Υπόθεση C-346/05

Monique Chateignier

κατά

Office national de l’emploi (ONEM)

(αίτηση του cour du travail de Liège

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Άρθρα 39 ΕΚ καθώς και 3 και 67 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 — Προϋπόθεση για τη χορήγηση των επιδομάτων ανεργίας η συμπλήρωση περιόδου απασχολήσεως στο αρμόδιο κράτος μέλος»

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 9ης Νοεμβρίου 2006 

Περίληψη της αποφάσεως

Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων — Ίση μεταχείριση

( Άρθρο 39 § 2 ΕΚ· κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1)

Η αρχή της ίσης μεταχείρισης, που θεσπίζεται με τα άρθρα 39, παράγραφος 2, ΕΚ και 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 απαγορεύει εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους διαμονής αρνείται σε υπήκοο άλλου κράτους μέλους το δικαίωμα σε παροχές ανεργίας για τον λόγο ότι, κατά την ημερομηνία της καταθέσεως της αιτήσεως για παροχές, ο ενδιαφερόμενος δεν είχε συμπληρώσει στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους διαμονής συγκεκριμένη περίοδο απασχολήσεως, ενώ η προϋπόθεση αυτή δεν απαιτείται για τους υπηκόους του κράτους μέλους αυτού.

(βλ. σκέψεις 29, 36 και διατακτ.)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 9ης Νοεμβρίου 2006 (*)

«Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως – Άρθρα 39 ΕΚ και 3 και 67 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 – Προϋπόθεση για τη χορήγηση των επιδομάτων ανεργίας η συμπλήρωση περιόδου απασχολήσεως στο αρμόδιο κράτος μέλος»

Στην υπόθεση C‑346/05,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το cour du travail της Λιέγης (Βέλγιο) με απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2005, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Σεπτεμβρίου 2005, στο πλαίσιο της διαδικασίας

Monique Chateignier

κατά

Office national de l’emploi (ONEM),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Klučka, πρόεδρο του εβδόμου τμήματος, προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια) και J. Makarczyk, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–       το Office national de l’emploi (ONEM), εκπροσωπούμενο από τον R. Joly, avocat,

–       η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Wimmer,

–       η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τον G. Aiello, avvocato dello stato,

–       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους V. Kreuschitz και J.-P. Keppenne,

έχοντας υπόψη την απόφαση που ελήφθη, κατόπιν ακροάσεως της γενικής εισαγγελέα, να κριθεί η υπόθεση χωρίς την ανάπτυξη προτάσεων εκ μέρους της,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 39, παράγραφος 2, ΕΚ και των άρθρων 3, παράγραφος 1, και 67, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1408/71).

2       Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Chateignier και του Office national de l’emploi (στο εξής: ONEM) σχετικά με την άρνηση του δεύτερου να της χορηγήσει επιδόματα ανεργίας, με την αιτιολογία ότι δεν απασχολήθηκε ούτε μία ημέρα στο Βέλγιο, όπου διέμενε κατά την ημερομηνία της υποβολής της αιτήσεώς της για τα εν λόγω επιδόματα.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

3       Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 προβλέπει:

«Τα πρόσωπα που κατοικούν στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη και για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού υπόκεινται στις υποχρεώσεις και απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από την νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του, υπό την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού.»

4       Κατά το άρθρο 67, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1408/71:

«2.      Ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου εξαρτά την κτήση, τη διατήρηση ή την ανάκτηση του δικαιώματος παροχών από τη συμπλήρωση περιόδων ασφαλίσεως, λαμβάνει υπόψη, κατά το μέτρο που απαιτείται, τις περιόδους ασφαλίσεως ή απασχολήσεως που πραγματοποιήθηκαν υπό την ιδιότητα μισθωτού υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, ως να επρόκειτο για περιόδους ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει ο φορέας αυτός, υπό τον όρο πάντως ότι οι περίοδοι απασχολήσεως θα είχαν θεωρηθεί ως περίοδοι ασφαλίσεως αν είχαν πραγματοποιηθεί υπό τη νομοθεσία αυτή.

3.      Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 71, παράγραφος 1, στοιχείο α´, σημείο ii, και στοιχείο β´, σημείο ii, η εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 τελεί υπό τον όρο ότι ο ενδιαφερόμενος έχει πραγματοποιήσει τελευταία:

–       στην περίπτωση της παραγράφου 1, περιόδους ασφαλίσεως,

–       στην περίπτωση της παραγράφου 2, περιόδους απασχολήσεως,

κατά τις διατάξεις της νομοθεσίας δυνάμει της οποίας ζητούνται οι παροχές.»

 Η εθνική νομοθεσία

5       Η εθνική ρύθμιση που ίσχυε κατά την ημερομηνία κατά την οποία το ONEM αρνήθηκε στη Chateignier το επίδομα ανεργίας ήταν το βασιλικό διάταγμα της 25ης Νοεμβρίου 1991, περί ρυθμίσεως ζητημάτων ανεργίας (Moniteur Belge της 31ης Δεκεμβρίου 1991, σ. 29888, στο εξής: βασιλικό διάταγμα).

6       Το άρθρο 37, παράγραφος 2, του βασιλικού διατάγματος έχει ως εξής:

«Η εργασία που πραγματοποιήθηκε στην αλλοδαπή λαμβάνεται υπόψη [για τους σκοπούς της χορηγήσεως επιδόματος ανεργίας] αν πρόκειται για απασχόληση ως προς την οποία στο Βέλγιο γίνονται κρατήσεις για την κοινωνική ασφάλιση, περιλαμβανομένων των κρατήσεων στον τομέα της ανεργίας.»

7       Το άρθρο 43, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος ορίζει:

«Τα άρθρα 35, 36, 37 § 2 και 38 § 2 εφαρμόζονται μόνον εντός των ορίων διεθνούς συμβάσεως. Ωστόσο, τα άρθρα 35 και 36 έχουν εφαρμογή στους υπηκόους των χωρών που απαριθμούνται στον νόμο της 13ης Δεκεμβρίου 1976 περί εγκρίσεως διμερών συμφωνιών σχετικά με την απασχόληση στο Βέλγιο αλλοδαπών εργαζόμενων.»

8       Η συνταγματικότητα του εν λόγω άρθρου 43 αμφισβητήθηκε ενώπιον του Cour de cassation (Βέλγιο), το οποίο, με απόφαση της 25ης Μαρτίου 2002, έκρινε ότι η διάταξη αυτή δεν έπρεπε να εφαρμοστεί.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

9       Η Chateignier, γαλλίδα υπήκοος, παντρεύτηκε στις 8 Οκτωβρίου 1994 με βέλγο υπήκοο και εγκαταστάθηκε στο Βέλγιο.

10     Στις 17 Οκτωβρίου 1994, η Chateignier υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως επιδόματος ανεργίας στην οποία ανέφερε ότι είχε τη γαλλική ιθαγένεια. Την επομένη, υπέβαλε δεύτερη αίτηση στην οποία ανέφερε ότι είχε αποκτήσει τη βελγική ιθαγένεια λόγω γάμου. Η δεύτερη αυτή αίτηση, με τα συνημμένα έγγραφα, διαβιβάσθηκε στο αρμόδιο περιφερειακό γραφείο στις 9 Δεκεμβρίου 1994. Με απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 1995, το γραφείο αυτό δέχθηκε το αίτημα της ενδιαφερόμενης για τη χορήγηση του εν λόγω επιδόματος με ισχύ από την ημερομηνία της αιτήσεως.

11     Στις 2 Οκτωβρίου 1995, κατόπιν μετακομίσεως, η Chateignier υπέβαλε στον αρμόδιο φορέα νέο έγγραφο στο οποίο ανέφερε ότι εξακολουθούσε να έχει τη γαλλική ιθαγένεια. Άρχισε ως εκ τούτου έρευνα από την οποία προέκυψε ότι είχε διατηρήσει τη γαλλική ιθαγένεια.

12     Με απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995, το ONEM έπαυσε τη χορήγηση των επιδομάτων ανεργίας προς την Chateignier από τις 18 Δεκεμβρίου 1995, διότι, λόγω της ιθαγένειάς της και δεδομένου ότι δεν απασχολήθηκε ούτε μία ημέρα στο Βέλγιο, δεν δικαιούνταν επιδόματα. Κατά το αιτούν δικαστήριο, επειδή η εφαρμογή του άρθρου 43 του βασιλικού διατάγματος έπρεπε να αποκλειστεί στην υπόθεση της κύριας δίκης βάσει της προπαρατεθείσας αποφάσεως του Cour de cassation, της 25ης Μαρτίου 2002, το ONEM επικαλέσθηκε, για να προβάλει την απαίτηση συμπληρώσεως μιας περιόδου απασχολήσεως, μόνον το άρθρο 67, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71.

13     Στις 21 Δεκεμβρίου 1995, η Chateignier υπέβαλε νέα αίτηση με την οποία ζήτησε τα επιδόματα ανεργίας αφού είχε εργαστεί για μία ημέρα στο Βέλγιο. Ως εκ τούτου, η απόφαση του ONEM της 15ης Δεκεμβρίου 1995 ακυρώθηκε και της αναγνωρίστηκε δικαίωμα στα επιδόματα ανεργίας από τις 21 Δεκεμβρίου 1995, ημερομηνία υποβολής της νέας αιτήσεως.

14     Εξάλλου, δυνάμει της αποφάσεως της 10ης Μαΐου 1996 το ONEM έκρινε ότι η Chateignier, κατά την ημερομηνία που υπέβαλε την πρώτη αίτηση, δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση των επιδομάτων, οπότε έπρεπε να ανακτηθούν τα αχρεωστήτως καταβληθέντα για το χρονικό διάστημα από τις 11 Οκτωβρίου 1994 έως τις 10 Δεκεμβρίου 1995.

15     Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε πρωτοδίκως με απόφαση του tribunal du travail του Namur (Βέλγιο), το δε αιτούν δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί επί της εφέσεως που άσκησε η Chateignier κατά της ως άνω αποφάσεως.

16     Υπό τις συνθήκες αυτές το cour du travail της Λιέγης αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Είναι σύμφωνη με τα άρθρα 39, παράγραφος 2, της Συνθήκης και 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, που εξασφαλίζουν την ίση μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, καθώς και την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων –μεταξύ των οποίων και των εργαζομένων–, η ερμηνεία του άρθρου 67, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71 υπό την έννοια ότι επιβάλλει σε εργαζόμενο, υπήκοο κράτους μέλους, υποχρέωση πραγματοποίησης πρακτικής άσκησης μετά την οποία μπορεί να ζητήσει να του χορηγηθούν επιδόματα ανεργίας, μολονότι η εσωτερική νομοθεσία του κράτους αυτού δεν επιβάλλει τέτοια υποχρέωση σε αλλοδαπό εργαζόμενο ανεξαρτήτως του αν αυτός προέρχεται από τρίτο κράτος ή από κράτος μέλος;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως

17     Εισαγωγικά, το ONEM προβάλλει ένσταση απαραδέκτου κατά της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επικαλούμενο τέσσερα επιχειρήματα. Πρώτον, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να κρίνει επί της συμβατότητας του βελγικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο. Δεύτερον, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί, στο πλαίσιο προδικαστικού ερωτήματος για την ερμηνεία διατάξεως του παραγώγου κοινοτικού δικαίου, επί του κύρους της διατάξεως. Τρίτον, το κοινοτικό δίκαιο δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση την οποία έλαβε το αιτούν δικαστήριο ως συγκριτικό στοιχείο, δηλαδή την περίπτωση των υπηκόων χωρών που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Τέταρτον, το ONEM υποστηρίζει ότι το αξίωμα στο οποίο στηρίζεται η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, η ύπαρξη δηλαδή καθεστώτος που είναι ευνοϊκότερο για τους μη κοινοτικούς αλλοδαπούς από ό,τι για τους υπηκόους κρατών μελών, δεν είναι ακριβές.

18     Μολονότι αληθεύει ότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 234 ΕΚ, περί του αν μια εθνική διάταξη συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, ωστόσο μπορεί να συναγάγει από τη διατύπωση των ερωτημάτων που του έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα εκτιθέμενα από αυτό δεδομένα, τα στοιχεία που σχετίζονται με την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, προκειμένου να παράσχει στο δικαστήριο αυτό τη δυνατότητα επιλύσεως του νομικού προβλήματος του οποίου έχει επιληφθεί (βλ. αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1992, C‑330/90 και C‑331/90, López Brea και Hidalgo Palacios, Συλλογή 1992, σ. I‑323, σκέψη 5, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C-224/01, Köbler, Συλλογή 2003, σ. I‑10239, σκέψη 60).

19     Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο διατηρεί την ευχέρεια, σε περίπτωση που τα ερωτήματα δεν έχουν διατυπωθεί προσηκόντως ή υπερβαίνουν το πλαίσιο των εξουσιών που του παρέχει το άρθρο 234 ΕΚ, να εξαγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το αιτούν δικαστήριο και ιδίως από το αιτιολογικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του κοινοτικού δικαίου τα οποία, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς, χρειάζονται ερμηνεία ή, ενδεχομένως, εκτίμηση του κύρους τους (βλ. αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 1978, 83/78, Pigs Marketing Board, Συλλογή 1978, σ. 739, σκέψη 26, και της 18ης Νοεμβρίου 1999, C-107/98, Teckal, Συλλογή 1999, σ. I-8121, σκέψη 34).

20     Συναφώς, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η απόφαση του ONEM της 15ης Δεκεμβρίου 1995 περί μη χορηγήσεως στη Chateignier των επιδομάτων ανεργίας, στηρίχθηκε απλώς στο γεγονός ότι η ενδιαφερόμενη πληροφόρησε τον οργανισμό που διενεργεί τις πληρωμές των επιδομάτων ότι, αντίθετα προς όσα είχε αναφέρει με την πρώτη αίτησή της, δεν είχε τη βελγική ιθαγένεια, αλλά είχε διατηρήσει τη γαλλική.

21     Υπό τις συνθήκες αυτές, από τη διατύπωση και μόνον της αποφάσεως περί παραπομπής προκύπτει ότι σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης ενδέχεται να θίγεται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και, επομένως, η περίπτωση αυτή μπορεί να εμπίπτει στις αρμοδιότητες που έχει το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση υποθέσεως στο πλαίσιο του άρθρου 234 ΕΚ.

22     Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα του ONEM σύμφωνα με το οποίο το υποβληθέν ερώτημα στηρίζεται σε ανακριβές αξίωμα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε μια κατάσταση στην οποία οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές κράτους μέλους προβαίνουν ή φαίνεται να προβαίνουν σε διαφορετικές αναλύσεις όσον αφορά την ορθή ερμηνεία εθνικής ρυθμίσεως, ιδίως όσον αφορά το ακριβές περιεχόμενό της, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να κρίνει ποια ερμηνεία είναι συμβατή ή ποια είναι πιο συμβατή προς το κοινοτικό δίκαιο. Αντιθέτως, εναπόκειται στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει το κοινοτικό δίκαιο με βάση την έννομη κατάσταση και τα πραγματικά περιστατικά όπως τα περιγράφει το αιτούν δικαστήριο, προκειμένου να παράσχει στο δικαστήριο αυτό τα στοιχεία που είναι χρήσιμα για τη λύση της διαφοράς που του έχει υποβληθεί (βλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2001, C‑108/96, Mac Quen κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I‑837, σκέψη 18).

23     Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

24     Μολονότι, τυπικώς, το αιτούν δικαστήριο περιόρισε την αίτησή του στην ερμηνεία των άρθρων 3, παράγραφος 1, και 67, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1408/71, συγκρίνοντας την κατάσταση της εκκαλούσας της κύριας δίκης με την κατάσταση των μη κοινοτικών εργαζομένων, το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα στοιχεία ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου που μπορεί να του είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ασχέτως αν έγινε σχετική μνεία κατά τη διατύπωση των ερωτημάτων του (βλ., μεταξύ άλλων, υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 1990, C-241/89, SARPP, Συλλογή 1990, σ. I-4695, σκέψη 8, και της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑456/02, Trojani, Συλλογή 2004, σ. I-7573, σκέψη 38).

25     Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το στοιχείο του κοινοτικού δικαίου το οποίο, στην υπόθεση της κύριας δίκης, χρήζει ερμηνείας, είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των κοινοτικών εργαζομένων εφόσον από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι, για τη χορήγηση των επιδομάτων ανεργίας, ο υπήκοος κράτους μέλους πλην του Βασιλείου του Βελγίου και ο βέλγος υπήκοος δεν τυγχάνουν της αυτής μεταχειρίσεως ακόμη και αν βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις.

26     Συγκεκριμένα, στον βαθμό που, κατά την απόφαση περί παραπομπής, για τον βέλγο υπήκοο «η περίοδος μισθωτής εργασίας που πραγματοποίησε στην αλλοδαπή θα εξομοιωθεί με εργασία για την οποία έχουν γίνει, στο Βέλγιο, κρατήσεις για την κοινωνική ασφάλιση, περιλαμβανομένης της ασφαλίσεως κατά της ανεργίας, ενώ, [για τον κοινοτικό υπήκοο κράτους μέλους άλλου πλην του Βασιλείου του Βελγίου] δεν θα ληφθεί υπόψη καμία εργασία πραγματοποιηθείσα στην αλλοδαπή, εκτός αν ισχύουν ειδικές διατάξεις για τους υπηκόους της Ευρωπαϊκής Ένωσης», πρέπει να αναλυθεί, αν, υπό το φως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ κοινοτικών εργαζομένων, η συνέπεια αυτή είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο.

27     Συναφώς, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά την ημερομηνία υποβολής της πρώτης αιτήσεώς της, η Chateignier κατείχε ήδη τη γαλλική ιθαγένεια και διέθετε άδεια διαμονής ως υπήκοος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

28     Επιπλέον, η αίτηση αυτή προϋπέθετε ότι ο συντάκτης της είχε εγγραφεί ως αιτών εργασία. Δεν αμφισβητείται επίσης ότι οι επίδικες στην κύρια δίκη παροχές αποτελούν παροχές ανεργίας υπό την έννοια των άρθρων 67 έως 71 του κανονισμού 1408/71.

29     Επομένως η Chateignier, ως υπήκοος κράτους μέλους που αναζητεί εργασία σε άλλο κράτος μέλος, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 39 ΕΚ και, κατά συνέπεια, αποκτά το δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως της παραγράφου 2 της διατάξεως αυτής. Όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, το δικαίωμα αυτό εξειδικεύεται κυρίως με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71.

30     Όσον αφορά το αντικείμενο του δικαιώματος αυτού, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι διατάξεις όπως αυτές του άρθρου 39 ΕΚ επιδιώκουν την εξάλειψη όλων των μέτρων βάσει των οποίων οι υπήκοοι άλλου κράτους μέλους υφίστανται, στους τομείς της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, αυστηρότερη μεταχείριση ή καθίσταται μειονεκτική η νομική ή πραγματική τους κατάσταση σε σχέση με τους ημεδαπούς που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση (βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1984, 251/83, Haug-Adrion, Συλλογή 1984, σ. 4277, σκέψη 14).

31     Στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζει το ONEM τους κανόνες του κανονισμού 1408/71 συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των βέλγων υπηκόων και των υπηκόων άλλων κρατών μελών.

32     Η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνον αν στηριζόταν σε αντικειμενικά στοιχεία, ανεξαρτήτως της ιθαγενείας των ενδιαφερομένων και ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται θεμιτώς από το εθνικό δίκαιο (αποφάσεις της 23ης Μαΐου 1996, C‑237/94, O’Flynn, Συλλογή 1996, σ. I‑2617, σκέψη 19, και της 23ης Μαρτίου 2004, C‑138/02, Collins, Συλλογή 2004, σ. I‑2703, σκέψη 66).

33     Στην υπόθεση της κύριας δίκης, ούτε το ONEM ούτε η Κυβέρνηση του Βελγίου ανέφεραν, με τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο Δικαστήριο, στοιχεία ικανά να δικαιολογήσουν την παρέκκλιση, υπό τις συνθήκες που παρατέθησαν με την προηγούμενη σκέψη, από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

34     Βεβαίως, η διατύπωση του άρθρου 67, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1408/71 δίνει την ευχέρεια στα κράτη μέλη να εξαρτήσουν την κτήση, τη διατήρηση ή την ανάκτηση του δικαιώματος παροχών ανεργίας από τη συμπλήρωση περιόδων ασφαλίσεως σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας βάσει της οποίας ζητούνται οι παροχές.

35     Ωστόσο, από τον φάκελο που διαβίβασε στο Δικαστήριο το αιτούν δικαστήριο και από τις παρατηρήσεις της Βελγικής Κυβερνήσεως δεν προκύπτει ότι η εθνική νομοθεσία απαιτεί τη συμπλήρωση αυτών των περιόδων ασφαλίσεως όσον αφορά τους βέλγους εργαζόμενους που τις πραγματοποίησαν υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους.

36     Κατόπιν των ανωτέρω, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 39, παράγραφος 2, ΕΚ και 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους διαμονής αρνείται σε υπήκοο άλλου κράτους μέλους το δικαίωμα σε παροχές ανεργίας για τον λόγο ότι, κατά την ημερομηνία της καταθέσεως της αιτήσεως για παροχές, ο ενδιαφερόμενος δεν είχε συμπληρώσει στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους διαμονής συγκεκριμένη περίοδο απασχολήσεως, ενώ η προϋπόθεση αυτή δεν απαιτείται για τους υπηκόους του κράτους μέλους αυτού.

 Επί των δικαστικών εξόδων

37     Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 39, παράγραφος 2, ΕΚ και 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους διαμονής αρνείται σε υπήκοο άλλου κράτους μέλους το δικαίωμα σε παροχές ανεργίας για τον λόγο ότι, κατά την ημερομηνία της καταθέσεως της αιτήσεως για παροχές, ο ενδιαφερόμενος δεν είχε συμπληρώσει στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους διαμονής συγκεκριμένη περίοδο απασχολήσεως, ενώ η προϋπόθεση αυτή δεν απαιτείται για τους υπηκόους του κράτους μέλους αυτού.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.