ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 7ης Μαΐου 2009 ( *1 )

«Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις — Αγορές των ζώντων αρσενικών και θηλυκών χοίρων που προορίζονται για σφαγή — Απόφαση περί κηρύξεως της συγκεντρώσεως συμβατής με την κοινή αγορά — Γεωγραφικός καθορισμός της σχετικής αγοράς — Υποχρέωση επιδείξεως επιμέλειας — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T-151/05,

Nederlandse Vakbond Varkenshouders (NVV), με έδρα το Lunteren (Κάτω Χώρες),

Marius Schep, κάτοικος Lopik (Κάτω Χώρες),

Nederlandse Bond van Handelaren in Vee (NBHV), με έδρα τη Χάγη (Κάτω Χώρες),

εκπροσωπούμενοι αρχικώς από τους J. Kneppelhout και M. van der Kaden, στη συνέχεια από τον J. Kneppelhout, δικηγόρους,

προσφεύγοντες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους A. Whelan και S. Noë, στη συνέχεια, από τους A. Bouquet και Noë,

καθής,

υποστηριζόμενης από τη

Sovion NV, με έδρα το Best (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τους J. de Pree και W. Geursen, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτηση περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 21ης Δεκεμβρίου 2004, περί κηρύξεως μιας συγκεντρώσεως ως συμβατής με την κοινή αγορά και τη λειτουργία της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/M.3605),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, E. Cremona (εισηγήτρια) και S. Frimodt Nielsen, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Μαΐου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Το νομικό πλαίσιο

1

Ο κανονισμός (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 24, σ. 1), προβλέπει σύστημα ελέγχου, εκ μέρους της Επιτροπής, των συγκεντρώσεων με κοινοτική διάσταση, όπως αυτές ορίζονται στα άρθρα 1 και 3 του εν λόγω κανονισμού. Οι συγκεντρώσεις αυτές πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή πριν την πραγματοποίησή τους (άρθρο 4 του κανονισμού 139/2004). Η Επιτροπή εξετάζει αν είναι συμβατές με την κοινή αγορά (άρθρο 2 του κανονισμού 139/2004).

2

Το άρθρο 2 του κανονισμού 139/2004 ορίζει:

«1.   Σύμφωνα με τους στόχους του παρόντος κανονισμού και τις ακόλουθες διατάξεις, οι συγκεντρώσεις επιχειρήσεων που εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό αξιολογούνται προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον είναι συμβατές με την κοινή αγορά.

[…]

2.   Οι συγκεντρώσεις που δεν ενδέχεται να παρακωλύουν σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην κοινή αγορά ή σε σημαντικό τμήμα αυτής, ιδίως ως αποτέλεσμα της δημιουργίας ή της ενίσχυσης μιας δεσπόζουσας θέσης, κηρύσσονται συμβατές με την κοινή αγορά.

3.   Οι συγκεντρώσεις που ενδέχεται να παρακωλύουν σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην κοινή αγορά ή σε σημαντικό τμήμα της, ιδίως ως αποτέλεσμα της δημιουργίας ή της ενίσχυσης μιας δεσπόζουσας θέσης, κηρύσσονται ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά.

[…]».

3

Η διαδικασία ελέγχου των συγκεντρώσεων εξελίσσεται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, κατά το οποίο διενεργείται προκαταρκτική μόνον εξέταση της σχεδιαζόμενης συγκέντρωσης περατώνεται με την έκδοση αποφάσεως κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού 139/2004.

4

Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 139/2004 προβλέπει:

«1.   Η Επιτροπή εξετάζει την κοινοποίηση μόλις τη λάβει.

α)

Εφόσον καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, εκδίδει σχετική απόφαση.

β)

Εφόσον διαπιστώσει ότι η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση, αν και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, δεν προκαλεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με την κοινή αγορά, αποφασίζει να μην αντιταχθεί και την κηρύσσει συμβατή με την κοινή αγορά.

[…]

γ)

[…] εφόσον η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και προκαλεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με την κοινή αγορά, αποφασίζει να κινήσει διαδικασία.

[…]

3.   Η Επιτροπή μπορεί να ανακαλεί την απόφαση που έλαβε βάσει της παραγράφου 1, στοιχεία α’ ή β’, εφόσον:

α)

η απόφαση βασίζεται σε ανακριβή στοιχεία για τα οποία είναι υπεύθυνη μία από τις επιχειρήσεις ή η έκδοση της απόφασης προκλήθηκε δολίως·

[…]»

5

Η Επιτροπή προχωρεί, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του κανονισμού 139/2004, σε εμπεριστατωμένη εξέταση (δεύτερο στάδιο) μόνον εφόσον από τη διενεργηθείσα κατά το πρώτο στάδιο προκαταρκτική εξέταση προέκυψαν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το αν η συγκέντρωση είναι συμβατή με την κοινή αγορά.

6

Το άρθρο 8 του κανονισμού 139/2004 ορίζει τα όρια της ευχέρειας που διαθέτει η Επιτροπή κατά την έκδοση αποφάσεως, στο πλαίσιο της διαδικασίας της εμπεριστατωμένης εξέτασης, ως εξής:

«1.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώνει ότι […] μία κοινοποιηθείσα συγκέντρωση πληροί το κριτήριο του άρθρου 2, παράγραφος 2, […], εκδίδει απόφαση με την οποία κηρύσσει τη συγκέντρωση συμβατή με την κοινή αγορά.

[…]

2.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, κατόπιν τροποποιήσεων που επέφεραν οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις, μία κοινοποιηθείσα συγκέντρωση πληροί το κριτήριο του άρθρου 2, παράγραφος 2, […], εκδίδει απόφαση με την οποία κηρύσσει τη συγκέντρωση συμβατή με την κοινή αγορά.

[…]

3.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώνει ότι μία συγκέντρωση πληροί το κριτήριο του άρθρου 2, παράγραφος 3, […], εκδίδει απόφαση με την οποία κηρύσσει τη συγκέντρωση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

[…]

6.   Η Επιτροπή μπορεί να ανακαλεί την απόφαση που έλαβε βάσει της παραγράφου 1 ή 2, εφόσον:

α)

η κήρυξη της συμβατότητας βασίσθηκε σε ανακριβή στοιχεία για τα οποία είναι υπεύθυνη μία από τις επιχειρήσεις, ή εφόσον προκλήθηκε δολίως […]».

7

Το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 προβλέπει:

«1.   Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει […] σε επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα που μπορούν να φθάνουν το 1% του συνολικού κύκλου εργασιών […] που πραγματοποίησαν […] οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, εφόσον, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α)

παρέχουν ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία κατά την υποβολή αναφοράς, πιστοποίησης κοινοποίησης ή συμπληρωματικής κοινοποίησης […]·

[…]».

8

Το άρθρο 18, παράγραφος 4, του κανονισμού 139/2004 ορίζει ότι, «[ε]φόσον η Επιτροπή ή οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών το κρίνουν αναγκαίο, μπορούν επίσης να παρέχουν ακρόαση και σε άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα» και ότι «[φ]υσικά ή νομικά πρόσωπα που αποδεικνύουν την ύπαρξη ευλόγου συμφέροντος […] γίνονται δεκτοί σε ακρόαση, κατόπιν αιτήσεώς τους».

9

Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού (ΕΚ) 802/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του κανονισμού του (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου (ΕΕ L 133 σ. 1), «[ε]ναπόκειται στα κοινοποιούντα μέρη να ενημερώνουν με ειλικρίνεια την Επιτροπή για όλα τα γεγονότα και τις περιστάσεις που είναι κρίσιμα για τη λήψη απόφασης σχετικά με την κοινοποιηθείσα συγκέντρωση». Το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού ορίζει σχετικά:

«1.   Οι κοινοποιήσεις περιέχουν όλες τις πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων και των εγγράφων, που ζητούνται στο κατάλληλο έντυπο (βλέπε παραρτήματα του παρόντος κανονισμού). Οι πληροφορίες πρέπει να είναι ορθές και πλήρεις.

[…]»

10

Το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 802/2004 ορίζει:

«[…] το άρθρο 4 […] του παρόντος κανονισμού εφαρμόζ[εται] κατ’ αναλογία […] στις συμπληρωματικές κοινοποιήσεις […]».

11

Το άρθρο 16 του κανονισμού 802/2004, με τίτλο «Ακρόαση τρίτων», ορίζει:

«1.   Εάν τρίτοι ζητήσουν εγγράφως ακρόαση σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού […] 139/2004, η Επιτροπή τους ενημερώνει εγγράφως για τη φύση και το αντικείμενο της διαδικασίας και τάσσει προθεσμία εντός της οποίας μπορούν να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους.

2.   Οι αναφερόμενοι στην παράγραφο 1 τρίτοι γνωστοποιούν τις απόψεις τους εγγράφως εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Η Επιτροπή μπορεί, κατά περίπτωση, να παράσχει στους εν λόγω τρίτους που το έχουν ζητήσει με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, την ευκαιρία να συμμετάσχουν σε επίσημη ακρόαση. Μπορεί επίσης σε άλλες περιπτώσεις να παράσχει στα εν λόγω μέρη την ευκαιρία να διατυπώσουν προφορικά τις απόψεις τους.

3.   Η Επιτροπή μπορεί επίσης να καλέσει οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο να εκφράσει τις απόψεις του τόσο γραπτά όσο και προφορικά, ιδίως σε επίσημη ακρόαση.»

Ιστορικό της διαφοράς

I — Μετέχοντες στη διαδικασία και στη συγκέντρωση

12

Η κρινόμενη προσφυγή ασκήθηκε από κοινού από τη Nederlandse Vakbond Varkenshouders (NVV), τον Marius Schep και τη Nederlandse Bond van Handelaren in Vee (NBHV) (στο εξής, από κοινού: προσφεύγοντες).

13

Η NVV είναι ολλανδική συνδικαλιστική οργάνωση που εκπροσωπεί τους χοιροτρόφους. Περιλαμβάνει περίπου 3000 μέλη και εκπροσωπεί περίπου το 50% των επιχειρήσεων εκτροφής χοίρων στις Κάτω Χώρες.

14

Ο M. Schep είναι χοιροτρόφος, μέλος της NVV.

15

Η NBHV είναι ένωση που εκπροσωπεί τους ζωεμπόρους, περιλαμβανομένων των χοιρεμπόρων. Μέλη της είναι οι τοπικές ενώσεις ζωεμπόρων. Εκπροσωπεί περίπου το 70 % των καταχωρισμένων στις Κάτω Χώρες χοιρεμπόρων.

16

Η Sovion NV είναι ολλανδική επιχείρηση δραστηριοποιούμενη στον κλάδο της σφαγής ζώων και χοίρων, της παραγωγής, επεξεργασίας και πωλήσεως προϊόντων κρέατος και της επεξεργασίας υποπροϊόντων ζωικής προελεύσεως.

17

Η Hendrix Meat Group (HMG) είναι επιχείρηση που δραστηριοποιείται κυρίως στις Κάτω Χώρες, επίσης στον κλάδο της σφαγής χοίρων, καθώς και της παραγωγής, επεξεργασίας και πωλήσεως κρέατος.

II — Η διοικητική διαδικασία

18

Στις 18 Νοεμβρίου 2004, κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, σχέδιο συγκεντρώσεως (στο εξής: συγκέντρωση) που προέβλεπε την αποκλειστική και εξ ολοκλήρου απόκτηση του ελέγχου της HMG από τη Sovion (στο εξής, από κοινού: μετέχοντες στη συγκέντρωση).

19

Στις 24 Νοεμβρίου 2004, η Επιτροπή απέστειλε στα εμπλεκόμενα μέρη (ανταγωνιστές, αγοραστές, προμηθευτές, ενώσεις του κλάδου), σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, λεπτομερές ερωτηματολόγιο, προκειμένου να καταγράψει τις συνέπειες της συγκεντρώσεως για τον ανταγωνισμό.

20

Στις 25 Νοεμβρίου 2004, η NVV έλαβε το αγγλικό κείμενο του εν λόγω ερωτηματολογίου. Στις 26 Νοεμβρίου 2004, εστάλη στην NVV, κατόπιν αιτήματός της, το ολλανδικό κείμενο του ερωτηματολογίου.

21

Με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 26 Νοεμβρίου 2004, η Επιτροπή ζήτησε από τρίτους ενδιαφερομένους να διατυπώσουν, εντός δέκα ημερών, την άποψή τους σχετικά με τη συγκέντρωση.

22

Με έγγραφο της 30ής Νοεμβρίου 2004, η NBHV διατύπωσε επιφυλάξεις όσον αφορά τη συγκέντρωση.

23

Στις 2 Δεκεμβρίου 2004, απαντώντας στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, η NVV επισήμανε ότι, αν η συγκέντρωση κριθεί συμβατή με την κοινή αγορά, η Sovion θα αποκτήσει δεσπόζουσα θέση στη σχετική αγορά, η οποία περιορίζεται γεωγραφικά στο έδαφος των Κάτω Χωρών.

24

Στις 10 Δεκεμβρίου 2004, πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ, αφενός, της Επιτροπής, και, αφετέρου, της NVV και της NBHV, κατά την οποία αμφότερες διατύπωσαν εκ νέου τις επιφυλάξεις τους όσον αφορά τη συγκέντρωση. Κατόπιν της συναντήσεως αυτής, η Επιτροπή απηύθυνε αυθημερόν ερωτήματα στους εκπροσώπους των μετεχόντων στη συγκέντρωση σχετικά με τα ζητήματα που συζητήθηκαν κατά τη συνάντηση με τις NVV και NBHV.

25

Στις 16 Δεκεμβρίου 2004, η NBHV απέστειλε στην Επιτροπή έγγραφο με το οποίο συνόψιζε την άποψή της και τις αντιρρήσεις της κατά της συγκεντρώσεως.

26

Με έγγραφα της 21ης Δεκεμβρίου 2004, η NVV και η NBHV αμφισβήτησαν το περιεχόμενο ενός εκ των εγγράφων που οι μετέχοντες στη συγκέντρωση απέστειλαν στην Επιτροπή στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και, συγκεκριμένα, μια δήλωση του S. B. Μ. J. (στο εξής: S. J.), γενικού γραμματέα του Productschappen Vee, Vlees en Eieren (δημόσιου οργανισμού αρμοδίου για την αγορά των ζώων, του κρέατος και των αυγών, στο εξής: PVVE).

27

Με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2004, περί κηρύξεως της συγκεντρώσεως ως συμβατής με την κοινή αγορά (υπόθεση COMP/M. 3605 — Sovion/HMG) (ΕΕ C 28, σ. 2, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού 139/2004, η Επιτροπή επέτρεψε τη συγκέντρωση, χωρίς να προχωρήσει στο δεύτερο στάδιο της διαδικασίας.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

28

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 14 Απριλίου 2005, οι προσφεύγοντες άσκησαν την κρινόμενη προσφυγή.

29

Με έγγραφο της 13ης Ιουλίου 2005, οι προσφεύγοντες ζήτησαν από το Πρωτοδικείο, σύμφωνα με το άρθρο 64, παράγραφος 3, στοιχείο δ’, του Κανονισμού Διαδικασίας, να υποχρεώσει την Επιτροπή, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, να προσκομίσει όλα τα σχετικά με την υπό κρίση υπόθεση έγγραφα και να τους χορηγήσει αντίγραφα.

30

Στις 5 Αυγούστου 2005, η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως και, με χωριστό δικόγραφο, υπέβαλε παρατηρήσεις επί των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας.

31

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Αυγούστου 2005, η Sovion ζήτησε να παρέμβει στη δίκη υπέρ της Επιτροπής.

32

Με διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 2005, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε την παρέμβαση της Sovion, η οποία κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως στις 31 Ιανουαρίου 2006. Η Επιτροπή και οι προσφεύγοντες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος παρεμβάσεως αντιστοίχως στις 30 Μαρτίου και στις 8 Μαΐου 2006.

33

Με τηλεομοιοτυπία της 10ης Μαΐου 2006, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι σχετικές με το υπόμνημα παρεμβάσεως παρατηρήσεις των προσφευγόντων δεν αφορούν μόνον το περιεχόμενο του εν λόγω υπομνήματος, αλλά και το υπόμνημα ανταπαντήσεως. Η Επιτροπή ζητεί, ως εκ τούτου, από το Πρωτοδικείο είτε να μη συμπεριλάβει τις παρατηρήσεις επί του υπομνήματος ανταπαντήσεως στη δικογραφία είτε να της επιτρέψει να απαντήσει εγγράφως στις παρατηρήσεις αυτές.

34

Με έγγραφο της Γραμματείας του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουνίου 2006, ζητήθηκε από την Επιτροπή, με την επιφύλαξη του παραδεκτού των συγκεκριμένων σημείων των εν λόγω παρατηρήσεων, να υποβάλει εγγράφως τις παρατηρήσεις της.

35

Η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε με την κατάθεση των εν λόγω παρατηρήσεων της Επιτροπής στις 30 Ιουνίου 2006.

36

Με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που κοινοποιήθηκε την 1η Απριλίου 2008, το Πρωτοδικείο ζήτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει κατάλογο των επιχειρήσεων στις οποίες απέστειλε το λεπτομερές ερωτηματολόγιο της 24ης Νοεμβρίου 2004, κατάλογο των επιχειρήσεων που απάντησαν στο εν λόγω ερωτηματολόγιο, καθώς και αντίγραφα όλων των απαντήσεων στα ερωτήματα του σημείου 8 του ερωτηματολογίου. Η Επιτροπή απέστειλε τα έγγραφα αυτά στο Πρωτοδικείο στις 22 Απριλίου 2008.

37

Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 22ας Μαΐου 2008. Τα έγγραφα που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν τέθηκαν στη δικογραφία.

38

Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

39

Η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Πρωτοδικείο:

να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη όσον αφορά τον M. Schep και την NBHV,

να απορρίψει την προσφυγή ως προς την NVV,

να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

I — Επί του παραδεκτού

Α — Επιχειρήματα των διαδίκων

40

Η Επιτροπή προβάλλει δύο ενστάσεις απαραδέκτου, αντλούμενες από έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως του M. Schep και από εκπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής όσον αφορά την NBHV. Η Επιτροπή, όμως, αναλύει καταρχάς το ζήτημα αν, σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής από περισσότερους προσφεύγοντες, όπως εν προκειμένω, πρέπει να ελέγχεται η ενεργητική νομιμοποίηση όλων των προσφευγόντων, ακόμη και στην περίπτωση που η προσφυγή κρίνεται παραδεκτή ως προς έναν εξ αυτών.

41

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι προσφυγή ασκηθείσα από περισσοτέρους μπορεί να κηρυχθεί απαράδεκτη ως προς έναν εξ αυτών (απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Μαρτίου 2002, T-131/99, Shaw και Falla κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-2023, σκέψη 12). Παραδέχεται, πάντως, ότι, με την απόφαση της 8ης Ιουλίου 2003, T-374/00, Verband der freien Rohrwerken κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. II-2275, σκέψη 57), μολονότι οι προσφεύγοντες κατ’ αποφάσεως της Επιτροπής, εκδοθείσας δυνάμει του κανονισμού σχετικά με τον έλεγχο των συγκεντρώσεων, ήταν περισσότεροι του ενός, το Πρωτοδικείο, αφού διαπίστωσε ότι η εν λόγω απόφαση έθιγε έναν εκ των προσφευγόντων άμεσα και ατομικά, έκρινε ότι δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί η ενεργητική νομιμοποίηση των λοιπών προσφευγόντων.

42

Ωστόσο, κατά την Επιτροπή, εν προκειμένω, μολονότι η προσφυγή της NVV είναι κατά πάσα πιθανότητα παραδεκτή, πρέπει να αποδειχθεί η ενεργητική νομιμοποίηση καθενός των προσφευγόντων. Προς στήριξη της απόψεως αυτής, προβάλλει, πρώτον, ότι η αιτίαση που διατυπώνεται με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως και αντλείται από αδυναμία των προσφευγόντων να εκθέσουν επαρκώς την άποψή τους κατά τη διοικητική διαδικασία έχει οπωσδήποτε υποκειμενικό χαρακτήρα, δεύτερον, ότι η εκτίμηση της ενεργητικής νομιμοποιήσεως καθενός των προσφευγόντων επιτρέπει τη διατύπωση ορθής κρίσεως ως προς τον επιμερισμό των δικαστικών εξόδων και, τρίτον, ότι, σε περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως από προσφεύγοντα που στερείται ενεργητικής νομιμοποίησης, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να προβάλει για πρώτη φορά την έλλειψη τέτοιας νομιμοποιήσεως του συγκεκριμένου διαδίκου.

43

Οι προσφεύγοντες απαντούν ότι δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθεί η ενεργητική νομιμοποίηση καθενός εξ αυτών και ότι, εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω, όλοι οι προσφεύγοντες και καθένας εξ αυτών νομιμοποιούνται να ασκήσουν την υπό κρίση προσφυγή.

Β — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

44

Πρέπει να επισημανθεί, καταρχάς, ότι δεν αμφισβητείται η νομιμοποίηση της NVV να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή. Συγκεκριμένα, όπως παραδέχεται η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά την NVV, διότι εκπροσωπεί επιχειρήσεις που προμηθεύουν τους μετέχοντες στη συγκέντρωση με ζώντες χοίρους προς σφαγή και μετέσχε στη διοικητική διαδικασία. Επομένως, δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς το παραδεκτό της προσφυγής της.

45

Πάντως, κατά πάγια νομολογία, όταν μία προσφυγή έχει ασκηθεί από περισσοτέρους προσφεύγοντες και είναι παραδεκτή ως προς έναν από αυτούς, δεν απαιτείται να εξεταστεί η ενεργητική νομιμοποίηση των υπολοίπων (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1993, C-313/90, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-1125, σκέψη 31· απόφαση του Πρωτοδικείου Verband der freien Rohrwerke κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 57, και απόφαση της 9ης Ιουλίου 2007, T-282/06, Sun Chemical Group κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-2149, σκέψεις 49 επ.).

46

Η νομολογία αυτή στηρίζεται σε λόγους οικονομίας της δίκης και στο γεγονός ότι, κατά κανόνα, όταν η προσφυγή έχει ασκηθεί από περισσοτέρους προσφεύγοντες, ακόμη και αν ένας εξ αυτών στερείται ενεργητικής νομιμοποίησης, το Πρωτοδικείο πρέπει, παρά ταύτα, να εξετάσει επί της ουσίας όλους τους λόγους ακυρώσεως και όλα τα επιχειρήματα που έχουν προβληθεί (βλ., συναφώς, απόφαση Sun Chemical Group κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψεις 51 και 52).

47

Βεβαίως, σε ορισμένες υποθέσεις το Πρωτοδικείο έχει διαφοροποιήσει τους προσφεύγοντες όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής (βλ., συναφώς, απόφαση Shaw και Falla κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 12· διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 2005, T-228/00, T-229/00, T-242/00, T-243/00, T-245/00 έως T-248/00, T-250/00, T-252/00, T-256/00 έως T-259/00, T-265/00, T-267/00, T-268/00, T-271/00, T-274/00 έως T-276/00, T-281/00, T-287/00 και T-296/00, Gruppo ormeggiatori del porto di Venezia κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-787, σκέψη 38), αλλά οι διαφοροποιήσεις αυτές έχουν στηριχθεί, ακριβώς όπως και η νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 45 ανωτέρω, σε θεωρήσεις αναγόμενες στην οικονομία της δίκης (απόφαση Sun Chemical Group κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψη 51).

48

Εν προκειμένω, πάντως, η εξέταση της ενεργητικής νομιμοποιήσεως καθενός των προσφευγόντων θα ήταν αντίθετη προς τα ανωτέρω. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι η προσφυγή που άσκησαν από κοινού η NVV, ο M. Schep και η NBHV δεν περιέχει λόγους ακυρώσεως ή επιχειρήματα που να αφορούν αποκλειστικά έναν προσφεύγοντα, οπότε, σε περίπτωση που η προσφυγή κριθεί απαράδεκτη ως προς έναν εξ αυτών, παρέλκει η ανάλυση ενός η περισσοτέρων λόγων ακυρώσεως ή επιχειρημάτων. Επομένως, εφόσον η προσφυγή είναι παραδεκτή ως προς την NVV, ακόμη και αν κρινόταν απαράδεκτη ως προς τον M. Schep και την NBHV, το Πρωτοδικείο θα έπρεπε, σε κάθε περίπτωση, να εξετάσει όλους τους προβληθέντες λόγους ακυρώσεως και επιχειρήματα. Βάσει των προεκτεθέντων, παρέλκει η εξέταση του παραδεκτού ως προς την NBHV και τον M. Schep.

II — Επί της ουσίας

49

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγοντες προβάλλουν δύο λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αντλείται από παράβαση των άρθρων 2, 6 και 8 του κανονισμού 139/2004 και ο δεύτερος από παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, των υποχρεώσεων αιτιολογήσεως (άρθρο 253 ΕΚ) και επιδείξεως επιμέλειας.

Α — Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση των άρθρων 2, 6 και 8 του κανονισμού 139/2004

50

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση των άρθρων 2, 6 και 8 του κανονισμού 139/2004, διαιρείται σε τέσσερα σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο και το τέταρτο πρέπει, πάντως, σύμφωνα με τους προσφεύγοντες, να εξεταστούν από κοινού. Με το δεύτερο και το τρίτο σκέλος, οι προσφεύγοντες αμφισβητούν τον γεωγραφικό καθορισμό των αγορών που έγινε δεκτός με την προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με τη οποία οι αγορές των προοριζόμενων για σφαγή ζώντων αρσενικών και θηλυκών χοίρων καλύπτουν γεωγραφικά περιοχή εκτεινόμενη σε ακτίνα 150 km πέριξ των κεντρικών πόλεων των τριών κύριων χοιροτροφικών περιοχών των Κάτω Χωρών (Twente, Achterhoek και Βόρειο Brabant), ήτοι των πόλεων Enschede, Doetinchem και Eindhoven αντιστοίχως (αιτιολογικές σκέψεις 25 και 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Με το πρώτο και το τέταρτο σκέλος, οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι, λόγω του εσφαλμένου γεωγραφικού καθορισμού της αγοράς, δεν είναι ορθή η ανάλυση του ανταγωνισμού στην οποία προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, διαπιστώνοντας, κακώς, ότι δεν υφίσταται δεσπόζουσα θέση και ότι η συγκέντρωση είναι συμβατή με την κοινή αγορά.

51

Συναφώς, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, όσον αφορά τη σκοπούμενη εν προκειμένω εφαρμογή των κανόνων του κοινοτικού ελέγχου των συγκεντρώσεων, ο προσήκων καθορισμός της σχετικής αγοράς αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εκτίμηση των συνεπειών της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως για τον ανταγωνισμό (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1998, C-68/94 και C-30/95, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, λεγόμενη «Kali & Salz», Συλλογή 1998, σ. I-1375, σκέψη 143, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουνίου 2002, T-342/99, Airtours κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-2585, σκέψη 19).

52

Όπως προκύπτει τόσο από το άρθρο 9, παράγραφος 7, του κανονισμού 139/2004 όσο και από το σημείο 8 της ανακοινώσεως της Επιτροπής όσον αφορά τον καθορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού (ΕΕ 1997, C 372, σ. 5, στο εξής: ανακοίνωση περί του καθορισμού της σχετικής αγοράς), η σχετική αγορά καλύπτει την περιοχή όπου οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις διαθέτουν τα προϊόντα τους και παρέχουν τις υπηρεσίες τους υπό αρκούντως ομοιογενείς όρους του ανταγωνισμού και η οποία διακρίνεται από τις γειτονικές περιοχές, ιδίως λόγω σημαντικών διαφορών ως προς τους όρους του ανταγωνισμού. Για τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη διάφορα στοιχεία, όπως η φύση και τα χαρακτηριστικά των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών, οι φραγμοί εισόδου στην αγορά, οι προτιμήσεις των καταναλωτών, καθώς και η ύπαρξη μεγάλων διαφορών μεταξύ της εξεταζόμενης περιοχής και των γειτονικών περιοχών ως προς τα μερίδια που κατέχουν οι επιχειρήσεις στην αγορά ή αξιοσημείωτων διαφορών ως προς τις τιμές (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T-346/02 και T-347/02, Cableuropa κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-4251, σκέψη 115).

53

Κατά πάγια νομολογία, οι ουσιαστικοί κανόνες που διέπουν τον κοινοτικό έλεγχο των συγκεντρώσεων και, ειδικότερα, οι κανόνες σχετικά με την εκτίμηση των συγκεντρώσεων, όπως οι του άρθρου 2 του κανονισμού 139/2004, παρέχουν στην Επιτροπή ορισμένη διακριτική ευχέρεια, ιδίως για την πραγματοποίηση πολύπλοκων οικονομικών εκτιμήσεων. Κατά συνέπεια, ο εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή έλεγχος της ασκήσεως της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας, που είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τον προσδιορισμό των σχετικών με τις συγκεντρώσεις κανόνων, πρέπει να πραγματοποιείται λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτιμήσεως που προϋποθέτουν οι οικονομικής φύσεως κανόνες του συστήματος ελέγχου των συγκεντρώσεων (αποφάσεις του Δικαστηρίου Kali & Salz, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψεις 223 και 224, και της 15ης Φεβρουαρίου 2005, C-12/03 P, Επιτροπή κατά Tetra Laval, Συλλογή 2005, σ. I-987, σκέψη 38· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 25ης Μαρτίου 1999, T-102/96, Gencor κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-753, σκέψεις 164 και 165, Airtours κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 64, και απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2005, T-210/01, General Electric κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-5575, σκέψη 60). Ειδικότερα, ο καθορισμός της σχετικής αγοράς, στον βαθμό που περιλαμβάνει πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις εκ μέρους της Επιτροπής, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο περιορισμένου μόνον ελέγχου από τον κοινοτικό δικαστή (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, T-201/04, Microsoft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-3601, σκέψη 482).

54

Ωστόσο, το γεγονός ότι η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως σε οικονομικά ζητήματα δεν σημαίνει ότι ο κοινοτικός δικαστής δεν πρέπει να ελέγχει την εκ μέρους της ερμηνεία στοιχείων οικονομικής φύσεως. Συγκεκριμένα, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει, μεταξύ άλλων, όχι μόνο να εξακριβώσει την ακρίβεια, την αξιοπιστία και τη συνοχή των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, αλλά και να ελέγξει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση και αν στοιχειοθετούν τις στηριζόμενες σε αυτά διαπιστώσεις (απόφαση Επιτροπή κατά Tetra Laval, σκέψη 53 ανωτέρω, σκέψη 39).

55

Επομένως, τα επιχειρήματα των προσφευγόντων πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων.

1. Επί της ελλείψεως σαφήνειας του πρώτου λόγου ακυρώσεως

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

56

Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, προβάλλει, καταρχάς, ότι ο παρών λόγος ακυρώσεως στερείται σαφήνειας.

57

Συναφώς, προβάλλει, πρώτον, ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής τους, οι προσφεύγοντες παραπέμπουν αορίστως, αφενός, στην «αλληλογραφία τους με την Επιτροπή», επικαλούμενες περιστατικά και επιχειρήματα που προέβαλαν με την αλληλογραφία αυτή (συνημμένα υπ’ αριθ. A.6 έως A.24), και, αφετέρου, σε ορισμένα «συμπληρωματικά έγγραφα» (συνημμένα υπ’ αριθ. A.26 έως A.39), σκοπός των οποίων είναι η «περαιτέρω διευκρίνιση» της απόψεως που διατύπωσαν κατά τη διοικητική διαδικασία. Οι παραπομπές αυτές δεν συνάδουν προς το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά το οποίο το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν πρέπει να λάβει υπόψη του τον συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως.

58

Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ούτε τα υπ’ αριθ. A.26 έως A.38 και C.4 έως C.7 συνημμένα πρέπει να ληφθούν υπόψη, διότι δεν προσκομίστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, από τη νομολογία προκύπτει ότι η νομιμότητα μιας αποφάσεως πρέπει να εκτιμάται βάσει των στοιχείων που αυτή μπορούσε να έχει στη διάθεσή της κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως αυτής (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Φεβρουαρίου 1979, 15/76 και 16/76, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 141, σκέψη 7, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Οκτωβρίου 1996, T-79/95 και T-80/95, SNCF και British Railways κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II-1491, σκέψη 48) και ότι, ως εκ τούτου, ο προσφεύγων δεν μπορεί να προβάλει ενώπιον του κοινοτικού δικαστή πραγματικά στοιχεία που δεν τέθηκαν υπόψη της Επιτροπής κατά τη διοικητική διαδικασία (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, C-278/92 έως C-280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I-4103, σκέψη 31, και της 13ης Ιουνίου 2002, C-382/99, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-5163, σκέψεις 49 και 76).

59

Οι προσφεύγοντες αντιλέγουν ότι εκθέτουν κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, και όχι συνοπτικό, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία που επικαλούνται προς στήριξη της προσφυγής τους. Προβάλλουν, ακόμη, ότι η Επιτροπή γνώριζε τις απόψεις που είχαν διατυπώσει κατά τη διοικητική διαδικασία. Δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι ορισμένα έγγραφα δεν είχαν γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, το Πρωτοδικείο υποχρεούται να εξετάσει όλα τα συνημμένα έγγραφα.

β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

60

Όσον αφορά, πρώτον, τις παραπομπές στα συνημμένα έγγραφα, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων λόγων. Κατά πάγια νομολογία, για το παραδεκτό μιας προσφυγής, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά περιστατικά επί των οποίων αυτή στηρίζεται πρέπει να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο λογικό και κατανοητό, από το κείμενο του δικογράφου. Μολονότι το κύριο μέρος του δικογράφου της προσφυγής μπορεί να θεμελιωθεί και να συμπληρωθεί, όσον αφορά συγκεκριμένα σημεία, με παραπομπές σε αποσπάσματα συνημμένων σ’ αυτό εγγράφων, γενική παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας τα οποία, δυνάμει των προαναφερθεισών διατάξεων, πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-5425, σκέψεις 93 έως 100· βλ., επίσης, σχετικά με τον έλεγχο των συγκεντρώσεων, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, T-87/05, EDP κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-3745, σκέψη 155, και της 14ης Δεκεμβρίου 2005, T-209/01, Honeywell κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-5527, σκέψεις 56 και 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61

Εξάλλου, το Πρωτοδικείο δεν είναι αρμόδιο να αναζητεί και να εντοπίζει, στα συνημμένα έγγραφα, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι συνιστούν τη βάση της προσφυγής, δεδομένου ότι τα εν λόγω έγγραφα επιτελούν απλώς αποδεικτική και διευκρινιστική λειτουργία (αποφάσεις Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 97, και Honeywell κατά Επιτροπής, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 57). Αυτή η αποδεικτική και διευκρινιστική λειτουργία των συνημμένων συνεπάγεται ότι, οσάκις ένα τέτοιο έγγραφο περιέχει νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζονται ορισμένοι ισχυρισμοί που διατυπώνονται με το δικόγραφο της προσφυγής, τα στοιχεία αυτά πρέπει να περιλαμβάνονται στο κείμενο του υπομνήματος στο οποίο είναι συνημμένο το έγγραφο ή, τουλάχιστον, να προσδιορίζονται επαρκώς στο υπόμνημα αυτό (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 99).

62

Επομένως, σύμφωνα με την προμνησθείσα νομολογία, το Πρωτοδικείο λαμβάνει υπόψη του παραπομπές σε συνημμένα έγγραφα μόνον εφόσον, πρώτον, οι παραπομπές αυτές στηρίζουν ή συμπληρώνουν ισχυρισμούς που οι προσφεύγοντες προέβαλαν με το κύριο μέρος των δικογράφων τους ή, δεύτερον, το Πρωτοδικείο μπορεί, δια των παραπομπών αυτών, να καθορίσει με ακρίβεια τα στοιχεία στα οποία οι προσφεύγοντες στηρίζουν τις αιτιάσεις τους κατά της συγκεντρώσεως ή τα επιχειρήματα που προέβαλαν με τα υπομνήματά τους προς συμπλήρωση των λόγων ακυρώσεως (βλ., συναφώς, απόφαση Microsoft κατά Επιτροπής, σκέψη 53 ανωτέρω, σκέψη 99).

63

Όσον αφορά, δεύτερον, τα συνημμένα έγγραφα που δεν προσκομίστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι, στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί ως προς όλα αυτά τα έγγραφα την προπαρατεθείσα στη σκέψη 58 νομολογία. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι, εφόσον με την προσκόμιση ενός συνημμένου εγγράφου δεν επιδιώκεται η μεταβολή του νομικού και πραγματικού πλαισίου που έχει τεθεί υπόψη της Επιτροπής ενόψει της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά η ανάπτυξη επιχειρημάτων, στο πλαίσιο, απλώς, των δικαιωμάτων άμυνας, το εν λόγω συνημμένο έγγραφο πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτό (βλ., συναφώς, απόφαση EDP κατά Επιτροπής, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 158).

64

Επομένως, υπό το πρίσμα των επισημάνσεων αυτών, το Πρωτοδικείο θα λάβει ενδεχομένως υπόψη τα συνημμένα έγγραφα που δεν προσκομίστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία.

2. Επί της παραβάσεως του άρθρου 8 του κανονισμού 139/2004

65

Εν συνεχεία, η Επιτροπή προβάλλει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι προδήλως αβάσιμος, καθώς αντλείται από παράβαση του άρθρου 8 του κανονισμού 139/2004, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται αποκλειστικά στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού 139/2004. Οι προσφεύγοντες απαντούν ότι η επίκληση του άρθρου 8 του κανονισμού 139/2004 δικαιολογείται, διότι η Επιτροπή έπρεπε να προχωρήσει στο δεύτερο στάδιο της διαδικασίας, το οποίο περατώνεται με την έκδοση αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004.

66

Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, όπως προαναφέρθηκε στις σκέψεις 3 επ., η διαδικασία του κοινοτικού ελέγχου των συγκεντρώσεων επιχειρήσεων, όπως αυτή καθορίζεται με τον κανονισμό 139/2004, περιλαμβάνει δύο στάδια. Το πρώτο περατώνεται με απόφαση που εκδίδεται δυνάμει των στοιχείων α’, β’ ή γ’ του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, ανάλογα με τις διαπιστώσεις στις οποίες καταλήγει η Επιτροπή. Μόνον αν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και προκαλεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με την κοινή αγορά, προχωρεί στο δεύτερο στάδιο της διαδικασίας, η οποία, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του κανονισμού 139/2004 «περατών[εται] με την έκδοση απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφοι 1 ως 4, εκτός αν οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις έχουν αποδείξει κατά τρόπο που ικανοποιεί την Επιτροπή ότι εγκατέλειψαν τη συγκέντρωση».

67

Διαπιστώνεται, επομένως, ότι, στο σύστημα του κανονισμού 139/2004, νομική βάση των αποφάσεων που εκδίδει η Επιτροπή κατά το πρώτο στάδιο της διαδικασίας αποτελεί το άρθρο 6 του κανονισμού 139/2004, ενώ νομική βάση των αποφάσεων που εκδίδονται κατά το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας αποτελεί το άρθρο 8 του εν λόγω κανονισμού, αμφότερα δε τα άρθρα αυτά πρέπει να ερμηνεύονται βάσει των κριτηρίων του άρθρου 2 του κανονισμού αυτού.

68

Εν προκειμένω, η Επιτροπή, εφόσον, κατά το πέρας του πρώτου σταδίου, έκρινε ότι η συγκέντρωση δεν προκαλεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με την κοινή αγορά, καλώς στήριξε την εγκριτική απόφασή της στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού 139/2004. Κατά τα λοιπά, ακόμη και αν η Επιτροπή κατέληγε στο αντίθετο συμπέρασμα και αποφάσιζε να προχωρήσει στο δεύτερο στάδιο της διαδικασίας, θα έπρεπε επίσης να εκδώσει απόφαση δυνάμει του άρθρου 6 του εν λόγω κανονισμού και, ειδικότερα, του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, και όχι δυνάμει του άρθρου 8 του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, σε καμία περίπτωση δεν θα ελάμβανε, κατά το πέρας του πρώτου σταδίου της διαδικασίας, απόφαση δυνάμει του άρθρου 8 του κανονισμού 139/2004. Συνεπώς, δεν είναι λυσιτελής η επίκληση του άρθρου αυτού στο πλαίσιο αυτό. Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι προδήλως αβάσιμος, στον βαθμό που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8 του κανονισμού 139/2004.

3. Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με το ότι, για τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς των ζώντων αρσενικών χοίρων που προορίζονται για σφαγή, ελήφθησαν υπόψη οι θηλυκοί χοίροι

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

69

Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες προβάλλουν, καταρχάς, ότι, κατά τον καθορισμό της σχετικής αγοράς προϊόντων, η Επιτροπή ορθώς διαχώρισε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την αγορά των αρσενικών χοίρων που προορίζονται για σφαγή από την αγορά των θηλυκών χοίρων που επίσης προορίζονται για σφαγή. Εντούτοις, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, διότι, κατά τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς των αρσενικών χοίρων, καθώς και κατά την ανάλυση των συνεπειών της συγκεντρώσεως επί του ανταγωνισμού στην αγορά αυτή, έλαβε, ως μη όφειλε, υπόψη της τους θηλυκούς χοίρους.

70

Συγκεκριμένα, κατά τους προσφεύγοντες, η Επιτροπή, αφού προσδιόρισε την αγορά των σχετικών προϊόντων, έπρεπε να εξετάσει, από γεωγραφικής απόψεως, χωριστά την αγορά του κάθε προϊόντος. Έπρεπε, δηλαδή, να εξετάσει, από γεωγραφικής απόψεως, την αγορά των χοίρων που προορίζονται για σφαγή χωριστά για τους αρσενικούς και τους θηλυκούς χοίρους, διότι τα δύο αυτά προϊόντα δεν υποκαθίστανται αμοιβαίως. Προς στήριξη του ισχυρισμού τους, οι προσφεύγοντες παραπέμπουν στις αιτιολογικές σκέψεις 44 και 53 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και στην υποσημείωση 6 της σελίδας 4 της αποφάσεως αυτής.

71

Κατά την Επιτροπή, η εν λόγω αιτίαση στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί.

β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

72

Απαιτείται, καταρχάς, ανάλυση των σχετικών σημείων της προσβαλλομένης αποφάσεως. Με τις αιτιολογικές σκέψεις 13 έως 16 της εν λόγω αποφάσεως, σχετικά με τον καθορισμό των αγορών, η Επιτροπή αποφάνθηκε, κατόπιν έρευνας στην αγορά και αντιθέτως προς την άποψη των μετεχόντων στη συγκέντρωση, ότι η αγορά των προοριζόμενων για σφαγή αρσενικών χοίρων αποτελεί διαφορετική αγορά από την αντίστοιχη των θηλυκών χοίρων.

73

Εν συνεχεία, σχετικά με τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, «για τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς, λαμβάνονται συνολικά υπόψη τόσο οι αρσενικοί όσο και οι θηλυκοί χοίροι, δεδομένου ότι σε αμφότερες τις αγορές μπορεί να εφαρμοστεί η ίδια ανάλυση» (βλ. υποσημείωση 6 στη σελίδα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Βάσει της εκτιμήσεως αυτής, η Επιτροπή ανέπτυξε, στις αιτιολογικές σκέψεις 17 έως 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τη σχετική με τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς ανάλυσή της, αναφερόμενη αποκλειστικά στην αγορά των αρσενικών χοίρων. Κατόπιν της αναλύσεως αυτής, η Επιτροπή καταλήγει, με την αιτιολογική σκέψη 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως και παραπέμποντας στην προαναφερθείσα υποσημείωση 6, ότι ο γεωγραφικός καθορισμός της αγοράς ισχύει και για την αγορά των θηλυκών χοίρων.

74

Αντιθέτως, όσον αφορά την εξέταση των συνεπειών της συγκεντρώσεως στον ανταγωνισμό, η Επιτροπή προέβη σε δύο χωριστές αναλύσεις, αφενός, για την αγορά των αρσενικών χοίρων (αιτιολογικές σκέψεις 46 έως 51 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, αφετέρου, για την αγορά των θηλυκών χοίρων (σκέψεις 52 και 53 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατόπιν της αναλύσεως αυτής, καταλήγει ότι η συγκέντρωση δεν θα προκαλέσει προβλήματα στον ανταγωνισμό σε καμία από τις δύο αυτές αγορές (σκέψη 54 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

75

Από την ανάλυση των σχετικών χωρίων της προσβαλλομένης αποφάσεως συνάγεται ότι, τόσο κατά τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς όσο και κατά την ανάλυση των συνεπειών της συγκεντρώσεως στον ανταγωνισμό, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σύγχυση όσον αφορά τις αγορές των αρσενικών και των θηλυκών χοίρων ούτε εκτίμησε ότι η αγορά των θηλυκών χοίρων αποτελεί υποσύνολο της αγοράς των αρσενικών χοίρων.

76

Όσον αφορά τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς, η Επιτροπή, θεωρώντας ότι η ανάλυση ισχύει για αμφότερες τις αγορές των επίμαχων προϊόντων, προέβη σε συγκεκριμένες εκτιμήσεις σχετικά με τη γεωγραφική διάσταση της αγοράς των αρσενικών χοίρων, τις οποίες εν συνεχεία εφάρμοσε στην αγορά των θηλυκών χοίρων. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι η Επιτροπή, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Εξάλλου, δεν εξήγησαν πώς η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη της την αγορά των θηλυκών χοίρων κατά τον γεωγραφικό καθορισμό της σχετικής αγοράς, ούτε για ποιον λόγο το γεγονός αυτό καθιστά ελαττωματική την εκτίμησή της όσον αφορά τον γεωγραφικό καθορισμό των εν λόγω αγορών.

77

Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σύγχυση όσον αφορά τις δύο σχετικές αγορές προϊόντων κατά την ανάλυση των συνεπειών της συγκεντρώσεως για τον ανταγωνισμό, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει με απόλυτη σαφήνεια ότι η Επιτροπή προέβη σε δύο απολύτως χωριστές αναλύσεις των σχετικών αγορών. Επομένως, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να προσάψουν στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε σύγχυση ως προς τις δύο αυτές αγορές. Βεβαίως, στην αιτιολογική σκέψη 53 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η φράση ότι «η σχετική με τον ανταγωνισμό ανάλυση για την αγορά των αρσενικών χοίρων ισχύει κατά μείζονα λόγο για την αγορά των θηλυκών χοίρων» θα μπορούσε να διατυπωθεί καλύτερα. Ωστόσο, από το πλαίσιο στο οποίο είναι ενταγμένη η φράση αυτή προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτίμησε ότι, λόγω των πολύ μικρών μεριδίων των μετεχόντων στη συγκέντρωση στις σχετικές αγορές –μικρότερα του 20 %– και επειδή η συγκέντρωση δεν αναμένεται να δυσχεράνει τον ουσιαστικό ανταγωνισμό (αιτιολογική σκέψη 32 του κανονισμού 139/2004), δεν ήταν απαραίτητο να προβεί σε σχετική με τον ανταγωνισμό ανάλυση, όπως αυτή που ανέπτυξε στις σκέψεις 48 έως 51 της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με την αγορά των αρσενικών χοίρων.

78

Κατόπιν των προεκτεθέντων, είναι απορριπτέο το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

4. Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί μη συνεκτιμήσεως ουσιωδών στοιχείων για τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς ή περί αντλήσεως εσφαλμένων συμπερασμάτων από τα στοιχεία αυτά

79

Οι προσφεύγοντες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πολλά σφάλματα εκτιμήσεως στο πλαίσιο του προαναφερθέντος στη σκέψη 50 γεωγραφικού καθορισμού της σχετικής αγοράς, είτε διότι δεν έλαβε υπόψη της ορισμένα στοιχεία που προβλήθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία είτε διότι άντλησε εσφαλμένα συμπεράσματα από τα στοιχεία αυτά. Κατά τους προσφεύγοντες, τα στοιχεία αυτά ήταν, πάντως, ουσιώδη για τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς και αποδεικνύουν ότι η αγορά των σχετικών προϊόντων καλύπτει γεωγραφικά το έδαφος των Κάτω Χωρών. Τα στοιχεία αυτά, τα οποία θα εξεταστούν λεπτομερώς στη συνέχεια, είναι, πρώτον, η αδυναμία αμοιβαίας υποκαταστάσεως γερμανικών και ολλανδικών χοίρων, δεύτερον, η έλλειψη συσχετισμού μεταξύ των διακυμάνσεων της τιμής των χοίρων στη Γερμανία και στις Κάτω Χώρες και των εξαγωγών μεταξύ των δύο αυτών χωρών, τρίτον, ο περιορισμός της αγοράς σε εθνικά όρια λόγω των επιζωοτιών, τέταρτον, η ύπαρξη πρόσθετων κτηνιατρικών απαιτήσεων και άλλων φραγμών στις εξαγωγές, πέμπτον, το γεγονός ότι οι αποστάσεις μεταφοράς είναι κατά κανόνα μικρότερες των 150 km που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή, έκτον, η ύπαρξη πολιτικών πιέσεων και, έβδομον, η προγενέστερη πρακτική της Nederlandse Mededingingsautoriteit (αρχή ανταγωνισμού των Κάτω Χωρών) κατά την έκδοση αποφάσεων.

80

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, αντικείμενο του δικαστικού ελέγχου των εκτιμήσεων της Επιτροπής ως προς τον καθορισμό των αγορών αναφοράς είναι το αν συντρέχει πρόδηλη πλάνη (απόφαση Cableuropa κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 52 ανωτέρω, σκέψη 119· βλ., επίσης, σχετικά, απόφαση Airtours κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψεις 26 και 32). Εξάλλου, από οικονομικής απόψεως, για τον καθορισμό της σχετικής αγοράς, η υποκατάσταση από την πλευρά της ζήτησης αποτελεί το πλέον άμεσο και αποτελεσματικό μέσο του ελέγχου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Ιουλίου 2006, Τ-177/04, easyJet κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-1931, σκέψη 99· σημείο 13 της ανακοινώσεως περί του καθορισμού της σχετικής αγοράς).

81

Πριν την ανάλυση των αιτιάσεων των προσφευγόντων σχετικά με καθένα από τα προαναφερθέντα στη σκέψη 79 στοιχεία, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, εφόσον, στο πλαίσιο του γεωγραφικού καθορισμού της αγοράς, οι προσφεύγοντες αναφέρονται, με τα δικόγραφά τους, μόνο στην αγορά των αρσενικών χοίρων, οι αιτιάσεις τους αφορούν μόνον την αγορά αυτή και όχι την αγορά των θηλυκών χοίρων. Συναφώς, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι οι αιτιάσεις των προσφευγόντων αφορούν την ανάλυση σχετικά με τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς, ο οποίος διατυπώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και, όπως προαναφέρθηκε στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, εφαρμόστηκε ως προς αμφότερες τις σχετικές αγορές προϊόντων. Από τα υπομνήματα των προσφευγόντων δεν προκύπτει ότι οι αιτιάσεις τους αφορούν μία μόνον από τις δύο αγορές προϊόντων. Είναι, συνεπώς, απορριπτέο το επιχείρημα της Επιτροπής.

α) Αδυναμία αμοιβαίας υποκαταστάσεως των χοίρων που προορίζονται για τη γερμανική αγορά και των χοίρων που προορίζονται για την ολλανδική

Επιχειρήματα των διαδίκων

82

Κατά τους προσφεύγοντες, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη, διότι δεν έλαβε υπόψη της, κατά τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς, το γεγονός ότι οι χοίροι προς σφαγή που προορίζονται για τη γερμανική αγορά δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τους προοριζόμενους για την ολλανδική. Η εν λόγω αδυναμία υποκαταστάσεως οφείλεται στη διαφορά βάρους μεταξύ ολλανδικών και γερμανικών χοίρων, καθώς και στις διαφορές ως προς το είδος και το γένος των χοίρων. Λόγω των διαφορών αυτών, τα σφαγεία στη Γερμανία προτιμούν τους γερμανικούς χοίρους από τους χοίρους αλλοδαπής προέλευσης. Επομένως, ο Ολλανδός κτηνοτρόφος δεν μπορεί να διαθέσει την παραγωγή του σε γερμανικό σφαγείο, αντί σε ολλανδικό, διότι ο αριθμός των εισαγόμενων από τα γερμανικά σφαγεία ολλανδικών χοίρων είναι πολύ μικρός.

83

Για να επιτευχθεί, όμως, η καλύτερη δυνατή διαφορά τιμής για τους πωλούμενους στη Γερμανία ολλανδικούς χοίρους, οι χοίροι αυτοί πρέπει να ανταποκρίνονται απολύτως στις προδιαγραφές των γερμανικών σφαγείων και, επομένως, να εκτρέφονται, κατόπιν γενετικής επιλογής, ώστε να πληρούν ειδικά τις προδιαγραφές της γερμανικής αγοράς. Αν δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές αυτές, η διάθεσή τους στη γερμανική αγορά είναι οικονομικά επωφελής για τους Ολλανδούς κτηνοτρόφους μόνον εάν η διαφορά τιμής μεταξύ Κάτω Χωρών και Γερμανίας υπερβαίνει τον μέσον όρο. Επομένως, οι ολλανδικοί χοίροι δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τους γερμανικούς και, επιπλέον, μπορούν να διατεθούν μόνο συμπληρωματικά στην αγορά. Για τα διαφορετικά ειδικά χαρακτηριστικά των ολλανδικών χοίρων γίνεται λόγος σε συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής άρθρα, όπου αναφέρεται ότι οι προοριζόμενοι για σφαγή στη Γερμανία χοίροι πρέπει να έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, διαφορετικά από αυτά των αντίστοιχων χοίρων που προορίζονται για την ολλανδική αγορά.

84

Περαιτέρω, οι προσφεύγοντες αμφισβητούν τις δηλώσεις τρίτων, στις οποίες η Επιτροπή στήριξε την ανάλυσή της. Αφενός, οι προσφεύγοντες αμφιβάλλουν για την αξιοπιστία των δηλώσεων αυτών, οι οποίες προέρχονται «σχεδόν ανεξαιρέτως από πρόσωπα που ανήκουν, ευθέως ή εμμέσως, στην επιρροή της Sovion και/ή της HMG». Όσον αφορά, ειδικότερα, τη δήλωση του S. J., οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι το εν λόγω πρόσωπο διατυπώνει προσωπικές απόψεις και δεν μεταφέρει την άποψη του PVVE και ότι, εν συνεχεία, προδήλως ανακάλεσε τις δηλώσεις αυτές, όπως προκύπτει από συνημμένο στο υπόμνημα αντικρούσεως άρθρο που δημοσιεύθηκε στον Τύπο.

85

Αφετέρου, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι πολλές από τις δηλώσεις αυτές, ιδίως οι παρατιθέμενες στα συνημμένα υπ’ αριθ. B.4 d, B.6 a και B.6 b, δεν στηρίζουν την άποψη της Επιτροπής, αλλά μάλλον επιβεβαιώνουν την άποψη των προσφευγόντων ότι τα γερμανικά σφαγεία εισάγουν πολύ μικρές ποσότητες ολλανδικών χοίρων.

86

Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγόντων. Προβάλλει, ειδικότερα, ότι μία μόνον από τις δηλώσεις, αυτή της Hypor BV, προέρχεται από επιχείρηση σχετιζόμενη με τους μετέχοντες στη συγκέντρωση.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

87

Με τις σκέψεις 31 και 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε τα των διαφορών ως προς το βάρος και των γενετικών διαφορών μεταξύ γερμανικών και ολλανδικών χοίρων. Σχετικά με τις διαφορές ως προς το βάρος, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της επονομαζόμενης από την Επιτροπή «συμπληρωματικής έρευνας» (σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως), οι μετέχοντες στη συγκέντρωση υποστήριξαν ότι η μόνη διαφορά μεταξύ των σφαζόμενων στη Γερμανία και των σφαζόμενων στις Κάτω Χώρες χοίρων είναι το βάρος, καθώς οι ολλανδικοί χοίροι είναι κατά 2 kg ελαφρότεροι από τους γερμανικούς, χωρίς, όμως, τούτο να εμποδίζει την εξαγωγή των ολλανδικών χοίρων στη γερμανική αγορά, δεδομένου ότι αρκεί οι Ολλανδοί κτηνοτρόφοι να περιμένουν δύο ημέρες ώστε οι εκτρεφόμενοι χοίροι να φτάσουν το ιδανικό για τα γερμανικά σφαγεία βάρος. Τούτο επιβεβαιώνεται τόσο από τους χοιροτρόφους όσο και από τα σφαγεία. Όσον αφορά τις γενετικές διαφορές, οι μετέχοντες στη συγκέντρωση υποστήριξαν, σύμφωνα με τη σκέψη 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, από γενετικής απόψεως, δεν υπήρχε καμία ουσιαστική διαφορά μεταξύ των προοριζόμενων για σφαγή στις Κάτω Χώρες και των προοριζόμενων για σφαγή στη Γερμανία χοίρων, πράγμα που επίσης επιβεβαιώνεται από τρίτους.

88

Διαπιστώνεται, πάντως, ότι από τη δικογραφία όντως προκύπτει ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, η Επιτροπή, κατόπιν των ισχυρισμών των προσφευγόντων, ζήτησε ρητώς συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με τις διαφορές μεταξύ των χοίρων που προορίζονται για σφαγή στη Γερμανία και εκείνων που προορίζονται για σφαγή στις Κάτω Χώρες. Οι μετέχοντες στη συγκέντρωση υποστήριξαν ότι τα δύο είδη χοίρων δεν διαφέρουν, ότι το μέσο βάρος των σφαγιασθέντων σε γερμανικά και σε ολλανδικά σφαγεία χοίρων είναι, αντιστοίχως, 93 και 90 ή 91 kg, δηλαδή η διαφορά τους είναι ελάχιστη, και ότι, σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι, έως το πέρας της παχύνσεως, ο χοίρος αναπτύσσεται κατά περίπου 750 g ημερησίως, ο Ολλανδός κτηνοτρόφος αρκεί να αναμένει δύο ή τρεις ημέρες ώστε οι χοίροι να αποκτήσουν το ιδανικό για τα γερμανικά σφαγεία βάρος.

89

Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί των μετεχόντων στη συγκέντρωση επιβεβαιώνονται από πολλές δηλώσεις τρίτων. Συγκεκριμένα, δύο εκπρόσωποι γερμανικών σφαγείων υποστήριξαν ο μεν ένας ότι δεν υφίσταται «καμία διαφορά ανάλογα με το αν οι χοίροι προέρχονται από τις Κάτω Χώρες ή από τη Γερμανία», καθώς και ότι «εσχάτως οι ολλανδικοί χοίροι είναι πλέον κατάλληλοι για τους πελάτες τους» (συνημμένο υπ’ αριθ. B.6 a), ο δε έτερος ότι, «κατ’ [αυτόν], οι ολλανδικοί και οι γερμανικοί χοίροι είναι της ίδιας ποιότητας» (συνημμένο υπ’ αριθ. B.6 b). Επιπλέον, ένας Ολλανδός χοιρέμπορος υποστήριξε επίσης ότι, για τις εξαγωγές προς τη Γερμανία, δεν έθετε ως προς τους χοιροτρόφους «καμία επιπλέον απαίτηση», διευκρινίζοντας ότι οι εν λόγω χοιροτρόφοι μπορούσαν να «χρησιμοποιούν συνήθεις γενετικές ποικιλίες, συνήθεις ζωοτροφές και συνήθη συστήματα εκτροφής», ακόμη και οσάκις τους ζητούνταν να «παχύνουν τους χοίρους κατά μερικά χιλιόγραμμα επιπλέον» (συνημμένο υπ’ αριθ. B.4 e). Άλλος Ολλανδός χοιρέμπορος επίσης επιβεβαίωσε ότι εξήγαγε στη Γερμανία χοίρους εκτραφέντες στις Κάτω Χώρες χωρίς να χρειαστεί να συμμορφωθεί προς οποιαδήποτε επιπλέον απαίτηση (συνημμένο υπ’ αριθ. B.4 d). Τέλος, σύμφωνα με μια ολλανδική ένωση επιχειρήσεων, «ο ιδανικός για τις Κάτω Χώρες χοίρος δεν διαφέρει κατά πολύ από τον ιδανικό για τη Γερμανία », πράγμα που επιβεβαιώνει και ο S. J., ο οποίος δήλωσε ότι «η δυνατότητα υποκαταστάσεως μεταξύ (προοριζόμενων για σφαγή) ολλανδικών και γερμανικών χοιριδίων και χοίρων εξηγείται κυρίως από το γεγονός ότι έχουν ως επί το πλείστον παρόμοια γενετικά χαρακτηριστικά».

90

Οι προσφεύγοντες αμφισβητούν, αφενός, την ανεξαρτησία των προσώπων που προέβησαν στις δηλώσεις αυτές και, αφετέρου, τον τρόπο με τον οποίον η Επιτροπή ερμήνευσε τις δηλώσεις αυτές, οι οποίες, κατά τους προσφεύγοντες, επιβεβαιώνουν μάλλον την άποψή τους, παρά την άποψη της Επιτροπής.

91

Συναφώς, πρώτον, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν τον ισχυρισμό τους ότι οι δηλώσεις προέρχονται σχεδόν ανεξαιρέτως από πρόσωπα που υπάγονται, ευθέως ή εμμέσως, στην επιρροή της Sovion ή της HMG. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τέσσερις από τις δηλώσεις αυτές και, συγκεκριμένα, αυτές που περιλαμβάνονται στα συνημμένα υπ’ αριθ. B.4 b, B.4 d, B.6 a και B.6 b, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται απλώς ότι «ουδέν σχόλιο» μπορεί να γίνει ως προς την προέλευσή τους. Όσον αφορά τις δηλώσεις δύο ολλανδικών ενώσεων επιχειρήσεων, οι οποίες περιλαμβάνονται στα συνημμένα υπ’ αριθ. B.4 a και B.6 c, οι προσφεύγοντες προβάλλουν «διαπλοκή συμφερόντων» με τους μετέχοντες στη συγκέντρωση, χωρίς ωστόσο να στοιχειοθετούν τους ισχυρισμούς τους. Όσον αφορά τη δήλωση που περιλαμβάνεται στο υπ’ αριθ. B.4 e συνημμένο, οι προσφεύγοντες απλώς προσκόμισαν, συνημμένο στο υπόμνημα απαντήσεως, ανακοινωθέν Τύπου από το οποίο προκύπτει μόνον η ύπαρξη εμπορικών σχέσεων μεταξύ του συντάκτη της δηλώσεως και της HMG και, μάλιστα, μετά την έγκριση της συγκεντρώσεως, αφού το συγκεκριμένο έγγραφο έχει ημερομηνία 13 Ιουνίου 2005. Η μόνη δήλωση που όντως προέρχεται από επιχείρηση σχετιζόμενη με τους μετέχοντες στη συγκέντρωση είναι η δήλωση της Hypor BV. Συγκεκριμένα, αν και οι προσφεύγοντες δεν προσκόμισαν κανένα σχετικό αποδεικτικό στοιχείο, η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι η εν λόγω επιχείρηση ανήκει στον όμιλο Nutreco, στον οποίον ανήκει και η HMG.

92

Όσον αφορά, τέλος, τη δήλωση του S. J., το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι, εφόσον το εν λόγω υπόμνημα καταρτίστηκε σε επιστολόχαρτο με τα στοιχεία του PVVE και ο PVVE δεν ενημέρωσε την Επιτροπή ότι ο S. J. ενήργησε ιδίω ονόματι, η Επιτροπή δεν είχε λόγους να θεωρήσει ότι το υπόμνημα αυτό δεν καταρτίστηκε επ’ ονόματι του PVVE. Εξάλλου, από το άρθρο που προσκόμισαν οι προσφεύγοντες δεν προκύπτει ότι ο S. J. αποστασιοποιήθηκε από το περιεχόμενο της δηλώσεως αυτής και ότι τη θεώρησε ανακριβή.

93

Δεύτερον, όσον αφορά το περιεχόμενο των δηλώσεων αυτών, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία τους. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 89 ανωτέρω, οι δηλώσεις αυτές επιβεβαιώνουν απολύτως τις διαπιστώσεις της Επιτροπής. Αντιθέτως, παρά τα υποστηριζόμενα από τους προσφεύγοντες, δεν προκύπτει, από τις δηλώσεις αυτές των εκπροσώπων γερμανικών σφαγείων, ότι «ο αριθμός των προερχόμενων από τις Κάτω Χώρες χοίρων είναι πολύ μικρός» και, από τις δηλώσεις Ολλανδών εμπόρων, ότι «ο αριθμός των εξαγόμενων στη Γερμανία χοίρων είναι “πολύ μικρός”».

94

Διαπιστώνεται, επομένως, ότι οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν επαρκώς κατά νόμον ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, διότι δεν έλαβε υπόψη της, κατά τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς, το γεγονός ότι, λόγω γενετικών διαφορών και διαφορών ως προς το βάρος, οι οποίες δυσχεραίνουν τις εξαγωγές, δεν υφίσταται δυνατότητα υποκαταστάσεως μεταξύ προοριζόμενων για τη γερμανική αγορά και προοριζόμενων για την ολλανδική αγορά χοίρων προς σφαγή.

95

Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τα έγγραφα που προσκόμισαν οι προσφεύγοντες συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι από τα άρθρα αυτά δεν προκύπτει ότι δεν υπάρχει δυνατότητα αμοιβαίας υποκαταστάσεως των εκτρεφόμενων στη Γερμανία ή στις Κάτω Χώρες χοίρων λόγω διαφορών ως προς το βάρος ή γενετικών διαφορών, ούτε ότι, ως εκ τούτου, η συμπεριφορά των ολλανδικών σφαγείων στο πλαίσιο του ανταγωνισμού δεν μπορεί να περιοριστεί από τον ανταγωνισμό των γερμανικών σφαγείων. Εξάλλου, όσον αφορά, ειδικότερα, τα συνημμένα υπ’ αριθ. A.34 και A.35, επισημαίνεται επίσης ότι οι προσφεύγοντες περιορίζονται σε γενικές αναφορές στα άρθρα που περιλαμβάνονται στα έγγραφα αυτά. Διαπιστώνεται, επομένως, ότι τα στοιχεία που επικαλούνται οι προσφεύγοντες δεν είναι δυνατό να θέσουν εν αμφιβόλω την περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση ανάλυση, η οποία στηρίζεται στα αποτελέσματα της έρευνας της Επιτροπής (βλ. ανωτέρω, σκέψεις 60 επ.).

96

Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε συναφώς σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

β) Έλλειψη σχέσεως μεταξύ των διακυμάνσεων της διαφοράς της τιμής των χοίρων στις Κάτω Χώρες και στη Γερμανία και του όγκου των εξαγωγών μεταξύ των δύο αυτών χωρών

Επιχειρήματα των διαδίκων

97

Κατά τους προσφεύγοντες, οι διακυμάνσεις της διαφοράς της τιμής των χοίρων μεταξύ Κάτω Χωρών και Γερμανίας, ακόμη και αν θεωρηθούν σημαντικές, δεν συνεπάγονται αύξηση των εξαγωγών χοίρων από τις Κάτω Χώρες στη Γερμανία. Προς στήριξη των επιχειρημάτων τους, οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι, σύμφωνα με την έκθεση του PVVE, με τίτλο «Σύγκριση της τιμής του χοιρινού κρέατος στις Κάτω Χώρες, στη Γερμανία και στο Βέλγιο», η οποία είναι συνημμένη στο δικόγραφο της προσφυγής, για να είναι λυσιτελής η σύγκριση μεταξύ των τρεχουσών τιμών στις Κάτω Χώρες και στη Γερμανία, είναι απαραίτητη η διόρθωση των διεθνών τιμών, ώστε να συνυπολογιστεί το κόστος και οι διάφορες επιπλέον χρεώσεις και να ληφθούν υπόψη τυχόν εννοιολογικές διαφορές.

98

Δεύτερον, κατά τους προσφεύγοντες, ορισμένα από τα συνημμένα στο υπόμνημα απαντήσεως στοιχεία που διαβίβασε ο PVVE, σχετικά με τις εβδομαδιαίες εξαγωγές χοίρων και χοιριδίων από τις Κάτω Χώρες στη Γερμανία το 2004, καθώς και με τις τιμές βάσεως που ίσχυαν σε καθένα από τα δύο αυτά κράτη μέλη κατά τις αντίστοιχες εβδομάδες, επίσης αποδεικνύουν ότι είναι ασήμαντη η σχέση μεταξύ διακυμάνσεων της διαφοράς τιμής και εξαγωγών. Οι προσφεύγοντες επικαλούνται, συναφώς, τα στοιχεία για τις εβδομάδες υπ’ αριθ. 3 και 4, 9 και 10 και, τέλος, για τις εβδομάδες 49 και 50.

99

Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγόντων.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

100

Το ζήτημα της σχέσεως μεταξύ, πρώτον, της τιμής των χοίρων στη Γερμανία και της τιμής των χοίρων στις Κάτω Χώρες και, δεύτερον, των διακυμάνσεων της διαφοράς των δύο αυτών τιμών και των εξαγωγών μεταξύ των δύο αυτών χωρών εξετάζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 37 και 38 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, μολονότι οι τιμές των ζώντων χοίρων στη Γερμανία ήταν ανέκαθεν υψηλότερες σε σχέση με τις Κάτω Χώρες, η μεταξύ τους σχέση είναι ιδιαίτερα εμφανής, διότι ακολουθούν, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, παράλληλη εξέλιξη. Επιπλέον, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, από την έρευνα της αγοράς επαληθεύθηκαν οι ισχυρισμοί και τα αποδεικτικά στοιχεία των μετεχόντων στη συγκέντρωση, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι υφίσταται επίσης ευθεία σχέση μεταξύ διακυμάνσεων των τιμών των χοίρων στις Κάτω Χώρες και στη Γερμανία και εξαγωγών χοίρων, στον βαθμό που η αύξηση (ή η μείωση) της διαφοράς των δύο αυτών τιμών συνεπάγεται αύξηση (ή μείωση) των εξαγωγών χοίρων από τις Κάτω Χώρες στη Γερμανία.

101

Οι προσφεύγοντες δεν αμφισβητούν ότι υφίσταται διαφορά τιμής μεταξύ Γερμανίας και Κάτω Χωρών ούτε τη σχέση μεταξύ των δύο αυτών τιμών. Αμφισβητούν τον συσχετισμό των διακυμάνσεων της διαφοράς τιμής στις Κάτω Χώρες και στη Γερμανία με τις εξαγωγές μεταξύ των δύο αυτών χωρών. Συγκεκριμένα, κατά τους προσφεύγοντες, οι διακυμάνσεις της διαφοράς τιμής των χοίρων στις Κάτω Χώρες και στη Γερμανία, ακόμη και αν θεωρηθούν σημαντικές, δεν συνεπάγονται αύξηση των εξαγωγών χοίρων από τις Κάτω Χώρες στη Γερμανία.

102

Πάντως, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι μετέχοντες στη συγκέντρωση όντως προσκόμισαν, κατά τη διοικητική διαδικασία, στοιχεία που αποδεικνύουν την παράλληλη εξέλιξη των τιμών των ζώντων χοίρων στη Γερμανία και στις Κάτω Χώρες. Οι μετέχοντες στη συγκέντρωση προσκόμισαν ακόμη στοιχεία που αποδεικνύουν την παράλληλη εξέλιξη της αυξήσεως ή της μειώσεως της διαφοράς τιμής μεταξύ Γερμανίας και Κάτω Χωρών, αφενός, και της αυξήσεως ή της μειώσεως των εξαγωγών χοίρων μεταξύ των δύο αυτών χωρών, αφετέρου.

103

Επίσης, η σχέση αυτή όντως επιβεβαιώθηκε, κατά τη διοικητική διαδικασία, από τρίτους. Συγκεκριμένα, ένας Ολλανδός χοιρέμπορος υποστήριξε ότι, «οσάκις η τιμή των χοίρων είναι υψηλότερη στη Γερμανία απ’ ό,τι στις Κάτω Χώρες, […] αυξάνεται ο αριθμός των εξαγόμενων στη Γερμανία ζώων» (συνημμένο υπ’ αριθ. B.4. e). Ο εκπρόσωπος ενός γερμανικού σφαγείου, αναφερόμενος στις πραγματοποιηθείσες αγορές ολλανδικών χοίρων προς σφαγή, υποστήριξε ότι, «αν η τιμή των χοίρων στις Κάτω Χώρες είναι χαμηλότερη από την αντίστοιχη τιμή στη Γερμανία, αυξάνεται ο αριθμός των ολλανδικών χοίρων» και ότι, «στην περίπτωση αυτή, προτιμούνται, για καθαρά οικονομικούς λόγους, οι ολλανδικοί χοίροι» (συνημμένο υπ’ αριθ. B.6.b). Ο S. J. επίσης υποστήριξε ότι, «οσάκις οι διαφορές των τιμών είναι περιορισμένες, αυξάνονται οι εξαγωγές από τις Κάτω Χώρες» (συνημμένο υπ’ αριθ. B.5.b).

104

Επιπλέον, οι προσφεύγοντες παραδέχονται ότι οι διακυμάνσεις της διαφοράς τιμής σχετίζονται με τον όγκο των εξαγωγών, υποστηρίζοντας, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι «η αγορά των χοίρων που δεν πληρούν κατά 100 % τις γερμανικές προδιαγραφές παρουσιάζει ενδιαφέρον για ένα γερμανικό σφαγείο μόνον οσάκις η διαφορά τιμής μεταξύ Κάτω Χωρών και Γερμανίας υπερβαίνει τη μέση τιμή» (βλ. σκέψη 83 ανωτέρω).

105

Επιπλέον, ακόμη και τα στοιχεία που διαβίβασε ο PVVE και συμπεριέλαβαν οι προσφεύγοντες σε συνημμένο στο υπόμνημα απαντήσεως έγγραφο, προς στήριξη των επιχειρημάτων τους, αποδεικνύουν την ευθεία σχέση μεταξύ των διακυμάνσεων της διαφοράς των τιμών και του όγκου των εξαγωγών και, επομένως, στηρίζουν τις διαπιστώσεις της Επιτροπής. Επίσης, τα σχετικά με συγκεκριμένες εβδομάδες στοιχεία που επικαλούνται οι προσφεύγοντες μάλλον αποδεικνύουν τη σχέση αυτή, αφού σε δύο από τις τρεις περιπτώσεις που αναφέρουν οι προσφεύγοντες η αύξηση (εβδομάδες υπ’ αριθ. 9 και 10) ή η μείωση (εβδομάδες υπ’ αριθ. 49 και 50) της διαφοράς της τιμής μεταξύ Γερμανίας και Κάτω Χωρών είχε ως συνέπεια αντίστοιχη αύξηση και μείωση των εξαγωγών. Πάντως, καίτοι η παράλληλη εξέλιξη των διακυμάνσεων της διαφοράς τιμής και του όγκου των εξαγωγών δεν είναι δυνατό να επιβεβαιωθεί απολύτως για όλες τις εβδομάδες, τούτο δεν αναιρεί, από μόνο του, τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι υφίσταται ευθεία σχέση μεταξύ των δύο αυτών παραμέτρων. Αποδεικνύει απλώς ότι η σχέση αυτή δεν είναι απολύτως ανάλογη.

106

Διαπιστώνεται, επομένως, ότι οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι η Επιτροπή, συσχετίζοντας τη διαφορά τιμής των χοίρων στη Γερμανία και στις Κάτω Χώρες με τον όγκο των εξαγωγών χοίρων μεταξύ των δύο αυτών χωρών, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι, για να μπορούν να συγκριθούν λυσιτελώς οι τρέχουσες τιμές στις Κάτω Χώρες και στη Γερμανία, είναι απαραίτητη η διόρθωση των διεθνών τιμών, προκειμένου να συνυπολογιστούν το κόστος και οι πρόσθετες χρεώσεις και να ληφθούν υπόψη τυχόν εννοιολογικές διαφορές. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει, συναφώς, ότι οι προσφεύγοντες δεν εξηγούν πώς η διενέργεια των διορθώσεων αυτών θα μπορούσε να αναιρέσει τη διαπίστωση της Επιτροπής περί της σχέσεως μεταξύ των διακυμάνσεων της διαφοράς των τιμών στις Κάτω Χώρες και στη Γερμανία και του όγκου των εξαγωγών μεταξύ των δύο αυτών χωρών.

107

Κατόπιν των προεκτεθέντων, κρίνεται απορριπτέο το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι η Επιτροπή, δεχόμενη ότι οι διακυμάνσεις της διαφοράς της τιμής των χοίρων μεταξύ Κάτω Χωρών και Γερμανίας σχετίζονται ευθέως με τον όγκο των εξαγωγών χοίρων μεταξύ των δύο αυτών χωρών, υπέπεσε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον γεωγραφικό καθορισμό της σχετικής αγοράς.

γ) Συνέπειες στις εξαγωγές των κτηνιατρικών μέτρων που ελήφθησαν κατόπιν επιζωοτιών

Επιχειρήματα των διαδίκων

108

Οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι η Επιτροπή, μη λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κτηνιατρικά μέτρα που ελήφθησαν κατόπιν επιζωοτιών είχαν ως συνέπεια τον περιορισμό της αγοράς εντός εθνικών ή περιφερειακών ορίων, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Κατά τους προσφεύγοντες, η λήψη κτηνιατρικών μέτρων σε περίπτωση επιζωοτιών έχει αντίκτυπο σε ολόκληρο το εθνικό έδαφος και επιπτώσεις στις εμπορικές συναλλαγές με την αλλοδαπή, ανεξαρτήτως του ότι απαγόρευση των εξαγωγών επιβάλλεται, κατά κανόνα, σε ορισμένες μόνον περιοχές. Το εμπόριο χοίρων στις Κάτω Χώρες επικεντρώνεται σε τρεις κυρίως περιοχές, όπου είναι ως επί το πλείστον συγκεντρωμένα τα χοιροσφαγεία, και, ως εκ τούτου, η εκδήλωση επιζωοτίας σε μία από τις περιοχές αυτές συνεπάγεται αμέσως τον αποκλεισμό της, οπότε οι χοιροτρόφοι της εν λόγω περιοχής δεν μπορούν να μεταφέρουν τα ζώα τους σε άλλες περιοχές. Επηρεάζεται, έτσι, ολόκληρη η εθνική αγορά.

109

Όσον αφορά, ειδικότερα, τις εξαγωγές, οι προσφεύγοντες παρατηρούν ότι η εκδήλωση επιζωοτίας σε τμήμα του εθνικού εδάφους συνεπάγεται κατά κανόνα προσωρινή αναστολή των εμπορικών συναλλαγών με την αλλοδαπή, πράγμα που μπορεί να προκαλέσει πολύ σοβαρή ζημία στους χοιρεμπόρους που έχουν οργανώσει την παραγωγή τους έχοντας ως κύριο σκοπό τις εξαγωγές. Τούτο εξηγεί, κατά τους προσφεύγοντες, γιατί οι εκτροφείς και οι έμποροι χοίρων διστάζουν να οργανώσουν την παραγωγή τους με βάση τις εξαγωγές.

110

Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγόντων.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

111

Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τις συνέπειες των επιζωοτιών στις εξαγωγές, κρίνοντας ότι, εφόσον τα σχετικά με τις εξαγωγές στοιχεία εμφαίνουν ότι η αναστολή των εξαγωγών λόγω επιζωοτιών δεν εμπόδισε την εξαγωγή μεγάλου αριθμού χοίρων από τις Κάτω Χώρες στη Γερμανία και εφόσον τα μέτρα που ελήφθησαν σε εθνικό επίπεδο κατόπιν της εκδηλώσεως επιζωοτιών επηρέασαν εξίσου το εγχώριο εμπόριο στις Κάτω Χώρες και τις εξαγωγές, τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν καθοριστικής σημασίας για τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς.

112

Το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι από την ανάλυση των στοιχείων της δικογραφίας προκύπτει ότι οι συνέπειες της αναστολής των εξαγωγών λόγω επιζωοτιών ήταν χρονικά περιορισμένες και ότι, μετά από κάθε κρίση επιζωοτίας, οι εξαγωγές επανέρχονταν ταχέως στα κανονικά επίπεδα. Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, δεν αποδείχθηκε εσφαλμένη η διαπίστωση της Επιτροπής ότι η αναστολή ή ο προσωρινός περιορισμός των εξαγωγών λόγω επιζωοτιών δεν είχε ως συνέπεια τον σημαντικό περιορισμό των αγορών εντός εθνικών ή περιφερειακών ορίων και, επομένως, δεν αποτελεί καθοριστικής σημασίας περίσταση για τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς.

113

Κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή είναι επίσης απορριπτέα.

δ) Ύπαρξη άλλων φραγμών στις εξαγωγές

Επιχειρήματα των διαδίκων

114

Με το δικόγραφο της προσφυγής, οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι, λόγω της ύπαρξης χρηματοοικονομικής φύσεως ή άλλων φραγμών, έπρεπε να γίνει διάκριση μεταξύ ολλανδικής και γερμανικής αγοράς. Στους φραγμούς αυτούς καταλέγονται, κατά τους προσφεύγοντες, ο πρόσθετος κτηνιατρικός έλεγχος στον οποίον υποβάλλονται οι ολλανδικοί χοίροι που προορίζονται για τη γερμανική αγορά, καθώς και στο «επιπλέον κόστος» των εξαγωγών. Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, με την απάντησή της στο ερωτηματολόγιο που της απέστειλε η Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία, η NVV εξήγησε λεπτομερώς σε τι συνίσταται το εν λόγω επιπλέον κόστος, διευκρινίζοντας ότι πρόκειται, ιδίως, για φραγμούς οφειλόμενους στην τιμή του χοιρινού κρέατος, στην απόδοση των εκμεταλλεύσεων, στον ανταγωνισμό στην ευρωπαϊκή αγορά του κρέατος, στις ποιοτικές προδιαγραφές του προϊόντος για τους χοίρους, στα πρόσθετα μεταφορικά έξοδα, στις άδειες εξαγωγής και στα έξοδα των αιματολογικών αναλύσεων (λόγω της νόσου του Aujeszki).

115

Όσον αφορά, ειδικότερα, τους «σχετικούς με την τιμή του χοιρινού κρέατος φραγμούς», οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι από την απάντηση της NVV στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, καθώς και από την έκθεση του PVVE (βλ. σκέψη 97 ανωτέρω) προκύπτει ότι, αφού συνεκτιμήθηκαν διάφορες διορθωτικές παράμετροι, η διαφορά μεταξύ της τιμής των χοίρων στη Γερμανία και της τιμής των χοίρων στις Κάτω Χώρες ανέρχεται σε 0,08 ευρώ ανά χιλιόγραμμο και, επομένως, ο συγκεκριμένος φραγμός είναι της τάξεως των 7,20 ευρώ ανά χοίρο, δεδομένου ότι ο προοριζόμενος για σφαγή χοίρος ζυγίζει περίπου 90 kg.

116

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το μόνο επιχείρημα που προέβαλαν οι προσφεύγοντες, με το δικόγραφο της προσφυγής τους, σχετικά με τον κρινόμενο ισχυρισμό, ήταν ότι οι προοριζόμενοι για εξαγωγή στη Γερμανία χοίροι έπρεπε να υποβάλλονται σε πρόσθετο κτηνιατρικό έλεγχο. Αμφισβητεί, επομένως, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, το παραδεκτό των ισχυρισμών περί της υπάρξεως άλλων φραγμών στις εξαγωγές, στον βαθμό που, πρώτον, ύπαρξη των εν λόγω φραγμών προβλήθηκε εκπρόθεσμα, με το υπόμνημα απαντήσεως, και, δεύτερον, εξαιρουμένων των μεταφορικών εξόδων, η απάντηση στο ερωτηματολόγιο, στην οποίαν παραπέμπουν οι προσφεύγοντες, δεν περιέχει καμία διευκρίνιση σχετικά με τους φραγμούς αυτούς. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί τη βασιμότητα όλων των επιχειρημάτων των προσφευγόντων.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

117

Πρέπει, καταρχάς, να εξεταστεί το επιχείρημα σχετικά με τον πρόσθετο κτηνιατρικό έλεγχο στον οποίον υποβάλλονται υποχρεωτικώς οι χοίροι που προορίζονται για εξαγωγή στη Γερμανία. Στις σκέψεις 33 και 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει σχετικά ότι οι μετέχοντες στη συγκέντρωση υποστήριξαν –πράγμα που επιβεβαιώθηκε και από πολλούς τρίτους– ότι όλοι οι προοριζόμενοι για σφαγή ζώντες χοίροι έπρεπε να υποβάλλονται σε εξετάσεις ανεξαρτήτως του τόπου σφαγής και ότι, όσον αφορά τις εξαγωγές, η μόνη επιπλέον απαίτηση ήταν η παρουσία κτηνιάτρου στον χώρο της εκμεταλλεύσεως ή στον χώρο της συγκεντρώσεως, πράγμα που συνεπάγεται επιπλέον κόστος 1 έως 1,25 ευρώ ανά χοίρο, το οποίο, άλλωστε, αντισταθμίζεται από την τιμή πωλήσεως, η οποία στη Γερμανία υπήρξε ανέκαθεν υψηλότερη.

118

Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει, συναφώς, ότι οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν, ούτε με τα δικόγραφά τους ούτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τον ισχυρισμό περί υποβολής των προοριζόμενων για εξαγωγή στη Γερμανία χοίρων σε πρόσθετο κτηνιατρικό έλεγχο, διαφορετικό από τον διαλαμβανόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, η αιτίαση αυτή είναι απορριπτέα.

119

Όσον αφορά τους λοιπούς φραγμούς κατά την εξαγωγή, διαπιστώνεται ότι αυτοί όντως προσδιορίστηκαν μόλις με το υπόμνημα απαντήσεως και ότι το δικόγραφο της προσφυγής δεν περιέχει καμία γενική ή ειδική αναφορά στην απάντηση της NVV στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής. Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι, αν και, κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία, εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, ισχυρισμός που αποτελεί ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό δικόγραφο και συνδέεται στενά με τον λόγο αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, T-252/97, Dürbeck κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-3031, σκέψη 39, και απόφαση Cableuropa κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 52 ανωτέρω, σκέψεις 109 και 111 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

120

Πρέπει, πάντως, να τονιστεί ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής, οι προσφεύγοντες έχουν προσάψει επανειλημμένως στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της τα στοιχεία που αυτοί προσκόμισαν κατά τη διοικητική διαδικασία, παραπέμποντας, γενικόλογα βεβαίως, στα επιχειρήματα που είχαν αναπτύξει με τα υπομνήματά τους κατά την εν λόγω διαδικασία. Σημειωτέον, ακόμη, ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής, οι προσφεύγοντες κάνουν λόγο για «χρηματοοικονομικής φύσεως ή άλλους φραγμούς» και για «επιπλέον κόστος των εξαγωγών», λόγω των οποίων η ολλανδική αγορά των προοριζόμενων για σφαγή χοίρων διαφοροποιείται από την αντίστοιχη γερμανική. Συνεπώς, οι διευκρινίσεις που παρέχουν οι προσφεύγοντες με το υπόμνημα απαντήσεως μπορούν να θεωρηθούν ανάπτυξη ισχυρισμού προβληθέντος με το δικόγραφο της προσφυγής. Συνεπώς, βάσει της παρατεθείσας στην προηγούμενη σκέψη νομολογίας, οι διευκρινίσεις αυτές κρίνονται παραδεκτές (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Ιουλίου 1998, T-118/96, Thai Bicycle κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II-2991, σκέψεις 144 και 145).

121

Εντούτοις, τα επιχειρήματα των προσφευγόντων είναι αβάσιμα.

122

Συγκεκριμένα, όσον αφορά, πρώτον, τον ισχυρισμό περί «φραγμών λόγω της τιμής του χοιρινού», υπενθυμίζεται ότι κύριος σκοπός του καθορισμού της αγοράς, τόσον από την άποψη του προϊόντος όσο και γεωγραφικώς, είναι να εντοπιστούν κατά τρόπο συστηματικό οι περιορισμοί που επιβάλλει ο ανταγωνισμός στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις και να διαπιστωθεί αν υφίστανται πραγματικοί ανταγωνιστές, ικανοί να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των συγκεκριμένων επιχειρήσεων ή να τις εμποδίσουν να ενεργήσουν ανεξάρτητα από τις πιέσεις που προκαλεί ο πραγματικός ανταγωνισμός. Επομένως, εν προκειμένω, το κύριο ζήτημα κατά τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς ήταν το αν, σε περίπτωση μικρής, αλλά πάγιας μειώσεως των τιμών των αρσενικών ή των θηλυκών χοίρων, οι πελάτες των μετεχόντων στη συγκέντρωση, ιδίως οι χοιροτρόφοι, θα μπορούσαν να στραφούν σε σφαγεία εγκατεστημένα αλλού (βλ. σκέψη 80 ανωτέρω και σημεία 2 και 17 της ανακοινώσεως περί του καθορισμού της σχετικής αγοράς).

123

Πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι η διαπίστωση της Επιτροπής ότι η συμπεριφορά των μετεχόντων στη συγκέντρωση περιορίζεται λόγω του ανταγωνισμού όχι μόνον από τα σφαγεία των Κάτω Χωρών, αλλά και από εκείνα της Γερμανίας στηρίζεται σε πολλά στοιχεία της δικογραφίας (βλ. σκέψεις 102 έως 104 ανωτέρω). Εξάλλου, από τα στοιχεία τα οποία προσκόμισε ο PVVE, σχετικά με τις εξαγωγές χοίρων από τις Κάτω Χώρες στη Γερμανία, και είναι συνημμένα στο υπόμνημα απαντήσεως των προσφευγόντων (βλ. σκέψη 105 ανωτέρω) προκύπτει ότι, ακόμη και όταν η διαφορά της τιμής μεταξύ Γερμανίας και Κάτω Χωρών ήταν μικρότερη των 7,20 ευρώ ανά χοίρο, ο όγκος των εξαγωγών μεταξύ των δύο χωρών δεν ήταν ασήμαντος. Τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι υφίσταντο «φραγμοί λόγω της τιμής του χοιρινού», πράγμα που άλλωστε δεν αποδείχθηκε επαρκώς, οι φραγμοί αυτοί ελάχιστα επηρεάζουν τις εξαγωγές και ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως. Επομένως, η αιτίαση αυτή είναι απορριπτέα.

124

Όσον αφορά, δεύτερον, τον ισχυρισμό περί φραγμού λόγω των πρόσθετων μεταφορικών εξόδων, η Επιτροπή υποστηρίζει, με την αιτιολογική σκέψη 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, σύμφωνα με τους μετέχοντες στη συγκέντρωση και όπως προκύπτει από τα στοιχεία της έρευνας της αγοράς, τα μεταφορικά έξοδα δεν είναι καθοριστικής σημασίας, διότι η επίπτωσή τους στην τιμή των προοριζόμενων για σφαγή χοίρων είναι αμελητέα. Οι προσφεύγοντες δεν αμφισβήτησαν τις διαπιστώσεις αυτές ούτε με το δικόγραφο της προσφυγής ούτε με το υπόμνημα απαντήσεως. Προς στήριξη του ισχυρισμού τους, αρκούνται σε γενικόλογη αναφορά στην απάντηση της NVV στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής. Πάντως, η απάντηση αυτή, μολονότι κάνει λόγο για μεταφορικά έξοδα, εντούτοις δεν αρκεί για να στηρίξει τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων ούτε την αιτίαση ότι η Επιτροπή υπέπεσε συναφώς σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως (βλ. σκέψεις 60 επ. ανωτέρω). Επομένως, και η αιτίαση αυτή είναι απορριπτέα.

125

Τέλος, όσον αφορά, τρίτον, τους λοιπούς προβαλλόμενους φραγμούς στις εξαγωγές, οι οποίοι απαριθμούνται στη σκέψη 114 ανωτέρω, δεν παρέχεται συναφώς καμία εξήγηση με το δικόγραφο της προσφυγής ούτε με την απάντηση της NVV στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, η δε ύπαρξή τους δεν στοιχειοθετείται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες δεν εξηγούν γιατί η απόδοση των εκμεταλλεύσεων και ο ανταγωνισμός στην ευρωπαϊκή αγορά του κρέατος μπορούν να αποτελέσουν φραγμούς στις εξαγωγές ή να επιβαρύνουν το κόστος των εξαγωγών.

126

Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς, σε σχέση με τους λοιπούς φραγμούς που οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι περιορίζουν τις εξαγωγές.

ε) Αποστάσεις μεταφοράς μικρότερες των 150 km που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή και ύπαρξη πολιτικών πιέσεων

Επιχειρήματα των διαδίκων

127

Οι προσφεύγοντες επισημαίνουν ότι το 70% της ποσότητας του χοιρινού κρέατος μεταφέρεται σε σφαγεία σε απόσταση έως 50 km, το 85 % σε απόσταση έως 70 km και το 95% σε απόσταση έως 95 km. Επομένως, οι προοριζόμενοι για σφαγή χοίροι μεταφέρονται σε σφαγεία ευρισκόμενα σε απόσταση σαφώς μικρότερη των 150 km, στην οποία στηρίχθηκε ο γεωγραφικός καθορισμός της αγοράς, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση. Είναι, συνεπώς, αυθαίρετος ο καθορισμός της αποστάσεως αυτής από την Επιτροπή. Λόγω των φραγμών στις εξαγωγές, είναι, εν προκειμένω, απίθανο, αν όχι αδιανόητο, να αποφασίσουν οι προμηθευτές ζώντων χοίρων προοριζόμενων για σφαγή, κατόπιν της μικρής, αλλά πάγιας μειώσεως της τιμής εκ μέρους της επιχειρήσεως που προέκυψε από τη συγκέντρωση, να μεταφέρουν τα ζώα τους σε απόσταση 150 km σε ανταγωνιστικά σφαγεία.

128

Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ακόμη ότι οι αυξανόμενες πολιτικές πιέσεις με σκοπό τη μείωση της αποστάσεως μεταφοράς ζώντων ζώων αποδεικνύουν ότι θα ήταν σκόπιμο να περιοριστούν, εν προκειμένω, τα γεωγραφικά όρια της αγοράς, ούτως ώστε αυτή να καλύπτει μόνον το ολλανδικό έδαφος.

129

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγόντων.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

130

Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι, όπως τονίστηκε στη σκέψη 122 ανωτέρω, το αποφασιστικής σημασίας ζήτημα για τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς είναι, εν προκειμένω, το αν οι προμηθευτές προοριζόμενων για σφαγή χοίρων θα ήταν διατεθειμένοι, σε περίπτωση μικρής αλλά πάγιας μειώσεως της τιμής των χοίρων, να μεταφέρουν τα ζώα τους σε ανταγωνιστικά σφαγεία, ευρισκόμενα σε απόσταση 150 km, ούτως ώστε η εν λόγω μείωση της τιμής να μην είναι επικερδής για την επιχείρηση που προέκυψε από τη συγκέντρωση. Αυτό καθαυτό το γεγονός ότι οι προοριζόμενοι για σφαγή χοίροι μεταφέρονται ως επί το πλείστον σε αποστάσεις μικρότερες των 150 km δεν έχει, επομένως, αποφασιστική σημασία για τον καθορισμό της επίμαχης αγοράς.

131

Εξάλλου, από την έρευνα της αγοράς που διεξήγαγε η Επιτροπή, καθώς και από τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δικογραφία και παρουσιάστηκαν προηγουμένως επιβεβαιώθηκε ότι τα εγκατεστημένα σε ακτίνα 150 km σφαγεία μπορούσαν να αποτελέσουν εναλλακτική λύση σε περίπτωση μειώσεως της τιμής των χοίρων κατόπιν της συγκεντρώσεως (βλ. σκέψεις 102 επ. ανωτέρω). Διαπιστώνεται, επομένως ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε συναφώς σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

132

Σχετικά με τον ισχυρισμό περί πολιτικών πιέσεων, πρέπει να τονιστεί ότι οι προσφεύγοντες παραδέχονται ότι πρόκειται για συμπληρωματικό επιχείρημα που δεν αποτελεί, συνεπώς, αποφασιστικής σημασίας στοιχείο για τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς. Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγοντες παρέλειψαν να στοιχειοθετήσουν τους σχετικούς ισχυρισμούς τους.

133

Κατόπιν των προεκτεθέντων, οι αιτιάσεις αυτές είναι επίσης απορριπτέες.

στ) Προγενέστερη πρακτική κατά την έκδοση αποφάσεων

Επιχειρήματα των διαδίκων

134

Οι προσφεύγοντες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι, όσον αφορά τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς των ζώντων χοίρων που προορίζονται για σφαγή, διαφοροποιήθηκε αναιτιολογήτως από την προγενέστερη πρακτική της κατά την έκδοση αποφάσεων, καθώς και από την πρακτική της αρμόδιας για τον ανταγωνισμό αρχής των Κάτω Χωρών. Κατά τους προσφεύγοντες, ναι μεν ο γεωγραφικός καθορισμός της αγοράς πρέπει να πραγματοποιείται με βάση τα σχετικά στοιχεία της κάθε υποθέσεως, πλην όμως η Επιτροπή δεν μπορεί να προβαίνει στον καθορισμό αυτόν διαφοροποιούμενη αιφνιδίως από την προγενέστερη πρακτική της, χωρίς να παραθέτει συναφώς σοβαρούς λόγους. Εξάλλου, οι αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς των προοριζόμενων για σφαγή ζώντων χοίρων στα άλλα κράτη μέλη επίσης αποτελούν προηγούμενο.

135

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγόντων.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

136

Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, κατά πάγια νομολογία, ενώ η Επιτροπή, σε περίπτωση που μια απόφασή της διαφοροποιείται σημαντικά από την προγενέστερη πρακτική κατά την έκδοση αποφάσεων, υποχρεούται να αναπτύσσει με σαφήνεια τη συλλογιστική της (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1975, 73/74, Groupement des fabricants de papiers peints de Belgique κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 457, σκέψη 31), εντούτοις οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη διατήρηση προηγούμενης πρακτικής, η οποία ενδέχεται να μεταβληθεί στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων (βλ. απόφαση General Electric κατά Επιτροπής, σκέψη 53 ανωτέρω, σκέψη 512 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, δεν είναι δικαιολογημένη η εμπιστοσύνη των προσφευγόντων στον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίον η Επιτροπή όρισε τις αγορές με προγενέστερη απόφασή της, διότι τόσο η Επιτροπή όσο και, κατά μείζονα λόγο, το Πρωτοδικείο δεν δεσμεύονται από τις διαπιστώσεις της αποφάσεως αυτής (βλ., συναφώς, απόφαση General Electric κατά Επιτροπής, σκέψη 53 ανωτέρω, σκέψη 514).

137

Συναφώς, διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι οι προσφεύγοντες δεν επικαλέστηκαν καμία υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή εξέτασε τις αγορές των ζώντων αρσενικών και θηλυκών χοίρων που προορίζονται για σφαγή στις Κάτω Χώρες. Δεν μπορούν, επομένως, να ισχυριστούν ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαφοροποιήθηκε από την προγενέστερη πρακτική της κατά την έκδοση αποφάσεων. Μολονότι η Επιτροπή εξέτασε, με ορισμένες αποφάσεις, την αγορά των ζώντων χοίρων που προορίζονται για σφαγή σε άλλα κράτη μέλη, όπως η Δανία [βλ. απόφαση 2000/42/ΕΚ της Επιτροπής, της 9ης Μαρτίου 1999, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου (υπόθεση IV/M.1313 Danish Crown/Vestjyske Slagterier) (ΕΕ 2000 L 20, σ. 1), και απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του κανονισμού 4064/89 (υπόθεση COMP/M.2662 Danish Crown/Steff-Houlberg)] και η Γερμανία [απόφαση της Επιτροπής της 19 Μαρτίου 2004, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του κανονισμού 4064/89 (υπόθεση COMP/M.3337 Best Agrifund/Nordfleisch)], η ανάλυση στην οποία προέβη με τις εν λόγω αποφάσεις δεν ισχύει οπωσδήποτε και για τον γεωγραφικό καθορισμό άλλων αγορών, στον βαθμό που οι συνθήκες του ανταγωνισμού στα κράτη μέλη μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικές.

138

Συγκεκριμένα, όσον αφορά τη δανική αγορά, ναι μεν η Επιτροπή δέχθηκε, με τις προγενέστερες αποφάσεις της, ότι η αγορά των ζώντων χοίρων που προορίζονται για σφαγή συμπίπτει γεωγραφικά με το εθνικό έδαφος, η σύγκριση των αποφάσεων εμφαίνει ότι οι συνθήκες στην ολλανδική αγορά διαφέρουν εντελώς από τις συνθήκες τις δανικής. Συγκεκριμένα, αφενός, σε αντίθεση με τις Κάτω Χώρες, η αγορά της Δανίας έχει συνεταιριστική οργάνωση, στο πλαίσιο της οποίας προβλέπονται, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ χοιροτρόφων και χοιροσφαγείων, υποχρεώσεις αποκλειστικής προμήθειας, μακρές προθεσμίες καταγγελίας και επιδοτήσεις. Αφετέρου, οι εξαγωγές ολλανδικών χοίρων στη Γερμανία είναι κατά πολύ υψηλότερες από τις εξαγωγές δανικών χοίρων, ενώ η διαφορά τιμής μεταξύ Δανίας και Γερμανίας είναι κατά πολύ υψηλότερη από την αντίστοιχη διαφορά μεταξύ Κάτω Χωρών και Γερμανίας. Όσον αφορά, εξάλλου, τη γερμανική αγορά, η Επιτροπή άφησε ανοιχτό, στο πλαίσιο της αναφερθείσας από τους προσφεύγοντες υποθέσεως Best Agrifund/Nordfleisch, το ζήτημα του γεωγραφικού καθορισμού της αγοράς.

139

Όσον αφορά τη διάσταση μεταξύ της εκτιμήσεως στην οποία προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση και της εκτιμήσεως της αρμόδιας για τον ανταγωνισμό αρχής των Κάτω Χωρών, υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι, λαμβανομένης υπόψη της ακριβούς κατανομής αρμοδιοτήτων στην οποία βασίζεται ο κανονισμός 139/2004, οι αποφάσεις των εθνικών αρχών δεν δεσμεύουν την Επιτροπή στο πλαίσιο των διαδικασιών ελέγχου των συγκεντρώσεων [βλ. συναφώς, όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 1990, L 257, σ. 13), απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C-202/06 P, Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-12129, σκέψη 56]. Εξάλλου, η Επιτροπή και η αρμόδια για τον ανταγωνισμό αρχή των Κάτω Χωρών αποφαίνονται, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, με διαφορετικά κριτήρια (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, σκέψη 57). Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγοντες παραδέχθηκαν ότι η αρμόδια για τον ανταγωνισμό αρχή των Κάτω Χωρών έλαβε υπόψη της, κατά τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς, την ανταγωνιστική πίεση που ασκούν τα εγκατεστημένα στις παραμεθόριες περιοχές αλλοδαπά σφαγεία.

140

Κατόπιν των ανωτέρω, η αιτίαση αυτή είναι επίσης απορριπτέα.

141

Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι, εφόσον οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς στον οποίον προέβη με την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απορριπτέο το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

5. Επί του πρώτου και του τέταρτου σκέλους, σχετικά με την ανάλυση της συγκεντρώσεως υπό το πρίσμα του δικαίου του ανταγωνισμού

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

142

Οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι, αντιθέτως προς το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η Επιτροπή με την ανάλυση στην οποία προέβη με την προσβαλλόμενη απόφαση, η συγκέντρωση συνεπάγεται τη δημιουργία δεσπόζουσας θέσεως της νέας επιχειρήσεως στις αγορές των ζώντων αρσενικών και θηλυκών χοίρων που προορίζονται για σφαγή, με συνέπεια να δυσχεραίνεται ο πραγματικός ανταγωνισμός, και, επομένως, η συγκέντρωση έπρεπε να κηρυχθεί μη συμβατή με την κοινή αγορά.

143

Πρώτον, κατά τους προσφεύγοντες, η οικονομική ανάλυση της Επιτροπής στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή, η οποία σχετίζεται με τον εσφαλμένο γεωγραφικό καθορισμό των επίμαχων αγορών. Συγκεκριμένα, αν η Επιτροπή δεχόταν ότι οι επίμαχες αγορές καλύπτουν γεωγραφικά το εθνικό έδαφος, θα κατέληγε στο διαφορετικό συμπέρασμα ότι η συγκέντρωση συνεπάγεται τη δημιουργία «ιδιαίτερα δεσπόζουσας θέσεως» στις αγορές αυτές. Οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι, εν προκειμένω, μετά την ολοκλήρωση της συγκέντρωσης, οι μετέχοντες σε αυτήν κατέχουν το 65 % της ολλανδικής αγοράς των ζώντων χοίρων που προορίζονται για σφαγή, ενώ, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της NVV, το μερίδιο αγοράς καθενός των λοιπών σφαγείων δεν υπερβαίνει το 8 %.

144

Δεύτερον, οι προσφεύγοντες επικρίνουν τη διαπίστωση που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 50 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία η πλεονάζουσα παραγωγή στα σφαγεία των Κάτω Χωρών ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 12 %. Αντιθέτως, κατά τους προσφεύγοντες, τα σφαγεία δεν χρησιμοποιούν το σύνολο της παραγωγικού δυναμικού τους, προκειμένου να διασφαλίζεται ομαλή διαχείριση της επιχείρησης. Το 10% περίπου του παραγωγικού δυναμικού του σφαγείου δεν χρησιμοποιείται, ώστε να είναι δυνατή η ορθή αντιμετώπιση των διακυμάνσεων στην προσφορά προοριζόμενων για σφαγή χοίρων. Αν, αντιθέτως, χρησιμοποιούνταν το 100 % του παραγωγικού δυναμικού των σφαγείων, οι χοιροτρόφοι ή οι χοιρέμποροι δεν θα μπορούσαν να επιλέξουν ελεύθερα συγκεκριμένο σφαγείο, με κίνδυνο να προκληθούν διαταράξεις στην αγορά.

145

Τρίτον, οι προσφεύγοντες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της ορισμένα στοιχεία κατά την ανάλυση των συνεπειών της συγκεντρώσεως επί του ανταγωνισμού, και ειδικότερα, πρώτον, το ότι οι εξαγωγές προοριζόμενων για σφαγή χοίρων από τις Κάτω Χώρες στη Γερμανία δεν υπερβαίνουν το 10 έως 15% της συνολικής παραγωγής, δεύτερον, το ότι η αγορά των εξαγωγών έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι η ολλανδική αγορά απορροφά περί το 85 έως 90% της παραγωγής, τρίτον, το ότι η αγορά των εισαγωγών έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα στη Γερμανία, τέταρτον, το ότι οι εισαγωγές χοίρων στη Γερμανία από τη Δανία ανταγωνίζονται τις εισαγωγές από τις Κάτω Χώρες και, τέλος, πέμπτον, το ότι τα στοιχεία αυτά καθίστανται ακόμη περισσότερο επιβαρυντικά λόγω των χρηματοοικονομικών και άλλων φραγμών στις εξαγωγές, για τους οποίους έγινε λόγος στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

146

Τέταρτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η δημιουργία δεσπόζουσας θέσεως, κατόπιν της επίμαχης συγκεντρώσεως, δεν οφείλεται μόνο στα ιδιαίτερα υψηλά μερίδια αγοράς των μετεχόντων στη συγκέντρωση, αλλά και στη «σημαντική διαπλοκή συμφερόντων των διαφόρων φορέων που ασκούν ορισμένη επιρροή στην επίμαχη αγορά», όπως είναι η Centrale Organisatie voor de Vleessector (COV), ο PVVE, η Land- en Tuinbouw Organisatie Nederland (LTO), η Zuidelijke Land- en Tuinbouw Organisatie (ZLTO) και η Noord- Brabantse Christelijke Boerenbond (NCB).

147

Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγόντων.

β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

148

Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004, οι συγκεντρώσεις που δεν αναμένεται να δυσχεράνουν σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην κοινή αγορά ή σε σημαντικό τμήμα αυτής, ιδίως λόγω της δημιουργίας ή της ενίσχυσης δεσπόζουσας θέσεως, κηρύσσονται συμβατές με την κοινή αγορά.

149

Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι, αν και η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως πρέπει να διαπιστώνεται με βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υποθέσεως (βλ., συναφώς, απόφαση Sun Chemical Group κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψη 136), σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 32 του κανονισμού 139/2004, οι συγκεντρώσεις που, λόγω του περιορισμένου μεριδίου αγοράς των μετεχουσών επιχειρήσεων, δεν μπορούν να δυσχεράνουν τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό, θεωρούνται συμβατές με την κοινή αγορά. Τούτο ισχύει, ιδίως, στην περίπτωση που το μερίδιο αγοράς των μετεχουσών επιχειρήσεων δεν υπερβαίνει το 25 % στην κοινή αγορά ή σε σημαντικό τμήμα αυτής.

150

Εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, όσον αφορά την αγορά των χοίρων που προορίζονται για σφαγή, κατόπιν της συγκεντρώσεως, οι μετέχοντες σε αυτή κατέχουν, συνολικά, μερίδια μικρότερα του 30 % σε κάθε μία από τις οικείες αγορές (αιτιολογική σκέψη 47 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατόπιν της διαπιστώσεως αυτής, η Επιτροπή ανέπτυξε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 48 έως 51 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τη σχετική με τον ανταγωνισμό ανάλυσή της, διαπιστώνοντας ότι, μετά τη συγκέντρωση, οι αγορές εξακολουθούν να είναι αρκούντως κατακερματισμένες, λόγω της παρουσίας πολλών ανταγωνιστών, των οποίων τα μερίδια κυμαίνονται μεταξύ 4 και 16% (αιτιολογική σκέψη 49 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι η πλεονάζουσα παραγωγή των σφαγείων ανέρχεται σε περίπου 12 % στις Κάτω Χώρες, σε 14 % στο Βέλγιο και σε 28 % στις δυτικές περιοχές της Γερμανίας.

151

Όσον αφορά τις αγορές των προοριζόμενων για σφαγή θηλυκών χοίρων, η Επιτροπή επισήμανε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι, κατόπιν της συγκεντρώσεως, τα μερίδια αγορά ήταν ακόμη μικρότερα, καθώς δεν υπερέβαιναν το 20 % σε κάθε μία από τις επίμαχες αγορές (αιτιολογική σκέψη 52 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Λόγω του ότι τα μερίδια αγοράς ήταν σαφώς μικρότερα από το όριο της αιτιολογικής σκέψεως 32 του κανονισμού 139/2004, η Επιτροπή δεν έκρινε αναγκαίο να αναπτύξει περαιτέρω τη σχετική με τον ανταγωνισμό ανάλυσή της (αιτιολογική σκέψη 53 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

152

Μετά την ανάλυση αυτή, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συγκέντρωση δεν δυσχεραίνει τον ανταγωνισμό στις αγορές των ζώντων αρσενικών και θηλυκών χοίρων που προορίζονται για σφαγή (αιτιολογική σκέψη 54 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

153

Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι τα επιχειρήματα των προσφευγόντων δεν μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω τη σχετική με τον ανταγωνισμό ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση.

154

Συγκεκριμένα, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι τα περί εσφαλμένου καθορισμού των αγορών επιχειρήματα απορρίφθηκαν κατά την εξέταση του δεύτερου και του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως (βλ., αντιστοίχως, σκέψεις 69 επ. και 79 επ. ανωτέρω).

155

Δεύτερον, όσον αφορά τη διαπίστωση, στη σκέψη 50 της προσβαλλομένης αποφάσεως, περί πλεονάζουσας κατά 12% περίπου παραγωγής των ολλανδικών σφαγείων, διαπιστώνεται ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής και με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγοντες δέχονται τη διαπίστωση αυτή, καθώς αναφέρουν ότι «τμήμα του παραγωγικού δυναμικού (10% περίπου) είναι απαραίτητο για την απορρόφηση της προσφοράς προοριζόμενων για σφαγή χοίρων, η οποία παρουσιάζει αρκετά έντονες διακυμάνσεις». Εν πάση περιπτώσει, η τυχόν ύπαρξη πλεονάζουσας παραγωγής στην αγορά αποτελεί απλώς συμπληρωματικό στοιχείο, έστω και σημαντικό, στο πλαίσιο της σχετικής με τον ανταγωνισμό αναλύσεως, το οποίο ενδέχεται να μετριάσει τη σημασία της θέσεως που κατέχουν στην αγορά οι μετέχοντες στη συγκέντρωση κατόπιν αυτής.

156

Τρίτον, όσον αφορά τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 145 ανωτέρω στοιχεία, τα οποία η Επιτροπή φέρεται να μην έλαβε υπόψη της κατά τη σχετική με τον ανταγωνισμό ανάλυσή της, διαπιστώνεται, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε συναφώς η Επιτροπή, ότι οι προσφεύγοντες δεν εξηγούν γιατί και πώς θα μπορούσε η Επιτροπή, βάσει των στοιχείων αυτών, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η συγκέντρωση δυσχεραίνει σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην κοινή αγορά ή σε σημαντικό τμήμα αυτής, ούτε εξηγούν σε ποια άλλη πλάνη εκτιμήσεως υπέπεσε η Επιτροπή κατά τη σχετική με τον ανταγωνισμό ανάλυση της συγκεντρώσεως λόγω της παραλείψεώς της να εξετάσει τα στοιχεία αυτά. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες δεν στοιχειοθέτησαν τους ισχυρισμούς τους, το δε επιχείρημα περί φραγμών στις εξαγωγές απορρίφθηκε κατά την εξέταση του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

157

Τέλος, σχετικά με την αιτίαση περί «διαπλοκής συμφερόντων» μεταξύ των οργανισμών που ασκούν ορισμένη επιρροή στην επίμαχη αγορά, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγοντες δεν προσκόμισαν κανένα σχετικό αποδεικτικό στοιχείο και, επομένως, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

158

Κατόπιν των ανωτέρω, δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη στο πλαίσιο της σχετικής με τον ανταγωνισμό αναλύσεως των συνεπειών της συγκεντρώσεως, πρέπει να απορριφθούν το πρώτο και το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

159

Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέος στο σύνολό του.

Β — Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και της υποχρεώσεως επιδείξεως επιμέλειας

160

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, της υποχρεώσεώς της αιτιολογήσεως (άρθρο 253 ΕΚ) και της υποχρεώσεως επιδείξεως επιμέλειας και διαιρείται σε τρία σκέλη.

1. Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση της υποχρεώσεως επιδείξεως επιμέλειας

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

161

Πρώτον, οι προσφεύγοντες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι παρέβη την υποχρέωση επιδείξεως επιμέλειας, διότι αγνόησε τα επιχειρήματα και τα στοιχεία που επικαλέστηκαν προς στήριξη των ισχυρισμών τους κατά τη διοικητική διαδικασία, είτε μη λαμβάνοντάς τα καθόλου υπόψη είτε μη συμπεριλαμβάνοντάς τα στην ανάλυσή της, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για στοιχεία στα οποία μπορούσε να στηριχθεί ο γεωγραφικός καθορισμός της αγοράς. Δεύτερον, οι προσφεύγοντες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση σε στοιχεία που προσκόμισαν οι μετέχοντες στη συγκέντρωση και τρίτοι σχετιζόμενοι με αυτούς ή τρίτοι που δεν έχουν επαρκή πείρα ή αντιπροσωπευτικότητα, καθώς και ότι στήριξε την απόφαση αυτή σε προσωπικού χαρακτήρα και ανεπαρκώς στοιχειοθετημένες προσωπικές εκτιμήσεις, χωρίς να διεξαγάγει ανεξάρτητη έρευνα της αγοράς ενόψει των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι προσφεύγοντες και των αντιφάσεων μεταξύ των στοιχείων που διέθετε. Τούτο είχε ως συνέπεια το ότι η Επιτροπή κατέληξε σε εσφαλμένα αποτελέσματα και συμπεράσματα. Όσον αφορά, ειδικότερα, τη δήλωση του S. J., οι προσφεύγοντες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν τους ζήτησε να προσκομίσουν κανένα στοιχείο σχετικά με το περιεχόμενο της δηλώσεως και ότι δεν έλαβε υπόψη της τα έγγραφά τους της 21ης Δεκεμβρίου 2004 (βλ. σκέψη 26 ανωτέρω).

162

Η Επιτροπή αμφισβητεί όλα τα σχετικά επιχειρήματα των προσφευγόντων.

β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της υποχρεώσεως επιδείξεως επιμέλειας

163

Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, κατά πάγια νομολογία, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν διακριτική ευχέρεια, όπως συμβαίνει στον έλεγχο των συγκεντρώσεων (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 53 νομολογία), η τήρηση των εγγυήσεων που απορρέουν από την κοινοτική έννομη τάξη αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Στις εγγυήσεις αυτές καταλέγεται η υποχρέωση του κοινοτικού οργάνου να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα σχετικά με την κρινόμενη περίπτωση στοιχεία, το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να προβάλλει την άποψή του, καθώς και το δικαίωμά του να δει την απόφαση επαρκώς αιτιολογημένη (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I-5469, σκέψη 14· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, T-167/94, Nölle κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-2589, σκέψη 73, και της 11ης Ιουλίου 1996, T-528/93, T-542/93, T-543/93 και T-546/93, Métropole télévision κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II-649, σκέψη 93 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

164

Κατά πάγια νομολογία, στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων, η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως, ιδίως όσον αφορά οικονομικής φύσεως εκτιμήσεις (βλ. παρατεθείσα στη σκέψη 53 νομολογία). Επομένως, στον τομέα αυτόν, αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία η εκ μέρους της τήρηση των σχετικών με τις διοικητικές διαδικασίες εγγυήσεων που απορρέουν από την κοινοτική έννομη τάξη, στις οποίες καταλέγεται η υποχρέωση επιδείξεως επιμέλειας, ήτοι η υποχρέωση του κοινοτικού οργάνου να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα σχετικά με την υπόθεση στοιχεία (σχετικά με τη σημασία της τηρήσεως των εγγυήσεων που απορρέουν από την κοινοτική έννομη τάξη στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων, βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2008, C-413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, Συλλογή 2008, σ. Ι-4951, σημείο 126).

165

Δεδομένου ότι, στον εν λόγω τομέα, η Επιτροπή υποχρεούται να ενεργεί με επιμέλεια, οφείλει να προβαίνει, με την απαιτούμενη επιμέλεια, στις πραγματικές και νομικές διαπιστώσεις από τις οποίες εξαρτάται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειάς της, συγκεντρώνοντας όλα τα απαραίτητα προς τούτο πραγματικά στοιχεία που μπορεί να επηρεάσουν σε σημαντικό βαθμό το αποτέλεσμα της διαδικασίας εκδόσεως αποφάσεως. Η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται, πρώτον, ότι η Επιτροπή υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη της τα πραγματικά και πληροφοριακά στοιχεία που της προσκομίζουν οι κοινοποιούντες τη συγκέντρωση και οι τρίτοι που μετέχουν ενεργά στη διαδικασία και, δεύτερον, ότι υποχρεούται, ενδεχομένως, να ερευνά τα στοιχεία αυτά, διενεργώντας έρευνες αγοράς ή ζητώντας πληροφορίες από τους παράγοντες της αγοράς.

166

Σημειωτέον, πάντως, ότι, στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων, η υποχρέωση της Επιτροπής να τηρεί τις σχετικές με τη διοικητική διαδικασία εγγυήσεις που απορρέουν από την κοινοτική έννομη τάξη και, συνεπώς, και την υποχρέωση επιδείξεως επιμέλειας, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο παρόμοιο με την υποχρέωση αιτιολογήσεως (βλ. σκέψη 192 κατωτέρω) και συμβατό με την επιτακτική ανάγκη ταχύτητας που χαρακτηρίζει τη γενική οικονομία του κανονισμού 139/2004, η οποία επιβάλλει στην Επιτροπή να τηρεί αυστηρές προθεσμίες εφόσον ασκεί τη διακριτική ευχέρειά της (βλ., σχετικά με τον κανονισμό 4064/89, απόφαση Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 39).

167

Υπ’ αυτό το πρίσμα πρέπει να εξεταστούν οι επικρίσεις των προσφευγόντων περί παραβιάσεως εκ μέρους της Επιτροπής της υποχρεώσεως επιδείξεως επιμέλειας.

Επί των προβαλλομένων παραβιάσεων της υποχρεώσεως επιδείξεως επιμέλειας

168

Οι προσφεύγοντες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παραβίασε την υποχρέωση επιδείξεως επιμέλειας, διότι, πρώτον, δεν έλαβε υπόψη της τα επιχειρήματα και τα στοιχεία που επικαλέστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία και, δεύτερον, διότι στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση σε στοιχεία προερχόμενα κατά κύριο λόγο από τους μετέχοντες στη συγκέντρωση και από τρίτους σχετιζόμενους με αυτούς και, σε κάθε περίπτωση, στήριξε την απόφαση αυτή σε στοιχεία μη επαρκώς εξακριβωμένα από κατάλληλη και ανεξάρτητη έρευνα της αγοράς.

169

Όσον αφορά την πρώτη πτυχή του σκέλους αυτού, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι, στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες αρκούνται στη γενικόλογη αιτίαση ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τα στοιχεία και τις πληροφορίες που αυτοί προσκόμισαν κατά τη διοικητική διαδικασία, χωρίς να διευκρινίσουν ποια σχετικά με την κρινόμενη περίπτωση στοιχεία και πληροφορίες παρέλειψε η Επιτροπή να αναλύσει με την απαιτούμενη επιμέλεια και αμεροληψία.

170

Εξάλλου, από την ανάλυση της δικογραφίας και τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 79 επ. ανωτέρω, υπό το πρίσμα του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, προκύπτει ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, η Επιτροπή δεν αγνόησε τα στοιχεία και τις πληροφορίες που αυτοί προσκόμισαν κατά τη διοικητική διαδικασία, αλλ’ αντιθέτως ότι συνεκτίμησε τα εν λόγω στοιχεία και πληροφορίες και τις ενσωμάτωσε στην ανάλυσή της. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή ανέλυσε κατ’ ουσίαν όλα τα στοιχεία που οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι προσκόμισαν κατά τη διοικητική διαδικασία και που, κατ’ αυτούς, η Επιτροπή παρέλειψε να συνεκτιμήσει στο πλαίσιο της αναλύσεώς της.

171

Συγκεκριμένα, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η αιτίαση περί αδυναμίας αμοιβαίας υποκαταστάσεως μεταξύ γερμανικών και ολλανδικών χοίρων αναλύεται με τις αιτιολογικές σκέψεις 27 (πρώτη περίπτωση) καθώς και 31 και 32· η αιτίαση που αντλείται από έλλειψη σχέσεως μεταξύ των διακυμάνσεων της διαφοράς τιμής και του όγκου των εξαγωγών εξετάζεται με τις αιτιολογικές σκέψεις 36 έως 38· οι επιπτώσεις των επιζωοτιών εξετάζονται με τις αιτιολογικές σκέψεις 27 (τρίτη περίπτωση) και 43· οι ισχυρισμοί περί κτηνιατρικών απαιτήσεων και περί επιπλέον κόστους εξαγωγής αναλύονται με τις αιτιολογικές σκέψεις 27 (δεύτερη περίπτωση) και 33 έως 35· το ζήτημα των αποστάσεων μεταφοράς εξετάζεται με την αιτιολογική σκέψη 26· η προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής κατά την έκδοση αποφάσεων στον επίμαχο τομέα εξετάζεται με την αιτιολογική σκέψη 17· το ζήτημα της πλεονάζουσας παραγωγής εξετάζεται με την αιτιολογική σκέψη 50, στο τμήμα όπου αναλύονται οι σχετικές με τον ανταγωνισμό συνέπειες της συγκεντρώσεως. Τέλος, με τις αιτιολογικές σκέψεις 29, 39 και 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε το σχετικό με τη διάρκεια των συμβάσεων προμήθειας επιχείρημα, το οποίο οι προσφεύγοντες προέβαλαν κατά τη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2004, αλλά όχι στο πλαίσιο της κρινόμενης υποθέσεως. Αντιθέτως, ούτε από τη δικογραφία ούτε από τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων προκύπτει ότι αυτοί προέβαλαν ρητώς κατά τη διοικητική διαδικασία αιτιάσεις σχετικά με το ότι οι αποστάσεις μεταφοράς είναι μικρότερες από τα 150 km που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή και σχετικά με τις πολιτικές πιέσεις για μείωση της διάρκειας μεταφοράς των ζώντων ζώων.

172

Είναι, συνεπώς, απορριπτέες οι σχετικές αιτιάσεις των προσφευγόντων.

173

Όσον αφορά τη δεύτερη πτυχή του σκέλους αυτού, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγοντες αμφισβητούν τόσο τη διαλαμβανόμενη στην αιτιολογική σκέψη 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως «έρευνα αγοράς», την οποία διενήργησε η Επιτροπή δια του ερωτηματολογίου που απέστειλε σε παράγοντες της αγοράς, όσο και την επονομαζόμενη από την Επιτροπή «συμπληρωματική έρευνα», για την οποία γίνεται λόγος στις αιτιολογικές σκέψεις 30 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως και η οποία διενεργήθηκε προκειμένου να εξεταστεί η λυσιτέλεια των επιχειρημάτων και των στοιχείων που επικαλέστηκαν οι προσφεύγοντες. Ειδικότερα, κατά τους προσφεύγοντες, η συμπληρωματική έρευνα είναι «εσφαλμένη» και «στερείται αντιπροσωπευτικότητας», διότι στηρίχθηκε αποκλειστικά σε δηλώσεις των μετεχόντων στη συγκέντρωση ή τρίτων σχετιζομένων με αυτούς.

174

Σχετικά με την πρώτη «έρευνα της αγοράς», επισημαίνεται, καταρχάς, ότι, στο πλαίσιο των διαδικασιών ελέγχου των συγκεντρώσεων, η Επιτροπή συνήθως διενεργεί έρευνα μετά την κοινοποίηση, δυνάμει των εξουσιών που της απονέμει ο κανονισμός 139/2004, για να κατανοήσει περισσότερο τη λειτουργία των επίμαχων αγορών και να συγκεντρώσει στοιχεία σχετικά με την κατάσταση του ανταγωνισμού στις αγορές αυτές. Η έρευνα αυτή μπορεί να συνίσταται στην αποστολή ερωτηματολογίου στις επιχειρήσεις ή σε άλλους φορείς, όπως οι ενώσεις επιχειρήσεων ή οι επαγγελματικές ενώσεις, οι οποίοι γνωρίζουν σε βάθος τις εν λόγω αγορές.

175

Πάντως, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η έρευνα που διενήργησε η Επιτροπή ήταν αρκετά εκτεταμένη, αφού μετέσχον σε αυτή περίπου 200 παράγοντες της αγοράς. Εξάλλου, το ερωτηματολόγιο που εστάλη στις επιχειρήσεις περιελάμβανε 36 ιδιαίτερα λεπτομερή ερωτήματα σχετικά με τις επίμαχες αγορές και με την ανάλυση των συνεπειών της συγκεντρώσεως από πλευράς ανταγωνισμού. Από τα ερωτήματα αυτά, 14 αφορούσαν την αγορά των προοριζόμενων για σφαγή ζώντων χοίρων και 6 άλλα αφορούσαν ειδικά τη γεωγραφική έκταση της αγοράς και, ειδικότερα, τα ζητήματα των αποστάσεων μεταφοράς, της εθνικής διαστάσεως της αγοράς, των περιοχών τις οποίες πρότειναν οι μετέχοντες στη συγκέντρωση να ληφθούν ως επίκεντρο της αποστάσεως των 150 km και το κόστος μεταφοράς. Η NVV έλαβε το ερωτηματολόγιο αυτό και απάντησε στα ερωτήματά του.

176

Κατόπιν των διαπιστώσεων αυτών, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να υποστηρίξουν ότι η Επιτροπή δεν ερεύνησε καταλλήλως τα στοιχεία που ασκούν εν προκειμένω επιρροή, ιδίως τα στοιχεία που αφορούν τον γεωγραφικό καθορισμό των αγορών των αρσενικών και των θηλυκών χοίρων που προορίζονται για σφαγή. Σχετικά με τον ισχυρισμό των προσφευγόντων ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ποια στοιχεία αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, σε πολλές αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή αναφέρθηκε λεπτομερώς στους παράγοντες της αγοράς που παρέσχον τα επίμαχα στοιχεία (βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 32, 38 και 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, δεύτερον, ότι, σε κάθε περίπτωση, στο πλαίσιο αποφάσεως εκδοθείσας δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού 139/2004, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να διευκρινίζει λεπτομερώς σε ποια έγγραφα και πηγές στήριξε την ανάλυσή της, υπό την προϋπόθεση ότι η συλλογιστική της προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο χωρίς να απαιτούνται ειδικές παραπομπές (βλ. συναφώς, σχετικά με τον κανονισμό 4064/89, απόφαση Verband der freien Rohrwerke κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 185).

177

Περαιτέρω, τα επιχειρήματα των προσφευγόντων αφορούν επίσης τη «συμπληρωματική έρευνα», για την οποία γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως και την οποία διενήργησε η Επιτροπή προκειμένου να εκτιμήσει το κύρος και τη λυσιτέλεια των επιχειρημάτων και των στοιχείων που επικαλέστηκαν οι προσφεύγοντες κατά τη διοικητική διαδικασία.

178

Συναφώς, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατόπιν των απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο και της συναντήσεως με τους προσφεύγοντες, η Επιτροπή διενήργησε συμπληρωματική έρευνα ειδικά σε σχέση με τα επιχειρήματα και τα στοιχεία που επικαλέστηκαν οι προσφεύγοντες. Από τη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι, στο πλαίσιο αυτής της «συμπληρωματικής έρευνας», η Επιτροπή απλώς απέστειλε, την ημέρα της συναντήσεως με τους προσφεύγοντες, ηλεκτρονική επιστολή στους εκπροσώπους των μετεχόντων στη συγκέντρωση, ζητώντας τους πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία που επικαλέστηκαν οι προσφεύγοντες κατά τη συνάντηση, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για φραγμούς στις εξαγωγές. Λόγω των εξαιρετικά σύντομων διαδικαστικών προθεσμιών, η Επιτροπή έταξε στους μετέχοντες στη συγκέντρωση ιδιαίτερα σύντομη προθεσμία για να απαντήσουν (δύο ημέρες στο τέλος της εβδομάδας).

179

Την επομένη της αποστολής της προαναφερθέντος αιτήματος αποστολής πληροφοριακών στοιχείων, οι εκπρόσωποι των μετεχόντων στη συγκέντρωση απέστειλαν υπόμνημα με το οποίο απαντούσαν, σημείο προς σημείο, στα ερωτήματα της Επιτροπής, υποβάλλοντας συμπληρωματικά έγγραφα προς στήριξη των ισχυρισμών τους. Δύο ημέρες αργότερα, οι εκπρόσωποι των μετεχόντων στη συγκέντρωση απέστειλαν, ακόμη, προς στήριξη των επιχειρημάτων τους, πολλές δηλώσεις «τρίτων», οι οποίοι επιβεβαίωναν τους διατυπωθέντες με το υπόμνημα ισχυρισμούς. Κατόπιν των προαναφερθέντων στοιχείων και δηλώσεων, η Επιτροπή δεν έκρινε απαραίτητο να προβεί σε περαιτέρω ελέγχους.

180

Οι προσφεύγοντες αμφισβητούν, πάντως, την εξέλιξη αυτής της «συμπληρωματικής έρευνας», υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε αποκλειστικά σε στοιχεία προερχόμενα, κατ’ ουσίαν, από τους μετέχοντες στη συγκέντρωση. Επομένως, το Πρωτοδικείο πρέπει να εξετάσει αν η Επιτροπή, διενεργώντας την έρευνα όπως περιγράφεται ανωτέρω, παραβίασε την υποχρέωση επιδείξεως επιμέλειας, στο πλαίσιο της οποίας όφειλε να εξετάσει με την απαιτούμενη επιμέλεια και αμεροληψία τα πραγματικά και νομικά στοιχεία βάσει των οποίων άσκησε τη διακριτική ευχέρειά της.

181

Επισημαίνεται, συναφώς, ότι, εν προκειμένω, η «συμπληρωματική έρευνα» της Επιτροπής, αν και συνίσταται πράγματι αποκλειστικά στην αποστολή αιτήματος παροχής πληροφοριών στους μετέχοντες στη συγκέντρωση, εντούτοις αφορά μόνον το ζήτημα του γεωγραφικού καθορισμού της αγοράς, επί του οποίου η Επιτροπή είχε ήδη πραγματοποιήσει σε βάθος έρευνα της αγοράς, τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της οποίας ήταν, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, κατ’ ουσίαν παρόμοια με τον γεωγραφικό καθορισμό τον οποίον είχαν προτείνει οι μετέχοντες στη συγκέντρωση και ο οποίος έγινε, εν συνεχεία, δεκτός με την προσβαλλόμενη απόφαση. Το γεγονός ότι ορισμένοι έχοντες συγκεκριμένη ιδιότητα τρίτοι, μεταξύ των οποίων οι προσφεύγοντες, εξέφρασαν διαφορετικές απόψεις αποτελεί τον λόγο για τον οποίο η Επιτροπή έκρινε απαραίτητη τη διεξαγωγή της εν λόγω συμπληρωματικής έρευνας, προκειμένου να εκτιμήσει τη λυσιτέλεια των προσκομισθέντων από τους τρίτους στοιχείων.

182

Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι παράδοξο το γεγονός ότι η Επιτροπή ζήτησε τη γνώμη των μετεχόντων στη συγκέντρωση σχετικά με τα προσκομισθέντα στοιχεία, δεδομένου ότι αυτοί όχι μόνο γνωρίζουν σε βάθος την αγορά, αλλ’ επιπλέον είναι οι πρώτοι ενδιαφερόμενοι για τη συγκέντρωση και, σε κάθε περίπτωση, έπρεπε να τους δοθεί η δυνατότητα, στο πλαίσιο των δικαιωμάτων άμυνας, να διατυπώσουν την άποψή τους επί των ζητημάτων που προέβαλαν οι τρίτοι στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

183

Εν προκειμένω, πάντως, οι μετέχοντες στη συγκέντρωση δεν περιορίστηκαν στην αντίκρουση των επιχειρημάτων των προσφευγόντων, αλλά προσκόμισαν, προς στήριξη των επιχειρημάτων τους, και δηλώσεις τρίτων που δραστηριοποιούνται στους επίμαχους κλάδους και, επομένως, γνωρίζουν την κατάσταση στις επηρεαζόμενες αγορές. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι η Επιτροπή εξέτασε αν και κατά πόσον είναι ανεξάρτητοι οι τρίτοι που παρέσχον στοιχεία προς στήριξη των απόψεων των μετεχόντων στη συγκέντρωση. Ωστόσο, σχετικά με το αν η παράλειψη αυτή της Επιτροπής συνιστά παραβίαση υποχρεώσεως επιδείξεως επιμέλειας, όπως αυτή ορίστηκε με τις σκέψεις 163 επ. ανωτέρω, επιβάλλονται οι κατωτέρω επισημάνσεις.

184

Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι, λόγω της επιτακτικής ανάγκης ταχύτητας και των αυστηρών προθεσμιών εντός των οποίων πρέπει να ενεργεί η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των συγκεντρώσεων, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποχρεωθεί, εφόσον δεν υφίστανται ενδείξεις περί ανακρίβειας των προσκομισθέντων πληροφοριακών στοιχείων, να εξακριβώσει όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που περιέρχονται σε αυτή. Συγκεκριμένα, μολονότι η Επιτροπή, λόγω της υποχρεώσεως επιμελούς και αμερόληπτης εξετάσεως που υπέχει στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, οφείλει να μη λαμβάνει υπόψη της στοιχεία ή πληροφορίες που δεν μπορούν να θεωρηθούν ειλικρινείς, εντούτοις η προαναφερθείσα επιτακτική ανάγκη ταχύτητας συνεπάγεται ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να προβαίνει η ίδια σε απολύτως λεπτομερή έλεγχο της γνησιότητας και της αξιοπιστίας όλων των στοιχείων που περιέρχονται σε αυτήν, καθώς η διαδικασία ελέγχου των συγκεντρώσεων στηρίζεται αναγκαστικά, σε ορισμένο βαθμό, στην εμπιστοσύνη.

185

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η σχετική με τον έλεγχο των συγκεντρώσεων νομοθεσία προβλέπει μέτρα για την αποτροπή και την τιμωρία της διαβιβάσεως ανακριβών ή παραπλανητικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, όχι μόνον τα κοινοποιούντα μέρη υποχρεούνται ρητώς να ενημερώνουν με ειλικρίνεια την Επιτροπή για όλα τα γεγονότα και τις περιστάσεις που είναι κρίσιμα για τη λήψη απόφασης σχετικά με την κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (αιτιολογική σκέψη 5, άρθρο 4, παράγραφος 1, και άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 802/2004), υποχρέωση που κατοχυρώνεται με το άρθρο 14 του κανονισμού 139/2004, αλλ’ επιπλέον η Επιτροπή μπορεί να ανακαλεί απόφαση κηρύσσουσα τη συγκέντρωση συμβατή με την κοινή αγορά εφόσον αυτή στηρίζεται σε ανακριβή στοιχεία για τα οποία είναι υπεύθυνη μία από τις επιχειρήσεις ή η έκδοσή της προκλήθηκε δολίως (βλ. άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο α’, και άρθρο 8, παράγραφος 6, στοιχείο α’, του κανονισμού 139/2004).

186

Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 91 επ. ανωτέρω, οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν τον ισχυρισμό τους ότι όλες οι δηλώσεις που περιήλθαν στην Επιτροπή στο πλαίσιο της «συμπληρωματικής έρευνας» προέρχονται ανεξαιρέτως από πρόσωπα υπαγόμενα, ευθέως ή εμμέσως, στην επιρροή των μετεχόντων στη συγκέντρωση ούτε, επομένως, ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να εξετάσει ειδικά το αν και κατά πόσον οι εν λόγω τρίτοι είναι ανεξάρτητοι, παρέβη την υποχρέωση επιδείξεως επιμέλειας, στο πλαίσιο της οποίας οφείλει να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα σχετικά με την κρινόμενη περίπτωση στοιχεία.

187

Όσον αφορά ειδικά τη δήλωση του S. J., επισημαίνεται, αφενός, ότι, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων από τα προεκτεθέντα στη σκέψη 92 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να ακούσει τους προσφεύγοντες σχετικά με τη δήλωση του γραμματέα του PVVE και, αφετέρου, ότι, σε κάθε περίπτωση, τα έγγραφα της 21ης Δεκεμβρίου 2004 δεν αρκούν, από μόνα τους, για να αμφισβητηθεί η ανάλυση της Επιτροπής, διότι η δήλωση του S. J. αποτελούσε ένα μόνον από τα πολλά αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζονται οι διαπιστώσεις της Επιτροπής και το περιεχόμενό της επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

188

Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε, εν προκειμένω, την υποχρέωση επιδείξεως επιμέλειας και, επομένως, είναι απορριπτέο το συγκεκριμένο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

2. Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

189

Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν, ακόμη, ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση, ούτε την απόρριψη των επιχειρημάτων και των στοιχείων που επικαλέστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία. Ως προς το τελευταίο σημείο, οι προσφεύγοντες προσάπτουν, ειδικότερα, στην Επιτροπή, αφενός, ότι παρουσίασε πολύ συνοπτικά και ανεπαρκώς τα επιχειρήματά τους στις αιτιολογικές σκέψεις 27 έως 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως και, αφετέρου, ότι δεν παρέθεσε, κατά τρόπο σαφή, κατανοητό και αρκούντως αναλυτικό, τους λόγους απορρίψεως των επιχειρημάτων αυτών ή, τουλάχιστον, τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η εν λόγω απόφαση.

190

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγόντων.

β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

191

Κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία που απαιτείται από το άρθρο 253 ΕΚ πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της σχετικής πράξεως και η συλλογιστική του κοινοτικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, έτσι ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το μέτρο που ελήφθη και το αρμόδιο δικαστήριο να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του. Η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως της παρατιθεμένης αιτιολογίας και του συμφέροντος των αποδεκτών της πράξεως ή άλλων προσώπων τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά να τους δοθούν εξηγήσεις. Δεν απαιτείται η αιτιολογία να προσδιορίζει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που έχουν επιρροή, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως τηρεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το κείμενο της πράξεως αυτής, αλλά και το πλαίσιό της και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 63, και της 22ας Ιουνίου 2004, C-42/01, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-6079, σκέψη 66).

192

Πάντως, ο εκδότης της πράξεως δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί σαφώς δευτερευόντων στοιχείων ή να απαντά εκ των προτέρων σε δυνητικές αντιρρήσεις (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2005, C-465/02 και C-466/02, Γερμανία και Δανία κατά Επιτροπής, επονομαζόμενη «Φέτα», Συλλογή 2005, σ. I-9115, σκέψη 106). Επιπλέον, ο βαθμός ακρίβειας της αιτιολογίας της αποφάσεως πρέπει να είναι ανάλογος των υλικών δυνατοτήτων και των τεχνικών συνθηκών ή της προθεσμίας εντός της οποίας πρέπει να εκδοθεί (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-350/88, Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-395, σκέψη 16· βλ., επίσης, συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Δεκεμβρίου 1965, 16/65, Schwarze, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 191). Επομένως, η Επιτροπή δεν παραβιάζει την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει αν, κατά την άσκηση της εξουσίας ελέγχου των συγκεντρώσεων, δεν συμπεριλάβει στην απόφασή της ακριβή αιτιολογία όσον αφορά την εκτίμηση ορισμένου αριθμού πτυχών της συγκεντρώσεως που της δίδουν την εντύπωση ότι είναι προδήλως αλυσιτελείς, στερούμενες σημασίας ή σαφώς δευτερεύουσες για την εκτίμηση της συγκεντρώσεως (βλ., σχετικά, απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 191 ανωτέρω, σκέψη 64). Συγκεκριμένα, μια τέτοια απαίτηση δύσκολα θα συμβιβαζόταν με την επιτακτική ανάγκη ταχύτητας και με τις σύντομες διαδικαστικές προθεσμίες που οφείλει να τηρεί η Επιτροπή οσάκις ασκεί την εξουσία της ελέγχου των συγκεντρώσεων, οι οποίες περιλαμβάνονται μεταξύ των ειδικών συνθηκών μιας διαδικασίας ελέγχου των πράξεων αυτών (αποφάσεις Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 39, και Verband der freien Rohrwerke κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 186).

193

Εντεύθεν συνάγεται ότι, οσάκις η Επιτροπή κηρύσσει μια πράξη συγκεντρώσεως συμβατή με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού 139/2004, η υποχρέωση αιτιολογήσεως τηρείται εφόσον η απόφαση αυτή εκθέτει σαφώς τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί ότι η εν λόγω συγκέντρωση, ενδεχομένως κατόπιν τροποποιήσεων που επιφέρουν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, δεν προκαλεί αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητά της με την κοινή αγορά (απόφαση Verband der freien Rohrwerke κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 185).

194

Συναφώς, η Επιτροπή, αν και δεν υποχρεούται, με την αιτιολογία των αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 139/2004, να λαμβάνει θέση επί όλων των στοιχείων και των επιχειρημάτων των οποίων γίνεται επίκληση ενώπιόν της, περιλαμβανομένων αυτών που είναι σαφώς δευτερεύοντα για την εκτίμηση την οποία πρέπει να πραγματοποιήσει, εντούτοις οφείλει να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν ουσιώδη σημασία στην οικονομία της αποφάσεως (βλ. σχετικά, κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 1962, 13/60, Geitling κ.λπ. κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 701, 732, της 15ης Ιουλίου 1970, 41/69, ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 397, σκέψη 78, της 7ης Ιουλίου 1981, 158/80, Rewe-Handelsgesellschaft Nord και Rewe-Markt Steffen, Συλλογή 1981, σ. 1805, σκέψη 26).

195

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, από την ανάγνωση των αιτιολογικών σκέψεων 12 έως 54 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με τις αγορές των αρσενικών και των θηλυκών χοίρων που προορίζονται για σφαγή, προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι η συγκέντρωση δεν προκαλεί αμφιβολίες, εντός των αγορών αυτών, σχετικά με τη συμβατότητά της με την κοινή αγορά. Βάσει των σκέψεων αυτών, το Πρωτοδικείο είχε τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του, κατόπιν των διαφόρων αντιρρήσεων που προέβαλαν οι προσφεύγοντες στο πλαίσιο της κρινόμενης προσφυγής.

196

Επισημαίνεται, ακόμη, ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 171 ανωτέρω, η Επιτροπή εκθέτει, με τις αιτιολογικές σκέψεις 26 έως 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όλα τα στοιχεία και τα επιχειρήματα που επικαλέστηκαν οι προσφεύγοντες κατά τη διοικητική διαδικασία και διατύπωσε λεπτομερώς την άποψή της επ’ αυτών, εξηγώντας συγκεκριμένα το περιεχόμενο κάθε επιχειρήματος και τους λόγους της απορρίψεώς του.

197

Κατά συνέπεια, το σκέλος που αντλείται από παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι επίσης απορριπτέο ως αβάσιμο.

3. Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

198

Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν επανειλημμένως ότι η Επιτροπή δεν τους επέτρεψε να αναπτύξουν επαρκώς τις απόψεις τους κατά τη διοικητική διαδικασία. Οι προσφεύγοντες προβάλλουν, μεταξύ άλλων, ότι, κατά τη συνάντηση της 10ης Δεκεμβρίου 2004, δεν ακούστηκαν με τη δέουσα προσοχή, ότι δεν τους δόθηκε ουσιαστικά η δυνατότητα να εκθέσουν τις απόψεις τους, ότι οι εκπρόσωποι της Επιτροπής μιλούσαν μόνον αγγλικά και ότι, ως εκ τούτου, δεν είχαν οι προσφεύγοντες τη δυνατότητα να υπερασπιστούν τις απόψεις τους κατά τρόπο πλήρη και κατανοητό.

199

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγόντων.

β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

200

Επισημαίνεται ότι οι προσφεύγοντες, υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή δεν τους έδωσε τη δυνατότητα να εκθέσουν επαρκώς τα επιχειρήματά τους κατά τη διοικητική διαδικασία, προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως.

201

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του κοινοτικού ελέγχου των συγκεντρώσεων, οι τρίτοι που έχουν εύλογο συμφέρον, όπως είναι οι προσφεύγοντες, διαθέτουν δικαίωμα ακροάσεως σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 4, του κανονισμού 139/2004 και το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 802/2004.

202

Οι προαναφερθέντες τρίτοι έχουν το δικαίωμα να ακουστούν, κατόπιν αιτήσεώς τους, από την Επιτροπή, προκειμένου να καταστήσουν γνωστή την άποψή τους επί των επιζήμιων γι’ αυτές συνεπειών της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως, δικαίωμα το οποίο πρέπει όμως να εναρμονίζεται με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας, καθώς και με τον κύριο σκοπό του κανονισμού που είναι η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του ελέγχου και η παροχή νομικής ασφάλειας στις υποκείμενες στην εφαρμογή του επιχειρήσεις. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο αυτού του συστήματος προστασίας των αντιστοίχων δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων και των τρίτων, επιβάλλεται να προσδιοριστεί εάν, εν προκειμένω, προσβλήθηκαν τα δικαιώματα των προσφευγόντων (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Νοεμβρίου 1997, T-290/94, Kayserberg κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-2137, σκέψεις 109 και 110).

203

Συναφώς, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η NVV και η NBHV χρησιμοποίησαν πλήρως τη δυνατότητα που παρέχεται στους τρίτους να μετέχουν στη διοικητική διαδικασία και να εκφράζουν την άποψή τους επί της συγκεντρώσεως.

204

Συγκεκριμένα, η NVV έλαβε το ερωτηματολόγιο που απέστειλε η Επιτροπή στο πλαίσιο της έρευνας αγοράς, καθώς και, κατόπιν αιτήματός της, το ολλανδικό κείμενο του εν λόγω ερωτηματολογίου. Στις 2 Δεκεμβρίου 2004 απέστειλε την απάντησή της στο ερωτηματολόγιο αυτό, εκθέτοντας διεξοδικά τα επιχειρήματά της, προς στήριξη των οποίων επισύναψε πολλά έγγραφα. Εξάλλου, στις 10 Δεκεμβρίου 2004, μετέσχε σε συνάντηση, στην οποία την είχε προσκαλέσει η Επιτροπή μαζί με την NBHV, προκειμένου να αναπτύξουν προφορικά τα επιχειρήματά τους. Τέλος, στις 21 Δεκεμβρίου 2004, απέστειλε στην Επιτροπή άλλο έγγραφο, αμφισβητώντας το περιεχόμενο της δηλώσεως του S. J.

205

Η δε NBHV υπέβαλε την πρώτη καταγγελία με έγγραφο της 30ής Νοεμβρίου 2004, μετά τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα ανακοινώσεως με την οποία η Επιτροπή καλούσε τρίτους ενδιαφερόμενους να διατυπώσουν την άποψή τους επί της συγκεντρώσεως (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω). Εν συνεχεία, μετέσχε στη συνάντηση της 10ης Δεκεμβρίου 2004 με την Επιτροπή, κατόπιν της οποίας απέστειλε το έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2004, προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω τις αντιρρήσεις που είχε διατυπώσει κατά της συγκεντρώσεως κατά τη διοικητική διαδικασία και, ειδικότερα, κατά την εν λόγω συνάντηση. Τέλος, στις 21 Δεκεμβρίου 2004, η NBHV απέστειλε, ακόμη, στην Επιτροπή έγγραφο με το οποίο αμφισβητούσε το περιεχόμενο της δηλώσεως του S. J.

206

Υπό τις συνθήκες αυτές, η NVV και η NBHV δεν μπορούν να προσάψουν στην Επιτροπή ότι δεν τους επέτρεψε να εξηγήσουν επαρκώς την άποψή τους κατά τη διοικητική διαδικασία.

207

Ωστόσο, οι προσφεύγοντες αμφισβητούν, ειδικά, τον τρόπο διεξαγωγής της συναντήσεως της 10ης Δεκεμβρίου 2004. Υποστηρίζουν ότι, κατά τη συνάντηση αυτή, δεν τους άκουσαν με τη δέουσα προσοχή και ότι δεν είχαν πραγματικά τη δυνατότητα να εκθέσουν κατά τρόπο πλήρη και κατανοητό την άποψή τους, διότι οι εκπρόσωποι της Επιτροπής μιλούσαν μόνον αγγλικά.

208

Συναφώς, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει, πρώτον, ότι οι ισχυρισμοί των προσφευγόντων είναι πολύ γενικόλογοι και δεν έχουν στοιχειοθετηθεί επαρκώς κατά νόμον, αφού οι προσφεύγοντες δεν διευκρίνισαν ποια επιχειρήματά τους δεν ακούστηκαν δεόντως από την Επιτροπή και ποια επιχειρήματα δεν μπόρεσαν να αναπτύξουν επαρκώς.

209

Δεύτερον, η διεξοδική ανάλυση της δικογραφίας εμφαίνει ότι η Επιτροπή συνεκτίμησε δεόντως τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγοντες κατά τη συνάντηση της 10ης Δεκεμβρίου 2004. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 25 και 205 ανωτέρω, μετά τη συνάντηση αυτή, η NBHV απέστειλε, στις 16 Δεκεμβρίου 2004, έγγραφο προκειμένου να διευκρινίσει τις αντιρρήσεις της κατά της συγκεντρώσεως, τις οποίες διατύπωσε κατά τη διοικητική διαδικασία και, ειδικότερα, κατά την εν λόγω συνάντηση.

210

Διαπιστώνεται, πάντως, ότι τα θέματα που θίγονται με το έγγραφο αυτό αντιστοιχούν εν πολλοίς σ’ εκείνα για τα οποία η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικά στοιχεία, στην ηλεκτρονική επιστολή που απέστειλε την ημέρα της συναντήσεως, στις 10 Δεκεμβρίου 2004, προκειμένου να λάβει διευκρινίσεις επί των ζητημάτων τα οποία οι προσφεύγοντες προέβαλαν με τα έγγραφά τους και ανέπτυξαν προφορικά κατά την εν λόγω συνάντηση (βλ. σκέψεις 24, 204 και 205 ανωτέρω). Εξάλλου, τα ζητήματα αυτά αντιστοιχούν ως επί το πλείστον και στα στοιχεία που, κατά τους προσφεύγοντες, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της στο πλαίσιο της αναλύσεώς της.

211

Όσον αφορά το γεγονός ότι η συνάντηση της 10ης Δεκεμβρίου 2004 διεξήχθη στα αγγλικά, αντί στα ολλανδικά, τονίζεται ότι οι προσφεύγοντες δεν διευκρίνισαν, με τα υπομνήματά τους και με τις απαντήσεις τους στα ερωτήματα που τους έθεσε το Πρωτοδικείο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ποια επιχειρήματα και στοιχεία δεν μπόρεσαν να επικαλεστούν κατά τη συνάντηση αυτή, επειδή αυτή διεξήχθη στα αγγλικά και η Επιτροπή δεν τα έλαβε, ως εκ τούτου, υπόψη της στο πλαίσιο της αναλύσεώς της. Εξάλλου, από το έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2004, το οποίο απέστειλε η NBHV κατόπιν της συναντήσεως αυτής, δεν προκύπτει ότι οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για τον τρόπο διεξαγωγής της συναντήσεως. Επομένως, κακώς μεν η Επιτροπή δεν έδωσε στους προσφεύγοντες τη δυνατότητα να εκφραστούν στα ολλανδικά, πλην όμως το γεγονός αυτό, υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, δεν έχει συνέπειες που να θίγουν το κύρος της διοικητικής διαδικασίας (βλ., συναφώς, απόφαση ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής, σκέψη 194 ανωτέρω, σκέψη 52).

212

Απ’ όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει η NVV και η NBHV κακώς προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν τις άκουσε με τη δέουσα προσοχή ή ότι δεν τους έδωσε τη δυνατότητα να υπερασπιστούν την άποψή τους κατά τρόπο πλήρη και κατανοητό.

213

Όσον αφορά, τέλος, τον M. Schep, ο οποίος είναι ούτως ή άλλως μέλος της NVV, αντιθέτως προς την NBHV, δεν ενδιαφέρθηκε για τη δημοσιευθείσα στην Επίσημη Εφημερίδα ανακοίνωση (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω) και δεν ζήτησε να ακουστεί, κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 4, του κανονισμού 139/2004 και του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 802/2004. Επομένως, κακώς προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν του έδωσε τη δυνατότητα να εκθέσει επαρκώς τα επιχειρήματά του κατά τη διοικητική διαδικασία.

214

Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι το κρινόμενο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως είναι επίσης απορριπτέο.

215

Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι εξ ολοκλήρου απορριπτέος.

Επί του αιτήματος των προσφευγόντων περί λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας

216

Με έγγραφο της 13ης Ιουλίου 2005, οι προσφεύγοντες ζήτησαν από το Πρωτοδικείο να υποχρεώσει την Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 64, παράγραφος 3, στοιχείο δ’, του Κανονισμού Διαδικασίας, να προσκομίσει όλα τα σχετικά με την υπόθεση έγγραφα και να τους χορηγήσει αντίγραφο. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

217

Συναφώς, με την επιφύλαξη του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που διατάχθηκε την 1η Απριλίου 2008 (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω), υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, κατά το άρθρο 49 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να αποφασίζει για οποιοδήποτε από τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας ή τα αποδεικτικά μέσα που προβλέπονται στα άρθρα 64 και 65. Σε αυτά καταλέγεται το αίτημα περί προσκομίσεως εγγράφων.

218

Πάντως, για να δοθεί στο Πρωτοδικείο η δυνατότητα να προσδιορίσει αν είναι χρήσιμο για την ομαλή εξέλιξη της διαδικασίας να διατάξει την προσκόμιση ορισμένων εγγράφων, ο διάδικος που υποβάλλει σχετική αίτηση οφείλει να εξατομικεύει τα αιτούμενα έγγραφα και να παρέχει στο Πρωτοδικείο τα στοιχεία που πιστοποιούν τη χρησιμότητα των εγγράφων αυτών για τις ανάγκες της δίκης (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-8417, σκέψη 93). Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή δεν μπορεί, βεβαίως, να στηρίζεται σε έγγραφα στα οποία δεν είχαν πρόσβαση ούτε το Πρωτοδικείο ούτε οι προσφεύγουσες, πλην όμως τούτο δεν αρκεί για να διατάξει το Πρωτοδικείο την προσκόμιση εγγράφων βάσει του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας. Συγκεκριμένα, μόνον αν οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ευλογοφανώς ότι τα έγγραφα αυτά είναι αναγκαία και σχετικά για την εκδίκαση της υποθέσεως, το Πρωτοδικείο μπορεί να διατάξει τη λήψη τέτοιου μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας (απόφαση Verband der freien Rohrwerke κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 201).

219

Διαπιστώνεται, όμως, ότι, το αίτημα περί λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, όπως είναι διατυπωμένο, δεν εξατομικεύει τα αιτούμενα έγγραφα με τη δέουσα ακρίβεια, ώστε το Πρωτοδικείο να είναι σε θέση να εκτιμήσει τη χρησιμότητά τους για τις ανάγκες της δίκης ούτε διευκρινίζει, κατά τρόπο ευλογοφανή, αν και κατά πόσον τα έγγραφα αυτά είναι αναγκαία και σχετικά για την εκδίκαση της υποθέσεως. Είναι, συνεπώς, απορριπτέο το αίτημα περί λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας.

Επί των δικαστικών εξόδων

220

Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής και της παρεμβαίνουσας.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Οι Nederlandse Vakbond Varkenshouders (NVV), Marius Schep και Nederlandse Bond van Handelaren in Vee (NBHV) φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και τα έξοδα της Επιτροπής και της Sovion NV.

 

Azizi

Cremona

Frimodt Nielsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Μαΐου 2009.

(υπογραφές)

Πίνακας περιεχομένων

 

Το νομικό πλαίσιο

 

Ιστορικό της διαφοράς

 

I — Μετέχοντες στη διαδικασία και στη συγκέντρωση

 

II — Η διοικητική διαδικασία

 

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

 

Σκεπτικό

 

I — Επί του παραδεκτού

 

Α — Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Β — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

II — Επί της ουσίας

 

Α — Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση των άρθρων 2, 6 και 8 του κανονισμού 139/2004

 

1. Επί της ελλείψεως σαφήνειας του πρώτου λόγου ακυρώσεως

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

2. Επί της παραβάσεως του άρθρου 8 του κανονισμού 139/2004

 

3. Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με το ότι, για τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς των ζώντων αρσενικών χοίρων που προορίζονται για σφαγή, ελήφθησαν υπόψη οι θηλυκοί χοίροι

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

4. Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί μη συνεκτιμήσεως ουσιωδών στοιχείων για τον γεωγραφικό καθορισμό της αγοράς ή περί αντλήσεως εσφαλμένων συμπερασμάτων από τα στοιχεία αυτά

 

α) Αδυναμία αμοιβαίας υποκαταστάσεως των χοίρων που προορίζονται για τη γερμανική αγορά και των χοίρων που προορίζονται για την ολλανδική

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

β) Έλλειψη σχέσεως μεταξύ των διακυμάνσεων της διαφοράς της τιμής των χοίρων στις Κάτω Χώρες και στη Γερμανία και του όγκου των εξαγωγών μεταξύ των δύο αυτών χωρών

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

γ) Συνέπειες στις εξαγωγές των κτηνιατρικών μέτρων που ελήφθησαν κατόπιν επιζωοτιών

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

δ) Ύπαρξη άλλων φραγμών στις εξαγωγές

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

ε) Αποστάσεις μεταφοράς μικρότερες των 150 km που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή και ύπαρξη πολιτικών πιέσεων

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

στ) Προγενέστερη πρακτική κατά την έκδοση αποφάσεων

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

5. Επί του πρώτου και του τέταρτου σκέλους, σχετικά με την ανάλυση της συγκεντρώσεως υπό το πρίσμα του δικαίου του ανταγωνισμού

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

Β — Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και της υποχρεώσεως επιδείξεως επιμέλειας

 

1. Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση της υποχρεώσεως επιδείξεως επιμέλειας

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

Επί της υποχρεώσεως επιδείξεως επιμέλειας

 

Επί των προβαλλομένων παραβιάσεων της υποχρεώσεως επιδείξεως επιμέλειας

 

2. Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

3. Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

Επί του αιτήματος των προσφευγόντων περί λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας

 

Επί των δικαστικών εξόδων


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.