ερμηνεία της– όσον αφορά τον τυχόν προσδιορισμό της ΝΟΑ ως διαδόχου της ΟΑ από πλευράς ανακτήσεως της επίδικης ενισχύσεως.

118    Προς τον σκοπό της ερμηνείας του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, οι ουσιαστικές διατάξεις αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων συνδέονται άρρηκτα με την αιτιολογία της, οπότε πρέπει να ερμηνεύονται, εάν παρίσταται ανάγκη, λαμβανομένου υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων που οδήγησαν στην έκδοσή της (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαΐου 1997, C‑355/95 P, TWD κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I‑2549, σκέψη 21, και απόφαση της 12ης Μαΐου 2005, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

119    Εν προκειμένω, πρέπει, συνεπώς, να εξακριβωθεί αν το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορεί να ερμηνευθεί, υπό το φως των αιτιολογικών σκέψεων της αποφάσεως αυτής, ως αναφερόμενο, μεταξύ «των αποδεκτών της αναφερόμενης στο άρθρο 1 ενισχύσεως», στη ΝΟΑ, ως πραγματικό αποδέκτη της επίδικης ενισχύσεως που χορηγήθηκε στην ΟΑ, στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 4 του άρθρου 1 της εν λόγω αποφάσεως.

120    Η Επιτροπή, κατά την εξέταση του χαρακτήρα της αναδιαρθρώσεως του Ομίλου Ολυμπιακής Αεροπορίας (αιτιολογικές σκέψεις 178 έως 183 της προσβαλλομένης αποφάσεως), στην οποία προέβη στο πλαίσιο της «εκτιμήσεως της ενισχύσεως» (σημείο 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ανέλυσε λεπτομερέστερα τους όρους της αναδιαρθρώσεως, τους οποίους είχε ήδη λάβει υπόψη του το Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Μαΐου 2005. Η Επιτροπή στηρίχθηκε στην απόφαση αυτή του Δικαστηρίου για να διατυπώσει το ακόλουθο συμπέρασμα στην αιτιολογική σκέψη 183 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«Είναι άρα προφανές ότι ενώ η αναδιάρθρωση της ΟΑ το 2003 –από την οποία προέκυψε η NOA– οδήγησε στη δημιουργία μιας ανεξάρτητης νομικής οντότητας, πραγματοποιήθηκε εν τούτοις κατά τρόπο ώστε να αποφευχθεί η ανάκτηση των ενισχύσεων βάσει της απόφασης [της 11ης Δεκεμβρίου] 2002, και ότι η ΝΟΑ είναι διάδοχος εταιρεία της ΟΑ, τουλάχιστον για τους σκοπούς της ανάκτησης κρατικών ενισχύσεων πριν την απόσχιση.»

121    Συνεπώς, προκειμένου να καταδείξει ότι η NOA αποτελεί διάδοχο της ΟΑ από πλευράς της ανακτήσεως της επίδικης ενισχύσεως που είχε χορηγηθεί στην ΟΑ, η Επιτροπή περιορίστηκε να αναπτύξει τα στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε το Δικαστήριο, με την απόφαση της 12ης Μαΐου 2005, για να διαπιστώσει ότι υφίσταται οικονομική συνέχεια μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ από πλευράς της ανακτήσεως των ενισχύσεων στις οποίες αναφέρεται η απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002. Βάσει αυτών των στοιχείων, η Επιτροπή συμπέρανε ρητώς, στην αιτιολογική σκέψη 183 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η υποχρέωση επιστροφής επεκτεινόταν και στη ΝΟΑ όσον αφορά, ειδικότερα, την προ της αποσχίσεως επίδικη ενίσχυση προς την ΟΑ.

122    Εξάλλου, στο πλαίσιο της εκ μέρους της εκτιμήσεως του συμβατού των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στη ΝΟΑ, η Επιτροπή υπενθύμισε, με την προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 216 και 217), ότι, στο μέτρο που η ΝΟΑ αποτελούσε διάδοχο της ΟΑ από πλευράς της ανακτήσεως των ενισχύσεων, η νέα ενίσχυση που χορηγήθηκε στη ΝΟΑ δεν μπορούσε να κηρυχθεί συμβατή με την κοινή αγορά επί όσο χρονικό διάστημα δεν θα είχαν ανακτηθεί οι προ της αποσχίσεως ενισχύσεις.

123    Από αυτή την εξέταση της προσβαλλομένης αποφάσεως –καίτοι κακώς η Επιτροπή δεν κατονόμασε, στις ουσιαστικές διατάξεις της αποφάσεως αυτής, τους αποδέκτες από τους οποίους έπρεπε να ανακτηθεί η προ της αποσχίσεως ενίσχυση στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 4 του άρθρου 1– προκύπτει ότι οι αιτιολογικές σκέψεις τις αποφάσεως αυτής επιτρέπουν να προσδιορισθεί χωρίς δυσκολία η ΝΟΑ ως διάδοχος της ΟΑ για τους σκοπούς της ανακτήσεως της ενισχύσεως αυτής.

124    Στο πλαίσιο αυτό, προκύπτει σαφώς από το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε συνδυασμό με τις προμνησθείσες αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως αυτής, και ιδίως υπό το φως της αποφάσεως της 12ης Μαΐου 2005, ότι η Επιτροπή επέβαλε στην Ελληνική Δημοκρατία την υποχρέωση να αναζητήσει την ενίσχυση που χορηγήθηκε στην ΟΑ πριν από την απόσχιση όχι μόνον από την εταιρία αυτή, αλλά, εν ανάγκη, και από τη ΝΟΑ.

125    Συνεπώς, το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που προβλέπει την ανάκτηση της αναφερόμενης στο άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής ενισχύσεως, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιέχει εντολή ανακτήσεως της προ της αποσχίσεως χορηγηθείσας ενισχύσεως είτε από την ΟΑ είτε από τη ΝΟΑ και ότι η κατανομή της υποχρεώσεως αποδόσεως της ενισχύσεως μεταξύ των δύο αυτών εταιριών θα καθοριζόταν κατά την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως.

126    Πράγματι, όσον αφορά την κατανομή της υποχρεώσεως αποδόσεως μιας ενισχύσεως μεταξύ των αποδεκτών της, πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την απόφαση που διαπιστώνει το ασύμβατο μιας ενισχύσεως και επιβάλλει την ανάκτησή της, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να διευκρινίζει σε ποιο βαθμό κάθε αποδέκτρια επιχείρηση επωφελήθηκε του ποσού της επίμαχης ενισχύσεως. Στο εμπλεκόμενο κράτος μέλος εναπόκειται να καθορίσει το ποσό που πρέπει να επιστρέψει καθεμία από τις επιχειρήσεις αυτές κατά την ανάκτηση της ενισχύσεως. Σε περίπτωση απρόβλεπτων δυσκολιών, το κράτος αυτό μπορεί να θέσει τα προβλήματά του στην κρίση της Επιτροπής, οπότε αυτή και το συγκεκριμένο κράτος οφείλουν, βάσει του καθήκοντος ειλικρινούς συνεργασίας του οποίου έκφραση αποτελεί, ιδίως, το άρθρο 10 ΕΚ, να συνεργασθούν καλοπίστως για να υπερπηδήσουν τις δυσκολίες αυτές (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Μαΐου 2005, T‑111/01 και T‑133/01, Saxonia Edelmetalle και ZEMAG κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑1579, σκέψη 124).

127    Η λύση αυτή επιβεβαιώνεται από την απόφαση της 12ης Μαΐου 2005, στην οποία το Δικαστήριο, τονίζοντας παράλληλα το καθαρά οικονομικό κριτήριο της αποκαταστάσεως ανόθευτου ανταγωνισμού στον οικείο τομέα, δέχεται εμμέσως τη δυνατότητα απλώς παρεπόμενης υποχρεώσεως της ΝΟΑ προς επιστροφή των ενισχύσεων. Πράγματι, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο περιορίστηκε να αναγνωρίσει την παράβαση, αφήνοντας τις αρμόδιες εθνικές αρχές και την Επιτροπή να καθορίσουν, στο πλαίσιο του αμοιβαίου καθήκοντός τους ειλικρινούς συνεργασίας, την κατανομή μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ της υποχρεώσεως επιστροφής των ενισχύσεων τις οποίες αφορά η απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002.

128    Εν προκειμένω, βάσει της εκτεθείσας. ανωτέρω στις σκέψεις 123 έως 125 ερμηνείας της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να εξεταστεί η αιτιολογία και το βάσιμο της διαπιστώσεως περί υπάρξεως οικονομικής συνέχειας μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ από πλευράς της ανακτήσεως της προ της αποσχίσεως χορηγηθείσας ενισχύσεως στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 4 του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί της εκτιμήσεως της αιτιολογίας και του βασίμου της διαπιστώσεως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, του ότι η ΝΟΑ αποτελεί διάδοχο της ΟΑ από πλευράς ανακτήσεως της επίδικης ενισχύσεως

129    Πριν εξεταστεί το βάσιμο των λόγων που αντλούνται από την ελλιπή αιτιολογία και την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και τους οποίους προβάλλουν οι προσφεύγουσες στις υποθέσεις T-415/05 και T-416/05, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προβάλλει η ΝΟΑ, στην υπόθεση T‑416/05, κατά των υποτιθέμενων νέων ισχυρισμών της Επιτροπής σχετικά, αφενός, με τη φερόμενη βούληση της Ελληνικής Δημοκρατίας να παρακάμψει την υποχρέωση ανακτήσεως και, αφετέρου, την παράνομη ύπαρξη της ΝΟΑ (βλ. ανωτέρω σκέψη 34).

130    Πράγματι, από το υπόμνημα ανταπαντήσεως προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή δεν προβάλλει κανένα νέο ισχυρισμό σχετικό με την καθ’ υπόθεση βούληση της Ελληνικής Δημοκρατίας να παρακάμψει την υποχρέωση ανακτήσεως, μέσω της αναδιαρθρώσεως του Ομίλου Ολυμπιακής Αεροπορίας και της δημιουργίας της ΝΟΑ. Αντιθέτως, αναπτύσσει το επιχείρημα που είχε ήδη επικαλεστεί με την προσβαλλόμενη απόφαση και το υπόμνημα αντικρούσεως και σύμφωνα με το οποίο η έλλειψη προθέσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας να παρακάμψει αυτή την υποχρέωση, την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες, στερείται σημασίας, καθόσον η προμνησθείσα αναδιάρθρωση εμποδίζει την ανάκτηση των ενισχύσεων.

131    Εξάλλου, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η απόφαση της 12ης Μαΐου 2005 επηρεάζει την ίδια την ύπαρξη της ΝΟΑ, κηρύσσοντάς την παράνομη, εντάσσεται στο πλαίσιο της διαφωνίας των διαδίκων επί του νομικού περιεχομένου της αποφάσεως αυτής όσον αφορά τον προσδιορισμό του πραγματικού αποδέκτη της επίδικης ενισχύσεως.

132    Επί της ουσίας, και προκαταρκτικώς, στο μέτρο που, στο πλαίσιο της εκ μέρους της εξετάσεως της σχέσεως που υφίσταται μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ, η Επιτροπή στηρίζεται ιδίως στα στοιχεία τα οποία έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο στην απόφαση της 12ης Μαΐου 2005 για να διαπιστώσει ότι η «η ΝΟΑ είναι διάδοχος εταιρεία της ΟΑ, τουλάχιστον για τους σκοπούς της ανάκτησης κρατικών ενισχύσεων πριν την απόσχιση» (αιτιολογική σκέψη 183 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πρέπει να διευκρινιστεί το νομικό περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής του Δικαστηρίου επί του σημείου αυτού.

133    Αντιθέτως προς όσα ισχυρίστηκε η Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στην απόφαση αυτή μπορεί μόνο να αναγνωριστεί ισχύς δεδικασμένου όσον αφορά την ανάκτηση των ενισχύσεων στις οποίες αναφέρεται η απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002, στο μέτρο που η διαπιστωθείσα παράβαση αφορούσε ακριβώς τη μη εκτέλεση αυτής της αποφάσεως.

134    Ειδικότερα, όσον αφορά τη διαπίστωση περί της υπάρξεως οικονομικής συνέχειας μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ, για τους σκοπούς της ανακτήσεως της προ της αποσχίσεως επίδικης ενισχύσεως, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, ακόμα και αν οι κρίσιμες περιστάσεις που μπορούν να ληφθούν υπόψη είναι κατ’ ουσίαν οι ίδιες, είτε πρόκειται για την ανάκτηση των ενισχύσεων η οποία επιβλήθηκε με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002, είτε πρόκειται για την ανάκτηση των προ της αποσχίσεως ενισχύσεων υπέρ της ΟΑ, την οποία επιβάλλει η προσβαλλόμενη απόφαση, εντούτοις όλα τα στοιχεία δεν ταυτίζονται απολύτως. Η διαφορά έγκειται στο ότι η μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού από την ΟΑ προς τη ΝΟΑ, στον τομέα των πτητικών δραστηριοτήτων, με όρους που καθιστούν αδύνατη την ανάκτηση, έναντι της ΝΟΑ, της ενισχύσεως που χορηγήθηκε στην ΟΑ, πραγματοποιήθηκε μετά την έκδοση της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2002, αλλά πριν από την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως η οποία οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις 14 Σεπτεμβρίου 2005.

135    Εντούτοις, ο χρόνος της μεταβιβάσεως των στοιχείων του ενεργητικού στη νέα εταιρία περιλαμβάνεται μεταξύ των διαφόρων κριτηρίων που μπορούν, σε διαφορετικό βαθμό αναλόγως της περιπτώσεως, να ληφθούν υπόψη. Πράγματι, από τη νομολογία προκύπτει ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον η υποχρέωση ανακτήσεως της ενισχύσεως που χορηγήθηκε σε αντιμετωπίζουσα δυσχέρειες εταιρία μπορεί να επεκταθεί και στη νέα εταιρία προς την οποία η παλαιά εταιρία μεταβίβασε ορισμένα στοιχεία του ενεργητικού της, όταν η μεταβίβαση αυτή επιτρέπει τη διαπίστωση της ύπαρξης οικονομικής συνέχειας μεταξύ των δύο εταιριών, μπορούν να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία: το αντικείμενο της μεταβιβάσεως (στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού, χρησιμοποίηση του ίδιου εργατικού δυναμικού, δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία), το τίμημα της μεταβιβάσεως, η ταυτότητα των μετόχων ή των ιδιοκτητών της προς ην η μεταβίβαση και της αρχικής επιχειρήσεως, το χρονικό σημείο κατά το οποίο πραγματοποιείται η μεταβίβαση (μετά την έναρξη της έρευνας, την κίνηση της διαδικασίας ή την έκδοση της τελικής αποφάσεως) ή, ακόμα, η οικονομική λογική της πράξεως (προμνησθείσα απόφαση Ιταλία και SIM2 Multimedia κατά Επιτροπής, σκέψεις 78, 80 και 85).

136    Εν προκειμένω, πρέπει, συνεπώς, να εξακριβωθεί αν, λαμβανομένου υπόψη του πραγματικού πλαισίου της υπό κρίση διαφοράς, η Επιτροπή μπορούσε, χωρίς να υπερβεί τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεώς της, να εφαρμόσει κατ’ αναλογίαν, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τη συλλογιστική που ακολούθησε το Δικαστήριο στην απόφαση της 12ης Μαΐου 2005 προκειμένου να καταλήξει ότι υφίσταται οικονομική συνέχεια μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ για τους σκοπούς της ανακτήσεως της επίδικης ενισχύσεως.

137    Όσον αφορά, ειδικότερα, το κριτήριο του χρονικού σημείου της μεταβιβάσεως των στοιχείων ενεργητικού, το περιεχόμενο και η έκταση εφαρμογής του οποίου θα διευκρινιστούν αργότερα (βλ. κατωτέρω σκέψη 146), στο στάδιο αυτό αρκεί η υπόμνηση ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 12ης Μαΐου 2005, η μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού της εταιρίας ΟΑ, που αντιμετώπιζε δυσχέρειες, προς τη νέα εταιρία ΝΟΑ, κατά τρόπο που να καθιστά αδύνατη την ανάκτηση, έναντι της παλαιάς εταιρίας, των ενισχύσεων τις οποίες αφορούσε η απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002, πραγματοποιήθηκε μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής (βλ. κατωτέρω σκέψη 134). Στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν, αντιστοίχως, η προμνησθείσα απόφαση Ιταλία και SIM2 Multimedia κατά Επιτροπής (σκέψη 77) και η προμνησθείσα απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής (σκέψη 71), επί των οποίων στηρίζεται εμμέσως η ανάλυση την οποία αναπτύσσεται στην προμνησθείσα απόφαση της 12ης Μαΐου 2005 (βλ. κατωτέρω σκέψεις 143 και 144), οι ενέργειες «παρακάμψεως της υποχρεώσεως ανακτήσεως» τις οποίες προέβαλλε η Επιτροπή είχαν πραγματοποιηθεί είτε κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας είτε σε χρόνο κατά τον οποίο οι αρμόδιες εθνικές αρχές ήταν ενημερωμένες για την πρόθεση της Επιτροπής να κινήσει διαδικασία έρευνας.

138    Εν προκειμένω, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, ήδη από τις 8 Σεπτεμβρίου 2003 η Ελληνική Δημοκρατία είχε κληθεί να παράσχει πληροφορίες όσον αφορά το σύνολο των μέτρων που συνδέονταν με την αναδιάρθρωση και την ιδιωτικοποίηση της ΟΑ και τα οποία ήταν δυνατόν να ενέχουν στοιχεία ενισχύσεως. Η Ελληνική Δημοκρατία και η εταιρία ΟΑ δεν μπορούσαν, κατά μείζονα λόγο, να αγνοούν, κατά τη σύσταση της ΝΟΑ, ότι τα προ της αποσχίσεως μέτρα υπέρ της ΟΑ μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας της Επιτροπής και ότι τα μέτρα αυτά αποτελούσαν συνέχεια ορισμένων προγενέστερων ενισχύσεων, τις οποίες αφορούσε η απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002 και οι οποίες είχαν παρασχεθεί στην ΟΑ υπό μορφή ανοχής της Ελληνικής Δημοκρατίας όσον αφορά τη μη πληρωμή φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως.

139    Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένης υπόψη της ομοιότητας του πραγματικού πλαισίου, η ανάλυση την οποία υιοθέτησε το Δικαστήριο στην προμνησθείσα απόφαση της 12ης Μαΐου 2005, κατά την οποία, για την αποκατάσταση μη ανόθευτου ανταγωνισμού στον συγκεκριμένο οικονομικό τομέα, η υποχρέωση της ανακτήσεως των ενισχύσεων που είχαν καταβληθεί στην ΟΑ μπορούσε να επεκταθεί και στην εταιρία ΝΟΑ, στην οποία είχαν μεταβιβαστεί οι πλέον αποδοτικές δραστηριότητες της ΟΑ, ισχύει, για τους ίδιους λόγους, και για τις προ της αποσχίσεως ενισχύσεις που αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως.

140    Συναφώς, η ερμηνεία της αποφάσεως της 12ης Μαΐου 2005 την οποία προτείνουν οι προσφεύγουσες, οι οποίες υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο δεν θεώρησε τη ΝΟΑ ως διάδοχο της ΟΑ για τους σκοπούς της ανακτήσεως της ενισχύσεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

141    Πράγματι, με την απόφαση της 12ης Μαΐου 2005 (σκέψεις 33 και 34), το Δικαστήριο δέχθηκε το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η πράξη η οποία συνίστατο στη μεταβίβαση, προς την εταιρία ΝΟΑ, των στοιχείων ενεργητικού του τομέα των πτητικών δραστηριοτήτων της εταιρίας ΟΑ, ελευθέρων χρεών, και η οποία πράξη τελέσθηκε κατά τρόπον ώστε να καταστεί αδύνατη, δυνάμει του εθνικού δικαίου, η ανάκτηση των οφειλών των παλαιάς εταιρίας ΟΑ από τη νέα εταιρία ΝΟΑ, είχε «[εμποδίσει] την αποτελεσματική εκτέλεση της αποφάσεως [της 11ης Δεκεμβρίου 2002] και την ανάκτηση των ενισχύσεων με τις οποίες [η Ελληνική Δημοκρατία] στήριξε τις εμπορικές δραστηριότητες της εταιρίας αυτής» και, «ως εκ τούτου, [είχε διακυβευτεί] σοβαρά ο σκοπός της αποφάσεως αυτής, που [απέβλεπε] στην αποκατάσταση συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας».

142    Υπογραμμίζοντας την ανάγκη αποκαταστάσεως του ανταγωνισμού στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας, το Δικαστήριο ανέφερε εμμέσως τη ΝΟΑ ως τον πραγματικό αποδέκτη των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην ΟΑ και τις οποίες αφορούσε η απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002, στο μέτρο που από τις ενισχύσεις αυτές προς την παλαιά αεροπορική εταιρία είχε επωφεληθεί ο τομέας των πτητικών δραστηριοτήτων που μεταβιβάστηκε στη ΝΟΑ.

143    Πράγματι, υπό το φως των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed (Συλλογή 2005, σ. Ι-3878, σημεία 28 έως 36), η απόφαση της 12ης Μαΐου 2005 πρέπει να εκληφθεί ως διαπιστώνουσα την ύπαρξη οικονομικής συνέχειας μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ, όσον αφορά τον τομέα των πτητικών δραστηριοτήτων, για τους σκοπούς της ανακτήσεως των ενισχύσεων την οποία επιβάλλει η απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002. Κατά συνέπεια, η νέα αεροπορική εταιρία ΝΟΑ μπορούσε καταρχήν, ως επιχείρηση η οποία καρπώθηκε ουσιαστικά τις ενισχύσεις αυτές, να αποτελέσει αντικείμενο εθνικής διαδικασίας ανακτήσεως των ενισχύσεων τις οποίες αφορά η απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002, προς αποκατάσταση ανόθευτου ανταγωνισμού στον συγκεκριμένο οικονομικό τομέα.

144    O γενικός εισαγγελέας L. A. Geelhoed στήριξε την ανάλυσή του ιδίως στην προμνησθείσα απόφαση Ιταλία και SIM 2 Multimedia κατά Επιτροπής, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η παροχή σε αντιμετωπίζουσα οικονομικές δυσχέρειες επιχείρηση της δυνατότητας να δημιουργήσει, κατά τη διάρκεια διαδικασίας επίσημης έρευνας σχετικής με ενισχύσεις που έχει λάβει, θυγατρική εταιρία στην οποία να μεταβιβάσει στη συνέχεια τις πλέον αποδοτικές δραστηριότητές εκμεταλλεύσεως θα ισοδυναμούσε προς αποδοχή της δυνατότητας κάθε εταιρίας να αφαιρεί αυτά τα στοιχεία του ενεργητικού από την περιουσία της μητρικής επιχειρήσεως κατά την αναζήτηση των ενισχύσεων, οπότε θα καθίστατο ενδεχομένως αναποτελεσματική η ανάκτηση, εν όλω ή εν μέρει, της ενισχύσεως. Για να μην καθίσταται ατελέσφορη η απόφαση και να αποφεύγεται η συνέχιση της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, η Επιτροπή μπορεί να υποχρεωθεί να απαιτήσει να μη σταματήσει η αναζήτηση στην αρχική επιχείρηση, αλλά να επεκταθεί στην επιχείρηση που συνεχίζει ενδεχομένως τη δραστηριότητα χρησιμοποιώντας μέσα παραγωγής που της έχουν μεταβιβασθεί, όταν ορισμένα στοιχεία της μεταβιβάσεως επιτρέπουν να συναχθεί ότι υφίσταται οικονομική συνέχεια μεταξύ των δύο οντοτήτων (σημείο 33 των προτάσεων).

145    Εν προκειμένω, η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας και της ΝΟΑ, που αμφισβητεί κατ’ ουσίαν το γεγονός ότι τα κύρια στοιχεία του ενεργητικού της ΟΑ –που αφορούσαν τον τομέα των πτητικών δραστηριοτήτων– μεταβιβάστηκαν στη ΝΟΑ, ελεύθερα του μεγαλύτερου μέρους των στοιχείων του παθητικού, και κατά τρόπον ώστε να καθίσταται αδύνατη η ανάκτηση των ενισχύσεων από την εταιρία αυτή, θέτει στην πραγματικότητα υπό αμφισβήτηση την ανάλυση επί της οποίας στήριξε το Δικαστήριο την απόφαση της 12ης Μαΐου 2005. Πράγματι, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες, τα κυριότερα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη στην απόφαση αυτή δεν μεταβλήθηκαν εν προκειμένω. Ειδικότερα, είναι μεν ακριβές ότι, στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα στοιχεία ενεργητικού του τομέα της πτητικής δραστηριότητας μεταβιάστηκαν στη ΝΟΑ «ελεύθερα χρεών», η άποψη όμως αυτή –που στηρίζεται στις πληροφορίες που του είχαν παράσχει οι διάδικοι– εξηγείται από το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της προσφυγής λόγω παραβάσεως της οποίας είχε επιληφθεί, το Δικαστήριο δεν εκλήθη να εξετάσει λεπτομερώς το σύνολο των όρων της αναδιαρθρώσεως του Ομίλου Ολυμπιακής Αεροπορίας, ιδίως όσον αφορά τη μεταβίβαση ενός πολύ περιορισμένου μέρους των χρεών στη ΝΟΑ, όταν το σύνολο των μακροπρόθεσμων οφειλών και το 90 % των βραχυπρόθεσμων οφειλών εξακολουθούσε να βαρύνει την ΟΑ. Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός, που επικαλούνται εν προκειμένω οι προσφεύγουσες, ότι η ΟΑ διατήρησε τις δραστηριότητες επίγειας εξυπηρετήσεως, συντηρήσεως και εκπαιδεύσεως και ότι το 10 % των βραχυπρόθεσμων οφειλών της, ήτοι των βραχύτερων του ενός μηνός οφειλών, μεταβιβάστηκαν στη ΝΟΑ, όπως προκύπτει από την έκθεση Moore Stephens, δεν είναι ικανό να μεταβάλει την ανάλυση που απορρέει από την απόφαση της 12ης Μαΐου 2005.

146    Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, τα νομολογιακά κριτήρια του προσδιορισμού του πραγματικού αποδέκτη μιας ενισχύσεως έχουν αντικειμενικό χαρακτήρα. Πράγματι, από τη νομολογία προκύπτει ότι η ύπαρξη οικονομικής συνέχειας, για τους σκοπούς της ανακτήσεως της ενισχύσεως, μπορεί να αποδειχθεί βάσει διαφόρων αντικειμενικών στοιχείων, όπως η μη καταβολή, ως αντιπαροχής για τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία του ενεργητικού, τιμήματος σύμφωνου προς τους όρους της αγοράς, ή η αντικειμενική περίσταση ότι η μεταβίβαση είχε ως αποτέλεσμα την παράκαμψη της υποχρεώσεως εποστροφής της επίμαχης ενισχύσεως (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, προμνησθείσα απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 86, απόφαση της 12ης Μαΐου 2005, σκέψεις 32 έως 34, και προμνησθείσα απόφαση Ιταλία και SIM2 Multimedia κατά Επιτροπής, σκέψη 78). Συναφώς, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, από την προμνησθείσα απόφαση CDA Datenträger Albrechts κατά Επιτροπής δεν προκύπτει ότι ύπαρξη προθέσεως είναι αναγκαία προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η υποχρέωση επιστροφής παρακάμφθηκε με τη μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού. Ομοίως, πρέπει να παρατηρηθεί ότι κριτήριο του χρονικού σημείου της μεταβιβάσεως των στοιχείων ενεργητικού (βλ. ανωτέρω σκέψεις 135 έως 138) έχει επίσης αντικειμενικό χαρακτήρα και δεν προϋποθέτει την ύπαρξη βουλήσεως παρακάμψεως της υποχρεώσεως αυτής. Με το κριτήριο αυτό πρέπει να νοείται ότι ο χρόνος της μεταβιβάσεως μπορεί να αποτελεί, ενδεχομένως, ένδειξη περί της υπάρξεως αποτελέσματος παρακάμψεως.

147    Στο πλαίσιο αυτό, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών κατά την οποία η αναδιάρθρωση του Ομίλου Ολυμπιακής Αεροπορίας και η μεταβίβαση των πτητικών δραστηριοτήτων στη ΝΟΑ επιβλήθηκε από την οικονομική λογική της αποτελεσματικότερης ανακτήσεως της ενισχύσεως που χορηγήθηκε στην ΟΑ χάρη στην ιδιωτικοποίηση της ΝΟΑ δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

148    Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο σκοπός της υποχρεώσεως της ανακτήσεως μιας ενισχύσεως συνίσταται στην αποκατάσταση του ανταγωνισμού στον οικείο οικονομικό τομέα, και όχι στο να επιτρέψει στη δημόσια αρχή να εισπράξει τις απαιτήσεις της (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, προμνησθείσα απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 76). Συνεπώς, η οικονομική λογική της πράξεως μεταβιβάσεως στοιχείων του ενεργητικού πρέπει να εξεταστεί από την οπτική γωνία της αποκαταστάσεως του ανταγωνισμού στον συγκεκριμένο τομέα.

149    Συνεπώς, το υποκειμενικό στοιχείο που επικαλούνται οι προσφεύγουσες και το οποίο συνίσταται στο ότι η αναδιάρθρωση του Ομίλου Ολυμπιακής Αεροπορίας και η δημιουργία της ΝΟΑ, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η ιδιωτικοποίηση ιδίως της ΝΟΑ με τους καλύτερους δυνατούς όρους και με το μέγιστο κέρδος, με σκοπό την εξασφάλιση της ανακτήσεως των ενισχύσεων χάρη, ιδίως, στο προϊόν της ιδιωτικοποιήσεως, είναι, εν πάση περιπτώσει, άνευ σημασίας.

150    Τέλος, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η υπό κρίση διαφορά αποτελεί προϊόν ιδιαιτέρων περιστάσεων, χαρακτηριζομένων από το γεγονός ότι η αναδιάρθρωση της ΟΑ και η δημιουργία της ΝΟΑ δεν συνιστούσαν προσωρινές πράξεις, αποσκοπούσες στη διευκόλυνση της ιδιωτικοποιήσεως. Η μεταβίβαση στη ΝΟΑ του τομέα των πτητικών δραστηριοτήτων του Ομίλου Ολυμπιακής Αεροπορίας πραγματοποιήθηκε με νόμο, κατά παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο, και το σύνολο του κεφαλαίου της νέας αυτής εταιρίας περιήλθε αμέσως στην Ελληνική Δημοκρατία. Υπό τις συνθήκες αυτές, και ελλείψει καταβολής αντιπαροχής, από νέο αγοραστή, επί όσο χρονικό διάστημα η ιδιωτικοποίηση της αεροπορικής εταιρίας δεν είχε ακόμα επιτευχθεί, δεν χρειαζόταν να εξεταστεί αν το ποσό των ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί στην ΟΑ πριν από την απόσχιση μπορούσε να θεωρηθεί ως περιλαμβανόμενο σε τίμημα αγοράς σύμφωνο με τους όρους της αγοράς (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C‑390/98, Banks, Συλλογή 2001, σ. I‑6117, σκέψη 77, και της 13ης Νοεμβρίου 2008, C‑214/07, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2008, σ. I‑8357, σκέψεις 57 και 58).

151    Για όλους αυτούς τους λόγους, η διαπίστωση, εκ μέρους της Επιτροπής, της υπάρξεως οικονομικής συνέχειας μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ, για τους σκοπούς της ανακτήσεως της επίδικης ενισχύσεως που χορηγήθηκε στην ΟΑ πριν από την απόσχιση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πάσχουσα από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

152    Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Πράγματι, η Επιτροπή εξέθεσε με σαφήνεια, στο πλαίσιο της εξετάσεως του συνδέσμου μεταξύ ΟΑ και ΝΟΑ, στις αιτιολογικές σκέψεις 178 έως 183 της αποφάσεως αυτής, τους λόγους για τους οποίους εκτιμούσε ότι υπήρχε, ιδίως υπό το φως της αποφάσεως της 12ης Μαΐου 2005, οικονομική συνέχεια μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ, για τους σκοπούς της ανακτήσεως των προ της αποσχίσεως επιδίκων ενισχύσεων. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, η εκτίμηση της οικονομικής λογικής της ιδρύσεως της ΝΟΑ, στην οποία προέβη εν προκειμένω η Επιτροπή προκειμένου να προσδιορίσει τους πραγματικούς αποδέκτες της ενισχύσεως που χορηγήθηκε πριν την απόσχιση, πρέπει να διακρίνεται της εξετάσεως του συμβατού αυτής καθαυτήν της αναδιαρθρώσεως με την κοινή αγορά (βλ. ανωτέρω σκέψη 99). Συνεπώς, η απουσία τέτοιας εξετάσεως εκ μέρους της Επιτροπής δεν συνεπάγεται καμία έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

153    Επομένως, οι λόγοι που αντλούνται από την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και την έλλειψη αιτιολογίας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

2.     Επί της ενισχύσεως που χορηγήθηκε στη ΝΟΑ (άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως) (υποθέσεις T-415/05 και T‑416/05)

154    Η Ελληνική Δημοκρατία και η ΝΟΑ ζητούν την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον η Επιτροπή διαπιστώνει, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, τη χορήγηση στη NOA παράνομης ενισχύσεως υπό μορφή μισθωμάτων για την υπομίσθωση αεροσκαφών, τα ποσά των οποίων ήταν χαμηλότερα από τα καταβαλλόμενα εκ μέρους της ΟΑ και της Ελληνικής Δημοκρατίας βάσει των κύριων συμβάσεων μισθώσεως. Συναφώς, οι προσφεύγουσες βασίζονται σε δύο λόγους που αντλούνται, αντιστοίχως, από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και από ανεπαρκή αιτιολογία ή έλλειψη αιτιολογίας, όσον αφορά την εξέταση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ σχετικά, αφενός, με την παροχή οφέλους από την έποψη του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή και, αφετέρου, τον καταλογισμό της επίδικης συμπεριφοράς της ΟΑ στην Ελληνική Δημοκρατία.

155    Προκαταρκτικώς, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τη συνεκτίμηση, εκ μέρους της Επιτροπής, της φερόμενης οικονομικής συνέχειας μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ, για τον χαρακτηρισμό των επιδίκων μέτρων.

 Επί της συνεκτιμήσεως της οικονομικής συνέχειας μεταξύ της OA και της NOA για τον χαρακτηρισμό των επίδικων μέτρων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

156    Η Ελληνική Δημοκρατία και η ΝΟΑ υποστηρίζουν, προκαταρκτικώς, ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εξέτασε χωριστά τα μέτρα υπέρ της ΟΑ και της ΝΟΑ. Στηριζόμενη, στα υπομνήματα αντικρούσεως, στην υποτιθέμενη οικονομική συνέχεια μεταξύ της OA και της NOA –η οποία συνεπάγεται, κατά την Επιτροπή, ότι τα ληφθέντα έναντι της NOA μέτρα δεν μπορούσαν να εκτιμηθούν αυτοτελώς για τον χαρακτηρισμό τους ως κρατικών ενισχύσεων–, η Επιτροπή επιχειρεί να αντικαταστήσει με νέα αιτιολογία την ανεπαρκή και εσφαλμένη αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς, η νέα αυτή αιτιολογία είναι απαράδεκτη.

157    Εξάλλου, οι αντιφάσεις μεταξύ της προσβαλλομένης αποφάσεως και της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε η Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν επιτρέπουν την κατανόηση της αιτιολογίας αυτής της αποφάσεως. Συνιστούν, συνεπώς, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών, οι οποίες αναγκάζονται να αντικρούσουν διφορούμενες και αντιφατικές μεταξύ τους αιτιολογίες.

158    Εν πάση περιπτώσει, η νέα επιχειρηματολογία της Επιτροπής δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη οικονομικής συνέχειας μεταξύ της OA και της NOA.

159    Στο πλαίσιο αυτό, η Ελληνική Δημοκρατία και η ΝΟΑ εκτιμούν ότι τα επίδικα μέτρα πρέπει να εξεταστούν χωριστά και σε σχέση με τους αντίστοιχους αποδέκτες τους, και όχι βάσει της προβαλλόμενης οικονομικής συνέχειας μεταξύ της OA και της NOA.

160    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη στην υπόθεση Τ-416/05 από την Αεροπορία Αιγαίου, η οποία συντάσσεται με την επιχειρηματολογία της Επιτροπής, διευκρινίζει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, εξέτασε χωριστά τα επίδικα μέτρα, τοποθετώντας τα όμως παράλληλα στο όλο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως της ΟΑ στο οποίο τα μέτρα αυτά εντάσσονται.

161    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ύπαρξη οικονομικής συνέχειας μεταξύ της OA και της NOA διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Μαΐου 2005. Η απόσχιση του τομέα των πτητικών δραστηριοτήτων ελευθέρωσε τον τομέα αυτόν από τα υψηλά μισθώματα που τον βάρυναν. Έτσι, οι πτητικές δραστηριότητες της NOA χρηματοδοτούνταν από την OA, τα ελλείμματα της οποίας καλύπτονταν τελικώς από την Ελληνική Δημοκρατία, χάρη στην ανοχή ως προς τα χρέη της ΟA έναντι του Δημοσίου και στη χρηματοδότηση του ειδικού λογαριασμού. Επομένως, τα επίδικα μέτρα έπρεπε να εκτιμηθούν στο εν λόγω οικονομικό πλαίσιο.

162    Ειδικότερα, από τις συνεχιζόμενες οικονομικές δυσχέρειες τόσο της OA όσο και της NOA, παρά τον τυπικό μετασχηματισμό του ομίλου, και από τη χρονική εγγύτητα της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2002 συνάγεται ότι τα επίδικα μέτρα διασφαλίζουν την εξακολούθηση της δραστηριότητας των αποδεκτών τους και επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό με τις προγενέστερες ενισχύσεις.

163    Η παρεμβαίνουσα τονίζει ότι το συμβατό των επιδίκων μέτρων με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή πρέπει να εκτιμηθεί λαμβανομένης υπόψη της προθεσμίας αποδόσεως της επενδύσεως. Επομένως, είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη το πλήρες ιστορικό της χορηγήσεως κρατικών ενισχύσεων στον Όμιλο της Ολυμπιακής Αεροπορίας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

164    Πρέπει να υπομνησθεί, προκαταρκτικώς, ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή, αφενός, διαπιστώνει την ύπαρξη οικονομικής συνέχειας μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ για τους σκοπούς της ανακτήσεως των προ της αποσχίσεως ενισχύσεων (βλ. ανωτέρω σκέψεις 68 έως 153) και, αφετέρου, χαρακτηρίζει ως κρατικές ενισχύσεις ορισμένα μέτρα υπέρ της ΝΟΑ ή της ΟΑ, τα οποία συνόδευαν τη διαδικασία μετασχηματισμού του Ομίλου της Ολυμπιακής Αεροπορίας που πραγματοποιήθηκε με τον νόμο 3185/2003, ενόψει της ιδιωτικοποιήσεώς του.

165    Τα δύο αυτά ζητήματα είναι απολύτως αυτοτελή, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα (βλ,. ιδίως, ανωτέρω σκέψεις 99 έως 101). Συνεπώς, τα συμπεράσματα ως προς το αν, λόγω της οικονομικής συνέχειας μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ, η δεύτερη αυτή εταιρία επίσης επωφελήθηκε των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην ΟΑ πριν από την απόσχιση και μπορεί να υποχρεωθεί να τις επιστρέψει δεν είναι κρίσιμα όσον αφορά τον χαρακτηρισμό, από πλευράς του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, της ενισχύσεως που χορηγήθηκε απευθείας στη ΝΟΑ μετά την ίδρυσή της.

166    Το ζήτημα του χαρακτηρισμού των νέων μέτρων υπέρ της ΝΟΑ πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα της ανακτήσεως ενισχύσεων το οποίο εξετάστηκε, π.χ., με την προμνησθείσα απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής (σκέψεις 71, 87 και 88), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι απλώς το γεγονός ότι μια νεοσυσταθείσα θυγατρική συνέχισε τις δραστηριότητες της μητρικής της εταιρίας η οποία αποτελούσε αντικείμενο διαδικασίας εκκαθαρίσεως, χάρη στη μίσθωση των εγκαταστάσεων της δεύτερης, και ενώ η Επιτροπή υποστήριζε ότι δεν είχε λάβει πληροφορίες που να της επιτρέπουν να εκτιμήσει κατά πόσον τα μισθώματα ήταν σύμφωνα προς τους όρους της αγοράς, δεν απεδείκνυε ότι η μισθώτρια εταιρία επωφελήθηκε του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που συνδεόταν με τις ενισχύσεις που είχαν χορηγηθεί στην εκμισθώτρια εταιρία πριν από τη σύσταση της μισθώτριας εταιρίας.

167    Εν προκειμένω, τα επίδικα μέτρα υπέρ της ΝΟΑ συνίστανται στο χαμηλό επίπεδο των μισθωμάτων που κατέβαλλε η εταιρία στην ΟΑ και στην Ελληνική Δημοκρατία για την υπομίσθωση των αεροσκαφών. Η Επιτροπή υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι το πλαίσιο αυτών των μέτρων, που χαρακτηρίζεται από την οικονομική συνέχεια μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ και την οικονομική υποστήριξη της ΟΑ εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας για την εξασφάλιση της συνεχίσεως του πτητικού έργου, μπορεί να ληφθεί υπόψη προκειμένου να θεωρηθεί ότι και τα νέα αυτά μέτρα υπέρ της ΝΟΑ αποτελούν κρατική ενίσχυση.

168    Συναφώς, η εξέταση της προσβαλλομένης αποφάσεως καταδεικνύει ότι η Επιτροπή προέβη σε χωριστό έλεγχο, από πλευράς των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 87 ΕΚ, ορισμένων ειδικών μέτρων υπέρ της ΟΑ και της ΝΟΑ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το επίπεδο των μισθωμάτων που κατέβαλλε η ΝΟΑ για την υπομίσθωση αεροσκαφών (αιτιολογικές σκέψεις 56, 57, 155 έως 161, 186, 188, 191 και 193 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ωστόσο, από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι η χωριστή αυτή εξέταση καθενός από τα μέτρα αυτά, προς τον σκοπό τους χαρακτηρισμού τους, εντάσσεται αναγκαστικά στο γενικό πλαίσιο του μετασχηματισμού του Ομίλου της Ολυμπιακής Αεροπορίας, που συνίσταται στην απόσχιση των πτητικών δραστηριοτήτων και την ανάληψή τους από τη νέα εταιρία ΝΟΑ, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει ιδίως ο νόμος 3185/2003. Πράγματι, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τα συμπεράσματα των εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής όσον αφορά την αναδιάρθρωση του Ομίλου της Ολυμπιακής Αεροπορίας τον Δεκέμβριο του 2003 (αιτιολογικές σκέψεις 110 έως 126 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή αναλύει τη φύση της αναδιαρθρώσεως αυτής, χωρίς πάντως να τη χαρακτηρίζει η ίδια ως κρατική ενίσχυση (αιτιολογικές σκέψεις 178 έως 183 της προσβαλλομένης αποφάσεως), όπως προναναφέρθηκε (βλ. ανωτέρω σκέψη 101).

169    Επομένως, δικαίως υποστηρίζει η Επιτροπή ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι εξέτασε χωριστά τα επίδικα μέτρα υπέρ της ΝΟΑ (βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 186 και 188), τοποθετώντας τα συγχρόνως στο γενικότερο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως του Ομίλου της Ολυμπιακής Αεροπορίας στο οποίο εντάσσονται.

170    Υπό τις συνθήκες αυτές, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής, κατά την οποία η ύπαρξη οικονομικής συνέχειας μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ πρέπει να ληφθεί υπόψη για τους σκοπούς του χαρακτηρισμού των επιδίκων μέτρων από πλευράς του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, δεν συνιστά νέα αιτιολογία προοριζόμενη να αντικαταστήσει την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς, η αιτιολογία αυτή δεν μπορεί να κριθεί απαράδεκτη.

171    Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, η εκ μέρους της Επιτροπής συνεκτίμηση της οικονομικής συνέχειας μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ δεν αντιφάσκει, αυτή καθαυτήν, στη χωριστή εξέταση των επιδίκων μέτρων και δεν καθιστά ακατανόητη την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

172    Εξάλλου, όσον αφορά τη συνεκτίμηση της οικονομικής συνέχειας μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ για τον χαρακτηρισμό των επιδίκων μέτρων, από πλευράς των διατάξεων του άρθρου 87 ΕΚ, πρέπει ευθύς εξαρχής να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή υποχρεούται πάντοτε να εξετάζει όλα τα λυσιτελή στοιχεία της επίμαχης πράξεως και το πλαίσιό της, ιδίως κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή (απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2003, T‑228/99 και T‑233/99, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑435, σκέψη 270· βλ., επίσης, απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 2008, T‑196/04, Ryanair κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑3643, σκέψη 59).

173    Εν προκειμένω, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η συνεκτίμηση της υπάρξεως οικονομικής συνέχειας μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ δεν απάλλασσε την Επιτροπή από την υποχρέωσή της να εξακριβώσει, βάσει του συνόλου των κρισίμων στοιχείων, αν πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

174    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή είχε δικαίωμα να λάβει υπόψη το πλαίσιο των επιδίκων μέτρων, που χαρακτηριζόταν, αφενός, από τη χορήγηση προς την παλαιά αεροπορική εταιρία ΟΑ ενισχύσεων για την αναδιάρθρωση και προγενεστέρων παρανόμων ενισχύσεων για τη συνέχιση των πτητικών δραστηριοτήτων της και, αφετέρου, από την αναδιάρθρωση του Ομίλου Ολυμπιακής Αεροπορίας το 2003 ενόψει της ιδιωτικοποιήσεώς του καθώς και τη φύση του συνδέσμου μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ. Πάντως, η Επιτροπή δεν έπαυε να είναι υποχρεωμένη να εξετάσει αν, βάσει του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, τα επίμαχα μέτρα αντιστοιχούσαν σε εμπορικές συναλλαγές συνήθεις σε μια οικονομία της αγοράς και διακρίνονταν, συνεπώς, από τις προμνησθείσες παράνομες ενισχύσεις (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Οκτωβρίου 2002, T‑98/00, Linde κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑3961, σκέψεις 43 έως 54).

175    Υπό τις συνθήκες αυτές, η διαπίστωση περί υπάρξεως οικονομικής συνέχειας μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι οι οικονομικές δυσχέρειες των δύο αυτών εταιριών εξακολούθησαν να υφίστανται και μετά την απόσχιση, τα νέα μέτρα υπέρ της ΝΟΑ, που εξετάστηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση, συνιστούσαν τη λογική συνέχεια των προμνησθεισών προγενεστέρων ενισχύσεων και εμπίπτουν, συνεπώς, και αυτά στην κατηγορία των κρατικών ενισχύσεων.

176    Συναφώς, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής που στηρίζεται στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T‑11/95, BP Chemicals κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. II‑3235, σκέψεις 171 και 176), δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, αντιθέτως προς τις περιστάσεις που οδήγησαν στην έκδοση της αποφάσεως αυτής, στην οποία τα εξεταζόμενα μέτρα συνίσταντο σε σειρά διαδοχικών εισφορών κεφαλαίου από δημόσια επιχείρηση προς τη θυγατρική της, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, εν προκειμένω, οι ενισχύσεις που φέρεται ότι χορήγησαν η ΟΑ και η Ελληνική Δημοκρατία στη ΝΟΑ, υπό μορφή μισθωμάτων, για την υπομίσθωση αεροσκαφών, πολύ χαμηλότερων από εκείνα που κατέβαλλαν η ΟΑ και η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο των κύριων συμβάσεων, είναι, ως εκ του αντικειμένου και της φύσεώς τους, εντελώς διαφορετικές από τις κρατικές ενισχύσεις υπέρ της ΟΑ που είχε διαπιστώσει προηγουμένως η Επιτροπή με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002 και δεν έχουν καμία σχέση με τις τελευταίες.

177    Εξάλλου, πρέπει κυρίως να παρατηρηθεί ότι, κατά την προμνησθείσα απόφαση BP Chemicals κατά Επιτροπής (σκέψη 170), ακόμα και όταν το εξεταζόμενο μέτρο αποτελεί συνέχεια μέτρων της ιδίας φύσεως τα οποία χαρακτηρίστηκαν ως κρατικές ενισχύσεις, η περίσταση αυτή δεν αποκλείει a priori το ενδεχόμενο να πληροί το εν λόγω μέτρο το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς. Εν πάση περιπτώσει, στον δικαστή της Ενώσεως εναπόκειται να εξακριβώσει αν, βάσει των κρισίμων στοιχείων, το μέτρο αυτό μπορεί ευλόγως να διαχωριστεί από τα προγενέστερα μέτρα ενισχύσεων και να θεωρηθεί, από πλευράς εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, ως αυτοτελές μέτρο.

178    Συνεπώς, εν προκειμένω, εναπέκειτο στην Επιτροπή να εξετάσει αν οι φερόμενες ενισχύσεις υπέρ της ΝΟΑ πληρούσαν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, στηριζόμενη όχι μόνο στο πλαίσιό της, και ιδίως στη χρονολογική ακολουθία των μέτρων αυτών σε σχέση προς τις ενισχύσεις που είχαν προηγουμένως χορηγηθεί στην ΟΑ καθώς και στις συνεχιζόμενες οικονομικές δυσχέρειες των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, αλλά στο σύνολο των κρισίμων πραγματικών και νομικών στοιχείων.

 Επί του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή

 Επιχειρήματα των διαδίκων

179    Η Ελληνική Δημοκρατία και η ΝΟΑ επικαλούνται, πρώτον, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή και, δεύτερον, έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς το σημείο αυτό.

180    Όσον αφορά την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, η Ελληνική Δημοκρατία και η ΝΟΑ υποστηρίζουν ότι η υπεκμίσθωση αεροσκαφών έναντι μισθωμάτων χαμηλότερων από αυτά που καταβάλλονταν για την κύρια σύμβαση μισθώσεως δεν προσπόρισε στη NOA κανένα όφελος το οποίο η εταιρία αυτή δεν θα ελάμβανε υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς.

181    Συγκεκριμένα, κατ’ αυτές, η συμπεριφορά της ΟΑ συνάδει προς τη συμπεριφορά ιδιώτη επιχειρηματία ο οποίος –αντιμετωπίζοντας ταχεία πτώση των μισθωμάτων λόγω της κρίσεως στη διεθνή αγορά των αερομεταφορών μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001και όντας υποχρεωμένος να καταβάλει τα μισθώματα που έχουν συμφωνηθεί με τις κύριες συμβάσεις μισθώσεως ακόμα και αν κατήγγελλε μονομερώς τις συμβάσεις αυτές– θα μείωνε κατά ποσοστό περίπου 50 % τις ζημίες που υφίστατο, αν δεχόταν να υπεκμισθώσει τα αεροσκάφη του με χαμηλότερα μισθώματα από αυτά που κατέβαλλε βάσει των κύριων συμβάσεων μισθώσεως που είχαν συναφθεί πριν από την κρίση, υπό διαφορετική οικονομική συγκυρία.

182    Άλλωστε, προκειμένου να εκτιμήσει αν οι συμβάσεις υπεκμισθώσεως προσπόριζαν στη ΝΟΑ όφελος, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη της το σύνολο των συναλλαγών μεταξύ της ΟΑ και της ΝΟΑ, πράγμα που παρέλειψε να πράξει με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ωστόσο, χάρη στις εν λόγω υπεκμισθώσεις, η ΟΑ ελευθερώθηκε από τα έξοδα για τη φύλαξη, τη συντήρηση και την επισκευή των αεροσκαφών. Επιπλέον, παρέσχε υπηρεσίες συντηρήσεως και επισκευής αεροσκαφών στη NOA σε τιμές αγοράς (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 163 και 164 της αποφάσεως). Επί του συνολικού ποσού των 99 εκατομμυρίων ευρώ που κατέβαλε η NOA στην OA το 2004 για υπηρεσίες συντηρήσεως, ποσό 44 441 850 ευρώ αντιστοιχούσε στα 18 αεροσκάφη που υπεκμίσθωσε η ΟΑ στη NOA.

183    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να συγκρίνει τα μισθώματα που κατέβαλε η ΝΟΑ με εκείνα της αγοράς. Επιπλέον, αμφισβητούν τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι κατά πάσα πιθανότητα η NOA δεν θα έβρισκε εκμισθωτές με τις όρους της αγοράς. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ενισχύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο και διαψεύστηκε από τα γεγονότα. Ειδικότερα, μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, η προσφορά αεροσκαφών υπερέβαινε κατά πολύ τη ζήτηση και τα μισθώματα ήταν εξαιρετικώς ευνοϊκά. Στα τέλη του 2003, η ζήτηση ήταν μηδενική. Από τα μέσα του 2004, άρχισε να αυξάνει, γεγονός το οποίο επέφερε αύξηση των μισθωμάτων μέχρι 30 % στα τέλη του 2004, χωρίς τα μισθώματα αυτά να φθάσουν στα επίπεδα τιμών του Σεπτεμβρίου του 2001. Εν προκειμένω, τον Ιούνιο του 2004, η NOA συνήψε, εξάλλου, σύμβαση μισθώσεως σχετικά με αεροσκάφος τύπου B 737-300 με μίσθωμα 130 000 USD για τρία έτη, το οποίο αντιστοιχεί στην τιμή που ίσχυε στην αγορά.

184    Όσον αφορά τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως σχετικά με τέσσερα αεροσκάφη Airbus A 340-300, η Ελληνική Δημοκρατία και η ΝΟΑ τονίζουν τη διάκριση μεταξύ, αφενός, των συμβάσεων υπεκμισθώσεως των αεροσκαφών αυτών στη NOA και, αφετέρου, της αποφάσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας να κάνει χρήση του δικαιώματός της να υποκαταστήσει την ΟΑ στο πλαίσιο των συμβάσεων αυτών, διότι οι δανειστές απειλούσαν να απαιτήσουν την άμεση κατάπτωση του συνόλου των χορηγηθεισών από το Δημόσιο εγγυήσεων, ύψους 200 εκατομμυρίων ευρώ, και διότι υπήρχε κίνδυνος οι εκμισθωτές να ζητήσουν από την ΟΑ να επιστρέψει τα αεροσκάφη. Η NOA δεν άντλησε κανένα όφελος από την εν λόγω υποκατάσταση της ΟΑ από την Ελληνική Δημοκρατία στις συμβάσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως.

185    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη στην υπόθεση Τ-416/05 από την Αεροπορία Αιγαίου, εκτιμά ότι, κατόπιν της συστάσεως της ΝΟΑ που προήλθε από την ΟΑ, η υπεκμίσθωση αεροσκαφών στη ΝΟΑ από την ΟΑ, έναντι σημαντικά χαμηλότερων μισθωμάτων από αυτά που καταβάλλονται βάσει των κύριων συμβάσεων μισθώσεως, απαλλάσσει τη ΝΟΑ από ένα μέρος των εξόδων λειτουργίας της, τα οποία επομένως χρηματοδοτούνται από την OA και, τελικώς, λόγω των ελλειμμάτων της τελευταίας, από την Ελληνική Δημοκρατία. Η προσβαλλομένη απόφαση αναφέρει τις ζημίες που υπέστησαν άμεσα η ΟΑ και η Ελληνική Δημοκρατία (αιτιολογική σκέψη 186) και έμμεσα η Ελληνική Δημοκρατία (αιτιολογικές σκέψεις 189 και 191). Υπό τις συνθήκες αυτές, το επίδικο μέτρο δεν ανταποκρίνεται στο κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή.

186    Συγκεκριμένα, πρώτον, το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα των επίδικων μέτρων επί του αποδέκτη των ενισχύσεων, επιβάλλοντας να εξεταστεί αν του παρέχουν όφελος που δεν θα ελάμβανε υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς.

187    Ωστόσο, εν προκειμένω, οι ελληνικές αρχές δεν κοινοποίησαν στην Επιτροπή τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας ελέγχου, παρά την εντολή προσκομίσεως κάθε χρήσιμου πληροφοριακού στοιχείου για την εξέταση της διαδικασίας μετασχηματισμού του Ομίλου της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Κατόπιν της αποστολής της εντολής αυτής, το βάρος αποδείξεως έφεραν οι ελληνικές αρχές, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999. Επειδή οι πληροφορίες που παρέσχον οι ελληνικές αρχές εμφάνιζαν πολλά κενά, η Επιτροπή ανέθεσε σε εμπειρογνώμονες να διενεργήσουν επιτόπιους ελέγχους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορεί να εκτιμηθεί μόνον βάσει των στοιχείων που διέθετε κατά την έκδοσή της.

188    Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, έστω και αν οι πληροφορίες σχετικά με τα μισθώματα που ίσχυαν στην αγορά τής είχαν διαβιβαστεί εγκαίρως, η σύγκριση του ύψους των καταβαλλόμενων από τη ΝΟΑ μισθωμάτων και των μισθωμάτων που ίσχυαν στην αγορά ήταν αναποτελεσματική. Συγκεκριμένα, η σύγκριση αυτή δεν θα ανταποκρινόταν στα πράγματα καθόσον η ΝΟΑ, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα έβρισκε στην αγορά άλλους εκμισθωτές διατεθειμένους να της εκμισθώσουν αεροσκάφη χωρίς την παρέμβαση της Ελληνικής Δημοκρατίας.

189    Η ανάλυση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι οι κύριοι εκμισθωτές, ανήσυχοι για την τύχη των απαιτήσεών τους έναντι της ΟΑ, απείλησαν ότι θα κατήγγελλαν τις συναφθείσες με την εταιρία αυτή συμβάσεις, θα πωλούσαν τα αεροσκάφη, θα ζητούσαν την άμεση καταβολή των εγγυήσεων και θα επέβαλλαν συναφώς επαχθέστερους όρους. Η ανάλυση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η ΝΟΑ κατόρθωσε να συνάψει σύμβαση λειτουργικής μισθώσεως τον Ιούνιο του 2004, δεδομένου ότι η εταιρία αυτή παρέμενε, κατά την Επιτροπή, υπό την «προστασία» της Ελληνικής Δημοκρατίας.

190    Με την υποκατάσταση της ΟΑ στις τέσσερις συμβάσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως και την ελάφρυνση του κόστους των μισθώσεων, η Ελληνική Δημοκρατία κατέστησε δυνατή την εξακολούθηση των μισθώσεων και, ως εκ τούτου, τη διατήρηση των πτητικών δραστηριοτήτων. Επομένως, δεν είναι αναγκαίο να υπολογιστεί η διαφορά μεταξύ των υποθετικών μισθωμάτων και των πράγματι καταβληθέντων από τη ΝΟΑ στην ΟΑ και στην Ελληνική Δημοκρατία.

191    Εξάλλου, η Επιτροπή τονίζει ότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, περιορίστηκε να χαρακτηρίσει ως ενίσχυση χορηγηθείσα στη ΝΟΑ την παρασχεθείσα από την ΟΑ και την Ελληνική Δημοκρατία ελάφρυνση του κόστους της μισθώσεως αεροσκαφών, χωρίς να υπολογίσει ποσοτικώς ρητώς την ενίσχυση αυτή.

192    Υπό τις συνθήκες αυτές, όσον αφορά ειδικότερα τα τέσσερα αεροσκάφη που υπεκμίσθωσε στη ΝΟΑ η Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, δεν αγνόησε, στην προσβαλλομένη απόφαση, τη διαφορά μεταξύ των αντιπαροχών που προέβλεπαν, αντιστοίχως, οι συμβάσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως και οι συμβάσεις υπεκμισθώσεως. Εντούτοις, η διάκριση αυτή ασκεί επιρροή αποκλειστικώς και μόνον για τον υπολογισμό του ύψους των ενισχύσεων. Δεν απαιτείται να γίνει μνεία της διακρίσεως αυτής για να στοιχειοθετηθεί ότι μέρος των μισθωμάτων αυτών επιβάρυνε το Δημόσιο.

193    Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι τα ποσά των 37 εκατομμυρίων και 2,75 εκατομμυρίων ευρώ για τα οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 1, παράγραφος 1, των ουσιαστικών διατάξεων της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αντιστοιχούν οπωσδήποτε στην ενίσχυση, αλλά είναι ενδεικτικά του ύψους των ζημιών που υπέστησαν, αντιστοίχως, η ΟΑ και η Ελληνική Δημοκρατία. Το ύψος της ενισχύσεως πρέπει να καθοριστεί, κατά την Επιτροπή, στο πλαίσιο συζητήσεων μεταξύ του οργάνου αυτού και των ελληνικών αρχών, σύμφωνα με την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας την οποία καθιερώνει το άρθρο 10 ΕΚ. Δεν αποκλείεται το ποσόν αυτό να είναι υψηλότερο των προαναφερθεισών ζημιών.

194    Βάσει όλων αυτών των στοιχείων, η προσβαλλομένη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, όσον αφορά την παροχή στη ΝΟΑ οφέλους προκύπτοντος από το επίπεδο των μισθωμάτων (αιτιολογικές σκέψεις 186 και 188). Δεν απαιτούνταν αριθμητικός υπολογισμός της ενισχύσεως με σύγκριση των καταβαλλομένων από τη ΝΟΑ μισθωμάτων σε σχέση προς τις τιμές που ίσχυαν στην αγορά. Εν πάση περιπτώσει, οι ελληνικές αρχές δεν προσκόμισαν στην Επιτροπή τα απαιτούμενα συναφώς πληροφοριακά στοιχεία.

195    Στην υπόθεση Τ-416/05, η Αεροπορία Αιγαίου, παρεμβαίνουσα υπέρ της Επιτροπής, αμφισβητεί το συμβατό της συμπεριφοράς της ΟΑ και της Ελληνικής Δημοκρατίας με το κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία για δύο λόγους. Πρώτον, υποστηρίζει ότι ένας ιδιώτης επενδυτής θα επιχειρούσε να υπεκμισθώσει τα εν λόγω αεροσκάφη κατά προτεραιότητα σε υγιή αεροπορική εταιρία, επιβάλλοντάς της τους ισχύοντες στην αγορά όρους προκειμένου να διασφαλίσει την έγκαιρη πληρωμή των μισθωμάτων, αντί να τα εκμισθώσει στη ΝΟΑ, έναντι της οποίας δεν υφίστατο καμία δυνατότητα αναγκαστικής εκτελέσεως. Τέλος, ουδείς ιδιώτης επενδυτής θα δεχόταν να αποχωριστεί τον μοναδικό δυνητικώς αποδοτικό κλάδο της δραστηριότητας του.

196    Δεύτερον, η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει ότι οι συνέπειες της διατηρήσεως σε ισχύ μιας συμβάσεως μισθώσεως αεροσκαφών, συναφθείσας σε υψηλή τιμή και για μεγάλη διάρκεια όταν η συγκυρία είναι ευνοϊκή, συνιστούν στοιχείο συνήθους εμπορικού κινδύνου τον οποίο αναλαμβάνουν οι αεροπορικές εταιρίες. Κατά συνέπεια, στο μέτρο που, κατά την παρεμβαίνουσα, η ΝΟΑ διαδέχθηκε την ΟΑ και ανήκει στον ίδιο όμιλο, το γεγονός και μόνον ότι η ΝΟΑ δεν επιβαρυνόταν με υψηλά μισθώματα συνιστά κρατική ενίσχυση ίση προς τη διαφορά μεταξύ των καταβαλλομένων βάσει των κύριων συμβάσεων μισθωμάτων και αυτών που καταβάλλονταν στο πλαίσιο των υπομισθώσεων, χωρίς να χρειάζεται σύγκριση των καταβαλλομένων από τη ΝΟΑ μισθωμάτων με την τιμή που ίσχυε στην αγορά.

197    Εξάλλου, η Αεροπορία Αιγαίου εκφράζει αμφιβολίες ως προς το συμβατό των καταβαλλομένων από τη ΝΟΑ μισθωμάτων με τις τιμές της αγοράς. Επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο συμβάσεως της 14ης Δεκεμβρίου 2006, καταβάλλει σε εταιρία εκμισθώσεως αεροσκαφών μίσθωμα 700 000 ευρώ για τη μίσθωση αεροσκάφους η αγοραία αξία του οποίου είναι κατά 50 % περίπου χαμηλότερη από την αξία αεροσκάφους του τύπου των αεροσκαφών που μίσθωνε η ΝΟΑ.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

198    Μετά τον καθορισμό της επίδικης ενισχύσεως και των ζητημάτων που θέτει η επιχειρηματολογία των διαδίκων, θα πρέπει να εξεταστούν τα κρίσιμα εν προκειμένω στοιχεία από πλευράς εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, πριν εξεταστεί το ζήτημα της κατανομής του βάρους αποδείξεως σε σχέση προς την εκ μέρους των διαδίκων τήρηση των διαδικαστικών υποχρεώσεών τους κατά τη διοικητική διαδικασία.

–       Επί του καθορισμού της επίδικης ενισχύσεως

199    Από το άρθρο 1, παράγραφος 1, και από τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ρητώς ότι η Επιτροπή έκρινε απλώς ότι συνιστούσε κρατική ενίσχυση, αφενός, η εκ μέρους της ΟΑ αποδοχή, κατά τη διάρκεια του 2004, μισθωμάτων για την υπεκμίσθωση αεροσκαφών στη ΝΟΑ χαμηλότερων από εκείνα που κατέβαλλε η ΟΑ στο πλαίσιο κύριων συμβάσεων λειτουργικής μισθώσεως (βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 158 και 186) και, αφετέρου, η εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας αποδοχή μισθωμάτων χαμηλότερων από εκείνα που κατέβαλλε στο πλαίσιο χρηματοδοτικών μισθώσεων, από την ημερομηνία της υποκαταστάσεως της ΟΑ στις συμβάσεις αυτές και μέχρι τον Μάιο του 2005, οπότε πραγματοποιήθηκε ο επιτόπιος έλεγχος από τους εμπειρογνώμονες της Επιτροπής (βλ. ιδίως αιτιολογικές σκέψεις 160 και 186). Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά ρητώς τις ζημίες τις οποίες υπέστη η ΟΑ λόγω των χρηματοδοτικών συμβάσεων πριν από την υποκατάστασή της από την Ελληνική Δημοκρατία και λόγω των κύριων συμβάσεων λειτουργικής μισθώσεως από τις 12 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2003 και από την 1η Ιανουαρίου έως τις 14 Σεπτεμβρίου 2005, ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Δεν αφορά επίσης ρητώς τις ζημίες που υπέστη η Ελληνική Δημοκρατία από τον Μάιο έως τις 14 Σεπτεμβρίου 2005. Αυτή η ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβεβαιώνεται από την προμνησθείσα απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Ελλάδας (σκέψη 42), στην οποία το Δικαστήριο τόνισε ότι τα ποσά «που αφορούν τις πληρωμές λόγω υπεκμισθώσεως αεροσκαφών […] έχουν καθοριστεί» στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο αφορά ακριβώς τις ζημίες που υπέστησαν η μεν ΟΑ το 2004, η δε Ελληνική Δημοκρατία έως τον Μάιο του 2005.

200    Στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 186 και 188 και άρθρο 1, παράγραφος 1, των ουσιαστικών διατάξεων), η Επιτροπή, με βάση την έκθεση Moore Stephens, στηρίχθηκε αποκλειστικά στη διαπίστωση των ζημιών που υπέστησαν η ΟΑ και η Ελληνική Δημοκρατία υπεκμισθώνοντας αεροσκάφη στη ΝΟΑ έναντι μισθωμάτων σημαντικά χαμηλότερων από εκείνα που καταβάλλονταν στο πλαίσιο των κύριων συμβάσεων. Συναφώς, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι οι ζημίες αυτές, που προέκυψαν από τη διαφορά μεταξύ των κύριων μισθωμάτων και των μισθωμάτων που κατέβαλλε η ΝΟΑ, ανήλθαν, όσον αφορά την ΟΑ, για την υπεκμίσθωση, το 2004, αεροσκαφών στην ΝΟΑ, στο συνολικό ποσό των 37,6 εκατομμυρίων ευρώ, ήτοι στο 55 % του ποσού των μισθωμάτων που καταβάλλονταν στο πλαίσιο των κύριων συμβάσεων μισθώσεως. Εξάλλου, οι ζημίες της Ελληνικής Δημοκρατίας ανήθλαν, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις των εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής, σε ποσό κυμαινόμενο μεταξύ 250 000 και 350 000 ευρώ μηνιαίως για κάθε ένα από τα τέσσερα αεροσκάφη που υπεκμίσθωνε στη ΝΟΑ, αφότου υποκατέστησε την ΟΑ στις χρηματοδοτικές μισθώσεις. Η διαφορά μεταξύ των μισθωμάτων που κατέβαλλε η ΝΟΑ για τα τέσσερα αυτά αεροσκάφη και εκείνων που κατέβαλλε η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο των χρηματοδοτικών μισθώσεων ανήλθε συνεπώς, κατά την Επιτροπή, έως τον Μάιο του 2005, σε 2,75 εκατομμύρια ευρώ συνολικώς, ποσό το οποίο οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν.

201    Όσον αφορά τις υπεκμισθώσεις αεροσκαφών από την ΟΑ στη ΝΟΑ, από την έκθεση Moore Stephens και από την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ., ιδίως, αιτιολογική σκέψη 155) προκύπτει ότι η ΝΟΑ υπομίσθωνε στην αρχή, όταν συστάθηκε, 23 αεροσκάφη από την ΟΑ, πράγμα που επιβεβαίωσε η ΝΟΑ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ο αριθμός αυτός μειώθηκε στη συνέχεια σε 22 αεροσκάφη, κατόπιν της μη ανανεώσεως μιας συμβάσεως λειτουργικής μισθώσεως μεταξύ της ΟΑ και του κύριου εκμισθωτή, κατά τη λήξη της συμβάσεως αυτής τον Μάρτιο του 2005.

202    Όσον αφορά τα 22 προμνησθέντα αεροσκάφη, τα οποία η ΟΑ υπεκμίσθωσε στη ΝΟΑ, από την προσβαλλόμενη απόφαση και την έκθεση Moore Stephens προκύπτει αδιαμφισβήτητα ότι 18 από τα αεροσκάφη αυτά κατείχε η ΟΑ δυνάμει συμβάσεως λειτουργικής μισθώσεως και τέσσερα δυνάμει χρηματοδοτικών μισθώσεων. Από την προμνησθείσα έκθεση προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία υποκατέστησε την ΟΑ στις 17 Δεκεμβρίου 2004 όσον αφορά δύο από αυτές τις χρηματοδοτικές μισθώσεις και τον Απρίλιο του 2005 όσον αφορά τις υπόλοιπες δύο, πράγμα που επιβεβαίωσαν οι διάδικοι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

–       Επί του καθορισμού των επιδίκων ζητημάτων από πλευράς περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως και της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

203    Στο πραγματικό αυτό πλαίσιο, η Επιτροπή περιορίστηκε να συγκρίνει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τα μισθώματα που κατέβαλλε η ΝΟΑ για την υπομίσθωση των αεροσκαφών με εκείνα που καταβάλλονταν στο πλαίσιο των κύριων συμβάσεων. Η απουσία συγκρίσεως μεταξύ των επιδίκων μισθωμάτων που κατέβαλλε η ΝΟΑ και των μισθωμάτων που ίσχυαν στην αγορά επιβεβαιώνεται από την έκθεση Moore Stephens. Πράγματι, στην έκθεση αυτή, επί της οποίας στήριξε η Επιτροπή την προσβαλλόμενη απόφαση, οι εμπειρογνώμονες επισημαίνουν ότι, στο χρονικό διάστημα το οποίο είχαν στη διάθεσή τους για να επιτελέσουν το έργο τους, δεν μπόρεσαν να προβούν σε αυτοτελή εκτίμηση του επιπέδου των μισθωμάτων στην αγορά μισθώσεως αεροσκαφών.

204    Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή αναγνώρισε, ωστόσο, ότι τα ποσά της ενισχύσεως δεν αντιστοιχούν στα ποσά των ζημιών τις οποίες υπέστησαν η ΟΑ και η Ελληνική Δημοκρατία τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά στη διαφορά μεταξύ των μισθωμάτων που κατέβαλλε η ΝΟΑ και των τιμών που ίσχυαν στην αγορά.

205    Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως παραλείποντας, ιδίως, να συγκρίνει τα καταβληθέντα από τη ΝΟΑ μισθώματα με τις τιμές που ίσχυαν στην αγορά, στο πλαίσιο της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

206    Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι οι όροι τις αγοράς μισθώσεως αεροσκαφών μεταβλήθηκαν σημαντικά μεταξύ της ημερομηνίας συνάψεως των κύριων συμβάσεων, η οποία είναι προγενέστερη των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, και της εξεταζομένης εν προκειμένω περιόδου. Συναφώς, η Επιτροπή δεν λαμβάνει θέση επί της εκθέσεως που επιγράφεται «Study on Lease Market Rates Related to Olympic Airlines» (Μελέτη σχετικά με το επίπεδο των μισθωμάτων στην αγορά, σε σχέση προς τη NOA), με ημερομηνία 15 Νοεμβρίου 2005, η οποία εκπονήθηκε από το γραφείο συμβούλων «Aviation Economics» κατόπιν αιτήσεως της NOA. Δεν αμφισβητεί επίσης τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών σύμφωνα με τους οποίους η ΟΑ υπείχε, δυνάμει του κύριων συμβάσεων, την υποχρέωση να καταβάλει το ποσό των συμφωνηθέντων μισθωμάτων, ως αποζημίωση, σε περίπτωση μονομερούς καταγγελίας των συμβάσεων αυτών.

207    Πάντως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, οι διαφορές που διαπιστώθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση μεταξύ των μισθωμάτων που καταβάλλονταν στο πλαίσιο των κύριων συμβάσεων και εκείνων που κατέβαλλε η ΝΟΑ καθιστούν ωστόσο προφανή την ελάφρυνση του κόστους μισθώσεως αεροσκαφών την οποία χορήγησαν η ΟΑ και η Ελληνική Δημοκρατία προς τη ΝΟΑ. Το καθοριστικό στοιχείο έγκειται στην «απορρόφηση αυτών των διαφορών στα μισθώματα από μια εταιρία αντιμετωπίζουσα δυσχέρειες η οποία υποχρεούνταν να επιστρέψει ενισχύσεις».

208    Συναφώς, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας (βλ. ανωτέρω σκέψη 34), το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο οι πτητικές δραστηριότητες της ΝΟΑ επιδοτούνταν από την ΟΑ τα ελλείμματα της οποίας κάλυπτε τελικώς η Ελληνική Δημοκρατία, η οποία υφίστατο έτσι έμμεση ζημία, περιορίζεται στην ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας που προβλήθηκε με το υπόμνημα αντικρούσεως και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νέος ισχυρισμός.

209    Εξάλλου, η Επιτροπή περιορίζεται να υποστηρίξει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν εναπέκειτο σ’ αυτή να προβεί στη σύγκριση μεταξύ των επιδίκων μισθωμάτων που κατέβαλλε η ΝΟΑ και των τιμών που ίσχυαν στην αγορά, εφόσον δεν της είχαν κοινοποιηθεί τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία από τις ελληνικές αρχές, παρά τις εντολές που τους απηύθυνε για την παροχή πληροφοριών. Επιπλέον, και εν πάση περιπτώσει, η σύγκριση αυτή θα ήταν, κατά την Επιτροπή, αλυσιτελής, καθόσον η ΝΟΑ, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα είχε βρει άλλους εκμισθωτές χωρίς την παρέμβαση της Ελληνικής Δημοκρατίας.

210    Βάσει αυτών των επιχειρημάτων των διαδίκων, πρέπει να καθοριστούν τα κρίσιμα στοιχεία για την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή όσον αφορά τα επίδικα μέτρα, προτού εξεταστούν οι αντίστοιχες διαδικαστικές υποχρεώσεις των διαδίκων κατά τη διοικητική διαδικασία και η κατανομή, εν προκειμένω, του βάρους αποδείξεως.

–       Επί των κρίσιμων εν προκειμένω στοιχείων για την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή

211    Από το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ προκύπτει ότι η έννοια της ενισχύσεως είναι έννοια αντικειμενική και εξαρτάται μόνον από το ζήτημα αν ένα κρατικό μέτρο απονέμει ή όχι πλεονέκτημα σε μία επιχείρηση ή σε ορισμένες επιχειρήσεις (απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιανουαρίου 1998, T‑67/94, Ladbroke Racing κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1, σκέψη 52).

212    Ειδικότερα, για να καθοριστεί αν τα επίδικα μέτρα μπορούν να συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, πρέπει να ληφθούν κυρίως υπόψη τα αποτελέσματα που έχουν τα μέτρα αυτά στις ωφελούμενες επιχειρήσεις, και όχι η κατάσταση των δημοσίων ή ιδιωτικών οργανισμών που χορήγησαν την ενίσχυση (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 1977, 78/76, Steinike & Weinlig, Συλλογή τόμος 1977, σ. 171, σκέψη 21).

213    Πρέπει, επομένως, να εκτιμηθεί αν τα επίδικα μέτρα παρέχουν στην δικαιούχο επιχείρηση οικονομικό όφελος το οποίο η επιχείρηση αυτή δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς (βλ. προμνησθείσες αποφάσεις Linde κατά Επιτροπής, σκέψη 39, και Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, σκέψη 207 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ο εύλογος χαρακτήρας της συγκεκριμένης ενέργειας των δημοσίων αρχών ή της δημόσιας επιχειρήσεως που χορήγησαν την ενίσχυση δεν απαλλάσσει από την υποχρέωση εξακριβώσεως του ζητήματος αυτού (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, προμνησθείσα απόφαση Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, σκέψη 315· βλ., επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα απόφαση Linde κατά Επιτροπής, σκέψεις 48 έως 54).

214    Από τα ανωτέρω συνάγεται, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι η «απορρόφηση των διαφορών στα μισθώματα» ήταν περισσότερο εύλογη από την καταγγελία των κύριων συμβάσεων, η λογική οικονομική διαχείριση των αεροσκαφών από την ΟΑ και από την Ελληνική Δημοκρατία, με περιορισμό των ζημιών χάρη στην υπεκμίσθωση των αεροσκαφών αυτών στη ΝΟΑ και στη συνακόλουθη παροχή υπηρεσιών στην εταιρία αυτή με τους όρους της αγοράς, δεν αρκεί για να καταστήσει τη συμπεριφορά αυτή σύμφωνη προς το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή. Επομένως, στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το σύνολο των πλεονεκτημάτων που φέρεται να άντλησε η ΟΑ από την υπεκμίσθωση των αεροσκαφών της στη ΝΟΑ δεν επιτρέπει να συναχθεί ότι το όργανο αυτό δεν έλαβε υπόψη του το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή.

215    Αντιθέτως, η Ελληνική Δημοκρατία και η ΝΟΑ ορθώς υπογραμμίζουν την ανάγκη συγκρίσεως των επιδίκων μισθωμάτων που κατέβαλλε η ΝΟΑ στην ΟΑ και στην Ελληνική Δημοκρατία με τα μισθώματα που ίσχυαν στην αγορά, προς εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επιχειρηματία, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομολογία.

216    Συναφώς, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Επιτροπής και της Αεροπορίας Αιγαίου κατά τα οποία μια τέτοια σύγκριση θα ήταν αλυσιτελής. Πράγματι, πρώτον, τόσο από τις αιτιολογικές σκέψεις όσο και από το άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι η ενίσχυση στην οποία αναφέρεται η απόφαση αυτή δεν συνίσταται σε αυτή καθαυτήν την υπεκμίσθωση αεροσκαφών στη ΝΟΑ από την ΟΑ και την Ελληνική Δημοκρατία, αλλά στην εκ μέρους της ΝΟΑ καταβολή μισθωμάτων χαμηλότερων από αυτά που καταβάλλουν οι εκμισθωτές αυτοί στο πλαίσιο των κύριων συμβάσεων μισθώσεως ή των χρηματοδοτικών μισθώσεων. Οι ισχυρισμοί της Επιτροπής ότι η ΝΟΑ δεν θα ήταν σε θέση να μισθώσει αεροσκάφη στην αγορά χωρίς την υποστήριξη της Ελληνικής Δημοκρατίας στερούνται, συνεπώς, σημασίας εν προκειμένω.

217    Από την οπτική αυτή γωνία, η υπό κρίση διαφορά θέτει διαφορετικά ζητήματα από εκείνα που εξετάστηκαν, παραδείγματος χάριν, στην απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2000, C‑288/96, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I‑8237, σκέψεις 30 έως 32 και 41), με την οποία το Δικαστήριο προέκρινε το κριτήριο που στηρίζεται στις δυνατότητες του υπέρ ου κρατική εγγύηση να λάβει δάνειο στην αγορά κεφαλαίων αν δεν υπήρχε η εγγύηση αυτή. Πράγματι, η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή αφορούσε την παροχή αυτής της εγγυήσεως, ενώ, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα χαρακτηριζόμενα ως ενισχύσεις μέτρα αφορούν αποκλειστικά το επίπεδο των μισθωμάτων που εφαρμόστηκαν έναντι της ΝΟΑ.

218    Εν προκειμένω, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των επιδίκων μέτρων (αιτιολογικές σκέψεις 186 και 188 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή δεν μέμφεται το γεγονός ότι η ΟΑ και η Ελληνική Δημοκρατία δεν ζήτησαν επαρκείς εγγυήσεις πληρωμής από η ΝΟΑ, προκειμένου να συμφωνήσουν να της υπεκμισθώσουν αεροσκάφη. Δεν προσάπτει επίσης στην ΟΑ ότι δεν κατήγγειλε τις κύριες συμβάσεις μισθώσεως αντί να υπεκμισθώσει τα αεροσκάφη στη ΝΟΑ.

219    Δεύτερον, η Επιτροπή, η οποία δεν εξετάζει αυτή καθαυτήν την αναδιάρθρωση του Ομίλου της Ολυμπιακής Αεροπορίας (βλ. ανωτέρω σκέψη 101), δεν προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία ότι δεν προέβλεψε, κατά την ίδρυση της ΝΟΑ, τη μεταβίβαση των κύριων συμβάσεων μισθώσεως και των χρηματοδοτικών μισθώσεων στην εταιρία αυτή. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της Αεροπορίας Αιγαίου ότι η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως υπέρ της ΝΟΑ απορρέει από το γεγονός και μόνον ότι η εταιρία αυτή απαλλάσσεται του συνήθους εμπορικού κινδύνου που συνδέεται με τη διατήρηση της ισχύος των κύριων συμβάσεων μισθώσεως είναι αλυσιτελές.

220    Τέλος, κατά την εκτίμηση των επιδίκων μέτρων, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί, βάσει του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, την απόφαση υποκαταστάσεως της ΟΑ από την Ελληνική Δημοκρατία στις τέσσερις χρηματοδοτικές μισθώσεις. Επισημαίνει ότι από την έκθεση Moore Stephens προκύπτει ότι η απόφαση αυτή ελήφθη από την Ελληνική Δημοκρατία προκειμένου να αποφευχθούν, τόσο για την ΟΑ όσο και για την ίδια ως εγγυήτρια, οι επαχθέστεροι όροι που είχαν επιβάλει τα εμπλεκόμενα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (κύριοι εκμισθωτές) κατά την απόσχιση, λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με το μέλλον της ΟΑ και της ΝΟΑ. Η Επιτροπή υπογραμμίζει απλώς τον εξαιρετικό χαρακτήρα της αποφάσεως αυτής, επισημαίνοντας ότι, κατά τους εμπειρογνώμονες, χρειάστηκε η ψήφιση νέας νομοθετικής διατάξεως προκειμένου να καταστεί δυνατή αυτή η πράξη (βλ. αιτιολογική σκέψη 159 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

221    Από το σύνολο των σκέψεων αυτών προκύπτει ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι ισχυρισμοί της Επιτροπής –σύμφωνα με τους οποίους, κατ’ ουσίαν, η εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας υπεκμίσθωση αεροσκαφών στη ΝΟΑ, έναντι μισθωμάτων χαμηλότερων από εκείνα που καταβάλλονταν στο πλαίσιο των κύριων συμβάσεων, κατέστη δυνατή μόνον χάρη στην υποστήριξη της Ελληνικής Δημοκρατίας– είναι βάσιμοι, αυτό δεν απάλλασσε την Επιτροπή από την υποχρέωση να εξακριβώσει, σύμφωνα με το κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία, κατά πόσον τα μισθώματα που κατέβαλλε η ΝΟΑ ήταν πράγματι χαμηλότερα από εκείνα που θα είχε καταβάλει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

222    Πράγματι, οι όροι της αναδιαρθρώσεως και τα διάφορα μέτρα υποστηρίξεως που επικαλείται η Επιτροπή, και τα οποία δεν χαρακτηρίζονται, αυτά καθαυτά, ως κρατικές ενισχύσεις στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. ανωτέρω σκέψη 101), αντιπροσωπεύουν απλώς το όλο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η φερόμενη ενίσχυση, η οποία χορηγήθηκε υπό μορφή μισθωμάτων, για την υπομίσθωση αεροσκαφών, χαμηλότερων από τα μισθώματα που καταβάλλονταν δυνάμει των κύριων συμβάσεων. Εξ αυτού και μόνο του πλαισίου προκύπτει, ελλείψει οποιουδήποτε άλλου σοβαρού αποδεικτικού στοιχείου, ότι τα μισθώματα που κατέβαλλε η ΝΟΑ για την υπομίσθωση αεροσκαφών ήταν χαμηλότερα από εκείνα που ίσχυαν στην αγορά.

223    Επομένως, εν προκειμένω, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, το κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία επέβαλλε να εξακριβωθεί κατά πόσον τα επίδικα μισθώματα που κατέβαλλε η ΝΟΑ αντιστοιχούσαν στα μισθώματα που θα εφαρμόζονταν υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

–       Επί της κατανομής του βάρους της αποδείξεως και των αντιστοίχων διαδικαστικών υποχρεώσεων της Επιτροπής και του ενδιαφερομένου κράτους μέλους

224    Κατά τη νομολογία, στην Επιτροπή εναπέκειτο να αποδείξει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τη χορήγηση νέων ενισχύσεων, συγκρίνοντας εν προκειμένω τα επίδικα μισθώματα που κατέβαλλε η ΝΟΑ με εκείνα που ίσχυαν στην αγορά. Πράγματι, από τις διατάξεις του άρθρου 88, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ προκύπτει ότι, ελλείψει τέτοιας αποδείξεως, τα επίδικα νέα μέτρα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Απριλίου 1994, C‑324/90 και C‑342/90, Γερμανία και Pleuger Worthington κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑1173, σκέψη 23).

225    Ωστόσο, η εφαρμογή αυτού του κανόνα περί του βάρους της αποδείξεως εξαρτάται από την τήρηση, εκ μέρους της Επιτροπής και του ενδιαφερομένου κράτους μέλους, των αντιστοίχων διαδικαστικών υποχρεώσεών τους, στο πλαίσιο της εκ μέρους του οργάνου αυτού ασκήσεως των εξουσιών του προκειμένου να υποχρεώσει το κράτος μέλος να του παράσχει όλα απαιτούμενα πληροφοριακά στοιχεία (προμνησθείσα απόφαση Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες κατά Επιτροπής, σκέψη 35).

226    Ειδικότερα, από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει απόφαση βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, σε περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος, κατά παράβαση του απορρέοντος από το άρθρο 10 ΕΚ καθήκοντος συνεργασίας που υπέχει έναντι του οργάνου αυτού, δεν της παράσχει τα πληροφοριακά στοιχεία που του ζήτησε είτε προκειμένου να εξετάσει τον χαρακτηρισμό και το συμβατό με την κοινή αγορά μιας νέας ή μιας τροποποιημένης ενισχύσεως, είτε προκειμένου να ελέγξει τη σύννομη εφαρμογή προηγουμένως εγκριθείσας ενισχύσεως. Πάντως, πριν λάβει μια τέτοια απόφαση, η Επιτροπή οφείλει να ζητήσει από το κράτος μέλος να της παράσχει, εντός της προθεσμίας που του τάσσει, όλα τα απαραίτητα προς άσκηση του ελέγχου της έγγραφα και πληροφοριακά στοιχεία. Μόνον αν το κράτος μέλος παραλείψει, παρά την διαταγή της Επιτροπής, να της παράσχει τα στοιχεία που του ζητήθηκαν, μπορεί η Επιτροπή να τερματίσει τη διαδικασία και να εκδώσει, βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της, αναλόγως της περιπτώσεως, απόφαση σχετικά με την ύπαρξη και το συμβατό της ενισχύσεως με την κοινή αγορά ή απόφαση διαπιστώνουσα το σύννομο της εφαρμογής προηγουμένως εγκριθείσας ενισχύσεως (βλ. προμνησθείσα απόφαση Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες κατά Επιτροπής, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

227    Οι προμνησθείσες διαδικαστικές υποχρεώσεις επαναλαμβάνονται και συγκεκριμενοποιούνται από το άρθρο 2, παράγραφος 2, το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 10 και το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

228    Πρέπει, επίσης, να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, «[σ]την απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή αναφέρει συνοπτικά τα σημαντικότερα πραγματικά και νομικά ζητήματα, προβαίνει σε προσωρινή εκτίμηση σχετικά με το χαρακτήρα του σχεδιαζόμενου μέτρου ως ενίσχυσης και εκθέτει τις αμφιβολίες της για το συμβατό του μέτρου με την κοινή αγορά».

229    Οι διαδικαστικές αυτές υποχρεώσεις επιβάλλονται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και στην Επιτροπή προκειμένου να μπορεί η Επιτροπή να ασκεί τον έλεγχό της βάσει αρκούντως σαφών και ακριβών πληροφοριακών στοιχείων, διασφαλιζομένου συγχρόνως του δικαιώματος ακροάσεως του ενδιαφερομένου κράτους μέλους. Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία κινούμενη εναντίον ενός προσώπου και ικανή να καταλήξει σε βλαπτική γι’ αυτό πράξη συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης και πρέπει να διασφαλίζεται ακόμη και εν απουσία ειδικής κανονιστικής ρυθμίσεως (βλ. προμνησθείσα απόφαση Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες κατά Επιτροπής, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

230    Υπό το πρίσμα αυτών των διαδικαστικών αρχών πρέπει να εξεταστεί αν, εν προκειμένω, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα, όπως κατ’ ουσίαν ισχυρίζεται, να θεωρήσει ότι υπήρχε κρατική ενίσχυση βάσει αποκλειστικώς και μόνον των πληροφοριακών στοιχείων που είχε στη διάθεσή της, ή αν η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή τής επέβαλλε να συνεχίσει τις έρευνές της προκειμένου να είναι σε θέση να συγκρίνει τα επίδικα μισθώματα που κατέβαλλε η ΝΟΑ με εκείνα που θα είχε καταβάλει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς.

231    Προς τούτο, πρέπει να εξεταστεί το περιεχόμενο της διαταγής παροχής πληροφοριών και της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, καθώς και των παρατηρήσεων που κατέθεσε η Ελληνική Δημοκρατία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

232    Πρώτον, με τη διαταγή παροχής πληροφοριών, που φέρει ημερομηνία 8 Σεπτεμβρίου 2003, η Επιτροπή ζήτησε, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 5 και 10 του κανονισμού 659/1999, να της διαβιβαστούν όλα τα αναγκαία πληροφοριακά στοιχεία για τον έλεγχο των μέτρων που συνδέονταν με τη διαδικασία αναδιαρθρώσεως και ιδιωτικοποιήσεως της αεροπορικής εταιρίας ΟΑ. Υπενθύμισε, συναφώς, ότι, όταν εξετάζει το συμβατό κρατικής ενισχύσεως με την κοινή αγορά, οφείλει να λάβει υπόψη της όλα τα κρίσιμα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου, ενδεχομένως, του πλαισίου που ήδη έχει εξετάσει με προηγούμενη απόφαση.

233    Από την απόφαση αυτή προκύπτει συνεπώς ότι η διαταγή αφορούσε, ελλείψει κοινοποιήσεως της διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεως και των νέων μέτρων αναδιαρθρώσεως της ΟΑ για τη διευκόλυνση της ιδιωτικοποιήσεώς της, όλα τα στοιχεία που άπτονταν αυτής της αναδιαρθρώσεως και ιδιωτικοποιήσεως και τα οποία ήταν δυνατόν να ενέχουν στοιχεία κρατικής ενισχύσεως. Η Επιτροπή ζήτησε, ειδικότερα, την κοινοποίηση του επιχειρηματικού προγράμματος της ΝΟΑ, της συνθέσεως των μετόχων της, λεπτομερούς περιγραφής των στοιχείων του ενεργητικού της και της χρηματοδοτήσεώς της, συμπεριλαμβανομένων των χρεών της, του νομικού και φορολογικού καθεστώτος της, καθώς και λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την ενδεχόμενη εκκαθάριση της ΟΑ και των θυγατρικών της.

234    Δεύτερον, στην απόφασή της περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, της 16ης Μαρτίου 2004, η Επιτροπή εξέτασε, εκ των προτέρων, την οικονομική κατάσταση της ΟΑ το 2001 και το 2002, υπό το πρίσμα των υποβληθέντων σε οικονομικό έλεγχο λογαριασμών των δύο αυτών χρήσεων τους οποίους είχε λάβει μόλις τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2003. Το μέγεθος των ζημιών που είχε υποστεί η ΟΑ επιβεβαίωνε την εκτίμηση την οποία είχε διατυπώσει η Επιτροπή με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002 και σύμφωνα με την οποία η Ελληνική Δημοκρατία είχε καταστεί de facto η πρώτη πηγή χρηματοδοτήσεως της εταιρίας αυτής, χωρίς δε την υποστήριξη αυτή η εταιρία θα είχε υποχρεωθεί, κατά τα φαινόμενα, να παύσει τις δραστηριότητές της (σημεία 17, 26 και 29).

235    Όσον αφορά τις ενδεχόμενες νέες, μεταγενέστερες της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2002, ενισχύσεις, τις οποίες και μόνον αφορά η υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή έκρινε, με την απόφαση αυτή της 16ης Μαρτίου 2004, ότι η ΟΑ και η ΝΟΑ ήταν «μία και η αυτή επιχείρηση από πλευράς των κοινοτικών κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων» (σημεία 106 και 108).

236    Όσον αφορά, ειδικότερα, τα αεροσκάφη που εκμεταλλευόταν η ΝΟΑ, η Επιτροπή περιορίστηκε να παρατηρήσει, στο πλαίσιο της εκ μέρους της λεπτομερούς περιγραφής της καταστάσεως, ότι από τον ισολογισμό μετασχηματισμού της ΝΟΑ, που καταρτίστηκε, κατ’ εφαρμογήν του νόμου 3185/2003, κατόπιν αιτήσεως των ελληνικών αρχών, από την εταιρία συμβούλων Deloitte & Touche, προέκυπτε ότι η κυριότητα 18 αεροσκαφών που ανήκαν στην OA ή στην Ολυμπιακή Αεροπλοΐα είχε μεταβιβαστεί στη ΝΟΑ. Εξάλλου, όσον αφορά την υπεκμίσθωση αεροσκαφών από την ΟΑ στη ΝΟΑ, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Deloitte & Touche εξήγησε ότι η υπεκμίσθωση αυτή σήμαινε ότι η ΟΑ παρέμενε ο μοναδικός υπεύθυνος έναντι του ναυλωτή και ότι επέτρεπε στη ΝΟΑ να επωφεληθεί, όπως είχαν τονίσει οι ίδιες οι ελληνικές αρχές, από τις εγγυήσεις που είχε παράσχει το Δημόσιο για τη μίσθωση αεροσκαφών και από άλλες συμβατικές υποχρεώσεις, μεταξύ άλλων τις εγγυήσεις δανείου για την αγορά νέων αεροσκαφών και τη μετεγκατάσταση στο νέο αεροδρόμιο των Σπάτων, που είχε εγκρίνει η Επιτροπή το 1998 και το 2000 ως ενισχύσεις αναδιαρθρώσεως και είχαν κηρυχθεί ασύμβατες με την κοινή αγορά με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002 (σημείο 54 της αποφάσεως της 16ης Μαρτίου 2004· βλ. επίσης ανωτέρω σκέψη 6). Η Επιτροπή τόνισε ότι, σύμφωνα με τους συμβούλους της κυβερνήσεως, την εταιρία Kantor, ήταν σημαντικό να αρχίσει η ΝΟΑ τις δραστηριότητές της ήδη από τα τέλη του 2003, ιδίως «προκειμένου να επωφεληθεί από τις χαμηλές τιμές για την αγορά και τη ναύλωση αεροσκαφών, που θα της επέτρεπαν να βελτιώσει και να ανανεώσει τον στόλο» και διότι η ΟΑ «θα αντιμετώπιζε σημαντικές δυσκολίες επιβίωσης τον χειμώνα του 2003/2004» (σημείο 57).

237    Επιπλέον, η Επιτροπή ανέφερε, στην απόφαση αυτή της 16ης Μαρτίου 2004, ότι, με την καταγγελία της, η Αεροπορία Αιγαίου είχε υποστηρίξει ότι η μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού από την ΟΑ προς τη ΝΟΑ, καταλείποντας όλα τα στοιχεία του παθητικού στην ΟΑ, συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι, σύμφωνα με την καταγγέλλουσα εταιρία, αν οι ναυλωτές και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί δέχονταν τη μεταβίβαση αεροσκαφών από την ΟΑ προς τη ΝΟΑ, θα το έπρατταν κατά πάσα πιθανότητα μόνο με εγγύηση του Δημοσίου, η οποία θα συνιστούσε κρατική ενίσχυση (σκέψη 76).

238    Από την εξέταση της διαταγής παροχής πληροφοριών και της αποφάσεως της 16ης Μαρτίου 2004 καταδεικνύεται ότι η Επιτροπή ουδέποτε αναφέρθηκε, έστω και εμμέσως, με τις αποφάσεις αυτές, στο επίπεδο των μισθωμάτων που κατέβαλλε η ΝΟΑ στην ΟΑ για την υπομίσθωση αεροσκαφών. Πράγματι, η διαταγή παροχής πληροφοριών αφορά μόνον, και πολύ γενικώς, τα μέτρα που άπτονται της διαδικασίας αναδιαρθρώσεως και ιδιωτικοποιήσεως της ΟΑ, τα οποία θα μπορούσαν να συνιστούν κρατικές ενισχύσεις. Εξάλλου, η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως αφορά αποκλειστικώς, στο μέρος που είναι αφιερωμένο στην εκτίμηση των επίμαχων μέτρων, στα μέτρα υπέρ της ΟΑ καθώς και στη διαδικασία ιδιωτικοποιήσεως, η οποία δεν εξετάστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά αποτελεί το αντικείμενο χωριστής διαδικασίας η οποία κατέληξε στην έκδοση αποφάσεως της Επιτροπής, της 17ης Σεπτεμβρίου 2008, με την οποία εγκρίθηκε το σχέδιο ιδιωτικοποιήσεως.

239    Ειδικότερα, λόγος για τις υπεκμισθώσεις αεροσκαφών από την ΟΑ στη ΝΟΑ γίνεται μόνο στο περιγραφικό μέρος της αποφάσεως της 16ης Μαρτίου 2004, υπό το πρίσμα –είναι αληθές– του πλεονεκτήματος που αντλεί η ΝΟΑ από τις εγγυήσεις που είχε παράσχει το Δημόσιο υπέρ της ΟΑ για τη μίσθωση των αεροσκαφών, και οι οποίες κηρύχθηκαν ασύμβατες με την κοινή αγορά με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002. Πάντως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, αυτή καθαυτήν, η υπεκμίσθωση των αεροσκαφών στη ΝΟΑ, στο πλαίσιο αυτό, δεν χαρακτηρίζεται ως ενίσχυση στην προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αναφέρεται αποκλειστικώς στο επίπεδο των μισθωμάτων.

240    Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως δεν περιέχει προκαταρκτική αξιολόγηση των μισθωμάτων που κατέβαλλε η εταιρία αυτή, προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον ενείχαν στοιχείο ενισχύσεως, όπως απαιτεί το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

241    Ωστόσο, με τις από 11 Ιουνίου 2004 παρατηρήσεις της επί της εν λόγω αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, ότι τα μισθωμένα από την ΟΑ αεροσκάφη είχαν υπεκμισθωθεί στη ΝΟΑ, στις τιμές της αγοράς, εξ αιτίας των αποζημιώσεων τις οποίες η ΟΑ έπρεπε να καταβάλει στους εκμισθωτές σε περίπτωση καταγγελίας των κύριων συμβάσεων μισθώσεως πριν από τη λήξη τους. Οι υπεκμισθώσεις αυτές αποτελούσαν βραχυπρόθεσμη λύση, καθόσον η ΝΟΑ θα αναλάμβανε στο μέλλον το σύνολο των κύριων συμβάσεων μισθώσεως (εξαιρουμένου ενός μικρού αριθμού από αυτές που επρόκειτο να λήξουν σύντομα). Αντιθέτως, τα τέσσερα αεροσκάφη που αποτελούσαν αντικείμενο χρηματοδοτικής μισθώσεως θα εξακολουθούσαν να υπεκμισθώνονται στη ΝΟΑ στις τιμές που ίσχυαν στην αγορά.

242    Επιπλέον, από την έκθεση Moore Stephens προκύπτει ότι, κατά τις επιτόπιες έρευνες, η διοίκηση της ΝΟΑ δικαιολόγησε στους εμπειρογνώμονες της Επιτροπής τις διαφορές μεταξύ, αφενός, των μισθωμάτων που κατέβαλλε η εταιρία αυτή για την υπομίσθωση των αεροσκαφών και, αφετέρου, των μισθωμάτων που κατέβαλλαν η μεν ΟΑ στο πλαίσιο των κύριων συμβάσεων μισθώσεως, η δε Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο των χρηματοδοτικών μισθώσεων, υποστηρίζοντας ότι τα μισθώματα για την υπομίσθωση αντιστοιχούσαν στις τιμές που ίσχυαν στην αγορά και ότι η ΝΟΑ θα μπορούσε να μισθώσει αεροσκάφη από άλλους εκμισθωτές αν οι υπομισθώσεις αυτές δεν της είχαν προσφερθεί με τις τιμές της αγοράς.

243    Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι η Ελληνική Δημοκρατία διαβίβασε όλα τα απαραίτητα πληροφοριακά στοιχεία όσον αφορά τις επίμαχες κύριες συμβάσεις και συμβάσεις υπεκμισθώσεως, ιδίως όσον αφορά τα συμφωνηθέντα μισθώματα. Παρέλειψε μόνο να παράσχει οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με το επίπεδο των μισθωμάτων υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

244    Ούτε από τη διαταγή παροχής πληροφοριών, ούτε από την απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004, ούτε από άλλα στοιχεία του φακέλου προκύπτει –πράγμα το οποίο, εξάλλου, ούτε η Επιτροπή ισχυρίζεται– ότι έθεσε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατά τη διοικητική διαδικασία, θέμα επιπέδου των μισθωμάτων που κατέβαλλε η ΝΟΑ, από πλευράς των συνθηκών της αγοράς, και ζήτησε από την Ελληνική Δημοκρατία να παράσχει συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία ως προς το ζήτημα αυτό.

245    Σημειωτέον, εξάλλου, ότι η Ελληνική Δημοκρατία, με τις από 26 Οκτωβρίου 2004 παρατηρήσεις της επί της εντολής αναστολής κάθε μέτρου ενισχύσεως, τόνισε ότι, από τις παρατηρήσεις της της 11ης Ιουνίου 2004 και μετά, δεν είχε ενημερωθεί για κάποιο νέο μέτρο έρευνας εκ μέρους της Επιτροπής και δεν είχε λάβει καμία αίτηση συμπληρωματικών πληροφοριών σχετικά με τις παρατηρήσεις αυτές.

246    Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον, κατά τη διοικητική διαδικασία, δεν υπήρξε, αφενός, καμία ρητή αμφισβήτηση του επιπέδου των μισθωμάτων που κατέβαλλε η ΝΟΑ και, αφετέρου, η παραμικρή αίτηση παροχής πληροφοριών σχετικά με το κατά πόσον τα μισθώματα αυτά ήταν σύμφωνα με τις τιμές που ίσχυαν στην αγορά, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Ελληνική Δημοκρατία ότι δεν παρέσχε επαρκείς πληροφορίες στην Επιτροπή ώστε να της επιτρέψει να εκτιμήσει τα επίδικα μέτρα εν πλήρη γνώσει της καταστάσεως.

247    Επιπλέον, και εν πάση περιπτώσει, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή δεν ισχυρίζεται, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που έλειπαν τα κατείχε κυρίως η Ελληνική Δημοκρατία. Αναφέρεται μόνον στις πληροφορίες σχετικά με τις τιμές της αγοράς, τις οποίες μπορούσε να λάβει χωρίς δυσκολία προβαίνοντας σε απλή μελέτη αγοράς κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

248    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή δεν μπορούσε να απαλλαγεί από την υποχρέωση αποδείξεως του ότι τα επίμαχα μισθώματα, που κατέβαλλε η ΝΟΑ για την υπομίσθωση των αεροσκαφών, δεν αντιστοιχούσαν στις τιμές που ίσχυαν στην αγορά. Όφειλε τουλάχιστον να παράσχει μια αρχή αποδείξεως στηριζόμενη σε πραγματικά στοιχεία, ούτως ώστε να υποχρεώσει την Ελληνική Δημοκρατία να παράσχει συμπληρωματικές εξηγήσεις (βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά την απόδειξη της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως σε σύμπραξη, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψεις 78 και 79).

249    Κατά συνέπεια, εναπέκειτο στην Επιτροπή, σύμφωνα με την υποχρέωση επιμελούς και αμερόληπτης εξετάσεως προς το συμφέρον της ορθής εφαρμογής των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων, να συνεχίσει και να εμβαθύνει την έρευνά της, κατόπιν της εκθέσεως Moore Stephens, προκειμένου να εξακριβώσει κατά πόσον τα μισθώματα που κατέβαλλε η ΝΟΑ ήταν σύμφωνα με το κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία. Προς τούτο, όφειλε είτε να απευθύνει στην Ελληνική Δημοκρατία διαταγή παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών σχετικά με το επίπεδο των μισθωμάτων που κατέβαλλε η ΝΟΑ, προσδιορίζοντας, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, τη φύση των ζητουμένων πληροφοριών, είτε να μεριμνήσει για τη διενέργεια συμπληρωματικής πραγματογνωμοσύνης ώστε να μπορέσει να συγκρίνει τα επίπεδα των επιμάχων μισθωμάτων με τις τιμές που ίσχυαν στην αγορά.

250    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει των επιταγών που άπτονται του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, τα στοιχεία που δεν προέρχονταν από τις ελληνικές αρχές, και τα οποία η Επιτροπή θα είχε συλλέξει από τρίτους, δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από το όργανο αυτό προς στήριξη της διαπιστώσεως της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως παρά μόνον αφού θα είχε παρασχεθεί στις αρχές αυτές η δυνατότητα να διατυπώσουν λυσιτελώς τις παρατηρήσεις τους επί των στοιχείων αυτών (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1986, 234/84, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2263, σκέψεις 27 έως 29, και της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C‑301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑307, σκέψεις 29 και 30).

251    Συνεπώς, εν προκειμένω, βάσει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή παρέλειψε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, να εξακριβώσει, όπως απαιτούσε το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, αν τα επίμαχα μισθώματα ήταν χαμηλότερα από τις τιμές που ίσχυαν στην αγορά. Πράγματι, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία σκέψη αποσκοπούσα στην ανατροπή της θέσεως την οποία υποστήριξε συναφώς η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ. ανωτέρω σκέψη 241). Εξάλλου, το λεπτομερές σχέδιο εργασίας των εμπειρογνωμόνων, που εκτίθεται στην έκθεση Moore Stephens, επί της οποίας στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση, αναφέρει ότι οι έρευνες αφορούσαν αποκλειστικά τον κίνδυνο υπεκμισθώσεως αεροσκαφών στη ΝΟΑ «έναντι τεχνητώς χαμηλών μισθωμάτων (έστω και αν τα μισθώματα αυτά ήταν αντίστοιχα των τρεχουσών τιμών στην αγορά». Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή δύναται μεν, χωρίς να είναι υποχρεωμένη, να καταφύγει στη συνδρομή εξωτερικών εμπειρογνωμόνων, δεν απαλλάσσεται ωστόσο από την υποχρέωση να εκτιμήσει τις εργασίες τους (απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Σεπτεμβρίου 2004, T‑274/01, Valmont κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3145, σκέψη 72).

252    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, στηριχθείσα αποκλειστικώς στις διαφορές μεταξύ, αφενός, των μισθωμάτων που κατέβαλλαν η ΟΑ και η Ελληνική Δημοκρατία για τη μίσθωση αεροσκαφών και, αφετέρου, των μισθωμάτων που κατέβαλλε η ΝΟΑ για την υπομίσθωση των αεροσκαφών αυτών, προκειμένου να διαπιστώσει τη χορήγηση στην εταιρία αυτή πλεονεκτήματος το οποίο δεν θα είχε λάβει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

253    Επομένως, ο λόγος που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ είναι βάσιμος. Ως εκ τούτου, το άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λόγοι που αντλούνται από την έλλειψη αιτιολογίας και τη δυνατότητα καταλογισμού των επιδίκων μέτρων στο κράτος. Κατά συνέπεια, το άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής πρέπει επίσης να ακυρωθεί, καθόσον επιβάλλει την ανάκτηση των ενισχύσεων στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1, παράγραφος 1.

3.     Επί των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην ΟΑ

 Επί της προκαταβολής του υπερεκτιμημένου ποσού της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της OA τα οποία μεταβιβάστηκαν στη NOA (άρθρο 1, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως) (υποθέσεις Τ-415/05 και Τ‑423/05)

254    Η Ελληνική Δημοκρατία και η ΟΑ αμφισβητούν την προσβαλλομένη απόφαση καθόσον η Επιτροπή διαπιστώνει, στο άρθρο 1, παράγραφος 2, τη χορήγηση, στην εταιρία αυτή, παράνομης ενισχύσεως μη συμβατής με την κοινή αγορά, το ποσό της οποίας αντιστοιχεί στην υπερεκτίμηση της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της ΟΑ τα οποία μεταβιβάστηκαν στη NOA κατά την ίδρυση της νέας αυτής αεροπορικής εταιρίας.

255    Οι προσφεύγουσες επικαλούνται παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, καθώς και έλλειψη αιτιολογίας. Επικουρικώς, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το επίδικο μέτρο μπορεί να χαρακτηριστεί κρατική ενίσχυση κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, όπερ αμφισβητεί, το μέτρο αυτό έπρεπε να κηρυχθεί συμβατό με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ. Υποστηρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση πάσχει επίσης από έλλειψη αιτιολογίας ως προς το σημείο αυτό.

 Επί της παραβάσεως του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και της ελλείψεως αιτιολογίας (υποθέσεις Τ-415/05 και Τ‑423/05)

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

256    Η Ελληνική Δημοκρατία και η ΟΑ υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή και οι εμπειρογνώμονές της δεν έλαβαν υπόψη την οικονομική λογική στην οποία βασίζεται ο μετασχηματισμός του Ομίλου της Ολυμπιακής Αεροπορίας, τον οποίο αντιμετώπισαν ως απλή εσωτερική αναδιάρθρωση. Εξηγούν ότι η διαδικασία ιδιωτικοποιήσεως την οποία επέλεξε η Ελληνική Δημοκρατία από το 2003 βασιζόταν στον διαχωρισμό των πτητικών δραστηριοτήτων της Ολυμπιακής Αεροπορίας και την ίδρυση νέας αυτοτελούς εταιρίας, της NOA, εκτός του Ομίλου της Ολυμπιακής Αεροπορίας, με σκοπό τη μεγιστοποίηση της αξίας της και την άμεση πώληση. Ο μετασχηματισμός αυτός αποσκοπούσε στην παροχή της δυνατότητας στην Ελληνική Δημοκρατία να ανακτήσει το μεγαλύτερο δυνατό μέρος της επενδύσεώς του στην ΟΑ υπό μορφή ενισχύσεων αναδιαρθρώσεως που είχαν καταβληθεί κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας.

257    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή συγχέει το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή με το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή. Πράγματι, ο ιδιώτης επενδυτής θα αξιολογούσε τις δυνατότητες της επιχειρήσεως να ανορθωθεί και δεν θα απαιτούσε την κήρυξη της επιχειρήσεως σε πτώχευση ήδη με την πρώτη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, χωρίς ουδόλως να λάβει υπόψη τις μακροπρόθεσμες δυνατότητές της.

258    Βάσει των ισολογισμών μετασχηματισμού, το μετοχικό κεφάλαιο της ΝΟΑ καθορίστηκε σε 130 εκατομμύρια ευρώ περίπου. Συνεπώς, η Ελληνική Δημοκρατία προέβη σε καταβολές αντίστοιχου συνολικού ποσού προς την ΟΑ, πλέον του ημίσεος του οποίου χρησιμοποιήθηκε από την ΟΑ για την καταβολή αποζημιώσεων και την κάλυψη άλλων εξόδων σχετικών με την απόλυση μισθωτών κατόπιν του μετασχηματισμού.

259    Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, η εν λόγω προκαταβολή δεν παρέσχε στην ΟΑ κανένα όφελος, καθόσον το ποσό της δεν υπερέβαινε την αξία των περιουσιακών στοιχείων τα οποία στερήθηκε η εταιρία αυτή. Επιπλέον, το μέτρο αυτό ήταν προσωρινού χαρακτήρα, εν αναμονή της εισπράξεως του ποσού από την πώληση της NOA και των λοιπών εταιριών του Ομίλου της Ολυμπιακής Αεροπορίας.

260    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσβαλλομένη απόφαση πάσχει από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την παροχή οφέλους στην OA και την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

261    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, στο πλαίσιο του μετασχηματισμού του Ομίλου της Ολυμπιακής Αεροπορίας, τα στοιχεία του ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν στη ΝΟΑ έπρεπε να εκτιμηθούν στην αγοραία αξία τους. Παρατηρούν, συναφώς, ότι, ενώ η αξία των μεταβιβασθέντων στη NOA στοιχείων του ενεργητικού εκτιμήθηκε από τους εμπειρογνώμονες της Επιτροπής σε 38,5 εκατομμύρια ευρώ, μόνον η αξία των αεροσκαφών που στερήθηκε η OA εκτιμήθηκε σε πλέον των 120 εκατομμυρίων ευρώ βάσει εκθέσεως καταρτισθείσας από την Airclaims.

262    Επιπλέον, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι η ΟΑ δεν έχει κανένα δικαίωμα αποζημιώσεως για το σύνολο των δικαιωμάτων της στις χρονοθυρίδες της σε διάφορα αεροδρόμια, ειδικότερα στο Heathrow (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο), όπου οι πωλήσεις δικαιωμάτων από αεροπορικές εταιρίες τούς απέφεραν σχεδόν 7 ή 8 εκατομμύρια ευρώ ανά χρονοθυρίδα, για τις διμερείς συμβάσεις που είχε συνάψει, καθώς και για το διεθνώς γνωστό εμπορικό της σήμα και λογότυπο.

263    Συναφώς, η ΟΑ παρατηρεί ότι η υπεραξία των 30 εκατομμυρίων ευρώ, η οποία είναι εγγεγραμμένη στον ισολογισμό μετασχηματισμού της ΟΑ, είχε υπολογιστεί στο πλαίσιο της συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως των πτητικών δραστηριοτήτων της ΟΑ και της θυγατρικής της, της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας, εκ μέρους της Macedonian Airways, η οποία μετονομάστηκε σε ΝΟΑ, σύμφωνα ιδίως με τις διατάξεις του ελληνικού νόμου 2190/1920 και του νόμου 3185/2003, καθώς και με το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης αριθ. 3, «Συγκεντρώσεις επιχειρήσεων» (στο εξής: κανόνας ΔΠΧΠ 3). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 43, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του νόμου 2190/1920, «η υπεραξία της επιχειρήσεως (goodwill), που δημιουργείται κατά την εξαγορά ή συγχώνευση ολόκληρης οικονομικής μονάδας και που είναι ίση με τη διαφορά μεταξύ του ολικού τιμήματος αγοράς και της πραγματικής αξίας των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων της, καταχωρείται στον λογαριασμό “υπεραξία επιχειρήσεως” των [άυλων παγίων στοιχείων του ενεργητικού] και [αποσβέννυται], είτε εφάπαξ είτε τμηματικά και ισόποσα, σε περισσότερες από μια χρήσεις, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να υπερβαίνουν τα πέντε έτη». Εξάλλου, από την ελληνική νομοθεσία προκύπτει ότι οι εισφορές σε είδος προς ανώνυμη εταιρία πρέπει να αποτιμώνται στην πραγματική τους αξία και όχι στο ιστορικό κόστος αποκτήσεως τους.

264    Η ΟΑ προσθέτει ότι, αν η αποτίμηση της αξίας των μεταβιβασθέντων στη ΝΟΑ στοιχείων του ενεργητικού δεν αντιστοιχούσε στην εμπορική αξία των στοιχείων αυτών, η πώληση της ΝΟΑ σε τιμή χαμηλότερη από εκείνη που ίσχυε στην αγορά θα συνιστούσε κρατική ενίσχυση για τους πιθανούς αγοραστές της ΝΟΑ και θα προσέβαλλε τα δικαιώματα των πιστωτών της ΟΑ.

265    Στο πλαίσιο απόπειρας ιδιωτικοποιήσεως της NOA που κατέληξε στην υπογραφή ενός πρωτοκόλλου συμφωνίας στις 5 Αυγούστου 2005, η αξία της NOA στις 31 Δεκεμβρίου 2004 εκτιμήθηκε από ιδιώτη επενδυτή σε ποσό υψηλότερο των 100 εκατομμυρίων ευρώ, όπερ συνάδει με τη λογιστική εκτίμηση που είχε πραγματοποιηθεί στις 12 Δεκεμβρίου 2003, κατόπιν αφαιρέσεως των ζημιών που είχε υποστεί η NOA.

266    Η OA αμφισβητεί τους ισχυρισμούς της Επιτροπής σχετικά με την έλλειψη ανεξάρτητου λογιστικού ελέγχου των ισολογισμών μετασχηματισμού. Οι ισολογισμοί αυτοί συντάχθηκαν στο σύνολό τους από ορκωτό ελεγκτή, σύμφωνα με τον νόμο 3185/2003.

267    Όσον αφορά την αποτίμηση των απαιτήσεων της NOA, η OA παρατηρεί ότι η συνοδευτική του ισολογισμού ενάρξεως της ΝΟΑ έκθεση διευκρινίζει ότι οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των απαιτήσεων οι οποίες περιλαμβάνονται στον ισολογισμό ενάρξεως της νέας αυτής αεροπορικής εταιρίας και των εισπραχθέντων τελικώς ποσών θα εγγραφεί ως πίστωση ή ως χρέωση των λογαριασμών της ΟΑ και της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας, ώστε να μην επηρεαστεί το καθαρό ενεργητικό της NOA. Εξάλλου, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τα προσδοκώμενα έσοδα από τη μελλοντική πώληση δύο αεροσκαφών εγγεγραμμένα εισέτι στον ισολογισμό της ΟΑ.

268    Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η προσβαλλομένη απόφαση αφήνει το ποσό της υπερεκτιμήσεως των μεταβιβασθέντων στη ΝΟΑ στοιχείων του ενεργητικού υπό συζήτηση, στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 10 ΕΚ ειλικρινούς συνεργασίας, η Ελληνική Δημοκρατία και η ΟΑ επισημαίνουν τις δυσχέρειες που προέκυψαν από τον ακριβή αριθμητικό προσδιορισμό της φερομένης ενισχύσεως, ενόψει της ανακτήσεώς της. Υπενθυμίζουν ότι, όταν μια αξίωση δεν έχει εκκαθαριστεί πλήρως, δεν είναι απαιτητή κατ’ εφαρμογήν του ελληνικού δικαίου. Οι ανωτέρω προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν απάντησε στα στοιχεία που της διαβίβασαν οι ελληνικές αρχές με έγγραφο της 16ης Νοεμβρίου 2005, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν η έκθεση Deloitte & Touche, της 27ης Οκτωβρίου 2005, η οποία διαπίστωνε πληθώρα εσφαλμένων εκτιμήσεων εκ μέρους των εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής σχετικά με τον ακριβή αριθμητικό προσδιορισμό των στοιχείων του ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν στη NOA. Κατά την εν λόγω έκθεση Deloitte & Touche, οι εκ μέρους της Επιτροπής προσαρμογές δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική περιουσιακή διάρθρωση και την χρηματοοικονομική κατάσταση της ΝΟΑ μετά τον μετασχηματισμό, κάτι που θα αντέβαινε στις διατάξεις του νόμου 2190/1920, ο οποίος προβλέπει ότι είναι δυνατή η παρέκκλιση από τις διατάξεις του προκειμένου να αποδοθεί η πιστή εικόνα της καταστάσεως μιας επιχειρήσεως. Οι ίδιοι οι εμπειρογνώμονες της Επιτροπής επισημαίνουν ότι οι προσαρμογές αυτές «δεν περιλαμβάνουν αναγκαστικά όλες εκείνες οι οποίες θα απαιτούντο εάν είχε διενεργηθεί έλεγχος» (υποσημείωση 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

269    Εξάλλου, η ΟΑ προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να προσδιορίσει τις σχετικές αγορές και δεν ανέλυσε τις συνθήκες ανταγωνισμού στις αγορές αυτές. Το συμπέρασμα ότι το επίδικο μέτρο νοθεύει τον ανταγωνισμό όχι μόνο στερείται αιτιολογίας αλλά είναι και πεπλανημένο. Συγκεκριμένα, 33 από τα 38 ελληνικά αεροδρόμια εξυπηρετούνται από την ΟΑ βάσει υποχρεώσεων δημόσιας ωφελείας, χωρίς να υφίσταται καν ανταγωνισμός, ενώ 30 από αυτά δεν παρουσιάζουν κανένα εμπορικό ενδιαφέρον.

270    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η επίδικη προκαταβολή συνιστούσε, αυτή καθαυτήν, κρατική ενίσχυση. Οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν κανένα σοβαρό λόγο επί του οποίου ένας ιδιώτης επενδυτής θα μπορούσε να θεμελιώσει βάσιμη και ρεαλιστική ελπίδα αντλήσεως ικανοποιητικής αποδόσεως από την επίδικη προκαταβολή, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερα δυσχερούς καταστάσεως της ΟΑ, η οποία χαρακτηρίζεται από τη χορήγηση ενισχύσεων στην εταιρία αυτή επί σειρά ετών, από την αποτυχία των προσπαθειών αναδιαρθρώσεως και των αποπειρών πωλήσεως, από την εξακολούθηση των αρνητικών αποτελεσμάτων και τη σώρευση χρεών και ζημιών. Οι ιδιώτες πιστωτές της ΟΑ, όπως οι διάφοροι εκμισθωτές αεροσκαφών και οι τράπεζες ABN-AMRO και Crédit Lyonnais, έσπευσαν, άλλωστε, να λάβουν εγγυήσεις από την Ελληνική Δημοκρατία. Επιπλέον, από την έκθεση Moore Stephens προκύπτει ότι η επίδικη προκαταβολή χρησιμοποιήθηκε για τη χρηματοδότηση των δαπανών λειτουργίας, όπως η εκ μέρους της ΟΑ μίσθωση των αεροσκαφών που υπεκμισθώθηκαν στη NOA.

271    Μόνον επικουρικώς εξέτασε η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το αν η επίδικη προκαταβολή μπορούσε να θεωρηθεί ως κάποια μορφή παροχής αποζημιώσεως από το Δημόσιο στην ΟΑ για τα στοιχεία του ενεργητικού που είχαν μεταβιβαστεί στη NOA.

272    Συναφώς, οι εμπειρογνώμονες της Επιτροπής διαπίστωσαν ότι το επίδικο ποσό των 130 εκατομμυρίων ευρώ είχε καθοριστεί βάσει των δεδομένων που διαβιβάστηκαν στην Deloitte & Touche από τη διοίκηση της OA, χωρίς να έχουν αξιολογηθεί από ανεξάρτητους ελεγκτές. Στην έκθεσή τους σχετικά με τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της NOA για τη λήξασα στις 31 Δεκεμβρίου 2003 χρήση, οι ορισθέντες από τις ελληνικές αρχές ελεγκτές διατύπωσαν επιφυλάξεις επί των ισολογισμών ενάρξεως της εταιρίας.

273    Οι εμπειρογνώμονες της Επιτροπής εκτίμησαν την αξία των καθαρών στοιχείων του ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν στη NOA σε 38,5 εκατομμύρια ευρώ, κατόπιν της υπό επιφύλαξη αναπροσαρμογής του ισολογισμού του τομέα των πτητικών δραστηριοτήτων. Βασίστηκαν στα λογιστικά στοιχεία που προσκόμισαν οι ελληνικές αρχές και χρησιμοποίησαν αναγνωρισμένες λογιστικές πρακτικές, μεταξύ άλλων αφαιρώντας τις αβέβαιες απαιτήσεις, το προϊόν των μελλοντικών πωλήσεων αεροσκαφών όπως και την υπεραξία και λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό ποσό των χρεών, την απόσβεση της αξίας των αεροσκαφών καθώς και τις προβλέψεις σχετικά με ορισμένα έσοδα και έξοδα, μεταξύ άλλων στον φορολογικό τομέα.

274    H Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί ότι ο μετασχηματισμός της Ολυμπιακής Αεροπορίας έχει ιδία λογιστική αξία. Οι προσφεύγουσες δεν λαμβάνουν υπόψη τον ορισμό της έννοιας της υπεραξίας από τους λογιστικούς κανόνες. Σύμφωνα με τον κανόνα ΔΠΧΠ 3, παράγραφος 51, η υπεραξία αντιστοιχεί στην υπέρβαση του κόστους κτήσεως επί της ποσοστώσεως του αποκτώντος στην καθαρή εύλογη αξία των αποκτηθέντων στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, τα οποία μπορούν να εξακριβωθούν. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να τίθεται αντικειμενικώς ζήτημα υπεραξίας ελλείψει ελεύθερης συναλλαγής όταν, όπως εν προκειμένω, κατά την Επιτροπή, πρόκειται για απλή εσωτερική αναδιάρθρωση του Ομίλου Ολυμπιακής Αεροπορίας από την Ελληνική Δημοκρατία. Ειδικότερα, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της ΟΑ, δεν υπήρξε ούτε πραγματική συγχώνευση ούτε εξαγορά, καθόσον δεν υπήρξε τιμή αγοράς, προϋπόθεση απαραίτητη για την ύπαρξη υπεραξίας.

275    Επιπλέον, οι λογιστικοί κανόνες δεν επιτρέπουν να συνυπολογίζονται τα άυλα στοιχεία του ενεργητικού, η πραγματική αξία των οποίων δεν δύναται να υπολογιστεί με αξιοπιστία. Ειδικότερα, δεν είναι δυνατό να καθοριστεί η «πραγματική εικόνα του μετασχηματισμού» βάσει ενός τεχνητού ισολογισμού μετασχηματισμού εδραζόμενου σε απλές εκτιμήσεις της διοικήσεως της OA.

276    Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως στην υπόθεση Τ-423/05, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η ΟΑ εξηγεί για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως ότι η υπεραξία συνίσταται στο σύνολο των άυλων αγαθών (εμπορική επωνυμία, χρονοθυρίδες), πράγμα που διαφέρει τελείως από τον βάσει του προμνησθέντος κανόνα ΔΠΧΠ 3, παράγραφος 51, ορισμό, αλλά και από αυτόν της ελληνικής νομοθεσίας την οποία επικαλείται η ΟΑ. Η επιχειρηματολογία αυτή προβλήθηκε, συνεπώς, όψιμα.

277    Όσον αφορά την τιμή πωλήσεως της NOA, την οποία επικαλείται η OA, η Επιτροπή παρατηρεί ότι θα ήταν ορθότερο να προσδιοριστεί βάσει πραγματικής πωλήσεως και όχι με αυθαίρετες εκτιμήσεις, στηριζόμενες σε μη πιστοποιούμενες αξιολογήσεις, και τούτο ανεξαρτήτως της αξίας των αεροσκαφών, τα οποία δεν αποτελούν παρά ένα από τα στοιχεία του ισολογισμού.

278    Τέλος, κατά την Επιτροπή, η προσβαλλομένη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Όλα τα στοιχεία που έλαβαν υπόψη οι εμπειρογνώμονες της Επιτροπής, σύμφωνα με τους κανόνες περί εύλογης και υγιούς διαχειρίσεως, έχουν περιληφθεί στον πίνακα της αιτιολογικής σκέψεως 120 της αποφάσεως αυτής. Τα εν λόγω στοιχεία συνοδεύονται από σχόλια (αιτιολογικές σκέψεις 110 έως 126), όπως και η νομική εκτίμηση της Επιτροπής (αιτιολογικές σκέψεις 197 έως 201).

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

279    Δεν αμφισβητείται ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27 του νόμου 3185/2003, η Ελληνική Δημοκρατία πραγματοποίησε, υπέρ της ΟΑ, προκαταβολή, σε πλείονες δόσεις από τον Δεκέμβριο του 2003 έως τον Μάιο του 2004, από ειδικό λογαριασμό, συνολικού ύψους 130 εκατομμυρίων ευρώ περίπου, που αντιστοιχούσε, κατά τις ελληνικές αρχές, στην αξία των στοιχείων του ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν στη ΝΟΑ κατά την ίδρυση της νέας αυτής εταιρίας.

280    Πράγματι, το άρθρο 27, παράγραφοι 1 και 5, του νόμου 3185/2003 προέβλεπε ότι το σύνολο των μετοχών των εταιριών που θα προέκυπταν από τον μετασχηματισμό του Ομίλου Ολυμπιακής Αεροπορίας θα περιερχόταν χωρίς αντιπαροχή στην Ελληνική Δημοκρατία, ενόψει της ιδιωτικοποιήσεως των εταιριών αυτών, και ότι ένας ειδικός λογαριασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας, με την ονομασία «Ελληνικό Δημόσιο – Λογαριασμός Αποκρατικοποίησης του Ομίλου της Ολυμπιακής Αεροπορίας» θα πιστωνόταν με το προϊόν της πωλήσεως των ιδιωτικοποιουμένων εταιριών του ομίλου. Κατά το άρθρο αυτό, για την αντιμετώπιση των αναγκαίων δαπανών για την απόλυση του προσωπικού και για την κάλυψη των οικονομικών υποχρεώσεων της ΟΑ και της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας κατά τη διαδικασία μετασχηματισμού και εκκαθαρίσεως, από τον ειδικό αυτό λογαριασμό θα πραγματοποιούνταν προκαταβολές από το Δημόσιο, μέχρι ποσού ίσου προς την ονομαστική αξία των μετοχών της νέας αεροπορικής εταιρίας που θα προέκυπτε από τον μετασχηματισμό, οι οποίες περιέρχονταν στην Ελληνική Δημοκρατία.

281    Εν προκειμένω, από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ρητώς ότι η επίδικη ενίσχυση συνίσταται αποκλειστικά στην –κατά την Επιτροπή– υπερεκτίμηση της αξίας των στοιχείων ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν στη ΝΟΑ κατά την ίδρυσή της. Η Επιτροπή εκτιμά προσωρινά το ποσό της ενισχύσεως αυτής σε 91,5 εκατομμύρια ευρώ. Στις ουσιαστικές διατάξεις της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν θέτει, συνεπώς, υπό αμφισβήτηση αυτή καθαυτήν την αρχή της προκαταβολής προς την ΟΑ του ποσού της αξίας του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν στη ΝΟΑ.

282    Είναι αληθές ότι η Επιτροπή υπογραμμίζει, στην αιτιολογική σκέψη 196 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προκαταβολή 130 εκατομμυρίων ευρώ περίπου σε μια επιχείρηση, όπως η ΟΑ, που βρισκόταν σε ιδιαίτερα δυσχερή οικονομική κατάσταση, από την οποία είχε μόλις αφαιρεθεί ο τομέας των πτητικών δραστηριοτήτων και της οποίας οι φορολογικές οφειλές και οι οφειλές κοινωνικής ασφαλίσεως έναντι της Ελληνικής Δημοκρατίας έφθαναν, στα τέλη του 2003, τα 522 εκατομμύρια ευρώ, ενώ τα χρέη αυτά εξακολουθούσαν να αυξάνονται και εξαφανίζονταν τα στοιχεία ενεργητικού που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν για την πληρωμή των χρεών αυτών ήταν αντίθετη προς το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή. Συναφώς, η Επιτροπή, στηριζόμενη στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mischo στην υπόθεση C‑480/98, Ισπανία κατά Επιτροπής, επί της οποίας εκδόθηκε απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2000 (Συλλογή 2000, σ. I‑8717, σημεία 32 έως 43), παρατηρεί ότι, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ένας ιδιώτης δανειστής, που ήταν στην προκειμένη περίπτωση και ο κυριότερος δανειστής της ΟΑ και είχε μικρή ρεαλιστική πιθανότητα να ανακτήσει τα ποσά που του όφειλε η ΟΑ, θα είχε λάβει όλα τα νόμιμα μέτρα προκειμένου να επιτύχει την πληρωμή των ληξιπρόθεσμων χρεών ή την κατάπτωση των εγγυήσεών του.

283    Πάντως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή δεν αμφισβητεί, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την απόφαση της Ελληνικής Δημοκρατίας να μετασχηματίσει τον Όμιλο Ολυμπιακής Αεροπορίας προκείμενου να διευκολύνει την ιδιωτικοποίησή του, μεταβιβάζοντας τα στοιχεία ενεργητικού του πτητικού κλάδου στη ΝΟΑ και προβλέποντας, μεταξύ άλλων, την πληρωμή της επίδικης προκαταβολής προς την ΟΑ, αντί να απαιτήσει την άμεση θέση της ΟΑ υπό πτώχευση προκειμένου να ανακτήσει μέρος τουλάχιστον των απαιτήσεών του έναντι της εταιρίας αυτής (βλ. ανωτέρω σκέψεις 101 και 281). Η Επιτροπή περιορίζεται να διαπιστώσει ότι, ελλείψει προοπτικής να καταστεί μακροπρόθεσμα αποδοτική η ΟΑ, ένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα είχε προβεί σε προκαταβολή ανάλογη εκείνης που πραγματοποιήθηκε προς την εταιρία αυτή. Η Επιτροπή δεν χαρακτηρίζει, ωστόσο, την αντισταθμιστική προκαταβολή, αυτή καθαυτήν, ως κρατική ενίσχυση, είτε στις αιτιολογικές σκέψεις είτε στις ουσιαστικές διατάξεις της προσβαλλομένης αποφάσεως.

284    Αντιθέτως, από την αιτιολογική σκέψη 197 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ρητώς ότι η Επιτροπή χαρακτηρίζει ως κρατική ενίσχυση την επίδικη προκαταβολή στο μέτρο που το ποσό αυτό υπερβαίνει –κατά τη γνώμη της– την αξία των στοιχείων ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν στη ΝΟΑ και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί ως αντιστάθμιση την οποία κατέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία στην ΟΑ για τη μεταβίβαση αυτή.

285    Ειδικότερα, η Επιτροπή δέχεται ρητώς, στην αιτιολογική σκέψη 197 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, αν το ποσό των 130 312 459 ευρώ που κατέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία υπέρ της ΟΑ στον ειδικό λογαριασμό αντιστοιχούσε στην αξία των στοιχείων ενεργητικού της ΟΑ που μεταβιβάστηκαν στη ΝΟΑ, η μεταβίβαση αυτή δεν θα ενείχε κανένα στοιχείο κρατικής ενισχύσεως.

286    Λαμβανομένου υπόψη του σαφούς περιεχομένου του άρθρου 1, παράγραφος 2, των ουσιαστικών διατάξεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο στηρίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως αυτής, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να αποφανθεί επί των επιχειρημάτων των σχετικών με την εκτίμηση των στοιχείων ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν στη ΝΟΑ, προς τον σκοπό του υπολογισμού του ύψους της αντισταθμίσεως.

287    Συναφώς, πρέπει να εξεταστεί αν το περιεχόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η αξία των στοιχείων ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν στη ΝΟΑ υπερεκτιμήθηκε είναι επαρκώς αιτιολογημένο και δεν πάσχει από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

288    Οι εκθέσεις Deloitte & Touche, που φέρουν ημερομηνία 29 Νοεμβρίου 2003 και επισυνάπτονται στον ισολογισμό ανοίγματος της ΝΟΑ και στους ισολογισμούς μετασχηματισμού της ΟΑ και της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας, σύμφωνα με το άρθρο 27 του νόμου 3185/2003, αναφέρουν ότι οι ισολογισμοί αυτοί –που συντάχθηκαν από αυτή την εταιρία συμβούλων υπό την ιδιότητά της ως ορκωτού ελεγκτή, που διορίστηκε κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω άρθρου 27– καταρτίστηκαν σύμφωνα με τους ελληνικούς λογιστικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένης της αρχής του ιστορικού κόστους, εκτός όσον αφορά, αφενός, την αποτίμηση των αεροσκαφών και των κινητήρων που ανήκαν στην κυριότητα των αποσχισθέντων κλάδων της ΟΑ και της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας, που εκτιμήθηκαν από την ειδικευμένη εταιρία Airclaims στην αγοραία αξία τους την 1η Οκτωβρίου 2003, και, αφετέρου, της αποτιμήσεως της υπεραξίας. Κατά τις εν λόγω εκθέσεις Deloitte & Touche, η υπεραξία αποτιμήθηκε πράγματι από τη διοίκηση της OA, σύμφωνα με τις διεθνείς πρακτικές, βάσει των ακαθαρίστων εσόδων της εταιρίας αυτής, των πρόσφατων αποτελεσμάτων της και του ενδιαφέροντος που εκδηλώθηκε κατά τις σχετικές με την ιδιωτικοποίησή της διαδικασίες.

289    Αντιθέτως, στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 120, 199 και 200), η Επιτροπή, στηριζόμενη στην έκθεση Moore Stephens, προέβη σε προσαρμογές στηριζόμενες στις εκτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων της, οι οποίοι είχαν λάβει υπόψη τους, όσον αφορά τα αεροσκάφη, μόνον την καθαρή λογιστική αξία τους και είχαν, εξάλλου, αφαιρέσει από τον υπολογισμό της αντισταθμίσεως ιδίως το ποσό που αντιστοιχούσε στην αξία των άυλων στοιχείων ενεργητικού την οποία είχαν λάβει υπόψη τους οι ελληνικές αρχές ως υπεραξία, καθώς και τις επισφαλείς απαιτήσεις και την απαίτηση από μελλοντική εκποίηση δύο αεροσκαφών που ήταν ακόμα καταχωρισμένα στον ισολογισμό της ΟΑ.

290    Συναφώς, οι προσφεύγουσες προσάπτουν ειδικότερα στην Επιτροπή ότι αγνόησε την ανάγκη, αφενός, να εκτιμηθούν τα αεροσκάφη στην αγοραία αξία τους και, αφετέρου, να ληφθεί υπόψη η υπεραξία που δημιουργήθηκε κατά τη σύσταση της ΝΟΑ, καθώς και τα έσοδα που προσδοκώνται από τη μελλοντική εκποίηση δύο αεροσκαφών, προκειμένου να καθοριστεί η πραγματική οικονομική κατάσταση της ΝΟΑ. Αμφισβητούν επίσης τις προσαρμογές στις οποίες προέβη η Επιτροπή όσον αφορά τις επισφαλείς απαιτήσεις.

291    Εκ προοιμίου τονίζεται ότι, αντιθέτως προς τα πορίσματα των εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής, τα οποία περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 124), από γεγονός ότι το άρθρο 27 του νόμου 3185/2003 προέβλεπε την πρόωρη καταβολή της επίμαχης αντισταθμίσεως, ύψους αντίστοιχου προς την ονομαστική αξία των μετοχών της NOA, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι εισφορές εταιρικού κεφαλαίου, οι συνιστάμενες στη μεταφορά στοιχείων ενεργητικού από τον τομέα πτητικών δραστηριοτήτων του ομίλου της Ολυμπιακής Αεροπορίας, υπερεκτιμήθηκαν, προκειμένου να παρασχεθεί στήριξη στην εταιρία OA, η οποία αντιμετώπιζε μεγάλες χρηματοοικονομικές δυσχέρειες, κατά τη διαδικασία μετασχηματισμού και εκκαθαρίσεως. Εξάλλου, το στοιχείο αυτό δεν απέκλειε, στο πλαίσιο καθορισμού της αξίας του εταιρικού κεφαλαίου της NOA, την συνεκτίμηση, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους λογιστικούς κανόνες, ιδίως της εμπορικής αξίας των μεταβιβαζομένων αεροσκαφών, καθώς και της αξίας των ασώματων στοιχείων ενεργητικού που περιελήφθησαν στον ισολογισμό μετασχηματισμού της OA και στον ισολογισμό ενάρξεως της NOA ως υπεραξίας, εφόσον μπορούσε αξιόπιστα να υπολογισθεί η αξία αυτή.

292    Συναφώς, πρέπει πρώτον να εξεταστούν, λαμβανομένου υπόψη του κριτηρίου του ιδιώτη επιχειρηματία, οι επίμαχες προσαρμογές στις οποίες προέβη η Επιτροπή, όσον αφορά, πρώτον, τον αποκλεισμό ορισμένων άυλων στοιχείων του ενεργητικού από τον υπολογισμό της αντισταθμίσεως, δεύτερον, την εκ μέρους αυτού του οργάνου αμφισβήτηση της εκτιμήσεως της εμπορικής αξίας των αεροσκαφών και, τρίτον, τον αποκλεισμό των εσόδων από τη μελλοντική εκποίηση δύο αεροσκαφών.

293    Πρώτον, όσον αφορά τα διάφορα άυλα στοιχεία ενεργητικού που ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό της υπεραξίας, ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ, στον ισολογισμό μετασχηματισμού της OA και στον ισολογισμό ενάρξεως της NOA, πρέπει εξαρχής να απορριφθεί η άποψη, που προέβαλε η Επιτροπή, στην υπόθεση T-423/05, περί απαραδέκτου ορισμένων από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας (βλ., ανωτέρω, σκέψη 276).

294    Επιβάλλεται, σχετικώς, να τονισθεί ότι στις εκθέσεις της 29ης Νοεμβρίου 2003 που επισυνάφθηκαν στους ισολογισμούς μετασχηματισμού της OA και της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας καθώς και στον ισολογισμό ενάρξεως της NOA απαριθμούνται τα άυλα στοιχεία ενεργητικού που ελήφθησαν υπόψη όσον αφορά την υπεραξία (βλ., κατωτέρω, σκέψη 296). Άλλωστε, στην προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 110) ρητώς τονίζεται ότι, κατά τις διαπιστώσεις των εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής, το ποσό των 30 εκατομμυρίων ευρώ που καταχωρίστηκε στον ισολογισμό μετασχηματισμού της OA ως άυλο πάγιο στοιχείο αντιστοιχεί στην εκ μέρους της διοικήσεως της OA εκτίμηση της αξίας της εμπορικής επωνυμίας, του λογότυπου (ολυμπιακοί κύκλοι) της Ολυμπιακής, των χρονοθυρίδων και των διμερών συμφωνιών. Με την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως (σημείο 59), η Επιτροπή είχε, εξάλλου, επισημάνει ότι, κατά τις εκθέσεις Deloitte & Touche, οι οποίες επισυνάφθηκαν στους ως άνω ισολογισμούς, η υπεραξία αυτή, «δηλαδή πάγια άυλα στοιχεία, που προκύπτουν από την εμπορική επωνυμία, τις χρονοθυρίδες, το μερίδιο αγοράς», υπολογίσθηκαν από τη διοίκηση της OA και αντιστοιχούσαν σε πλέον του 20 % των πάγιων στοιχείων ενεργητικού της επιχειρήσεως.

295    Υπό τις συνθήκες αυτές, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, η εκ μέρους της OA επίκληση, στο υπόμνημα απαντήσεως στην υπόθεση T-423/05, στοιχείων όπως οι χρονοθυρίδες, το λογότυπο, το σήμα ή η εμπορική επωνυμία, ως στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη στο πλαίσιο υπολογισμού της υπεραξίας, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως νέος λόγος. Πράγματι, η επίκληση των στοιχείων αυτών αποτελεί προφανώς συνέχεια της συζητήσεως που άρχισε ήδη από το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας μεταξύ των διαδίκων, καθώς και της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε η OA στο δικόγραφο της προσφυγής της, όσον αφορά την ανάγκη της συνεκτιμήσεως της υπεραξίας.

296    Επί της ουσίας, από τις προαναφερθείσες εκθέσεις Deloitte & Touche, που επισυνάφθηκαν στον ισολογισμό ενάρξεως της NOA και στον ισολογισμό μετασχηματισμού της OA, προκύπτει ότι τα στοιχεία ενεργητικού που ελήφθησαν υπόψη από την διοίκηση της OA, προς υπολογισμό της υπεραξίας, ήταν η εμπορική επωνυμία και το σήμα της Ολυμπιακής, το λογότυπο (οι ολυμπιακοί κύκλοι), οι χρονοθυρίδες που διέθετε η OA στα διάφορα αεροδρόμια, οι διμερείς συμφωνίες –οι συναφθείσες με κράτη μη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορώσες αεροπορικά δικαιώματα, όπως βεβαίωσαν οι προσφεύγουσες απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία–, η φήμη της OA και το μερίδιό της στην αγορά.

297    Συναφώς, μπορεί να γίνει διάκριση, όσον αφορά τα προαναφερθέντα άυλα στοιχεία ενεργητικού, μεταξύ, αφενός, των στοιχείων που δύνανται να αποχωριστούν από τη μεταβιβαζόμενη οντότητα και να πωληθούν ή να εκχωρηθούν, είτε χωριστά, είτε με συναφή σύμβαση, στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού, των οποίων η αξία μπορεί να προσδιορισθεί κατά τρόπο αξιόπιστο, ανεξαρτήτως της εκβάσεως της σχεδιαζόμενης ιδιωτικοποιήσεως, όπως π.χ., οι χρονοθυρίδες, και, αφετέρου, των μη δυνάμενων να αποχωρισθούν άυλων στοιχείων ενεργητικού, των οποίων εξάλλου η αγοραία αξία δεν μπορεί να εκτιμηθεί κατά τρόπο αξιόπιστο, ελλείψει σχετικών εμπορικών πράξεων, όπως π.χ., η φήμη ή τα μερίδια αγοράς, που αντιστοιχούν σε υπεραξία προκύπτουσα κατά την εξαγορά μιας επιχειρήσεως ή κατά την συγχώνευσή της με άλλη επιχείρηση.

298    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 110 και 199), η Επιτροπή, υιοθετώντας τις περιεχόμενες στην έκθεση Moore Stephens διαπιστώσεις «χρησιμοποιώντας λογιστικές τεχνικές και πρότυπα τα οποία είναι αποδεκτά τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς», αρνήθηκε να λάβει υπόψη της το σύνολο των διαφόρων άυλων στοιχείων που προαναφέρθηκαν, τα οποία μεταβιβάστηκαν στη NOA, περιοριζόμενη να σημειώσει ότι «ούτε οι ελληνικές ούτε οι διεθνείς [γενικώς αποδεκτές διεθνείς λογιστικές αρχές] προβλέπουν την αναγνώριση στον ισολογισμό παραγόμενων από την επιχείρηση ασώματων ακινητοποιήσεων».

299    Εξάλλου, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι ο κανόνας ΔΠΧΠ 3, ο οποίος έχει εφαρμογή επί συνενώσεων επιχειρήσεων, ο περιλαμβανόμενος στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) 2236/2004 της Επιτροπής, της 29ης Δεκεμβρίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1725/2003 για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (ΔΠΧΠ) 1, 3, 4 και 5, τα διεθνή λογιστικά πρότυπα (ΔΛΠ) 1, 10, 12, 14, 16 έως 19, 22, 27, 28 και 31 έως 41 και τις διερμηνείες της μόνιμης επιτροπής διερμηνειών (ΜΕΔ) 9, 22, 28 και 32, ΕΕ L 392, σ. 1, τον οποίο επικαλέσθηκαν οι διάδικοι ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και ο οποίος εφαρμόζεται από 31ης Μαρτίου 2004 (παράγραφος 78 του κανόνα ΔΠΧΠ 3), ενώ υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να εφαρμοσθεί αναδρομικώς (παράγραφος 85 του κανόνα ΔΠΧΠ 3), παρέχει τη δυνατότητα στον αποκτώντα να καταχωρίσει στον ισολογισμό του χωριστά τα δυνάμενα να υπολογιστούν κατά τρόπο αξιόπιστο περιουσιακά στοιχεία της επιχειρήσεως ή της οντότητας που απέκτησε, όταν η εύλογη αξία τους –δηλαδή, ουσιαστικώς, το ποσό που θα είχε καταβάλει στο πλαίσιο εμπορικής συναλλαγής μεταξύ μερών που είναι καλώς ενημερωμένα και ενεργούν υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού– μπορεί να αποτιμηθεί κατά τρόπο αξιόπιστο κατά τον χρόνο αποκτήσεως της επιχειρήσεως (παράγραφοι 37, 45 και 46 του κανόνα ΔΠΧΠ 3). Επίσης, κατά το διεθνές λογιστικό πρότυπο 38, «Άυλα περιουσιακά στοιχεία», όπως τροποποιήθηκε μετά τη θέσπιση του κανόνα ΔΠΧΠ 3 (ΔΛΠ 38), η εύλογη αξία των άυλων περιουσιακών στοιχείων που αποκτώνται κατά τη συνένωση επιχειρήσεων μπορεί, κανονικώς, να εκτιμάται κατά τρόπο αρκούντως αξιόπιστο ώστε να αναγράφεται στον ισολογισμό χωριστά από την υπεραξία. Πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι το διεθνές λογιστικό πρότυπο 22 «Συνένωση επιχειρήσεων», που περιλαμβάνεται στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) 1725/2003 της Επιτροπής, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ΕΕ L 261, σ. 1, ο οποίος αντικαταστάθηκε με τον κανόνα ΔΠΧΠ 3, προέβλεπε ήδη τη χωριστή καταχώριση, κατά τον χρόνο αποκτήσεως μιας οντότητας, των δυνάμενων να προσδιορισθούν άυλων στοιχείων του ενεργητικού η εύλογη αξία των οποίων είχε υπολογισθεί κατά τρόπο αξιόπιστο.

300    Εξάλλου, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι οι ελληνικοί λογιστικοί κανόνες παρείχαν στον αποκτώντα τη δυνατότητα να καταχωρίζει στον ισολογισμό, χωριστά από την υπεραξία, τα δυνάμενα να αποχωριστούν άυλα περιουσιακά στοιχεία, όπως οι χρονοθυρίδες, στην περίπτωση που η αξία τους μπορούσε να εκτιμηθεί κατά τρόπο αξιόπιστο.

301    Όσον αφορά, μεταξύ των άυλων περιουσιακών στοιχείων, εκείνα τα οποία δεν ήταν δυνατό να αποχωριστούν και των οποίων η εύλογη αξία δεν μπορούσε να καθοριστεί κατά τρόπο αξιόπιστο, εφόσον δεν είχαν διενεργηθεί σχετικές πράξεις, δεδομένου ότι, κατά την καταβολή της επίμαχης προκαταβολής, δεν υπήρχε ακόμα καμία συγκεκριμένη προοπτική εξαγοράς της NOA από ιδιώτη επενδυτή, πρέπει να γίνει δεκτή η άποψη της Επιτροπής ότι, ελλείψει συγκεκριμένης πράξεως, η μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού σχετικών με τον κλάδο πτητικών δραστηριοτήτων στη NOA, με εκχώρηση των μετοχών της εταιρίας αυτής στην Ελληνική Δημοκρατία, άνευ ανταλλάγματος, με σκοπό τη μελλοντική ιδιωτικοποίηση αυτής της εταιρίας, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με εξαγορά ή συγχώνευση εκ των οποίων θα μπορούσε να προκύψει υπεραξία (βλ. ανωτέρω σκέψη 297). Ελλείψει συγκεκριμένης προοπτικής πωλήσεως κατά το στάδιο αυτό, το γεγονός που προβάλλει η OA, ότι η NOA ιδρύθηκε με συγχώνευση και απορρόφηση των πτητικών δραστηριοτήτων των εταιριών OA και Ολυμπιακή Αεροπλοΐα από την πρώην θυγατρική Μακεδονικές Αερογραμμές, η οποία μετονομάσθηκε σε NOA κατόπιν αυτού του μετασχηματισμού, δεν αναιρεί την ως άνω ανάλυση.

302    Στο πλαίσιο αυτό, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του κανόνα ΔΠΧΠ 3, τον οποίο επικαλέσθηκαν οι διάδικοι (βλ., ανωτέρω, σκέψη 299), η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει χωριστά τα διάφορα άυλα στοιχεία ενεργητικού εξακριβώνοντας αν μπορούσαν να αποχωρισθούν και αν η εύλογη αξία τους μπορούσε να εκτιμηθεί κατά τρόπο αξιόπιστο, καθώς και αν, υπό το πρίσμα του ιδιώτη επενδυτή, έπρεπε να αποκλειστούν από τον υπολογισμό της αντισταθμίσεως που καταβλήθηκε στην OA

303    Όπως, όμως, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή –η οποία εξάλλου δέχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία ότι ορισμένα άυλα στοιχεία ενεργητικού, όπως π.χ. οι χρονοθυρίδες, μπορούσαν να πωληθούν χωριστά και είχαν δική τους εμπορική αξία– παρέλειψε να εξετάσει χωριστά τα εν λόγω άυλα στοιχεία ενεργητικού και να εκθέσει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή απέκλειε εν προκειμένω τον συνυπολογισμό άυλων στοιχείων ενεργητικού δυναμένων να εκτιμηθούν κατά τρόπο αξιόπιστο ανεξαρτήτως οποιασδήποτε εκχωρήσεως ή συγχωνεύσεως, κατά το ποσό της εύλογης αξίας τους, προκειμένου να υπολογισθεί το ύψος της καταβληθείσας στην ΟΑ αντισταθμίσεως. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση βαρύνεται ως προς το σημείο αυτό με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

304    Εξάλλου, και εν πάση περιπτώσει, στο πλαίσιο της δημιουργίας μιας νέας και νομικώς αυτοτελούς αεροπορικής εταιρίας, στην οποία μεταβιβάστηκε το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού που αφορούν τον κλάδο πτητικής δραστηριότητας του ομίλου της Ολυμπιακής Αεροπορίας, και καθόσον η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η εκ των προτέρων καταβολή χρηματοοικονομικού αντισταθμίσματος στην OA για τη μεταβίβαση στην NOA των άυλων στοιχείων ενεργητικού αποτελούσε, αυτή καθεαυτήν κρατική ενίσχυση, όφειλε τουλάχιστον να αιτιολογήσει, κατ’ εφαρμογήν του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, την άρνησή της να λάβει υπόψη της το σύνολο των άυλων στοιχείων ενεργητικού κατά τον υπολογισμό της αντισταθμίσεως.

305    Ειδικότερα, στο προαναφερθέν πλαίσιο, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στην προκείμενη ότι ο διαχωρισμός του κλάδου πτητικών δραστηριοτήτων και η μεταβίβαση στη NOA αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού έπρεπε να αντιμετωπισθούν ως μια απλή εσωτερική αναδιάρθρωση του ομίλου της Ολυμπιακής Αεροπορίας, όφειλε, εν πάση περιπτώσει, να δικαιολογήσει κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, υπό το πρίσμα του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, τους λογιστικούς κανόνες στους οποίους επέλεξε να στηριχθεί προκειμένου να αποκλείσει τα επίμαχα άυλα στοιχεία ενεργητικού από τον υπολογισμό της αντισταθμίσεως που καταβλήθηκε στην OA.

306    Ενώ, όμως, η Επιτροπή αναφέρεται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ιδίως στον κανόνα ΔΠΧΠ 3 –ο οποίος προβλέπει τη λογιστική εγγραφή των συνενώσεων επιχειρήσεων ακολουθώντας τη μέθοδο της αποκτήσεως, κατά την οποία ο αποκτών εμφανίζει λογιστικώς, ιδίως, τα αποκτηθέντα στοιχεία ενεργητικού, περιλαμβανομένων εκείνων τα οποία δεν είχαν προηγουμένως εμφανισθεί λογιστικώς από την αποκτώμενη επιχείρηση (παράγραφος 15 του κανόνα)– αντιθέτως, στην προσβαλλόμενη απόφαση, στηρίχθηκε αποκλειστικώς στη λογιστική αρχή κατά την οποία απαγορεύεται σε μια επιχείρηση να εμφανίσει, στους ισολογισμούς της, ως στοιχείο του ενεργητικού την υπεραξία που παρήχθη εντός αυτής (κανόνας ΔΛΠ 38), παραλείποντας, εξάλλου, να προσδιορίσει τον ή τους κανόνες επί των οποίων στηρίχθηκε.

307    Έτσι, η Επιτροπή παρέλειψε να εκθέσει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ιδίως υπό το πρίσμα των εφαρμοστέων επί των συνενώσεων επιχειρήσεων κανόνων, τους λόγους για τους οποίους –ενώ επρόκειτο να εκτιμηθούν τα στοιχεία ενεργητικού όχι προς τον σκοπό της καταχωρίσεώς τους στους ισολογισμούς της OA, αλλά προς προσδιορισμό του ποσού που θα έπρεπε να καταβληθεί στην επιχείρηση αυτή ως αντιστάθμισμα για την απώλεια ολόκληρου του κλάδου πτητικής δραστηριότητας και των αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού, ορισμένα από τα οποία θα μπορούσαν να πωληθούν χωριστά– στηρίχθηκε επί των κανόνων που ρυθμίζουν την λογιστική καταχώριση αυτών των άυλων στοιχείων ενεργητικού εκ μέρους της αποκτώμενης επιχειρήσεως.

308    Δεύτερον, στο πλαίσιο που προαναφέρθηκε και για ανάλογους λόγους (βλ. ανωτέρω, σκέψη 305), πρέπει επίσης να θεωρηθεί ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 111 και 199), η Επιτροπή –υιοθετώντας τις σχετικές με το ζήτημα αυτό διαπιστώσεις της εκθέσεως Moore Stephens, η οποία παρέπεμπε αορίστως στην ελληνικές λογιστικές αρχές και στις γενικώς αποδεκτές διεθνείς λογιστικές αρχές– δεν αιτιολόγησε επαρκώς από νομικής απόψεως, υπό το πρίσμα του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, το γεγονός ότι έλαβε υπόψη της, όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσού της αντισταθμίσεως, την καθαρή λογιστική αξία των αεροσκαφών των οποίων η κυριότητα μεταβιβάστηκε στη NOA, αντί της εμπορικής τους αξίας κατά την 1η Οκτωβρίου 2003, η οποία συνεπαγόταν, κατά την έκθεση Airclaims, αύξηση κατά περίπου 43,2 εκατομμύρια ευρώ της εκτιμώμενης αξίας αυτών των αεροσκαφών, σε σχέση με την καθαρή λογιστική τους αξία.

309    Τρίτον, η εκ μέρους της Επιτροπής αναφορά, στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 114 και 199), στις ελληνικές λογιστικές αρχές και στις γενικώς αποδεκτές διεθνείς λογιστικές αρχές, οι οποίες αποκλείουν την καταχώριση, στους ετήσιους λογαριασμούς μιας επιχειρήσεως εσόδων εκ μη εισέτι πραγματοποιηθείσας πωλήσεως περιουσιακού στοιχείου το οποίο δεν ανήκει στην επιχείρηση αυτή, δεν συνιστά επαρκή αιτιολόγηση της μη λήψεως υπόψη εκ μέρους αυτού του οργάνου, για τον υπολογισμό του ποσού της αντισταθμίσεως, των προσδοκώμενων καθαρών εσόδων της εν εξελίξει πωλήσεως δύο αεροσκαφών τύπου A 300-600 τα οποία παρέμεναν καταχωρισμένα στον ισολογισμό της OA εν αναμονή ολοκληρώσεως της πωλήσεως. Πράγματι, καθόσον η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε τη μεταβίβαση στη NOA του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού της OA των σχετικών με την πτητική δραστηριότητα, και την αντίστοιχη εκ των προτέρων καταβολή αντισταθμίσεως, όφειλε να επεξηγήσει, υπό το πρίσμα του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, τον αποκλεισμό, από τον υπολογισμό του ποσού της αντισταθμίσεως, των προσδοκωμένων εσόδων από την πώληση των ως άνω δύο αεροσκαφών, ύψους 24,4 εκατομμυρίων ευρώ.

310    Βάσει όλων των ανωτέρω σκέψεων, οι λόγοι που αφορούν την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και την έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμένης αποφάσεως πρέπει να θεωρηθούν ως βάσιμος, καθόσον η Επιτροπή απέκλεισε από τον υπολογισμό της αντισταθμίσεως το σύνολο των άυλων στοιχείων ενεργητικού που είχε λάβει υπόψη της η διοίκηση της OA για τον υπολογισμό της υπεραξίας. Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση βαρύνεται με έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά τον εκ μέρους της Επιτροπής αποκλεισμό από τον υπολογισμό αυτό των προσδοκωμένων εσόδων από την πώληση των δύο αεροσκαφών, περιλαμβανομένων ακόμα στον ισολογισμό της OA, και καθόσον απέκλεισε τον υπολογισμό με βάση την τρέχουσα εμπορική τους αξία των 18 αεροσκαφών η κυριότητα των οποίων μεταβιβάστηκε στη NOA.

311    Ακολούθως, πρέπει να διαπιστωθεί ότι, όσον αφορά τις αβέβαιες απαιτήσεις, η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς (βλ., ιδίως, τις αιτιολογικές σκέψεις 112, 120 και 199) τον αποκλεισμό τους ή την αναπροσαρμογή τους στο πλαίσιο του υπολογισμού του ποσού της αντισταθμίσεως που καταβλήθηκε στην OA, στηριζόμενη στα πορίσματα των εμπειρογνωμόνων οι οποίοι υπογράμμισαν, ιδίως, ότι, ελλείψει προβλέψεως ως προς τις απαιτήσεις στον ισολογισμό ενάρξεως της ΝΟΑ, δεν θα ήταν ορθό να περιληφθούν οι απαιτήσεις αυτές στο ενεργητικό της ΝΟΑ. Εξάλλου, οι μη αποδειχθέντες ισχυρισμοί των προσφευγουσών ότι οι επίμαχες απαιτήσεις ήταν βέβαιες, δεν δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αποφαινόμενη ότι η αξία αυτών των στοιχείων δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη ή ότι είχε υπερεκτιμηθεί. Εξάλλου, ακόμα και αν, όπως ισχυρίζεται η OA (βλ., ανωτέρω, σκέψη 267), η καταβολή του ποσού των επίμαχων απαιτήσεων ήταν εξασφαλισμένη για την NOA, το στοιχείο αυτό δεν έχει σημασία όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσού αυτών των απαιτήσεων, η ικανοποίηση των οποίων μπορούσε ευλόγως να αναμένεται, κατά τη μεταβίβαση των εν λόγω απαιτήσεων στη NOA, ως στοιχεία ενεργητικού αφορώντα τον τομέα των πτητικών δραστηριοτήτων.

312    Εξάλλου, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της OA, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν βαρύνεται ούτε με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ούτε με έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά τη διαπίστωση ότι η εκ των προτέρων καταβολή αντισταθμίσεως της οποίας το ύψος υπερεκτιμήθηκε ήταν ικανή να νοθεύσει ή μπορούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Πράγματι, η Επιτροπή επισήμανε, στην προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 35), ότι η OA ασκούσε δραστηριότητες επίγειας εξυπηρετήσεως, συντηρήσεως και επισκευής και ότι ανέπτυσσε δραστηριότητα στην αγορά της παροχής σχετικών υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, υπογράμμισε ότι η χορήγηση της επίμαχης ενισχύσεως μπορούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό με τις άλλες επιχειρήσεις της Ένωσης, ιδίως κατόπιν της απελευθερώσεως της αγοράς των υπηρεσιών επίγειας εξυπηρετήσεως από του έτους 1996 (αιτιολογική σκέψη 202). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς από νομικής απόψεως, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, την ύπαρξη απειλής στρεβλώσεως του ανταγωνισμού η οποία δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, εφόσον το μέτρο αυτό ενισχύει την θέση της δικαιούχου επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις. Ειδικότερα, από τη νομολογία προκύπτει ότι το γεγονός ότι συγκεκριμένος οικονομικός τομέας έχει αποτελέσει αντικείμενο ελευθερώσεως σε κοινοτικό επίπεδο αποτελεί στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση των πραγματικών ή δυνητικών επιπτώσεων επί του ανταγωνισμού, καθώς και των συνεπειών τους στο μεταξύ κρατών μελών εμπόριο (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2005, C‑148/04, Unicredito Italiano, Συλλογή 2005, σ. I‑11137, σκέψεις 56 και 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία ). Εξάλλου, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η OA, το γεγονός ότι 33 από τα 38 ελληνικά αεροδρόμια εξυπηρετούνται από την εταιρία αυτή βάσει υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας δεν αποκλείει την ύπαρξη καταστάσεως ανταγωνισμού.

313    Επιπροσθέτως, όσον αφορά το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν στη NOA και απετέλεσαν αντικείμενο αποκλεισμού ή προσαρμογής εκ μέρους της Επιτροπής, πλην των άυλων στοιχείων ενεργητικού που ελήφθησαν υπόψη προς υπολογισμό της υπεραξίας, τα προαναφερθέντα 18 αεροσκάφη και η απαίτηση η σχετική με την μελλοντική πώληση δύο αεροσκαφών καταχωρισμένων στον ισολογισμό της OA (βλ., ανωτέρω, σκέψη 311), η προκαταβολή που μπορούσε να καταβληθεί στην OA προς αντιστάθμιση αυτών των στοιχείων ενεργητικού πρέπει να καθοριστεί, στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακτήσεως της ενισχύσεως και σύμφωνα με την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας, βάσει ελεγμένων λογαριασμών, όπως επισημαίνει η Επιτροπή.

314    Πράγματι, η Επιτροπή δέχεται ότι οι προσαρμογές στις οποίες προέβησαν οι εμπειρογνώμονες της μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο μεταγενεστέρων συζητήσεων στο πλαίσιο της ειλικρινούς συνεργασίας. Στην OA εναπόκειται, κατά την Επιτροπή, να προβεί σε λογιστικό έλεγχο των σχετικών στοιχείων του ενεργητικού, υπό την εποπτεία των ελληνικών αρχών, και να προτείνει συγκεκριμένη εκτίμηση των μεταβιβασθέντων στη NOA στοιχείων ενεργητικού.

315    Επιβάλλεται σχετικώς να υπομνησθεί ότι καμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση, στην περίπτωση που διατάσσει την επιστροφή ενισχύσεως η οποία κρίθηκε ασύμβατη με την κοινή αγορά, να καθορίσει το ακριβές ποσό της προς επιστροφήν ενισχύσεως. Αρκεί η απόφαση της Επιτροπής να περιλαμβάνει στοιχεία που να επιτρέπουν στον αποδέκτη της να προσδιορίσει ο ίδιος, χωρίς υπερβολικές δυσχέρειες, το ποσό αυτό (προμνησθείσες αποφάσεις Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 25, και της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 44).

316    Εξάλλου, στην προαναφερθείσα απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Ελλάδας, το Δικαστήριο, διαπιστώνοντας ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε τηρήσει τις υποχρεώσεις που υπείχε από τα άρθρα 2 έως 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν είχε προτείνει αξιόπιστη μέθοδο υπολογισμού προς προσδιορισμό του ποσού της ενισχύσεως που έπρεπε να επιστραφεί (σκέψεις 42 επ. της αποφάσεως).

317    Όσον αφορά, ειδικότερα, την υπερεκτίμηση των στοιχείων ενεργητικού της OA που μεταβιβάστηκαν στη NOA, το Δικαστήριο έκρινε, στην προμνησθείσα απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Ελλάδας, ότι το γεγονός ότι το ποσό αυτής της υπερεκτιμήσεως, όπως είχε προσδιοριστεί στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως, συνοδευόταν από την ένδειξη ότι επρόκειτο, σχετικώς, για προσωρινή εκτίμηση δεν μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εστερείτο της απαιτούμενης για την εφαρμογή της ακρίβειας (σκέψη 43).

318    Υπό τις συνθήκες αυτές, το επιχείρημα της Ελληνικής Κυβερνήσεως που αφορά τις εσωτερικής φύσεως δυσχέρειες που θα συνεπαγόταν η ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 268) πρέπει επίσης να απορριφθεί. Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι στην περίπτωση κατά την οποία η εκτέλεση διαταγής ανακτήσεως αντιμετωπίζει εσωτερικές δυσχέρειες, η Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος οφείλουν, σύμφώνα με τον κανόνα που επιβάλλει στα κράτη μέλη και στα κοινοτικά όργανα το αμοιβαίο καθήκον της ειλικρινούς συνεργασίας, από το οποίο διαπνέεται μεταξύ άλλων το άρθρο 10 ΕΚ, να συνεργασθούν καλόπιστα για να υπερπηδήσουν τις δυσχέρειες τηρουμένων πλήρως των διατάξεων της Συνθήκης, ιδίως δε εκείνων που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις (αποφάσεις του Δικαστηρίου, της 4ης Απριλίου 1995, C‑348/93, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1995, σ. I‑673, σκέψη 17· της 22ας Μαρτίου 2001, C‑261/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. I‑2537, σκέψη 24, και απόφαση της 12ης Μαΐου 2005, σκέψη 42).

319    Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί μερικώς λόγω πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και ελλείψεως αιτιολογίας, καθόσον αποκλείει τη συνεκτίμηση όλων των άυλων στοιχείων ενεργητικού προς υπολογισμό της υπεραξίας και λόγω ελλείψεως αιτιολογίας καθόσον αποκλείει τον συνυπολογισμό των προσδοκωμένων εσόδων από την πώληση των δύο προαναφερθέντων αεροσκαφών, και καθόσον δέχεται μόνο τη συνεκτίμηση της καθαρής λογιστικής αξίας των μεταβιβασθέντων αεροσκαφών, αντί της τρέχουσας εμπορικής τους αξίας. Οι αιτιάσεις που αφορούν την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και την έλλειψη αιτιολογίας πρέπει να απορριφθούν κατά τα λοιπά.

 Επί της παραβάσεως του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ και της ελλείψεως αιτιολογίας (υπόθεση T-415/05)

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

320    Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει επικουρικώς ότι η προβαλλόμενη ενίσχυση συνιστά εν πάση περιπτώσει, ενίσχυση για τη διάσωση συμβατή με την κοινή αγορά. Πράγματι, πληροί ή θα μπορούσε ευκόλως να πληροί όλες τις σωρευτικές προϋποθέσεις από τις οποίες οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και για την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 1999, C 288, σ. 2· στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 1999) εξαρτούν τη διαπίστωση του ασύμβατου χαρακτήρα μιας τέτοιας ενισχύσεως.

321    Η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, στην προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 231 και 232), όσον αφορά τις δύο πρώτες προϋποθέσεις παραδεκτού που θέτουν οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999.

322    Όσον αφορά την πρώτη από τις ως άνω προϋποθέσεις, η επίμαχη προκαταβολή μπορεί να θεωρηθεί ως «δάνειο» το οποίο πρέπει να εξοφληθεί. Η Ελληνική Δημοκρατία δέχεται ότι αρχικώς δεν είχαν προβλεφθεί τόκοι για το δάνειο αυτό. Εντούτοις, θα μπορούσαν εύκολα να προβλεφθούν εάν η Επιτροπή είχε ενημερώσει την Ελληνική Δημοκρατία, στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας, όπως είχε την υποχρέωση, περί της προθέσεώς της να εξετάσει το συμβατό της επίμαχης προκαταβολής με το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ, υπό το πρίσμα των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, κατόπιν σχετικού αιτήματος που της είχαν επικουρικώς υποβάλει οι ελληνικές αρχές με την από 11 Ιουνίου 2004 επιστολή τους, το οποίο επανελήφθη με την από 3 Νοεμβρίου 2004 επιστολή τους.

323    Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, η Ελληνική Δημοκρατία υπενθυμίζει ότι η παράγραφος 24 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 ορίζει:

«[Η] αρχική έγκριση της ενίσχυσης διάσωσης καλύπτει χρονικό διάστημα έξι μηνών κατ’ ανώτατο όριο ή, αν το κράτος μέλος έχει υποβάλει σχέδιο αναδιάρθρωσης εντός της προθεσμίας αυτής, μέχρι ότου η Επιτροπή αποφανθεί επί του σχεδίου αυτού. Κατόπιν της αρχικής έγκρισης, και σε εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή θα μπορεί να επιτρέπει παράταση της αρχικής εξάμηνης προθεσμίας, εφόσον το ζητήσει το κράτος μέλος».

324    Στην από 11 Ιουνίου 2004 (παράγραφος 5.21) επιστολή τους προς την Επιτροπή, οι ελληνικές αρχές είχαν τονίσει ότι, αν η Επιτροπή δεχόταν ότι το ποσό της προκαταβολής προς την OA μπορούσε να αποτελέσει ενίσχυση προς διάσωση, θα απεδείκνυαν ότι τα προβλεπόμενα μέτρα αναδιαρθρώσεως ήταν σύμφωνα προς τις κατευθυντήριες γραμμές του 1999.

325    Εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατά συνέπεια, ότι οι προβλεπόμενες από τις κατευθυντήριες γραμμές του 1999 προθεσμίες παρατάθηκαν, καθόσον η Επιτροπή δεν απάντησε εγκαίρως στο αίτημα αυτό καθιστώντας αδύνατη την εκ μέρους των ελληνικών αρχών τήρηση των εν λόγω προθεσμιών.

326    Εξάλλου, στην προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 235), η Επιτροπή ερμήνευσε επίσης εσφαλμένως τη δέσμευση των ελληνικών αρχών να μην καταβάλουν καμία πρόσθετη ενίσχυση στην OA, η οποία εγκρίθηκε με την απόφαση 94/696/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Οκτωβρίου 1994, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορηγεί το Ελληνικό Δημόσιο στην Ολυμπιακή Αεροπορία (ΕΕ L 273, σ. 22), με την οποία εγκρίθηκαν οι ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση (βλ. ανωτέρω σκέψη 5). Πράγματι, η δέσμευση αυτή αφορούσε μόνον ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση, και ενισχύσεις για τη διάσωση. Άλλωστε, πρέπει επίσης να αξιολογηθεί, βάσει του νέου πλαισίου που θέτουν οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές περί κρατικών ενισχύσεων για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, C 244 σ. 17), οι οποίες επιτρέπουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη χορήγηση νέων ενισχύσεων για την αναδιάρθρωση. Συνεπώς, η Επιτροπή στηρίχθηκε επί εσφαλμένης νομικής βάσεως.

327    Τέλος, η Επιτροπή αθέτησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει, παραλείποντας να εξετάσει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τις τρεις άλλες προϋποθέσεις που θέτουν οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999 προκειμένου να γίνει δεκτός ο συμβατός χαρακτήρας μιας ενισχύσεως για τη διάσωση με την κοινή αγορά.

328    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί το βάσιμο αυτών των επιχειρημάτων.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

329    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το βάρος αποδείξεως του συμβατού χαρακτήρα μιας ενισχύσεως με την κοινή αγορά, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, φέρει, κατ’ αρχήν, το οικείο κράτος μέλος, το οποίο οφείλει να αποδείξει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις μιας τέτοιας παρεκκλίσεως (προμνησθείσα απόφαση Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες κατά Επιτροπής, σκέψη 34). Προς τούτο, οφείλει να παράσχει στην Επιτροπή όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να αποδείξει το συμβατό με την κοινή αγορά των σχεδιαζομένων ενισχύσεων (απόφαση του Δικαστηρίου, της 28ης Απριλίου 1993, C‑364/90, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑2097, σκέψη 20).

330    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η επίμαχη προκαταβολή καταβλήθηκε τμηματικώς μεταξύ Δεκεμβρίου 2003 και Μαΐου 2004. Συνεπώς, το συμβατό του μέτρου αυτού με την κοινή αγορά, καθόσον χαρακτηρίσθηκε κρατική ενίσχυση, πρέπει να εξετασθεί βάσει των προϋποθέσεων εγκρίσεως ενισχύσεων για τη διάσωση που θέτει η παράγραφος 23 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, οι οποίες εφαρμόζονταν μέχρι την 9η Οκτωβρίου 2004, δεδομένου ότι οι νέες κατευθυντήριες γραμμές του 2004 περί κρατικών ενισχύσεων για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων τέθηκαν σε εφαρμογή από 10ης Οκτωβρίου 2004.

331    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν προκύπτει ότι συνέτρεχε η πρώτη προϋπόθεση εγκρίσεως που τίθεται με την παράγραφο 23 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999. Πράγματι, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι η επίμαχη προκαταβολή συνιστούσε δάνειο, για το οποίο οφείλοντο τόκοι με επιτόκιο τουλάχιστον όμοιο προς τα δάνεια τα χορηγούμενα σε υγιείς επιχειρήσεις και, ιδίως, προς το επιτόκιο αναφοράς που ορίζει η Επιτροπή, όπως προβλέπεται στην προαναφερθείσα παράγραφο 23. Ειδικότερα, δεν προβάλλει κανένα σοβαρό στοιχείο βάσει του οποίου θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το ποσό της προκαταβολής έπρεπε να επιστραφεί από την OA, επιπροσθέτως τόκων, κατά το ύψος του ποσού του υπερβαίνοντος το προϊόν πωλήσεως της OA, κατόπιν της ιδιωτικοποιήσεως (βλ., ανωτέρω, σκέψη 280). Αντιθέτως, από τα επιχειρήματα που προβάλλει προκύπτει ότι δεν επρόκειτο για πίστωση υπό την έννοια αυτής της διατάξεως, δεδομένου ότι προβλεπόταν η καταβολή τόκων.

332    Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι συντρέχει μια από τις σωρευτικώς προβλεπόμενες προϋποθέσεις από τις οποίες η παράγραφος 23 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 εξαρτά τη δυνατότητα της Επιτροπής να κηρύσσει ενισχύσεις για τη διάσωση συμβατές με την κοινή αγορά, πρέπει να απορριφθεί η αιτίασή της ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βαρύνεται με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον η Επιτροπή διαπιστώνει τον ασύμβατο χαρακτήρα της επίμαχης προκαταβολής με την κοινή αγορά, ανεξαρτήτως του αν, αφενός, συνέτρεχαν ή μη οι λοιπές προϋποθέσεις που θέτει η εν λόγω παράγραφος 23, και, αφετέρου, αν η Ελληνική Δημοκρατία είχε τηρήσει τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει με την απόφαση 94/696.

333    Επομένως, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν παρέβη την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως παραλείποντας να εξετάσει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, όλες τις προϋποθέσεις που σωρευτικώς προβλέπει η παράγραφος 23 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999.

334    Επομένως, οι λόγοι που αφορούν παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ και ανεπάρκεια της αιτιολογίας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

 Επί της ενεργοποιήσεως ορισμένων κρατικών εγγυήσεων (άρθρο 1, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως) (υποθέσεις T-415/05 και T-423/05)

 Επιχειρήματα των διαδίκων

335    Η Ελληνική Δημοκρατία και η OA αμφισβητούν τον χαρακτηρισμό ως νέων ενισχύσεων των ποσών που κατέβαλε το Δημόσιο προς εκτέλεση υποχρεώσεων εγγυήσεως, συνισταμένων, πρώτον, σε τρεις μερικές πληρωμές προς εξόφληση δανείου χορηγηθέντος στην OA από την τράπεζα ABN AMRO (36,9 εκατομμύρια ευρώ), δεύτερον, στην καταβολή εξαμηνιαίας δόσεως μισθωμάτων χρηματοδοτικής μισθώσεως οφειλομένων από την OA για δύο Airbus A 340-300 (11,7 εκατομμύρια ευρώ), εξοφλητέα στις 29 Ιουλίου 2004, και, τρίτον, σε απευθείας χρηματοδότηση προς την OA ( 8,2 εκατομμύρια ευρώ).

336    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, συναφώς, την περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής (αιτιολογική σκέψη 238), ερμηνεία του άρθρου 1 της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2002, κατά την οποία οι επίμαχες εγγυήσεις θεωρήθηκαν ως ενισχύσεις ασύμβατες με την κοινή αγορά. Υποστηρίζουν ότι αν όντως αυτό ίσχυε, η Επιτροπή θα είχε ρητώς επιβάλει με την απόφαση αυτή την ανάκτηση των εγγυήσεων. Εξάλλου, το κύρος της διατηρήσεως των επίμαχων υποχρεώσεων εγγυήσεως επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ούτε στο πλαίσιο της διαδικασία δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, η οποία κατέληξε στην προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Μαΐου 2005, ούτε στην κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής αλληλογραφία, η Επιτροπή έθεσε ζήτημα μη ορθής εκτελέσεως της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2002, όσον αφορά τις εγγυήσεις. Τέλος, η OA υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002 συνεπαγόταν τροποποίηση των νομικών υποχρεώσεων που απορρέουν από τις επίμαχες εγγυήσεις.

337    Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι η απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι επίμαχες εγγυήσεις έναντι της OA τροποποιήθηκαν, η αδυναμία της Επιτροπής να το επισημάνει σαφώς στην απόφαση αυτή, καθώς και καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που ακολούθησε, δικαιολογεί την εύλογη προσδοκία της Ελληνικής Δημοκρατίας και των εμπλεκομένων τρίτων, οι οποίοι επείσθησαν ότι οι εγγυήσεις αυτές εξακολουθούσαν να παράγουν νομίμως τα αποτελέσματα που είχαν συμβατικώς συμφωνηθεί. Οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν την υποχρέωση του Δημοσίου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις εγγυήσεως που είχε αναλάβει.

338    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι επίμαχες εγγυήσεις κατέπεσαν, κατά τις προσφεύγουσες, σύμφωνα με τις αρχικώς καθορισθείσες στις συμβάσεις εγγυήσεως προϋποθέσεις, η προσβαλλόμενη απόφαση βαρύνεται με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον η Επιτροπή χαρακτηρίζει τις επίμαχες καταβολές ως κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

339    Όσον αφορά, πρώτον, το δάνειο που έλαβε το Φεβρουάριο του 2001 η OA από την ABN AMRO προς κάλυψη των αναγκών της λόγω της πρόωρης εξώσεώς της από το αεροδρόμιο του Ελληνικού στην Αθήνα (Ελλάδα) και της μετεγκαταστάσεώς της στο νέο αεροδρόμιο των Αθηνών στα Σπάτα, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι η OA είχε λάβει την εγγύηση της Ελληνικής Δημοκρατίας σύμφωνα με τις εγκριτικές αποφάσεις της Επιτροπής του 1994, 1998 και 2000. Ουδεμία τροποποίηση των συμβατικών όρων της δανειακής συμβάσεως ούτε της σχετικής κρατικής εγγυήσεως είχε λάβει χώρα από του 2001. Το Δημόσιο προέβη, κατά τους μήνες Μάιο και Οκτώβριο 2004, και τον Μάρτιο 2005, στην πληρωμή τριών δόσεων κατόπιν οχλήσεως της πιστώτριας τράπεζας να προβεί στις πληρωμές αυτές ως εγγυητής, λόγω της δεδηλωμένης αδυναμίας της OA να προχωρήσει στην αποπληρωμή των συγκεκριμένων δόσεων. Όπως, εξάλλου, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 135 έως 139) η Επιτροπή γνώριζε ότι οι επίμαχες πληρωμές έγιναν από το Δημόσιο σύμφωνα με τους αρχικούς όρους των εγγυήσεων και ότι, κατόπιν αυτών των πληρωμών, εκδόθηκαν οι σχετικές βεβαιώσεις οφειλής και οι σχετικές ατομικές ειδοποιήσεις πληρωμής έναντι της ΟΑ σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του ελληνικού κώδικα δημοσίων εσόδων.

340    Όσον αφορά, δεύτερον, την εγγύηση των μισθωμάτων που όφειλε η OA βάσει δύο συμβάσεων χρηματοδοτικών μισθώσεων που αφορούσαν αεροσκάφη τύπου Airbus A 340-300, η Ελληνική Δημοκρατία και η OA επισημαίνουν ότι, κατόπιν οχλήσεως του Crédit Lyonnais να προβεί στην εν λόγω πληρωμή, η πρώτη προέβη, ως εγγυήτρια της δεύτερης, στην καταβολή του εξαμηνιαίου ποσού που όφειλε η εταιρία αυτή, στις 29 Ιουλίου 2004, υπέρ του Crédit Lyonnais. Πράγματι, η Ελληνική Δημοκρατία είχε αναλάβει την υποχρέωση να καλύψει μερικώς τις υποχρεώσεις της OA που προέκυπταν από τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως, σύμφωνα με τις εγκριτικές αποφάσεις της Επιτροπής των ετών 1994, 1998 και 2000. Η εγγύηση αυτή είχε παρασχεθεί μέχρι συνολικού ποσού 200 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ η συνολική χρηματοδότηση υπερέβαινε τα 350 εκατομμύρια ευρώ.

341    Από την προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 140 και 141) προκύπτει ότι η Επιτροπή γνώριζε ότι η επίμαχη πληρωμή έγινε σύμφωνα με τους όρους της εγγυήσεως και ότι η αντίστοιχη οφειλή της OA αναζητήθηκε από τις αρμόδιες αρχές.

342    Επιπροσθέτως, η OA υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών στηρίζοντας τον παράνομο χαρακτήρα της μόνης πληρωμής στην οποία προέβη η Ελληνική Δημοκρατία, τον Αύγουστο του 2004, επί των τροποποιήσεων των εν λόγω εγγυήσεων κατόπιν της υποκαταστάσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας στην OA, στις συμβάσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως (αιτιολογική σκέψη 240 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Πράγματι, η υποκατάσταση αυτή έγινε πολλούς μήνες μετά την καταβολή της επίμαχης εγγυήσεως. Η Επιτροπή ενημερώθηκε διαδοχικώς με ηλεκτρονικά μηνύματα της 22ας Δεκεμβρίου 2004 και της 4ης Απριλίου 2005, περί του ότι η υποκατάσταση της ΟΑ από την Ελληνική Δημοκρατία πραγματοποιήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2004 όσον αφορά τις χρηματοδοτικές μισθώσεις τις σχετικές με τα δύο αεροσκάφη και στις 4 Απριλίου 2005, όσον αφορά τις χρηματοδοτικές μισθώσεις δύο άλλων αεροσκαφών.

343    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, επίσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας, καθόσον η Επιτροπή παραλείπει να εξετάσει αν το συγκεκριμένο μέτρο ανταποκρίνεται στο κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή και εγγυητή που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση και επιλέγει τη σταδιακή καταβολή του οφειλόμενου υπολοίπου μέχρι της λήξεως των χρηματοδοτικών μισθώσεων, αντί της άμεσης καταβολής των συνολικών ποσών των εγγυήσεων που κατέπεσαν, ύψους 200 εκατομμυρίων ευρώ.

344    Όσον αφορά, τρίτον, την απευθείας καταβολή 8,2 εκατομμυρίων ευρώ στην OA, η Ελληνική Δημοκρατία και η OA επισημαίνουν ότι, για να αποσπάσουν, σύμφωνα με τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως, την προηγούμενη συναίνεση των πιστωτών όσον αφορά την εκμίσθωση αεροσκαφών στην NOA, η OA υποχρεώθηκε να αποδεχθεί, τον Αύγουστο του 2004, την παρακράτηση ποσού ύψους 8,2 εκατομμυρίων ευρώ σε δεσμευμένο λογαριασμό του Crédit Lyonnais. Μετά την υποκατάσταση της ΟΑ από την Ελληνική Δημοκρατία στις προαναφερθείσες συμβάσεις, αποφασίστηκε η αποδέσμευση αυτού του ποσού. Εντούτοις, προκειμένου να ακολουθηθεί μια απλούστερη διαδικασία, το Δημόσιο κατέβαλε στην OA ποσό ίσο προς τα δεσμευμένα 8,2 εκατομμύρια ευρώ έναντι της εκχωρήσεως από την ΟΑ προς το Δημόσιο του αρχικού ποσού, πλέον τόκων, των 8,2 εκατομμυρίων ευρώ, που θα αποδεσμευόταν με την ολοκλήρωση των συμφωνιών υποκαταστάσεως.

345    Η OA δέχεται ότι, κατά παράβαση της υποχρεώσεώς της εκχωρήσεως του επίμαχου ποσού στο Δημόσιο, παρακράτησε το ποσό των 8,2 εκατομμυρίων ευρώ καθώς και τους τόκους, μετά την αποδέσμευση του λογαριασμού αυτού τον Δεκέμβριο του 2004. Υποστηρίζει ότι προσπάθησε έτσι να αποσπάσει αντιστάθμισμα για τις δικές της απαιτήσεις έναντι της Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως θα είχε πράξει οποιοσδήποτε συνετός επιχειρηματίας.

346    Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι το επίμαχο ποσό πιστοποιήθηκε ως οφειλή έναντι της Ελληνικής Δημοκρατίας, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, προς αναζήτησή του, πλέον των τόκων.

347    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί συνολικώς το βάσιμο αυτών των επιχειρημάτων.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

348    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄, της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2002, ορίζει ότι η ενίσχυση αναδιαρθρώσεως που η Ελληνική Δημοκρατία χορήγησε στην OA υπό μορφή νέων εγγυήσεων δανείων για την αγορά νέων αεροσκαφών και για τις επενδύσεις που ήταν αναγκαίες για την μετεγκατάστασή της στο νέο αεροδρόμιο των Σπάτων, είναι ασύμβατη με την κοινή αγορά (βλ., ανωτέρω, σκέψη 6).

349    Συνεπώς, ευλόγως υποστηρίζει η Επιτροπή ότι αν οι επίμαχες εγγυητικές πληρωμές αποτελούν απλώς εκτέλεση των αρχικών εγγυήσεων, οι οποίες κρίθηκαν ασύμβατες με την κοινή αγορά με το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄, της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2002, οι πληρωμές αυτές πρέπει επίσης να θεωρηθούν, δυνάμει αυτής της αποφάσεως, ως κρατικές ενισχύσεις ασύμβατες με την κοινή αγορά. Εξάλλου, από την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002 –η οποία επιβάλλει την ανάκτηση όλων των εξετασθεισών ενισχύσεων οι οποίες καταβλήθηκαν μετά τις 14 Αυγούστου 1998– προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν προέβλεψε αναζήτηση των επίμαχων εγγυητικών πληρωμών, διότι δεν είχαν ακόμα πραγματοποιηθεί. Εν προκειμένω, εναπέκειτο στο οικείο κράτος μέλος, προς εκτέλεση της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2002, να απόσχει από την πραγματοποίηση αυτών των πληρωμών, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ. Στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα της παραβάσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας λόγω μη αναζητήσεως αυτών των ποσών δεν τέθηκε, επίσης, από την Επιτροπή στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 12ης Μαΐου 2005, διότι οι επίμαχες εγγυήσεις δεν είχαν ακόμα καταπέσει. Τέλος, η διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως λόγω μη εκτελέσεως αυτής της αποφάσεως, κινηθείσα από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ, δεν μπορούσε να βαίνει πέραν του δεδικασμένου αυτής της αποφάσεως.

350    Επομένως, εάν όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, οι επίμαχες πληρωμές έγιναν σύμφωνα με τις αρχικές εγγυήσεις, το άρθρο 1, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει χαρακτήρα καθαρώς επιβεβαιωτικό και δεν παράγει αυτοτελή έννομα αποτελέσματα. Επιπροσθέτως, η διαταγή αναζητήσεως των αντίστοιχων ποσών, που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 3, αυτής, αποτελεί τη λογική συνέπεια της περιεχόμενης στην απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002 διαπιστώσεως του ασυμβάτου.

351    Επομένως, στην περίπτωση κατά την οποία οι επίμαχες εγγυήσεις δεν τροποποιήθηκαν, το αίτημα ακυρώσεως της διαπιστώσεως του ασυμβάτου των εγγυήσεων αυτών, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να κριθεί απαράδεκτο, δεδομένου ότι η απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002 έχει καταστεί απρόσβλητη. Αντιθέτως, το αίτημα ακυρώσεως του άρθρου 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτό, καθόσον η διαταγή αναζητήσεως που περιέχεται στο άρθρο 2 είναι βλαπτική για την προσφεύγουσα.

352    Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι επίμαχες εγγυήσεις δεν τροποποιήθηκαν –πράγμα που δεν έχει αποδειχθεί– το αίτημα ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 3, αυτής, πρέπει, εν προκειμένω, να απορριφθεί ως αβάσιμο, επειδή η Επιτροπή περιορίστηκε να συναγάγει τις συνέπειες του ασυμβάτου που διαπιστώθηκε με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002, η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη.

353    Εξάλλου, και εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή ορθώς επίσης προβάλλει ότι αν οι επίμαχες εγγυητικές πληρωμές δεν αποτελούν απλή εκτέλεση των προαναφερθεισών αρχικών εγγυήσεων, συνιστούν επίσης παράνομες ενισχύσεις και είναι ασύμβατες με την κοινή αγορά.

354    Πράγματι, αντιθέτως προς όσα προβάλλουν οι προσφεύγουσες, η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων, ακόμα και υπό τη μορφή εγγυήσεων, δεν μπορεί να θεμελιώσει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τρίτων στη νομιμότητα αυτών των εγγυήσεων, αν αυτές χορηγήθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ. Πράγματι, απόκειται στους τρίτους ενδιαφερομένους να επιδείξουν την απαραίτητη σύνεση και επιμέλεια και να βεβαιωθούν ότι οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων τηρήθηκαν (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουνίου 2000, Τ‑204/97 και T‑270/97, EPAC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2267, σκέψη 144).

355    Συναφώς, όπως υπενθυμίζει η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 239), παραπέμποντας στην ανακοίνωσή της τη σχετική με την εφαρμογή των άρθρων 87 [ΕΚ] και 88 [ΕΚ] επί των κρατικών ενισχύσεων υπό μορφή εγγυήσεων (ΕΕ 2000, C 71, σ. 14, παράγραφος 5.3), αν το οικείο κράτος μέλος πραγματοποιήσει πληρωμή σε σχέση με εγγυημένο δάνειο υπό όρους διαφορετικούς από εκείνους που είχαν αρχικά συμφωνηθεί, η πληρωμή αυτή θεωρείται ως νέα εγγύηση υποκείμενη στην υποχρέωση κοινοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

356    Επιπροσθέτως, κατά τη νομολογία, προκειμένου να παρασχεθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να εκτιμήσει αν ένα συγκεκριμένο μέτρο πληροί τις προϋποθέσεις παρεκκλίσεως δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, απόκειται στο οικείο κράτος μέλος, στο πλαίσιο της υποχρεώσεως ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών και οργάνων, όπως επιβάλλει το άρθρο 10 ΕΚ, να παράσχει στην Επιτροπή όλα τα στοιχεία που θα δώσουν τη δυνατότητα στο όργανο αυτό να ελέγξει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της ζητουμένης παρεκκλίσεως (προμνησθείσα απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 20).

357    Εν προκειμένω, η Επιτροπή προσάπτει ιδίως στις ελληνικές αρχές ότι παρέλειψαν να παράσχουν τα στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσε να εξεταστεί αν οι επίμαχες πληρωμές συνιστούν απλή εκτέλεση αρχικών εγγυήσεων. Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της, εκτιμά, στην προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 240), ότι τα επίμαχα μέτρα συνιστούν νέες εγγυήσεις.

358    Συναφώς, από τα επιχειρήματα των διαδίκων και τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι, κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, οι ελληνικές αρχές, παρά την εντολή της Επιτροπής να παράσχουν πληροφοριακά στοιχεία, δεν προσκόμισαν πληροφορίες σχετικές με τους ακριβείς όρους των συμβάσεων εγγυήσεως, με την εκπνοή των προθεσμιών που είχαν ταχθεί, με τις οχλήσεις των πιστωτριών τραπεζών και με την ημερομηνία καταβολής των επίμαχων ποσών. Επίσης, δεν κοινοποίησαν τυχόν τροποποιήσεις των αρχικών εγγυήσεων προκειμένου να εγκριθούν, ενδεχομένως, οι τροποποιημένες αυτές εγγυήσεις.

359    Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι αρχικές εγγυήσεις, οι οποίες κρίθηκαν ασύμβατες με την κοινή αγορά με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002, τροποποιήθηκαν, αρκεί η διαπίστωση ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν υπερέβη τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που έχει κρίνοντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 204 και 241), ότι οι νέες αυτές επίμαχες εγγυήσεις που παρέσχε η Ελληνική Δημοκρατία αποτελούσαν και αυτές, κατά μείζονα λόγο, παράνομες εγγυήσεις, υπό το πρίσμα του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, λαμβανομένων υπόψη των αυξανομένων χρεών και της γενικής αφερεγγυότητας της OA. Συναφώς, ορθώς η Επιτροπή επισημαίνει ιδίως ότι η συμπεριφορά των ιδιωτών πιστωτών, οι οποίοι επεχείρησαν να επιβάλουν αυστηρότερους όρους κατά τη σύναψη των συμβάσεων υπεκμισθώσεως αεροσκαφών από την OA στη ΝΟΑ, και οι οποίοι δεν συμβιβάστηκαν παρά μόνο μετά την υποκατάσταση της ΟΑ από το Δημόσιο στις συμβάσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως, επιβεβαιώνει την έλλειψη αξιοπιστίας της OA και της NOA και τους δισταγμούς των ιδιωτών πιστωτών να αναλάβουν τον παραμικρό κίνδυνο έναντι αυτών.

360    Από τις σκέψεις που προεκτέθηκαν προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν βαρύνεται με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και είναι επαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ως κρατικών ενισχύσεων των επίμαχων πληρωμών στις οποίες προέβη η Ελληνική Δημοκρατία προς εκτέλεση ορισμένων εγγυήσεων.

361    Όσον αφορά την απευθείας καταβολή 8,2 εκατομμυρίων ευρώ στην ΟΑ, στη οποία προέβη η Ελληνική Δημοκρατία στις 9 Αυγούστου 2004, υπό μορφή προκαταβολής επί των ποσών που κατέθεσε η OA σε δεσμευμένο λογαριασμό προς εγγύηση οφειλομένων από την εταιρία αυτή πληρωμών δυνάμει συμβάσεων χρηματοδοτικής μισθώσεως σχετικών με δύο αεροσκάφη Airbus A 340-300, από την έκθεση Moore Stephens προκύπτει ότι η επίμαχη αυτή καταβολή δεν εκαλύπτετο από καμία εγγύηση, όπως εξάλλου δέχθηκαν οι προσφεύγουσες. Επίσης, δεν αμφισβητείται ότι, μετά την αποδέσμευση του ως άνω ποσού από το Crédit Lyonnais, η OA δεν επέστρεψε στην Ελληνική Δημοκρατία το ποσό αυτό εντόκως (βλ. ανωτέρω, σκέψεις 345 και 346). Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής της εξουσίας και αιτιολόγησε επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση, κρίνοντας ότι μολονότι η επίμαχη πληρωμή θεωρήθηκε από τις ελληνικές αρχές ως οφειλή της OA προς αυτές, η πληρωμή αυτή συνιστούσε νέα ενίσχυση, υπό το πρίσμα του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, λόγω της μικρής πιθανότητας επιστροφής του ποσού που αφορούσε εκ μέρους της OA (αιτιολογική σκέψη 204 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

362    Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, οι λόγοι που αφορούν την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και την ανεπάρκεια αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά την ενεργοποίηση των επίμαχων εγγυήσεων του Δημοσίου, καθώς και την απευθείας καταβολή του ανωτέρω ποσού, ύψους 8,2 εκατομμυρίων ευρώ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

 Επί της ανοχής της μη καταβολής οφειλών σχετικών με φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως (άρθρο 1, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως) (υποθέσεις T-415/05, T-416/05 και T‑423/05)

 Επιχειρήματα των διαδίκων

363    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν το βάσιμο των διαπιστώσεων της Επιτροπής των σχετικών με την προβαλλόμενη ανοχή του Ελληνικού Δημοσίου όσον αφορά την μη πληρωμή εκ μέρους της OA φορολογικών οφειλών και οφειλών κοινωνικής ασφαλίσεως. Οι ελληνικές αρχές είχαν ήδη επισημάνει, με τις παρατηρήσεις τους της 11ης Ιουνίου 2004, τον αόριστο και μη αποδεδειγμένο χαρακτήρα των αιτιάσεων που διατύπωσε σχετικώς η Επιτροπή με την απόφασή της 16ης Μαρτίου 2004 περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως. Το μόνο συγκεκριμένο παράδειγμα που αναφέρεται στην απόφαση αυτή αφορούσε τη μη καταβολή ποσού 26 εκατομμυρίων ευρώ σχετικού με το καλούμενο «σπατόσημο», που επέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία στα αεροπορικά εισιτήρια προς ολοκλήρωση της κατασκευής αεροδρομίων.

364    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι καθυστερούμενες οφειλές έναντι του οικείου κράτους δεν συνιστούν αυτομάτως κρατικές ενισχύσεις. Ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί μόνο το ποσό του πλεονεκτήματος που αποκομίζει ο οφειλέτης από το δημόσιο πιστωτή ο οποίος δεν ενεργεί ως ιδιώτης πιστωτής. Η διαπίστωση της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως, σύμφωνα με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, συνεπάγεται την επίδειξη συνεχούς ανοχής της μη πληρωμής και, κατά συνέπεια, ποσοτικοποίηση αυτής της ανοχής. Το βάρος μιας τέτοιας αποδείξεως φέρει η Επιτροπή.

365    Εν προκειμένω, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολογίας που υπέχει, διαπιστώνοντας ότι μόνο η παρέμβαση του Δημοσίου παρείχε στην ΟΑ τη δυνατότητα να συνεχίσει τη δραστηριότητά της, καθώς και παραλείποντας να εκτιμήσει την προβαλλόμενη ανοχή του Δημοσίου υπό το πρίσμα του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

366    Πράγματι, η Επιτροπή δεν απέδειξε ούτε την συνέχεια της προβαλλόμενης ανοχής της Ελληνικής Δημοκρατίας, ούτε τη χορήγηση πλεονεκτήματος στην ΟΑ σε σχέση με τους ανταγωνιστές της όσον αφορά την είσπραξη εκκρεμών οφειλών.

367    Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν παρέθεσε συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι ένας ιδιώτης πιστωτής δεν θα είχε λάβει τα επίμαχα μέτρα. Ειδικότερα, παρέλειψε να εξετάσει αν η προβαλλόμενη ανοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας για την είσπραξη οφειλών απέρρεε από συμφωνία διακανονισμού, υπό ποιες προϋποθέσεις συνήφθη μια τέτοια συμφωνία, αν είχαν βεβαιωθεί οι οφειλές της OA και αν η είσπραξή τους είχε αρχίσει.

368    Εν προκειμένω, η Επιτροπή επικαλείται συνεχή ανοχή, ενώ όσον αφορά τις οφειλές κοινωνικής ασφαλίσεως παραδέχθηκε η ίδια, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 12ης Μαΐου 2005, ότι δεν υπήρξε τέτοια ανοχή κατά την περίοδο πριν από τον μήνα Δεκέμβριο 2002.

369    Επίσης, οι προσφεύγουσες αιτιώνται την Επιτροπή ότι δεν παρέσχε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, επαρκείς ενδείξεις που να παρέχουν τη δυνατότητα όχι μόνο στο οικείο κράτος μέλος, αλλά και σε όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, να ταυτοποιήσουν επακριβώς την κριθείσα ασύμβατη ενίσχυση και να προσδιορίσουν, χωρίς υπερβολική δυσχέρεια, το ποσό της.

370    Οι προσφεύγουσες καταλήγουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βαρύνεται με έλλειψη αιτιολογίας. Προσάπτουν στην Επιτροπή ότι ανέφερε απλώς ένα συνολικό ποσό «της τάξεως» των 354 εκατομμυρίων ευρώ, αφήνοντας στις ελληνικές αρχές να προσδιορίσουν το ακριβές πλεονέκτημα που αποκόμισε η OA. Δεδομένου ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εξηγήσει ποια θα ήταν η συμπεριφορά ενός ιδιώτη επενδυτή, είναι αδύνατο να προσδιοριστεί επακριβώς το είδος της ενισχύσεως που διαπίστωσε η Επιτροπή, η περίοδος χορηγήσεως αυτής της ενισχύσεως και το ύψος της.

371    Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν προσδιόρισε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, αν το προαναφερθέν ποσό των 354 εκατομμυρίων ευρώ που έπρεπε να αναζητηθεί αφορούσε απλώς οφειλή κεφαλαίου ή περιελάμβανε, επίσης, τόκους και πρόστιμα. Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν, συναφώς, ότι κατά τον ελληνικό κώδικα δημοσίων εσόδων η βεβαίωση των οφειλών από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία συνιστά εκτελεστό τίτλο για την είσπραξη. Οι βεβαιωθείσες οφειλές βαρύνονται με σημαντικούς τόκους και σε περίπτωση καθυστερήσεως καταβολής επιβάλλονται πρόστιμα. Προς εκτέλεση της βεβαιώσεως οφειλής εκδίδονται οι νόμιμες ατομικές ειδοποιήσεις που καλούν την οικεία εταιρία να καταβάλει τα οφειλόμενα ποσά.

372    Κατά την OA, την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή όσον αφορά τα πρόστιμα και τους εθνικούς τόκους επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβάλλεται η εφαρμογή κοινοτικών τόκων επί του συνολικού ποσού των φορολογικών οφειλών που περιλαμβάνει τα εθνικά πρόστιμα και τους τόκους.

373    Εντούτοις, η Επιτροπή είχε ενημερωθεί περί του ότι, κατά τον έλεγχο που πραγματοποίησαν οι εμπειρογνώμονες της Επιτροπής τον Μάιο του 2005, το 90 % των οφειλών της OA που αφορούσαν φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως είχαν βεβαιωθεί και είχαν επιβληθεί τόκοι και πρόστιμα. Δεδομένου ότι ο τρόπος εισπράξεως, αφενός, των οφειλών προς το Δημόσιο και, αφετέρου, των αναζητούμενων κρατικών ενισχύσεων είναι ακριβώς ο ίδιος, πρέπει να εξεταστούν οι συνέπειες, όσον αφορά την είσπραξη, από τον χαρακτηρισμό του συνόλου των οφειλών ως κρατικών ενισχύσεων.

374    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά τη δυνατότητα καταλογισμού στην Ελληνική Δημοκρατία πράξεων του εθνικού οργανισμού κοινωνικών ασφαλίσεων.

375    Τέλος, η OA διερωτάται αν τα τέλη που οφείλονται στον ΔΑΑ περιλαμβάνονται στο ποσό των επίμαχων οφειλών.

376    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων των προσφευγουσών. Ειδικότερα, τονίζει ότι οι ελληνικές αρχές είναι σε θέση να ποσοτικοποιήσουν επακριβώς τις επίμαχες οφειλές, όπως εξάλλου προκύπτει από την βεβαίωση του 90 % των οφειλών αυτών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

377    Πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς από νομικής απόψεως τη συνέχιση, μετά την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002, της ανοχής της Ελληνικής Δημοκρατίας όσον αφορά τη μη πληρωμή από την OA των φορολογικών οφειλών της και των οφειλών κοινωνικής ασφαλίσεως κατά το διάστημα μεταξύ Δεκεμβρίου 2002 και Δεκεμβρίου 2004.

378    Προς τούτο, πρέπει εξαρχής να τονιστεί ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η απλή βεβαίωση οφειλών της OA έναντι της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν διασφαλίζει την είσπραξή τους (βλ., σχετικώς, προμνησθείσα διάταξη Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες κατά Επιτροπής, σκέψη 94). Επομένως, όταν –ελλείψει νόμιμου λόγου–, οι βεβαιώσεις οφειλών δεν ακολουθούνται με πράξεις πληρωμής και, σε περίπτωση μη πληρωμής, με μέτρα αναγκαστικής εκτελέσεως, η ανοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας έναντι της μη πληρωμής των εν λόγω οφειλών συνεχίζεται. Συναφώς, το στοιχείο που επικαλέστηκε η Ελληνική Δημοκρατία, ότι ο τρόπος εισπράξεως των οφειλών προς το Δημόσιο και των κρατικών ενισχύσεων είναι ο ίδιος, είναι αλυσιτελές όσον αφορά τη διαπίστωση της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως υπό μορφή μιας τέτοιας ανοχής.

379    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες ούτε αναφέρθηκαν ούτε προσκόμισαν πράξη πληρωμής, ούτε προέβαλαν ότι ελήφθησαν μέτρα αναγκαστικής εκτελέσεως προς ικανοποίηση των επίμαχων απαιτήσεων έναντι της OA.

380    Επιπροσθέτως, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, η OA διευκρίνισε ότι συμφωνίες διευθετήσεως των οφειλών συνήφθησαν μόνο με το IKA. Συναφώς, από την προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 128) προκύπτει ότι οι εμπειρογνώμονες της Επιτροπής επισήμαναν ότι το ποσό των 7,7 εκατομμυρίων ευρώ καταβλήθηκε στο IKA «σε σχέση με μια συμφωνία διακανονισμού για τα έτη πριν από το 2003». Όπως προκύπτει από τη δικογραφία και τα επιχειρήματα των διαδίκων, όσον αφορά τις οφειλές κοινωνικής ασφαλίσεως –το ποσό των οποίων η έκθεση Moore Stephens εκτιμά σε 148 εκατομμύρια ευρώ για το 2003 και σε 196 εκατομμύρια ευρώ για το 2004– και τις φορολογικές οφειλές ύψους 374 εκατομμυρίων ευρώ το 2003 και 431 εκατομμυρίων ευρώ το 2004, κατά τις διαπιστώσεις της ίδιας ως άνω εκθέσεως, βάσει των χρηματοπιστωτικών και λογιστικών ισολογισμών της OA, οι ελληνικές αρχές και η OA δεν παρέσχον στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, κανένα βεβαιωμένο πληροφοριακό στοιχείο όσον αφορά τη σύναψη και το ακριβές περιεχόμενο τυχόν συμφωνιών διακανονισμού σχετικών με τις φορολογικές οφειλές και τις οφειλές κοινωνικής ασφαλίσεως της OA έναντι του Δημοσίου κατά την εξεταζόμενη περίοδο ή την εφαρμογή τυχόν τέτοιων συμφωνιών.

381    Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν πραγματοποίησε αρκούντως επισταμένη έρευνα. Ειδικότερα, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως, ο αόριστος χαρακτήρας των αιτιάσεων που διατύπωσε η Επιτροπή στην απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004 περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, δεν απήλλασσε την Ελληνική Δημοκρατία και την OA από την υποχρέωση να παράσχουν στην Επιτροπή όλα τα στοιχεία που θα έκριναν πρόσφορα αναφορικά με το διακανονισμό εκ μέρους της OA των εν λόγω οφειλών. Είναι αληθές ότι, στην απόφαση αυτή (σημείο 82), η Επιτροπή αρκέστηκε να αναφερθεί σε «μη πληρωμή φορολογικών οφειλών» χωρίς να αναφερθεί ρητώς στην ανοχή της μη πληρωμής οφειλών κοινωνικής ασφαλίσεως. Πάντως, οι αιτιάσεις που διατύπωσε η Επιτροπή πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της έρευνας που κίνησε το θεσμικό αυτό –παραλλήλως της εκτελέσεως της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2002– όσον αφορά το σύνολο των μεταγενέστερων της αποφάσεως αυτής μέτρων, των συνδεομένων με την αναδιάρθρωση του ομίλου της Ολυμπιακής Αεροπορίας, δυναμένων να περιλαμβάνουν κρατικές ενισχύσεις. Στο πλαίσιο αυτό, χαρακτηριστικό του οποίου αποτελούσαν οι σημαντικές χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η OA, η οποία είχε ήδη επωφεληθεί ανάλογων μέτρων υπό μορφή ανοχής της μη πληρωμής των φορολογικών της οφειλών και των οφειλών της κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως διαπίστωνε η απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002, η Ελληνική Δημοκρατία υπογράμμισε, με τις από 11 Ιουνίου 2004 παρατηρήσεις της, ότι ο όρος «φορολογικές οφειλές» δεν ήταν σαφής. Συναφώς, επισήμανε ότι, αν η Επιτροπή εννοεί ότι οι ελληνικές αρχές υποστήριζαν την OA ανεχόμενες τη μη καταβολή ορισμένων οφειλών, και όχι μόνον φορολογικών οφειλών, όφειλε να προσκομίσει την απόδειξη μιας τέτοιας ανοχής.

382    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που να εξηγεί την εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας ανοχή της μη πληρωμής των επίμαχων οφειλών, κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου.

383    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι ανέστρεψε το βάρος αποδείξεως, τεκμαίροντας την ύπαρξη συνεχιζόμενης ανοχής του Δημοσίου έναντι οφειλών της OA, την οποία δεν θα επεδείκνυε ιδιώτης επενδυτής ευρισκόμενος σε ανάλογη κατάσταση.

384    Συναφώς, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που έχει κρίνοντας ότι, μολονότι το Δημόσιο μπορεί, όπως οποιοσδήποτε ιδιώτης πιστωτής, να παράσχει στους πιστωτές του πίστωση χρόνου προς εξόφληση των οφειλών τους, όταν υπάρχει βάσιμη ελπίδα ότι μέρος αυτών των οφειλών θα εξοφληθεί στο προσεχές και προβλεπτό μέλλον ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν ήταν πιθανό εν προκειμένω, ελλείψει εξυγιάνσεως της OA, όπως προκύπτει από την σώρευση χρεών της. Επίσης, ως προς το σημείο αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 203 και 205), στα οποία η Επιτροπή επισημαίνει την σώρευση, κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδους, φορολογικών οφειλών και οφειλών κοινωνικής ασφαλίσεως της OA, οι οποίες ήταν ήδη σημαντικές κατά το τέλος του έτους 2002, είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

385    Ειδικότερα, ο κίνδυνος του πιστωτή να υποστεί πρόσθετες ζημίες βεβαιώνεται από το γεγονός ότι τα επίμαχα μέτρα αποτελούσαν συνέχεια ορισμένων μέτρων της αυτής φύσεως που συνίσταντο στην ανοχή της διαιωνίσεως της μη πληρωμής εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως και φορολογικών οφειλών, όπως το σπατόσημο, που είχαν ήδη χαρακτηρισθεί ως κρατικές ενισχύσεις με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002. Εφόσον οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν κανένα στοιχείο που να διαφοροποιεί τα επίμαχα μέτρα από ανάλογες προγενέστερες ενισχύσεις, το γεγονός ότι τέτοια μέτρα αποτελούσαν τη λογική συνέχεια των προγενέστερων αυτών ενισχύσεων, μπορεί να θεωρηθεί ότι επιβεβαιώνει το γεγονός ότι εντάσσονται στην κατηγορία των κρατικών ενισχύσεων (προμνησθείσα απόφαση BP Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψεις 171 και 176). Την ανάλυση αυτή δεν αναιρεί το γεγονός –που αφορά αποκλειστικώς την εκτέλεση της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2002 και, συνεπώς, είναι άνευ σημασίας εν προκειμένω– ότι η Επιτροπή, στην προσφυγή της για διαπίστωση παραβάσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 12ης Μαΐου 2005, απέκλεισε τις εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως από το αίτημά της να διαπιστώσει το Δικαστήριο ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν έλαβε όλα τα απαιτούμενα μέτρα προς αναζήτηση των ενισχύσεων που αφορούσε η απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002, κατόπιν της συμφωνίας μεταξύ OA και IKA για μερική εξόφληση των οφειλών κοινωνικής ασφαλίσεως στις οποίες αναφερόταν η απόφαση αυτή, όπως προκύπτει από τη σκέψη 10 της εν λόγω αποφάσεως.

386    Εν προκειμένω πρέπει, επίσης, να υπογραμμισθεί σχετικώς ότι η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, αν οποιοδήποτε συγκεκριμένο μέτρο είχε προβλεφθεί προς διασφάλιση των απαιτήσεων του Δημοσίου, θα ήταν διατεθειμένη να το εξετάσει στο πλαίσιο της εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

387    Όσον αφορά την αιτίαση που προέβαλαν οι προσφεύγουσες κατά την οποία οι επίμαχες ενισχύσεις δεν μπορούν να ποσοτικοποιηθούν, έστω κατά προσέγγιση, αρκεί να επισημανθεί ότι, στην προμνησθείσα απόφασή του της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Ελλάδας (σκέψη 42), το Δικαστήριο απέρριψε την αιτίαση αυτή, διαπιστώνοντας ότι τα ποσά που αφορούσαν την μη είσπραξη φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως είχαν καθοριστεί στο άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

388    Ειδικότερα, η έλλειψη λεπτομερούς καταστάσεως των οφειλών της OA έναντι της Ελληνικής Δημοκρατίας, πέραν της διακρίσεως μεταξύ φορολογικών οφειλών και οφειλών κοινωνικής ασφαλίσεως, δεν καθιστά αδύνατη την ποσοτικοποίηση των επίμαχων ενισχύσεων, βάσει των αρκούντως επακριβών ενδείξεων που περιέχονται στις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 128 έως 130, και 205), εκ των οποίων δεν μπορεί να αποχωριστεί το διατακτικό. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανεπαρκώς αιτιολογημένη σχετικώς. Εν πάση περιπτώσει, στις ελληνικές αρχές απόκειται η ποσοτικοποίηση, στο πλαίσιο της εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο πλαίσιο ειλικρινούς συνεργασίας με την Επιτροπή (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, προμνησθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψεις 43 και 44).

389    Εξάλλου, η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς από νομικής απόψεως, στην προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 206), τη δυνατότητα καταλογισμού του επίμαχου μέτρου στο Δημόσιο, επισημαίνοντας, ιδίως, ότι το IKA είναι ελληνικός αρμόδιος οργανισμός, υπό την εποπτεία του κράτους, για τη διαχείριση του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως και την είσπραξη υποχρεωτικών εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως.

390    Τέλος, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η επιβολή, με το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, της υποχρεώσεως καταβολής κοινοτικών τόκων επί του ποσού της επίμαχης ενισχύσεως, το οποίο ήδη περιελάμβανε εθνικούς τόκους, δεν αποδεικνύει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής, δεδομένου ότι οι διάφοροι αυτοί τόκοι εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς (βλ. κατωτέρω σκέψεις 417 και 418).

391    Όσον αφορά, ειδικότερα, το σπατόσημο, οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι είχε προσκομιστεί στην Επιτροπή απόδειξη καταβολής του. Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι αν μια επιβάρυνση είχε μερικώς καταβληθεί, θα έπρεπε το στοιχείο αυτό να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως επισημαίνει η Επιτροπή.

392    Όσον αφορά τις αμφιβολίες που διατύπωσε η ΟΑ αναφορικά με τον χαρακτηρισμό ως κρατικής ενισχύσεως της ανοχής της μη πληρωμής εκ μέρους της OA των τελών που οφείλονται στον ΔΑΑ, αρκεί να τονιστεί ότι η Επιτροπή δεν εξετάζει το μέτρο αυτό καθεαυτό σε σχέση με ενδεχόμενο χαρακτηρισμό του ως κρατικής ενισχύσεως. Πράγματι, στην αιτιολογική σκέψη 179 της προσβαλλομένης αποφάσεως, περιορίζεται να αναφέρει, στο πλαίσιο της εξετάσεως του μέτρου αναδιαρθρώσεως, την έλλειψη μεταβιβάσεως στη ΝΟΑ, κατά τον διαχωρισμό των δραστηριοτήτων, της οφειλής της OA έναντι του ΔΑΑ. Αντιθέτως, η Επιτροπή εξέτασε τις οφειλές της NOA έναντι του ΔΑΑ. Έκρινε, σχετικώς, ότι δεν μπορούσε οριστικώς να αποφανθεί περί του αν οι πράξεις του ΔΑΑ μπορούσαν να καταλογιστούν στο Δημόσιο.

393    Βάσει όλων των ανωτέρω, οι λόγοι που αφορούν την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και την έλλειψη αιτιολογίας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

4.     Επί της προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως (υποθέσεις T-415/05 και T-423/05)

 Επιχειρήματα των διαδίκων

394    Η Ελληνική Δημοκρατία και η OA υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας του οικείου κράτους μέλους, αρνούμενη να του κοινοποιήσει την έκθεση Moore Stephens πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρά τα σχετικά αιτήματά του, τα οποία επανελήφθησαν, ιδίως, στο από 26 Οκτωβρίου 2005 έγγραφό του προς την Επιτροπή. Η έκθεση αυτή διαβιβάστηκε στις ελληνικές αρχές μόλις στο τέλος του έτους 2005, αντιθέτως προς την πρακτική της Επιτροπής όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, π.χ. την πρακτική που ακολούθησε στην υπόθεση τη σχετική με την εταιρία Alitalia. Εξάλλου, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει, συναφώς, παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

395    Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι επανέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση τις περιεχόμενες στην ανωτέρω έκθεση διαπιστώσεις, χωρίς οι ελληνικές αρχές να μπορέσουν να διατυπώσουν εγκαίρως τις παρατηρήσεις τους ως προς τις αδυναμίες αυτής της εκθέσεως σχετικά με την εξέταση των υπεκμισθώσεων των αεροσκαφών στη ΝΟΑ, την εκτίμηση του ποσού των στοιχείων ενεργητικού της OA που μεταβιβάστηκαν στη NOA, και των διαφόρων άμεσων ενισχύσεων που προβάλλεται ότι χορηγήθηκαν στην ΟΑ.

396    Η OA υποστηρίζει ότι η προσβολή του δικαιώματος της Ελληνικής Δημοκρατίας να διατυπώσει την άποψή της επηρέασε άμεσα και αρνητικά τη δυνατότητα του δικαιούχου της προβαλλομένης ενισχύσεως να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του. Κατά συνέπεια, η OA στερήθηκε, «κατ’ επέκταση», του δικαιώματός της να διατυπώσει την άποψή της επί της ακρίβειας και της λυσιτέλειας των στοιχείων που επισημαίνονται στην έκθεση Moore Stephens.

397    Αν οι ελληνικές αρχές και, «κατ’ επέκταση», η OA είχαν πρόσβαση στην έκθεση αυτή, θα είχαν τη δυνατότητα να διευκρινίσουν πολλά σημεία που δημιούργησαν παρεξηγήσεις, πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, η προσβολή του δικαιώματος της Ελληνικής Δημοκρατίας να εκθέσει την άποψή της δικαιολογεί την ακύρωση αυτής της αποφάσεως.

398    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί της ορθότητα αυτών των επιχειρημάτων. Διευκρινίζει ότι, αντιθέτως προς όσα προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία, δεν είχε επίσης διαβιβάσει έκθεση στις ιταλικές αρχές πριν από την έκδοση της αποφάσεως της σχετικής με την εταιρία Alitalia.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

399    Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαδικασίας κινείται κατά προσώπου και δύναται να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής γι’ αυτό πράξεως, συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης που πρέπει να διασφαλίζεται, έστω και ελλείψει ειδικής προς τούτο ρυθμίσεως, όπως έχει ήδη υπομνησθεί ανωτέρω στη σκέψη 229.

400    Ειδικότερα, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή δεν μπορεί, προκειμένου να προβεί στην εκτίμηση μέτρου υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρο 87 ΕΚ, να στηριχθεί σε στοιχεία που συνέλεξαν τρίτοι, παρά μόνον εφόσον παράσχει στο οικείο κράτος τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επί των στοιχείων αυτών (βλ., ανωτέρω, σκέψη 250).

401    Εν προκειμένω, εφόσον η έκθεση Moore Stephens στηρίζεται αποκλειστικά επί στοιχείων που συγκέντρωσαν από την OA και τη NOA εμπειρογνώμονες της Επιτροπής στο πλαίσιο επιτόπιας έρευνας και, επομένως, δεν περιλαμβάνουν κανένα πραγματικό στοιχείο που να αγνοούν οι δικαιούχες των επίμαχων μέτρων επιχειρήσεις, ανήκουσες εξ ολοκλήρου στην Ελληνική Δημοκρατία, η παράλειψη κοινοποιήσεως της εκθέσεως αυτής στην Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορούσε, αυτή καθεαυτήν, να θίξει τα δικαιώματα άμυνας του εν λόγω κράτους μέλους.

402    Πρέπει, επίσης, να υπομνησθεί ότι στην υπόθεση T-415/05, όσον αφορά τα επίμαχα μέτρα υπέρ της NOA, έχει ήδη κριθεί ότι η Επιτροπή παρέβη τις διατάξεις του άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, παραλείπουσα να εξετάσει αν τα μισθώματα που κατέβαλλε η εν λόγω εταιρία στην ΟΑ και στην Ελληνική Δημοκρατία, για την υπομίσθωση αεροσκαφών ήταν μικρότερα των μισθωμάτων της αγοράς (βλ. ανωτέρω, σκέψεις 248 έως 253), ώστε να παρέλκει η εξέταση εν προκειμένω, των συνεπειών της ελλείψεως κοινοποιήσεως της εκθέσεως Moore Stephens στις ελληνικές αρχές, μετά το πέρας της διαδικασίας.

403    Όσον αφορά, στις υποθέσεις T-415/05 και T-423/05, τα επίμαχα μέτρα υπέρ της OA, πρέπει να τονιστεί ότι οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν κανένα συγκεκριμένο στοιχείο βάσει του οποίου θα μπορούσε να υποτεθεί ότι, αν οι ελληνικές αρχές είχαν λάβει την έκθεση Moore Stephens πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, θα μπορούσαν να προβάλλουν επιχειρήματα επηρεάζοντα την έκβαση της διαδικασίας.

404    Συνεπώς, ο λόγος που αφορά προσβολή δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν διατυπώνουν συγκεκριμένο επιχείρημα προς στήριξη του λόγου που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 394), ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί όπως και ο λόγος ο αντλούμενος από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

5.     Επί της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας (T-415/05 και T‑416/05)

 Επιχειρήματα των διαδίκων

405    Στην υπόθεση T-415/05, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι –στην περίπτωση που η προσβαλλόμενη απόφαση ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η NOA είχε επίσης την υποχρέωση να επιστρέψει τις ενισχύσεις που καταβλήθηκαν στην ΟΑ, προς εκτέλεση του άρθρου 2, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, πράγμα που αμφισβητεί–, θα ήταν δυσανάλογο να απαιτηθεί από τη NOA η επιστροφή, ιδίως του ποσού των 354 εκατομμυρίων ευρώ, περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 1, παράγραφος 4, της αποφάσεως αυτής, μολονότι η εταιρία αυτή άρχισε να αναπτύσσει τη δραστηριότητά της μόλις από τις 12 Δεκεμβρίου 2003, η δε Επιτροπή δεν διαπίστωσε καμία ενίσχυση υπέρ αυτής υπό μορφή ανοχής έναντι της μη καταβολής φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως.

406    Στο υπόμνημα απαντήσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προσθέτει ότι μια τέτοια απαίτηση θα αντέβαινε στην υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας που επιβάλλει το άρθρο 10 ΕΚ.

407    Στην υπόθεση T-416/05, η NOA υποστηρίζει ότι η υποχρέωσή της για επιστροφή των ενισχύσεων στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως, προγενέστερες της αποσχίσεως, θα αντέβαινε προς την αρχή της αναλογικότητας, αν αφορούσε τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν για το σύνολο των τομέων δραστηριότητας της OA.

408    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί την ορθότητα αυτών των επιχειρημάτων.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

409    Στην υπόθεση T-416/05, πρέπει να κριθεί το ζήτημα του απαραδέκτου που έθεσε η προσφεύγουσα όσον αφορά τα επιχειρήματα τα σχετικά με την αβεβαιότητα της Επιτροπής ως προς την ακριβή ημερομηνία συστάσεως της NOA, η οποία εξάλλου προβλήθηκε επικουρικώς στο πλαίσιο του παρόντος λόγου. Πράγματι, η επιχειρηματολογία αυτή είναι, εν πάση περιπτώσει, αλυσιτελής, όπως ήδη κρίθηκε (βλ. ανωτέρω σκέψη 117).

410    Όσον αφορά την ουσία, αρκεί να υπομνησθεί ότι στην προαναφερθείσα απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Ελλάδας (σκέψη 53), το Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας που είχε προβάλει η Ελληνική Δημοκρατία, με στο σκεπτικό ότι η κατάργηση μιας παράνομης ενισχύσεως μέσω αναζητήσεως αυτής αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της και ότι η υποχρέωση του κράτους μέλους να καταργήσει ενίσχυση την οποία η Επιτροπή έκρινε ασύμβατη με την κοινή αγορά αποσκοπεί στην αποκατάσταση της προηγούμενης καταστάσεως.

411    Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον διαπιστώθηκε ότι η NOA μπορούσε να θεωρηθεί ως διάδοχος της OA, προς τον σκοπό της ανακτήσεως της επίμαχης ενισχύσεως (βλ. ανωτέρω, σκέψεις 148 έως 151), η ανάκτηση της ενισχύσεως έναντι της NOA δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας.

412    Εξάλλου, πρέπει να τονισθεί ότι, όσον αφορά την κατανομή της υποχρεώσεως επιστροφής της ενισχύσεως μεταξύ της OA και της NOA, το ζήτημα αυτό δεν ρυθμίστηκε με την απόφαση της 12ης Μαΐου 2005, και δεν εξετάστηκε από την Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, απόκειται στους διαδίκους να το ρυθμίσουν στο πλαίσιο της εθνικής διαδικασίας εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με το καθήκον ειλικρινούς συνεργασίας που υπέχουν (βλ. ανωτέρω σκέψεις 125 έως 127).

413    Βάσει όλων των προαναφερθέντων, ο λόγος που αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, όπως και η αιτίαση περί παραβάσεως της υποχρεώσεως συνεργασίας, που δεν στηρίχθηκε από κανένα ειδικό επιχείρημα.

6.     Επί της παραβάσεως της αρχής non bis in idem (υποθέσεις T-415/05 και T-423/05)

414    Η Ελληνική Δημοκρατία και η OA υποστηρίζουν ότι, εφόσον, από το ποσό των 354 εκατομμυρίων ευρώ στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 1, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως, ποσό 136 εκατομμυρίων ευρώ περίπου αντιστοιχεί σε τόκους και πρόστιμα που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο, η υποχρέωση επιβολής, επί των προς ανάκτηση ποσών, τόκων με βάση το κοινοτικό επιτόκιο αναφοράς, όπως προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως, αντιβαίνει προς την αρχή non bis in idem.

415    Πρέπει να τονισθεί ότι οι κοινοτικοί τόκοι που οφείλονται δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως, εκ μέρους των δικαιούχων των επίμαχων ενισχύσεων επιχειρήσεων, δεν έχουν χαρακτήρα κυρώσεως, αλλά αποσκοπούν στην πλήρη αποκατάσταση του ανταγωνισμού διά της επιστροφής ενός πλεονεκτήματος που παρασχέθηκε στους δικαιούχους αυτούς από της ημερομηνίας χορηγήσεως των ενισχύσεων.

416    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η ανοχή της μη πληρωμής ποσών διαφόρων τόκων υπερημερίας και προσαυξήσεων προβλεπομένων από το ελληνικό δίκαιο συνιστά επίσης κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή ορθώς ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι τόκοι που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως εφαρμόζονται, επίσης, επί των ποσών αυτών επί του χρόνου από του οποίου κατέστησαν απαιτητά. Εξάλλου, ο τρόπος κεφαλαιοποιήσεως των τόκων θα καθοριστεί στο πλαίσιο εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως όπως διευκρίνισε η Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

417    Καθόσον, αφενός, οι τόκοι υπερημερίας και τα πρόστιμα που προβλέπει το εθνικό δίκαιο και, αφετέρου, οι τόκοι που προβλέπει η προσβαλλόμενη απόφαση με σκοπό τη διασφάλιση της αποκαταστάσεως του ανταγωνισμού εξυπηρετούν σκοπούς διαφορετικούς, η επιβολή κοινοτικών τόκων επί του συνολικού ποσού των ενισχύσεων αυξημένου κατά τους εθνικούς τόκους και πρόστιμα δεν αντιβαίνει προς την αρχή non bis in idem.

418    Επομένως, ο λόγος που αφορά την παραβίαση της αρχής non bis in idem πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

419    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, αφενός, καθόσον με αυτήν η Επιτροπή κηρύσσει ασύμβατη με την κοινή αγορά ενίσχυση χορηγηθείσα στη ΝΟΑ (άρθρο 1, παράγραφος 1), αφετέρου, καθόσον κηρύσσει ασύμβατη τη χορηγηθείσα στην ΟΑ ενίσχυση, την αναφερόμενη στο άρθρο 1, παράγραφος 2, καθόσον αφορά το ποσό που αντιστοιχεί στην αξία όλων των άυλων στοιχείων ενεργητικού που περιελήφθησαν ως υπεραξία, την αξία των αεροσκαφών που μεταβιβάστηκαν στη ΝΟΑ, καθώς και τα προσδοκώμενα έσοδα από την πώληση δύο αεροσκαφών και, τέλος, καθόσον απαιτεί την ανάκτηση των ενισχύσεων αυτών (άρθρο 2).

 Επί των δικαστικών εξόδων

420    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμα και αν δεν πρόκειται για κράτος μέλος, φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

421    Δεδομένου ότι στις συνεκδικασθείσες τρεις υποθέσεις, έκαστος των διαδίκων ηττήθηκε μερικώς, πρέπει έκαστος των διαδίκων να φέρει τα δικαστικά έξοδά του, συμπεριλαμβανομένων, στις υποθέσεις T-416/05 και T-423/05, των εξόδων των διαδικασιών ασφαλιστικών μέτρων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως C(2005) 2706 τελικό της Επιτροπής, της 14ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με κρατικές ενισχύσεις προς την Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες ΑΕ [C 11/2004 (ex NN 4/2003) – Ολυμπιακή Αεροπορία – Αναδιάρθρωση και ιδιωτικοποίηση].

2)      Ακυρώνει μερικώς το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως C(2005) 2706 τελικό καθόσον αφορά το ποσό που αντιστοιχεί στην αξία του συνόλου των άυλων στοιχείων ενεργητικού που περιελήφθησαν στον ισολογισμό μετασχηματισμού της Ολυμπιακής Αεροπορίας Υπηρεσίες ως υπεραξία, την αξία των αεροσκαφών που μεταβιβάστηκαν στην Ολυμπιακές Αερογραμμές ΑΕ, καθώς και τα προσδοκώμενα έσοδα από την πώληση δύο αεροσκαφών περιλαμβανομένων εισέτι στον ισολογισμό της Ολυμπιακής Αεροπορίας Υπηρεσίες.

3)      Ακυρώνει το άρθρο 2 της αποφάσεως C(2005) 2706 τελικό καθόσον αφορά τα μέτρα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, στο μέτρο που οι διατάξεις αυτές ακυρώνονται.

4)      Απορρίπτει τις προσφυγές κατά τα λοιπά.

5)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων.

Jaeger

Meij

Truchot

(υπογραφές)

Πίνακας περιεχομένων

Ιστορικό της διαφοράς

Απόφαση 2003/372/ΕΚ

Προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Α – Επί της απώλειας του εννόμου συμφέροντος των προσφευγουσών

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Β – Επί της ουσίας

1.  Επί της λήψεως υπόψη της υπάρξεως οικονομικής συνέχειας μεταξύ της OA και της NOA από πλευράς ανακτήσεως των ενισχύσεων (υποθέσεις Τ-415/05 και Τ-416/05)

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του καθορισμού των υπέρ της ΟΑ μέτρων που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο της υποχρεώσεως ανακτήσεως έναντι της NOA

Επί του νομικού περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τη διαπίστωση περί διαδοχής της ΟΑ από τη ΝΟΑ από πλευράς ανακτήσεως της επίδικης ενισχύσεως

Επί της εκτιμήσεως της αιτιολογίας και του βασίμου της διαπιστώσεως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, του ότι η ΝΟΑ αποτελεί διάδοχο της ΟΑ από πλευράς ανακτήσεως της επίδικης ενισχύσεως

2.  Επί της ενισχύσεως που χορηγήθηκε στη ΝΟΑ (άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως) (υποθέσεις T-415/05 και T‑416/05)

α) Επί της συνεκτιμήσεως της οικονομικής συνέχειας μεταξύ της OA και της NOA για τον χαρακτηρισμό των επίδικων μέτρων

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

β) Επί του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–  Επί του καθορισμού της επίδικης ενισχύσεως

–  Επί του καθορισμού των επιδίκων ζητημάτων από πλευράς περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως και της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

–  Επί των κρίσιμων εν προκειμένω στοιχείων για την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή

–  Επί της κατανομής του βάρους της αποδείξεως και των αντιστοίχων διαδικαστικών υποχρεώσεων της Επιτροπής και του ενδιαφερομένου κράτους μέλους

3.  Επί των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην ΟΑ

α) Επί της προκαταβολής του υπερεκτιμημένου ποσού της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της OA τα οποία μεταβιβάστηκαν στη NOA (άρθρο 1, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως) (υποθέσεις Τ-415/05 και Τ‑423/05)

Επί της παραβάσεως του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και της ελλείψεως αιτιολογίας (υποθέσεις Τ-415/05 και Τ‑423/05)

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της παραβάσεως του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ και της ελλείψεως αιτιολογίας (υπόθεση T-415/05)

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

β) Επί της ενεργοποιήσεως ορισμένων κρατικών εγγυήσεων (άρθρο 1, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως) (υποθέσεις T-415/05 και T-423/05)

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

γ) Επί της ανοχής της μη καταβολής οφειλών σχετικών με φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως (άρθρο 1, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως) (υποθέσεις T-415/05, T-416/05 και T‑423/05)

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

4.  Επί της προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως (υποθέσεις T-415/05 και T-423/05)

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

5.  Επί της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας (T-415/05 και T‑416/05)

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

6.  Επί της παραβάσεως της αρχής non bis in idem (υποθέσεις T-415/05 και T-423/05)

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.