Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό

Διάδικοι

Στην υπόθεση C-441/05,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το cour administrative d’appel de Douai (Γαλλία) με απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2005, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Δεκεμβρίου 2005, στο πλαίσιο της δίκης

Roquette Frères

κατά

Ministre de l’Agriculture, de l’Alimentation, de la Pêche et de la Ruralité,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen, P. Kūris, R. Silva de Lapuerta και L. Bay Larsen (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: M.-A. Gaudissart, προϊστάμενος διοικητικής μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Σεπτεμβρίου 2006,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

– η Roquette Frères, εκπροσωπούμενη από την N. Coutrelis, avocat,

– η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και J.‑C. Niollet,

– το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από τον A. Gregorio Merino και την A. Westerhof Löfflerová,

– η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον M. Nolin,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 26ης Οκτωβρίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης

1. Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά το κύρος:

– του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1785/81 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1981, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ L 177, σ. 4),

– του άρθρου 27, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2038/1999 του Συμβουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου 1999, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ L 252, σ. 1),

– του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) 2073/2000 της Επιτροπής, της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, για τη μείωση στον τομέα της ζάχαρης της εγγυημένης ποσότητας στο πλαίσιο του καθεστώτος των ποσοστώσεων παραγωγής και των αναμενόμενων μεγίστων αναγκών εφοδιασμού των επιχειρήσεων ραφιναρίσματος στο πλαίσιο των προτιμησιακών καθεστώτων εισαγωγής, για την περίοδο εμπορίας 2000/2001 (ΕΕ L 246, σ. 38),

– του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1260/2001 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 2001, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ L 178, σ. 1),

– του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1745/2002 της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2002, για τη μείωση, στον τομέα της ζάχαρης, της εγγυημένης ποσότητας στο πλαίσιο του καθεστώτος των ποσοστώσεων παραγωγής και των αναμενόμενων μέγιστων αναγκών εφοδιασμού των επιχειρήσεων ραφιναρίσματος στο πλαίσιο των προτιμησιακών καθεστώτων εισαγωγής, για την περίοδο εμπορίας 2002/2003 (ΕΕ L 263, σ. 31), και

– του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1739/2003 της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, για τη μείωση, στον τομέα της ζάχαρης, της εγγυημένης ποσότητας στο πλαίσιο του καθεστώτος των ποσοστώσεων παραγωγής και των αναμενόμενων μεγίστων αναγκών εφοδιασμού των επιχειρήσεων ραφιναρίσματος στο πλαίσιο των προτιμησιακών καθεστώτων εισαγωγής, για την περίοδο εμπορίας 2003/2004 (ΕΕ L 249, σ. 38).

2. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Roquette Frères (στο εξής: Roquette), της μοναδικής παραγωγού ισογλυκόζης με έδρα στη μητροπολιτική Γαλλία, και του ministre de l’Agriculture, de l’Alimentation, de la Pêche et de la Ruralité [Υπουργού Γεωργίας, Τροφίμων, Αλιείας και Αναπτύξεως Αγροτικών Περιοχών] (στο εξής: υπουργός) σχετικά με τις ποσοστώσεις της παραγωγής ισογλυκόζης που χορηγήθηκαν στη Roquette στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα της ζάχαρης.

Το νομικό πλαίσιο

Ο κανονισμός (ΕΟΚ)  1111/77, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1293/79

3. Κατά το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1111/77 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί θεσπίσεως κοινών διατάξεων για την ισογλυκόζη (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/018, σ. 23), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1293/79 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1979 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/025, σ. 176):

«1. Σε κάθε εγκατεστημένη στην Κοινότητα επιχείρηση παραγωγής ισογλυκόζης χορηγείται μια βασική ποσόστωση, για την περίοδο [από 1ης Ιουλίου 1979 έως 30 Ιουνίου 1980].

[…] η βασική ποσόστωση κάθε οικείας επιχειρήσεως ισούται με το διπλάσιο της διαπιστωθείσης, κατά τον παρόντα κανονισμό, παραγωγής της, κατά την περίοδο από 1ης Νοεμβρίου 1978 έως 30 Απριλίου 1979.

2. Σε κάθε επιχείρηση που έλαβε βασική ποσόστωση χορηγείται επίσης μια μέγιστη ποσόστωση ίση με τη βασική της ποσόστωση υπολογιζόμενη με ένα συντελεστή. [...]

[…]»

4. Κατά την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού, οι βασικές ποσοστώσεις χορηγούνταν ονομαστικά σε κάθε οικεία επιχείρηση. Το παράρτημα II του κανονισμού 1111/77, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1293/79, καθόρισε τη βασική ποσόστωση της Roquette σε 15 887 τόνους, υπολογιζόμενους επί ξηράς ουσίας.

5. Κατόπιν προσφυγής που άσκησε η Roquette, το Δικαστήριο ακύρωσε τον κανονισμό 1293/79 λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου (απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1980, 138/79, Roquette Frères κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 313).

Οι κανονισμοί (ΕΟΚ) 387/81 και 388/81

6. Κατόπιν της ακυρώσεως του κανονισμού 1293/79, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 387/81, της 10ης Φεβρουαρίου 1981, περί τροποποιήσεως του κανονισμού 1111/77 (ΕΕ L 44, σ. 1), ο οποίος, μεταξύ άλλων, επανέφερε, μέσω παραπομπής στις διατάξεις του κανονισμού 1111/77, το καθεστώς των ποσοστώσεων, με αναδρομική ισχύ για την περίοδο από 1ης Ιουλίου 1979 έως 30 Ιουνίου 1980.

7. Εν συνεχεία, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 388/81 του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1981, περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΟΚ) 1592/80, περί εφαρμογής των καθεστώτων ποσοστώσεων παραγωγής στους τομείς ζάχαρης και ισογλυκόζης για την περίοδο από 1ης Ιουλίου 1980 έως 30 Ιουνίου 1981 (ΕΕ L 44, σ. 4), ανανέωσε την ισχύ του καθεστώτος των βασικών ποσοστώσεων για την περίοδο από 1ης Ιουλίου 1980 έως 30 Ιουνίου 1981.

Ο κανονισμός 1785/81

8. Ο κανονισμός 1111/77 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 1785/81. Με τον νέο αυτό κανονισμό, οι ποσοστώσεις παραγωγής ισογλυκόζης δεν καθορίζονταν ονομαστικά για κάθε επιχείρηση παραγωγής, αλλά ανά γεωγραφική περιφέρεια.

9. Κατά τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού:

«[…] δικαιολογείται να δοθεί στα κράτη μέλη, στο πλαίσιο ιδιαίτερων κοινοτικών κανόνων και κριτηρίων, η αρμοδιότητα χορηγήσεως των ποσοστώσεων ανά […] βιομηχανία ισογλυκόζης, καθώς και μεταγενέστερης τροποποιήσεως των ποσοστώσεων των υπαρχουσών επιχειρήσεων διά μειώσεως αυτών κατά μία συνολική ποσότητα που δεν δύναται πάντως να υπερβαίνει για όλη την περίοδο, από την 1η Ιουλίου 1981 μέχρι τις 30 Ιουνίου 1986, το 10 % των ποσοστώσεων που καθορίσθηκαν αρχικά σύμφωνα με τα σχετικά κριτήρια και να μετακυλήσουν σε άλλες επιχειρήσεις τις ανακατανεμόμενες ποσότητες ποσοστώσεων […]»

10. Ο κανονισμός 1785/81 είχε αρχικά εφαρμογή στις περιόδους εμπορίας 1981/1982 έως 1985/1986. Το άρθρο 24 του κανονισμού αυτού όριζε τα εξής:

«1. Τα κράτη μέλη παρέχουν, υπό τους όρους του παρόντος τίτλου, μια ποσόστωση Α και μια ποσόστωση Β σε κάθε […] βιομηχανία ισογλυκόζης εγκατεστημένη στο έδαφός τους και η οποία […] έλαβε, κατά την περίοδο από την 1η Ιουλίου 1980 έως τις 30 Ιουλίου 1981, μία βασική ποσόστωση, όπως ορίζεται […] από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1111/77 […]

[...]

3. Η ποσόστωση Α κάθε […] βιομηχανίας ισογλυκόζης είναι ίση με τη βασική ποσόστωση που της χορηγήθηκε για την περίοδο από την 1η Ιουλίου 1980 έως τις 30 Ιουνίου 1981.

[…]

5. Η ποσόστωση Β κάθε επιχειρήσεως παραγωγής ισογλυκόζης είναι ίση προς το 23,55 % της ποσοστώσεώς της Α οριζομένης, σύμφωνα με την παράγραφο 3 […]

[…]»

11. Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, οι βασικές ποσότητες για την παροχή των εν λόγω ποσοστώσεων, όσον αφορά τη μητροπολιτική Γαλλία, καθορίζονταν στους 15 887 τόνους (βασικές ποσότητες A) και στους 4 135 τόνους (βασικές ποσότητες B), υπολογιζόμενους επί ξηράς ουσίας.

12. Τέλος, το άρθρο 25 του κανονισμού 1785/81 καθιστούσε δυνατή τη μεταφορά και τη μείωση των ποσοστώσεων A και των ποσοστώσεων B υπό τις εξής προϋποθέσεις:

«1. Τα κράτη μέλη δύνανται να πραγματοποιούν μεταφορές των ποσοστώσεων Α και Β μεταξύ επιχειρήσεων υπό τους όρους του παρόντος άρθρου και λαμβανομένου υπόψη του συμφέροντος κάθε ενδιαφερομένου μέρους […].

2. Τα κράτη μέλη δύνανται να μειώνουν την ποσόστωση Α και την ποσόστωση Β κάθε […] βιομηχανίας ισογλυκόζης [εγκατεστημένης] στην επικράτειά τους κατά μία συνολική ποσότητα που δεν υπερβαίνει […] το 10 %, κατά περίπτωση, της ποσοστώσεως Α ή της ποσοστώσεως Β […].

[…]

3. Οι ποσότητες των ποσοστώσεων Α ή των ποσοστώσεων Β που ανακατανέμονται παρέχονται ως τέτοιες από τα κράτη μέλη σε μία ή περισσότερες άλλες επιχειρήσεις που έτυχαν ή δεν έτυχαν ποσοστώσεως και είναι εγκατεστημένες στην ίδια περιφέρεια, κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, όπου και οι επιχειρήσεις από τις οποίες ανακατανέμονται αυτές οι ποσότητες.

[…]»

Οι κανονισμοί  2038/1999 και 2073/2000

13. Με τον κανονισμό 2038/1999, το Συμβούλιο καθιέρωσε μια νέα κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα της ζάχαρης, κωδικοποιώντας παράλληλα τον κανονισμό 1785/81, ο οποίος καταργήθηκε.

14. Το άρθρο 26, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2038/1999 προέβλεπε ότι:

«Για να τηρηθούν οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η Κοινότητα στο πλαίσιο της γεωργικής συμφωνίας η οποία συνήφθη σύμφωνα με το άρθρο 300, παράγραφος 2, [ΕΚ], οι εγγυήσεις διαθέσεως […] της ισογλυκόζης […] [που παράγεται] στο πλαίσιο ποσοστώσεων δύνανται να μειωθούν για μία ή περισσότερες συγκεκριμένες περιόδους εμπορίας.»

15. Το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού όριζε τα εξής:

«Τα κράτη μέλη χορηγούν, υπό τους όρους του παρόντος κεφαλαίου, ποσόστωση Α και ποσόστωση Β σε κάθε επιχείρηση που παράγει […] ισογλυκόζη, είναι εγκατεστημένη στο έδαφός τους και […]:

– […] έχει λάβει κατά την περίοδο εμπορίας 1994/1995 ποσόστωση Α και Β,

[…]»

16. Οι βασικές ποσότητες για τη χορήγηση των εν λόγω ποσοστώσεων A και B, όπως προβλέπονταν στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, ήταν ίδιες με αυτές που είχαν καθορισθεί προηγουμένως, για τις περιόδους εμπορίας 1981/1982 έως 1985/1986, με το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 1785/81.

17. Τέλος, το άρθρο 30 του κανονισμού 2038/1999 προέβλεπε τη μεταφορά και τη μείωση των ποσοστώσεων Α και Β υπό προϋποθέσεις ανάλογες των προβλεπομένων στο άρθρο 25 του κανονισμού 1785/81.

18. Ο κανονισμός 2073/2000, ο οποίος εκδόθηκε βάσει του άρθρου 26, παράγραφος 5, του κανονισμού 2038/1999, αποσκοπούσε στη μείωση, για την περίοδο εμπορίας 2000/2001, των ποσοστώσεων που είχαν χορηγηθεί με τον δεύτερο από τους κανονισμούς αυτούς. Το άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού αυτού όριζε ότι:

«2. Η διαφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 1 [498 800 τόνοι] κατανέμεται κατά προϊόν και κατά περιοχή σύμφωνα με το παράρτημα Ι.

Μετά τη μείωση με τη διαφορά, οι βασικές ποσότητες που χρησιμοποιούνται για την κατανομή των ποσοστώσεων παραγωγής στις βιομηχανίες παραγωγής, για την περίοδο εμπορίας 2000/2001, είναι αυτές που εμφαίνονται στο παράρτημα II.

3. Για κάθε επιχείρηση παραγωγής στην οποία έχει κατανεμηθεί μια ποσόστωση παραγωγής για την περίοδο εμπορίας 2000/2001, τα κράτη μέλη καθορίζουν τη διαφορά που τους αναλογεί, καθώς και τις ποσοστώσεις Α και Β που έχουν τροποποιηθεί μετά την εφαρμογή της διαφοράς αυτής [...]»

Οι κανονισμοί 1260/2001, 1745/2002 και 1739/2003

19. Ο κανονισμός 1260/2001 ίσχυε για τις περιόδους εμπορίας 2001/2002 έως 2005/2006.

20. Από τα άρθρα 10, παράγραφος 2, και 11, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι οι βασικές ποσότητες παραγωγής ισογλυκόζης ανέρχονταν, όσον αφορά τη μητροπολιτική Γαλλία, σε 15 747,1 τόνους (βασική ποσότητα A) και σε 4 098,6 τόνους (βασική ποσότητα B), υπολογιζόμενους επί ξηράς ουσίας.

21. Το άρθρο 11, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού προέβλεπε ότι:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, παράγραφοι 3 έως 6, και του άρθρου 12, οι ποσοστώσεις Α και Β […] των επιχειρήσεων παραγωγής ισογλυκόζης […] είναι αυτές οι οποίες χορηγήθηκαν από τα κράτη μέλη για την περίοδο εμπορίας 2000/2001 πριν από την εφαρμογή του άρθρου 26, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 2038/1999 […]»

22. Το άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 1260/2001, όπως και το άρθρο 26, παράγραφος 5, του κανονισμού 2038/1999, παρείχε τη δυνατότητα μειώσεως της εγγυημένης ποσότητας στο πλαίσιο του καθεστώτος των ποσοστώσεων παραγωγής, για λόγους συμμορφώσεως προς διεθνείς δεσμεύσεις.

23. Τέλος, όπως το άρθρο 25 του κανονισμού 1785/81 και το άρθρο 30 του κανονισμού 2038/1999, το άρθρο 12 του κανονισμού 1260/2001 όριζε ότι τα κράτη μέλη δύνανται να πραγματοποιούν μεταφορές των ποσοστώσεων Α και των ποσοστώσεων Β μεταξύ επιχειρήσεων.

24. Βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 1260/2001, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό 1745/2002, ο οποίος είχε ως σκοπό τη μείωση των εγγυημένων ποσοτήτων στο πλαίσιο του καθεστώτος ποσοστώσεων παραγωγής για την περίοδο εμπορίας 2002/2003. Το άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού αυτού όριζε ότι:

«2. Η μείωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 [862 475 τόνοι] κατανέμεται κατά προϊόν και κατά περιοχή σύμφωνα με το παράρτημα I.

Μετά τη μείωση, οι βασικές ποσότητες που χρησιμοποιούνται για την κατανομή των ποσοστώσεων παραγωγής στις βιομηχανίες παραγωγής για την περίοδο εμπορίας 2002/2003 είναι αυτές που εμφαίνονται στο παράρτημα II.

3. Για κάθε επιχείρηση παραγωγής στην οποία έχει κατανεμηθεί μια ποσόστωση παραγωγής για την περίοδο εμπορίας 2002/2003, τα κράτη μέλη καθορίζουν τη μείωση που τους αναλογεί, καθώς και την ποσόστωση Α και την ποσόστωση Β που έχουν τροποποιηθεί μετά την εφαρμογή της μειώσεως αυτής […]»

25. Τέλος, οι ποσοστώσεις παραγωγής ισογλυκόζης μειώθηκαν εκ νέου βάσει του άρθρου 1 του κανονισμού 1739/2003 για την περίοδο εμπορίας 2003/2004.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

26. Με απόφαση της 28ης Ιουνίου 2000, ο διευθυντής οικονομικών και διεθνών θεμάτων του Υπουργείου Γεωργίας επιβεβαίωσε στη Roquette το ύψος των ετήσιων ποσοστώσεων παραγωγής ισογλυκόζης που είχαν χορηγηθεί στην εταιρία αυτή βάσει των κανονισμών 1785/81 και 2038/1999 από την περίοδο εμπορίας 1981/1982 και εφεξής, δηλαδή 15 887 τόνοι για την ισογλυκόζη A και 4 135 τόνοι για την ισογλυκόζη B.

27. Εν συνεχεία, με απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2000, ο υπουργός μείωσε τις ποσοστώσεις που είχαν χορηγηθεί στη Roquette βάσει του κανονισμού 2073/2000 κατά 606,6 τόνους ισογλυκόζης A και 157,9 τόνους ισογλυκόζης B, καθορίζοντας, επομένως, το ύψος των πσοσοστώσεων αυτών για την περίοδο εμπορίας 2000/2001 στους 15 280,4 τόνους και 3 977,1 τόνους αντιστοίχως.

28. Με απόφαση της 13ης Ιουλίου 2001, η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 1260/2001, ο υπουργός καθόρισε, για τις περιόδους εμπορίας 2001/2002 έως 2005/2006, το ύψος των ποσοστώσεων παραγωγής της Roquette στους 15 747,1 τόνους για την ισογλυκόζη A και στους 4 098,6 τόνους για την ισογλυκόζη B.

29. Με απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2002, η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή των κανονισμών 1745/2002 και 1739/2003, ο υπουργός αυτός «αποχαρακτήρισε», όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2002/2003, 1 048,9 τόνους ισογλυκόζης A και 273 τόνους ισογλυκόζης B, καθορίζοντας, επομένως, το ύψος των ποσοστώσεων παραγωγής της Roquette στους 14 698,2 τόνους και στους 3 825,6 τόνους αντιστοίχως. Επίσης, με απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2003, «αποχαρακτήρισε» 262,1 τόνους ισογλυκόζης A και 68,2 τόνους ισογλυκόζης B, όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2003/2004, καθορίζοντας, συνεπώς, το ύψος των εν λόγω ποσοστώσεων για τη συγκεκριμένη περίοδο εμπορίας στους 15 485 τόνους και στους 4 030,4 τόνους αντιστοίχως.

30. Η Roquette κατέθεσε προσφυγές ενώπιον του tribunal administratif de Lille με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της 28ης Ιουνίου 2000 και των τεσσάρων προπαρατεθεισών υπουργικών αποφάσεων, προβάλλοντας την έλλειψη νομιμότητας των έξι κανονισμών βάσει των οποίων εκδόθηκαν η προαναφερθείσα απόφαση του διευθυντή οικονομικών και διεθνών θεμάτων και οι υπουργικές αποφάσεις αυτές.

31. Το εν λόγω δικαστήριο, αφού αποφάσισε τη συνεκδίκαση των πέντε προσφυγών αυτών, τις απέρριψε με απόφαση της 11ης Μαρτίου 2004, κρίνοντας ότι η Roquette όφειλε να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων κατά του κανονισμού 1785/81 και των πέντε μεταγενέστερων κανονισμών.

32. Τα αιτήματα της προσφεύγουσας απορρίφθηκαν, συνεπώς, στο σύνολό τους χωρίς να εξετασθούν επί της ουσίας, δεδομένου ότι το δικαστήριο αυτό αποφάνθηκε κατ’ εφαρμογή της νομολογίας του Δικαστηρίου που διατυπώθηκε με την απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2001, C‑239/99, Nachi Europe (Συλλογή 2001, σ. I‑1197), κατά την οποία ο προσφεύγων δεν μπορεί να προβάλει ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου την ένσταση της ελλείψεως νομιμότητας κοινοτικής πράξεως την οποία δεν προσέβαλε ευθέως ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων εντός της προβλεπόμενης για την άσκηση προσφυγής προθεσμίας.

33. Η Roquette άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του cour administrative d’appel de Douai.

34. Υπό τις συνθήκες αυτές, το cour administrative d’appel de Douai αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) [...] Ερωτάται αν η εταιρία Roquette Frères είχε πέραν πάσης αμφιβολίας το δικαίωμα να προσβάλει παραδεκτώς με ευθεία προσφυγή ενώπιον [του Δικαστηρίου] τη νομιμότητα του άρθρου 24, [παράγραφος] 2, του κανονισμού 1785/81, του άρθρου 27, [παράγραφος] 3, του κανονισμού 2038/1999, του άρθρου 1 του κανονισμού 2073/2000, του άρθρου 11, [παράγραφος] 2, του κανονισμού 1260/2001, του άρθρου 1 του κανονισμού 1745/2002 και του άρθρου 1 του κανονισμού 1739/2003.

2) Στην περίπτωση κατά την οποία η εταιρία Roquette Frères μπορεί παραδεκτώς να προβάλει κατ’ ένσταση την έλλειψη νομιμότητας των εν λόγω διατάξεων [ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων], [...] ερωτάται αν το άρθρο 24, [παράγραφος] 2, του κανονισμού 1785/81, το άρθρο 27, [παράγραφος] 3, του κανονισμού 2038/1999, το άρθρο 1 του κανονισμού 2073/2000, το άρθρο 11, [παράγραφος] 2, του κανονισμού 1260/2001, το άρθρο 1 του κανονισμού 1745/2002 και το άρθρο 1 του κανονισμού 1739/2003 είναι έγκυρα στον βαθμό που καθορίζουν τις μέγιστες βασικές ποσότητες παραγωγής ισογλυκόζης για τη μητροπολιτική Γαλλία χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την ισογλυκόζη που παρήχθη στο κράτος αυτό μεταξύ της 1ης Νοεμβρίου 1978 και της 30ής Απριλίου 1979 ως ενδιάμεσο προϊόν για την παραγωγή άλλων προϊόντων που προορίζονται για πώληση.»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

35. Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όπως η Roquette, θα μπορούσε πέραν πάσης αμφιβολίας, εντός πραγματικού και νομικού πλαισίου όπως αυτό της υποθέσεως της κύριας δίκης, να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως βάσει του άρθρου 230 ΕΚ κατά των διαλαμβανομένων στο ερώτημα αυτό διατάξεων (στο εξής: επίμαχες διατάξεις).

36. Για το δικαστήριο αυτό, το ζήτημα, ουσιαστικά, είναι να διευκρινισθεί αν η Roquette, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που διατυπώθηκε ιδίως με την προπαρατεθείσα απόφαση Nachi Europe, μπορεί να προβάλει ενώπιόν του την έλλειψη νομιμότητας των επίμαχων διατάξεων, μολονότι δεν άσκησε ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων προσφυγή ακυρώσεως κατά των διατάξεων αυτών εντός της προθεσμίας του άρθρου 230 ΕΚ.

37. Συναφώς, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ισχυρίζονται ότι η Roquette είχε αδιαμφισβήτητα το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά των επίμαχων διατάξεων, καθόσον αυτές την αφορούσαν άμεσα και ατομικά, ιδίως λόγω του ότι ήταν η μοναδική γαλλική επιχείρηση παραγωγής ισογλυκόζης και, επομένως, της εχορηγείτο το σύνολο των βασικών ποσοτήτων που αναλογούσαν στη μητροπολιτική Γαλλία.

38. Αντίθετα, η Roquette και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως θεωρούν ότι οι επίμαχες διατάξεις δεν αφορούσαν άμεσα και ατομικά την προσφεύγουσα της κύριας δίκης και ότι, εν πάση περιπτώσει, υφίστανται αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητά της να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατά των διατάξεων αυτών. Επομένως, η νομολογία που διατυπώθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση Nachi Europe δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή, οπότε η προσφεύγουσα της κύριας δίκης μπορεί βασίμως να ισχυρισθεί ότι οι επίμαχες διατάξεις είναι ανίσχυρες και, συνεπώς, το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί επί του κύρους των διατάξεων αυτών.

39. Πρέπει, καταρχάς, να υπομνησθεί ότι το άρθρο 241 ΕΚ εκφράζει μια γενική αρχή του δικαίου που εξασφαλίζει στον αιτούντα το δικαίωμα, στο πλαίσιο προσφυγής ασκούμενης κατά το εθνικό δίκαιο κατά της απορρίψεως του αιτήματός του, να προβάλει την έλλειψη νομιμότητας της κοινοτικής πράξεως, η οποία αποτελεί το έρεισμα της εθνικής αποφάσεως που ελήφθη εις βάρος του, με συνέπεια να μπορεί το θέμα του κύρους της κοινοτικής πράξεως να παραπεμφθεί στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως (προπαρατεθείσα απόφαση Nachi Europe, σκέψη 35 και παρατιθέμενη εκεί νομολογία).

40. Πάντως, αυτή η γενική αρχή, σκοπός της οποίας είναι να διασφαλισθεί ότι κάθε πρόσωπο έχει ή είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τη νομιμότητα κοινοτικής πράξεως βάσει της οποίας εκδόθηκε απόφαση που του αντιτάσσεται, ουδόλως αποτελεί εμπόδιο για να καταστεί ένας κανονισμός απρόσβλητος σε σχέση με τον ιδιώτη, έναντι του οποίου πρέπει να θεωρηθεί ατομική απόφαση και ο οποίος αναμφιβόλως θα μπορούσε να ζητήσει την ακύρωσή του δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, γεγονός το οποίο εμποδίζει τον εν λόγω ιδιώτη να προβάλει ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου την έλλειψη νομιμότητας του κανονισμού αυτού (προπαρατεθείσα απόφαση Nachi Europe, σκέψη 37).

41. Το ζήτημα είναι, επομένως, αν προσφυγή της Roquette βάσει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ κατά των επίμαχων διατάξεων θα ήταν πέραν πάσης αμφιβολίας παραδεκτή, εφόσον οι διατάξεις αυτές την αφορούν άμεσα και ατομικά (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1996, C‑241/95, Accrington Beef κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I‑6699, σκέψη 15).

42. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι κανονισμοί που περιέχουν τις διατάξεις αυτές θεσπίζουν, μεταξύ άλλων, ένα σύστημα βασικών ποσοτήτων παραγωγής που χορηγούνται στα κράτη μέλη, τα οποία επιφορτίζονται με την ευθύνη να τις κατανείμουν μεταξύ των διαφόρων επιχειρήσεων παραγωγής που είναι εγκατεστημένες στο έδαφός τους.

43. Στο πλαίσιο, όμως, ενός τέτοιου συστήματος, όπου εναπόκειται στα κράτη μέλη να κατανέμουν μεταξύ των επιχειρήσεων παραγωγής τις βασικές ποσότητες παραγωγής που τους χορηγούνται, έχοντας μάλιστα τη δυνατότητα να προβαίνουν σε μεταφορές ποσοστώσεων μεταξύ των επιχειρήσεων, διαπιστώνεται κατ’ ανάγκη ότι οι ποσοστώσεις κάθε παραγωγού καθορίζονται άμεσα και οριστικά με απόφαση του κράτους μέλους στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται ο παραγωγός.

44. Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, τα κράτη μέλη διέθεταν ορισμένη διακριτική ευχέρεια, δεδομένου ότι είχαν τη δυνατότητα να προβαίνουν, υπό τις προϋποθέσεις της κοινοτικής ρυθμίσεως, σε νέα κατανομή των ποσοστώσεων μεταξύ των επιχειρήσεων παραγωγής, προκειμένου ιδίως να καθιστούν δυνατή την είσοδο νέων επιχειρήσεων στον τομέα της παραγωγής ισογλυκόζης.

45. Κατά συνέπεια, η χορήγηση των βασικών ποσοτήτων παραγωγής στα κράτη μέλη, όπως πραγματοποιήθηκε σε κοινοτικό επίπεδο βάσει των επίμαχων διατάξεων, δεν αφορά άμεσα, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, τις επιχειρήσεις παραγωγής.

46. Τέλος, το γεγονός ότι η Roquette ήταν η μοναδική επιχείρηση παραγωγής ισογλυκόζης στη μητροπολιτική Γαλλία και, για τον λόγο αυτό, της εχορηγείτο ολόκληρη η βασική ποσότητα παραγωγής που αναλογούσε στη μητροπολιτική Γαλλία, ουδόλως αναιρεί το συμπέρασμα αυτό, δεδομένου ότι, ελλείψει σχετικής εθνικής αποφάσεως, τίποτε δεν διασφάλιζε πραγματικά στην επιχείρηση αυτή ένα τέτοιο ύψος ποσοστώσεων βάσει αποκλειστικά των κοινοτικών κανονισμών, αφού ένα τμήμα των ποσοστώσεων αυτών θα μπορούσε να ανακατανεμηθεί από το οικείο κράτος μέλος, για παράδειγμα σ’ έναν νέο παραγωγό ισογλυκόζης.

47. Από τις προηγούμενες διαπιστώσεις προκύπτει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι επίμαχες διατάξεις αφορούν άμεσα, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, μια επιχείρηση όπως η Roquette. Συνεπώς, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι η επιχείρηση αυτή μπορούσε πέραν πάσης αμφιβολίας να ασκήσει παραδεκτώς ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων προσφυγή ακυρώσεως κατά των διατάξεων αυτών.

48. Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όπως η Roquette, δεν θα μπορούσε πέραν πάσης αμφιβολίας, εντός πραγματικού και νομικού πλαισίου όπως αυτό της υποθέσεως της κύριας δίκης, να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως βάσει του άρθρου 230 ΕΚ κατά των επίμαχων διατάξεων. Συνεπώς, το πρόσωπο αυτό μπορεί να προβάλει, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας κατά το εθνικό δίκαιο, την έλλειψη νομιμότητας των διατάξεων αυτών, μολονότι δεν άσκησε ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων προσφυγή ακυρώσεως κατά των εν λόγω διατάξεων εντός της προθεσμίας του άρθρου 230 ΕΚ.

Επί του δεύτερου ερωτήματος

49. Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του κύρους των επίμαχων διατάξεων, καθόσον αυτές καθορίζουν τα ανώτατα όρια των βασικών ποσοτήτων παραγωγής ισογλυκόζης για τη μητροπολιτική Γαλλία, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την ισογλυκόζη που παρήχθη στο κράτος αυτό μεταξύ της 1ης Νοεμβρίου 1978 και της 30ής Απριλίου 1979 (στο εξής: περίοδος αναφοράς) ως ενδιάμεσο προϊόν για την τελική επεξεργασία άλλων προϊόντων που προορίζονται για πώληση.

50. Συναφώς, η Roquette ισχυρίζεται ότι οι επίμαχες διατάξεις είναι ανίσχυρες. Υποστηρίζει ότι ο αρχικός καθορισμός των ποσοστώσεων ισογλυκόζης στο πλαίσιο του κανονισμού 1111/77, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 387/81, ήταν παράνομος, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που διατυπώθηκε με την απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1992, C‑210/90, Roquette Frères (Συλλογή 1992, σ. I‑731), καθόσον οι ποσότητες ισογλυκόζης που παρήχθη ως ενδιάμεσο προϊόν δεν συνυπολογίσθηκαν στην παραγωγή της περιόδου αναφοράς, βάσει της οποίας καθορίσθηκαν οι αρχικές ποσοστώσεις, επί των οποίων καθορίσθηκαν μεταγενέστερα με τις επίμαχες διατάξεις οι χορηγηθείσες στα κράτη μέλη βασικές ποσότητες παραγωγής.

51. Όσον αφορά τα σχετικά με την περίοδο αναφοράς στοιχεία, η Roquette φρονεί ότι στην τότε ισχύουσα νομοθεσία δεν υπήρχε καμία ένδειξη περί της αναγκαιότητας να συμπεριληφθούν στα στοιχεία που οι παραγωγοί όφειλαν να διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές οι ποσότητες ισογλυκόζης που παραγόταν ως ενδιάμεσο προϊόν. Η αβεβαιότητα αυτή επιτάθηκε εξαιτίας της συμπεριφοράς των κρατών μελών καθώς και, σε τελική ανάλυση, της Επιτροπής, η οποία απλώς απαίτησε λακωνικά να της διαβιβασθούν τα στοιχεία σχετικά με τις δυνατότητες παραγωγής των βιομηχανιών ισογλυκόζης, χωρίς να παράσχει περαιτέρω διευκρινίσεις. Η Roquette καταλήγει ότι δεν θα μπορούσε συνεπώς να της προσαφθεί ο μη συνυπολογισμός των ποσοτήτων ισογλυκόζης που παρήχθη ως ενδιάμεσο προϊόν στα στοιχεία βάσει των οποίων καθορίσθηκαν οι αρχικές ποσοστώσεις.

52. Αντίθετα, η Γαλλική Κυβέρνηση, το Συμβούλιο και η Επιτροπή φρονούν ότι οι επίμαχες διατάξεις είναι έγκυρες. Υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι η έλλειψη ακριβώς διαφοροποιήσεως, στην τότε εφαρμοστέα νομοθεσία, αναλόγως του προορισμού της παραγωγής ισογλυκόζης έπρεπε να παρακινήσει τη Roquette να μην προβεί σε διάκριση και, επομένως, να διαβιβάσει όλα τα στοιχεία περί της παραγωγής ισογλυκόζης, περιλαμβανομένων των σχετικών με την ισογλυκόζη που είχε παραχθεί ως ενδιάμεσο προϊόν. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των βασικών ποσοτήτων, όπως αυτός προκύπτει από τις επίμαχες διατάξεις.

53. Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Συμβούλιο, με τον κανονισμό 1111/77, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 387/81, χορήγησε στη Roquette μια αρχική βασική ποσόστωση για την περίοδο από την 1η Ιουλίου 1979 έως τις 30 Ιουνίου 1980. Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, η ποσόστωση αυτή έπρεπε να είναι ίση με το διπλάσιο της διαπιστωθείσης κατά την περίοδο αναφοράς παραγωγής της.

54. Προκειμένου να καθορισθεί η παραγωγή καθεμίας από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις κατά την περίοδο εκείνη, η Επιτροπή βασίσθηκε στα στοιχεία σχετικά με την παραγωγή τους για κάθε ημερολογιακό μήνα, τα οποία της είχαν διαβιβάσει τα κράτη μέλη κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1471/77 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 1977, περί ανακοινώσεων των κρατών μελών περί ισογλυκόζης (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/018, σ. 179). Τα στοιχεία αυτά συγκεντρώνονταν από τα κράτη μέλη βάσει των δηλώσεων των ίδιων των επιχειρήσεων παραγωγής.

55. Βάσει των στοιχείων αυτών, το Συμβούλιο καθόρισε, με πίνακα τον οποίο περιελάμβανε το παράρτημα II του κανονισμού 1111/77, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 387/81, τη βασική ποσόστωση για τη Roquette στους 15 887 τόνους, υπολογιζόμενους επί ξηράς ουσίας, δηλαδή στο διπλάσιο της διαπιστωθείσας κατά την περίοδο αναφοράς παραγωγής της, σύμφωνα με την περιγραφείσα στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως διαδικασία. Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι η Roquette δεν είχε συνυπολογίσει τις ποσότητες ισογλυκόζης που είχε παραχθεί ως ενδιάμεσο προϊόν στα σχετικά με την παραγωγή στοιχεία που διαβιβάσθηκαν στις αρμόδιες εθνικές αρχές.

56. Από τις επίμαχες διατάξεις προκύπτει ότι, εν συνεχεία, οι βασικές ποσότητες καθορίσθηκαν στο ίδιο ύψος με αυτό των βασικών ποσοστώσεων που είχαν χορηγηθεί αρχικά, με την επιφύλαξη των μειώσεων που απέρρεαν από διεθνείς δεσμεύσεις που είχε αναλάβει η Κοινότητα.

57. Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι οι αρχικές ποσοστώσεις για την περίοδο από την 1η Ιουλίου 1979 έως τις 30 Ιουνίου 1980 είχαν καθορισθεί, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1111/77, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 387/81, βάσει της διαπιστωθείσης κατά την περίοδο αναφοράς παραγωγής των επιχειρήσεων, η δε διαπίστωση αυτή στηριζόταν στα στοιχεία που είχαν διαβιβάσει οι ίδιες οι επιχειρήσεις παραγωγής στα κράτη μέλη, τα οποία, αφού τα συγκέντρωναν και προέβαιναν ενδεχομένως σε ελέγχους, τα διαβίβαζαν στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 1 του κανονισμού 1471/77. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο είχε αποφασίσει να παραπέμψει στις εν λόγω ποσοστώσεις, δεν όφειλε να συλλέξει εκ νέου τα στοιχεία αυτά κατά την έκδοση των επίμαχων στην κύρια δίκη κανονισμών.

58. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι, όσον αφορά τις επίμαχες διατάξεις, το Συμβούλιο εξακολούθησε να στηρίζεται στις αρχικές βασικές ποσοστώσεις δεν μπορεί, αφεαυτού, να καταστήσει ανίσχυρες τις επίμαχες διατάξεις.

59. Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι η Roquette, αν είχε προδήλως το δικαίωμα να προσβάλει παραδεκτώς, όσον αφορά τον υπολογισμό των βασικών ποσοστώσεων, τον κανονισμό 1111/77, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 387/81, ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, δεν θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση, στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, το κύρος του κανονισμού αυτού.

60. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι από την εξέτασή του δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να θίγει το κύρος των επίμαχων διατάξεων.

Επί των δικαστικών εξόδων

61. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Διατακτικό

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

1) Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όπως η εταιρία Roquette Frères, δεν θα μπορούσε πέραν πάσης αμφιβολίας, εντός πραγματικού και νομικού πλαισίου όπως αυτό της υποθέσεως της κύριας δίκης, να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως βάσει του άρθρου 230 ΕΚ κατά:

– του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1785/81 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1981, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα της ζάχαρης,

– του άρθρου 27, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2038/1999 του Συμβουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου 1999, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της ζάχαρης,

– του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) 2073/2000 της Επιτροπής, της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, για τη μείωση στον τομέα της ζάχαρης της εγγυημένης ποσότητας στο πλαίσιο του καθεστώτος των ποσοστώσεων παραγωγής και των αναμενόμενων μεγίστων αναγκών εφοδιασμού των επιχειρήσεων ραφιναρίσματος στο πλαίσιο των προτιμησιακών καθεστώτων εισαγωγής, για την περίοδο εμπορίας 2000/2001,

– του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1260/2001 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 2001, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της ζάχαρης,

– του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1745/2002 της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2002, για τη μείωση, στον τομέα της ζάχαρης, της εγγυημένης ποσότητας στο πλαίσιο του καθεστώτος των ποσοστώσεων παραγωγής και των αναμενόμενων μέγιστων αναγκών εφοδιασμού των επιχειρήσεων ραφιναρίσματος στο πλαίσιο των προτιμησιακών καθεστώτων εισαγωγής, για την περίοδο εμπορίας 2002/2003, και

– του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1739/2003, της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, για τη μείωση, στον τομέα της ζάχαρης, της εγγυημένης ποσότητας στο πλαίσιο του καθεστώτος των ποσοστώσεων παραγωγής και των αναμενόμενων μεγίστων αναγκών εφοδιασμού των επιχειρήσεων ραφιναρίσματος στο πλαίσιο των προτιμησιακών καθεστώτων εισαγωγής, για την περίοδο εμπορίας 2003/2004.

Συνεπώς, το πρόσωπο αυτό μπορεί να προβάλει, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας κατά το εθνικό δίκαιο, την έλλειψη νομιμότητας των διατάξεων αυτών, μολονότι δεν άσκησε ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων προσφυγή ακυρώσεως κατά των εν λόγω διατάξεων εντός της προθεσμίας του άρθρου 230 ΕΚ.

2) Από την εξέταση του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να θίγει το κύρος των άρθρων 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 1785/81, 27, παράγραφος 3, του κανονισμού 2038/1999, 1 του κανονισμού 2073/2000, 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 1260/2001, 1 του κανονισμού 1745/2002 και 1 του κανονισμού 1739/2003.