1. Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Δικαίωμα για αποτελεσματική ένδικη προστασία
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, άρθρο 47)
2. Κοινοτικό δίκαιο — Άμεσο αποτέλεσμα — Ατομικά δικαιώματα — Διασφάλιση από τα εθνικά δικαστήρια
(Άρθρο 10 ΕΚ)
3. Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Δικαίωμα για αποτελεσματική ένδικη προστασία
4. Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Δικαίωμα για αποτελεσματική ένδικη προστασία
1. Η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου απορρέουσα από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, πράγμα που έχει καθιερωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και που έχει επίσης επιβεβαιωθεί με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
(βλ. σκέψη 37)
2. Στα δικαστήρια των κρατών μελών εναπόκειται, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της συνεργασίας του άρθρου 10 ΕΚ, να διασφαλίζουν την ένδικη προστασία των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο. Ελλείψει σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας, στην εσωτερική έννομη τάξη εκάστου κράτους μέλους εναπόκειται ο καθορισμός των αρμοδίων δικαστηρίων και η ρύθμιση των δικονομικών λεπτομερειών των ενδίκων προσφυγών που σκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο.
Πράγματι, η Συνθήκη ΕΚ, μολονότι έχει θεσπίσει ορισμένο αριθμό ευθειών προσφυγών που οι πολίτες μπορούν να ασκήσουν, ενδεχομένως, ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, εντούτοις δεν εκφράζει την πρόθεση δημιουργίας, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και με σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, άλλων μέσων ένδικης προστασίας πλην αυτών που προβλέπει το εθνικό δίκαιο. Το πράγμα θα είχε άλλως μόνον εάν από την οικονομία της επίμαχης εθνικής εννόμου τάξεως προέκυπτε ότι δεν υφίσταται κανένα ένδικο μέσον που να επιτρέπει, έστω και παρεμπιπτόντως, τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο. Έτσι, αν και στο εθνικό δίκαιο εναπόκειται, κατ’ αρχήν, ο προσδιορισμός της ενεργητικής νομιμοποίησης και του εννόμου συμφέροντος ενός προσώπου για την άσκηση ένδικης προσφυγής, το κοινοτικό δίκαιο απαιτεί, παρ’ όλ’ αυτά, η εθνική νομοθεσία να μη θίγει το δικαίωμα για αποτελεσματική ένδικη προστασία. Πράγματι, στα κράτη μέλη εναπόκειται η θέσπιση συστήματος μέσων παροχής ενδίκου προστασίας και διαδικασιών που να καθιστά δυνατή τη διασφάλιση του σεβασμού του δικαιώματος αυτού.
Συναφώς, οι δικονομικές λεπτομέρειες των προσφυγών που σκοπούν στη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές απ’ ό,τι αυτές που αφορούν παρόμοιες προσφυγές εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικώς δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται από την κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας). Κάθε περίπτωση κατά την οποία τίθεται το ζήτημα της αποτελεσματικότητας μιας εθνικής δικονομικής διατάξεως πρέπει να αναλύεται λαμβάνοντας υπόψη τη θέση αυτής της διατάξεως στο σύνολο της σχετικής διαδικασίας, την εξέλιξή της και τις ιδιαιτερότητές της ενώπιον των διαφόρων εθνικών αρχών. Εξάλλου, στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται η ερμηνεία των δικονομικών λεπτομερειών που εφαρμόζονται επί των προσφυγών που υποβάλλονται στην κρίση τους, σ’ όλο το μέτρο του δυνατού, κατά τέτοιο τρόπο ώστε αυτές οι λεπτομέρειες να εφαρμόζονται κατά τρόπο που να συντελεί στην υλοποίηση του στόχου της διασφαλίσεως αποτελεσματικής ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο.
(βλ. σκέψεις 38-44, 54)
3. Η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχονται στους πολίτες από το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι δεν απαιτείται, στο πλαίσιο της εννόμου τάξεως ενός κράτους μέλους, η ύπαρξη αυτοτελούς προσφυγής σκοπούσας, κατά κύριο λόγο, στην εξέταση της συμβατότητας εθνικών διατάξεων με το κοινοτικό δίκαιο, και τούτο εφόσον άλλα αποτελεσματικά μέσα ένδικης προστασίας, που δεν είναι λιγότερο δυσμενή απ’ ό,τι αυτά που διέπουν παρόμοιες εθνικές ένδικες προσφυγές, επιτρέπουν να εκτιμάται παρεμπιπτόντως μια τέτοια συμβατότητα, πράγμα που στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να ελέγχουν.
Η αποτελεσματική ένδικη προστασία δεν διασφαλίζεται σε περίπτωση που ο πολίτης υποχρεώνεται να εκτίθεται σε διοικητικές ή ποινικές κατ’ αυτού διαδικασίες και στις κυρώσεις που είναι δυνατόν να απορρέουν σχετικώς ως το μόνο μέσον ένδικης προστασίας για την αμφισβήτηση της συμβατότητας των επιμάχων εθνικών διατάξεων με το κοινοτικό δίκαιο.
(βλ. σκέψεις 61, 64-65, διατακτ. 1)
4. Η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχονται στους πολίτες από το κοινοτικό δίκαιο δεν πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι απαιτείται, στο πλαίσιο της εννόμου τάξεως ενός κράτους μέλους, να είναι δυνατή η λήψη προσωρινών μέτρων έως ότου το αρμόδιο δικαστήριο αποφανθεί επί της συμβατότητας εθνικών διατάξεων με το κοινοτικό δίκαιο, όταν η λήψη τέτοιων μέτρων, είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί ως προς την ύπαρξη τέτοιων δικαιωμάτων.
Όταν το παραδεκτό προσφυγής σκοπούσας στη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων που ένας πολίτης αντλεί από το κοινοτικό δίκαιο δε ν είναι βέβαιο δυνάμει του εθνικού δικαίου, εφαρμοζομένου συμφώνως προς τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου, η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας απαιτεί να μπορεί, παρ’ όλ’ αυτά, ήδη από το στάδιο αυτό, το εθνικό δικαστήριο να χορηγεί τα προσωρινά μέτρα που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση του σεβασμού των εν λόγω δικαιωμάτων. Παρ’ όλ’ αυτά, η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχονται στους πολίτες από το κοινοτικό δίκαιο δεν απαιτεί, να είναι δυνατό, στο πλαίσιο της εννόμου τάξεως ενός κράτους μέλους, να χορηγούνται από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο προσωρινά μέτρα στο πλαίσιο αιτήματος παραδεκτού σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους εφόσον το κοινοτικό δίκαιο δεν αμφισβητεί αυτό το παραδεκτό.
Σε περίπτωση αμφιβολιών ως προς τη συμβατότητα εθνικών διατάξεων με το κοινοτικό δίκαιο, η τυχόν λήψη προσωρινών μέτρων για την αναστολή της εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων έως ότου το αρμόδιο δικαστήριο αποφανθεί επί της συμβατότητας αυτών με το κοινοτικό δίκαιο διέπεται από τα κριτήρια που έχουν οριστεί από το ισχύον ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου εθνικό δίκαιο, και τούτο εφόσον τα κριτήρια αυτά δεν είναι λιγότερο ευνοϊκά από το ό,τι αυτά που αφορούν παρόμοια αιτήματα εσωτερικής φύσεως και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικώς δυσχερή την προσωρινή ένδικη προστασία τέτοιων δικαιωμάτων.
Πράγματι, ελλείψει σχετικών κοινοτικών διατάξεων, στην εσωτερική έννομη τάξη εκάστου κράτους μέλους εναπόκειται η ρύθμιση των προϋποθέσεων λήψεως προσωρινών μέτρων σκοπούντων στη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο.
(βλ. σκέψεις 72-73, 77, 80, 83, διακτακτ. 2-3)