ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 25ης Οκτωβρίου 2007

Υπόθεση T-154/05

Carmela Lo Giudice

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Προσφυγή ακυρώσεως – Καθήκον αρωγής – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Άρθρο 24 του ΚΥΚ – Καθήκον μέριμνας – Παραδεκτό – Αίτημα αποζημιώσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή με αντικείμενο κατ’ ουσίαν, αφενός, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής περί διαπιστώσεως μη υπάρξεως ηθικής παρενοχλήσεως και, αφετέρου, αίτημα αποζημιώσεως για την προβαλλόμενη ηθική βλάβη.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Έκαστος διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Έννοια

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Αντιστοιχία μεταξύ ενστάσεως και προσφυγής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη διοίκηση – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)

4.      Υπάλληλοι – Βλαπτική απόφαση – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25)

1.      Ο υπάλληλος που ισχυρίζεται ότι υπήρξε θύμα ηθικής παρενόχλησης πρέπει, ανεξάρτητα από την υποκειμενική αντίληψη των πραγματικών περιστατικών που επικαλείται, να προβάλει ένα σύνολο στοιχείων βάσει των οποίων να αποδεικνύεται ότι υπήρξε θύμα συμπεριφοράς που είχε αντικειμενικά ως στόχο την απαξίωσή του και την ηθελημένη υπονόμευση των συνθηκών εργασίας του.

Εξ αυτού προκύπτει ότι για να αποδειχθεί ότι συντρέχει ηθική παρενόχληση η επίδικη συμπεριφορά πρέπει να εμφανίζεται αντικειμενικά ηθελημένη.

Η άρνηση χορηγήσεως άδειας, με σκοπό την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της υπηρεσίας δεν μπορεί να θεωρηθεί κατ’ αρχήν ως εκδήλωση παρενόχλησης. Επιπλέον ο υπάλληλος δεν μπορεί βασίμως να προσάψει στον ιεραρχικώς προϊστάμενό του την άρνηση χορηγήσεως άδειας εφόσον παρέλειψε τη διενέργεια των διοικητικών διατυπώσεων που προβλέπει ο οδηγός απουσιών για την περίπτωση αιτήσεως άδειας.

(βλ. σκέψεις 82, 83 και 107)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 23 Φεβρουαρίου 2001, T‑7/87, T‑208/98 και T‑109/99, De Nicola κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑49 και II‑185, σκέψη 286· ΠΕΚ, 8 Ιουλίου 2004, T‑136/03, Schochaert κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑215 και II‑957, σκέψη 41· ΠΕΚ, 4 Μαΐου 2005, T‑144/03, Schmit κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑101 και II‑465, σκέψεις 64, 65 και 78

2.      Ο κανόνας της αντιστοιχίας μεταξύ της διοικητικής ενστάσεως κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) και της προσφυγής που ακολουθεί απαιτεί, επί ποινή απαραδέκτου, ότι ο ισχυρισμός που προβάλλεται ενώπιον του κοινοτικού δικαστή έχει ήδη προβληθεί στο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας έτσι ώστε η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ήταν σε θέση να γνωρίζει με επαρκή ακρίβεια τις επικρίσεις που διατυπώνει ο ενδιαφερόμενος εις βάρος της προσβαλλομένης αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 122)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 1η Ιουλίου 1976, 58/75, Sergy κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1976, σ. 419, σκέψη 32· ΠΕΚ, 14 Οκτωβρίου 2003, T‑174/02, Wieme κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑241 και II‑1165, σκέψη 18· ΠΕΚ, 25 Οκτωβρίου 2005, T‑96/04, Cwik κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑343 και II‑1523, σκέψη 32

3.      Το άρθρο 24 του ΚΥΚ θεσπίστηκε με σκοπό να προστατεύσει τους υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από οποιαδήποτε παρενόχληση ή απαξιωτική μεταχείριση προερχομένη όχι μόνον από τρίτους αλλά και από τους ιεραρχικώς προϊσταμένους ή τους συναδέλφους τους.

Στο πλαίσιο της υποχρεώσεως αρωγής που προβλέπει το άρθρο αυτό, η Διοίκηση οφείλει, ενόψει επεισοδίου που απάδει προς την τάξη και τη γαλήνη της υπηρεσίας, να επεμβαίνει με όλη την αναγκαία δραστηριότητα και να ανταποκρίνεται με την ταχύτητα και τη μέριμνα που απαιτούνται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης για να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά και να ενεργήσει ανάλογα. Προς τούτο αρκεί ο υπάλληλος που ζητεί την προστασία του θεσμικού οργάνου του να προσκομίσει αρχή αποδείξεως ως προς το υποστατό των επιθέσεων που υποστηρίζει ότι υφίσταται. Ενόψει τέτοιων στοιχείων το συγκεκριμένο όργανο οφείλει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, ιδίως τη διενέργεια έρευνας, προκειμένου να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η καταγγελία, σε συνεργασία με τον καταγγέλλοντα.

Όσον αφορά τα ληπτέα μέτρα σε περίπτωση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24 του ΚΥΚ, η Διοίκηση διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, υπό τον έλεγχο του κοινοτικού δικαστή, στην επιλογή των μέτρων και μέσων εφαρμογής του άρθρου 24. Ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή περιορίζεται στο ζήτημα αν το οικείο όργανο παρέμεινε εντός ευλόγων ορίων και δεν χρησιμοποίησε την οικεία εξουσία εκτιμήσεως κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο.

(βλ. σκέψεις 135 έως 137)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 14 Ιουνίου 1979, 18/78, V κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 47, σκέψη 15· ΔΕΚ, 26 Ιανουαρίου 1989, 224/87, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 99, σκέψεις 15 και 16· ΠΕΚ, 21 Απριλίου 1993, T‑5/92, Tallarico κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑477, σκέψη 31· ΠΕΚ, 11 Οκτωβρίου 1995, T‑39/93 και T‑553/93, Μπαλτσαβιάς κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑233 και II‑695, σκέψη 58· ΠΕΚ, 15 Σεπτεμβρίου 1998, T‑3/96, Haas κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑475 και II‑1395, σκέψη 54· ΠΕΚ, 5 Δεκεμβρίου 2000, T‑136/98, Campogrande κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑267 και II‑1225, σκέψη 42· Schochaert κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψεις 48 και 49· Schmit κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 96 και 98

4.      Η υποχρέωση αιτιολογίας των βλαπτικών αποφάσεων σκοπεί να δώσει στον ενδιαφερόμενο επαρκή πληροφόρηση ώστε να γνωρίζει αν η απόφαση είναι βάσιμη ή αν εμφανίζει ελάττωμα λόγω του οποίου μπορεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητά της και να δώσει τη δυνατότητα στον κοινοτικό δικαστή να ασκήσει τον έλεγχό του ως προς τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξετάζεται σε κάθε περίπτωση όχι μόνο με βάση την προσβαλλομένη απόφαση αλλά και αναλόγως των συγκεκριμένων συνθηκών που την περιβάλλουν.

Συγκεκριμένα, μια απόφαση αιτιολογείται επαρκώς εφόσον η πράξη που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής εκδόθηκε εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον υπάλληλο και του δίνει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του μέτρου που ελήφθη έναντι αυτού.

(βλ. σκέψεις 160 έως 162)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 29 Οκτωβρίου 1981, 125/80, Arning κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2539, σκέψη 13· ΔΕΚ, 26 Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1981, σ. 2861, σκέψη 22· ΔΕΚ, 21 Ιουνίου 1984, 69/83, Lux κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1984, σ. 2447, σκέψη 36· ΔΕΚ, 13 Δεκεμβρίου 1989, C‑169/88, Prelle κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 4335, σκέψη 9· ΠΕΚ, 16 Δεκεμβρίου 1993, T‑80/92, Turner κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑1465, σκέψη 62· ΠΕΚ, 15 Φεβρουαρίου 1996, T‑589/93, Ryan-Sheridan κατά FEACVT, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑27 και II‑77, σκέψη 95· ΠΕΚ, 2 Απριλίου 1998, T‑86/97, Αποστολίδη κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑167 και II‑521, σκέψεις 73 έως 77· ΠΕΚ, 6 Μαρτίου 2001, T‑100/00, Campoli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑71 και II‑347, σκέψη 53· ΠΕΚ, 20 Ιουλίου 2001, T‑351/99, Brumter κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑165 και II‑757, σκέψη 28· Schmit κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 115 και 116