Υπόθεση C-214/05 P

Sergio Rossi SpA

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Αίτηση αναιρέσεως — Κοινοτικό σήμα — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 — Κίνδυνος συγχύσεως — Λεκτικό σήμα “SISSI ROSSI” — Ανακοπή εκ μέρους του δικαιούχου του προγενεστέρου λεκτικού σήματος “MISS ROSSI” — Επιχειρήματα που προβάλλονται για πρώτη φορά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση — Πρόταση αποδεικτικών μέσων»

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 16ης Μαρτίου 2006 

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 18ης Ιουλίου 2006 

Περίληψη της αποφάσεως

1.     Αναίρεση — Λόγοι — Πεπλανημένη εκτίμηση των νομοτύπως προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων — Απαράδεκτο πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου

(Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

2.     Διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικές προϋποθέσεις

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

3.     Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία προσφυγής

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρα 63 και 74 § 1)

1.     Το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να αξιολογεί τα προσκομισθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία. Δεν υποχρεούται μεν να αιτιολογεί ρητώς τις εκτιμήσεις του όσον αφορά την αποδεικτική αξία κάθε αποδεικτικού στοιχείου που του έχει υποβληθεί., οφείλει όμως να αιτιολογεί τις αποφάσεις του κατά τρόπο που να παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο, και τούτο ιδίως όσον αφορά το ενδεχόμενο παραμορφώσεως του περιεχομένου των προσκομισθέντων ενώπιον του Πρωτοδικείου αποδεικτικών στοιχείων.

Εξάλλου, επιτρέπεται στο Πρωτοδικείο να λαμβάνει υπόψη του, στο πλαίσιο της κυρίαρχης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, το ότι ένας διάδικος παραλείπει να επικαλεστεί ορισμένες περιστάσεις.

(βλ. σκέψεις 22-23)

2.     Το Πρωτοδικείο οφείλει να απορρίπτει ως απαράδεκτο ένα αίτημα της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιόν του όταν τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται αυτό το αίτημα δεν προκύπτουν κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής. Επομένως, η έλλειψη τέτοιων στοιχείων στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορεί να θεραπευθεί με την παρουσίασή τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

(βλ. σκέψη 37)

3.     Αφενός, από το άρθρο 63 του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα προκύπτει ότι η ακύρωση ή η μεταρρύθμιση των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) είναι δυνατές μόνο για λόγους αναρμοδιότητας, παραβάσεως ουσιώδους τύπου, παραβάσεως της Συνθήκης, του κανονισμού 40/94 ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή τους, ή για κατάχρηση εξουσίας. Επομένως, ο έλεγχος που ασκεί ο κοινοτικός δικαστής στις αποφάσεις αυτές δεν βαίνει πέραν του ελέγχου της νομιμότητάς τους και δεν έχει, ως εκ τούτου, ως αντικείμενο την επανεξέταση των πραγματικών περιστατικών που εκτιμήθηκαν από τα όργανα του ΓΕΕΑ.

Αφετέρου, από το άρθρο 74, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού προκύπτει ότι, σε διαδικασία αφορώσα σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχωρίσεως, ο έλεγχος στον οποίο προβαίνει το ΓΕΕΑ περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν και στα αιτήματα που υποβάλλουν οι διάδικοι.

Εφόσον το ΓΕΕΑ δεν μπορεί να λάβει υπόψη του πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν επικαλέστηκαν ενώπιόν του οι διάδικοι, η νομιμότητα των αποφάσεών του δεν μπορεί να αμφισβητηθεί βάσει αυτών των περιστατικών. Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί, ομοίως, να λάβει υπόψη του αποδεικτικά στοιχεία που προβάλλονται προς απόδειξη αυτών των πραγματικών περιστατικών.

(βλ. σκέψεις 50-52)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 18ης Ιουλίου 2006 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Κοινοτικό σήμα – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 – Κίνδυνος συγχύσεως – Λεκτικό σήμα “SISSI ROSSI” – Ανακοπή εκ μέρους του δικαιούχου του προγενεστέρου λεκτικού σήματος “MISS ROSSI” – Επιχειρήματα που προβάλλονται για πρώτη φορά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση – Πρόταση αποδεικτικών μέσων»

Στην υπόθεση C-214/05 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ασκηθείσα στις 10 Μαΐου 2005,

Sergio Rossi SpA, με έδρα το San Mauro Pascoli (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον A. Ruo, avvocato,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενο από τους O. Montalto και P. Bullock,

καθού πρωτοδίκως,

Sissi Rossi Srl, με έδρα το Castenaso di Villanova (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον S. Verea, avvocato,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský (εισηγητή), J.-P. Puissochet, A. Borg Barthet και A. Ó Caoimh, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 16ης Μαρτίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Με την αίτηση αναιρέσεως, η Sergio Rossi SpA ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 1ης Μαρτίου 2005, στην υπόθεση Τ-169/03, Sergio Rossi κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2005, σ. II-685, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Eσωτερικής Aγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), της 28ης Φεβρουαρίου 2003 (υπόθεση R 569/2002-1, στο εξής: επίδικη απόφαση), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Calzaturificio Rossi SpA, στα δικαιώματα της οποίας υποκαταστάθηκε η Sergio Rossi SpA, και της Sissi Rossi Srl.

 Το νομικό πλαίσιο

2       Το άρθρο 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου ορίζει τα εξής:

«Το δικόγραφο της προσφυγής που αναφέρεται στο άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου περιέχει:

[…]

γ)       το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση·

δ)       τα αιτήματα του προσφεύγοντος·

ε)       ενδεχομένως, τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα.»

3       Το άρθρο 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«Κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.»

4       Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (EE 1994, L 11, σ. 1), προβλέπει τα εξής:

«Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώρηση:

[…]

β)      εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα.»

5       Το άρθρο 73 του κανονισμού 40/94 ορίζει τα εξής:

«Οι αποφάσεις του Γραφείου αιτιολογούνται. Δεν μπορούν να στηρίζονται παρά μόνο στους λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση.»

6       Το άρθρο 74 του ίδιου κανονισμού προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Κατά την ενώπιόν του διαδικασία, το Γραφείο εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά· εντούτοις, σε διαδικασία που αφορά τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχώρησης, η εξέταση περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι καθώς και στα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα.

2.      Το Γραφείο μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά που δεν επικαλέστηκαν ή αποδείξεις που δεν προσεκόμισαν εγκαίρως οι διάδικοι.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

7        Το Πρωτοδικείο εκθέτει το ιστορικό της διαφοράς ως εξής:

«1      Την 1η Ιουνίου 1998, η [Sissi Rossi Srl (στο εξής: Sissi Rossi)] υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο [ΓEEA] βάσει του κανονισμού [40/94].

2      Το σήμα, του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, είναι το λεκτικό σημείο SISSI ROSSI.

3      Τα προϊόντα, τα οποία αφορούσε η αίτηση καταχωρίσεως, εμπίπτουν, ιδίως, στην κλάση 18 κατά τον Διακανονισμό της Νίκαιας περί διεθνούς ταξινομήσεως προϊόντων και υπηρεσιών για την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως αυτός έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: “δέρμα και απομιμήσεις δέρματος, είδη εξ αυτών των υλικών μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις· δέρματα ζώων· κιβώτια και βαλίτσες ταξιδίου· ομπρέλες, αλεξήλια και ράβδοι περιπάτου· μαστίγια και είδη σελοποιίας”.

         […]

5      Στις 21 Μαΐου 1999, η εταιρία Calzaturificio Rossi SpA άσκησε ανακοπή, δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, κατά της αιτηθείσας καταχωρίσεως του σήματος για τα προϊόντα “δέρμα και απομιμήσεις δέρματος, είδη εξ αυτών των υλικών μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις· δέρματα ζώων· κιβώτια και βαλίτσες ταξιδίου”.

6      Τα σήματα, των οποίων έγινε επίκληση προς στήριξη της ανακοπής, είναι το λεκτικό σήμα MISS ROSSI, το οποίο καταχωρίστηκε στην Ιταλία στις 11 Νοεμβρίου 1991 (αριθ. 553 016), και το διεθνές σήμα MISS ROSSI, το οποίο καταχωρίστηκε την ίδια ημέρα στη Γαλλία (αριθ. 577 643). Τα προϊόντα, τα οποία προσδιορίζονται με τα προγενέστερα αυτά σήματα, είναι τα “υποδήματα”, εμπίπτοντα στην κλάση 25 του Διακανονισμού της Νίκαιας.

         […]

8      Κατόπιν της συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως της εταιρίας Calzaturificio Rossi SpA, με συμβολαιογραφική πράξη της 22ας Νοεμβρίου 2000, η προσφεύγουσα, αποκαλουμένη εφεξής Sergio Rossi SpA, κατέστη δικαιούχος των προγενέστερων σημάτων.

9      Με απόφαση της 30ής Απριλίου 2002, το τμήμα ανακοπών απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως για όλα τα προϊόντα που αφορούσε η ανακοπή. Το τμήμα έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η προσφεύγουσα απέδειξε την ουσιαστική χρήση των προγενέστερων σημάτων μόνο για τα προϊόντα «υποδήματα για κυρίες» και ότι τα προϊόντα αυτά, αφενός, και τα προϊόντα “δέρμα και απομιμήσεις δέρματος, είδη εκ των υλικών αυτών μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις· δέρματα ζώων· κιβώτια και βαλίτσες ταξιδίου”, τα οποία περιλαμβάνονταν στην αίτηση καταχωρίσεως, αφετέρου, είναι παρόμοια. Επί πλέον, το τμήμα ανακοπών δέχθηκε ότι υφίσταται ομοιότητα των σημάτων κατά την αντίληψη του Γάλλου καταναλωτή.

10      Στις 28 Ιουνίου 2002, η παρεμβαίνουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

11      Με [την επίδικη απόφαση], το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών και απέρριψε την ανακοπή. Το τμήμα προσφυγών έκρινε κατ’ ουσίαν ότι τα επίμαχα σήματα εμφανίζουν μικρή ομοιότητα. Εξάλλου, κατόπιν συγκριτικής αναλύσεως των διαύλων διανομής, των σκοπών και της φύσεως των επίμαχων προϊόντων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι διαφορές μεταξύ των προϊόντων υπερίσχυαν κατά πολύ των ολίγων ομοιοτήτων τους. Το τμήμα προσφυγών εξέτασε ιδίως και απέρριψε την άποψη ότι τα προϊόντα “υποδήματα για κυρίες” και “τσάντες για κυρίες” είναι όμοια λόγω συμπληρωματικότητας. Συνεπώς, κατ’ αυτό, δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.»

 Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

8       Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Μαΐου 2003, η Sergio Rossi SpA άσκησε προσφυγή κατά της επίδικης αποφάσεως και ζήτησε, κυρίως, την ολική ακύρωσή της και, επικουρικώς, τη μερική ακύρωσή της, στο μέτρο που διαπιστώνει ότι δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των σημάτων για τα προϊόντα «τσάντες για κυρίες» και «υποδήματα για κυρίες», συμπεριλαμβανομένου του λεκτικού σήματος MISS ROSSI.

9       Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο αρνήθηκε καταρχάς να λάβει υπόψη του ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία –μεταξύ των οποίων δημοσιεύματα του Τύπου, διαφημίσεις και φωτογραφίες ιδίως από διαδικτυακούς τόπους– τα οποία προσκόμισε η Sergio Rossi SpA προς στήριξη της απόψεώς της ότι τα υποδήματα για κυρίες και οι τσάντες για κυρίες είναι παρόμοια προϊόντα, με την αιτιολογία ότι τα έγγραφα αυτά δεν προσκομίστηκαν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ.

10     Όσον αφορά το αίτημα ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το κυρίως προβληθέν αίτημα ήταν απορριπτέο και ότι έπρεπε να εξεταστεί μόνον το επικουρικό αίτημα. Το Πρωτοδικείο παρατήρησε, καταρχάς, ότι από το δικόγραφο της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιόν του, ιδίως δε από το πρώτο αίτημα, καθώς και από την αγόρευση της προσφεύγουσας προέκυπτε ότι η τελευταία θεωρούσε παρόμοια όλα τα προϊόντα που αφορούσε η ανακοπή, ήτοι, αφενός, τα προϊόντα «δέρμα και απομιμήσεις δέρματος, είδη εξ αυτών των υλικών μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις· δέρματα ζώων· κιβώτια και βαλίτσες ταξιδίου» και, αφετέρου, τα προϊόντα «υποδήματα για κυρίες» τα οποία προσδιορίζονταν με τα προγενέστερα σήματα. Διαπίστωσε, ωστόσο, ότι η επιχειρηματολογία της προσφυγής αφορούσε αποκλειστικά τα προϊόντα «τσάντες για κυρίες» και «υποδήματα για κυρίες». Εν απουσία οιουδήποτε επιχειρήματος προς αντίκρουση της εκτιμήσεως του τμήματος προσφυγών ότι τα προϊόντα «δέρμα και απομιμήσεις δέρματος· δέρματα ζώων· κιβώτια και βαλίτσες ταξιδίου», αφενός, και «υποδήματα για κυρίες», αφετέρου, δεν είναι παρόμοια, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι παρείλκε η εξέταση του προβαλλόμενου ενώπιόν του λόγου ακυρώσεως που στηριζόταν στην υποτιθέμενη ομοιότητα μεταξύ των εν λόγω προϊόντων.

11     Εξάλλου, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η γενική αναφορά, εκ μέρους της προσφεύγουσας, στο σύνολο των παρατηρήσεων που είχε διατυπώσει στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ δεν μπορούσε να καλύψει την έλλειψη επιχειρημάτων στο δικόγραφο της προσφυγής. Τέλος, το Πρωτοδικείο παρατήρησε ότι μόνο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, και, επομένως, εκπροθέσμως, προέβαλε η προσφεύγουσα το επιχείρημα ότι το σύνολο των εν λόγω προϊόντων διατίθεται μέσω των αυτών διαύλων διανομής και κατασκευάζεται από την ίδια πρώτη ύλη.

12     Στη συνέχεια, το Πρωτοδικείο εξέτασε την ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων «τσάντες για κυρίες», που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, και των προϊόντων «υποδήματα για κυρίες», που προσδιορίζονται από τα προγενέστερα σήματα, καθώς και την ομοιότητα μεταξύ των αντιπαραβαλλομένων σημείων και κατέληξε στο ότι δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των επιδίκων σημάτων. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή.

 Τα αιτήματα των διαδίκων

13     Με την αίτησή της, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

–       κυρίως, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της·

–       επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά την καταχώριση του σήματος SISSI ROSSI για προϊόντα «δέρμα και απομιμήσεις δέρματος»·

–       ακόμη επικουρικότερα, αφού αναγνωρίσει το δικαίωμα της προσφεύγουσας να προσκομίσει αποδείξεις, να αναιρέσει στο σύνολό της την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου προκειμένου αυτό να εξετάσει τις αποδείξεις που έκρινε απαράδεκτες ή, εναλλακτικώς και δυνάμει του δικαιώματος του ενδιαφερομένου να διατυπώσει την άποψή του, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 73 του κανονισμού 40/94, να αναπέμψει τη διαφορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ προκειμένου αυτό να ορίσει προθεσμία προκειμένου η αναιρεσείουσα να διατυπώσει την άποψή της, και

–       να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

14     Το ΓΕΕΑ και η Sissi Rossi ζητούν από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Η αίτηση αναιρέσεως

15     Προς στήριξη των αιτημάτων περί αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως. Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αντλούνται από την εσφαλμένη εφαρμογή του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Με τον τρίτο λόγο, ο οποίος χωρίζεται σε δύο σκέλη, η αναιρεσείουσα επικαλείται παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

16     Καταρχάς πρέπει να εξεταστεί ο τρίτος λόγος αναιρέσεως και στη συνέχεια ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

17     Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο ανέλυσε εσφαλμένως τους κρίσιμους παράγοντες προκειμένου να εκτιμήσει την ομοιότητα των επιδίκων προϊόντων –και, ως εκ τούτου, τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ των αντιπαραβαλλομένων σημάτων–, όπως οι παράγοντες αυτοί προκύπτουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, ιδίως, η φύση των προϊόντων αυτών, ο προορισμός τους, η χρήση τους, καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους. Επικαλείται συναφώς τη σκέψη 23 της αποφάσεως της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑39/97, Canon, Συλλογή 1998, σ. I‑5507).

18     Κατά την αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο παρέβλεψε το ότι οι τελικοί καταναλωτές των επιδίκων προϊόντων ταυτίζονται. Εξάλλου, κατά την εξέταση του κριτηρίου του προορισμού των προϊόντων αυτών, το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη του, στον προσήκοντα βαθμό, την αισθητική λειτουργία που επιτελούν οι τσάντες για κυρίες και τα υποδήματα για κυρίες, λειτουργία η οποία καθιστά παραπληρωματικά τα εν λόγω προϊόντα, εφόσον πρέπει να συνδυάζονται από αισθητικής απόψεως. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι η νυν αναιρεσείουσα δεν είχε αποδείξει στο πλαίσιο της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας ότι τα εν λόγω προϊόντα πωλούνταν κανονικά στα ίδια σημεία πωλήσεως. Όμως, κατά τη διαδικασία αυτή, ουδέποτε παρασχέθηκε στην αναιρεσείουσα η δυνατότητα να αποδείξει την περίσταση αυτή.

19     Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο εκτίμησε εσφαλμένως την ομοιότητα μεταξύ των δύο επιδίκων σημάτων. Υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου φαίνεται να απορρέει από το γεγονός ότι το επώνυμο «Rossi» είναι πολύ κοινό κατά την αντίληψη των Γάλλων καταναλωτών. Η διαπίστωση, όμως, αυτή δεν στηρίζεται σε κανένα αντικειμενικό στοιχείο. Κατά την αναιρεσείουσα, το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου είναι εσφαλμένο καθόσον το εν λόγω επώνυμο δεν είναι διαδεδομένο στη γαλλική επικράτεια και παραπέμπει σε ιταλικό επώνυμο. Εξάλλου, ακόμα και ένα διαδεδομένο επώνυμο μπορεί να επιτελεί την πρωταρχική λειτουργία του σήματος και να αποτελεί, επομένως, διακριτικό των οικείων προϊόντων. Κατά συνέπεια, το επώνυμο «Rossi» δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ασθενέστερο διακριτικό χαρακτήρα επί γαλλικού εδάφους. Πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει ισχυρό διακριτικό χαρακτήρα. Τέλος, το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να στηριχθεί στο γεγονός ότι «η προσφεύγουσα δεν υποστήριξε ότι η λέξη “Rossi” αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο του σήματος», καθόσον ουδέποτε η αναιρεσείουσα υποστήριξε το αντίθετο.

20     Η Sissi Rossi θεωρεί ότι, στην πραγματικότητα, η αναιρεσείουσα περιορίζεται στην αμφισβήτηση της εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως χωρίς να επικαλείται ουσιαστική ανακρίβεια των διαπιστώσεών του, οπότε ο παρών λόγος αναιρέσεως δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

21     Το ΓΕΕΑ και, επικουρικώς, η Sissi Rossi υποστηρίζουν επίσης ότι οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμες.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

22     Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, αρκεί να υπομνησθεί ότι το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να αξιολογεί τα προσκομισθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία και δεν υποχρεούται να αιτιολογεί ρητώς τις εκτιμήσεις του όσον αφορά την αποδεικτική αξία κάθε αποδεικτικού στοιχείου που του έχει υποβληθεί. Το Πρωτοδικείο οφείλει να αιτιολογεί τις αποφάσεις του κατά τρόπο που να παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο, και τούτο ιδίως όσον αφορά το ενδεχόμενο παραμορφώσεως του περιεχομένου των προσκομισθέντων ενώπιον του Πρωτοδικείου αποδεικτικών στοιχείων (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, C-198/03 P, Επιτροπή κατά CEVA και Pfizer, Συλλογή 2005, σ. Ι-6357, σκέψη 50).

23     Εξάλλου, επιτρέπεται στο Πρωτοδικείο να λαμβάνει υπόψη του, στο πλαίσιο της κυρίαρχης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, το ότι ένας διάδικος παραλείπει να επικαλεστεί ορισμένες περιστάσεις.

24     Στις σκέψεις 69 έως 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο προέβη σε σφαιρική εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των επιδίκων σημάτων καθώς και του κινδύνου συγχύσεως για το κοινό, λαμβάνοντας υπόψη όλους του κρίσιμους παράγοντες της συγκεκριμένης υποθέσεως. Ομοίως, αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο τα συμπεράσματά του.

25     Κατά τα λοιπά, η αναιρεσείουσα, προσάπτοντας στο Πρωτοδικείο ότι ανέλυσε εσφαλμένως τους κρίσιμους παράγοντες προς εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των οικείων προϊόντων και μεταξύ των επιδίκων σημάτων, επιδιώκει, με το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, να υποκαταστήσει το Δικαστήριο την κρίση του στην κρίση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο.

26     Από τα άρθρα 225 ΕΚ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αναίρεση περιορίζεται στα νομικά ζητήματα. Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο είναι καταρχήν το μόνο αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των σχετικών πραγματικών περιστατικών και να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, η εκτίμηση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων δεν είναι, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως της παραμορφώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο υπό την έννοια αυτή στον έλεγχο του Δικαστηρίου στο πλαίσιο ασκήσεως αναιρέσεως (βλ. αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, C-104/00 P, DKV κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2002, σ. I-7561, σκέψη 22, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, C-37/03 Ρ, BioID κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2005, σ. Ι-7975, σκέψη 43).

27     Επειδή η αναιρεσείουσα δεν επικαλέστηκε καμία παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων που υποβλήθηκαν στο Πρωτοδικείο, επιβάλλεται η απόρριψη ως απαραδέκτων του πρώτου σκέλους και εν μέρει του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

28     Συνεπώς, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

29     Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 81 του Κανονισμού Διαδικασίας του στο μέτρο που η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει αιτιολογία ως προς την απόρριψη του κυρίου αιτήματος της προσφυγής.

30     Κατά την αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να περιορίσει την έκταση της διαφοράς στην ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων «υποδήματα για κυρίες» που προσδιορίζονταν με τα προγενέστερα σήματα και των προϊόντων «τσάντες για κυρίες» του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Αφενός, καίτοι τα επιχειρήματα προς στήριξη της προσφυγής της ενώπιον του Πρωτοδικείου αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά την ομοιότητα μεταξύ των εν λόγω προϊόντων, για την ομοιότητα μεταξύ όλων των προϊόντων που προσδιορίζονταν από το σήμα που αποτέλεσε αντικείμενο της αιτήσεως καταχωρίσεως και των προϊόντων της προσφεύγουσας γίνεται λόγος σε διάφορα χωρία του δικογράφου της προσφυγής που υποβλήθηκε στο Πρωτοδικείο. Αφετέρου, τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν έπρεπε να θεωρηθούν απαράδεκτα κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου ως νέοι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της δίκης. Συγκεκριμένα, δεν επρόκειτο για νέους ισχυρισμούς, αλλά για συμπληρωματικά επιχειρήματα προς στήριξη των όσων είχαν ήδη ζητηθεί με τα αιτήματα της εν λόγω προσφυγής.

31     Κατά τη Sissi Rossi και το ΓΕΕΑ, το Πρωτοδικείο ορθώς περιόρισε την ανάλυσή του στα προϊόντα «υποδήματα για κυρίες» και «τσάντες για κυρίες», καθόσον δεν μπορεί να υποκαταστήσει τους διαδίκους και, ελλείψει προβολής επιχειρημάτων εκ μέρους τους, να προβεί εξ ιδίας πρωτοβουλίας στην εξέταση ζητήματος απτομένου της διαφοράς. Εξάλλου, η προσφεύγουσα όντως επικαλέστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση την ομοιότητα μεταξύ άλλων προϊόντων πέραν αυτών στα οποία το Πρωτοδικείο περιόρισε την εξέτασή του, αυτή ήταν, όμως, η πρώτη φορά που το έπραξε στο πλαίσιο της διαδικασίας, οπότε το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε την προβολή του ισχυρισμού αυτού καθυστερημένη.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

32     Σύμφωνα με την επικεφαλίδα του, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αφορά την έλλειψη αιτιολογίας στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά την απόρριψη του κυρίου αιτήματος που υποβλήθηκε στο Πρωτοδικείο. Ωστόσο, από το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα αμφισβητεί στην πραγματικότητα το βάσιμο της απορρίψεως αυτής. Πράγματι, προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι έκρινε απαράδεκτο το αίτημα αυτό με την αιτιολογία ότι δεν είχε προβάλει επιχειρηματολογία προς στήριξη του αιτήματος αυτού με αυτό καθαυτό το δικόγραφο της προσφυγής.

33     Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί αν, πράττοντας αυτό, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα.

34     Από το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να αναφέρει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση.

35     Το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί όσον αφορά το περιεχόμενο αυτής της απαιτήσεως στο πλαίσιο του άρθρου 38, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του δικού του Κανονισμού Διαδικασίας. Έκρινε ότι η απαιτούμενη αναφορά πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής προκειμένου ο καθού να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του και το Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Επομένως, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται μια προσφυγή πρέπει να προκύπτουν κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής (αποφάσεις της 9ης Ιανουαρίου 2003, C-178/00, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. Ι-303, σκέψη 6, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑199/03, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑8027, σκέψη 50).

36     Το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται και όσον αφορά τις προσφυγές που ασκούνται ενώπιον του Πρωτοδικείου, δεδομένου ότι τα εν λόγω άρθρα 38, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου και 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου έχουν την ίδια διατύπωση και απλώς επαναλαμβάνουν την επιταγή του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται αδιακρίτως στις προσφυγές που ασκούνται ενώπιον του Δικαστηρίου και σε εκείνες που ασκούνται ενώπιον του Πρωτοδικείου.

37     Συνεπώς, το Πρωτοδικείο οφείλει να απορρίπτει ως απαράδεκτο ένα αίτημα της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιόν του όταν τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται αυτό το αίτημα δεν προκύπτουν κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής. Επομένως, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την αναιρεσείουσα, η έλλειψη τέτοιων στοιχείων στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορεί να θεραπευθεί με την παρουσίασή τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

38     Εν προκειμένω, στις σκέψεις 46 έως 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο απέρριψε το κύριο αίτημα της προσφυγής με την αιτιολογία ότι η επιχειρηματολογία της προσφυγής αφορούσε αποκλειστικά τα προϊόντα «τσάντες για κυρίες» και «υποδήματα για κυρίες» και ότι, συνεπώς, η προσφυγή δεν εξέθετε κανένα επιχείρημα προς αντίκρουση του συμπεράσματος του τμήματος προσφυγών ότι τα προϊόντα «δέρμα και απομιμήσεις δέρματος· δέρματα ζώων· κιβώτια και βαλίτσες ταξιδίου» και «υποδήματα για κυρίες» δεν είναι παρόμοια.

39     Η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου κανένα σοβαρό επιχείρημα ώστε να καταδείξει ότι, αντίθετα προς την κρίση του Πρωτοδικείου, η προσφυγή που υποβλήθηκε ενώπιόν του περιείχε πραγματικά και νομικά στοιχεία προς στήριξη του εν λόγω αιτήματος.

40     Εφόσον το αίτημα αυτό ήταν απαράδεκτο, η προσφεύγουσα προέβαλε, στην πραγματικότητα, νέον ισχυρισμό εκθέτοντας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προς στήριξη των αιτημάτων του δικογράφου της προσφυγής της, νομικά και πραγματικά στοιχεία που έχουν το ίδιο αντικείμενο με το εν λόγω αίτημα. Όμως, κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, απαγορεύεται, κατά τη διάρκεια της δίκης, η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα δεν ισχυρίζεται ότι συνέτρεχε τέτοια περίπτωση, πρέπει να αναγνωριστεί ότι δικαίως το Πρωτοδικείο απέρριψε τα εν λόγω στοιχεία ως καθυστερημένα.

41     Εφόσον το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

42     Κυρίως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, κρίνοντας απαράδεκτες τις αποδείξεις που προσκόμισε, παρέβη το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του, το οποίο επιτρέπει την πρόταση αποδεικτικών μέσων.

43     Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, το οποίο στηρίχθηκε συναφώς στη δική του νομολογία, παρέπεμψε σε υποθέσεις διαφορετικές από την υπό κρίση. Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις τις οποίες επικαλέστηκε το Πρωτοδικείο αφορούσαν υποθέσεις στις οποίες τα επιχειρήματα των προσφευγόντων είχαν αρχικά απορριφθεί από το ΓΕΕΑ –και, επομένως, οι προφεύγοντες είχαν μπορέσει να αφμσιβητήσουν ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ τα αντίθετα επιχειρήματα που είχαν προβληθεί προς δικαιολόγηση της απορρίψεως αυτής–, ενώ, στην υπό κρίση υπόθεση, εφόσον το τμήμα ανακοπών είχε δικαιώσει την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ ανέπτυξε τα δικά του επιχειρήματα για πρώτη φορά με την επίδικη απόφαση, οπότε σε κανένα στάδιο της διοικητικής διαδικασίας δεν δόθηκε στην προσφεύγουσα η δυνατότητα να αμφισβητήσει τα –αντίθετα προς τα δικά της– συμπεράσματα του ΓΕΕΑ.

44     Επικουρικώς, η αναιρεσείουσα επικαλείται παράβαση του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94, λόγω του ότι, κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, δεν της δόθηκε η δυνατότητα να εκθέσει την άποψή της ως προς την ύπαρξη ή τη μη ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ των συγκεκριμένων προϊόντων.

45     Κατ’ αυτήν, αντίθετα προς τα όσα έκρινε το Πρωτοδικείο, η επίκληση της παραβάσεως του άρθρου 73 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νέος ισχυρισμός ο οποίος προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αλλ’ αποτελούσε απλή ανάπτυξη του λόγου προς στήριξη του οποίου είχαν προσκομιστεί ορισμένες αποδείξεις μαζί με το δικόγραφο της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου.

46     Συγκεκριμένα, δυνάμει της διατάξεως αυτής, στην αναιρεσείουσα έπρεπε να έχει, εν πάση περιπτώσει, δοθεί η δυνατότητα να αμφισβητήσει τα επιχειρήματα που εξέθεσε για πρώτη φορά το ΓΕΕΑ. Εφόσον αυτό δεν είχε μπορέσει να γίνει κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, το Πρωτοδικείο, επιλαμβανόμενο προσφυγής κατά αποφάσεως του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, όφειλε να επιλέξει μεταξύ δύο δυνατοτήτων: δηλαδή, είτε να επιτρέψει την προσκόμιση αποδείξεων ενώπιόν του είτε να ακυρώσει την επίδικη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του τμήματος προσφυγών ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην προσφεύγουσα να αμφισβητήσει τα επιχειρήματα που είχαν διατυπωθεί για πρώτη φορά με την εν λόγω απόφαση.

47     Η Sissi Rossi και το ΓΕΕΑ θεωρούν ότι ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε απαράδεκτες τις επίδικες αποδείξεις, και τούτο για τους λόγους που εκτίθενται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

48     Όσον αφορά τον λόγο αναιρέσεως που προβάλλεται επικουρικώς, η Sissi Rossi εκφράζει αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό του, με την αιτιολογία ότι η αναιρεσείουσα επικαλείται παράβαση του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94 εκ μέρους του τμήματος προσφυγών και όχι εκ μέρους του Πρωτοδικείου.

49     Εν πάση περιπτώσει, κατά τη Sissi Rossi, ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι ο λόγος που αντλείτο από την παράβαση της διατάξεως αυτής ήταν απαράδεκτος. Εξάλλου, στην αναιρεσείουσα δόθηκαν επαρκείς δυνατότητες να εκθέσει την άποψή της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

–       Επί της αιτιάσεως που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου

50     Αφενός,Αφενός, από το άρθρο 63 του κανονισμού 40/94 προκύπτει ότι η ακύρωση ή η μεταρρύθμιση των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ είναι δυνατές μόνο για λόγους αναρμοδιότητας, παραβάσεως ουσιώδους τύπου, παραβάσεως της Συνθήκης ΕΚ, του κανονισμού 40/94 ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή τους, ή για κατάχρηση εξουσίας. Επομένως, ο έλεγχος που ασκεί ο κοινοτικός δικαστής στις αποφάσεις αυτές δεν βαίνει πέραν του ελέγχου της νομιμότητάς τους και δεν έχει, ως εκ τούτου, ως αντικείμενο την επανεξέταση των πραγματικών περιστατικών που εκτιμήθηκαν από τα όργανα του ΓΕΕΑ.

51     Αφετέρου, από το άρθρο 74, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού προκύπτει ότι, σε διαδικασία αφορώσα σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχωρίσεως, όπως η διαδικασία στην υπό κρίση περίπτωση, ο έλεγχος στον οποίο προβαίνει το ΓΕΕΑ περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν και στα αιτήματα που υποβάλλουν οι διάδικοι.

52     Εφόσον το ΓΕΕΑ δεν μπορεί να λάβει υπόψη του πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν επικαλέστηκαν ενώπιόν του οι διάδικοι, η νομιμότητα των αποφάσεών του δεν μπορεί να αμφισβητηθεί βάσει αυτών των περιστατικών. Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί, ομοίως, να λάβει υπόψη του αποδεικτικά στοιχεία που προβάλλονται προς απόδειξη αυτών των πραγματικών περιστατικών.

53     Αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την αναιρεσείουσα, το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών στηρίχθηκε σε αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιον του ΓΕΕΑ για να συναγάγει συμπεράσματα διαφορετικά από αυτά που συνήγαγε το τμήμα ανακοπών δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, καθόσον η εκτίμηση των αποδείξεων στην οποία προέβη το εν λόγω τμήμα προσφυγών μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να αμφισβητηθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου.

54     Εξάλλου, όπως ορθώς διαπίστωσε το Πρωτοδικείο, εάν η προσφεύγουσα φρονούσε ότι το τμήμα προσφυγών, κατά παράβαση του άρθρου 73, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 40/94, της στέρησε τη δυνατότητα να προσκομίσει εγκαίρως ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, όφειλε να είχε προβάλει τον ισχυρισμό αυτόν προς στήριξη του αιτήματός της περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως. Αντιστρόφως, η εκ μέρους του τμήματος προσφυγών τυχόν προσβολή του δικαιώματος της προσφεύγουσας να ακουσθεί δεν μπορούσε να έχει ως συνέπεια να προβεί το Πρωτοδικείο σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων που δεν απετέλεσαν προηγουμένως αντικείμενο επικλήσεως ενώπιον των οργάνων του ΓΕΕΑ.

–       Επί της αιτιάσεως που αντλείται από νομικό σφάλμα του Πρωτοδικείου όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94 εκ μέρους του τμήματος προσφυγών

55     Πρώτον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Sissi Rossi, η αιτίαση αυτή είναι παραδεκτή καθόσον η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι υπέπεσε σε νομικό σφάλμα μη επιβάλλοντας κύρωση για παράβαση του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94 εκ μέρους του τμήματος προσφυγών.

56     Όσον αφορά το βάσιμο της αιτιάσεως αυτής, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, απαγορεύεται, κατά τη διάρκεια της δίκης, η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

57     Όμως, η αναιρεσείουσα δεν αμφισβητεί ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής που κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοδικείου, δεν προσήψε στο τμήμα προσφυγών παράβαση του άρθρου 73, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 40/94, δεδομένου ότι η αιτίαση αυτή διατυπώθηκε για πρώτη φορά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ομοίως, δεν αμφισβητεί ότι τα στοιχεία που εξέθεσε προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής υπήρχαν ήδη και ήταν γνωστά σ’ αυτήν κατά τον χρόνο της καταθέσεως της προσφυγής της στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου.

58     Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα μη επιβάλλοντας κύρωση για παράβαση του άρθρου 73, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 40/94.

59     Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60     Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ και η Sissi Rossi ζήτησαν την καταδίκη της αναιρεσείουσας στα δικαστικά έξοδα και αυτή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει τη Sergio Rossi SpA στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.