Υπόθεση C-195/05
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
κατά
Ιταλικής Δημοκρατία
«Παράβαση κράτους μέλους — Περιβάλλον — Οδηγίες 75/442/ΕΟΚ και 91/156/ΕΟΚ — Έννοια του όρου “απόβλητο” — Διατροφικά απορρίμματα προερχόμενα από τη βιομηχανία γεωργικών προϊόντων διατροφής και προοριζόμενα για την παραγωγή ζωοτροφών — Υπολείμματα προερχόμενα από μαγειρεμένα παρασκευάσματα προοριζόμενα για τις εγκαταστάσεις υποδοχής και φιλοξενίας ζώων συντροφιάς»
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mazák της 22ας Μαρτίου 2007
Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 2007
Περίληψη της αποφάσεως
1. Περιβάλλον — Απόβλητα — Οδηγία 75/442 — Έννοια του αποβλήτου
(Άρθρο 174 § 2 ΕΚ· οδηγία 75/442 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156, άρθρο 1, στοιχείο α΄)
2. Περιβάλλον — Απόβλητα — Οδηγία 75/442 — Πεδίο εφαρμογής
(Οδηγία 75/442 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156, άρθρα 1, στοιχείο α΄, και 2 § 1)
3. Περιβάλλον — Απόβλητα — Οδηγία 75/442 — Έννοια του αποβλήτου
(Οδηγία 75/442 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156, άρθρο 1, στοιχείο α΄)
4. Περιβάλλον — Απόβλητα — Οδηγία 75/442 — Πεδίο εφαρμογής
(Οδηγία 75/442 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156, άρθρα 1, στοιχείο α΄, και 2 § 1)
5. Περιβάλλον — Απόβλητα — Οδηγία 75/442 — Πεδίο εφαρμογής
(Οδηγία 75/442 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156)
1. Ο χαρακτηρισμός μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου ως «αποβλήτου», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 75/442 περί των στερεών αποβλήτων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156, προκύπτει κυρίως από τη συμπεριφορά του κατόχου του και από τη σημασία της λέξεως «απορρίπτω». Οι λέξεις αυτές πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα όχι μόνον του ουσιώδους σκοπού της οδηγίας, ο οποίος, σύμφωνα με την τρίτη αιτιολογική της σκέψη, συνίσταται στην προστασία της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος από τις επιβλαβείς επιδράσεις που προκαλούνται από τη συγκέντρωση, τη μεταφορά, την επεξεργασία, την εναποθήκευση και την απόθεση των αποβλήτων, αλλά και του άρθρου 174, παράγραφος 2, ΕΚ, που ορίζει ότι η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και στηρίζεται στις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης. Επομένως, οι ως άνω λέξεις και συνεπώς η έννοια του «αποβλήτου» δεν μπορούν να ερμηνεύονται στενά.
(βλ. σκέψεις 34-35)
2. Δεδομένου ότι κανένα καθοριστικό κριτήριο δεν προτείνεται από την οδηγία 75/442, περί των στερεών αποβλήτων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156, για τη διευκρίνιση της βουλήσεως του κατόχου να απορρίψει μια συγκεκριμένη ουσία ή ένα αντικείμενο, τα κράτη μέλη, ελλείψει κοινοτικών διατάξεων, είναι ελεύθερα να επιλέγουν τον τρόπο αποδείξεως των διαφόρων στοιχείων που ορίζονται στις οδηγίες που μεταφέρουν στο εσωτερικό τους δίκαιο, εφόσον τούτο δεν θίγει την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου. Έτσι, τα κράτη μέλη μπορούν, επί παραδείγματι, να ορίζουν διάφορες κατηγορίες αποβλήτων, προκειμένου ιδίως να διευκολύνουν την οργάνωση και τον έλεγχο της διαχειρίσεώς τους, εφόσον εκπληρούνται οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία ή από άλλες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και αφορούν τα απόβλητα αυτά και εφόσον ο αποκλεισμός ενδεχομένων κατηγοριών από το πεδίο εφαρμογής των νομοθετημάτων περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.
(βλ. σκέψη 43)
3. Από τον κατάλογο των κατηγοριών αποβλήτων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I της οδηγίας 75/442, περί των στερεών αποβλήτων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156, καθώς και από τις εργασίες διαθέσεως και αξιοποιήσεως που απαριθμούνται στα παραρτήματα II A και II B αυτής προκύπτει ότι από την έννοια του αποβλήτου δεν αποκλείεται καταρχήν κανένα είδος υπολείμματος ή άλλες ουσίες που προκύπτουν από τη διαδικασία παραγωγής.
Η πραγματική ύπαρξη «αποβλήτου» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της εν λόγω οδηγίας πρέπει να εξακριβώνεται με βάση το σύνολο των περιστάσεων, πρέπει δε να λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός της οδηγίας αυτής και να υπάρχει μέριμνα ώστε να μη θίγεται η αποτελεσματικότητά της. Έτσι, ορισμένες περιστάσεις μπορεί να συνιστούν ενδείξεις της υπάρξεως ενεργείας, προθέσεως ή υποχρεώσεως «απορρίψεως» μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν η χρησιμοποιούμενη ουσία είναι υπόλειμμα παραγωγής, δηλαδή προϊόν του οποίου η παραγωγή δεν επιδιώχθηκε αυτή καθεαυτή, η δε μέθοδος επεξεργασίας ή ο τρόπος χρήσεως μιας ουσίας δεν είναι καθοριστικά για τον χαρακτηρισμό ή μη της ουσίας αυτής ως αποβλήτου. Πέραν του κριτηρίου που αντλείται από τη φύση μιας ουσίας ως υπολείμματος παραγωγής, ο βαθμός της πιθανότητας επαναχρησιμοποιήσεως της ουσίας αυτής χωρίς εργασία προηγούμενης επεξεργασίας συνιστά κατάλληλο κριτήριο για να εκτιμηθεί αν η εν λόγω ουσία αποτελεί ή όχι απόβλητο κατά την έννοια της οδηγίας. Αν, πέραν της απλής δυνατότητας επαναχρησιμοποιήσεως της οικείας ουσίας, ο κάτοχος έχει οικονομικό όφελος να το πράξει, η πιθανότητα επαναχρησιμοποιήσεως αυτής είναι μεγάλη. Σε μια τέτοια περίπτωση, η οικεία ουσία δεν μπορεί πλέον να θεωρείται βάρος το οποίο ο κάτοχος επιθυμεί να «απορρίψει», αλλά γνήσιο προϊόν. Επιπλέον, προκειμένου ορισμένα υλικά να μπορούν να θεωρηθούν όχι υπολείμματα παραγωγής, αλλά υποπροϊόντα τα οποία ο κάτοχός τους, λόγω της έκδηλης βουλήσεώς του να τα επαναχρησιμοποιήσει, δεν επιθυμεί να τα απορρίψει, πρέπει η επαναχρησιμοποίηση αυτή ενός προϊόντος, ενός υλικού ή μιας πρώτης ύλης, ακόμη και για τις ανάγκες επιχειρηματιών άλλων πλην αυτού ο οποίος τα παρήγαγε, να είναι όχι μόνον ενδεχόμενη, αλλά βεβαία, να μην απαιτεί προηγούμενη επεξεργασία και να εντάσσεται στη συνέχεια της διαδικασίας παραγωγής ή χρησιμοποιήσεως. Κατά συνέπεια, από το γεγονός και μόνον ότι τα επίμαχα υλικά θα επαναχρησιμοποιηθούν δεν μπορεί να συναχθεί ότι δεν συνιστούν «απόβλητα» κατά την έννοια της οδηγίας. Συγκεκριμένα, αυτό που συμβαίνει στο μέλλον σε ένα αντικείμενο ή σε μια ουσία δεν είναι αυτό καθεαυτό καθοριστικό όσον αφορά τη φύση τους ως αποβλήτου, η οποία ορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας, σε σχέση με τη συνιστάμενη στην απόρριψη ενέργεια, πρόθεση ή υποχρέωση του κατόχου του αντικειμένου ή της ουσίας.
(βλ. σκέψεις 36-37, 40, 42, 44-46, 48-49)
4. Το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 75/442, περί των στερεών αποβλήτων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156, παρέχει όχι μόνον τον ορισμό της εννοίας του «αποβλήτου» κατά την οδηγία, αλλά καθορίζει επίσης, μαζί με το άρθρο 2, παράγραφος 1, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, αναφέρει ποια είδη αποβλήτων, και υπό ποιες προϋποθέσεις, εξαιρούνται ή μπορούν να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, ενώ, καταρχήν, όλα τα απόβλητα που καλύπτονται από τον εν λόγω ορισμό εμπίπτουν στο εν λόγω πεδίο εφαρμογής. Κάθε διάταξη εσωτερικού δικαίου που περιορίζει κατά γενικό τρόπο το περιεχόμενο των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία πέραν αυτού που επιτρέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, αυτής, παρερμηνεύει οπωσδήποτε το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.
(βλ. σκέψη 53)
5. Η οδηγίας 75/442, περί των στερεών αποβλήτων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τυγχάνει επικουρικής εφαρμογής σε σχέση με την κοινοτική και εθνική νομοθεσία που αφορά την ασφάλεια των τροφίμων. Συγκεκριμένα, μολονότι οι σκοποί ορισμένων διατάξεων της νομοθεσίας αυτής μπορούν ενδεχομένως να αλληλοεπικαλύπτονται εν μέρει με αυτούς της οδηγίας, οι σκοποί αυτοί παραμένουν ωστόσο ουσιωδώς διαφορετικοί. Επιπλέον, πέραν των περιπτώσεων που διαλαμβάνονται ρητώς στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας, από κανένα στοιχείο αυτής δεν μπορεί να προκύψει ότι η οδηγία δεν εφαρμόζεται σωρευτικά με άλλες νομοθεσίες.
(βλ. σκέψη 55)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 18ης Δεκεμβρίου 2007 (*)
«Παράβαση κράτους μέλους – Περιβάλλον – Οδηγίες 75/442/ΕΟΚ και 91/156/ΕΟΚ – Έννοια του όρου “απόβλητο” – Διατροφικά απορρίμματα προερχόμενα από τη βιομηχανία γεωργικών προϊόντων διατροφής και προοριζόμενα για την παραγωγή ζωοτροφών – Υπολείμματα προερχόμενα από μαγειρεμένα παρασκευάσματα προοριζόμενα για τις εγκαταστάσεις υποδοχής και φιλοξενίας ζώων συντροφιάς»
Στην υπόθεση C‑195/05,
με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 2 Μαΐου 2005,
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον M. Κωνσταντινίδη, επικουρούμενο από τον G. Bambara, avvocato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
προσφεύγουσα,
κατά
Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τον G. Fiengo, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
καθής,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, U. Lõhmus, J. N. Cunha Rodrigues, A. Ó Caoimh (εισηγητή) και P. Lindh, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: J. Mazák
γραμματέας: J. Swedenborg, υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Ιανουαρίου 2007,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Μαρτίου 2007,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με την προσφυγή της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία:
– έχοντας εκδώσει επιχειρησιακές κατευθύνσεις ισχύουσες επί του συνόλου του εθνικού εδάφους, οι οποίες καθορίστηκαν ιδίως με την εγκύκλιο του Υπουργού Περιβάλλοντος περί ερμηνευτικών διασαφηνίσεων όσον αφορά τον ορισμό της εννοίας του αποβλήτου, της 28ης Ιουνίου 1999 (στο εξής: εγκύκλιος του Ιουνίου 1999), και με το ανακοινωθέν του Υπουργείου Υγείας που περιέχει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους υγειονομικούς κανόνες όσον αφορά τη χρησιμοποίηση για τη διατροφή των ζώων υλικών και υποπροϊόντων προερχομένων από τον παραγωγικό και εμπορικό κύκλο της βιομηχανίας γεωργικών προϊόντων διατροφής, της 22ας Ιουλίου 2002 (GURI αριθ. 180, της 2ας Αυγούστου 2002, και διορθωτικό, GURI αριθ. 245, της 18ης Οκτωβρίου 2002, στο εξής: ανακοινωθέν του 2002), με σκοπό να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας περί των αποβλήτων τα διατροφικά απορρίμματα που προέρχονται από τη βιομηχανία γεωργικών προϊόντων διατροφής και προορίζονται για την παραγωγή ζωοτροφών, και
– έχοντας αποκλείσει, με το άρθρο 23 του νόμου 179, της 31ης Ιουλίου 2002, περί διατάξεων σχετικά με το περιβάλλον (GURI αριθ. 189, της 13ης Αυγούστου 2002, στο εξής: νόμος 179/2002), από το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας περί των αποβλήτων τα υπολείμματα που προέρχονται από μαγειρεμένα παρασκευάσματα κάθε είδους στερεών, μαγειρεμένων και νωπών, τροφίμων, τα οποία δεν έχουν εισέλθει στο κύκλωμα διανομής και προορίζονται για τις εγκαταστάσεις υποδοχής και φιλοξενίας ζώων συντροφιάς,
παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (EE ειδ. έκδ. 15/001, σ. 86), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991 (EE L 78, σ. 32) (στο εξής: οδηγία).
Το νομικό πλαίσιο
Η κοινοτική νομοθεσία
2 Σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχεία α΄ και γ΄, της οδηγίας, για τους σκοπούς αυτής νοείται ως:
«α) απόβλητο: κάθε ουσία ή αντικείμενο που εμπίπτει στις κατηγορίες του παραρτήματος Ι και το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει.
Η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18, καταρτίζει, όχι αργότερα από την 1η Απριλίου 1993, κατάλογο των αποβλήτων των κατηγοριών που περιλαμβάνει το παράρτημα I. Ο κατάλογος αυτός θα επανεξετάζεται τακτικά και, εν ανάγκη, θα αναθεωρείται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία·
[...]
γ) κάτοχος: ο παραγωγός των αποβλήτων ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει στην κατοχή του τα απόβλητα».
3 Το άρθρο 1, στοιχεία ε΄ και στ΄, της οδηγίας ορίζει τις έννοιες της διάθεσης και της αξιοποίησης των αποβλήτων ως κάθε εργασία που προβλέπεται, αντιστοίχως, στα παραρτήματα II A και II B αυτής.
4 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας απαριθμεί τα απόβλητα που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής αυτής «εφόσον καλύπτονται ήδη από άλλη νομοθεσία».
5 Το παράρτημα I της οδηγίας, που επιγράφεται «Κατηγορίες αποβλήτων», περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις κατηγορίες Q 14, «Προϊόντα που δεν μπορούν να χρησιμεύσουν στον κάτοχό τους (π.χ. απορρίμματα γεωργίας, κατοικιών, γραφείων, καταστημάτων, εργαστηρίων, κ.λπ.)», και Q 16, «Κάθε ουσία, ύλη ή προϊόν τα οποία δεν καλύπτονται από τις προαναφερόμενες κατηγορίες».
6 Η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 94/3/ΕΚ, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για τη θέσπιση καταλόγου αποβλήτων σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 75/442 (EE 1994, L 5, σ. 15). Ο κατάλογος αυτός ανανεώθηκε με την απόφαση 2000/532/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2000, για την αντικατάσταση της απόφασης 94/3 και της απόφασης 94/904/ΕΚ του Συμβουλίου για την κατάρτιση καταλόγου επικίνδυνων αποβλήτων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 4, της οδηγίας 91/689/EΟΚ του Συμβουλίου για τα επικίνδυνα απόβλητα (ΕΕ L 226, σ. 3). Ο κατάλογος αποβλήτων που καταρτίστηκε με την απόφαση 2000/532 τροποποιήθηκε επανειλημμένως, εσχάτως δε με την απόφαση 2001/573/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2001 (EE L 203, σ. 18). Ο κατάλογος αυτός κατατάσσει τα απόβλητα ανάλογα με την πηγή τους. Το κεφάλαιο 2 του εν λόγω καταλόγου επιγράφεται «Απόβλητα πρωτογενούς παραγωγής (γεωργία, κηπευτική, θήρα, αλιεία και υδατοκαλλιέργειες) – Παρασκευή και επεξεργασία τροφίμων».
Η εθνική νομοθεσία
7 Το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο a, του νομοθετικού διατάγματος 22 περί εφαρμογής των οδηγιών 91/156/ΕΟΚ περί των στερεών αποβλήτων, 91/689/ΕΟΚ για τα επικίνδυνα απόβλητα και 94/62/ΕΚ για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας, της 5ης Φεβρουαρίου 1997 (τακτικό συμπλήρωμα της GURI αριθ. 38, της 15ης Φεβρουαρίου 1997, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 22/97), έχει ως εξής:
«Για τους σκοπούς του παρόντος διατάγματος:
a) ως “απόβλητο” νοείται κάθε ουσία ή αντικείμενο που υπάγεται στις κατηγορίες οι οποίες παρατίθενται στο παράρτημα Ι και το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει.
[…]»
8 Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εν λόγω διατάγματος εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του ορισμένες ουσίες ή ορισμένα υλικά στον βαθμό που αποτελούν αντικείμενο ειδικών ρυθμίσεων, μεταξύ άλλων δε, στο στοιχείο c, «τα πτώματα ζώων και τα ακόλουθα γεωργικά απόβλητα: περιττώματα και άλλες μη επικίνδυνες φυσικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στη γεωργία».
9 Το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο b, του νόμου 179/2002 προσέθεσε στο εν λόγω άρθρο 8, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 22/97 ένα στοιχείο c bis, σύμφωνα με το οποίο εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω διατάγματος «τα υπολείμματα και τα περισσεύματα που προέρχονται από μαγειρεμένα παρασκευάσματα κάθε είδους στερεών, μαγειρεμένων και νωπών, τροφίμων τα οποία δεν έχουν εισέλθει στο κύκλωμα διανομής και προορίζονται για τις εγκαταστάσεις υποδοχής και φιλοξενίας ζώων συντροφιάς, όπως προβλέπει ο νόμος αριθ. 281 της 14ης Αυγούστου 1991, όπως τροποποιήθηκε κατόπιν, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία».
10 Η εγκύκλιος του Ιουνίου 1999 διευκρινίζει τον ορισμό της λέξης «απόβλητο» που περιέχεται στο άρθρο 6 του νομοθετικού διατάγματος 22/97 και αναφέρει στο τρίτο εδάφιό της, στοιχείο b, τα εξής:
«τα υλικά, οι ουσίες και τα αντικείμενα που προέρχονται από τους κύκλους της παραγωγής ή προ-κατανάλωσης και τα οποία ο κάτοχος δεν απορρίπτει, δεν υποχρεούται να απορρίψει και δεν προτίθεται να απορρίψει και τα οποία, συνεπώς, ο κάτοχος δεν τα παραδίδει σε συστήματα συλλογής ή μεταφοράς ή διαχείρισης αποβλήτων για αξιοποίηση ή διάθεση υπόκεινται στους κανόνες περί πρώτων υλών και όχι στο καθεστώς περί αποβλήτων, εφόσον έχουν τα χαρακτηριστικά δευτερευουσών πρώτων υλών, σύμφωνα με την υπουργική απόφαση [περί του προσδιορισμού των μη επικίνδυνων αποβλήτων που υπόκεινται στη διαδικασία απλοποιημένης αξιοποίησης κατά την έννοια των άρθρων 31 και 33 του νομοθετικού διατάγματος 22/1997,] της 5ης Φεβρουαρίου 1998 [(τακτικό συμπλήρωμα της GURI αριθ. 88, της 16ης Απριλίου 1998)], και εφόσον προορίζονται όντως, άμεσα και αντικειμενικά, για χρήση σε ένα κύκλο παραγωγής».
11 Το ανακοινωθέν του 2002 έχει ως εξής:
«[...]
Τα υλικά και τα υποπροϊόντα που προέρχονται από τη διαδικασία παραγωγής στη βιομηχανία γεωργικών προϊόντων διατροφής αποτελούν “πρώτες ύλες για ζωοτροφές” αν, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις υγείας και υγιεινής, ο παραγωγός επιθυμεί να τα χρησιμοποιήσει στον ζωοτεχνικό διατροφικό κύκλο.
Στην περίπτωση αυτή, τα εν λόγω υλικά δεν υπόκεινται στη νομοθεσία περί αποβλήτων, αλλά στις διατάξεις περί παραγωγής και εμπορίας των ζωοτροφών και, στην περίπτωση προϊόντων ζωικής προελεύσεως ή περιεχόντων συστατικά ζωικής προελεύσεως, στη σχετική ισχύουσα υγειονομική νομοθεσία [...].
[...]
Αν δεν υπάρχουν οι προπαρατεθείσες εγγυήσεις για το ότι πράγματι αυτά προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στη διατροφή ζώων, τα ως άνω υλικά και υποπροϊόντα που προέρχονται από τον παραγωγικό και εμπορικό κύκλο της βιομηχανίας γεωργικών προϊόντων διατροφής υπόκεινται στο νομικό καθεστώς των αποβλήτων. [...]
[...]»
Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία
12 Με επιστολές της 11ης και της 19ης Ιουνίου, της 28ης Αυγούστου και της 6ης Νοεμβρίου 2001, καθώς και της 10ης Απριλίου 2002, οι ιταλικές αρχές απάντησαν σε έγγραφο οχλήσεως της 22ας Οκτωβρίου 1999 και σε μια πρώτη αιτιολογημένη γνώμη της 11ης Απριλίου 2001, με τα οποία η Επιτροπή είχε ισχυριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, έχοντας εκδώσει δεσμευτικές επιχειρησιακές κατευθύνσεις όσον αφορά την εφαρμογή της ιταλικής νομοθεσίας περί των αποβλήτων που εξαιρούσαν από το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας αυτής ορισμένα διατροφικά υπολείμματα και περισσεύματα –προερχόμενα από τη βιομηχανία γεωργικών προϊόντων διατροφής, από καντίνες και εστιατόρια, και προοριζόμενα για τη διατροφή των ζώων–, παρέβη την οδηγία.
13 Με βάση τα στοιχεία που γνωστοποίησαν οι ιταλικές αρχές, η Επιτροπή θεώρησε ότι για την προσαρμογή της ιταλικής ρυθμίσεως στις απαιτήσεις της αιτιολογημένης αυτής γνώμης έπρεπε να γίνουν ουσιώδεις τροποποιήσεις. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή απέστειλε, στις 19 Δεκεμβρίου 2002, συμπληρωματικό έγγραφο οχλήσεως στις ιταλικές αρχές, σε σχέση με το οποίο αυτές έλαβαν θέση με επιστολή της 13ης Φεβρουαρίου 2003.
14 Η Επιτροπή εξέδωσε εν συνεχεία, στις 11 Ιουλίου 2003, συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, καλώντας την Ιταλική Δημοκρατία να συμμορφωθεί με τη γνώμη αυτή εντός προθεσμίας δύο μηνών από της παραλαβής της.
15 Δεδομένου ότι, οι ιταλικές αρχές, με επιστολή της 4ης Νοεμβρίου 2003, ενέμειναν στην αμφισβήτηση του βασίμου της θέσεως της Επιτροπής, η τελευταία αυτή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.
Επί της προσφυγής
Επιχειρήματα των διαδίκων
16 Με την προσφυγή της, η Επιτροπή ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η επίδικη εθνική ρύθμιση βαίνει πέραν των απορρεουσών από τη νομολογία του Δικαστηρίου ενδείξεων όσον αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες δεν πρέπει να θεωρείται απόβλητο ένα υλικό που προκύπτει από διαδικασία παρασκευής που δεν αποσκοπεί κυρίως στην παραγωγή του υλικού αυτού.
Όσον αφορά τα διατροφικά απορρίμματα που προέρχονται από τη βιομηχανία γεωργικών προϊόντων διατροφής και προορίζονται για την παραγωγή ζωοτροφών
17 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι επιχειρησιακές κατευθύνσεις που διατυπώνονται στην εγκύκλιο του Ιουνίου 1999 και στο ανακοινωθέν του 2002 ισοδυναμούν με αποκλεισμό από το εθνικό καθεστώς διαχείρισης των αποβλήτων των διατροφικών απορριμμάτων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή ζωοτροφών μέσω της τηρήσεως ειδικών ή υγειονομικών κανόνων. Σύμφωνα με τις κατευθύνσεις αυτές, αρκεί ένα υπόλειμμα της βιομηχανίας γεωργικών προϊόντων διατροφής να προορίζεται για την παραγωγή ζωοτροφών βάσει της δηλωθείσας βουλήσεως του κατόχου του ώστε το υπόλειμμα αυτό να εξαιρείται διά παντός από το καθεστώς περί των αποβλήτων.
18 Κατά την Επιτροπή όμως, το γεγονός ότι ένα υπόλειμμα παραγωγής μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί χωρίς υποχρέωση προηγούμενης επεξεργασίας δεν μπορεί να θεωρείται καθοριστικό για να αποκλειστεί ότι ο κάτοχος του υπολείμματος αυτού το απορρίπτει ή έχει την πρόθεση ή την υποχρέωση να το απορρίψει κατά την έννοια της οδηγίας.
19 Βεβαίως, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει, όσον αφορά αποκλειστικά τα υποπροϊόντα, ότι, αν ο κάτοχός τους αντλεί από αυτά οικονομικό όφελος, μπορεί να συναχθεί ότι δεν «απορρίπτει» το υποπροϊόν κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας. Ωστόσο, δεδομένου ότι πρέπει να δίδεται ευρεία ερμηνεία στην έννοια του αποβλήτου, η εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας μπορεί να γίνει δεκτή μόνον αν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, βάσει των οποίων μπορεί να θεωρηθεί ότι η επαναχρησιμοποίηση δεν είναι απλώς ενδεχόμενη, αλλά βεβαία, χωρίς προηγούμενη επεξεργασία και χωρίς διακοπή της παραγωγικής διαδικασίας.
20 Κατά την Επιτροπή, πρέπει επιπλέον να εκτιμάται ο βαθμός πιθανότητας της επαναχρησιμοποίησης ενός υλικού και, ιδίως, να εξετάζεται αν το υλικό αυτό επαναχρησιμοποιείται στην ίδια παραγωγική διαδικασία από την οποία προήλθε. Αντίθετα όμως προς τη θέση που υποστηρίζει η Ιταλική Δημοκρατία, δεν μπορεί να υφίσταται ενιαία παραγωγική διαδικασία όταν διατροφικά απόβλητα προορίζονται πράγματι να χρησιμοποιηθούν ως ζωοτροφές. Το γεγονός και μόνον ότι τα απόβλητα αυτά μεταβιβάζονται από τον επιχειρηματία που τα παρήγαγε σε αυτόν που θα τα χρησιμοποιήσει προϋποθέτει πράγματι μια σειρά εργασιών (αποθήκευση, επεξεργασία και μεταφορά), στον έλεγχο των οποίων αποσκοπεί ακριβώς η οδηγία.
21 Η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι τα υλικά και τα υποπροϊόντα που προέρχονται από τις διαδικασίες παραγωγής της βιομηχανίας γεωργικών προϊόντων διατροφής αποτελούν «πρώτες ύλες για ζωοτροφές», υπό την έννοια του ανακοινωθέντος του 2002, όταν ο παραγωγός τους προτίθεται να τα χρησιμοποιήσει στον διατροφικό ζωοτεχνικό κύκλο, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως ορισμένων υγειονομικών προϋποθέσεων. Η βούληση αυτή, συσχετιζόμενη με τη βέβαιη επαναχρησιμοποίηση των υποπροϊόντων αυτών, συνιστά επαρκή απόδειξη του ότι ο κάτοχος δεν έχει την πρόθεση να «απορρίψει» το εν λόγω υλικό, υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας.
22 Κατά την άποψη του κράτους μέλους αυτού, η προβλεπομένη στις επιχειρησιακές κατευθύνσεις εξαίρεση ουδόλως συνιστά a priori αποκλεισμό των προερχομένων από τη βιομηχανία γεωργικών προϊόντων διατροφής διατροφικών απορριμμάτων από το εθνικό καθεστώς περί των αποβλήτων, καθόσον ο αποκλεισμός αυτός εξαρτάται στην πραγματικότητα όχι μόνον από την έκδηλη βούληση του κατόχου των απορριμμάτων αυτών να τα χρησιμοποιήσει στον κύκλο παραγωγής ζωοτροφών, αλλά και από τη βέβαιη επαναχρησιμοποίηση των εν λόγω απορριμμάτων.
23 Στην περίπτωση αυτή, τα εν λόγω απορρίμματα δεν υπόκεινται στη ρύθμιση περί των αποβλήτων, αλλά στις διατάξεις περί της παραγωγής και εμπορίας των ζωοτροφών, ιδίως στον κανονισμός (EK) 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (EE L 31, σ. 1), καθώς και, αν πρόκειται για υποπροϊόντα ζωικής προελεύσεως, στον κανονισμό (EK) 1774/2002, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 2002, για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (EE L 273, σ. 1).
24 Έχουν επίσης εφαρμογή οι διατάξεις που αποκαλούνται «HACCP» [hazard analysis and critical control points (ανάλυση κινδύνων και κρίσιμων σημείων ελέγχου)] και οι οποίες προβλέπονται:
– στους κανονισμούς (ΕΚ) 852/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την υγιεινή των τροφίμων (EE L 139, σ. 1), 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών διατάξεων για την οργάνωση των επίσημων ελέγχων στα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (EE L 139, σ. 55), και 854/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών διατάξεων για την οργάνωση των επίσημων ελέγχων στα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (EE L 139, σ. 206)·
– στον κανονισμό (ΕΚ) 183/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιανουαρίου 2005, περί καθορισμού των απαιτήσεων για την υγιεινή των ζωοτροφών (EE L 35, σ. 1), καθώς και
– στον κανονισμό (ΕΚ) 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων (EE L 165, σ. 1).
25 Οι κανονισμοί αυτοί που αφορούν τα τρόφιμα, καθώς και οι συναφείς διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, αποσκοπούν, όπως και η οδηγία, στον έλεγχο των εργασιών αποθήκευσης, μεταποίησης και μεταφοράς και, όχι μόνο διασφαλίζουν την προσήκουσα προστασία της υγείας, αλλά και προστατεύουν το περιβάλλον.
26 Κατά την άποψη της Ιταλικής Δημοκρατίας, οι έλεγχοι που διενεργούνται στο εσωτερικό του κλάδου τροφίμων και αποσκοπούν ειδικότερα στην εξασφάλιση της ανιχνευσιμότητας των προϊόντων και των πρώτων υλών για ζωοτροφές από τη μονάδα παραγωγής και εκείθεν είναι τέτοιοι ώστε πρέπει να θεωρηθεί ότι ο κλάδος αυτός συνιστά μία και την αυτή διαδικασία παραγωγής. Το κράτος μέλος αυτό υπενθυμίζει επίσης ότι, στην Ιταλία, για τις δραστηριότητες που αφορούν τον τομέα των γεωργικών προϊόντων διατροφής και τον τομέα των ζωοτροφών απαιτείται άδεια η οποία χορηγείται βάσει καταλλήλων εγγράφων με τα οποία βεβαιώνεται ότι τόσο τα πρόσωπα που ζητούν την άδεια αυτή όσο και οι δομές και τα μέσα μεταφοράς πληρούν τις επιβαλλόμενες προϋποθέσεις.
27 Το εν λόγω κράτος μέλος φρονεί ότι η Επιτροπή θέλει να επιβάλει την υπεροχή της ρύθμισης περί των αποβλήτων, η οποία είναι γενική αλλά επικουρική, έναντι των ουσιωδών και ειδικών κανόνων που διέπουν τη βιομηχανία τροφίμων.
28 Περαιτέρω, η προσέγγιση της Επιτροπής έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζεται η χρησιμοποίηση των διατροφικών υποπροϊόντων για την παρασκευή ζωοτροφών, καθόσον η ιταλική νομοθεσία που αφορά τα τρόφιμα δεν επιτρέπει τη δυνατότητα παραδόσεως των υποπροϊόντων αυτών, που πρέπει να χαρακτηρίζονται απόβλητα και να μεταφέρονται κατά συνέπεια με όχημα εγκεκριμένο για μεταφορά αποβλήτων, σε βιομηχανία ζωοτροφών. Έτσι, η ερμηνεία της Επιτροπής αυξάνει την παραγωγή και τη διάθεση διατροφικών αποβλήτων, εμποδίζοντας την επαναχρησιμοποίησή τους ως τροφίμων.
Όσον αφορά τα απορρίμματα και τα περισσεύματα που προέρχονται από μαγειρεμένα παρασκευάσματα προοριζόμενα για τις εγκαταστάσεις υποδοχής και φιλοξενίας ζώων συντροφιάς
29 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το άρθρο 23 του νόμου 179/2002 έχει ως αποτέλεσμα να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του νομοθετικού διατάγματος 22/97 τα «υπολείμματα και τα περισσεύματα που προέρχονται από μαγειρεμένα παρασκευάσματα κάθε είδους στερεών, μαγειρεμένων και νωπών, τροφίμων, τα οποία δεν έχουν εισέλθει στο κύκλωμα διανομής και προορίζονται για τις εγκαταστάσεις υποδοχής και φιλοξενίας ζώων συντροφιάς». Κατά την Επιτροπή, δεν μπορεί να υποστηρίζεται ότι για τα υπολείμματα αυτά δεν υπάρχει η πρόθεση του κατόχου να τα απορρίψει, όπως τούτο επιβεβαιώνεται άλλωστε από το ότι μνημονεύονται στο άρθρο 8 του νομοθετικού διατάγματος 22/97.
30 Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, και στο πλαίσιο της ρυθμίσεως την οποία αφορά το δεύτερο στοιχείο της προσφυγής της Επιτροπής, ο κάτοχός πρέπει να αποδείξει τη βούλησή του να μην απορρίψει τα διατροφικά υπολείμματα ή περισσεύματα, καθορίζοντας ως πραγματικό προορισμό τους τις επιτρεπόμενες από την εθνική ρύθμιση εγκαταστάσεις υποδοχής και φιλοξενίας ζώων συντροφιάς. Περαιτέρω, ο αποκλεισμός από τη ρύθμιση περί των αποβλήτων αφορά πάντοτε, στην πραγματικότητα, διατροφικά περισσεύματα, και όχι «υπολείμματα» παραγωγής. Εκκρεμεί η διαδικασία θέσπισης της νομοθεσίας που θα το διευκρινίζει αυτό.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
31 Δεν αμφισβητείται ότι η ιταλική ρύθμιση την οποία αφορά η παρούσα προσφυγή εξαιρεί, αφενός, τα διατροφικά απορρίμματα που προέρχονται από τη βιομηχανία γεωργικών προϊόντων διατροφής και, αφετέρου, τα υπολείμματα ή περισσεύματα που προέρχονται από μαγειρεμένα παρασκευάσματα τα οποία δεν έχουν εισέλθει στο κύκλωμα διανομής (στο εξής ομού: επίμαχα υλικά) από το πεδίο εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας, όταν τα υλικά αυτά προορίζονται είτε για την παραγωγή ζωοτροφών είτε, άμεσα, για τη διατροφή των ζώων που έχουν ως κατάλυμα εγκαταστάσεις υποδοχής και φιλοξενίας ζώων συντροφιάς.
32 Με τα δύο στοιχεία της προσφυγής της, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η εν λόγω νομοθεσία παρερμηνεύει έτσι την έννοια του «αποβλήτου», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας, εισάγοντας μια υπερβολικά γενική παρέκκλιση από την εθνική νομοθεσία περί των αποβλήτων, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείονται αυτομάτως, και εσφαλμένα, τα επίμαχα υλικά από το πεδίο εφαρμογής των προερχομένων από την οδηγία διατάξεων περί της διαχειρίσεως των αποβλήτων.
33 Η Ιταλική Δημοκρατία αντιτείνει, κατ’ ουσίαν, ότι, όταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ρυθμίσεως την οποία αφορά η προσφυγή πληρούνται, τα επίμαχα υλικά δεν εμπίπτουν στην κατά την οδηγία έννοια των αποβλήτων όπως την ερμηνεύει το Δικαστήριο.
34 Συναφώς, το άρθρο 1, στοιχείο α΄, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας ορίζει το απόβλητο ως «κάθε ουσία ή αντικείμενο που εμπίπτει στις κατηγορίες του παραρτήματος Ι [της οδηγίας αυτής] και το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται […] να απορρίψει». Το εν λόγω παράρτημα διευκρινίζει και συγκεκριμενοποιεί τον ορισμό αυτόν προτείνοντας ένα κατάλογο ουσιών και αντικειμένων που μπορούν να χαρακτηριστούν ως απόβλητα. Ο κατάλογος αυτός ωστόσο έχει ενδεικτικό μόνο χαρακτήρα, καθόσον ο χαρακτηρισμός μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου ως αποβλήτου προκύπτει κυρίως από τη συμπεριφορά του κατόχου του και τη σημασία της λέξεως «απορρίπτω» (βλ. υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C‑129/96, Inter-Environnement Wallonie, Συλλογή 1997, σ. I‑7411, σκέψη 26· της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑1/03, Van de Walle κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. I‑7613, σκέψη 42, καθώς και της 10ης Μαΐου 2007, C‑252/05, Thames Water Utilities, Συλλογή 2007, σ. I‑3883, σκέψη 24).
35 Η εν λόγω λέξη «απορρίπτω» πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα όχι μόνο του ουσιώδους σκοπού της οδηγίας 75/442, ο οποίος, σύμφωνα με την τρίτη αιτιολογική σκέψη αυτής, συνίσταται στην «προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος από τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεντρώσεως, της μεταφοράς, της επεξεργασίας και της αποθηκεύσεως των αποβλήτων», αλλά και υπό το πρίσμα του άρθρου 174, παράγραφος 2, ΕΚ. Το άρθρο αυτό ορίζει ότι «[η] πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και λαμβάνει υπόψη την ποικιλομορφία των καταστάσεων στις διάφορες περιοχές της Κοινότητας. Στηρίζεται στις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης […]». Επομένως, η λέξη «απορρίπτω», και συνεπώς η έννοια «απόβλητο» κατά το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας, δεν μπορούν να ερμηνεύονται στενά (βλ. υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2000, C‑418/97 και C‑419/97, ARCO Chemie Nederland κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. I‑4475, σκέψεις 36 έως 40, καθώς και Thames Water Utilities, προαναφερθείσα, σκέψη 27).
36 Ορισμένες περιστάσεις μπορούν να συνιστούν ενδείξεις για την ύπαρξη δράσεως, προθέσεως ή υποχρεώσεως απορρίψεως μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας (απόφαση ARCO Chemie Nederland κ.λπ., προαναφερθείσα, σκέψη 83). Τούτο ισχύει ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία η χρησιμοποιούμενη ουσία αποτελεί υπόλειμμα παραγωγής ή κατανάλωσης, δηλαδή προϊόν του οποίου δεν επιδιώχθηκε η παραγωγή (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις ARCO Chemie Nederland κ.λπ., σκέψη 84, προπαρατεθείσα, καθώς και της 11ης Νοεμβρίου 2004, C 457/02, Niselli, Συλλογή 2004, σ. I 10853, σκέψη 43).
37 Εξάλλου, η μέθοδος επεξεργασίας ή ο τρόπος χρησιμοποιήσεως μιας ουσίας δεν είναι καθοριστικοί για τον χαρακτηρισμό της ή όχι ως αποβλήτου (βλ. αποφάσεις ARCO Chemie Nederland κ.λπ., προαναφερθείσα, σκέψη 64, και της 1ης Μαρτίου 2007, C‑176/05, KVZ retec, Συλλογή 2007, σ. I‑1721, σκέψη 52).
38 Το Δικαστήριο έχει συναφώς διευκρινίσει, αφενός, ότι η εκτέλεση μιας από τις εργασίες διάθεσης ή αξιοποίησης που μνημονεύονται αντιστοίχως στα παραρτήματα II A ή II B της οδηγίας δεν παρέχει από μόνη της τη δυνατότητα να χαρακτηρισθεί ως απόβλητο μια ουσία ή ένα αντικείμενο που χρησιμοποιούνται κατά την εργασία αυτή (βλ., υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Niselli, σκέψεις 36 και 37) και, αφετέρου, ότι η έννοια του αποβλήτου δεν αποκλείει τις ουσίες και τα αντικείμενα που μπορούν, από οικονομική άποψη, να επαναχρησιμοποιηθούν (βλ., υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, απόφαση της 25ης Ιουνίου 1997, C‑304/94, C‑330/94, C‑342/94 και C‑224/95, Tombesi κ.λπ., Συλλογή 1997, σ. I‑3561, σκέψεις 47 και 48). Το θεσπισθέν με την οδηγία σύστημα παρακολουθήσεως και διαχειρίσεως σκοπεί συγκεκριμένα να καλύψει κάθε αντικείμενο και ουσία που ο κάτοχος τους απορρίπτει, έστω και αν έχουν εμπορική αξία και συλλέγονται για εμπορικούς σκοπούς προς ανακύκλωση, ανάκτηση ή επαναχρησιμοποίηση (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 18ης Απριλίου 2002, C-9/00, Palin Granit και Vehmassalon kansanterveystyön kuntayhtymän hallitus, Συλλογή 2002, σ. I 3533, στο εξής: Palin Granit, σκέψη 29).
39 Ωστόσο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ένα προϊόν, ένα υλικό ή μια πρώτη ύλη που προκύπτει από διαδικασία εξορύξεως ή παρασκευής η οποία δεν έχει ως κύριο προορισμό της την παραγωγή του μπορεί να αποτελεί όχι ένα υπόλειμμα, αλλά ένα υποπροϊόν, το οποίο ο κάτοχός του δεν επιθυμεί να «απορρίψει», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας, αλλά προτίθεται να το εκμεταλλευθεί ή να το εμπορευθεί –ενδεχομένως και για τις ανάγκες επιχειρηματιών διαφορετικών από αυτόν που το παρήγαγε–, υπό ευνοϊκές γι’ αυτόν συνθήκες, στο πλαίσιο μιας μεταγενέστερης διαδικασίας, υπό την προϋπόθεση ότι η επαναχρησιμοποίηση αυτή είναι βεβαία, δεν απαιτεί προηγούμενη επεξεργασία και εντάσσεται στη συνέχεια της διαδικασίας παραγωγής ή της επαναχρησιμοποιήσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσες αποφάσεις Palin Granit, σκέψεις 34 έως 36· της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑114/01, AvestaPolarit Chrome, Συλλογή 2003, σ. I‑8725, σκέψεις 33 έως 38· Niselli, σκέψη 47, καθώς και της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑416/02, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2005, σ. I‑7487, σκέψεις 87 και 90, και C‑121/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2005, σ. I‑7569, σκέψεις 58 και 61).
40 Επομένως, πλέον του κριτηρίου που αντλείται από το αν μια ουσία αποτελεί ή όχι υπόλειμμα παραγωγής, ο βαθμός πιθανότητας της επαναχρησιμοποιήσεως της ουσίας αυτής χωρίς προηγούμενη επεξεργασία συνιστά κατάλληλο κριτήριο για να εκτιμάται αν η εν λόγω ουσία αποτελεί ή όχι απόβλητο υπό την έννοια της οδηγίας. Αν, πέραν της απλής δυνατότητας επαναχρησιμοποιήσεως της συγκεκριμένης ουσίας, υφίσταται προς τούτο οικονομικό όφελος για τον κάτοχο, η πιθανότητα μιας τέτοιας επαναχρησιμοποιήσεως είναι μεγάλη. Σε μια τέτοια περίπτωση, η επίμαχη ουσία δεν μπορεί πλέον να θεωρείται βάρος το οποίο ο κάτοχός του επιδιώκει «να απορρίψει», αλλά γνήσιο προϊόν (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Palin Granit, σκέψη 37, και Niselli, σκέψη 46).
41 Ωστόσο, μια τέτοια επαναχρησιμοποίηση, αν απαιτεί εργασίες αποθήκευσης που μπορούν να έχουν διάρκεια, και να συνιστούν συνεπώς βάρος για τον κάτοχο καθώς και δυνητικά πηγή επιβλαβών συνεπειών για το περιβάλλον που η οδηγία επιδιώκει ακριβώς να περιορίσει, δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται βεβαία και δεν είναι ενδεχόμενη παρά λίγο ως πολύ μακροπρόθεσμα, οπότε η επίμαχη ουσία πρέπει να θεωρείται, καταρχήν, ως απόβλητο (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσες αποφάσεις, Palin Granit, σκέψη 38, και AvestaPolarit Chrome, σκέψη 39).
42 Έτσι, το αν υπάρχει πράγματι «απόβλητο» κατά την έννοια της οδηγίας πρέπει να εξακριβώνεται βάσει του συνόλου των περιστάσεων και λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της εν λόγω οδηγίας, πρέπει δε να καταβάλλεται μέριμνα ώστε να μη θίγεται η αποτελεσματικότητά της (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις ARCO Chemie Nederland κ.λπ., σκέψη 88, και KVZ retec, σκέψη 63, καθώς και διάταξη της 15ης Ιανουαρίου 2004, C‑235/02, Saetti και Frediani, Συλλογή 2004, σ. I‑1005, σκέψη 40).
43 Δεδομένου ότι κανένα καθοριστικό κριτήριο δεν προτείνεται από την οδηγία για τη διευκρίνιση της βουλήσεως του κατόχου να απορρίψει μια συγκεκριμένη ουσία ή ένα αντικείμενο, τα κράτη μέλη, ελλείψει κοινοτικών διατάξεων, είναι ελεύθερα να επιλέγουν τον τρόπο αποδείξεως των διαφόρων στοιχείων που ορίζονται στις οδηγίες που μεταφέρουν στο εσωτερικό τους δίκαιο, εφόσον τούτο δεν θίγει την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις ARCO Chemie Nederland κ.λπ., σκέψη 41, καθώς και Niselli, σκέψη 34). Έτσι, τα κράτη μέλη μπορούν, επί παραδείγματι, να ορίζουν διάφορες κατηγορίες αποβλήτων, προκειμένου ιδίως να διευκολύνουν την οργάνωση και τον έλεγχο της διαχειρίσεώς τους, εφόσον εκπληρούνται οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία ή από άλλες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και αφορούν τα απόβλητα αυτά και εφόσον ο αποκλεισμός ενδεχομένων κατηγοριών από το πεδίο εφαρμογής των νομοθετημάτων περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2004, C‑62/03, Επιτροπή κατά του Ηνωμένου Βασιλείου, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 12).
44 Εν προκειμένω, η Ιταλική Δημοκρατία θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι, δεδομένου ότι οι εξαιρέσεις που προβλέπει η ρύθμιση την οποία αφορά η προσφυγή εξαρτώνται, κατά τη γνώμη της, όχι μόνον από την έκδηλη βούληση του κατόχου των επίμαχων υλικών να τα χρησιμοποιήσει για τη διατροφή ζώων, αλλά και από τη βεβαία επαναχρησιμοποίηση των υλικών αυτών, η υπομνησθείσα στις σκέψεις 39 και 40 της παρούσας αποφάσεως νομολογία έχει εφαρμογή, οπότε τα υλικά αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν όχι υπολείμματα παραγωγής, αλλά υποπροϊόντα τα οποία ο κάτοχός τους, λόγω της έκδηλης βουλήσεώς του να τα επαναχρησιμοποιήσει, δεν επιθυμεί να τα «απορρίψει» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας. Εν πάση περιπτώσει, σε τέτοιες περιπτώσεις τυγχάνουν εφαρμογής άλλες ρυθμίσεις, ειδικότερα δε αυτές που αφορούν την ασφάλεια των τροφίμων. Ο σκοπός των τελευταίων αυτών ρυθμίσεων συνίσταται ομοίως στον έλεγχο της αποθηκεύσεως, της επεξεργασίας και της μεταφοράς των επίμαχων υλικών και οι ρυθμίσεις αυτές είναι κατάλληλες, προάγοντας την προστασία της υγείας, να προστατεύσουν το περιβάλλον κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν της οδηγίας.
45 Πρέπει ευθύς εξ αρχής να υπομνησθεί συναφώς ότι, από τον κατάλογο των κατηγοριών αποβλήτων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I της οδηγίας καθώς και από τις εργασίες διαθέσεως και αξιοποιήσεως που απαριθμούνται στα παραρτήματα II A και II B αυτής προκύπτει ότι από την έννοια του αποβλήτου δεν αποκλείεται καταρχήν κανένα είδος υπολείμματος ή άλλες ουσίες που προκύπτουν από τη διαδικασία παραγωγής (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Inter-Environnement Wallonie, σκέψη 28).
46 Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της υπομνησθείσας στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως υποχρεώσεως ευρείας ερμηνείας της εννοίας του αποβλήτου και, αφετέρου, των απαιτήσεων της νομολογίας που εκτέθηκε στις σκέψεις 36 έως 41 της υπό κρίση αποφάσεως, η χρησιμοποίηση μιας επιχειρηματολογίας όπως αυτή την οποία προέβαλε η Ιταλική Κυβέρνηση, σχετικά με τα υποπροϊόντα τα οποία ο κάτοχος δεν επιθυμεί να απορρίψει, πρέπει να περιορίζεται στις καταστάσεις στις οποίες η επαναχρησιμοποίηση ενός προϊόντος, ενός υλικού ή μιας πρώτης ύλης, ακόμη και για τις ανάγκες επιχειρηματιών άλλων πλην αυτού ο οποίος τα παρήγαγε, είναι όχι μόνον ενδεχόμενη, αλλά βεβαία, δεν απαιτεί προηγούμενη επεξεργασία και εντάσσεται στη συνέχεια της διαδικασίας παραγωγής ή χρησιμοποιήσεως.
47 Από τις εκτεθείσες στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως εξηγήσεις της Ιταλικής Δημοκρατίας προκύπτει όμως ότι η ρύθμιση την οποία αφορά η προσφυγή προβλέπει τη δυνατότητα αποκλεισμού των επίμαχων υλικών από το πεδίο εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας περί των αποβλήτων, ακόμη και όταν τα υλικά αυτά υπόκεινται στις επεξεργασίες που προβλέπει η ισχύουσα κοινοτική ή εθνική ρύθμιση.
48 Περαιτέρω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορεί να εξασφαλισθεί ότι τα επίμαχα υλικά επαναχρησιμοποιούνται πράγματι για τη διατροφή ζώων –χωρίς ωστόσο η βούληση και μόνο να προορισθούν τα υλικά αυτά για τη διατροφή ζώων, έστω και αν βεβαιώνεται εκ των προτέρων εγγράφως, να εξομοιώνεται με την πραγματική προς τούτο χρησιμοποίησή τους–, από τις σκέψεις 36 και 37, μεταξύ άλλων, της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι ο τρόπος χρησιμοποιήσεως μιας ουσίας δεν είναι καθοριστικός για τον χαρακτηρισμό της ως αποβλήτου. Κατά συνέπεια, από το γεγονός και μόνον ότι τα επίμαχα υλικά θα επαναχρησιμοποιηθούν δεν μπορεί να συναχθεί ότι δεν συνιστούν «απόβλητα» κατά την έννοια της οδηγίας.
49 Συγκεκριμένα, αυτό που συμβαίνει στο μέλλον σε ένα αντικείμενο ή σε μια ουσία δεν είναι αυτό καθεαυτό καθοριστικό όσον αφορά τη φύση τους ως αποβλήτου, η οποία ορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας, σε σχέση με τη συνιστάμενη στην απόρριψη ενέργεια, πρόθεση ή υποχρέωση του κατόχου του αντικειμένου ή της ουσίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσες αποφάσεις ARCO Chemie Nederland κ.λπ., σκέψη 64, καθώς και KVZ retec, σκέψη 52).
50 Επομένως, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η ρύθμιση η οποία αφορά η προσφυγή εισάγει στην πραγματικότητα ένα τεκμήριο, σύμφωνα με το οποίο, στις περιπτώσεις τις οποίες αφορά, τα επίμαχα υλικά αποτελούν υποπροϊόντα που αντιπροσωπεύουν για τον κάτοχό τους, λόγω της βουλήσεώς του να τα προορίσει για επαναχρησιμοποίηση, μάλλον όφελος ή οικονομική αξία, παρά βάρος από το οποίο θα επεδίωκε να απαλλαγεί.
51 Ακόμη όμως και αν η υπόθεση αυτή μπορεί να αντιστοιχεί στην πραγματικότητα σε ορισμένα περιπτώσεις, δεν μπορεί να υπάρχει γενικό τεκμήριο ότι ο κάτοχος των επίμαχων υλικών αντλεί από τον συνιστάμενο σε επαναχρησιμοποίηση προορισμό τους ένα όφελος που βαίνει πέραν αυτού το οποίο προκύπτει από το γεγονός και μόνον ότι μπορεί να τα απορρίψει.
52 Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω ρύθμιση οδηγεί στην εξαίρεση από τον χαρακτηρισμό ως αποβλήτων κατά το ιταλικό δίκαιο των υπολειμμάτων που καλύπτονται ωστόσο από τον ορισμό του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας.
53 Η τελευταία αυτή διάταξη παρέχει όχι μόνον τον ορισμό της εννοίας του «αποβλήτου» κατά την οδηγία, αλλά καθορίζει επίσης, μαζί με το άρθρο 2, παράγραφος 1, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής. Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο 2, παράγραφος 1, αναφέρει ποια είδη αποβλήτων, και υπό ποιες προϋποθέσεις, εξαιρούνται ή μπορούν να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, ενώ, καταρχήν, όλα τα απόβλητα που καλύπτονται από τον εν λόγω ορισμό εμπίπτουν στο εν λόγω πεδίο εφαρμογής. Κάθε όμως διάταξη εσωτερικού δικαίου που περιορίζει κατά γενικό τρόπο το περιεχόμενο των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία πέραν αυτού που επιτρέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, αυτής, παρερμηνεύει οπωσδήποτε το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 11), θίγοντας έτσι την αποτελεσματικότητα του άρθρου 174 ΕΚ (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση ARCO Chemie Nederland κ.λπ., σκέψη 42).
54 Όσον αφορά τις κοινοτικές και εθνικές νομοθεσίες που διαλαμβάνονται στις σκέψεις 23 έως 25 της παρούσας αποφάσεως, και στις οποίες στηρίζεται η Ιταλική Δημοκρατία για να υποστηρίξει, κατ’ ουσίαν, ότι το σύνολο του κοινοτικού και εθνικού νομοθετικού πλαισίου που αφορά τις συνθήκες ασφαλείας των τροφίμων και των ζωοτροφών καθιστά αδύνατο τον χαρακτηρισμό των επίμαχων υλικών ως αποβλήτων, αρκεί να τονισθεί ότι τα υλικά αυτά δεν ταυτίζονται, καταρχήν, με τις ουσίες και τα αντικείμενα που απαριθμούνται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας, οπότε η εξαίρεση από την εφαρμογή αυτής που προβλέπεται στην εν λόγω οδηγία δεν μπορεί να αφορά τα εν λόγω υλικά. Πρέπει να υπομνησθεί επιπλέον ότι από κανένα στοιχείο της οδηγίας δεν προκύπτει ότι αυτή δεν αφορά τις εργασίες διαθέσεως ή αξιοποιήσεως που εντάσσονται σε διαδικασία βιομηχανικής παραγωγής, οσάκις οι εργασίες αυτές δεν φαίνεται να συνιστούν κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου ή για το περιβάλλον (απόφαση Inter-Environnement Wallonie, προαναφερθείσα, σκέψη 30).
55 Περαιτέρω, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Ιταλική Δημοκρατία, η οδηγία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τυγχάνει επικουρικής εφαρμογής σε σχέση με την κοινοτική και εθνική νομοθεσία που αφορά την ασφάλεια των τροφίμων. Συγκεκριμένα, μολονότι οι σκοποί ορισμένων διατάξεων της νομοθεσίας αυτής μπορούν ενδεχομένως να αλληλοεπικαλύπτονται εν μέρει με αυτούς της οδηγίας, οι σκοποί αυτοί παραμένουν ωστόσο ουσιωδώς διαφορετικοί. Επιπλέον, πέραν των περιπτώσεων που διαλαμβάνονται ρητώς στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας, από κανένα στοιχείο αυτής δεν μπορεί να προκύψει ότι η οδηγία δεν εφαρμόζεται σωρευτικά με άλλες νομοθεσίες.
56 Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας ότι η εφαρμογή της οδηγίας εμποδίζει την επαναχρησιμοποίηση διατροφικών υπολειμμάτων για τη διατροφή ζώων, καθόσον τα υπολείμματα αυτά πρέπει να μεταφέρονται με οχήματα που είναι εγκεκριμένα για τη μεταφορά των αποβλήτων και τα οποία δεν ανταποκρίνονται στους απαραίτητους κανόνες υγιεινής, ορθώς η Επιτροπή τόνισε ότι η κατάσταση αυτή προέρχεται από την ιταλική νομοθεσία, και όχι από την οδηγία.
57 Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτή.
58 Επομένως, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία,
– έχοντας εκδώσει επιχειρησιακές κατευθύνσεις ισχύουσες επί του συνόλου του εθνικού εδάφους, οι οποίες καθορίστηκαν ιδίως με την εγκύκλιο του Ιουνίου 1999 και με το ανακοινωθέν του 2002, με σκοπό να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας περί των αποβλήτων τα διατροφικά απορρίμματα που προέρχονται από τη βιομηχανία γεωργικών προϊόντων διατροφής και προορίζονται για την παραγωγή ζωοτροφών, και
– έχοντας αποκλείσει, με το άρθρο 23 του νόμου 179/2002, από το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας περί των αποβλήτων τα υπολείμματα που προέρχονται από μαγειρεμένα παρασκευάσματα κάθε είδους στερεών, μαγειρεμένων και νωπών, τροφίμων, τα οποία δεν έχουν εισέλθει στο κύκλωμα διανομής και προορίζονται για τις εγκαταστάσεις υποδοχής και φιλοξενίας ζώων συντροφιάς,
παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας.
Επί των δικαστικών εξόδων
59 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Η Ιταλική Δημοκρατία, δεδομένου ότι ηττήθηκε και η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:
1) Η Ιταλική Δημοκρατία,
– έχοντας εκδώσει επιχειρησιακές κατευθύνσεις ισχύουσες επί του συνόλου του εθνικού εδάφους, οι οποίες καθορίστηκαν ιδίως με την εγκύκλιο του Υπουργού Περιβάλλοντος περί ερμηνευτικών διασαφηνίσεων όσον αφορά τον ορισμό της εννοίας του αποβλήτου, της 28ης Ιουνίου 1999, και με το ανακοινωθέν του Υπουργείου Υγείας που περιέχει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους υγειονομικούς κανόνες όσον αφορά τη χρησιμοποίηση για τη διατροφή των ζώων υλικών και υποπροϊόντων προερχομένων από τον παραγωγικό και εμπορικό κύκλο της βιομηχανίας γεωργικών προϊόντων διατροφής, της 22ας Ιουλίου 2002, με σκοπό να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας περί των αποβλήτων τα διατροφικά απορρίμματα που προέρχονται από τη βιομηχανία γεωργικών προϊόντων διατροφής και προορίζονται για την παραγωγή ζωοτροφών, και
– έχοντας αποκλείσει, με το άρθρο 23 του νόμου 179, της 31ης Ιουλίου 2002, περί διατάξεων σχετικά με το περιβάλλον, από το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας περί των αποβλήτων τα υπολείμματα που προέρχονται από μαγειρεμένα παρασκευάσματα κάθε είδους στερεών, μαγειρεμένων και νωπών, τροφίμων, τα οποία δεν έχουν εισέλθει στο κύκλωμα διανομής και προορίζονται για τις εγκαταστάσεις υποδοχής και φιλοξενίας ζώων συντροφιάς,
παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991.
2) Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.