Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-187/05 έως C-190/05

Γεώργιος Αγοραστούδης κ.λπ.

κατά

Goodyear Ελλάς ABEE

(αιτήσεις του Αρείου Πάγου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Ομαδικές απολύσεις — Οδηγία 75/129/ΕΟΚ — Άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄ — Διακοπή της δραστηριότητας επιχειρήσεως κατόπιν δικαστικής αποφάσεως — Διακοπή της δραστηριότητας επιχειρήσεως που αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη»

Περίληψη της αποφάσεως

Κοινωνική πολιτική — Προσέγγιση των νομοθεσιών — Ομαδικές απολύσεις — Οδηγία 75/129

(Οδηγία 75/129 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 2, στοιχείο δ΄)

Η οδηγία 75/129, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων λόγω οριστικής παύσεως της λειτουργίας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως η οποία αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη, χωρίς προηγούμενη δικαστική απόφαση, ενώ η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της εν λόγω οδηγίας δεν δικαιολογεί τη μη εφαρμογή αυτής.

(βλ. σκέψη 45 και διατακτ.)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 7ης Σεπτεμβρίου 2006 (*)

«Ομαδικές απολύσεις – Οδηγία 75/129/ΕΟΚ του Συμβουλίου – Άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄ – Διακοπή της δραστηριότητας επιχειρήσεως κατόπιν δικαστικής αποφάσεως – Διακοπή της δραστηριότητας επιχειρήσεως που αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-187/05 έως C-190/05,

με αντικείμενο αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε ο Άρειος Πάγος με αποφάσεις της 17ης Μαρτίου 2005, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 27 Απριλίου 2005, στο πλαίσιο των δικών

Γεώργιος Αγοραστούδης κ.λπ. (C‑187/05),

Ιωάννης Πάνου κ.λπ. (C‑188/05),

Κωνσταντίνος Κοτσαμπουγιούκης κ.λπ. (C‑189/05),

Γεώργιος Ακριτόπουλος κ.λπ. (C‑190/05),

κατά

Goodyear Ελλάς ABEE,

παρισταμένων των:

Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ),

Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Θεσσαλονίκης (C‑187/05 και C‑189/05),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, K. Schiemann, N. Colneric, E. Juhász (εισηγητή) και E. Levits, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Απριλίου 2006,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι Γ. Αγοραστούδης κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τον Α. Καζάκο, δικηγόρο,

–        οι Ι. Πάνου κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τον Α. Καζάκο, δικηγόρο,

–        οι Κ. Κοτσαμπουγιούκης κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τον Α. Καζάκο, δικηγόρο,

–        οι Γ. Ακριτόπουλος κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τον Α. Καζάκο, δικηγόρο,

–        η Goodyear Ελλάς ABEE, εκπροσωπούμενη από τους Κ. Κρεμαλή και Ι. Δ. Φιλιώτη, δικηγόρους,

–        η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ), εκπροσωπούμενη από τον Α. Καζάκο, δικηγόρο,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη M. Κοντού-Durande και τον G. Rozet,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 75/129/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 44).

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ απολυθέντων εργαζομένων και του τέως εργοδότη τους ως προς τη νομιμότητα της ομαδικής απολύσεώς τους κατόπιν διακοπής της δραστηριότητας της επιχειρήσεως η οποία αποφασίσθηκε οικειοθελώς από τον εν λόγω εργοδότη.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

3        Η οδηγία 75/129, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 100 της Συνθήκης ΕΟΚ (μετέπειτα άρθρο 100 της Συνθήκης ΕΚ, νυν άρθρο 94 ΕΚ), αποσκοπεί, σύμφωνα με την πρώτη αιτιολογική της σκέψη, στην «ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως εντός της Κοινότητος». Με τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας διαπιστώνεται ότι, «[…] παρά τη συγκλίνουσα εξέλιξη, εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές μεταξύ των διατάξεων που ισχύουν στα κράτη μέλη της Κοινότητος, όσον αφορά τους όρους και τη διαδικασία των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τα μέτρα που είναι πρόσφορα για την άμβλυνση των συνεπειών εκ των απολύσεων αυτών για τους εργαζομένους». Για τον λόγο αυτό, με την πέμπτη αιτιολογική σκέψη επισημαίνεται ότι είναι αναγκαίο να προωθηθεί η προσέγγιση των ισχυουσών νομοθεσιών των κρατών μελών με στόχο την πρόοδο, κατά την έννοια του άρθρου 117 της Συνθήκης ΕΟΚ [μετέπειτα άρθρο 117 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 έως 143 ΕΚ)].

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας 75/129 ορίζει το πεδίο εφαρμογής της ως εξής:

«1.      Για την εφαρμογή της παρούσης οδηγίας:

α)      ως “ομαδικές απολύσεις” νοούνται οι απολύσεις που πραγματοποιούνται από έναν εργοδότη για ένα ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, εφόσον ο αριθμός των απολύσεων ανέρχεται, ανάλογα με την επιλογή των κρατών μελών:

–        είτε για περίοδο 30 ημερών:

1.      τουλάχιστον σε 10, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως περισσότερους από 20 και λιγότερους από 100 εργαζομένους·

2.      τουλάχιστον σε 10 % του αριθμού των εργαζομένων, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 100 και λιγότερους από 300 εργαζομένους·

3.      τουλάχιστον σε 30, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 300 εργαζομένους·

–        είτε για περίοδο 90 ημερών, τουλάχιστον σε 20, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων στις επιχειρήσεις αυτές·

[…]

2.      Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται:

α)      επί ομαδικών απολύσεων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συμβάσεων εργασίας που συνήφθησαν για ορισμένο χρόνο ή για ορισμένη εργασία εκτός αν οι απολύσεις αυτές γίνουν προ της λήξεως ή εκτελέσεως των συμβάσεων αυτών·

β)      επί των εργαζομένων στη δημόσια διοίκηση ή τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου (ή στα κράτη μέλη που δεν γνωρίζουν την έννοια αυτήν σε αντίστοιχους οργανισμούς)·

γ)      επί των πληρωμάτων των θαλασσίων σκαφών·

δ)      επί των εργαζομένων που θίγονται από τη διακοπή της δραστηριότητος της επιχειρήσεως, εφόσον αυτή επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως.»

5        Το άρθρο 2 της οδηγίας 75/129 προβλέπει ορισμένες υποχρεώσεις του εργοδότη που προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις. Ο εργοδότης αυτός υποχρεούται, κατ’ αρχάς, να προβαίνει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, οι οποίες αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μειώσεως των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες αμβλύνσεως των συνεπειών τους. Επίσης, προκειμένου να τους παράσχει τη δυνατότητα να υποβάλουν εποικοδομητικές προτάσεις, ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί στους εκπροσώπους των εργαζομένων κάθε χρήσιμη πληροφορία και, εν πάση περιπτώσει, να τους ανακοινώνει εγγράφως τους λόγους των απολύσεων, τον αριθμό των υπό απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων, καθώς και την περίοδο μέσα στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι απολύσεις.

6        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 75/129 ορίζει:

«Ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί εγγράφως στην αρμόδια αρχή κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση.

Η κοινοποίηση πρέπει να περιέχει κάθε χρήσιμη πληροφορία σχετικά με τη σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση, και τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, που προβλέπονται στο άρθρο 2, και ιδίως τους λόγους της απολύσεως, τον αριθμό των υπό απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων και την περίοδο μέσα στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι απολύσεις.»

7        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει:

«Οι ομαδικές απολύσεις το σχέδιο των οποίων έχει κοινοποιηθεί στην αρμόδια δημόσια αρχή ισχύουν το νωρίτερο 30 ημέρες από την κοινοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1 […]

[…]»

8        Το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας προβλέπει ότι αυτή «δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών να εφαρμόζουν ή να εκδίδουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις περισσότερο ευνοϊκές για τους εργαζομένους».

9        Η οδηγία 75/129 τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/56/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1992 (ΕΕ L 245, σ. 3), κατόπιν της εγκρίσεως του κοινοτικού Χάρτη των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων κατά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Στρασβούργο στις 9 Δεκεμβρίου 1989. Η τροποποίηση αυτή περιλαμβάνει κυρίως την επέκταση των προβλεπόμενων στο άρθρο 2 της οδηγίας 75/129 υποχρεώσεων του εργοδότη σε θέματα ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, καθώς και, διά της προσθήκης του άρθρου 5α, την επιβολή υποχρεώσεως στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ή/και οι εργαζόμενοι να έχουν δυνατότητα προσφυγής σε διοικητικές ή/και δικαστικές διαδικασίες, προκειμένου να εξασφαλίζεται η τήρηση των προβλεπόμενων από την οδηγία υποχρεώσεων.

10      Στο πλαίσιο των τροποποιήσεων αυτών, το στοιχείο δ΄ του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 75/129 καταργήθηκε.

11      Στο ίδιο αυτό πλαίσιο, μετά το πρώτο εδάφιο του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 75/129 προστέθηκε το ακόλουθο εδάφιο:

«Εντούτοις, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι, στην περίπτωση ενός σχεδίου ομαδικών απολύσεων που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης η οποία επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως, ο εργοδότης υποχρεούται να το κοινοποιήσει γραπτώς στην αρμόδια δημόσια αρχή μόνον κατόπιν αιτήσεώς της.»

12      Τέλος, με την οδηγία 92/56 προστέθηκε στο άρθρο 4 της οδηγίας 75/129 η ακόλουθη παράγραφος 4:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόζουν το παρόν άρθρο επί των ομαδικών απολύσεων που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχειρήσεως, εφόσον αυτή επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως.»

 Η εθνική νομοθεσία

13      Η οδηγία 75/129 μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον νόμο 1387/1983.

14      Το άρθρο 3 του νόμου αυτού προβλέπει την πλήρη έγγραφη πληροφόρηση των εργαζομένων από τον εργοδότη σχετικά με τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις και τους λόγους γι’ αυτές, καθώς και την υποχρέωση του εργοδότη να προβεί σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και να τους κοινοποιήσει κάθε στοιχείο που θα τους παράσχει τη δυνατότητα να διατυπώσουν εποικοδομητικές προτάσεις. Ο νόμος προβλέπει επίσης την υποχρέωση του εργοδότη να κοινοποιήσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια δημόσια αρχή. Εξάλλου, το άρθρο 5, παράγραφος 3, του εν λόγω νόμου περιλαμβάνει μια ευνοϊκή για τους εργαζομένους διάταξη, σύμφωνα με την οποία, εάν δεν υπάρξει συμφωνία των μερών, ο Νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας μπορούν, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της αγοράς και της οικείας επιχειρήσεως, είτε να παρατείνουν τις διαβουλεύσεις για είκοσι ακόμη μέρες είτε να μην εγκρίνουν την πραγματοποίηση του συνόλου ή μέρους των σχεδιαζόμενων απολύσεων .

15      Το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 75/129 μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του νόμου 1387/1983, το οποίο έχει ως εξής:

«Οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται στους εργαζομένους που απολύονται λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης κατόπιν πρωτόδικης δικαστικής απόφασης.»

16      Οι τροποποιήσεις που επέφερε η οδηγία 92/56 μεταφέρθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη με τους νόμους 2736/1999 και 2874/2000, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο των πραγματικών περιστατικών των υποθέσεων των κυρίων δικών, τα οποία έλαβαν χώρα τον Ιούλιο του 1996. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 της οδηγίας 92/56 προθεσμία μεταφοράς των εν λόγω τροποποιήσεων στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 24 Ιουνίου 1994, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο των επίμαχων πραγματικών περιστατικών.

 Οι διαφορές των κυρίων δικών και το προδικαστικό ερώτημα

17      Από τις διατάξεις περί παραπομπής προκύπτει ότι οι ενάγοντες-αναιρεσείοντες των κυρίων δικών [στο εξής: ενάγοντες] εργάζονταν με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στο βιομηχανικό συγκρότημα της εταιρίας Goodyear Ελλάς ΑΕ, στη βιομηχανική περιοχή Θεσσαλονίκης. Η δραστηριότητα του εργοστασίου αυτού συνίστατο κυρίως στην παραγωγή ελαστικών επισώτρων και αεροθαλάμων για αυτοκίνητα, καθώς και υλικών επισκευής και αναγομώσεώς τους. Το εργοστάσιο αποτελούσε οργανωμένο σύνολο τεχνικών μέσων και ανθρώπινου δυναμικού και συνιστούσε τον βιομηχανικό κλάδο της οικείας επιχειρήσεως, ο οποίος ήταν διαφορετικός και οικονομικώς αυτόνομος σε σχέση με τον εγκατεστημένο στην Αθήνα εμπορικό κλάδο της επιχειρήσεως.

18      Στις 19 Ιουλίου 1996 η γενική συνέλευση των μετόχων της εγκατεστημένης στις ΗΠΑ μητρικής εταιρίας Goodyear αποφάσισε τη διακοπή της βιομηχανικής δραστηριότητας και την οριστική παύση της λειτουργίας του εργοστασίου στη Θεσσαλονίκη από 22 Ιουλίου 1996. Οι συμβάσεις εργασίας του προσωπικού που απασχολούνταν στον βιομηχανικό κλάδο της επιχειρήσεως, ήτοι περίπου 340 ατόμων, καταγγέλθηκαν από τον χρόνο αυτό, χωρίς να τηρηθούν οι όροι και η διαδικασία των ομαδικών απολύσεων που προβλέπονταν στις διατάξεις του ισχύοντος κατά τον χρόνο των καταγγελιών νόμου 1387/1983. Από τον Οκτώβριο του 1996 άρχισε η αποσυναρμολόγηση των εγκαταστάσεων του κλάδου.

19      Οι αγωγές που άσκησαν οι απολυθέντες εργαζόμενοι απορρίφθηκαν τόσο σε πρώτο βαθμό όσο και σε δεύτερο βαθμό από το Εφετείο Αθηνών. Το Εφετείο έκρινε ότι, κατά πάγια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, δεδομένου ότι η ελληνική νομοθεσία δεν προβλέπει την έκδοση δικαστικής αποφάσεως σε περίπτωση οριστικής διακοπής της δραστηριότητας επιχειρήσεως που αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη, ο εργοδότης αυτός δεν δεσμεύεται από τις επιβαλλόμενες με την οδηγία 75/129 υποχρεώσεις ούτε από την εθνική νομοθεσία μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη.

20      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Άρειος Πάγος, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε αναίρεση, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο των τεσσάρων κυρίων δικών, το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Με δεδομένο ότι δεν προβλέπεται από το ελληνικό δίκαιο προηγούμενη δικαστική απόφαση για την οριστική διακοπή της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως με μόνη τη βούληση του εργοδότου, εφαρμόζονται οι διατάξεις της οδηγίας 75/129, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, αυτής, επί ομαδικών απολύσεων προκαλουμένων από την οριστική διακοπή της λειτουργίας μιας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως η οποία αποφασίστηκε οικειοθελώς από τον εργοδότη, χωρίς να προηγηθεί σχετική δικαστική απόφαση;»

21      Οι υπό κρίση υποθέσεις ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 9ης Ιουνίου 2005.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

22      Με το προδικαστικό του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν η οδηγία 75/129 εφαρμόζεται σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων λόγω οριστικής παύσεως της λειτουργίας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως η οποία αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη, χωρίς προηγούμενη δικαστική απόφαση, και, ειδικότερα, αν η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας μπορεί να δικαιολογήσει τη μη εφαρμογή της οδηγίας αυτής.

23      Η υποβολή του προδικαστικού ερωτήματος κατέστη αναγκαία λόγω της πάγιας νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων στον τομέα της εφαρμογής της οδηγίας 75/129 και των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας περί μεταφοράς της οδηγίας αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη.

24      Κατά τη νομολογία αυτή, αν η απόφαση οριστικής διακοπής της δραστηριότητας επιχειρήσεως λαμβάνεται οικειοθελώς από τον εργοδότη ως απόρροια της συνταγματικώς κατοχυρωμένης επιχειρηματικής και οικονομικής ελευθερίας του, ανεξαρτήτως της εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως, η οδηγία 75/129 δεν έχει εφαρμογή. Κατά την άποψη αυτή, η εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας προϋποθέτει την εξακολούθηση της λειτουργίας της επίμαχης επιχειρήσεως.

25      Η ερμηνεία αυτή δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στο γράμμα της οδηγίας 75/129, ούτε στον σκοπό της, ούτε στη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου.

26      Πρώτον, το γράμμα της οδηγίας 75/129, ειδικότερα δε του άρθρου 1, παράγραφοι 1, στοιχείο α΄, και 2, στοιχείο δ΄, αυτής, είναι σαφές και δεν επιτρέπει ουδεμία εύλογη αμφιβολία ως προς το πεδίο και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

27      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 75/129, «ως “ομαδικές απολύσεις” νοούνται οι απολύσεις που πραγματοποιούνται από έναν εργοδότη για ένα ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων […]». Ο ορισμός αυτός είναι αρκούντως ακριβής και αναμφίλεκτος.

28      Το Δικαστήριο προσδιόρισε εννοιολογικώς τον όρο «απόλυση», τονίζοντας ότι έχει κοινοτικό χαρακτήρα και πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει οποιαδήποτε περίπτωση λήξεως της συμβάσεως εργασίας παρά τη βούληση του εργαζομένου και, επομένως, παρά τη συναίνεσή του (απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, C‑55/02, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, Συλλογή 2004, σ. I-9387, σκέψεις 49 και 50).

29      Λαμβανομένου υπόψη του κανόνα του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 75/129, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απαρίθμηση, στο άρθρο 1, παράγραφος 2, αυτής, των τεσσάρων περιπτώσεων μη εφαρμογής της οδηγίας έχει περιοριστικό και εξαντλητικό χαρακτήρα. Εξάλλου, ως παρεκκλίσεις από τον εν λόγω κανόνα, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑250/97, Lauge κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. I‑8737, σκέψη 19).

30      Η τέταρτη από τις παρεκκλίσεις αυτές, ήτοι η προβλεπόμενη στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 75/129, την οποία αφορά το ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, προβλέπει τη μη εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας στις απολύσεις λόγω διακοπής της δραστηριότητας επιχειρήσεως, «εφόσον αυτή επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως».

31      Η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η μη εφαρμογή της επίμαχης οδηγίας είναι δυνατή μόνον όταν η διακοπή της δραστηριότητας της επιχειρήσεως επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως, π.χ. περί πτωχεύσεως ή λύσεως επιχειρήσεως.

32      Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ιδίως όταν η οριστική διακοπή των δραστηριοτήτων της οικείας επιχειρήσεως αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη και θεμελιώνεται σε εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως ή άλλες, οι απορρέουσες από την οδηγία 75/129 υποχρεώσεις του εργοδότη παραμένουν στο ακέραιο. Συναφώς, είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι οι διατάξεις του εθνικού δικαίου, τις οποίες επικαλείται το αιτούν δικαστήριο, δεν προβλέπουν προηγούμενη έκδοση δικαστικής αποφάσεως στην περίπτωση οριστικής διακοπής της λειτουργίας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως που αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη.

33      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η εξαιρετική διάταξη του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 75/129 καταργήθηκε από 24 Ιουνίου 1994 με την οδηγία 92/56, η οποία ούτως κατέστησε ισχυρότερο τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ως εκ τούτου, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των κυρίων δικών, οι εργοδότες υπείχαν υποχρέωση ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εργαζομένους σε όλες τις περιπτώσεις ομαδικών απολύσεων λόγω διακοπής των δραστηριοτήτων εκμεταλλεύσεως, ακόμη και όταν η διακοπή αυτή επερχόταν κατόπιν δικαστικής αποφάσεως.

34      Δεύτερον, όσον αφορά τον επιδιωκόμενο με την οδηγία 75/129 σκοπό, πρέπει να τονισθεί ότι, όπως προκύπτει από την πρώτη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία αυτή αποσκοπεί στην ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων. Στον σκοπό αυτό αναφέρθηκε επανειλημμένως το Δικαστήριο (βλ. απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 1995, C‑449/93, Rockfon, Συλλογή 1995, σ. I-4291, σκέψη 29, και προαναφερθείσα απόφαση Lauge κ.λπ., σκέψη 19).

35      Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η οδηγία 75/129 δεν θίγει την ελευθερία του εργοδότη να προβεί ή να μην προβεί σε ομαδικές απολύσεις και ότι μοναδικός στόχος της είναι οι απολύσεις αυτές να πραγματοποιούνται κατόπιν διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και ενημερώσεως της αρμόδιας δημόσιας αρχής (απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1985, 284/83, Nielsen & Søn, Συλλογή 1985, σ. 553, σκέψη 10).

36      Αυτό ισχύει αναμφίβολα στην περίπτωση που ο εργοδότης προτίθεται να διακόψει, για δικούς του λόγους, τη δραστηριότητα της επιχειρήσεώς του. Εξάλλου, όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οδηγία 75/129 δεν εναρμονίζει τις λεπτομέρειες οριστικής διακοπής της δραστηριότητας επιχειρήσεως, ήτοι τις περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται ή όχι δικαστική απόφαση, αλλά τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων.

37      Υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου με την οδηγία 75/129 σκοπού, το Δικαστήριο έδωσε ιδιαιτέρως ευρεία ερμηνεία στην έννοια της «επιχειρήσεως» που χρησιμοποιείται στην οδηγία, προκειμένου να περιορίσει κατά το δυνατό τις περιπτώσεις μη υπαγωγής ομαδικών απολύσεων στην επίμαχη οδηγία λόγω του νομικού χαρακτηρισμού της έννοιας αυτής σε εθνικό επίπεδο (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Rockfon, σκέψεις 31 και 32). 

38      Το Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι η οδηγία 75/129 εκδόθηκε βάσει των άρθρων 100 και 117 της Συνθήκης ΕΟΚ, εκ των οποίων το δεύτερο αφορά την υποχρέωση των κρατών μελών να προαγάγουν τη βελτίωση των όρων διαβιώσεως και εργασίας του εργατικού δυναμικού κατά τρόπο που να επιτρέπει την εναρμόνισή τους με στόχο την πρόοδο (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Rockfon, σκέψη 29).

39      Πρέπει να υπογραμμισθεί, τρίτον, ότι η ανωτέρω ερμηνεία και οι σχετικές σκέψεις προκύπτουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

40      Με την απόφασή του της 28ης Μαρτίου 1985, 215/83, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1985, σ. 1039, σκέψεις 13 έως 19), το Δικαστήριο διαπίστωσε ακριβώς ότι το οικείο κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις του, καθόσον δεν εξασφάλισε την προβλεπόμενη από την οδηγία 75/129 προστασία σε όλες τις περιπτώσεις ομαδικών απολύσεων λόγω παύσεως της λειτουργίας επιχειρήσεως που δεν απορρέει από δικαστική απόφαση. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το αργότερο από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως αυτής δεν υφίσταται πλέον καμία αμφιβολία ως προς την έννοια της εξαιρετικής διατάξεως του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 75/129.

41      Το περιεχόμενο των εξαιρετικών διατάξεων των άρθρων 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 75/129, οι οποίες προστέθηκαν με την οδηγία 92/56, διευκρινίσθηκε με την προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Lauge κ.λπ. (σκέψη 18), σύμφωνα με την οποία οι επίμαχες παρεκκλίσεις έχουν εφαρμογή μόνον εφόσον η διακοπή των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως και οι ομαδικές απολύσεις δεν πραγματοποιούνται πριν από την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως περί κηρύξεως της πτωχεύσεως.

42      Περαιτέρω, με την προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (σκέψη 66 και διατακτικό), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το οικείο κράτος μέλος, περιορίζοντας την έννοια των ομαδικών απολύσεων στις απολύσεις για διαρθρωτικής, τεχνολογικής ή συγκυριακής φύσεως λόγους και μη διευρύνοντας την έννοια αυτή ώστε να περιλαμβάνει τις απολύσεις για όλους τους λόγους που δεν συνδέονται με τον ίδιο τον εργαζόμενο, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 75/129.

43      Τέλος, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση των κρατών μελών να επιτύχουν το προβλεπόμενο από την οδηγία αποτέλεσμα, προκειμένου να συμμορφωθούν προς το άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, επιβάλλεται σε όλες τις εθνικές αρχές, περιλαμβανομένων των εθνικών δικαστηρίων. Οι αρχές αυτές, όταν καλούνται να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, υποχρεούνται να το πράττουν, στο μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα του γράμματος και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει (βλ., υπό την έννοια αυτή, εσχάτως, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, C‑397/01 έως C‑403/01, Pfeiffer κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. I-8835, σκέψη 113 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44      Κατά παράβαση του σκοπού της οδηγίας 75/129, η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων εξαιρεί από την επιδιωκόμενη με την εν λόγω οδηγία προστασία πολυάριθμες περιπτώσεις διακοπής των δραστηριοτήτων επιχειρήσεως, οι οποίες συνεπάγονται μαζικές απολύσεις εργαζομένων και στις οποίες η ανάγκη προστασίας των εργαζομένων αυτών είναι επιτακτική. Μια τέτοια προσέγγιση, η οποία δεν συνάδει επίσης προς την απαίτηση ομοιόμορφης εφαρμογής της οδηγίας 75/129, καθιστά σε μεγάλο βαθμό την οδηγία αυτή άνευ αντικειμένου.

45      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 75/129 έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων λόγω οριστικής παύσεως της λειτουργίας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως η οποία αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη, χωρίς προηγούμενη δικαστική απόφαση, ενώ η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της εν λόγω οδηγίας δεν δικαιολογεί τη μη εφαρμογή αυτής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

46      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Η οδηγία 75/129/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων λόγω οριστικής παύσεως της λειτουργίας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως η οποία αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη, χωρίς προηγούμενη δικαστική απόφαση, ενώ η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της εν λόγω οδηγίας δεν δικαιολογεί τη μη εφαρμογή αυτής.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.