ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 7ης Ιουνίου 2007

Υπόθεση C-362/05 P

Jacques Wunenburger

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Προαγωγή – Διαδικασία επιλογής – Απόρριψη της υποψηφιότητας του αναιρεσείοντος – Απομάκρυνση από τη θέση εργασίας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Πλάνη περί το δίκαιο – Ανταναίρεση – Αντικείμενο της διαφοράς – Έννομο συμφέρον»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 5ης Ιουλίου 2005, T‑370/03, Wunenburger κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑189 και II‑853), με αίτημα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής.

Απόφαση: Η κύρια αναίρεση του J. Wunenburger και η ανταναίρεση της Επιτροπής απορρίπτονται.

Περίληψη

1.        Αίτηση αναιρέσεως – Αντικείμενο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 56, εδ. 2)

2.     Προσφυγή ακυρώσεως – Προσβαλλόμενη πράξη που κατέστη ανίσχυρη μετά την άσκηση της προσφυγής – Διατήρηση του αντικειμένου της προσφυγής ελλείψει ανακλήσεως της προσβαλλομένης πράξεως

(Άρθρα 230 EΚ και 233, εδ. 1, EΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 29)

1.        Εφόσον, κατά το άρθρο 56, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, κάθε διάδικος που ηττήθηκε εν όλω ή εν μέρει μπορεί να ασκήσει αναίρεση, είναι παραδεκτή η αίτηση αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως του Πρωτοδικείου με την οποία απορρίφθηκε ένσταση απαραδέκτου ή ένσταση καταργήσεως της δίκης, μολονότι το Πρωτοδικείο απέρριψε τελικώς την προσφυγή ως αβάσιμη. Πράγματι, προς εφαρμογή της διατάξεως αυτής, δεν είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση ανάλογα με το αν με την ένσταση, που προβλήθηκε από το Πρωτοδικείο και απορρίφθηκε από αυτό, ζητείται να απορριφθεί η προσφυγή διότι είναι απαράδεκτη ή διότι κατέστη άνευ αντικειμένου, καθόσον πρόκειται για δύο παρεμπίπτοντα ζητήματα τα οποία, αν ληφθούν υπόψη, αντίκεινται στην εκ μέρους του Πρωτοδικείου έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας.

2.        Το γεγονός ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις κατέστησαν ανίσχυρες μετά την άσκηση της προσφυγής δεν σημαίνει, αφ’ εαυτού, ότι ο κοινοτικός δικαστής υπείχε υποχρέωση καταργήσεως της δίκης λόγω ελλείψεως αντικειμένου ή εννόμου συμφέροντος κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως. Η διαφορά δεν στερείται του αντικειμένου της, όταν η βλαπτική πράξη δεν έχει ανακληθεί επισήμως και ο αναιρεσείων μπορεί να διατηρήσει το έννομο συμφέρον του για την ακύρωσή της προς αποτροπή του ενδεχομένου επαναλήψεως της προβαλλομένης πλημμέλειας στο μέλλον. Αυτό το έννομο συμφέρον απορρέει από το άρθρο 233, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, βάσει του οποίου τα όργανα που εξέδωσαν την ακυρωθείσα πράξη οφείλουν να λάβουν τα μέτρα που προϋποθέτει η εκτέλεση της αποφάσεως. Ωστόσο, αυτό το έννομο συμφέρον υφίσταται μόνον αν η προβαλλόμενη πλημμέλεια είναι δυνατόν να επαναληφθεί στο μέλλον, ανεξαρτήτως των περιστάσεων της υποθέσεως στο πλαίσιο της οποίας ασκήθηκε η προσφυγή.

Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας από υπάλληλο κατά αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του για την πλήρωση κενής θέσεως και περί διορισμού άλλου υπαλλήλου, όταν η διοίκηση, εκκρεμούσης της δίκης, προβαίνει στην ανάκληση της θέσεως αυτής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 50 του ΚΥΚ και στη διεξαγωγή νέας διαδικασίας επιλογής, καθιστώντας με τον τρόπο αυτόν ανίσχυρες τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, στο μέτρο που ο αναιρεσείων βάλλει κατά της διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας αποφασίστηκε ο αρχικός διορισμός. Πράγματι, αντιθέτως προς την ουσιαστική εκτίμηση των διαφόρων υποψηφιοτήτων για την πλήρωση συγκεκριμένης θέσεως, ο τρόπος διεξαγωγής της διαδικασίας επιλογής μπορεί να επαναληφθεί στο μέλλον στο πλαίσιο ανάλογων διαδικασιών, οπότε ο αναιρεσείων διατηρεί το έννομο συμφέρον του προσβολής των οικείων αποφάσεων, ακόμη και αν οι αποφάσεις αυτές στερούνται αποτελεσμάτων ως προς τον ίδιο, με την προοπτική μελλοντικών υποψηφιοτήτων για θέσεις όπως η επίμαχη.