ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(τρίτο τμήμα)
της 2ας Μαΐου 2007
Υπόθεση F‑23/05
Jean-Louis Giraudy
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Yπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Έρευνα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) – Ανατοποθέτηση – Κανονισμός (ΕΚ) 1073/1999 – Απόφαση 1999/396/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ – Πταίσμα – Ζημία – Επαγγελματική ασθένεια – Συνυπολογισμός των προβλεπόμενων στο άρθρο 73 του ΚΥΚ παροχών»
Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο J.‑L. Giraudy ζητεί να ακυρωθεί η απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2005 περί απορρίψεως της από 22 Σεπτεμβρίου 2004 διοικητικής ενστάσεώς του και να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση για την υλική ζημία και την ηθική βλάβη που ισχυρίζεται ότι υπέστη, τις οποίες εκτιμά αντιστοίχως σε 264 000 ευρώ και 500 000 ευρώ.
Απόφαση: Η Επιτροπή υποχρεώνεται να καταβάλει στον προσφεύγοντα‑ενάγοντα το ποσό των 15 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, η οποία συνίσταται σε προσβολή της υπολήψεως και της τιμής του. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα δύο τρίτα των εξόδων του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει το ένα τρίτο των εξόδων του.
Περίληψη
1. Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) – Κανονισμός 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF – Λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών που θεσπίστηκαν από τα κοινοτικά όργανα
(Κανονισμός 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 5, εδ. 2· απόφαση 1999/396 της Επιτροπής, άρθρο 2, εδ. 1 και 2)
2. Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη των κοινοτικών οργάνων – Προϋποθέσεις
3. Υπάλληλοι – Οργάνωση των υπηρεσιών – Τοποθέτηση του προσωπικού
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7 § 1)
4. Υπάλληλοι – Καθήκον αρωγής της διοικήσεως
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 7 § 1, εδ. 1, και 25, εδ. 2)
5. Υπάλληλοι – Καθήκον αρωγής της διοικήσεως – Αρχή της χρηστής διοικήσεως
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73· κανονισμός 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, 10η αιτιολογική σκέψη και άρθρο 8 § 2)
6. Υπάλληλοι – Καθήκον αρωγής της διοικήσεως
(Κανονισμός 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 2)
7. Υπάλληλοι – Αγωγή αποζημιώσεως – Αίτημα περί αποκαταστάσεως της ζημίας η οποία προκλήθηκε από την ασθένεια του προσφεύγοντος-ενάγοντος και την περιέλευσή του σε κατάσταση αναπηρίας συνεπεία υπηρεσιακού πταίσματος της διοικήσεως
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73· ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας, άρθρα 19 και 23)
1. Από την επιτακτική διατύπωση του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως 1999/396, σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων, που παραπέμπει ως προς το σημείο αυτό στο πρώτο εδάφιο του ίδιου άρθρου, προκύπτει ότι ο γενικός γραμματέας, οι γενικοί διευθυντές και οι προϊστάμενοι υπηρεσιών της Επιτροπής έχουν την υποχρέωση να ενημερώσουν την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) αμελλητί από τη στιγμή που έχουν γνώση «στοιχείων βάσει των οποίων εικάζεται η ύπαρξη ενδεχομένων περιπτώσεων απάτης, δωροδοκίας ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων ή σοβαρών περιστατικών που συνδέονται με την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων και μπορούν να συνιστούν παράλειψη των υποχρεώσεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων, η οποία μπορεί να επισύρει πειθαρχική και, ενδεχομένως, ποινική δίωξη». Ωστόσο, η χρήση του όρου «εικάζεται» από τον νομοθέτη συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι οι αρχές στις οποίες αναφέρεται η εν λόγω διάταξη προβαίνουν σε μια ελάχιστη εκτίμηση της ορθότητας των στοιχείων που έχουν περιέλθει σε γνώση τους, όσον αφορά πιθανή παρατυπία, και τους απονέμει, συνεπώς, ορισμένη εξουσία εκτιμήσεως.
(βλ. σκέψη 98)
2. Δυσλειτουργίες του εσωτερικού συστήματος επικοινωνίας θεσμικού οργάνου οι οποίες ενδέχεται να ενέτειναν αδικαιολόγητα τις υπόνοιες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) ως προς υπάλληλο, αλλά δεν είχαν σχέση αιτίου προς αποτέλεσμα καθοριστική για την έναρξη έρευνας εις βάρος του, δεδομένου ότι υπήρχε σειρά άλλων σοβαρών συγκλινόντων στοιχείων που δικαιολογούσαν την έρευνα αυτή, δεν μπορούν να θεμελιώσουν εξωσυμβατική ευθύνη του ως άνω θεσμικού οργάνου από υπηρεσιακό πταίσμα.
(βλ. σκέψεις 109 και 111)
3. Η απόφαση περί ανατοποθετήσεως, ως συντηρητικού μέτρου, του υπαλλήλου που είναι ο υπεύθυνος διοικητικής μονάδας κατά τη διάρκεια εσωτερικής έρευνας την οποία κίνησε η Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) σχετικά με πιθανές παρατυπίες στην εν λόγω διοικητική μονάδα, η οποία ήταν αποτέλεσμα της συστάσεως του γενικού διευθυντή της OLAF να απαγορευθεί στον ως άνω υπάλληλο οποιαδήποτε πρόσβαση στα γραφεία της μονάδας αυτής κατά το οικείο διάστημα, προκειμένου να διασφαλισθεί η ομαλή διεξαγωγή της έρευνας, ανταποκρίνεται στο συμφέρον της υπηρεσίας. Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτει η διοίκηση προς αξιολόγηση του συμφέροντος αυτού, η απόφαση αυτή δεν είναι προδήλως δυσανάλογη προς τον σκοπό που επιδιώκει το μέτρο, ήτοι να αποφευχθεί οποιοσδήποτε κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων και να διασφαλισθεί η ομαλή διεξαγωγή της έρευνας. Το γεγονός ότι άλλες εναλλακτικές λύσεις, όπως η αποδοχή της προτάσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος να λάβει άδεια ή η ανάθεση σε αυτόν μιας αποστολής μπορούσαν να ανταποκριθούν εξίσου στο συμφέρον της υπηρεσίας και ταυτοχρόνως σέβονταν περισσότερο τα συμφέροντα του ενδιαφερομένου δεν αρκεί, αφεαυτού, για να καταστήσει δυσανάλογο το εν λόγω μέτρο ανατοποθετήσεως. Η απόφαση αυτή δεν παραβιάζει ούτε την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, δεδομένου ότι, αφενός, δεν έχει ως σκοπό να τιμωρήσει τον υπάλληλο που ανατοποθετείται, αλλά συνιστά συντηρητικό μέτρο, η διάρκεια του οποίου περιορίζεται στο διάστημα της έρευνας, και, αφετέρου, το συμφέρον της υπηρεσίας δικαιολογεί τη λήψη μέτρου που έχει ως σκοπό να καταστήσει δυνατή την απρόσκοπτη διεξαγωγή μιας έρευνας, πάντοτε χωρίς να αποδίδεται ευθύνη στον υπάλληλο που ανατοποθετείται σε σχέση με τα ζητήματα που αποτελούν το αντικείμενο της έρευνας.
Τέλος, δεδομένου ότι η νομιμότητα μιας ατομικής πράξεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υπήρχαν κατά τον χρόνο εκδόσεώς της, στοιχεία που αποκάλυψε εκ των υστέρων η έρευνα και τα οποία απάλλαξαν τον ενδιαφερόμενο δεν θίγουν τη νομιμότητα της αποφάσεως περί ανατοποθετήσεως.
(βλ. σκέψεις 139 έως 146)
Παραπομπή:
ΠΕΚ: 16 Απριλίου 2002, T‑51/01, Fronia κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑43 και II‑187, σκέψη 55· 4 Ιουνίου 2003, T‑124/01 και T‑320/01, Del Vaglio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑157 και II‑767, σκέψη 77· 7 Φεβρουαρίου 2007, T‑339/03, Clotuche κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 69, 71 και 76· 7 Φεβρουαρίου 2007, T‑118/04 και T‑134/04, Caló κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 109, 113 και 114
4. Με το να ανακοινώνει η διοίκηση δημοσίως σε συνέντευξη Τύπου, πριν ανακοινώσει τούτο προσωπικώς στον ενδιαφερόμενο, πρώην υπεύθυνο υπηρεσίας, ότι τίποτε πλέον δεν εμποδίζει την άρση του μέτρου ανατοποθετήσεως που είχε ληφθεί, ως συντηρητικό μέτρο, εις βάρος του προκειμένου να διασφαλισθεί η ομαλή διεξαγωγή εσωτερικής έρευνας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) για πιθανές παρατυπίες στην υπηρεσία του, αγνοείται το θεμιτό συμφέρον του υπαλλήλου να ενημερωθεί απευθείας από τη διοίκηση, και όχι μέσω του Τύπου, για μια αποφασιστική εξέλιξη της επαγγελματικής του καταστάσεως. Μια τέτοια συμπεριφορά παραβιάζει την ισορροπία των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων την οποία έχει δημιουργήσει ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων της δημόσιας υπηρεσίας και συνιστά, ως εκ τούτου, παράβαση του καθήκοντος αρωγής της διοικήσεως έναντι του υπαλλήλου και υπηρεσιακό πταίσμα δυνάμενο να θεμελιώσει ευθύνη της.
(βλ. σκέψεις 148, 149 και 183)
5. Ο κανόνας της εμπιστευτικότητας των ερευνών, όπως ορίζεται ευρέως από το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1073/1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), πρέπει να ερμηνεύεται στο πλαίσιό του και ιδίως υπό το πρίσμα της δέκατης αιτιολογικής σκέψεως του ίδιου κανονισμού, η οποία ορίζει ότι οι έρευνες αυτές πρέπει να διεξάγονται με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών ελευθεριών. Συνεπώς, ο κανόνας αυτός δεν πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αποβλέπει μόνο στην προστασία της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών προκειμένου να αποκαλυφθεί η αλήθεια, αλλά πρέπει να θεωρείται ότι έχει επίσης ως σκοπό τη διαφύλαξη του τεκμηρίου αθωότητας, και ως εκ τούτου της υπολήψεως των μονίμων ή των μη μονίμων υπαλλήλων τους οποίους αφορούν οι έρευνες αυτές. Πέραν της ειδικής προστασίας που εγγυάται η ως άνω διάταξη, τόσο η αρχή της χρηστής διοικήσεως όσο και το καθήκον αρωγής, όπως ακριβώς και ο σεβασμός των ερευνητικών εξουσιών που απονέμονται σε ένα ανεξάρτητο όργανο όπως η OLAF, αποτελούν λόγους ώστε το θεσμικό όργανο στο οποίο υπάγεται ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος να επιδεικνύει τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή και αυτοσυγκράτηση κατά τη δημοσιότητα που προσδίδει σε ισχυρισμούς ή υπόνοιες απάτης. Οι εκτιμήσεις αυτές επιβάλλονται πολλώ μάλλον, ιδίως ενόψει του δικαιώματος οποιουδήποτε στο τεκμήριο αθωότητας, όταν δεν έχει ακόμη εξαχθεί κανένα συμπέρασμα από μια έρευνα της OLAF.
Σε περίπτωση που διατυπώνονται βαριές κατηγορίες κατά της τιμής ενός υπαλλήλου, η διοίκηση υποχρεούται να αποφεύγει τη μη απολύτως αναγκαία δημοσιότητα των κατηγοριών και να φροντίζει ώστε οι υπάλληλοι να μη γίνονται αντικείμενο δηλώσεων που ενδέχεται να θίγουν την επαγγελματική τους τιμή. Συνεπεία τούτου, καταρχήν, η διοίκηση οφείλει, αφενός, να αποφεύγει να δίνει στον Τύπο πληροφορίες οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν ζημία στον υπάλληλο περί του οποίου πρόκειται και, αφετέρου, να λαμβάνει όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για την πρόληψη, εντός του οργάνου, οποιουδήποτε είδους μεταδόσεως πληροφοριών που θα μπορούσαν να έχουν δυσφημιστικό για τον εν λόγω υπάλληλο χαρακτήρα. Λαμβάνοντας τούτο ως δεδομένο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στα κοινοτικά όργανα έχει παγιωθεί πνεύμα ευθύνης, το οποίο ανταποκρίνεται ιδίως στη μέριμνα του κοινού να ενημερώνεται και να λαμβάνει τη διαβεβαίωση ότι οι δυσλειτουργίες και οι απάτες εξακριβώνονται και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, εξαλείφονται και τιμωρούνται δεόντως. Συνεπεία της απαιτήσεως αυτής, οι μόνιμοι και οι μη μόνιμοι υπάλληλοι που κατέχουν υπεύθυνες θέσεις σε κοινοτική διοικητική αρχή οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους την πιθανή ύπαρξη δικαιολογημένης ανάγκης να ανακοινωθούν ορισμένες πληροφορίες στο κοινό.
Λαμβανομένης υπόψη της πιθανής υπάρξεως μιας τέτοιας ανάγκης, το καθήκον αρωγής που βαρύνει τη διοίκηση έναντι των υπαλλήλων της εντείνεται. Η επίταση αυτή του καθήκοντος αρωγής στο ειδικό πλαίσιο μιας έρευνας είναι ακόμη πιο αναγκαία σε ένα πλαίσιο στο οποίο τα ΜΜΕ μπορούν να αμφισβητήσουν δημοσίως την επαγγελματική τιμή ή υπόληψη ορισμένων ατόμων, χειροτερεύοντας έτσι τις ζημίες που έχουν ήδη υποστεί τα άτομα αυτά, μέχρι σημείου που να τις καθιστούν ανεπανόρθωτες.
Ειδικότερα, από την έναρξη έρευνας στηριζόμενης σε υπόνοιες απάτης, είναι δυνατόν να επέλθει προσβολή της υπολήψεως, ιδίως αν η έρευνα αυτή προκαλεί δημοσιότητα εκτός του οργάνου. Η απαλλαγή του ενδιαφερομένου από τις κατηγορίες κατά τη λήξη μιας έρευνας που περιβλήθηκε τέτοια δημοσιότητα σπανίως αρκεί για την πλήρη εξάλειψη της προσβολής που έχει υποστεί στην υπόληψή του. Στο πλαίσιο της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, η ζημία που προκαλείται από την έναρξη και τη διεξαγωγή μιας έρευνας αποκαθίσταται μόνον αν το επίμαχο όργανο υπέπεσε σε πταίσμα που επισύρει την ευθύνη του, όσο λυπηρό και αν είναι τούτο για το άτομο που ενδεχομένως απαλλάσσεται κατά τη λήξη της έρευνας αυτής. Επιπλέον, στο μέτρο κατά το οποίο, πλέον της ηθικής αυτής βλάβης, από μια έρευνα προκαλείται επαγγελματική ασθένεια κατά την έννοια του άρθρου 73 του ΚΥΚ, η διάταξη αυτή παρέχει στον υπάλληλο τη δυνατότητα να λάβει αντιστάθμιση υπό τη μορφή κατ’ αποκοπήν ποσού, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδείξει οποιοδήποτε πταίσμα του οργάνου.
(βλ. σκέψεις 161 έως 167)
Παραπομπή:
ΔΕΚ: 11 Ιουλίου 1974, 53/72, Guillot κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 407, σκέψεις 3 έως 5
ΠΕΚ: 12 Δεκεμβρίου 1995, T‑203/95 R, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2919, σκέψη 35· 17 Δεκεμβρίου 2003, T‑133/02, Chawdhry κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑329 και II‑1617, σκέψη 107· 3 Μαρτίου 2004, T‑48/01, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑51 και II‑197, σκέψη 125
6. Μέτρα ενημερώσεως του κοινού τα οποία λαμβάνονται από θεσμικό όργανο και αφορούν την ανατοποθέτηση του υπευθύνου διοικητικής μονάδας προκειμένου να διασφαλισθεί η ομαλή διεξαγωγή εσωτερικής έρευνας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) για πιθανές παρατυπίες στην υπηρεσία του δεν αντιβαίνουν στις ιδιαίτερες επιταγές περί εμπιστευτικότητας των ερευνών της OLAF και δικαιολογούνται από το συμφέρον της υπηρεσίας όταν, υπό τις ειδικές περιστάσεις της υποθέσεως, η άρση της εμπιστευτικότητας όσον αφορά όχι μόνον τη λήψη του μέτρου ανατοποθετήσεως αλλά και την ταυτότητα του υπαλλήλου που ανατοποθετείται δεν οφείλεται στη βούληση του θεσμικού οργάνου, αλλά είναι αναπόφευκτη, δεδομένης της θέσεως που κατείχε ο ενδιαφερόμενος, η οποία συνεπαγόταν τακτική επαφή με τον Τύπο λόγω των καθηκόντων του, και του προϋπάρχοντος ενδιαφέροντος των δημοσιογράφων για τις υπόνοιες παρατυπιών, οπότε η έλλειψη πληροφοριών θα είχε δώσει τροφή σε διάφορες εικασίες που θα μπορούσαν να βλάψουν τόσο τα συμφέροντα του υπαλλήλου όσο και τα συμφέροντα του θεσμικού οργάνου.
Εντούτοις, το ως άνω θεσμικό όργανο παραβαίνει το καθήκον αρωγής που υπέχει έναντι των υπαλλήλων του όταν λαμβάνει την ασυνήθιστη πρωτοβουλία να δημοσιεύσει, πέραν του ανακοινωθέντος της OLAF που αναγγέλλει την έναρξη της έρευνας, το δικό του ανακοινωθέν Τύπου το περιεχόμενο του οποίου αφήνει να εννοηθεί ότι ο ανατοποθετούμενος υπάλληλος εμπλεκόταν προσωπικά σε πιθανές παρατυπίες και, μετά την απαλλαγή του από τις κατηγορίες, παραλείπει να λάβει τα επανορθωτικά μέτρα που είναι ικανά να αντισταθμίσουν την ασυνήθη αρνητική δημοσιότητα που δόθηκε με τη διανομή αυτού του ανακοινωθέντος Τύπου, λαμβάνοντας ως εκ τούτου ανεπαρκώς υπόψη τα συμφέροντα του υπαλλήλου σε σύγκριση με τα δικά του συμφέροντα και μη μειώνοντας στο αυστηρώς ελάχιστο τη ζημία που προκαλεί σε αυτόν η έναρξη της έρευνας.
Μια τέτοια συμπεριφορά αποτελεί υπηρεσιακό πταίσμα δυνάμενο να θεμελιώσει ευθύνη του θεσμικού οργάνου. Συναφώς, υφίσταται άμεση και βέβαιη σχέση αιτίου προς αποτέλεσμα μεταξύ του πταίσματος αυτού και της ζημίας που προκύπτει, για τον υπάλληλο, από την προσβολή της τιμής και της υπολήψεώς του, η οποία υπερβαίνει τη ζημία που αναπόφευκτα υφίσταται υπάλληλος τον οποίο αφορά μια έρευνα της OLAF.
(βλ. σκέψεις 169, 170, 173, 180, 183 και 206)
7. Πρέπει να απορρίπτεται αίτημα για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη υπάλληλος λόγω της ασθένειας από την οποία πάσχει και της αναπηρίας που επήλθε εξαιτίας της και οι οποίες αποτελούν συνέπεια υπηρεσιακού πταίσματος της διοικήσεως και, ιδίως, της ηθικής βλάβης που προκλήθηκε από παράβαση του καθήκοντος αρωγής η οποία έφερε τον ενδιαφερόμενο σε κατάσταση άγχους και αγωνίας και κατ’ αυτόν τον τρόπο προκάλεσε ή επέτεινε βλάβη συνδεόμενη με την ασθένειά του. Ειδικότερα, ο κοινοτικός δικαστής δεν έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των όρων υπηρεσίας ενός υπαλλήλου και της ασθένειας την οποία επικαλείται, διότι, κατά το άρθρο 19 της ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως των υπαλλήλων κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας, η απόφαση σχετικά με την αναγνώριση της επαγγελματικής προέλευσης μιας ασθένειας λαμβάνεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ), με βάση τα συμπεράσματα του ιατρού ή των ιατρών που έχουν ορίσει τα όργανα και, με αίτηση του υπαλλήλου, μετά από γνωμάτευση της υγειονομικής επιτροπής του άρθρου 23 της εν λόγω ρυθμίσεως. Το καθεστώς που θεσπίστηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 73 του ΚΥΚ προβλέπει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση για την περίπτωση ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας, η οποία καλύπτει τόσο την υλική ζημία όσο και την ηθική βλάβη, χωρίς να είναι αναγκαίο για τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει οποιοδήποτε πταίσμα του οργάνου, μόνον δε εφόσον προκύπτει ότι το εκ του ΚΥΚ προβλεπόμενο σύστημα δεν επιτρέπει την παροχή κατάλληλης αποζημιώσεως για την επελθούσα ζημία δικαιούται ο υπάλληλος να ζητήσει συμπληρωματική αποκατάσταση.
Το συμπέρασμα αυτό δεν αποδυναμώνεται στην περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων‑ενάγων έχει παραιτηθεί από τη διαδικασία που κίνησε δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ για να αναγνωρισθεί η επαγγελματική φύση της ασθένειάς του, δεδομένου ότι η παραίτηση αυτή ουδόλως επηρεάζει την εφαρμογή του κανόνα δικαίου σύμφωνα με τον οποίο η αναγνώριση της επαγγελματικής προελεύσεως μιας ασθένειας είναι αρμοδιότητα της ΑΔΑ.
Αντιθέτως, αίτημα περί ικανοποιήσεως της πτυχής της ηθικής βλάβης του προσφεύγοντος-ενάγοντος η οποία συνίσταται σε προσβολή της τιμής και της υπολήψεώς του πρέπει να εξετάζεται από τον δικαστή, διότι η ως άνω βλάβη, ως μη συνδεόμενη με την ασθένεια του ενδιαφερομένου, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί κατ’ αποκοπήν δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ.
(βλ. σκέψεις 193 έως 196 και 198 έως 201)
Παραπομπή:
ΔΕΚ: 8 Οκτωβρίου 1986, 169/83 και 136/84, Leussink κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2801, σκέψη 13· 9 Σεπτεμβρίου 1999, C‑257/98 P, Lucaccioni κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑5251, σκέψη 22
ΠΕΚ: 14 Μαΐου 1998, T‑165/95, Lucaccioni κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑203 και II‑627, σκέψη 74· 15 Δεκεμβρίου 1999, T‑300/97, Latino κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑259 και II‑1263, σκέψη 95
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΈΝΩΣΗΣ (τρίτο τμήμα)
της 2ας Μαΐου 2007 (*)
«Yπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Έρευνα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) –Ανατοποθέτηση – Κανονισμός (ΕΚ) 1073/1999 – Απόφαση 1999/396/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ – Πταίσμα – Ζημία – Επαγγελματική ασθένεια – Συνυπολογισμός των προβλεπόμενων στο άρθρο 73 του ΚΥΚ παροχών»
Στην υπόθεση F‑23/05,
με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΚΑΕ,
Jean-Louis Giraudy, πρώην υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Παρισιού (Γαλλία), εκπροσωπούμενος από τον D. Voillemot, δικηγόρο,
προσφεύγων-ενάγων,
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους J. Currall και G. Berscheid,
καθής-εναγομένης,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους P. Mahoney (εισηγητή), πρόεδρο, H. Kanninen και S. Gervasoni, δικαστές,
γραμματέας: S. Boni, υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Ιουλίου 2006,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 20 Απριλίου 2005, ο J.‑L. Giraudy ζητεί:
– να ακυρωθεί η απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2005 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς του της 22ας Σεπτεμβρίου 2004·
– να υποχρεωθεί η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να του καταβάλει, προς αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη, αποζημίωση ύψους 264 000 ευρώ για την υλική του ζημία και χρηματική ικανοποίηση ύψους 500 000 ευρώ για την ηθική του βλάβη.
Το νομικό πλαίσιο
Α – Διατάξεις σχετικές με τις έρευνες στον τομέα της καταπολεμήσεως της απάτης
2 Η δέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (ΕΕ L 136, σ. 1), ορίζει τα ακόλουθα:
«[εκτιμώντας] ότι οι έρευνες αυτές πρέπει να διεξάγονται σύμφωνα με τη συνθήκη, και ιδίως το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τηρώντας τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών [που καλείται «κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης» στον παρόντα κανονισμό], καθώς και με πλήρη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, και ιδίως της αρχής της ισότητας, του δικαιώματος του ενδιαφερομένου ατόμου να εκφραστεί για τα γεγονότα που το αφορούν και του δικαιώματος σύμφωνα με το οποίο τα συμπεράσματα μιας έρευνας πρέπει να βασίζονται μόνο σε στοιχεία με αποδεικτική αξία […]».
3 Η παράγραφος 1 του άρθρου 4 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Εσωτερικές έρευνες», έχει ως εξής:
«Στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 1, η [Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης] πραγματοποιεί τις διοικητικές έρευνες εντός των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών [που καλούνται «εσωτερικές έρευνες» στον παρόντα κανονισμό].
Οι εν λόγω εσωτερικές έρευνες διεξάγονται σύμφωνα με τους κανόνες των συνθηκών, και ιδίως του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, υπό τους όρους και σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει ο παρών κανονισμός και τις αποφάσεις που λαμβάνει το κάθε θεσμικό όργανο, όργανο και οργανισμός. Τα θεσμικά όργανα συνεννοούνται μεταξύ τους ως προς το καθεστώς που θα θεσπίζουν [με] αυτές τις αποφάσεις.»
4 Το δεύτερο εδάφιο του τιτλοφορούμενου «Έναρξη των ερευνών» άρθρου 5 του κανονισμού αυτού ορίζει τα ακόλουθα:
«Η έναρξη των εξωτερικών ερευνών γίνεται με απόφαση του διευθυντή της [Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης] ο οποίος ενεργεί ιδία πρωτοβουλία ή μετά από αίτηση του θεσμικού οργάνου, του οργάνου ή του οργανισμού όπου πρέπει να πραγματοποιηθεί η έρευνα.»
5 Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 8 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εμπιστευτικότητα και προστασία των δεδομένων», ορίζουν τα εξής:
«1. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται στο πλαίσιο εξωτερικών ερευνών, υπό οποιαδήποτε μορφή, προστατεύονται από τις διατάξεις σχετικά με τις έρευνες αυτές.
2. Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται ή λαμβάνονται στο πλαίσιο των εσωτερικών ερευνών, υπό οιαδήποτε μορφή, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και απολαύουν της προστασίας που παρέχουν οι διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται στα θεσμικά όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Οι πληροφορίες αυτές δεν επιτρέπεται ιδίως να ανακοινώνονται σε πρόσωπα άλλα από εκείνα τα οποία, λόγω των καθηκόντων τους στο πλαίσιο των θεσμικών οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των κρατών μελών, καλούνται να τις γνωρίζουν ούτε να χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς, εκτός της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας.»
6 Το άρθρο 2 της αποφάσεως 1999/396/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 1999, σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων (ΕΕ L 149, σ. 57), με τίτλο «Υποχρέωση ενημέρωσης», ορίζει στο πρώτο και στο δεύτερο εδάφιό του τα ακόλουθα:
«Κάθε υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού της Επιτροπής που λαμβάνει γνώση στοιχείων βάσει των οποίων εικάζεται η ύπαρξη ενδεχομένων περιπτώσεων απάτης, δωροδοκίας ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων ή σοβαρών περιστατικών που συνδέονται με την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων και μπορούν να συνιστούν παράλειψη των υποχρεώσεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων, η οποία μπορεί να επισύρει πειθαρχική και, ενδεχομένως, ποινική δίωξη, ή παράλειψη αναλόγων υποχρεώσεων των μελών της Επιτροπής ή μελών του προσωπικού αυτής τα οποία δεν υπόκεινται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, ενημερώνει αμελλητί τον προϊστάμενο της υπηρεσίας του ή τον γενικό διευθυντή του ή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, τον γενικό γραμματέα της Επιτροπής ή απευθείας την [Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης].
Ο γενικός γραμματέας, οι γενικοί διευθυντές και οι προϊστάμενοι υπηρεσιών της Επιτροπής διαβιβάζουν αμελλητί στην [Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης] όλα τα στοιχεία που έχουν περιέλθει εις γνώση τους και βάσει των οποίων εικάζεται η ύπαρξη των παρατυπιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.»
7 Το άρθρο 4, με τίτλο «Ενημέρωση του ενδιαφερομένου», της αποφάσεως 1999/396 προβλέπει στο πρώτο εδάφιο τα ακόλουθα:
«Στην περίπτωση που αποκαλύπτεται το ενδεχόμενο προσωπικής εμπλοκής μέλους, υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού της Επιτροπής, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να ενημερώνεται ταχέως, εφόσον από την ενημέρωση αυτή δεν υπάρχει κίνδυνος να θιγεί η έρευνα. Δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να εξαχθούν κατά τη λήξη της έρευνας συμπεράσματα που θα αφορούν ονομαστικά μέλος, υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού της Επιτροπής χωρίς να έχει δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφρασθεί σχετικά με όλα τα πραγματικά περιστατικά που τον αφορούν.»
Β – Διατάξεις σχετικές με την κάλυψη του κινδύνου της επαγγελματικής ασθένειας
8 Το άρθρο 73, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) προβλέπει ότι, «[σ]ύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται βάσει ρυθμίσεως που θεσπίζεται με κοινή συμφωνία των οργάνων των Κοινοτήτων, κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, ο υπάλληλος καλύπτεται από την ημέρα αναλήψεως της υπηρεσίας κατά των κινδύνων επαγγελματικών ασθενειών και των κινδύνων ατυχημάτων […]».
9 Το άρθρο 73, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του ΚΥΚ ορίζει ότι, σε περίπτωση ολικής μόνιμης αναπηρίας, στον ενδιαφερόμενο καταβάλλεται κεφάλαιο ίσο προς το οκταπλάσιο του ετησίου βασικού μισθού, υπολογιζομένου βάσει των μηνιαίων μισθών που είχαν χορηγηθεί κατά τους δώδεκα μήνες πριν από το ατύχημα.
10 Η ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας (στο εξής: ρύθμιση περί ασφαλίσεως) καθορίζει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 73 του ΚΥΚ, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένας υπάλληλος καλύπτεται έναντι των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας.
11 Το άρθρο 12, παράγραφος 1, της ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως προβλέπει ότι, σε περίπτωση ολικής μόνιμης αναπηρίας του υπαλλήλου συνεπεία ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας, του καταβάλλεται το κεφάλαιο που προβλέπεται στο άρθρο 73, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του ΚΥΚ.
12 Το άρθρο 17, παράγραφος 2, πρώτο και τρίτο εδάφιο, της ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως ορίζει ότι η διοίκηση διενεργεί έρευνα προκειμένου να συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία που θα της επιτρέψουν να εξακριβώσει τη φύση της πάθησης, την επαγγελματική της αιτιολογία και τις περιστάσεις υπό τις οποίες προέκυψε. Με βάση την έκθεση για τα πορίσματα της έρευνας, ο ιατρός ή οι ιατροί που έχουν ορίσει τα όργανα διατυπώνουν τα συμπεράσματα που προβλέπονται στο άρθρο 19 της εν λόγω ρυθμίσεως.
13 Κατά το άρθρο 19 της ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως, οι αποφάσεις σχετικά με την αναγνώριση της επαγγελματικής προέλευσης της ασθένειας λαμβάνονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21 της ίδιας ρυθμίσεως, με βάση τα συμπεράσματα του ιατρού ή των ιατρών που έχουν ορίσει τα όργανα και, με αίτηση του υπαλλήλου, μετά από γνωμάτευση της ιατρικής επιτροπής του άρθρου 23 της εν λόγω ρυθμίσεως.
Γ – Διατάξεις σχετικές τις συντάξεις αναπηρίας
14 Το άρθρο 78, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ ορίζει ότι ο υπάλληλος δικαιούται επιδόματος αναπηρίας, αν υποστεί μόνιμη αναπηρία, θεωρούμενη ως ολική και η οποία τον θέτει σε αδυναμία εκτελέσεως των καθηκόντων που αντιστοιχούν σε θέση της ομάδας καθηκόντων του. Το τέταρτο και πέμπτο εδάφιο του ίδιου άρθρου προβλέπουν, μεταξύ άλλων, ότι, εφόσον η αναπηρία προέρχεται από επαγγελματική ασθένεια, η εισφορά στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως στην οποία υπόκειται το επίδομα αναπηρίας βαρύνει εξ ολοκλήρου τον προϋπολογισμό του οργάνου.
Δ – Γενικές διατάξεις του ΚΥΚ
15 Το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, προβλέπει τα ακόλουθα:
«Η [ΑΔΑ] τοποθετεί, µε διορισµό ή µετάθεση, προς το συµφέρον και µόνο της υπηρεσίας και χωρίς να λαµβάνει υπόψη την ιθαγένεια, κάθε υπάλληλο σε θέση της κατηγορίας ή του κλάδου του που αντιστοιχεί στο βαθµό του.»
16 Το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:
«Κάθε ατομική απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πρέπει να κοινοποιείται εγγράφως στον ενδιαφερόμενο. Κάθε απόφαση σε βάρος υπαλλήλου πρέπει να είναι αιτιολογημένη.»
17 Το άρθρο 62, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ ορίζει τα ακόλουθα:
«Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παράρτημα [VII] και εκτός ρητών αντιθέτων διατάξεων, ο υπάλληλος δικαιούται αποδοχών αντιστοίχων με το βαθμό και το κλιμάκιο του εκ μόνου του γεγονότος του διορισμού του.
Δεν δύναται να παραιτηθεί αυτού του δικαιώματος.»
Το ιστορικό της διαφοράς
18 Ο προσφεύγων-ενάγων το 2002 ήταν υπάλληλος με βαθμό A 3, υπηρετών στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Τύπος και Επικοινωνία» ως προϊστάμενος της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στη Γαλλία, στο Παρίσι.
19 Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2000, οι υπηρεσίες της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Εκπαίδευση και Πολιτισμός» πραγματοποίησαν λογιστικό έλεγχο του Info-Point Europe της Avignon, που τελούσε υπό τη διαχείριση του Σπιτιού της Ευρώπης της Avignon και του Vaucluse. Η από 27 Νοεμβρίου 2000 έκθεση που προέκυψε από τον έλεγχο αυτόν κατέστησε εμφανείς ορισμένες ελλείψεις των λογαριασμών αυτού του Info-Point Europe. Η έκθεση αυτή διαβιβάστηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2000 στον γενικό διευθυντή της ΓΔ «Εκπαίδευση και Πολιτισμός», ο οποίος τη διαβίβασε, στις 8 Φεβρουαρίου 2001, στον προϊστάμενο της υπηρεσίας «Τύπος και Επικοινωνία» (που ήταν πλέον η ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία»), στο πλαίσιο της μεταφοράς ορισμένων δραστηριοτήτων της εν λόγω Γενικής Διευθύνσεως στην υπηρεσία «Τύπος και Επικοινωνία». Η έκθεση αυτή διαβιβάστηκε και στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στο Παρίσι.
20 Κατόπιν καταγγελίας που αφορούσε τη λειτουργία του Σπιτιού της Ευρώπης της Avignon και του Vaucluse διεξήχθη, στο πλαίσιο του προαναφερθέντος λογιστικού ελέγχου, συμπληρωματικός έλεγχος. Ο έλεγχος αυτός κατέληξε σε ένα υπόμνημα της 6ης Δεκεμβρίου 2000 με το συμπέρασμα ότι υπήρχε κίνδυνος πλασματικών σχεδίων. Την ύπαρξη πλασματικών σχεδίων επιβεβαίωσε μεταγενέστερα η εξωτερική έρευνα της OLAF IO/2001/4086 που αφορούσε το εν λόγω Σπίτι της Ευρώπης της Avignon και του Vaucluse. Η υπηρεσία «Τύπος και Επικοινωνία» που είχε τη βάση της στις Βρυξέλλες δεν διαβίβασε στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στο Παρίσι το προαναφερθέν υπόμνημα συμπληρωματικού ελέγχου. Ερωτηθείς από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ως προς τους λόγους που δικαιολογούσαν τη μη κοινοποίηση του υπομνήματος αυτού, ο εκπρόσωπος της Επιτροπής απάντησε ότι δεν ήταν «σε θέση να […] παράσχει ακριβή απάντηση ως προς το σημείο αυτό [και ότι έπρεπε] να θεωρηθεί ότι [ήταν] το πολύ μια διοικητική παράλειψη».
21 Με συνυπογραφέν υπόμνημα της 21ης Μαρτίου 2001, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Εκπαίδευση και Πολιτισμός» V. και ο προϊστάμενος της υπηρεσίας «Τύπος και Επικοινωνία» F. διαβίβασαν στην OLAF, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως 1999/396, την έκθεση λογιστικού ελέγχου της 27ης Νοεμβρίου 2000 και το υπόμνημα συμπληρωματικού ελέγχου της 6ης Δεκεμβρίου 2000. Με το υπόμνημα αυτό, οι υπογράψαντες υποδείκνυαν ιδίως ότι, παράλληλα προς τα στοιχεία που διαβίβαζαν στον γενικό διευθυντή της OLAF, ο προϊστάμενος της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στη Γαλλία και ο προϊστάμενος της αρμόδιας για τα Σπίτια της Ευρώπης και για τα Info-Points Europe μονάδας είχαν κληθεί να «υποβάλουν αναφορά» ως προς τα στοιχεία που θα μπορούσαν να έχουν υποπέσει στην αντίληψή τους και ήταν ικανά να φωτίσουν την υπόθεση. Ο προσφεύγων-ενάγων βεβαιώνει ότι ουδέποτε έλαβε τέτοια πρόσκληση.
22 Στις αρχές Νοεμβρίου 2002 υποβλήθηκαν στον γενικό διευθυντή της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» F. από υπαλλήλους της Γενικής Διευθύνσεώς του που θέλησαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, τους οποίους όμως δήλωσε ότι γνώριζε καλά, συγκεκριμένες και εμπεριστατωμένες καταγγελίες για παρατυπίες που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τις σχέσεις μεταξύ του προσφεύγοντος-ενάγοντος και του προέδρου του Σπιτιού της Ευρώπης της Avignon και του Vaucluse, τη χορήγηση επιδοτήσεων για πλασματικά σχέδια σε αυτό το Σπίτι της Ευρώπης, τη διαχείριση του ομίλου οικονομικού σκοπού Sources d’Europe και φαινόμενα ευνοιοκρατίας στο πλαίσιο διαγωνισμών. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως 1999/396, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» ενημέρωσε τότε την OLAF σχετικά με τα γεγονότα επί των οποίων έπρεπε να επιληφθεί, με υπόμνημα της 6ης Νοεμβρίου 2002, που συνοδευόταν από παραρτήματα που περιείχαν τα ανακοινωθέντα σε αυτόν πραγματικά στοιχεία.
23 Στις 15 Νοεμβρίου 2002 η OLAF κίνησε εσωτερική έρευνα για πιθανές παρατυπίες στη ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία», ειδικότερα στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στο Παρίσι (έρευνα OF/2002/0513). Η έναρξη της έρευνας αυτής αποτέλεσε αντικείμενο ανακοινωθέντος τύπου που δημοσιεύθηκε από την OLAF.
24 Με υπόμνημα που έφερε ημερομηνία Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου 2002, το οποίο ο προσφεύγων-ενάγων ισχυρίζεται ότι έλαβε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο το πρωί της Δευτέρας 18 Νοεμβρίου 2002, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» ενημέρωσε τον προσφεύγοντα-ενάγοντα ότι η OLAF είχε κινήσει έρευνα για υπόνοιες παρατυπιών οι οποίες στηρίζονταν σε γεγονότα των οποίων η αντιπροσωπεία της Επιτροπής στο Παρίσι όφειλε να έχει λάβει γνώση και του ζήτησε να μεταβεί αμέσως στις Βρυξέλλες για να τον συναντήσει.
25 Η συνάντηση αυτή έλαβε χώρα στις 18 Νοεμβρίου 2002 στις Βρυξέλλες.
26 Επίσης στις 18 Νοεμβρίου 2002, η OLAF ξεκίνησε τις έρευνές της στα γραφεία της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στο Παρίσι.
27 Κατόπιν τηλεφωνικής ειδοποιήσεως ότι ο προσφεύγων-ενάγων, μόλις επέστρεψε στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στο Παρίσι στις 18 Νοεμβρίου 2002 έπειτα από τη συνάντησή του με τον γενικό διευθυντή της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία», υπέβαλε ερωτήσεις στο προσωπικό της εν λόγω αντιπροσωπείας σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες είχε προβεί η OLAF εντός της ημέρας, ο γενικός διευθυντής της OLAF συνέστησε στη ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» να απαγορεύσει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα και στον βοηθό προϊστάμενο οποιαδήποτε πρόσβαση στα γραφεία της αντιπροσωπείας κατά τη διάρκεια της έρευνας, προκειμένου να διασφαλισθεί η ομαλή διεξαγωγή της. Ο προσφεύγων-ενάγων αμφισβητεί ωστόσο ότι επέστρεψε στην αντιπροσωπεία στις 18 Νοεμβρίου 2002 και επιχείρησε να υποβάλει ερωτήσεις στο προσωπικό και βεβαιώνει ότι δεν επέστρεψε στα γραφεία παρά το πρωί τις επόμενης ημέρας.
28 Στις 19 Νοεμβρίου 2002, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία», ενεργώντας ως ΑΔΑ, αποφάσισε, με ισχύ αυθημερόν, να μετακινήσει τον προσφεύγοντα-ενάγοντα προς το συμφέρον της υπηρεσίας και να τον τοποθετήσει ως «[σ]ύμβουλο του [γ]ενικού [δ]ιευθυντή της ΓΔ [“Τύπος και Επικοινωνία”] στις Βρυξέλλες».
29 Η απόφαση αυτή ανακοινώθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα με υπόμνημα που έφερε την ίδια ημερομηνία της 19ης Νοεμβρίου 2002, εκδοθέν από τον γενικό διευθυντή της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία», το οποίο περιελάμβανε την πληροφορία ότι, «[π]ροκειμένου να διευκολυνθεί η ομαλή διεξαγωγή της έρευνας την οποία μόλις είχε κινήσει η OLAF όσον αφορά τη λειτουργία της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στο Παρίσι, [είχε] αποφασίσει, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, να [τον] μεταθέσει, από την ημέρα αυτή, στη ΓΔ [“Τύπος και Επικοινωνία”] – Βρυξέλλες [και ότι] η ακριβής τοποθέτησή [του θα του ανακοινωνόταν τις επόμενες ημέρες]».
30 Για τον βοηθό προϊστάμενο ελήφθη επίσης μέτρο άμεσης ανατοποθετήσεως από το Παρίσι στις Βρυξέλλες.
31 Με υπόμνημα της 20ής Νοεμβρίου 2002, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» ενημέρωσε το προσωπικό της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στο Παρίσι ότι η εν λόγω αντιπροσωπεία είχε εισέλθει σε στάδιο έρευνας που προβλεπόταν να διαρκέσει περίπου ένα μήνα.
32 Ο προσφεύγων-ενάγων εξέφρασε τις αντιρρήσεις του ως προς το μέτρο ανατοποθετήσεως που του είχε επιβληθεί με διάφορα υπομνήματα προς τον διευθυντή της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία», με ημερομηνίες της 21ης, 22ας και 27ης Νοεμβρίου 2002. Με τα υπομνήματά του της 21ης και 22ης Νοεμβρίου 2002 πρότεινε μεταξύ άλλων να λάβει άδεια για το διάστημα της έρευνας της OLAF στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στο Παρίσι. Ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» απάντησε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα με σύντομο υπόμνημα της 27ης Νοεμβρίου 2002, με το οποίο επιβεβαίωσε ότι είχε αποφασίσει να τον ανατοποθετήσει σε άλλες εργασίες εντός της Γενικής Διευθύνσεως, «προκειμένου να διασφαλισθεί η ομαλή διεξαγωγή της έρευνας και να αποφευχθεί οποιαδήποτε ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων».
33 Στις 21 Νοεμβρίου 2002 έλαβε χώρα νέα συνάντηση μεταξύ του προσφεύγοντος-ενάγοντος και του γενικού διευθυντή της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία», κατά τη διάρκεια της οποίας ο τελευταίος πληροφόρησε τον ενδιαφερόμενο ότι το μέτρο ανατοποθετήσεώς του συνιστούσε καθαρά συντηρητικό μέτρο.
34 Επίσης στις 21 Νοεμβρίου 2002, η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοινωθέν Τύπου σύμφωνα με το οποίο «[η] [ΓΔ “Τύπος και Επικοινωνία” είχε] ζητήσει από την [OLAF] να εξετάσει την πιθανότητα κινήσεως έρευνας για ορισμένες υπόνοιες παρατυπίας στο πλαίσιο της διαχειρίσεως επιδοτήσεων που είχαν χορηγηθεί στη Γαλλία βάσει της πολιτικής ενημερώσεως και επικοινωνίας [·] [π]ροκειμένου να διασφαλισθεί η ομαλή διεξαγωγή της έρευνας αυτής και να αποφευχθεί οποιαδήποτε εντύπωση συγκρούσεως συμφερόντων, [είχε] αποφασισθεί προς το συμφέρον της υπηρεσίας η ανατοποθέτηση στις Βρυξέλλες δύο υπαλλήλων της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στο Παρίσι[,] οι οποίες διοικητικές αποφάσεις ουδόλως προδίκαζαν τα συμπεράσματα της έρευνας». Την παραμονή της δημοσιεύσεως αυτού του ανακοινωθέντος Τύπου, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» τηλεφώνησε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα για να τον ενημερώσει σχετικά.
35 Πάντα στις 21 Νοεμβρίου 2002, ο F., αυτή τη φορά υπό την ιδιότητα του εκπροσώπου Τύπου της Επιτροπής, αρμοδιότητα την οποία επίσης είχε, έδωσε την τακτική του συνέντευξη Τύπου, κατά τη διάρκεια της οποίας ερωτήθηκε από δημοσιογράφους σχετικά με την έρευνα της OLAF και την ανατοποθέτηση στις Βρυξέλλες δύο υπαλλήλων της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στο Παρίσι. Στις απαντήσεις του στα ερωτήματα των δημοσιογράφων δεν κατονόμασε τους δύο περί ων ο λόγος υπαλλήλους. Τόνισε ότι κανείς δεν κατηγορούνταν και ότι οι αποφάσεις περί ανατοποθετήσεως σε άλλη υπηρεσία εντός της ίδιας Γενικής Διευθύνσεως είχαν ληφθεί προς αποφυγή οποιασδήποτε συγκρούσεως συμφερόντων και προς διασφάλιση της ομαλής διεξαγωγής της έρευνας. Κατά τη διάρκεια αυτής της συνεντεύξεως Τύπου, ο εν λόγω δημοσιογράφος του έθεσε μεταξύ άλλων το ερώτημα αν μπορούσε «να πει αν ο υπεύθυνος του γραφείου του Παρισιού [ήταν] υπεύθυνος για το σύνολο των δαπανών που πραγματοποιούνταν στη Γαλλία και, εν προκειμένω, για το Σπίτι της Ευρώπης [της] Avignon [και του Vaucluse], διότι [κατά τα φαινόμενα αυτός ήταν] ο περί ου ο λόγος[,] [ερωτώντας τον επίσης αν αυτός ήταν ή όχι] υπεύθυνος για τη διαχείριση αυτού του Σπιτιού της Ευρώπης […]», στο οποίο ο εκπρόσωπος Τύπου της Επιτροπής απάντησε μεταξύ άλλων ότι «[η κατάσταση ήταν] πιο περίπλοκη[,] [ότι η] διαχείριση των επιδοτήσεων αυτών ανήκ[ε] σε περισσότερους παρεμβαίνοντες· [ότι] υπ[ήρχε] μια [δ]ιεθνής Ομοσπονδία των Σπιτιών της Ευρώπης στις Βρυξέλλες· [ότι] υπ[ήρχαν] προφανώς [τα] γραφεία [της Επιτροπής] στις διάφορες οικείες χώρες […]».
36 Στις 23 Νοεμβρίου 2002, η εφημερίδα Le Monde αφιέρωσε ένα άρθρο στην έρευνα της OLAF και στην ανατοποθέτηση των δύο υπαλλήλων, στο οποίο αναφέρονταν τα ονόματα του προσφεύγοντος-ενάγοντος και του βοηθού προϊσταμένου.
37 Με υπόμνημα της 28ης Νοεμβρίου 2002, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» διευκρίνισε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα σε τι συνίστατο η αποστολή του ως «[σ]υμβούλου του γενικού διευθυντή της ΓΔ [“Τύπος και Επικοινωνία”] στις Βρυξέλλες». Του επιβεβαίωσε επίσης ότι η ανατοποθέτησή του στις Βρυξέλλες είχε χαρακτήρα συντηρητικού μέτρου και σκοπός της ήταν να διασφαλισθεί η ομαλή διεξαγωγή της έρευνας και να αποφευχθεί οποιαδήποτε ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων.
38 Στις 20 Δεκεμβρίου 2002, ο εκπρόσωπος Τύπου της Επιτροπής και γενικός διευθυντής της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» έδωσε συνέντευξη Τύπου, κατά την οποία ανακοίνωσε ότι τίποτε πλέον δεν εμπόδιζε την άρση του επιβληθέντος στους δύο υπαλλήλους συντηρητικού μέτρου και ότι επρόκειτο σύντομα να συζητήσει με αυτούς τον τρόπο παρακολούθησης της άρσεως του μέτρου αυτού.
39 Ο γαλλικός Τύπος δημοσιοποίησε την άρση των συντηρητικών μέτρων που αφορούσαν τους δύο υπαλλήλους με άρθρα που δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες Le Monde (22 και 23 Δεκεμβρίου 2002), Le Figaro (21 και 22 Δεκεμβρίου 2002) και Libération (21 και 22 Δεκεμβρίου 2002).
40 Στις 6 Ιανουαρίου 2003, έλαβε χώρα νέα συνάντηση μεταξύ του προσφεύγοντος-ενάγοντος και του γενικού διευθυντής της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία», κατά την οποία συζητήθηκε η επάνοδος του ενδιαφερομένου στα καθήκοντά του ως προϊσταμένου της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στο Παρίσι.
41 Στις 16 Ιανουαρίου 2003, οι επιφορτισμένοι με την έρευνα υπάλληλοι της OLAF άκουσαν τον προσφεύγοντα-ενάγοντα σύμφωνα με το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1999/396.
42 Με απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2003, ισχύουσα αναδρομικώς από 19ης Δεκεμβρίου 2002, η ΑΔΑ επανέφερε τον προσφεύγοντα-ενάγοντα στα προηγούμενα καθήκοντά του ως προϊσταμένου της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στο Παρίσι. Ο προσφεύγων-ενάγων ισχυρίζεται ότι παρέλαβε την απόφαση αυτή μόλις στις 12 Φεβρουαρίου 2003. Ωστόσο, στην πραγματικότητα ουδέποτε επανήλθε στην εργασία του στην εν λόγω αντιπροσωπεία της Επιτροπής στο Παρίσι, λόγω ασθενείας.
43 Η επάνοδος των δύο υπαλλήλων στα καθήκοντά τους στο Παρίσι αποτέλεσε, στις 21 Ιανουαρίου 2003, αντικείμενο κοινοβουλευτικής ερωτήσεως που υπέβαλε η C. Flesch στην Επιτροπή (γραπτή ερώτηση E-0036/03). Στις 5 Μαρτίου του ίδιου έτους, ο R. Prodi, Πρόεδρος της Επιτροπής, απάντησε εξ ονόματός της στην ερώτηση αυτή, εκφράζοντας ιδίως τη λύπη του για το γεγονός ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είχαν αναφέρει τα ονόματα των ενδιαφερομένων.
44 Επίσης στις 5 Μαρτίου 2003, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» πληροφόρησε τον προσφεύγοντα-ενάγοντα ότι θα δημοσιευόταν σύντομα ανακοίνωση κενής θέσεως για ορισμένες θέσεις προϊσταμένων αντιπροσωπείας της Επιτροπής, μεταξύ των οποίων και της αντιπροσωπείας στη Γαλλία.
45 Στις 6 Μαΐου 2003, η OLAF εξέδωσε την τελική της έκθεση έρευνας. Με τα συμπεράσματά της απαλλάσσεται ο προσφεύγων-ενάγων ως προς τους ισχυρισμούς που είχαν προκαλέσει την έναρξη της έρευνας και διευκρινίζεται ότι οι υπηρεσίες της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» ουδέποτε είχαν διαβιβάσει στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στο Παρίσι ένα σημαντικό υπόμνημα συμπληρωματικού ελέγχου με ημερομηνία 6 Δεκεμβρίου 2000, το περιεχόμενο του οποίου θα είχε παράσχει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα και στον βοηθό προϊστάμενο τη δυνατότητα μιας περισσότερο κριτικής εκτιμήσεως της λειτουργίας του Σπιτιού της Ευρώπης της Avignon και του Vaucluse. Σύμφωνα με την έκθεση της OLAF, «[τ]ο γεγονός ότι η [έ]δρα δεν διαβίβασε στην [α]ντιπροσωπεία το υπόμνημα συμπληρωματικού ελέγχου της 6ης Δεκεμβρίου 2000 συνέβαλε κατά συνέπεια εμμέσως στο να ενταθούν οι υπόνοιες της OLAF ως προς τον [προσφεύγοντα-ενάγοντα και τον βοηθό προϊστάμενο]».
46 Σε συνέντευξη Τύπου της 17ης Ιουνίου 2003, κατόπιν ερωτήσεως δημοσιογράφου, ο νέος εκπρόσωπος Τύπου της Επιτροπής, K., εξέφρασε την απόλυτη συμπάθεια του ίδιου, καθώς και του οργάνου, προς τον προσφεύγοντα-ενάγοντα.
47 Σε ένα άρθρο της 23ης Οκτωβρίου 2003 η εφημερίδα La Tribune αναφέρθηκε στην «αξιοθρήνητη “υπόθεση” του γραφείου της Επιτροπής στο Παρίσι, που οδήγησε στο να ριχθεί η διεύθυνσή του βορά στα ΜΜΕ πριν […] η OLAF καταλήξει, διακριτικά, στο αβάσιμο των κατηγοριών που διατυπώθηκαν».
48 Στις 22 Μαρτίου 2004, η επιτροπή αναπηρίας διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων-ενάγων είχε υποστεί μόνιμη αναπηρία, θεωρούμενη ως ολική, ως εκ της οποίας αδυνατούσε να εκτελέσει τα καθήκοντά του. Η επιτροπή αναπηρίας δεν αποφάνθηκε σχετικά με την ενδεχόμενη επαγγελματική αιτία της αναπηρίας αυτής, εκτιμώντας ότι ήταν προτιμότερο να αναμείνει την περάτωση της κινηθείσας δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ διαδικασίας. Στον προσφεύγοντα-ενάγοντα χορηγήθηκε σύνταξη αναπηρίας δυνάμει του άρθρου 53 του ΚΥΚ από 1ης Μαΐου 2004.
49 Με έγγραφο της 10 Δεκεμβρίου 2004, ο προσφεύγων-ενάγων υπέβαλε αίτηση για την αναγνώριση της επαγγελματικής φύσεως της ασθένειας του δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ.
50 Προηγουμένως, με έγγραφο της 2ας Μαρτίου 2004, που συμπληρώθηκε με έγγραφο της 17ης Ιουνίου 2004, ο προσφεύγων-ενάγων υπέβαλε στην ΑΔΑ αίτηση για την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη εξ αφορμής και κατά τη διάρκεια της έρευνας της OLAF, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.
51 Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της ΑΔΑ της 8ης Ιουλίου 2004.
52 Ο προσφεύγων-ενάγων άσκησε στις 22 Σεπτεμβρίου 2004 διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής δυνάμει του 90, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ. Η διοικητική ένσταση περιήλθε στην Επιτροπή στις 19 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.
53 H ΑΔΑ απέρριψε τη διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος-ενάγοντος με απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2005.
Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων
54 Η υπό κρίση προσφυγή-αγωγή αρχικώς πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου με τον αριθμό T‑169/05.
55 Με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2005, το Πρωτοδικείο παρέπεμψε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ, του Συμβουλίου, της 2ας Νοεμβρίου 2004, για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 333, σ. 7), την υπό κρίση υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ. Η προσφυγή-αγωγή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του τελευταίου αυτού δικαστηρίου με τον αριθμό F‑23/05.
56 Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Δικαστήριο ΔΔ, με έγγραφα της 22ας Μαρτίου και 7ης Ιουνίου 2006, κάλεσε την Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα, ιδίως την έκθεση της OLAF της 6ης Μαΐου 2003. Αυτή ανταποκρίθηκε στα αιτήματα του Δικαστηρίου ΔΔ εντός των ταχθεισών προθεσμιών. Με έγγραφο της 22 Μαρτίου 2006, το Δικαστήριο ΔΔ κάλεσε τον προσφεύγοντα-ενάγοντα να το ενημερώσει για την ενδεχόμενη περάτωση της κινηθείσας δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ διαδικασίας.
57 Με έγγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ με τηλεομοιοτυπία στις 25 Σεπτεμβρίου 2006, ο προσφεύγων-ενάγων κοινοποίησε στο Δικαστήριο ΔΔ μια επιστολή που είχε αποστείλει στην Επιτροπή στις 18 Αυγούστου 2006, με την οποία δήλωνε ότι παραιτούνταν από την αίτηση για την αναγνώριση της επαγγελματικής φύσεως της ασθένειάς του.
58 Το Δικαστήριο ΔΔ αποφάσισε ότι έπρεπε να περιληφθεί, κατ’ εξαίρεση, στη δικογραφία το στοιχείο αυτό, το οποίο είχε αφιχθεί μετά το πέρας της προφορικής διαδικασίας, καθόσον, αφενός, αφορούσε γεγονός το οποίο είχε επέλθει μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και, αφετέρου, μπορούσε να ασκήσει επιρροή στην έκβαση της υπό κρίση διαφοράς.
59 Εκτιμώντας ότι έπρεπε, σύμφωνα με την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, να παρασχεθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της ως προς το εν λόγω στοιχείο, το Δικαστήριο ΔΔ διέταξε, με διάταξη της 17ης Οκτωβρίου 2006, την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 62 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το οποίο είναι εφαρμοστέο mutatis mutandis στο Δικαστήριο ΔΔ, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, της αποφάσεως 2004/752, έως την έναρξη της ισχύος του Κανονισμού Διαδικασίας του τελευταίου δικαστηρίου.
60 Η Επιτροπή απέστειλε τις παρατηρήσεις της για το εν λόγω στοιχείο στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ με τηλεομοιοτυπία στις 10 Νοεμβρίου 2006 (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2006).
61 Με έγγραφο της 16ης Νοεμβρίου 2006, το Δικαστήριο ΔΔ κάλεσε τον προσφεύγοντα-ενάγοντα να υποβάλει τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις του σχετικά με το τελευταίο έγγραφο της Επιτροπής.
62 Ο προσφεύγων-ενάγων απέστειλε τις παρατηρήσεις του στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 29 Νοεμβρίου 2006 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2006).
63 Με έγγραφο του Δικαστηρίου ΔΔ της 11ης Δεκεμβρίου 2006 οι διάδικοι ενημερώθηκαν για το πέρας της προφορικής διαδικασίας.
64 Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:
– να ακυρώσει την απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2005 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς του της 22ας Σεπτεμβρίου 2004·
– να διαπιστώσει ότι τα πταίσματα της Επιτροπής προκάλεσαν βέβαιη και εκτιμήσιμη ζημία και ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των πταισμάτων αυτών και της εν λόγω ζημίας·
– να κρίνει θεμιτή τη χρηματική αποζημίωσή του για τη ζημία που υπέστη·
– να προσδιορίσει την υλική του ζημία στο ποσό των 264 000 ευρώ και την ηθική του βλάβη στο ποσό των 500 000 ευρώ·
– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
65 Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:
– να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή·
– να αποφανθεί κατά νόμο επί των δικαστικών εξόδων.
Σκεπτικό
Α – Επί του παραδεκτού
66 Η Επιτροπή προβάλλει τρεις ενστάσεις απαραδέκτου, αντλούμενες, αντιστοίχως, από έλλειψη κανονικής προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, από έλλειψη εννόμου συμφέροντος και από το πρόωρο της προσφυγής-αγωγής.
1. Επί της ελλείψεως κανονικής προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας
Επιχειρήματα των διαδίκων
67 Η Επιτροπή εκφράζει αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της προσφυγής-αγωγής λόγω του ότι ο προσφεύγων-ενάγων επικαλείται ζημία που προήλθε από την απόφαση περί ανατοποθετήσεως της 19ης Νοεμβρίου 2002, η οποία δεν αμφισβητήθηκε σύμφωνα με την προβλεπόμενη από τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ διαδικασία.
68 Ο προσφεύγων-ενάγων αντιτείνει ότι το αίτημά του για αποζημίωση δεν θεμελιώνεται μόνο στην αμφισβήτηση της αποφάσεως αυτής, αλλά προβάλλει διάφορους λόγους σχετικούς με πταίσματα της Επιτροπής, ιδίως στο πλαίσιο της διανομής του ανακοινωθέντος της Τύπου της 21ης Νοεμβρίου 2002, των δηλώσεων του εκπροσώπου της Τύπου κατά τη συνέντευξη Τύπου της ίδιας ημέρας και της κοινοποιήσεως εγγράφων στην OLAF. Η υπό κρίση αγωγή αποζημιώσεως, η οποία πρέπει να εκτιμηθεί στο σύνολό της, είναι ως εκ τούτου παραδεκτή.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ
69 Κατά πάγια νομολογία, στο σύστημα των μέσων παροχής έννομης προστασίας που καθιερώνουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, μια αγωγή αποζημιώσεως, η οποία συνιστά αυτοτελές μέσο παροχής έννομης προστασίας έναντι της προσφυγής ακυρώσεως, είναι παραδεκτή μόνον εφόσον έχει προηγηθεί διοικητική διαδικασία σύμφωνη προς τις διατάξεις του ΚΥΚ. Η διαδικασία αυτή διαφέρει αναλόγως του αν η ζημία της οποίας ζητείται η αποκατάσταση είναι απόρροια βλαπτικής πράξεως κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ ή συμπεριφοράς της διοικήσεως μη έχουσας τον χαρακτήρα αποφάσεως. Στην πρώτη περίπτωση, εναπόκειται στον ενδιαφερόμενο να υποβάλει στην ΑΔΑ, εντός της οριζόμενης προθεσμίας, διοικητική ένσταση κατά της επίμαχης πράξεως. Στη δεύτερη περίπτωση, αντιθέτως, η διοικητική διαδικασία τίθεται σε κίνηση με την υποβολή αιτήσεως κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, σκοπούσας σε αποζημίωση. Μόνο η ρητή ή σιωπηρή απόρριψη της αιτήσεως αυτής συνιστά βλαπτική απόφαση κατά της οποίας χωρεί διοικητική ένσταση και μόνον κατόπιν της ρητής ή σιωπηρής απορρίψεως της διοικητικής αυτής ενστάσεως μπορεί να ασκηθεί αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 25ης Σεπτεμβρίου 1991, T‑5/90, Marcato κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑731, σκέψεις 49 και 50, και της 28ης Ιουνίου 1996, T‑500/93, Y κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑335 και II‑977, σκέψεις 64 και 66).
70 Εν προκειμένω, πριν ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, ο προσφεύγων-ενάγων ζήτησε αποζημίωση με αίτηση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, η οποία υποβλήθηκε στις 2 Μαρτίου 2004, εν συνεχεία άσκησε διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, η οποία υποβλήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 2004 και έβαλλε κατά της αποφάσεως της 8ης Ιουλίου 2004 περί απορρίψεως της αιτήσεώς του αποζημιώσεως. Συνεπώς, ο προσφεύγων-ενάγων, πριν προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, τήρησε την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία που εφαρμόζεται επί αιτήματος για την αποκατάσταση ζημίας η οποία είναι απόρροια συμπεριφοράς της διοικήσεως μη έχουσας τον χαρακτήρα αποφάσεως.
71 Προκειμένου να κριθεί αν η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία ήταν κανονική πρέπει συνεπώς να εξετασθεί αν η ζημία της της οποίας ζητείται η αποκατάσταση απορρέει κυρίως από συμπεριφορά της διοικήσεως μη έχουσα τον χαρακτήρα αποφάσεως.
72 Με την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή, ο προσφεύγων-ενάγων επικρίνει διάφορες πράξεις της διοικήσεως από τις οποίες επήλθε η ζημία του, ήτοι, αφενός, την απόφαση περί ανατοποθετήσεως που έλαβε η ΑΔΑ στις 19 Νοεμβρίου 2002, αφετέρου, το ανακοινωθέν Τύπου της Επιτροπής της 21ης Νοεμβρίου 2002 και τις δηλώσεις του εκπροσώπου της Τύπου κατά τη συνέντευξη Τύπου της ίδιας ημέρας και, τέλος, την εκ μέρους του γενικού διευθυντή της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» κοινοποίηση στην OLAF πραγματικών στοιχείων βάσει των οποίων εικαζόταν η ύπαρξη παρατυπιών στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στο Παρίσι. Με τις επικρίσεις του κατά του ανακοινωθέντος Τύπου της Επιτροπής της 21ης Νοεμβρίου 2002, των δηλώσεων του εκπροσώπου της Τύπου κατά τη συνέντευξη Τύπου της ίδιας ημέρας και της προμνησθείσας κοινοποιήσεως πραγματικών στοιχείων στην OLAF, ο προσφεύγων-ενάγων βάλλει, προς στήριξη της προσφυγής του, κυρίως κατά συμπεριφοράς της διοικήσεως μη έχουσας τον χαρακτήρα αποφάσεως.
73 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η ένσταση απαραδέκτου η οποία αντλείται από έλλειψη κανονικής προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
2. Επί της ελλείψεως εννόμου συμφέροντος
Επιχειρήματα των διαδίκων
74 Η Επιτροπή εκφράζει αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος-ενάγοντος προβάλλοντας ότι, κατά τον χρόνο της ασκήσεως της προσφυγής-αγωγής, η απόφαση περί ανατοποθετήσεως της 19ης Νοεμβρίου 2002 είχε ανακληθεί πριν από ένα και πλέον έτος.
75 Ο προσφεύγων-ενάγων δεν λαμβάνει θέση όσον αφορά αυτή την ένσταση απαραδέκτου, αλλά ζητεί γενικώς από το Δικαστήριο ΔΔ να μη δεχθεί τις διαδικαστικές ενστάσεις της Επιτροπής.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ
76 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο ισχυρισμός στον οποίο στηρίζεται η επιχειρηματολογία της Επιτροπής, κατά τον οποίο η απόφαση περί ανατοποθετήσεως της 19ης Νοεμβρίου 2002 είχε «ανακληθεί» πριν από ένα και πλέον έτος κατά τον χρόνο της ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής-αγωγής, είναι ανακριβής. Ειδικότερα, η απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2003 που αποκαθιστούσε τον προσφεύγοντα-ενάγοντα στα προηγούμενα καθήκοντά του ως προϊσταμένου της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στο Παρίσι, με αναδρομική ισχύ από 19 Δεκεμβρίου 2002, δεν αντικατέστησε την απόφαση περί ανατοποθετήσεως της 19ης Νοεμβρίου 2002, η οποία παρήγαγε τα αποτελέσματά της από 19 Νοεμβρίου μέχρι 19 Δεκεμβρίου 2002.
77 Εξάλλου, το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος-ενάγοντος δεν μπορεί να εξετασθεί ενόψει μόνον του λόγου ακυρώσεως που αφορά την απόφαση περί ανατοποθετήσεως της 19ης Νοεμβρίου 2002, αλλά ενόψει των αιτημάτων περί αποζημιώσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος.
78 Η ένσταση απαραδέκτου που αντλείται από έλλειψη εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος-ενάγοντος πρέπει επομένως να απορριφθεί.
3. Επί του προώρου της προσφυγής-αγωγής
Επιχειρήματα των διαδίκων
79 Με το υπόμνημά της αντικρούσεως η Επιτροπή προβάλλει ότι η ζημία του προσφεύγοντος-ενάγοντος πρέπει να υπολογίζεται συνεκτιμωμένων των παροχών που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ, σύμφωνα με τη συλλογιστική που αναπτύσσεται στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑165/95, Lucaccioni κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑203 και II‑627). Εξ αυτού συμπέρανε ότι, καθόσον η διαδικασία την οποία κίνησε ο προσφεύγων-ενάγων δυνάμει της διατάξεως αυτής εκκρεμούσε, το Δικαστήριο ΔΔ δεν θα ήταν σε θέση να εκτιμήσει τη ζημία του προσφεύγοντος-ενάγοντος και ότι, ως εκ τούτου, η προσφυγή-αγωγή είναι πρόωρη. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ανακάλεσε το επιχείρημα αυτό, εκτιμώντας ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η διαδικασία που κινήθηκε δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ μπορούσε να διαρκέσει πολλά έτη, το να κριθεί απαράδεκτη η προσφυγή-αγωγή θα μπορούσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να δημιουργήσει δυσκολίες για τον ιδιώτη όσον αφορά την τήρηση της πενταετούς προθεσμίας εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί η αγωγή αποζημιώσεως.
80 Με το υπόμνημά του απαντήσεως, ο προσφεύγων-ενάγων αντέταξε ότι μια αίτηση για την αναγνώριση της επαγγελματικής φύσεως της ασθένειάς του, υποβληθείσα δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ, δεν του απαγορεύει να επικαλεσθεί δικαίωμα ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που υπέστη. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων-ενάγων μετέβαλε τη θέση του ως προς το σημείο αυτό και ζήτησε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ήταν διατεθειμένος να παραιτηθεί από την υποβληθείσα δυνάμει του εν λόγω άρθρου 73 του ΚΥΚ αίτησή του. Ειδικότερα, υπογράμμισε ότι επιθυμούσε το Δικαστήριο ΔΔ να αποφανθεί το γρηγορότερο δυνατό ως προς το σύνολο της διαφοράς και, ειδικότερα, να διαπιστώσει τα πταίσματα της Επιτροπής τα οποία προκάλεσαν τη ζημία του, διαπίστωση η οποία και μόνον είναι ικανή να αποκαταστήσει την τιμή και την υπόληψή του και να θέσει τέλος στη μακρά αβεβαιότητα στην οποία βρίσκεται από τον χρόνο των επίδικων περιστατικών. Με έγγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 25 Σεπτεμβρίου 2006 με τηλεομοιοτυπία, ο προσφεύγων-ενάγων ενημέρωσε το Δικαστήριο ΔΔ ότι παραιτούνταν από την υποβληθείσα δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ αίτησή του.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ
81 Επειδή η Επιτροπή απέσυρε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, την ένσταση απαραδέκτου που αντλείται από το πρόωρο της προσφυγής-αγωγής, το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει ότι παρέλκει η κρίση του επί της ενστάσεως αυτής.
82 Ως εκ τούτου, η προσφυγή-αγωγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή.
B – Επί της αιτήσεως αναστολής της διαδικασίας
1. Επιχειρήματα των διαδίκων
83 Με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η Επιτροπή θεώρησε ότι η προβαλλόμενη από τον προσφεύγοντα-ενάγοντα ζημία πρέπει να εκτιμηθεί λαμβανομένων υπόψη των παροχών που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ. Καθόσον η κινηθείσα δυνάμει της διατάξεως αυτής διαδικασία εκκρεμούσε κατά τον χρόνο κατά τον οποίο η Επιτροπή υπέβαλε το εν λόγω υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή υποστήριξε ότι το Δικαστήριο ΔΔ δεν θα ήταν σε θέση να εκτιμήσει τη ζημία αυτή. Συνήγαγε εξ αυτού ότι η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ έπρεπε τουλάχιστον να ανασταλεί εν αναμονή της περατώσεως της διαδικασίας του άρθρου 73 του ΚΥΚ και ότι, μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, ο προσφεύγων-ενάγων έπρεπε να κληθεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί των συνεπειών της αποφάσεως της ΑΔΑ σχετικά με την επαγγελματική φύση της ασθένειάς του.
84 Με το υπόμνημά του απαντήσεως, ο προσφεύγων-ενάγων αντέτεινε ότι μια αίτηση για την αναγνώριση της επαγγελματικής φύσεως της ασθένειάς του, υποβληθείσα δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ, δεν του απαγορεύει να επικαλεσθεί δικαίωμα ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που υπέστη και αντιτάχθηκε στην αναστολή αυτή της διαδικασίας, την οποία χαρακτήρισε ως παρελκυστικό τέχνασμα της Επιτροπής. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ζήτησε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ήταν διατεθειμένος να παραιτηθεί από την αίτηση αυτή. Με έγγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 25 Σεπτεμβρίου 2006 με τηλεομοιοτυπία, ενημέρωσε το Δικαστήριο ΔΔ ότι παραιτούνταν από την εν λόγω αίτηση.
2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ
85 Καθόσον ο προσφεύγων-ενάγων παραιτήθηκε από την υποβληθείσα δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ αίτησή του, η αίτηση της Επιτροπής για την αναστολή της διαδικασίας κατέστη άνευ αντικειμένου.
86 Ως εκ τούτου, παρέλκει η εξέταση της εν λόγω αιτήσεως αναστολής της διαδικασίας.
87 Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αν, εφόσον ο προσφεύγων-ενάγων δεν είχε παραιτηθεί από την υποβληθείσα δυνάμει του εν λόγω άρθρου 73 του ΚΥΚ αίτησή του, το Δικαστήριο ΔΔ έπρεπε να αποφανθεί επί της αιτήσεως αναστολής της διαδικασίας που υπέβαλε η Επιτροπή, δεν θα μπορούσε να τη δεχθεί. Ειδικότερα, ο προσφεύγων-ενάγων αντιτάχθηκε στην εν λόγω αίτηση αναστολής. Όμως, το άρθρο 77, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου προβλέπει μόνον την περίπτωση αναστολής της διαδικασίας κατόπιν κοινής αιτήσεως των διαδίκων.
Γ – Επί της ουσίας
88 Κατά πάγια νομολογία, η ευθύνη της Κοινότητας προϋποθέτει τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων όσον αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα κοινοτικά όργανα, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 9ης Φεβρουαρίου 1994, T‑82/91, Latham κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑15 και II‑61, σκέψη 72, και της 21ης Φεβρουαρίου 1995, T‑506/93, Moat κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑43 και II‑147, σκέψη 46).
89 Πρέπει να κριθεί καταρχάς, με εξέταση των διαφόρων προβληθέντων από τον προσφεύγοντα-ενάγοντα λόγων σύμφωνα με τη χρονολογική σειρά των γεγονότων στα οποία αναφέρονται, αν η Επιτροπή διέπραξε παρανομία δυνάμενη να θεμελιώσει ευθύνη της.
1. Επί των προσαπτομένων στην Επιτροπή πταισμάτων
Επί του τρίτου λόγου, που αντλείται από το ανυπόστατο των αιτιάσεων κατά του προσφεύγοντος-ενάγοντος και από πταίσματα των προϊσταμένων του
Επιχειρήματα των διαδίκων
90 Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου, ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει ότι ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» υπέπεσε σε εξαιρετικά σοβαρό πταίσμα καθόσον διαβίβασε στην OLAF ένα «φάκελο επιβαρυντικών στοιχείων» εις βάρος της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στο Παρίσι, ενώ δεν είχαν πληρωθεί οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως 1999/396.
91 Κατά τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» δεν διέθετε επαρκή στοιχεία για να ενημερώσει την OLAF κατ’ εφαρμογήν της προαναφερθείσας διατάξεως. Ισχυρίζεται ότι η διάταξη αυτή θέτει προϋπόθεση περί υποστατού, προκειμένου να μη διατυπώνονται εσφαλμένως αβάσιμες κατηγορίες για υπαλλήλους μη εμπλεκόμενους ή εμμέσως μόνον εμπλεκόμενους σε περιπτώσεις απάτης.
92 Ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει επιπλέον ότι η ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία», αφενός, διαβίβασε στην OLAF εσφαλμένες πληροφορίες σχετικά με την ευθύνη της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στο Παρίσι κατά την παρακολούθηση των εικαζόμενων παρατυπιών του Info-Point Europe της Avignon, και, αφετέρου, απέκρυψε, εκουσίως ή εξ αμελείας, έγγραφα που χρησιμοποιήθηκαν εις βάρος του. Υπό τις συνθήκες υπό τις οποίες προβλήθηκαν ενώπιον της OLAF, οι ισχυρισμοί της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» είχαν τη μορφή συκοφαντίας και δυσφημίσεως.
93 Η Επιτροπή εκτιμά ότι η απόφασή της να ενημερώσει την OLAF για τις εικαζόμενες παρατυπίες στο Info-Point Europe της Avignon ήταν θεμιτή και αναγκαία. Υπογραμμίζει ότι η απόφαση αυτή πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση με τον χρόνο λήψεώς της και ότι δεν μπορεί να επικρίνεται υπό το φως του τελικού αποτελέσματος της έρευνας.
94 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως 1999/396 δεν υποχρεώνει τον γενικό γραμματέα, τους γενικούς διευθυντές και τους προϊσταμένους υπηρεσιών της Επιτροπής να κρίνουν την ορθότητα και την αποδεικτική ισχύ των στοιχείων που έχουν περιέλθει σε γνώση τους πριν τα διαβιβάσουν στην OLAF, αλλά ότι η διάταξη αυτή τους επιβάλλει αντιθέτως μια απόλυτη υποχρέωση. Στο πλαίσιο της εφαρμογής της διατάξεως αυτής, η μόνη περίπτωση κατά την οποία υπάρχει ενδεχόμενο υπηρεσιακού πταίσματος που μπορεί να συνεπάγεται αποζημίωση είναι η περίπτωση κατά την οποία ένα θεσμικό όργανο έχει την πρόθεση να βλάψει έναν μόνιμο ή μη μόνιμο υπάλληλο. Η Επιτροπή φρονεί ότι ο προσφεύγων-ενάγων ουδέποτε απέδειξε τέτοια πρόθεση βλάβης και αμφισβητεί ρητώς την ύπαρξη μιας τέτοιας προθέσεως.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ
95 Η εκτίμηση του τρίτου λόγου, ο οποίος αφορά τη συμπεριφορά της Επιτροπής που οδήγησε στην προσφυγή στην OLAF, παραπέμπει σε ένα διττό ερώτημα. Αφενός, πρέπει να κριθεί αν ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» υπέπεσε σε υπηρεσιακό πταίσμα ανακοινώνοντας στην OLAF, με υπόμνημα της 6ης Νοεμβρίου 2002, τα στοιχεία που είχαν περιέλθει σε γνώση του. Αφετέρου, πρέπει να εξετασθεί αν ορισμένες προβαλλόμενες δυσλειτουργίες του εσωτερικού συστήματος επικοινωνίας της Επιτροπής, οι οποίες ενδέχεται να συνέβαλαν στην προσφυγή στην OLAF και στην έναρξη της έρευνας, μπορούν να αποτελούν υπηρεσιακό πταίσμα δυνάμενο να θεμελιώσει ευθύνη του θεσμικού οργάνου. Ειδικότερα, η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας μπορεί να θεμελιωθεί όχι μόνον εξαιτίας των επίμεμπτων ενεργειών των υπαλλήλων της, όπως ενός γενικού διευθυντή, αλλά και εξαιτίας της ανεπαρκούς οργανώσεως των υπηρεσιών της (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1959, 23/59, F.E.R.A.M. κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 355).
– Επί της ενημερώσεως της OLAF
96 Οι απόψεις του προσφεύγοντος-ενάγοντος και της Επιτροπής διίστανται σε ό,τι αφορά το εύρος της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν ο γενικός γραμματέας, οι γενικοί διευθυντές και οι προϊστάμενοι υπηρεσιών της Επιτροπής, που αναφέρονται στο άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1999/396. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, οι αρχές αυτές πρέπει να διαθέτουν επαρκή πραγματικά στοιχεία προκειμένου να ενημερώσουν την OLAF. Ελλείψει τέτοιων στοιχείων, μπορούν να θεμελιώσουν ευθύνη του θεσμικού οργάνου για υπηρεσιακό πταίσμα. Η Επιτροπή, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η υποχρέωση ενημερώσεως της OLAF είναι απόλυτη υποχρέωση και ότι η μόνη περίπτωση κατά την οποία υπάρχει ενδεχόμενο υπηρεσιακού πταίσματος που μπορεί να συνεπάγεται αποζημίωση είναι η περίπτωση κατά την οποία το θεσμικό όργανο έχει την πρόθεση να βλάψει έναν υπάλληλο.
97 Πρέπει συνεπώς να καθοριστεί προηγουμένως το εύρος της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν ο γενικός γραμματέας, οι γενικοί διευθυντές και οι προϊστάμενοι υπηρεσιών της Επιτροπής, που αναφέρονται στο άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως 1999/396.
98 Από την επιτακτική διατύπωση του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως 1999/396, που παραπέμπει ως προς το σημείο αυτό στο πρώτο εδάφιο του ίδιου άρθρου, προκύπτει ότι ο γενικός γραμματέας, οι γενικοί διευθυντές και οι προϊστάμενοι υπηρεσιών της Επιτροπής έχουν την υποχρέωση να ενημερώσουν την OLAF αμελλητί από τη στιγμή που έχουν γνώση «στοιχείων βάσει των οποίων εικάζεται η ύπαρξη ενδεχομένων περιπτώσεων απάτης, δωροδοκίας ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων ή σοβαρών περιστατικών που συνδέονται με την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων και μπορούν να συνιστούν παράλειψη των υποχρεώσεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων, η οποία μπορεί να επισύρει πειθαρχική και, ενδεχομένως, ποινική δίωξη […]». Ωστόσο, η χρήση του όρου «εικάζεται» από το νομοθέτη συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι οι αρχές στις οποίες αναφέρεται η εν λόγω διάταξη προβαίνουν σε μια ελάχιστη εκτίμηση της ορθότητας των στοιχείων που έχουν περιέλθει σε γνώση τους όσον αφορά πιθανή παρατυπία και τους απονέμει, ως εκ τούτου, ορισμένη εξουσία εκτιμήσεως.
99 Για τη λήψη αποφάσεως σχετικά με την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας πρέπει να κριθεί μήπως ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία», ανακοινώνοντας στην OLAF, με υπόμνημα της 6ης Νοεμβρίου 2002, τα στοιχεία που είχαν περιέλθει σε γνώση του και βάσει των οποίων εικαζόταν η ύπαρξη παρατυπιών όπως οι αναφερόμενες στο άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1999/396, υπερέβη προδήλως και σε σοβαρό βαθμό τα όρια που επιβάλλονταν σε αυτήν την εξουσία εκτιμήσεως (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 2006, T‑309/03, Camós Grau κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 104).
100 Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι κατά την περίοδο εκείνη υφίστατο δέσμη στοιχείων που δικαιολογούσαν την υποβολή από τον γενικό διευθυντή της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» στην OLAF των πληροφοριών που είχαν περιέλθει σε γνώση του.
101 Αφενός, η έκθεση λογιστικού ελέγχου της 27ης Νοεμβρίου 2000 και το υπόμνημα συμπληρωματικού ελέγχου της 6ης Δεκεμβρίου 2000 καθιστούσαν εμφανή την ύπαρξη ενός κινδύνου πλασματικών σχεδίων στο Σπίτι της Ευρώπης της Avignon και του Vaucluse.
102 Αφετέρου, άξιζε να διερευνηθούν οι επαγγελματικές σχέσεις μεταξύ του προσφεύγοντος-ενάγοντος και του προέδρου του Σπιτιού της Ευρώπης της Avignon και του Vaucluse, P., ως προς τον οποίο υπήρχαν υπόνοιες ότι ευθυνόταν για τις απάτες που παρατηρήθηκαν στη διαχείριση αυτού του Σπιτιού της Ευρώπης· συναφώς, πρέπει να επισημανθεί η ύποπτη αντίδραση του προσφεύγοντος-ενάγοντος στις προειδοποιήσεις της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στη Μασσαλία και ιδιαίτερα οι διαβεβαιώσεις του ότι το Σπίτι της Ευρώπης της Avignon και του Vaucluse είναι «γνωστό για τον επαγγελματισμό του», έχει «αδιαμφισβήτητη αίγλη στην περιοχή του και [είναι] ικανό να φέρει εις πέρας σημαντικά σχέδια στα οποία έχουν φιλοξενηθεί κάποιες φορές στο παρελθόν διάφορα μέλη της Επιτροπής» (βλ. το υπογεγραμμένο από τον προσφεύγοντα-ενάγοντα υπόμνημα της 4ης Μαρτίου 2002 προς τον C. και το ανυπόγραφο υπόμνημα της 19ης Απριλίου 2002 προς τον C. σε χαρτί αλληλογραφίας της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στη Γαλλία, τα οποία προσκομίσθηκαν αμφότερα από την Επιτροπή κατόπιν αιτήσεως του Δικαστηρίου ΔΔ στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας).
103 Τέλος, στον γενικό διευθυντή της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» είχαν υποβληθεί από υπαλλήλους της Γενικής Διευθύνσεώς του που θέλησαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, τους οποίους όμως δήλωσε ότι γνώριζε καλά, συγκεκριμένες και εμπεριστατωμένες καταγγελίες για παρατυπίες που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τις σχέσεις μεταξύ του προσφεύγοντος-ενάγοντος και του προέδρου του Σπιτιού της Ευρώπης της Avignon και του Vaucluse, τη χορήγηση επιδοτήσεων για πλασματικά σχέδια σε αυτό το Σπίτι της Ευρώπης, τη διαχείριση του ομίλου οικονομικού σκοπού Sources d’Europe και φαινόμενα ευνοιοκρατίας στο πλαίσιο διαγωνισμών.
104 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων αυτών, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» μπορούσε ευλόγως να θεωρήσει εαυτόν υποχρεωμένο να ενημερώσει την OLAF αμελλητί για τα στοιχεία που είχαν περιέλθει σε γνώση του, προκειμένου αυτή να προβεί σε έρευνα η οποία και μόνο παρείχε τη δυνατότητα επαληθεύσεως της βασιμότητας των ισχυρισμών για απάτες.
105 Συνεπώς, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» δεν υπερέβη τα όρια που επιβάλλονταν στην εξουσία του εκτιμήσεως καθόσον ανακοίνωσε στην OLAF, με υπόμνημα της 6ης Νοεμβρίου 2002, τα στοιχεία που είχαν περιέλθει σε γνώση του και βάσει των οποίων εικαζόταν η ύπαρξη παρατυπιών όπως οι αναφερόμενες στο άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1999/396.
– Επί των δυσλειτουργιών που επισημάνθηκαν στο εσωτερικό σύστημα επικοινωνίας της Επιτροπής
106 Η έκθεση της OLAF κατέστησε εμφανείς δυσλειτουργίες του εσωτερικού συστήματος επικοινωνίας της Επιτροπής, οι οποίες ενδέχεται να είχαν δυσμενείς συνέπειες για τον προσφεύγοντα-ενάγοντα.
107 Ειδικότερα, οι υπηρεσίες της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» στις Βρυξέλλες δεν διαβίβασαν στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στο Παρίσι ένα υπόμνημα της 6ης Δεκεμβρίου 2000, που αφορούσε ελέγχους που διεξήχθησαν συμπληρωματικά προς την έκθεση λογιστικού ελέγχου της 27ης Νοεμβρίου 2000 και το οποίο ανέφερε την ύπαρξη κινδύνου πλασματικών σχεδίων στο Σπίτι της Ευρώπης της Avignon και του Vaucluse. Σύμφωνα με την έκθεση της OLAF, «[τ]ο γεγονός ότι η [έ]δρα δεν διαβίβασε στην [α]ντιπροσωπεία το υπόμνημα συμπληρωματικού ελέγχου της 6ης Δεκεμβρίου 2000 συνέβαλε κατά συνέπεια εμμέσως στο να ενταθούν οι υπόνοιες της OLAF ως προς τον [προσφεύγοντα-ενάγοντα και τον βοηθό προϊστάμενο]».
108 Επιπλέον, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Εκπαίδευση και Πολιτισμός» και ο προϊστάμενος της υπηρεσίας «Τύπος και Επικοινωνία» υπέδειξαν, με το συνυπογραφέν υπόμνημά τους της 21ης Μαρτίου 2001, ότι παράλληλα προς την ενημέρωση του γενικού διευθυντή της OLAF με το εν λόγω υπόμνημα, ο προϊστάμενος της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στη Γαλλία και ο προϊστάμενος της αρμόδιας, για τα Σπίτια της Ευρώπης και τα Info-Points Europe, μονάδας είχαν κληθεί να «υποβάλουν αναφορά» ως προς τα στοιχεία που θα μπορούσαν να έχουν υποπέσει στην αντίληψή τους και ήταν ικανά να φωτίσουν την υπόθεση. Για λόγο τον οποίο δεν εξήγησε η Επιτροπή, τέτοια πρόσκληση δεν περιήλθε ποτέ στον προσφεύγοντα-ενάγοντα. Η τελική έκθεση έρευνας της OLAF υπογραμμίζει ότι, «αντί για την κοινή αυτή έκθεση την οποία ανέμενε η OLAF ως σημαντικό συμπληρωματικό στοιχείο στο πλαίσιο της διεξαγωγής της εξωτερικής της έρευνας, η ΓΔ “Τύπος και Επικοινωνία” [τής] διαβίβασε […] τον Νοέμβριο του 2001 δύο εμπιστευτικά υπομνήματα συντεταγμένα και υπογεγραμμένα από την αντιπροσωπεία της [Επιτροπής στο] Παρίσι, τα οποία όμως επίσης εξέφραζαν την άποψη της μονάδας “Τύπος” [της εν λόγω ΓΔ]».
109 Ωστόσο, μολονότι οι δυσλειτουργίες αυτές του εσωτερικού συστήματος επικοινωνίας της Επιτροπής ασφαλώς ενδέχεται αρχικώς να ενέτειναν αδικαιολόγητα τις υπόνοιες της OLAF ως προς τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, υφίστατο κατά την εποχή εκείνη μια σειρά άλλων σοβαρών συγκλινόντων στοιχείων που δικαιολογούσαν την έναρξη έρευνας.
110 Αφενός, οι ρητές καταγγελίες που υποβλήθηκαν στον γενικό διευθυντή της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» από ορισμένους υπαλλήλους περιείχαν συγκεκριμένους και εμπεριστατωμένους ισχυρισμούς για απάτες. Αφετέρου, η έκθεση λογιστικού ελέγχου της 27ης Νοεμβρίου 2000 και το υπόμνημα συμπληρωματικού ελέγχου της 6ης Δεκεμβρίου 2000 καθιστούσαν εμφανή την ύπαρξη λογιστικών ανεπαρκειών και ενός κινδύνου πλασματικών σχεδίων στο Σπίτι της Ευρώπης της Avignon και του Vaucluse.
111 Συνεπώς, οι δυσλειτουργίες που επισημάνθηκαν στο εσωτερικό σύστημα επικοινωνίας της Επιτροπής δεν είχαν σχέση αιτίου προς αποτέλεσμα καθοριστική για την έναρξη της έρευνας της OLAF. Ως εκ τούτου, δεν προκύπτει ότι μπορούν να θεμελιώσουν εξωσυμβατική ευθύνη της Επιτροπής από υπηρεσιακό πταίσμα.
112 Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από τον καταχρηστικό και αδικαιολόγητο χαρακτήρα της αποφάσεως περί ανατοποθετήσεως στις Βρυξέλλες
Επιχειρήματα των διαδίκων
113 Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, ο προσφεύγων-ενάγων επικρίνει τη λήψη καθώς και τον τρόπο εκτελέσεως της αποφάσεως της 19ης Νοεμβρίου 2002 περί άμεσης ανατοποθετήσεώς του στις Βρυξέλλες. Κατ’ αυτόν, η Επιτροπή υπέπεσε σε σοβαρό πταίσμα με τη λήψη της αποφάσεως αυτής, η οποία πάσχει παρατυπία για διάφορους λόγους: δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, δεν ελήφθη προς το συμφέρον της υπηρεσίας, είναι δυσανάλογη σε σχέση με τα προβαλλόμενα περιστατικά και συνιστά κύρωση η οποία παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας. Περαιτέρω, ο προσφεύγων-ενάγων υπογραμμίζει την έλλειψη αρωγής της Επιτροπής προς τον ίδιο ενόψει της αποφάσεως της 21ης Ιανουαρίου 2003 που τον ανατοποθέτησε στην αντιπροσωπεία στο Παρίσι. Με το υπόμνημά του απαντήσεως, ο προσφεύγων-ενάγων επίσης υπογράμμισε ότι τα στοιχεία της δικογραφίας συνέκλιναν και αποδείκνυαν πρόθεση βλάβης εκ μέρους της Επιτροπής, απαντώντας έτσι στο επιχείρημά της ότι η μόνη περίπτωση κατά την οποία υπάρχει ενδεχόμενο υπηρεσιακού πταίσματος που μπορεί να συνεπάγεται αποζημίωση είναι η περίπτωση της προθέσεως βλάβης, η ύπαρξη της οποίας αμφισβητείται εν προκειμένω. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ωστόσο, ο προσφεύγων-ενάγων διευκρίνισε ότι απέσυρε τους ισχυρισμούς του ως προς την πρόθεση αυτή, αλλά πάντως εκτιμούσε ότι είχε διαπραχθεί σοβαρό σφάλμα κατά τη λήψη αυτού του μέτρου ανατοποθετήσεως.
114 Πρώτον, ο προσφεύγων-ενάγων προβάλλει ότι η απόφαση περί ανατοποθετήσεως στις Βρυξέλλες συνιστά πράξη βλαπτική για τον ίδιο και ότι, κατά συνέπεια, έπρεπε να είναι αιτιολογημένη, σύμφωνα με το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ. Η μοναδική όμως πληροφορία που περιέχει το συνοδευτικό της αποφάσεως περί ανατοποθετήσεως υπόμνημα της 19ης Νοεμβρίου 2002, ότι η εν λόγω ανατοποθέτηση αποφασίστηκε προκειμένου να «διευκολυνθεί η ομαλή διεξαγωγή της έρευνας», δεν συνιστά επαρκή αιτιολογία. Το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η απόφαση αυτή ελήφθη εντός πλαισίου γνωστού στον προσφεύγοντα-ενάγοντα δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, δεδομένου ότι η τελική έκθεση έρευνας της OLAF επιβεβαίωσε ότι οι υπηρεσίες της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» που είχαν τη βάση τους στις Βρυξέλλες είχαν κρατήσει άγνωστα από τον ενδιαφερόμενο ορισμένα γεγονότα που είχαν διαπιστωθεί στο Info-Point Europe της Avignon.
115 Δεύτερον, ο προσφεύγων-ενάγων υπογραμμίζει ότι το μέτρο ανατοποθετήσεως στο οποίο υποβλήθηκε παρεξέκλινε εντελώς από τους συνήθεις κανόνες της εκ περιτροπής αναθέσεως καθηκόντων και δεν ήταν εξομοιώσιμο με μια απλή ανατοποθέτηση προς το συμφέρον της υπηρεσίας.
116 Τρίτον, ισχυρίζεται ότι αυτό το μέτρο ανατοποθετήσεως ήταν δυσανάλογο σε σχέση με τα προβαλλόμενα περιστατικά. Υπογραμμίζει ιδίως ότι η πρότασή του στην Επιτροπή να λάβει άδεια κατά τη διάρκεια της έρευνας της OLAF ανταποκρινόταν εξίσου στο συμφέρον της υπηρεσίας και ταυτοχρόνως σεβόταν περισσότερο τα συμφέροντά του.
117 Τέταρτον, παρατηρεί ότι ένα μέτρο ανατοποθετήσεως που στηρίζεται αποκλειστικά σε υπόνοια εμπλοκής σε απάτη δεν συμβιβάζεται ούτε με την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας ούτε με τον κανονισμό 1073/1999, ο οποίος ορίζει με τη δέκατη αιτιολογική σκέψη του ότι οι έρευνες πρέπει να διεξάγονται «τηρώντας τον [ΚΥΚ] […], καθώς και με πλήρη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, και ιδίως της αρχής της ισότητας, του δικαιώματος του ενδιαφερομένου ατόμου να εκφραστεί για τα γεγονότα που το αφορούν». Υποστηρίζει ότι η βίαιη αυτή ανατοποθέτηση εμφανίστηκε ως κύρωση δυσανάλογη προς τα προβαλλόμενα περιστατικά, στο μέτρο κατά το οποίο δεν παρουσιάστηκε ως έχουσα χαρακτήρα συντηρητικού μέτρου παρά μόνον καθυστερημένα.
118 Τέλος, ο προσφεύγων-ενάγων επικρίνει την απουσία αρωγής της Επιτροπής προς τον ίδιο κατά την αποκατάστασή του στα καθήκοντά του στο Παρίσι και κατά την υποβολή της τελικής εκθέσεως έρευνας της OLAF. Προβάλλει ότι η απόφαση που τον ανατοποθέτησε ως προϊστάμενο της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στο Παρίσι, η οποία ανακοινώθηκε δημοσίως στις 20 Δεκεμβρίου 2002 σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε ο εκπρόσωπος Τύπου της Επιτροπής, υπογράφηκε από τον γενικό διευθυντή της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» μόλις στις 20 Ιανουαρίου 2003. Επιπλέον, η ανατοποθέτηση αυτή δεν έλαβε τη δέουσα δημοσιότητα, καθόσον στην εν λόγω συνέντευξη Τύπου ο εκπρόσωπος Τύπου της Επιτροπής φρόντισε να υπογραμμίσει ότι η έρευνα δεν είχε ολοκληρωθεί, καλώντας ταυτοχρόνως τους δημοσιογράφους να παραμείνουν προσεκτικοί. Τέλος, ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει ότι η σύντομη εκδήλωση συμπάθειας του εκπροσώπου Τύπου της Επιτροπής, που έλαβε χώρα τυχαία κατόπιν ερωτήσεως δημοσιογράφου στις 17 Ιουνίου 2003, δεν μπορεί να αντισταθμίσει τη μη διανομή ανακοινωθέντος Τύπου κατόπιν της υποβολής της τελικής εκθέσεως έρευνας της OLAF, που έπρεπε να αποτελεί το δίκαιο αντιστάθμισμα του ανακοινωθέντος της 21ης Νοεμβρίου 2002.
119 Η Επιτροπή αρνείται οποιοδήποτε πταίσμα και θεωρεί ότι η απόφαση περί ανατοποθετήσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος στις Βρυξέλλες ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, ελήφθη προς το συμφέρον της υπηρεσίας, τελούσε σε αναλογία με τα προβαλλόμενα περιστατικά, συνιστούσε συντηρητικό μέτρο προς διασφάλιση της ομαλής διεξαγωγής της έρευνας και ήταν αδύνατο να παραβιάσει την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας.
120 Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η απόφαση αυτή ελήφθη βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, το οποίο προέβλεπε τη δυνατότητα της ΑΔΑ να τοποθετεί, µε διορισµό ή µετάθεση, προς το συµφέρον και µόνον της υπηρεσίας, κάθε υπάλληλο σε θέση της κατηγορίας ή του βαθμού του. Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η ανατοποθέτηση του προσφεύγοντος-ενάγοντος παρεξέκλινε εντελώς από τους συνήθεις κανόνες της εκ περιτροπής αναθέσεως καθηκόντων, αντιτείνει ότι η περίπτωση δεν προσφερόταν για τη συνήθη εκ περιτροπής ανάθεση καθηκόντων. Ειδικότερα, δεδομένου ότι η περίπτωση της υπό κρίση υποθέσεως ήταν ασυνήθιστη, μπορούσε να απαιτήσει μια επίσης ασυνήθιστη απάντηση.
121 Σε σχέση με την αιτίαση ότι το μέτρο ανατοποθετήσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος στις Βρυξέλλες παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, η Επιτροπή προέβαλε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι εν προκειμένω δεν μπορούσε να ληφθεί κανένα άλλο μέτρο. Όσον αφορά ειδικότερα το επιχείρημα ότι η αποδοχή της προτάσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος να «πάρει άδεια άνευ αποδοχών» κατά τη διάρκεια της έρευνας ήταν μέτρο που ανταποκρινόταν εξίσου στο συμφέρον της υπηρεσίας και ταυτοχρόνως σεβόταν περισσότερο τα συμφέροντα του ενδιαφερομένου, η Επιτροπή παρατήρησε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι το άρθρο 62 του ΚΥΚ απαγορεύει σε έναν υπάλληλο να παραιτηθεί από το δικαίωμά του να εισπράττει αποδοχές αντίστοιχες με τον βαθμό και το κλιμάκιό του. Πρόσθεσε ότι ούτε το να ανατεθεί στον προσφεύγοντα-ενάγοντα αποστολή στις Βρυξέλλες ήταν λύση εφικτή εν προκειμένω. Ειδικότερα, το χαρακτηριστικό μιας αποστολής είναι ότι έχει μικρή διάρκεια. Κατά τον χρόνο της λήψεως του μέτρου ανατοποθετήσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος στις Βρυξέλλες δεν ήταν δυνατό να προεξοφληθεί η διάρκεια της έρευνας της OLAF. Επιπλέον, μια αποστολή θα είχε εμφανίσει το μειονέκτημα της πρόκλησης επιπλέον εξόδων για το θεσμικό όργανο.
122 Σε ό,τι αφορά την αιτίαση που αντλείται από παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, η Επιτροπή προβάλλει ότι η επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος-ενάγοντος στερείται πραγματικής βάσεως, στο μέτρο κατά το οποίο ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» και εκπρόσωπος Τύπου της Επιτροπής υπενθύμισε επανειλημμένως ότι η αρχή αυτή εξακολουθούσε να ισχύει για τον ενδιαφερόμενο. Υποστηρίζει επίσης ότι η επιχειρηματολογία αυτή στερείται νομικής βάσεως, επικαλούμενη το άρθρο 23 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα αναστολής ασκήσεως των καθηκόντων ενός υπαλλήλου εν αναμονή του αποτελέσματος μιας πειθαρχικής διαδικασίας. Η αναστολή αυτή δεν συνιστά κύρωση, αλλά μέτρο καθαρά συντηρητικό, το οποίο δεν παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας. Ό,τι ισχύει για ένα μέτρο αναστολής επιβάλλεται a fortiori στην περίπτωση απλής ανατοποθετήσεως, χωρίς αναστολή, για τον χρόνο διεξαγωγής ενός σύντομου σταδίου έρευνας. Σύμφωνα με την Επιτροπή, το τεκμήριο αθωότητας δεν μπορεί να εμποδίσει τη λήψη συντηρητικών μέτρων για τη διασφάλιση της ηρεμίας, αντικειμενικότητας και αποτελεσματικότητας μιας έρευνας.
123 Γενικότερα, η Επιτροπή παρατηρεί ότι μια διοικητική απόφαση πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά βάσει των περιστάσεων που ήταν γνωστές κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών. Κατά τον χρόνο των επίδικων πραγματικών περιστατικών, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» δεν είχε κανένα λόγο να μην ακολουθήσει τις συστάσεις της OLAF για απομάκρυνση του προσφεύγοντος-ενάγοντος από την αντιπροσωπεία της Επιτροπής στο Παρίσι κατά το στάδιο της εκεί διεξαγόμενης έρευνας.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ
124 Στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας που αναπτύχθηκε με τον πρώτο λόγο, ο προσφεύγων-ενάγων προβάλλει, κατ’ ουσία, τρεις αιτιάσεις. Οι δύο πρώτες βάλλουν κατά της αποφάσεως περί ανατοποθετήσεως της 19ης Νοεμβρίου 2002 και αντλούνται, αφενός, από ανεπάρκεια της αιτιολογίας της και, αφετέρου, από παραβιάσεις του συμφέροντος της υπηρεσίας, της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής του σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας από τις οποίες πάσχει η εν λόγω απόφαση. Στο πλαίσιο της τρίτης αιτιάσεως, ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το καθήκον της αρωγής, αφενός, όταν τον αποκατέστησε στα προηγούμενα καθήκοντά του στο Παρίσι και, αφετέρου, κατά την υποβολή της τελικής εκθέσεως έρευνας της OLAF. Η αιτίαση που αφορά την παράβαση του καθήκοντος αρωγής κατά την υποβολή της τελικής εκθέσεως έρευνας της OLAF θα εξετασθεί στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου.
– Επί της αιτιάσεως που αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία της αποφάσεως περί ανατοποθετήσεως στις Βρυξέλλες
125 Οι αμφιβολίες που εξέφρασε η Επιτροπή ως προς το παραδεκτό της αγωγής αποζημιώσεως στο σύνολό της, για τον λόγο ότι ο προσφεύγων-ενάγων δεν προσέβαλε τη βλαπτική για τον ίδιο απόφαση περί ανατοποθετήσεως σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, πρέπει να ερμηνευθούν ως αμφισβήτηση του παραδεκτού των αιτιάσεων κατά της εν λόγω αποφάσεως περί ανατοποθετήσεως.
126 Παρά το γεγονός αυτό, εν προκειμένω παρέλκει η κρίση επί του παραδεκτού της αιτιάσεως που αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως, καθόσον η αιτίαση αυτή είναι εν πάση περιπτώσει αβάσιμη.
127 Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ υποχρέωση αιτιολογήσεως, η οποία συνιστά απλώς επανάληψη της γενικής υποχρεώσεως που θεσπίζει το άρθρο 253 ΕΚ, έχει ως σκοπό, αφενός, την παροχή στον ενδιαφερόμενο επαρκών ενδείξεων για να εκτιμήσει τη βασιμότητα της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως και τη σκοπιμότητα της ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ και, αφετέρου, να παράσχει στο Δικαστήριο ΔΔ τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του όσον αφορά τη νομιμότητα της πράξεως. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο θεσπιζόμενη υποχρέωση αιτιολογήσεως συνιστά επομένως ουσιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου από την οποία παρέκκλιση μπορεί να υπάρξει μόνο για επιτακτικούς λόγους (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 1991, T‑1/90, Pérez-Mínguez Casariego κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑143, σκέψη 73, και της 6ης Ιουλίου 2004, T‑281/01, Huygens κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑203 και II‑903, σκέψη 105).
128 Η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε κάθε περίπτωση με βάση τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ιδίως το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των προβαλλόμενων λόγων και το συμφέρον που ο αποδέκτης μπορεί να έχει για να λάβει εξηγήσεις (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2002, T‑135/00, Morello κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑265 και II‑1313, σκέψη 28). Ειδικότερα, μια απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη εφόσον εκδίδεται εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο και του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 1995, T‑36/93, Ojha κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑161 και II‑497, σκέψη 60, και της 1ης Απριλίου 2004, T‑198/02, N κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑115 και II‑507, σκέψη 70).
129 Η νομολογία διευκρινίζει επίσης ότι μια απόφαση η οποία συνεπάγεται μετακίνηση ενός υπαλλήλου παρά τη θέλησή του συνιστά βλαπτική γι’ αυτόν πράξη κατά την έννοια του άρθρου 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ και πρέπει, ως εκ τούτου, να είναι αιτιολογημένη (προπαρατεθείσα απόφαση Ojha κατά Επιτροπής, σκέψη 42, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Νοεμβρίου 1999, T‑129/98, Sabbioni κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑223 και II‑1139, σκέψη 28).
130 Εν προκειμένω, το υπόμνημα της 19ης Νοεμβρίου 2002 με το οποίο κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα η απόφαση περί ανατοποθετήσεως στις Βρυξέλλες ανέφερε ότι η απόφαση αυτή είχε ληφθεί προς το συμφέρον της υπηρεσίας, προκειμένου να διευκολύνει την ομαλή διεξαγωγή της έρευνας που μόλις είχε κινήσει η OLAF για τη λειτουργία της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στο Παρίσι. Το εν λόγω υπόμνημα διευκρίνιζε επίσης στον προσφεύγοντα-ενάγοντα ότι η ακριβής τοποθέτησή του θα του ανακοινωνόταν τις επόμενες ημέρες.
131 Πριν από την κοινοποίηση της αποφάσεως της 19ης Νοεμβρίου 2002, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία» είχε ενημερώσει τον προσφεύγοντα-ενάγοντα για την έναρξη της έρευνας της OLAF, με υπόμνημα της 15 Νοεμβρίου 2002, και στις 18 Νοεμβρίου 2002 είχε λάβει χώρα μια μεταξύ τους συνάντηση στις Βρυξέλλες.
132 Κατά συνέπεια η ΑΔΑ, διευκρινίζοντας με το υπόμνημα της 19ης Νοεμβρίου 2002 ότι η απόφαση περί ανατοποθετήσεως ελήφθη προκειμένου να διευκολυνθεί η ομαλή διεξαγωγή της έρευνας, εντός πλαισίου για το οποίο ο προσφεύγων-ενάγων είχε ενημερωθεί και το οποίο είχε συζητηθεί μαζί του σε μια συνάντηση, παρέσχε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα επαρκείς ενδείξεις για να δοθεί η δυνατότητα, αφενός, στον ενδιαφερόμενο να εκτιμήσει τη βασιμότητα της αποφάσεως αυτής και, αφετέρου, στον κοινοτικό δικαστή να ασκήσει τον έλεγχό του νομιμότητας.
133 Συνεπώς, η αιτίαση που αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία της αποφάσεως περί ανατοποθετήσεως της 19ης Νοεμβρίου 2002 είναι αβάσιμη.
– Επί των αιτιάσεων που αντλούνται από παραβίαση του συμφέροντος της υπηρεσίας, της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας
134 Όπως και για την αιτίαση που αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία της αποφάσεως της 19ης Νοεμβρίου 2002, παρέλκει η κρίση επί της έμμεσης αμφισβητήσεως εκ μέρους της Επιτροπής του παραδεκτού των αιτιάσεων αυτών, καθόσον αυτές είναι εν πάση περιπτώσει αβάσιμες.
135 Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, μολονότι η διοίκηση έχει κάθε συμφέρον να τοποθετεί τους υπαλλήλους λαμβάνοντας υπόψη τις ικανότητες και τις προσωπικές προτιμήσεις τους δεν μπορεί ωστόσο να αναγνωρισθεί στους υπαλλήλους το δικαίωμα να ασκούν ή να διατηρούν συγκεκριμένα καθήκοντα (απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2001, T‑100/00, Campoli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑71 και II‑347, σκέψη 71). Κατά συνέπεια, μολονότι ο ΚΥΚ, και ειδικότερα το άρθρο 7 αυτού, δεν προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα «ανατοποθετήσεως» ενός υπαλλήλου, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την οργάνωση των υπηρεσιών τους με γνώμονα την αποστολή που τους έχει ανατεθεί και κατά την τοποθέτηση, προς εκπλήρωση της αποστολής αυτής, του προσωπικού που έχουν στη διάθεσή τους, υπό τον όρο πάντως ότι η τοποθέτηση αυτή γίνεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας και τηρουμένης της αντιστοιχίας των θέσεων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 23ης Μαρτίου 1988, 19/87, Hecq κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 1681, και της 12ης Νοεμβρίου 1996, C‑294/95 P, Ojha κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑5863).
136 Δεδομένης της εκτάσεως της εξουσίας εκτιμήσεως των οργάνων κατά την αξιολόγηση του συμφέροντος της υπηρεσίας, ο έλεγχος του Δικαστηρίου ΔΔ πρέπει να περιορίζεται στο αν η ΑΔΑ ενήργησε εντός ορίων που δεν μπορούν να επικριθούν και δεν έκανε χρήση της εξουσίας της εκτιμήσεως κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2000, T‑223/99, Dejaiffe κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑277 και II‑1267, σκέψη 53, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2004, T‑325/02, Soubies κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑241 και II‑1067, σκέψη 50).
137 Κατά πάγια επίσης νομολογία, μολονότι το καθήκον αρωγής της διοικήσεως έναντι των υπαλλήλων της αντικατοπτρίζει την ισορροπία των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που έχει δημιουργήσει ο ΚΥΚ στις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων της δημόσιας υπηρεσίας, οι επιταγές του καθήκοντος αυτού δεν μπορούν να εμποδίσουν την ΑΔΑ να λάβει τα μέτρα που θεωρεί αναγκαία προς το συμφέρον της υπηρεσίας, αφού η πλήρωση κάθε θέσεως πρέπει να στηρίζεται προεχόντως στο συμφέρον της υπηρεσίας (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 16ης Δεκεμβρίου 1993, T‑80/92, Turner κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑1465, σκέψη 77, και της 24ης Νοεμβρίου 2005, T‑236/02, Marcuccio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑365 και II‑1621, σκέψη 129).
138 Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών και στο πλαίσιο του περιορισμένου ελέγχου που αναθέτουν στο Δικαστήριο ΔΔ πρέπει να γίνει η εξέταση των αιτιάσεων του προσφεύγοντος-ενάγοντος που αντλούνται από παραβιάσεις του συμφέροντος της υπηρεσίας και των αρχών της αναλογικότητας και του τεκμηρίου αθωότητας.
139 Όσον αφορά την αιτίαση ότι η απόφαση περί ανατοποθετήσεως της 19ης Νοεμβρίου 2002 είναι αντίθετη προς το συμφέρον της υπηρεσίας, πρέπει να υπομνησθεί, όσον αφορά το πραγματικό πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, ότι η κινηθείσα από την OLAF εσωτερική έρευνα αφορούσε πιθανές παρατυπίες στη ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία», ειδικότερα στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στο Παρίσι, και ότι ο προσφεύγων-ενάγων κατείχε διευθυντική θέση στην εν λόγω αντιπροσωπεία. Επιπλέον, η ανατοποθέτησή του κατά τη διάρκεια της έρευνας ήταν αποτέλεσμα της συστάσεως του γενικού διευθυντή της OLAF να απαγορευθεί στον προσφεύγοντα-ενάγοντα και στον βοηθό προϊστάμενο οποιαδήποτε πρόσβαση στα γραφεία της αντιπροσωπείας κατά το οικείο διάστημα, προκειμένου να διασφαλισθεί η ομαλή διεξαγωγή της έρευνας αυτής.
140 Έχει κριθεί ότι η ηρεμία και η ομαλή διεξαγωγή ερευνών αυτού του είδους μπορούν, εν αναμονή του αποτελέσματός τους, να αποτελέσουν δικαιολογία για μια απόφαση περί ανατοποθετήσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 7ης Φεβρουαρίου 2007, T‑339/03, Clotuche κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 69, και T‑118/04 και T‑134/04, Caló κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 113).
141 Συνεπώς, ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει το προσβαλλόμενο από τον προσφεύγοντα-ενάγοντα μέτρο ανταποκρίνεται σε συμφέρον της υπηρεσίας. Μένει όμως να διαπιστωθεί αν με τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν προς επίτευξη του θεμιτού αυτού σκοπού τηρήθηκαν οι απαιτήσεις της αρχής της αναλογικότητας.
142 Συναφώς, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτει το όργανο προς αξιολόγηση του συμφέροντος της υπηρεσίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ανατοποθέτηση του προσφεύγοντος-ενάγοντος στις Βρυξέλλες κατά τη διάρκεια της έρευνας της OLAF στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στο Παρίσι δεν είναι προδήλως δυσανάλογη προς τον σκοπό που επιδιώκει το μέτρο, ήτοι να αποφευχθεί οποιοσδήποτε κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων και να διασφαλισθεί η ομαλή διεξαγωγή της έρευνας. Το γεγονός ότι άλλες εναλλακτικές λύσεις, ήτοι η αποδοχή της προτάσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος να λάβει άδεια ή η ανάθεση σε αυτόν μιας αποστολής μπορούσαν να ανταποκριθούν εξίσου στο συμφέρον της υπηρεσίας και ταυτοχρόνως να τύχουν μεγαλύτερου σεβασμού τα συμφέροντα του ενδιαφερομένου δεν αρκεί, αφεαυτού, για να καταστήσει δυσανάλογο το εν λόγω μέτρο ανατοποθετήσεως.
143 Σε ό,τι αφορά την αιτίαση που αντλείται από παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το μέτρο ανατοποθετήσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος στις Βρυξέλλες δεν είχε ως σκοπό να τον τιμωρήσει, αλλά συνιστούσε συντηρητικό μέτρο, η διάρκεια του οποίου περιορίστηκε στο διάστημα της έρευνας της OLAF στα γραφεία της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στο Παρίσι.
144 Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, δυσχέρειες που αφορούν εσωτερικές ή εξωτερικές σχέσεις, όταν αποτελούν αιτία εντάσεων που βλάπτουν την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας, δικαιολογούν την ανατοποθέτηση του υπαλλήλου προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Ένα τέτοιο μέτρο μπορεί μάλιστα να ληφθεί ανεξάρτητα από το ζήτημα της ευθύνης για τα σχετικά συμβάντα (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1979, 124/78, List κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 217, σκέψη 13, και προπαρατεθείσα απόφαση Ojha κατά Επιτροπής, σκέψη 41). Πρέπει να θεωρηθεί ότι αν το συμφέρον της υπηρεσίας δικαιολογεί τη μετακίνηση ενός υπαλλήλου προκειμένου να τερματισθεί μια καθαρά εσωτερική σύγκρουση που διαταράσσει την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας, χωρίς να αποδεικνύεται καμία ευθύνη του ανατοποθετούμενου υπαλλήλου, το ίδιο συμφέρον δικαιολογεί και τη λήψη ενός μέτρου που έχει ως σκοπό να καταστήσει δυνατή την απρόσκοπτη διεξαγωγή μιας έρευνας, πάντοτε χωρίς να αποδίδεται ευθύνη στον υπάλληλο που ανατοποθετείται, σε σχέση με τα ζητήματα που αποτελούν το αντικείμενο της έρευνας (προπαρατεθείσες αποφάσεις Clotuche κατά Επιτροπής, σκέψη 71, και Caló κατά Επιτροπής, σκέψη 109).
145 Τέλος, πρέπει επίσης να υπογραμμισθεί ότι η νομιμότητα μιας ατομικής πράξεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υπήρχαν κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Ιουνίου 2003, T‑124/01 και T‑320/01, Del Vaglio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑157 και II‑767, σκέψη 77). Κατά συνέπεια, τα στοιχεία που αποκάλυψε η έρευνα μετά τη λήψη της αποφάσεως περί ανατοποθετήσεως και τα οποία απάλλαξαν τον προσφεύγοντα-ενάγοντα δεν θίγουν τη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως, αφής στιγμής το αντικείμενο της έρευνας και των μέτρων που ελήφθησαν προς διασφάλιση της ηρεμίας της και της ομαλής διεξαγωγής της ήταν να κριθεί αν οι αρχικές υπόνοιες ήταν βάσιμες.
146 Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν υπερέβη τα όρια της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει στον τομέα αυτόν, καθόσον εκτίμησε ότι η ηρεμία και η ομαλή διεξαγωγή της έρευνας της OLAF και, ιδίως, των ακροάσεων των μελών του προσωπικού της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στο Παρίσι θα εξασφαλίζονταν πληρέστερα αν ο προσφεύγων-ενάγων δεν παρέμενε στα καθήκοντά του κατά τη διάρκεια της έρευνας στην εν λόγω αντιπροσωπεία. Έτσι, αφής στιγμής η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προϋπάρχουσα κατάσταση ήταν δυνατό να αποδειχθεί επιβλαβής για την ομαλή διεξαγωγή των ερευνών που είχε αποφασίσει η OLAF, μπορούσε να θεωρήσει, στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας της εκτιμήσεως, ότι το συμφέρον της υπηρεσίας δικαιολογούσε ένα μέτρο ανατοποθετήσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Απριλίου 2002, T‑51/01, Fronia κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑43 και II‑187, σκέψη 55, και προπαρατεθείσες αποφάσεις Clotuche κατά Επιτροπής, σκέψη 76, και Caló κατά Επιτροπής, σκέψη 114).
147 Συνεπώς, οι αιτιάσεις ότι η επίδικη απόφαση περί ανατοποθετήσεως παραβιάζει το συμφέρον της υπηρεσίας, την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας είναι αβάσιμες.
– Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παράβαση του καθήκοντος αρωγής κατά την αποκατάσταση του προσφεύγοντος-ενάγοντος στα καθήκοντά του στο Παρίσι
148 Όσον αφορά τη μη έχουσα χαρακτήρα αποφάσεως συμπεριφορά της Επιτροπής σε σχέση με τον τρόπο αποκαταστάσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος στα καθήκοντά του στην αντιπροσωπεία στο Παρίσι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτός πληροφορήθηκε αρχικώς μέσω του Τύπου την άρση του συντηρητικού μέτρου ανατοποθετήσεως που του είχε επιβληθεί. Ειδικότερα, το γεγονός ότι τίποτε πλέον δεν εμπόδιζε την άρση του εν λόγω μέτρου ανακοινώθηκε δημοσίως σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε ο F., υπό την ιδιότητα του εκπροσώπου Τύπου της Επιτροπής, στις 20 Δεκεμβρίου 2002, πριν ανακοινωθεί ατομικά στον προσφεύγοντα-ενάγοντα στις 6 Ιανουαρίου 2003, σε ακρόαση που του παραχώρησε ο F., αυτή τη φορά υπό την ιδιότητα του γενικού διευθυντή της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία». Εντωμεταξύ, ο γαλλικός Τύπος είχε δημοσιοποιήσει την άρση αυτού του συντηρητικού μέτρου. Η απόφαση που αποκαθιστούσε τον προσφεύγοντα-ενάγοντα στα καθήκοντά του στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στο Παρίσι υπογράφηκε από τον γενικό διευθυντή της ΓΔ «Τύπος και Επικοινωνία», το πρώτον, στις 20 Ιανουαρίου 2003, με αναδρομική ισχύ από 19ης Δεκεμβρίου 2002. Η δικαιολογία που προβάλλει η Επιτροπή ισοδυναμεί με τον ισχυρισμό ότι αρκούσε για τον προσφεύγοντα-ενάγοντα να αναγνώσει τον Τύπο για να πληροφορηθεί ότι τίποτε πλέον δεν εμπόδιζε την άρση από την ΑΔΑ του συντηρητικού μέτρου που του είχε επιβληθεί.
149 Ενεργώντας έτσι, η Επιτροπή αγνόησε το θεμιτό συμφέρον του προσφεύγοντος-ενάγοντος να ενημερωθεί απευθείας από την ΑΔΑ, και όχι μέσω του Τύπου, για μια αποφασιστική εξέλιξη της επαγγελματικής του καταστάσεως. Συνεπώς, η συμπεριφορά αυτή παραβίασε την ισορροπία των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων την οποία έχει δημιουργήσει ο ΚΥΚ μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων της δημόσιας υπηρεσίας και συνιστά, ως εκ τούτου, παράβαση του καθήκοντος αρωγής της Επιτροπής έναντι του προσφεύγοντος-ενάγοντος.
150 Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος πρέπει να γίνει δεκτός σε ό,τι αφορά την αιτίαση που αντλείται από παράβαση του καθήκοντος αρωγής κατά την αποκατάσταση του προσφεύγοντος-ενάγοντος στα καθήκοντά του στο Παρίσι, και να απορριφθεί ως αβάσιμος κατά τα λοιπά.
Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από μη τήρηση της εμπιστευτικότητας της έρευνας
Επιχειρήματα των διαδίκων
151 Ο προσφεύγων-ενάγων εκτιμά ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της εμπιστευτικότητας των ερευνών της OLAF και περιέβαλε την ανατοποθέτησή του με άτοπη δημοσιότητα διά του ανακοινωθέντος Τύπου της 21ης Νοεμβρίου 2002 και των δηλώσεων του εκπροσώπου της Τύπου κατά τη συνέντευξη Τύπου της ίδιας ημέρας. Υποστηρίζει, επιπλέον, ότι ο εν λόγω εκπρόσωπος Τύπου προέβη κατά την ίδια συνέντευξη Τύπου σε δημόσιες δηλώσεις δυνάμενες να βλάψουν την υπόληψή του.
152 Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, το ανακοινωθέν Τύπου της 21ης Νοεμβρίου 2002, που διανεμήθηκε σε πολλές εκατοντάδες δημοσιογράφων, δεν είχε προηγούμενο και κατέστησε δυνατό στους αποδέκτες να αναγνωρίσουν πολύ γρήγορα τους υπαλλήλους που αφορούσε, λαμβανομένου υπόψη του ευδιάκριτου της θέσεώς τους. Η ασυνήθιστη αυτή προβολή στα μέσα μαζικής ενημέρωσης παραβίασε την προβλεπόμενη από το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1073/1999 αρχή της εμπιστευτικότητας των ερευνών της OLAF.
153 Ο προσφεύγων-ενάγων προβάλλει επίσης ότι ο εκπρόσωπος Τύπου της Επιτροπής, ισχυριζόμενος αδίκως, κατά τη συνέντευξη Τύπου της 21ης Νοεμβρίου 2002, ότι η διαχείριση των επίμαχων επιδοτήσεων των Σπιτιών της Ευρώπης ανήκε στις αντιπροσωπείες, διέδωσε ένα συκοφαντικό και δυσφημιστικό ισχυρισμό δυνάμενο να επιβεβαιώσει την ευθύνη του ως προϊσταμένου της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στο Παρίσι, αν όχι τη συνέργειά του στις προβαλλόμενες απάτες.
154 Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, οι διάφορες αυτές πληροφορίες προκάλεσαν τη δημοσίευση ενός καταστρεπτικού γι’ αυτόν άρθρου στην εφημερίδα Le Monde της 23ης Νοεμβρίου 2002.
155 Η Επιτροπή αμφισβητεί ότι παραβίασε την αρχή της εμπιστευτικότητας των ερευνών της OLAF και προβάλλει ότι οι εκπρόσωποί της ουδέποτε κοινολόγησαν το όνομα του προσφεύγοντος-ενάγοντος, αλλά τούτο έγινε με πρωτοβουλία δημοσιογράφων. Διευκρινίζει ότι το ανακοινωθέν Τύπου της 21ης Νοεμβρίου 2002 δημοσιεύθηκε, μεταξύ άλλων, προς το συμφέρον του προσφεύγοντος-ενάγοντος, προκειμένου να δώσει σύντομα τέλος σε πιθανές εικασίες και φήμες που μπορούσαν να δημιουργηθούν λόγω του ενδιαφέροντος που επεδείκνυαν κάποιοι δημοσιογράφοι για τα επίμαχα περιστατικά.
156 Η Επιτροπή αρνείται ακόμη την ύπαρξη οποιασδήποτε δηλώσεως δυνάμενης να βλάψει την υπόληψη του προσφεύγοντος-ενάγοντος και διευκρινίζει ότι ο εκπρόσωπός της Τύπου ουδέποτε ισχυρίστηκε καταχρηστικά, κατά τη συνέντευξη Τύπου της 21ης Νοεμβρίου 2002, ότι ο προσφεύγων-ενάγων ήταν υπεύθυνος για το σύνολο των δαπανών που πραγματοποιούνταν στη Γαλλία και, μεταξύ άλλων, των δαπανών που σχετίζονταν με το Σπίτι της Ευρώπης της Avignon και του Vaucluse.
157 Γενικότερα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι εκπρόσωποί της δεν μπορούν να θεμελιώσουν ευθύνη του οργάνου εκφραζόμενοι για ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος που αποτελούν αντικείμενο ερωτήσεων, εφόσον πράττουν τούτο με όλες τις ενδεδειγμένες επιφυλάξεις, πράγμα το οποίο συνέβη κατά τις συνεντεύξεις Τύπου του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου 2002.
158 Τέλος, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι ο προσφεύγων-ενάγων έτυχε της δέουσας δημοσιότητας τόσο κατά την ανατοποθέτησή του στο Παρίσι όσο και κατόπιν της τελικής εκθέσεως έρευνας της OLAF, διά των συνεντεύξεων Τύπου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 και της 17ης Ιουνίου 2003.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ
159 Στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας που αναπτύχθηκε με τον δεύτερο λόγο, ο προσφεύγων-ενάγων προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τρεις αιτιάσεις, αντλούμενες αντιστοίχως από παραβίαση της υποχρεώσεως τηρήσεως εμπιστευτικότητας των ερευνών της OLAF, από το άτοπο της δημοσιότητας που περιέβαλε την ανατοποθέτησή του και την ύπαρξη συκοφαντικών και δυσφημιστικών για τον ίδιο δηλώσεων του εκπροσώπου Τύπου της Επιτροπής κατά τη συνέντευξη Τύπου της 21ης Νοεμβρίου 2002. Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει επίσης ότι η Επιτροπή παρέβη το καθήκον της αρωγής κατά την υποβολή της τελικής εκθέσεως έρευνας της OLAF.
160 Επιβάλλεται η από κοινού εξέταση των αιτιάσεων που αντλούνται από παραβίαση της υποχρεώσεως τηρήσεως εμπιστευτικότητας των ερευνών της OLAF, από το άτοπο της δημοσιότητας που περιέβαλε την ανατοποθέτηση του προσφεύγοντος-ενάγοντος, καθώς και από παράβαση του καθήκοντος αρωγής κατά την υποβολή της τελικής εκθέσεως έρευνας της OLAF, καθόσον οι αιτιάσεις αυτές συσχετίζονται σε μεγάλο βαθμό.
– Επί των αιτιάσεων που αντλούνται από παραβίαση της υποχρεώσεως τηρήσεως εμπιστευτικότητας των ερευνών της OLAF, από το άτοπο της δημοσιότητας που περιέβαλε την ανατοποθέτηση του προσφεύγοντος-ενάγοντος και την παράβαση του καθήκοντος αρωγής κατά την υποβολή της τελικής εκθέσεως της OLAF
161 Το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1073/1999 ορίζει ευρέως έναν κανόνα περί εμπιστευτικότητας των ερευνών της OLAF. Ο κανόνας αυτός πρέπει να ερμηνεύεται στο πλαίσιό του και ιδίως υπό το πρίσμα της δέκατης αιτιολογικής σκέψεως του ίδιου κανονισμού, η οποία ορίζει ότι οι έρευνες της OLAF πρέπει να διεξάγονται με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών ελευθεριών. Συνεπώς, ο κανόνας αυτός δεν πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αποβλέπει μόνο στην προστασία της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών προκειμένου να αποκαλυφθεί η αλήθεια, αλλά πρέπει να θεωρείται ότι έχει επίσης ως σκοπό τη διαφύλαξη του τεκμηρίου αθωότητας, και ως εκ τούτου της υπολήψεως, των μονίμων ή των μη μονίμων υπαλλήλων τους οποίους αφορούν οι έρευνες αυτές.
162 Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η ομαλή διεξαγωγή μιας έρευνας μπορεί να προϋποθέτει ότι οι διαδικασίες της παραμένουν εμπιστευτικές και ότι ακόμη και η ύπαρξή της μένει άγνωστη στα πρόσωπα τα οποία αφορούν οι έρευνες. Το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1999/396 προβλέπει έτσι ότι ένας υπάλληλος είναι δυνατό να μην ενημερωθεί για την πιθανή εμπλοκή του στα πραγματικά περιστατικά τα οποία αφορά η έρευνα, εφόσον από την ενημέρωση αυτή υπάρχει κίνδυνος να θιγεί η έρευνα. Πέραν της ειδικής προστασίας που εγγυάται το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1073/1999, τόσο η αρχή της χρηστής διοικήσεως όσο και το καθήκον αρωγής, όπως ακριβώς και ο σεβασμός των ερευνητικών εξουσιών που απονέμονται σε ένα ανεξάρτητο όργανο όπως η OLAF, αποτελούν λόγους ώστε το θεσμικό όργανο στο οποίο υπάγεται ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος να επιδείξει τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή και αυτοσυγκράτηση κατά τη δημοσιότητα που προσδίδει σε ισχυρισμούς ή υπόνοιες απάτης. Οι εκτιμήσεις αυτές επιβάλλονται πολλώ μάλλον, ιδίως ενόψει του δικαιώματος οποιουδήποτε στο τεκμήριο αθωότητας, όταν δεν έχει ακόμη εξαχθεί κανένα συμπέρασμα από μια έρευνα της OLAF.
163 Το καθήκον αρωγής συνεπάγεται ότι, όταν η αρχή αποφασίζει για την κατάσταση ενός υπαλλήλου, λαμβάνει υπόψη της το σύνολο των στοιχείων που είναι δυνατό να καθορίσουν την απόφασή της και ότι έτσι συνεκτιμά όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας, αλλά και το συμφέρον του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 2003, T‑133/02, Chawdhry κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑329 και II‑1617, σκέψη 107, και της 3ης Μαρτίου 2004, T‑48/01, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑51 και II‑197, σκέψη 125).
164 Ωστόσο, η νομολογία διευκρινίζει ότι, σε περίπτωση που διατυπώνονται βαριές κατηγορίες κατά της τιμής ενός υπαλλήλου, η διοίκηση υποχρεούται να αποφεύγει τη δημοσιότητα των κατηγοριών όταν αυτή δεν είναι απολύτως αναγκαία (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1974, 53/72, Guillot κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 407, σκέψεις 3 έως 5). Έχει επίσης κριθεί ότι, δυνάμει του καθήκοντός του αρωγής και της αρχής της χρηστής διοικήσεως, το οικείο όργανο υποχρεούται να φροντίζει ώστε οι υπάλληλοι να μην αποτελούν αντικείμενο δηλώσεων που είναι δυνατόν να θίγουν την επαγγελματική τους τιμή. Συνεπεία τούτου, καταρχήν, η διοίκηση οφείλει, αφενός, να αποφεύγει να δίνει στον Τύπο πληροφορίες οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν ζημία στον υπάλληλο περί του οποίου πρόκειται και, αφετέρου, να λαμβάνει όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για την πρόληψη, εντός του οργάνου, οποιουδήποτε είδους μεταδόσεως πληροφοριών που θα μπορούσαν να έχουν δυσφημιστικό για τον εν λόγω υπάλληλο χαρακτήρα (βλ. διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1995, T‑203/95 R, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2919, σκέψη 35).
165 Λαμβάνοντας τούτο ως δεδομένο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στα κοινοτικά όργανα έχει παγιωθεί πνεύμα ευθύνης, το οποίο ανταποκρίνεται ιδίως στη μέριμνα του κοινού να ενημερώνεται και να λαμβάνει τη διαβεβαίωση ότι οι δυσλειτουργίες και οι απάτες εξακριβώνονται και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, εξαλείφονται και τιμωρούνται δεόντως. Συνεπεία της απαιτήσεως αυτής, οι μόνιμοι και οι μη μόνιμοι υπάλληλοι που κατέχουν υπεύθυνες θέσεις σε διοικητική αρχή όπως η Επιτροπή οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους την πιθανή ύπαρξη μιας δικαιολογημένης ανάγκης να ανακοινωθούν ορισμένες πληροφορίες στο κοινό.
166 Πρέπει κατόπιν να υπογραμμισθεί ότι, από την έναρξη έρευνας στηριζόμενης σε υπόνοιες απάτης, είναι δυνατόν να επέλθει προσβολή της υπολήψεως, ιδίως αν η έρευνα αυτή προκαλεί δημοσιότητα εκτός του οργάνου. Η απαλλαγή του ενδιαφερομένου από τις κατηγορίες κατά τη λήξη μιας έρευνας που περιβλήθηκε τέτοια δημοσιότητα σπανίως αρκεί για την πλήρη εξάλειψη της προσβολής που έχει υποστεί στην υπόληψή του. Στο πλαίσιο της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, η ζημία που προκαλείται από την έναρξη και τη διεξαγωγή μιας έρευνας αποκαθίσταται μόνον αν το επίμαχο όργανο υπέπεσε σε πταίσμα που επισύρει την ευθύνη του, όσο λυπηρό και αν είναι τούτο για το άτομο που ενδεχομένως απαλλάσσεται κατά τη λήξη της έρευνας αυτής. Επιπλέον, στο μέτρο κατά το οποίο, πλέον της ηθικής αυτής βλάβης, από μια έρευνα προκαλείται επαγγελματική ασθένεια κατά την έννοια του άρθρου 73 του ΚΥΚ, η διάταξη αυτή παρέχει στον υπάλληλο τη δυνατότητα να λάβει αντιστάθμιση υπό τη μορφή κατ’ αποκοπήν ποσού, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδείξει οποιοδήποτε πταίσμα του οργάνου.
167 Λαμβανομένης υπόψη της πιθανής υπάρξεως μιας δικαιολογημένης ανάγκης να ανακοινωθούν ορισμένες πληροφορίες στο κοινό, το καθήκον αρωγής που βαρύνει τη διοίκηση έναντι των υπαλλήλων της εντείνεται. Η επίταση αυτή του καθήκοντος αρωγής στο ειδικό πλαίσιο μιας έρευνας είναι ακόμη πιο αναγκαία σε ένα πλαίσιο στο οποίο τα ΜΜΕ μπορούν να αμφισβητήσουν δημοσίως την επαγγελματική τιμή ή υπόληψη ορισμένων ατόμων, χειροτερεύοντας έτσι τις ζημίες που έχουν ήδη υποστεί τα άτομα αυτά, μέχρι σημείου που να τις καθιστούν ανεπανόρθωτες.
168 Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων πρέπει να εξετασθούν τα μέτρα δημοσιότητας που ελήφθησαν από την Επιτροπή σε σχέση με την έναρξη της έρευνας της OLAF και την ανατοποθέτηση του προσφεύγοντος-ενάγοντος.
169 Εν προκειμένω, αφής στιγμής η ΑΔΑ επέλεξε, στο πλαίσιο της θεμιτής ασκήσεως της εξουσίας της εκτιμήσεως, να ανατοποθετήσει τον προσφεύγοντα-ενάγοντα στις Βρυξέλλες κατά τη διάρκεια της έρευνας, το όργανο εδικαιούτο να θεωρήσει ότι το συμφέρον της υπηρεσίας δικαιολογούσε τη λήψη μέτρων ενημερώσεως του κοινού γι’ αυτήν την ανατοποθέτηση. Ειδικότερα, λαμβανομένου υπόψη, αφενός, του γεγονότος ότι ο προσφεύγων-ενάγων βρισκόταν σε τακτική επαφή με τον Τύπο λόγω των καθηκόντων του ως προϊσταμένου της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στο Παρίσι και, αφετέρου, του ενδιαφέροντος που ορισμένοι δημοσιογράφοι είχαν ήδη εκδηλώσει για τις υπόνοιες παρατυπιών στο Σπίτι της Ευρώπης της Avignon και του Vaucluse, ορισμένοι εξ αυτών θα είχαν αναπόφευκτα διαπιστώσει την απουσία του από την εν λόγω αντιπροσωπεία αν το όργανο δεν είχε παράσχει καμία πληροφορία. Η διαπίστωση της απουσίας αυτής θα είχε δώσει τροφή σε διάφορες εικασίες του Τύπου, που θα μπορούσαν να βλάψουν τόσο τα συμφέροντα του προσφεύγοντος-ενάγοντος όσο και τα συμφέροντα της Επιτροπής.
170 Αυτή η αναπόφευκτη άρση της εμπιστευτικότητας που αφορούσε όχι μόνον τη λήψη του μέτρου ανατοποθετήσεως αλλά και την ταυτότητα του προσφεύγοντος-ενάγοντος, ο οποίος ήταν προφανώς ένας από τους δύο υπαλλήλους που αφορούσε το εν λόγω μέτρο, οφειλόταν στη φύση της θέσεως που αυτός κατείχε και όχι στη βούληση της Επιτροπής, και συνεπαγόταν το προφανές συμφέρον της υπηρεσίας να καταφύγει σε ενδεδειγμένη δημοσιότητα για να αποφευχθούν φήμες επιζήμιες για τους δύο υπαλλήλους καθώς και για το όργανο. Έτσι, υπό τις ειδικές περιστάσεις της υποθέσεως, οι αποκαλύψεις στον Τύπο, τόσο της υπάρξεως μιας έρευνας της OLAF όσο και της ανατοποθετήσεως των δύο υπαλλήλων τους οποίους αφορούσε η έρευνα αυτή, δεν μπορούν, αυτές καθεαυτές, να θεωρηθούν ως αντιβαίνουσες στις ιδιαίτερες επιταγές περί εμπιστευτικότητας των ερευνών της OLAF.
171 Απομένει ωστόσο να καθοριστεί αν η δημοσιότητα με την οποία η Επιτροπή περιέβαλε το ζήτημα παρέμεινε εντός των δικαιολογημένων από το συμφέρον της υπηρεσίας ορίων.
172 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι με την πληροφόρηση που δόθηκε στον Τύπο από την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της έρευνας της OLAF δεν τηρήθηκε η ορθή ισορροπία των συμφερόντων του προσφεύγοντος-ενάγοντος και του οργάνου. Αν και ο αρχικός σκοπός της Επιτροπής να δώσει σύντομα τέλος σε φήμες και εικασίες που θα είχαν δημιουργηθεί εφόσον δεν είχε παρασχεθεί καμία πληροφορία σχετικά με την ανατοποθέτηση του προσφεύγοντος-ενάγοντος ήταν θεμιτός, η δημοσιότητα την οποία έδωσε από την έναρξη της έρευνας της OLAF μέχρι την υποβολή της τελικής εκθέσεως έρευνας φαίνεται επιλήψιμη από πολλές απόψεις.
173 Αφενός, το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε την πρωτοβουλία να δημοσιεύσει το δικό της ανακοινωθέν Τύπου, πέραν του ανακοινωθέντος που είχε δημοσιεύσει η OLAF, με το οποίο ανήγγελε την έναρξη της έρευνας, συνιστά πρακτική εφαρμοζόμενη σχετικά σπάνια, όπως διευκρίνισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου ΔΔ. Αυτή η αρκετά ασυνήθιστη επιλογή, η οποία αναπόφευκτα προσήλκυσε την προσοχή στα επίμαχα γεγονότα, επέβαλλε ως εκ τούτου στην Επιτροπή την υποχρέωση να επιδείξει ιδιαίτερη προσοχή στα συμφέροντα του προσφεύγοντος-ενάγοντος και να προβλέψει ειδικές εγγυήσεις για την προστασία των συμφερόντων του.
174 Αφετέρου, η διατύπωση του ανακοινωθέντος Τύπου που είχε δημοσιεύσει η Επιτροπή άφηνε να εννοηθεί ότι οι δύο ανατοποθετηθέντες στις Βρυξέλλες ενδιαφερόμενοι εμπλέκονταν προσωπικά στις πιθανές παρατυπίες που αποτελούσαν το αντικείμενο της έρευνας της OLAF. Μολονότι οι περί ων ο λόγος υπάλληλοι δεν κατονομάζονταν στο εν λόγω ανακοινωθέν Τύπου, τα συμφραζόμενα καθιστούσαν δυνατή την ευχερή αναγνώρισή τους από κάθε ευλόγως ενημερωμένο δημοσιογράφο. Έτσι, το γεγονός που επικαλέσθηκε η Επιτροπή ότι δεν κατονόμασε τους περί ων ο λόγος υπαλλήλους φαίνεται ότι δεν ασκεί συναφώς καμία επιρροή.
175 Τέλος, το ανακοινωθέν αυτό Τύπου περιέχει μια ανακρίβεια. Ειδικότερα, αναφέρει ότι η Επιτροπή ζήτησε από την OLAF να εξετάσει τη δυνατότητα ενάρξεως έρευνας, μολονότι κατά την ημερομηνία δημοσιεύσεως του εν λόγω ανακοινωθέντος, στις 21 Νοεμβρίου 2002, η Επιτροπή είχε πλήρη γνώση του γεγονότος ότι μια έρευνα ήταν σε εξέλιξη, διότι η έρευνα είχε αρχίσει στις 15 Νοεμβρίου 2002.
176 Ασφαλώς, κατά τη συνέντευξη Τύπου της 21ης Νοεμβρίου 2002, ο εκπρόσωπος Τύπου της Επιτροπής εκφράστηκε με ορισμένες επιφυλάξεις. Ειδικότερα, έλαβε μεταξύ άλλων την πρόνοια να τονίσει ότι κανείς δεν κατηγορούνταν και ότι οι αποφάσεις περί ανατοποθετήσεως σε άλλη υπηρεσία εντός της ίδιας Γενικής Διευθύνσεως είχαν ληφθεί προς αποφυγή οποιασδήποτε συγκρούσεως συμφερόντων και προς διασφάλιση της ομαλής διεξαγωγής της έρευνας. Ωστόσο, η σχετική επιφύλαξη με την οποία εκφράστηκε ο εν λόγω εκπρόσωπος Τύπου σε αυτή τη συνέντευξη Τύπου δεν ήταν αρκετή για να εξαλείψει τη ζημία που προκλήθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα κατά τη δημοσίευση του ανακοινωθέντος Τύπου της 21ης Νοεμβρίου 2002, το οποίο ενοχοποίησε τους δύο υπαλλήλους και προκάλεσε τις μεταγενέστερες ερωτήσεις των δημοσιογράφων.
177 Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν έλαβε καμία ίδια πρωτοβουλία προκειμένου να περιβάλει με δημοσιότητα την τελική έκθεση έρευνας της OLAF, της 6ης Μαΐου 2003, τα συμπεράσματα της οποίας απαλλάσσουν τον προσφεύγοντα-ενάγοντα ως προς τους ισχυρισμούς που προκάλεσαν την έναρξη της έρευνας αυτής. Η μόνη δημόσια τοποθέτηση της Επιτροπής μετά την έκθεση αυτή έγινε σε απάντηση ερωτήσεως δημοσιογράφου στις 17 Ιουνίου 2003, κατά την τακτική συνέντευξη Τύπου του εκπροσώπου Τύπου της Επιτροπής, ο οποίος, με την ευκαιρία της ερωτήσεως αυτής, εξέφρασε την απόλυτη συμπάθειά του ίδιου, καθώς και του οργάνου, προς τον προσφεύγοντα-ενάγοντα.
178 Η τοποθέτηση αυτή, η οποία έγινε με σχετική καθυστέρηση, δεν συγκρίνεται, ούτε ως προς τον τρόπο με τον οποίο έγινε ούτε ως προς την έντασή της, με τη δημοσιότητα που είχε δοθεί στην ανατοθέτηση του προσφεύγοντος-ενάγοντος στο πλαίσιο της ενάρξεως της έρευνας. Υπάρχει έτσι σαφής δυσαναλογία μεταξύ της δημοσιότητας που δόθηκε στην ανατοποθέτηση του προσφεύγοντος-ενάγοντος στο πλαίσιο της ενάρξεως της έρευνας και της δημοσιότητας που δόθηκε κατόπιν της υποβολής της τελικής εκθέσεως της OLAF. Η σημαντική δημοσιότητα που δόθηκε από την Επιτροπή κατά την ανατοποθέτηση του προσφεύγοντος-ενάγοντος, η οποία είχε πρόδηλο καταστρεπτικό αποτέλεσμα για την υπόληψή του, δεν αντισταθμίστηκε από καμία επανορθωτική ενέργεια της Επιτροπής όταν η OLAF δημοσίευσε την τελική της έκθεση έρευνας.
179 Το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ο προσφεύγων-ενάγων αποκαταστάθηκε με τη συνέντευξη Τύπου της 20ής Δεκεμβρίου 2002, κατά την οποία ο εκπρόσωπος Τύπου της Επιτροπής ανακοίνωσε δημοσίως την άρση του συντηρητικού μέτρου ανατοποθετήσεως που είχε επιβληθεί στον ενδιαφερομένο, δεν μπορεί να αποδυναμώσει το συμπέρασμα αυτό. Ειδικότερα, κατά την ημερομηνία αυτή η έρευνα ήταν ακόμη σε εξέλιξη και οι υπόνοιες απάτης, για τις οποίες είχε ενημερωθεί ο Τύπος με το ανακοινωθέν Τύπου της 21ης Νοεμβρίου 2002, εξακολουθούσαν κατά συνέπεια να υφίστανται. Σε αντίθεση με τα υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, η ανακοίνωση της άρσεως του επιβληθέντος στον προσφεύγοντα-ενάγοντα συντηρητικού μέτρου δεν μπορεί συνεπώς να θεωρείται ως επέχουσα την αποκατάστασή του.
180 Έτσι, λαμβάνοντας την πρωτοβουλία να δημοσιεύσει ανακοινωθέν Τύπου το περιεχόμενο του οποίου άφηνε να εννοηθεί ότι ο ανατοποθετηθείς στις Βρυξέλλες προσφεύγων-ενάγων εμπλεκόταν προσωπικά στις πιθανές παρατυπίες που αποτελούσαν το αντικείμενο της έρευνας της OLAF και παραλείποντας να λάβει τα επανορθωτικά μέτρα που ήταν ικανά να αντισταθμίσουν την ασυνήθη αρνητική δημοσιότητα που δόθηκε με τη διανομή αυτού του ανακοινωθέντος Τύπου, η Επιτροπή έλαβε ανεπαρκώς υπόψη τα συμφέροντα του προσφεύγοντος-ενάγοντος σε σύγκριση με τα δικά της συμφέροντα και δεν μείωσε στο αυστηρώς ελάχιστο τη ζημία που του προκάλεσε η έναρξη της έρευνας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή παρέβη το καθήκον αρωγής που υπέχει έναντι των υπαλλήλων της.
– Επί της αιτιάσεως που αντλείται από συκοφαντικές και δυσφημιστικές δηλώσεις
181 Σε ό,τι αφορά την αιτίαση ότι ο εκπρόσωπος Τύπου της Επιτροπής, βεβαιώνοντας, κατά τη συνέντευξη Τύπου της 21ης Νοεμβρίου 2002, ότι η διαχείριση των επιδοτήσεων της Επιτροπής στα Σπίτια της Ευρώπης ανήκε στις αντιπροσωπείες, διέδωσε ένα συκοφαντικό και δυσφημιστικό ισχυρισμό, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, μολονότι ο ισχυρισμός αυτός ήταν από κάποιες απόψεις ανακριβής, διατυπώθηκε με σχετική επιφύλαξη και με αναφορά ιδίως στο ότι η διαχείριση των επιδοτήσεων αυτών ανήκε σε περισσότερους παρεμβαίνοντες. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι δηλώσεις αυτές είχαν προφορικό χαρακτήρα, που δεν καθιστά δυνατό τον ο ίδιο βαθμό ακρίβειας και λεπτών διαφοροποιήσεων όπως οι γραπτές δηλώσεις. Οι δηλώσεις αυτές δεν έχουν επομένως την προβαλλόμενη από τον προσφεύγοντα-ενάγοντα εμβέλεια.
182 Ως εκ τούτου, η αιτίαση ότι ο εκπρόσωπος Τύπου της Επιτροπής προέβη σε συκοφαντικές και δυσφημιστικές δηλώσεις είναι αβάσιμη.
Συμπέρασμα του Δικαστηρίου ΔΔ ως προς την ύπαρξη πταίσματος της Επιτροπής
183 Το Δικαστήριο ΔΔ καταλήγει συνεπώς στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή, αγνοώντας, αφενός, το θεμιτό συμφέρον του προσφεύγοντος-ενάγοντος να ενημερωθεί απευθείας από την ΑΔΑ, και και όχι μέσω του Τύπου, για την αποκατάστασή του στα καθήκοντά του στο Παρίσι, και περιβάλλοντας, αφετέρου, την ανατοποθέτηση του προσφεύγοντος-ενάγοντος στο πλαίσιο της έρευνας της OLAF με αυξημένη δημοσιότητα χωρίς να αποκαταστήσει δεόντως τη ζημία που του προκάλεσε η ασυνήθης αυτή δημοσιότητα, παρέβη το καθήκον αρωγής που υπέχει έναντι των υπαλλήλων της και υπέπεσε σε υπηρεσιακά πταίσματα δυνάμενα να θεμελιώσουν ευθύνη της.
184 Ως εκ τούτου, πρέπει να εξετασθεί αν οι προβαλλόμενες ζημίες επήλθαν πράγματι και αν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των διαπιστωθέντων από το Δικαστήριο ΔΔ πταισμάτων και των επελθουσών ζημιών.
2. Επί των ζημιών
Επιχειρήματα των διαδίκων
185 Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, τα πταίσματα στα οποία υπέπεσε η Επιτροπή έγιναν αιτία σοβαρού τραυματισμού του, προκαλώντας βαθύ και μακροχρόνιο κλονισμό που είχε ως συνέπεια να αναγνωρισθεί η αναπηρία του από 1ης Μαΐου 2004. Εξαιτίας της αναπηρίας αυτής, υπέστη υλική ζημία, συνιστάμενη στη διαφορά μεταξύ του ύψους του βασικού μισθού του και του ύψους της συντάξεώς του αναπηρίας, κατά το διάστημα από την ημερομηνία αναγνωρίσεως της αναπηρίας του μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία μπορούσε να αξιώσει σύνταξη αρχαιότητας, ήτοι διάστημα 55 μηνών. Η υλική του ζημία ανέρχεται έτσι στο ποσό των 264 000 ευρώ.
186 Επιπλέον, τα πταίσματα της Επιτροπής έθιξαν σοβαρά την τιμή και την υπόληψή του και κατέστρεψαν το τέλος της σταδιοδρομίας του. Υπέστη έτσι ηθική βλάβη, την οποία ενέτεινε κατά πολύ η άρνηση της ΑΔΑ να αναγνωρίσει τα διαπραχθέντα σφάλματα και η οποία πρέπει να αποτιμηθεί σε 500 000 ευρώ.
187 Κατά το στάδιο της έγγραφης διαδικασίας, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η ζημία του προσφεύγοντος-ενάγοντος και ο αιτιώδης σύνδεσμός της με τα προβαλλόμενα πταίσματα δεν μπορούν να εξετασθούν εφόσον η κινηθείσα δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ διαδικασία δεν έχει περατωθεί. Υπογράμμισε ειδικότερα ότι η ζημία του προσφεύγοντος-ενάγοντος πρέπει να εκτιμηθεί συνυπολογιζομένων των παροχών που λαμβάνονται δυνάμει της διατάξεως αυτής, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα απόφαση Lucaccioni κατά Επιτροπής.
188 Με τις παρατηρήσεις της οι οποίες περιήλθαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 10 Νοεμβρίου 2006 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2006) και οι οποίες ακολούθησαν την παραίτηση του προσφεύγοντος-ενάγοντος από τη διαδικασία που είχε κινήσει δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ, η Επιτροπή εκτιμά ότι το τελευταίο αυτό γεγονός δεν μπορεί να μεταβάλει το περιεχόμενο της διαφοράς. Προβάλλει ότι η ζημία πρέπει να εκτιμάται αντικειμενικά και δεν είναι στη διάθεση των διαδίκων. Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων-ενάγων δεν μπορεί, με την εν λόγω παραίτηση, να αυξήσει την αποζημίωση που ζητεί προς αποκατάσταση της ζημίας του. Τονίζει εξάλλου ότι ο προσφεύγων-ενάγων έχει κάθε συμφέρον να ανακαλέσει την παραίτησή του και να ζητήσει την επανέναρξη της διαδικασίας που είχε κινήσει δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ.
189 Με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η Επιτροπή υπογραμμίζει, επικουρικώς, το υπερβολικό μέγεθος των ποσών που αξιώνει ο προσφεύγων-ενάγων για την ηθική του βλάβη.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ
190 Καταρχάς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι τόσο η υλική ζημία όσο και η ηθική βλάβη που προκύπτουν από πταίσματα τα οποία προβάλλει ο προσφεύγων-ενάγων, την ύπαρξη των οποίων όμως δεν διαπίστωσε το Δικαστήριο ΔΔ, ιδίως τα πταίσματα σε σχέση με την ενημέρωση της OLAF από την Επιτροπή για τις εικαζόμενες παρατυπίες στο Info-Point Europe της Avignon και με την απόφαση περί ανατοποθετήσεως στις Βρυξέλλες, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.
191 Κατά τα λοιπά, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της υλική ζημίας και της ηθικής βλάβης που προβάλλει ο προσφεύγων-ενάγων.
Επι της υλικής ζημίας
192 Ο προσφεύγων-ενάγων προβάλλει υλική ζημία συνιστάμενη σε απώλεια αποδοχών, εξαιτίας της αναπηρίας του, η οποία είναι αποτέλεσμα της ασθένειας από την οποία πάσχει και για την οποία ισχυρίσθηκε ότι έχει επαγγελματική φύση, κινώντας διαδικασία δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ.
193 Πρέπει όμως να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο ΔΔ δεν έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των όρων υπηρεσίας ενός υπαλλήλου και της ασθένειας την οποία επικαλείται. Ειδικότερα, το άρθρο 19 της ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως προβλέπει ότι η απόφαση σχετικά με την αναγνώριση της επαγγελματικής προέλευσης μιας ασθένειας λαμβάνεται από την ΑΔΑ, με βάση τα συμπεράσματα του ιατρού ή των ιατρών που έχουν ορίσει τα όργανα και, με αίτηση του υπαλλήλου, μετά από γνωμάτευση της υγειονομικής επιτροπής του άρθρου 23 της εν λόγω ρυθμίσεως. Το άρθρο 12, παράγραφος 1, της ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως προβλέπει ότι, σε περίπτωση ολικής μόνιμης αναπηρίας του υπαλλήλου συνεπεία ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας, του καταβάλλεται το κεφάλαιο που προβλέπεται στο άρθρο 73, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του ΚΥΚ, ήτοι κεφάλαιο ίσο προς το οκταπλάσιο του ετησίου βασικού μισθού του υπαλλήλου, υπολογιζομένου βάσει των μηνιαίων μισθών που είχαν χορηγηθεί κατά τους δώδεκα μήνες πριν από το ατύχημα.
194 Συνεπώς, το καθεστώς που θεσπίστηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 73 του ΚΥΚ προβλέπει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση σε περίπτωση ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας, χωρίς να είναι αναγκαίο για τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει οποιοδήποτε πταίσμα του οργάνου. Η νομολογία διευκρινίζει ότι μόνον εφόσον προκύπτει ότι το εκ του ΚΥΚ προβλεπόμενο σύστημα δεν επιτρέπει την παροχή κατάλληλης αποζημιώσεως για την επελθούσα ζημία δικαιούται ο υπάλληλος να ζητήσει συμπληρωματική αποκατάσταση (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 1986, 169/83 και 136/84, Leussink κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2801, σκέψη 13, και της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑257/98 P, Lucaccioni κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑5251, σκέψη 22· προπαρατεθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου Lucaccioni κατά Επιτροπής, σκέψη 74, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 15 Δεκεμβρίου 1999, T‑300/97, Latino κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑259 και II‑1263, σκέψη 95).
195 Συνεπώς, τα αιτήματα του προσφεύγοντος-ενάγοντος για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της ασθένειας από την οποία πάσχει και της αναπηρίας που επήλθε εξαιτίας της πρέπει να απορριφθούν.
196 Το συμπέρασμα αυτό δεν αποδυναμώνεται από το γεγονός ότι ο προσφεύγων-ενάγων παραιτήθηκε από τη διαδικασία που είχε κινήσει δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ. Ειδικότερα, η εν λόγω παραίτηση δεν επηρεάζει καθόλου την εφαρμογή του κανόνα δικαίου σύμφωνα με τον οποίο η αναγνώριση της επαγγελματικής προελεύσεως μιας ασθένειας είναι αρμοδιότητα της ΑΔΑ.
Επί της ηθικής βλάβης
197 Ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει ότι τα πταίσματα στα οποία υπέπεσε η Επιτροπή του προξένησαν ηθική βλάβη, η οποία συνίσταται ιδίως σε προσβολή της τιμής του και της επαγγελματικής υπολήψεώς του, καθώς και σε διαρκή επιδείνωση της υγείας του.
198 Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η διαδικασία που προβλέπεται σε εκτέλεση του άρθρου 73 του ΚΥΚ έχει ως σκοπό την κατ’ αποκοπήν αποκατάσταση τόσο της υλικής ζημίας όσο και της ηθικής βλάβης που επέρχονται από μια επαγγελματική ασθένεια.
199 Κατά συνέπεια, τα αιτήματα του προσφεύγοντος-ενάγοντος για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη σε συνάφεια με την ασθένεια από την οποία πάσχει και την αναπηρία που επήλθε εξαιτίας της πρέπει επίσης να απορριφθούν.
200 Ειδικότερα, η ζημία που προκλήθηκε από την παραβίαση της αρχής του καθήκοντος αρωγής, την οποία διέπραξε η Επιτροπή κατά την αποκατάσταση του προσφεύγοντος-ενάγοντος στα καθήκοντά του στο Παρίσι, η οποία διαπιστώθηκε στη σκέψη 163 της παρούσας αποφάσεως, δεν μπορεί να αποκατασταθεί στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής αποζημιώσεως. Ειδικότερα, πρέπει να θεωρηθεί ότι η παραβίαση αυτή της αρχής του καθήκοντος αρωγής, ως εκ της φύσεώς της, μπορούσε μόνο να φέρει τον προσφεύγοντα-ενάγοντα σε κατάσταση άγχους και αγωνίας και κατ’ αυτόν τον τρόπο να προκαλέσει ή να επιβαρύνει ζημία συνδεόμενη με την ασθένεια από την οποία πάσχει. Ωστόσο, η διαδικασία που προβλέπεται σε εκτέλεση του άρθρου 73 του ΚΥΚ είναι αυτή που καθιστά δυνατή, καταρχήν, την αποκατάσταση ζημίας αυτής της φύσεως.
201 Αντιθέτως, η πτυχή της προβαλλόμενης από τον προσφεύγοντα-ενάγοντα ηθικής βλάβης, η οποία συνίσταται σε προσβολή της τιμής και της υπολήψεώς του, δεν συνδέεται με την ασθένεια από την οποία πάσχει και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί κατ’ αποκοπήν δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ.
202 Συνεπώς, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον είναι υπαρκτή αυτή η πτυχή της ηθικής βλάβης την οποία επικαλείται ο προσφεύγων-ενάγων.
203 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η δημοσιότητα που ακολούθησε την έναρξη της έρευνας της OLAF άφησε να εννοηθεί ότι υπήρχαν υπόνοιες εμπλοκής του προσφεύγοντος-ενάγοντος στις παρατυπίες και απάτες που αποτέλεσαν το αντικείμενο της έρευνας αυτής. Στο μέτρο κατά το οποίο πολλά άρθρα που δημοσιεύτηκαν στον γαλλικό Τύπο και τα οποία κατονόμασαν τον προσφεύγοντα-ενάγοντα εξιστόρησαν την ανατοποθέτησή του στο πλαίσιο της έρευνας αυτής και του γενικότερου ζητήματος των υπονοιών για απάτες στο Σπίτι της Ευρώπης της Avignon και του Vaucluse, ο προσφεύγων-ενάγων υπέστη προσβολή στην τιμή και στην επαγγελματική υπόληψή του όχι μόνον εντός του οργάνου αλλά και ευρύτερα στο κοινό. Τη ζημία αυτή δεν εξάλειψαν ούτε η ανακοίνωση από την Επιτροπή της άρσεως του συντηρητικού μέτρου που του είχε επιβληθεί, ούτε η έκφραση συμπάθειας του εκπροσώπου Τύπου της Επιτροπής κατά τη συνέντευξη Τύπου της 17ης Ιουνίου 2003.
204 Ως εκ τούτου, εναπόκειται στο Δικαστήριο ΔΔ να εξετάσει αν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των υπηρεσιακών πταισμάτων που διαπίστωσε και της πτυχής αυτής της ηθικής βλάβης που υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων.
3. Επί του αιτιώδους συνδέσμου
205 Για να γίνει δεκτός ο αιτιώδης σύνδεσμος, ο προσφεύγων-ενάγων πρέπει να αποδείξει την άμεση και βέβαιη σχέση αιτίου προς αποτέλεσμα μεταξύ του πταίσματος του οικείου οργάνου και της προβαλλομένης ζημίας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 1999, T‑140/97, Hautem κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑171 και II‑897, σκέψη 85).
206 Εν προκειμένω, η δημοσιότητα με την οποία η Επιτροπή επέλεξε να περιβάλει την ανατοποθέτηση του προσφεύγοντος-ενάγοντος στις Βρυξέλλες, ιδίως με το ανακοινωθέν Τύπου της 21ης Νοεμβρίου 2002, όχι μόνο διευκόλυνε την αναγνώρισή του από κάθε ευλόγως ενημερωμένο δημοσιογράφο, αλλά και άφησε να εννοηθεί ότι εμπλεκόταν στις παρατυπίες που αποτελούσαν το αντικείμενο της έρευνας. Η πρωτοβουλία αυτή είχε ως άμεση και προβλέψιμη συνέπεια τη δημοσιοποίηση στο γαλλικό Τύπο, μεταξύ άλλων με το άρθρο της εφημερίδας Le Monde, υπονοιών για ατασθαλίες οι οποίες βάρυναν τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, επιφέροντας έτσι προσβολή της τιμής και της υπολήψεώς του υπερβαίνουσα τη ζημία που αναπόφευκτα υφίσταται υπάλληλος τον οποίο αφορά μια έρευνα της OLAF. Η Επιτροπή δεν επανόρθωσε εν συνεχεία την προσβολή αυτή της τιμής και της υπολήψεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Ειδικότερα, η Επιτροπή απέφυγε να περιβάλει την τελική έκθεση έρευνας της OLAF, η οποία απήλλασσε τον προσφεύγοντα-ενάγοντα ως προς τους ισχυρισμούς που είχαν προκαλέσει την έναρξη της εν λόγω έρευνας, με δημοσιότητα παρόμοια προς εκείνη που επέλεξε να δώσει κατά την ανατοποθέτηση του ενδιαφερομένου στο πλαίσιο της ενάρξεως της έρευνας αυτής. Υφίσταται επομένως άμεση και βέβαιη σχέση αιτίου προς αποτέλεσμα μεταξύ των υπηρεσιακών πταισμάτων του οργάνου, που διαπιστώθηκαν με τη σκέψη 183 της παρούσας αποφάσεως, και της πτυχής της ηθικής βλάβης του προσφεύγοντος-ενάγοντος που συνίσταται σε προσβολή της τιμής και της υπολήψεώς του.
207 Ως εκ τούτου, η Επιτροπή πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα ποσό προς ικανοποίηση αυτής της πτυχής της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη εξαιτίας των υπηρεσιακών πταισμάτων που διαπίστωσε το Δικαστήριο ΔΔ. Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υποθέσεως, το Δικαστήριο ΔΔ καθορίζει ex aequo et bono τη χρηματική αυτή ικανοποίηση σε 15 000 ευρώ.
Επί των δικαστικών εξόδων
208 Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο ΔΔ με την απόφασή του της 26 Απριλίου 2006, F‑16/05, Falcione κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 77 έως 86), για όσο χρόνο ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ και ιδίως οι ειδικές διατάξεις περί δικαστικών εξόδων δεν έχουν τεθεί σε ισχύ, πρέπει να εφαρμόζεται αποκλειστικά ο Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.
209 Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το Πρωτοδικείο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, εξυπακουομένου ότι, δυνάμει του άρθρου 88 του ίδιου Κανονισμού, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, τα όργανα φέρουν τα έξοδά τους.
210 Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσφυγή-αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή, κατά δικαία εκτίμηση των περιστατικών της υποθέσεως, αποφασίζεται ότι η Επιτροπή φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, τα δύο τρίτα των εξόδων του προσφεύγοντος-ενάγοντος.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)
αποφασίζει:
1) Υποχρεώνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να καταβάλει στον J.-L. Giraudy το ποσό των 15 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, η οποία συνίσταται σε προσβολή της υπολήψεως και της τιμής του.
2) Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή κατά τα λοιπά.
3) Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα δύο τρίτα των εξόδων του J.-L. Giraudy.
4) Ο J.-L. Giraudy φέρει το ένα τρίτο των εξόδων του.
Mahoney |
Kanninen |
Gervasoni |
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 2 Μαΐου 2007.
H Γραμματέας |
Ο Πρόεδρος |
W. Hakenberg |
P. Mahoney |
Πίνακας περιεχομένων
Το νομικό πλαίσιο
Α – Διατάξεις σχετικές με τις έρευνες στον τομέα της καταπολεμήσεως της απάτης
Β – Διατάξεις σχετικές με την κάλυψη του κινδύνου της επαγγελματικής ασθένειας
Γ – Διατάξεις σχετικές τις συντάξεις αναπηρίας
Δ – Γενικές διατάξεις του ΚΥΚ
Το ιστορικό της διαφοράς
Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων
Σκεπτικό
Α – Επί του παραδεκτού
1. Επί της ελλείψεως κανονικής προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας
α) Επιχειρήματα των διαδίκων
β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ
2. Επί της ελλείψεως εννόμου συμφέροντος
α) Επιχειρήματα των διαδίκων
β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ
3. Επί του προώρου της προσφυγής-αγωγής
α) Επιχειρήματα των διαδίκων
β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ
B – Επί της αιτήσεως αναστολής της διαδικασίας
1. Επιχειρήματα των διαδίκων
2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ
Γ – Επί της ουσίας
1. Επί των προσαπτομένων στην Επιτροπή πταισμάτων
α) Επί του τρίτου λόγου, που αντλείται από το ανυπόστατο των αιτιάσεων κατά του προσφεύγοντος-ενάγοντος και από πταίσματα των προϊσταμένων του
Επιχειρήματα των διαδίκων
Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ
– Επί της ενημερώσεως της OLAF
– Επί των δυσλειτουργιών που επισημάνθηκαν στο εσωτερικό σύστημα επικοινωνίας της Επιτροπής
β) Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από τον καταχρηστικό και αδικαιολόγητο χαρακτήρα της αποφάσεως περί ανατοποθετήσεως στις Βρυξέλλες
Επιχειρήματα των διαδίκων
Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ
– Επί της αιτιάσεως που αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία της αποφάσεως περί ανατοποθετήσεως στις Βρυξέλλες
– Επί των αιτιάσεων που αντλούνται από παραβίαση του συμφέροντος της υπηρεσίας, της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας
– Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παράβαση του καθήκοντος αρωγής κατά την αποκατάσταση του προσφεύγοντος-ενάγοντος στα καθήκοντά του στο Παρίσι
γ) Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από μη τήρηση της εμπιστευτικότητας της έρευνας
Επιχειρήματα των διαδίκων
Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ
– Επί των αιτιάσεων που αντλούνται από παραβίαση της υποχρεώσεως τηρήσεως εμπιστευτικότητας των ερευνών της OLAF, από το άτοπο της δημοσιότητας που περιέβαλε την ανατοποθέτηση του προσφεύγοντος-ενάγοντος και την παράβαση του καθήκοντος αρωγής κατά την υποβολή της τελικής εκθέσεως της OLAF
– Επί της αιτιάσεως που αντλείται από συκοφαντικές και δυσφημιστικές δηλώσεις
δ) Συμπέρασμα του Δικαστηρίου ΔΔ ως προς την ύπαρξη πταίσματος της Επιτροπής
2. Επί των ζημιών
α) Επιχειρήματα των διαδίκων
β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ
Επι της υλικής ζημίας
Επί της ηθικής βλάβης
3. Επί του αιτιώδους συνδέσμου
Επί των δικαστικών εξόδων
Το κείμενο της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σε αυτήν αποφάσεων των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων οι οποίες δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή βρίσκονται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου των ΕΚ: www.curia.europa.eu
* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.