Υπόθεση C-173/05

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Ιταλικής Δημοκρατίας

«Παράβαση κράτους μέλους — Άρθρα 23 ΕΚ, 25 ΕΚ και 133 ΕΚ — Συμφωνία συνεργασίας ΕΟΚ-Αλγερίας — Περιβαλλοντική εισφορά επί των εγκατεστημένων στο έδαφος της Σικελίας αγωγών αερίου — Φορολογική επιβάρυνση αποτελέσματος ισοδυνάμου προς δασμό»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — Δασμοί — Φόρος ισοδυνάμου αποτελέσματος

(Άρθρα 23 ΕΚ και 133 ΕΚ· Συμφωνία συνεργασίας ΕΟΚ-Αλγερίας, άρθρο 9)

2.        Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — Δασμοί — Φόρος ισοδυνάμου αποτελέσματος

(Άρθρο 25 ΕΚ)

1.        Περιβαλλοντική εισφορά που πλήττει το μεθάνιο το οποίο εισάγεται από την Αλγερία προς διανομή και κατανάλωσή του στο έδαφος κράτους μέλους αντίκειται τόσο στα άρθρα 23 ΕΚ και 133 ΕΚ όσο και στο άρθρο 9 της Συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ ΕΟΚ και Αλγερίας.

(βλ. σκέψεις 39-40 και διατακτ.)

2.        Στο μέτρο που το μεθάνιο το οποίο εισάγεται από την Αλγερία και στο οποίο επιβάλλεται περιβαλλοντική εισφορά εντός κράτους μέλους εξάγεται ακολούθως σε άλλα κράτη μέλη, η επίδικη εισφορά μπορεί να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο κατά παράβαση του άρθρου 25 ΕΚ.

(βλ. σκέψη 41 και διατακτ.)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 21ης Ιουνίου 2007 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρα 23 ΕΚ, 25 ΕΚ και 133 ΕΚ – Συμφωνία συνεργασίας ΕΟΚ-Αλγερίας – Περιβαλλοντική εισφορά επί των εγκατεστημένων στο έδαφος της Σικελίας αγωγών αερίου – Επιβάρυνση αποτελέσματος ισοδύναμου προς τελωνειακό δασμό»

Στην υπόθεση C-173/05,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 19 Απριλίου 2005,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους E. Traversa και J. Hottiaux, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τον A. Cingolo, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen, P. Kūris, J. Makarczyk (εισηγητή) και L. Bay Larsen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Léger

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Οκτωβρίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με την προσφυγή της, ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, έχοντας θεσπίσει και διατηρώντας σε ισχύ «περιβαλλοντική εισφορά» επί των αγωγών αερίων, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 6 του περιφερειακού νόμου 2 της Σικελίας, περί προγραμματικών και οικονομικών διατάξεων για το έτος 2002 (legge n. 2, Disposizioni programmatiche e finanziarie per l’anno 2002), της 26ης Μαρτίου 2002 (GURS αριθ. 14, της 27ης Μαρτίου 2002, μέρος Ι, 2002, σ. 1, στο εξής: σικελικός νόμος), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 23 ΕΚ, 25 ΕΚ, 26 ΕΚ και 133 ΕΚ καθώς και από τα άρθρα 4 και 9 της συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλγερίας, η οποία υπογράφηκε στο Αλγέρι στις 26 Απριλίου 1976 και εγκρίθηκε από την Κοινότητα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2210/78 του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 1978 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/010, σ. 3, στο εξής: συμφωνία συνεργασίας).

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

 Η συμφωνία συνεργασίας

2        Το άρθρο 1 αυτής της συμφωνίας ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Αλγερίας έχει ως στόχο να προαγάγει τη συνεργασία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών σε όλους τους τομείς, για να συμβάλει στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Αλγερίας και να ευνοήσει την ενίσχυση των σχέσεων των δύο μερών. Για τον σκοπό αυτό, θα θεσπισθούν και θα εφαρμοσθούν διατάξεις και ενέργειες στον τομέα της οικονομικής, τεχνικής και χρηματοδοτικής συνεργασίας, στον τομέα των εμπορικών συναλλαγών, καθώς και στον κοινωνικό τομέα.»

3        Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της συμφωνίας αυτής, η συνεργασία μεταξύ της Κοινότητας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλγερίας έχει ως σκοπό να ευνοήσει ιδίως:

«[…]

–        την εμπορία και την προώθηση της πωλήσεως των προϊόντων, τα οποία εξάγει η Αλγερία,

[…]

–        στον τομέα της ενέργειας, τη συμμετοχή των επιχειρηματιών της Κοινότητος στα προγράμματα ερεύνης, παραγωγής και μεταποιήσεως των ενεργειακών πηγών της Αλγερίας και σε όλες τις δραστηριότητες, που έχουν ως αποτέλεσμα την επί τόπου αξιοποίηση των πηγών καθώς και την ορθή εκτέλεση των μακροχρονίων συμβάσεων παραδόσεως πετρελαίου, αερίου και πετρελαιοειδών προϊόντων μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών,

[…]»

4        Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της συμφωνίας συνεργασίας ορίζει ότι «τα προϊόντα καταγωγής Αλγερίας, εκτός των απαριθμούμενων στον κατάλογο του παραρτήματος ΙΙ της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, γίνονται δεκτά κατά την εισαγωγή τους στην Κοινότητα χωρίς ποσοτικούς περιορισμούς ή μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος και απαλλάσσονται από τους δασμούς και τις φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδύναμου αποτελέσματος.»

5        Το μεθάνιο περιλαμβάνεται στα προϊόντα που εμπίπτουν στο άρθρο 9 της συμφωνίας συνεργασίας.

 Η εθνική νομοθεσία

6        Το άρθρο 6 του σικελικού νόμου ορίζει τα εξής:

«[…]

1.      Θεσπίζεται περιβαλλοντική εισφορά για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων που στοχεύουν στη μείωση και την πρόληψη των κινδύνων για το περιβάλλον από την παρουσία αγωγών αερίου που περιέχουν μεθάνιο και οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος της Σικελίας. Τα έσοδα θα χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση πρωτοβουλιών υπέρ της διατήρησης, της προστασίας και της βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος, ιδίως στις περιοχές από τις οποίες διέρχονται οι αγωγοί αυτοί.

[…]

3.      […] Η επιβολή εισφοράς προϋποθέτει κυριότητα των διερχόμενων από το έδαφος της Σικελίας αγωγών αερίου που περιέχουν μεθάνιο.

4.      Υποκείμενοι στην εισφορά είναι οι κύριοι των προβλεπομένων στην παράγραφο 3 αγωγών αερίου ταξινομημένων ως τύπου 1, που πραγματοποιούν τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες δραστηριότητες: μεταφορά, διανομή, πώληση και αγορά.

5.      Για τον σκοπό της εισφοράς ως αγωγός αερίου νοείται κάθε ίσιος ή γωνιακός αγωγός, σύνδεση σωλήνα, υδροφράκτης και άλλο ειδικό εξάρτημα, που στο σύνολό του χρησιμεύει για τη μεταφορά και διανομή του φυσικού αερίου.

6.      Ως βάση επιβολής της εισφοράς υπολογίζεται το μέγεθος, σε κυβικά μέτρα, των αγωγών αερίου τύπου 1 κατά την έννοια της υπουργικής απόφασης της 24ης Νοεμβρίου 1984, που διέπει, με σκοπό την ασφάλεια, τις εγκαταστάσεις μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου διαμέσου αγωγών.

7.      Η εισφορά καθορίζεται για ετήσια περίοδο σύμφωνα με τη βάση επιβολής της παραγράφου 6.

[…] 

10.      Η εισφορά οφείλεται από τους υποκείμενους σε αυτή βάσει της παραγράφου 4 κατά ημερολογιακό έτος ανάλογα με τους μήνες του έτους κατά τους οποίους ήταν ιδιοκτήτες.

[…]»

7        Σύμφωνα με το πρώτο τμήμα, σημείο 1.3. του παραρτήματος, της υπουργικής απόφασης της 24ης Νοεμβρίου 1984 (τακτικό συμπλήρωμα του GURI, αριθ. 12, της 15ης Ιανουαρίου 1985), αγωγούς τύπου 1 αποτελούν οι εγκαταστάσεις πίεσης ανώτερης των 24 bars.

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

8        Η Επιτροπή, κατά τη διάρκεια των ετών 2002 και 2003, ζήτησε από τις ιταλικές αρχές διευκρινίσεις σχετικά με τους όρους εφαρμογής της περιβαλλοντικής εισφοράς που θεσπίστηκε με τον σικελικό νόμο.

9        Οι ιταλικές αρχές, με έγγραφο της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, γνωστοποίησαν στην Επιτροπή ότι η εισφορά δεν έτυχε συγκεκριμένης εφαρμογής στην ιταλική έννομη τάξη, καθόσον το tribunale amministrativo regionale della Lombardia (Ιταλία) έκρινε ότι αυτός ο νόμος αντέκειτο στους κανόνες του κοινοτικού δικαίου.

10      Η Επιτροπή, αφού θεώρησε ότι οι παρατηρήσεις που διατύπωσε η Ιταλική Δημοκρατία δεν ήταν ούτε πλήρεις επί της ουσίας ούτε θεμελιωμένες νομικά, απηύθυνε στις 19 Δεκεμβρίου 2003 στην Ιταλική Δημοκρατία όχληση, με την οποία υποστήριξε ότι η επίμαχη εισφορά αντέκειτο στα άρθρα 23 ΕΚ, 25 ΕΚ, 26 ΕΚ και 133 ΕΚ καθώς και στα άρθρα 4 και 9 της συμφωνίας συνεργασίας.

11      Δεδομένου ότι δεν δόθηκε απάντηση στην όχληση παρά την παράταση της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή απηύθυνε στις 9 Ιουλίου 2004 αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία κάλεσε την Ιταλική Δημοκρατία να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθεί με την εν λόγω γνώμη εντός δίμηνης προθεσμίας αρχομένης από την παραλαβή της.

12      Καθώς η Ιταλική Δημοκρατία δεν απάντησε στην εν λόγω γνώμη, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

 Επί της προσφυγής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

13      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, πρώτον, στο έδαφος της Σικελίας υφίσταται μόνο μία υποδομή αγωγών φυσικού αερίου που πληροί τους όρους επιβολής της εισφοράς τους οποίους προβλέπει η ιταλική νομοθεσία. Η εν λόγω υποδομή που συνδέεται με τους διαμεσογειακούς αγωγούς αερίου μεταφέρει φυσικό αέριο αλγερινής προέλευσης με σκοπό, αφενός, τη διανομής του και την κατανάλωσή του στο ιταλικό έδαφος και, αφετέρου, την εξαγωγή του προς άλλα κράτη μέλη.

14      H Επιτροπή υποστηρίζει ότι, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του σικελικού νόμου, ο πραγματικός στόχος της επίμαχης εισφοράς είναι να πλήξει όχι αυτή καθ’ εαυτή την υποδομή αλλά το μεταφερόμενο αγαθό, δηλαδή το μεθάνιο. Πράγματι, σύμφωνα με την σικελική νομοθεσία, αφενός, γενεσιουργός αιτία της εισφοράς αυτής είναι η κυριότητα των αγωγών που περιέχουν αέριο και, αφετέρου, υποκείμενοι στην εν λόγω εισφορά είναι οι κύριοι των αγωγών αερίου που πραγματοποιούν τουλάχιστον μία από τις δραστηριότητες μεταφοράς, πώλησης ή αγοράς αερίου. Εξάλλου, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η βάση στην οποία στηρίζεται η εισφορά υπολογίζεται σε συνάρτηση με τον όγκο των αγωγών που περιέχουν το αέριο.

15      Κατά συνέπεια, εμπόρευμα που προέρχεται από τρίτη χώρα και τίθεται σε ελεύθερη κυκλοφορία ή σε διαμετακόμιση επί του ιταλικού εδάφους υπόκειται, κατά την Επιτροπή, σε χρηματική εισφορά που αποτελεί επιβάρυνση αποτελέσματος ισοδύναμου προς εισαγωγικό (στην περίπτωση που το αέριο εισάγεται στην Κοινότητα) ή εξαγωγικό (στην περίπτωση της μεταφοράς προς άλλα κράτη μέλη) δασμό. Όμως, κατά πάγια νομολογία, απαγορεύεται η επιβολή νέων επιβαρύνσεων ή μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος στα εμπορεύματα που εισάγονται απευθείας από τρίτες χώρες (αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1973, 37/73 και 38/73, Indiamex και De Belder, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 883, σκέψεις 10 έως 18, καθώς και απόφαση της 16ης Μαρτίου 1983, 266/81, SIOT, Συλλογή 1983/ΙΙΙ, σ. 731, σκέψη 18).

16      Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι από το σύστημα της τελωνειακής ένωσης προκύπτει ότι οι δασμοί και οι επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος επί των κυκλοφορούντων μεταξύ κρατών μελών εμπορευμάτων απαγορεύονται ασχέτως του σκοπού για τον οποίο θεσπίστηκαν. Η έννοια της «επιβάρυνσης αποτελέσματος ισοδυνάμου προς δασμό» αποτελεί πράγματι αντικειμενική νομική έννοια του κοινοτικού δικαίου (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, C-485/93 και C-486/93, Σιμιτζή, Συλλογή 1993, σ. Ι-26555, σκέψη 14).

17      H Επιτροπή εκτιμά ότι η επιβολή της περιβαλλοντικής εισφοράς παραβιάζει το Κοινό Δασμολόγιο και ως εκ τούτου παραβαίνει τα άρθρα 23 ΕΚ, 25 ΕΚ, 26 ΕΚ και 133 ΕΚ, στο μέτρο που η εν λόγω εισφορά αλλοιώνει την εξίσωση των δασμολογικών εισφορών που επιβαρύνουν στα εξωτερικά σύνορα της Κοινότητας τα εμπορεύματα που εισάγονται από τρίτες χώρες, ενέχοντας έτσι τον κίνδυνο εκτροπής του ρεύματος του εμπορίου με τις χώρες αυτές και στρεβλώσεων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων ή στους όρους ανταγωνισμού μεταξύ κρατών μελών (απόφαση της 22ας Απριλίου 1999, C-109/98, CRT France international, Συλλογή 1999, σ. I-2237, σκέψεις 22 έως 23 και την εκεί αναφερόμενη νομολογία).

18      Η Επιτροπή επισημαίνει, δεύτερον, ότι, όταν η απαγόρευση επιβαρύνσεων αποτελέσματος ισοδυνάμου προς δασμό προβλέπεται σε διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ Κοινότητας και ενός ή περισσοτέρων τρίτων χωρών για την εξάλειψη των εμποδίων στις συναλλαγές, το περιεχόμενο της απαγόρευσης αυτής ταυτίζεται σχεδόν με το περιεχόμενο που του αναγνωρίζεται στο πλαίσιο του ενδοκοινοτικού εμπορίου (απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1995, C-125/94, Aprile, Συλλογή 1995, σ. Ι-2919, σκέψεις 38 και 39).

19      Εξάλλου, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επιβάλει τέλη διαμετακόμισης ή οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση σχετική με τη διέλευση των εμπορευμάτων από το έδαφός του, διότι τα τέλη αυτά παράγουν αποτελέσματα ισοδύναμα προς εξαγωγικούς δασμούς (απόφαση SIOT, όπ.π., σκέψεις 18, 19 και 23, καθώς και απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2003, C-389/00, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2003, σ. Ι-2001, σκέψεις 50 και 51).

20      Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η επίδικη εισφορά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επιβάρυνση αποτελέσματος ισοδύναμου προς δασμό.

21      Η εν λόγω κυβέρνηση εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τον σκοπό της περιβαλλοντικής εισφοράς, ο οποίος πρέπει να θεωρηθεί ότι υλοποιεί τις αρχές της Συνθήκης στον τομέα του περιβάλλοντος και ιδίως την αρχή της πρόληψης.

22      Εξάλλου, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η επίμαχη εισφορά παρουσιάζει ίδια και ειδικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με τον σεβασμό της αρχής της πρόληψης.

23      Συναφώς, η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει το επιχείρημα ότι η εισφορά είναι καταβλητέα μόνον εάν το αέριο υπάρχει πράγματι στην υποδομή και αν ο κύριος ασκεί μία από τις δραστηριότητες της μεταφοράς, της διανομής, της πώλησης και της αγοράς του αερίου. Ο τρόπος αυτός προσέγγισης ανταποκρίνεται στη βούληση του περιφερειακού νομοθέτη να επιβαρύνει μόνον τις δραστηριότητες που θα μπορούσαν να βλάψουν το περιβάλλον.

24      Η Ιταλική Κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι το ποσόν από την επίμαχη εισφορά προορίζεται για τη χρηματοδότηση επενδύσεων που στοχεύουν στη μείωση και στην πρόληψη ενδεχομένων κινδύνων για το περιβάλλον εξαιτίας των υποδομών στο έδαφος της Σικελίας. Έτσι, η προστασία του περιβάλλοντος που ανταποκρίνεται στους αναγνωρισμένους από το κοινοτικό δίκαιο ως θεμελιώδεις σκοπούς αποτελεί μοναδικό στόχο της επίμαχης εισφοράς. Ο ουσιώδης αυτός σύνδεσμος μεταξύ εισφοράς και περιβαλλοντικού της σκοπού αποτελεί αδιάσειστη απόδειξη της μη δασμολογικής φύσης της επίμαχης εισφοράς.

25      Εξάλλου, η Ιταλική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι η περιβαλλοντική εισφορά δεν πλήττει το εμπόρευμα, αλλά αποκλειστικά την υποδομή μεταφοράς, αφού η σχέση μεταξύ του ποσού της εισφοράς και του όγκου του μεταφερόμενου αερίου αποτελεί απλή τεχνική παράμετρο που αποσκοπεί στη δημιουργία αντιστοιχίας με το πραγματικό μέγεθος του κινδύνου για το περιβάλλον. Η Ιταλική Κυβέρνηση προσθέτει ότι η επίπτωση της εισφοράς στην τιμή του προϊόντος είναι καθαρά ενδεχόμενη και εξαρτάται όχι από την ίδια την εισφορά αλλά από τη βούληση του κυρίου του αγωγού.

26      Κατόπιν των ανωτέρω, η Ιταλική Κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

27      Πριν εξεταστεί η υπό κρίση προσφυγή, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 1, ΕΚ, η Κοινότητα βασίζεται σε μία τελωνειακή ένωση που εκτείνεται στο σύνολο των εμπορικών συναλλαγών. Η ένωση αυτή περιλαμβάνει, αφενός, την απαγόρευση μεταξύ κρατών μελών όλων των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών καθώς και όλων των επιβαρύνσεων αποτελέσματος ισοδυνάμου προς τους δασμούς αυτούς και, αφετέρου, την υιοθέτηση Κοινού Δασμολογίου στις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών.

28      Κάθε χρηματική επιβάρυνση που επιβάλλεται μονομερώς, ανεξαρτήτως της ονομασίας της και της τεχνικής της, και που πλήττει τα προϊόντα επειδή διέρχονται τα σύνορα, όταν δεν είναι δασμός στην κυριολεξία, συνιστά επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος υπό την έννοια των άρθρων 23 ΕΚ και 25 ΕΚ, έστω και αν δεν εισπράττεται υπέρ του δημοσίου (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2005, C293/02, Jersey Produce Marketing Organisation, Συλλογή 2005, σ. Ι-9543, σκέψη 55, και απόφαση της 8ης Ιουνίου 2006, C-517/04, Koornstra, Συλλογή 2006, σ. Ι-5015, σκέψη 15).

29      Το Κοινό Δασμολόγιο αποβλέπει στην επίτευξη εξισώσεως ως προς τους δασμούς που επιβάλλονται στα σύνορα της Κοινότητας επί προϊόντων που εισάγονται από τρίτες χώρες και τούτο προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε στρέβλωση όσον αφορά την ελεύθερη εσωτερική κυκλοφορία ή τις συνθήκες ανταγωνισμού (αποφάσεις Indiamex και De Belder, όπ.π., σκέψη 9, καθώς και απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 1996, C-126/94, Cadi Surgelés κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. Ι-5647, σκέψη 14).

30      Πράγματι, θα επήρχετο σοβαρή προσβολή τόσο στην ενιαία φύση του κοινοτικού τελωνειακού εδάφους όσο και στον ομοιόμορφο χαρακτήρα της κοινής εμπορικής πολιτικής αν επιτρεπόταν στα κράτη μέλη να επιβάλλουν μονομερώς επιβαρύνσεις αποτελέσματος ισοδυνάμου προς δασμούς στις εισαγωγές από τρίτες χώρες (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Aprile, όπ.π., σκέψη 34).

31      Εξάλλου, η τελωνειακή ένωση προϋποθέτει αναγκαίως την εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών. Η ελευθερία αυτή δεν θα μπορούσε να είναι πλήρης αν τα κράτη μέλη διέθεταν τη δυνατότητα να εμποδίζουν ή να παρακωλύουν, με οποιονδήποτε τρόπο, την ελευθερία των υπό διαμετακόμιση εμπορευμάτων. Επομένως, πρέπει να αναγνωριστεί, ως συνέπεια της τελωνειακής ένωσης και προς το αμοιβαίο συμφέρον των κρατών μελών, η ύπαρξη μιας γενικής αρχής ελεύθερης διαμετακόμισης των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της Κοινότητας (απόφαση SIOT, όπ.π., σκέψη 16).

32      Τα κράτη μέλη θα προσέβαλλαν την κοινοτική αρχή της ελεύθερης διαμετακόμισης, εάν εφάρμοζαν στα υπό διαμετακόμιση από το έδαφός τους εμπορεύματα, συμπεριλαμβανομένων των εισαγομένων απευθείας από τρίτες χώρες, διαμετακομιστικούς δασμούς ή οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση ως προς τη διαμετακόμιση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση SIOT, όπ.π., σκέψεις 18 και 19).

33      Επιπλέον, ουδείς λόγος υφίσταται να ερμηνεύεται η απαγόρευση επιβαρύνσεων αποτελέσματος ισοδυνάμου προς δασμούς κατά τρόπο διαφορετικό ανάλογα με το αν πρόκειται για το ενδοκοινοτικό εμπόριο ή για εμπόριο με τρίτες χώρες διεπόμενο από συμφωνίες όπως η συμφωνία συνεργασίας (βλ. απόφαση Aprile, όπ.π., σκέψη 39).

34      Υπό το πρίσμα αυτών των αρχών πρέπει να εξεταστεί η υπόθεση επί της ουσίας.

 Επί της ουσίας

35      Δεν αμφισβητείται ότι, στην προκειμένη περίπτωση, ο σικελικός νόμος θεσπίζει περιβαλλοντική εισφορά που στοχεύει στη χρηματοδότηση επενδύσεων για τη μείωση ή την πρόληψη των κινδύνων για το περιβάλλον εξαιτίας των αγωγών που περιέχουν μεθάνιο και είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος της Σικελίας. Η μεταφορά και η διανομή του επίμαχου μεθανίου πραγματοποιούνται με αγωγούς αερίου που ανήκουν στην κατηγορία τύπου 1 υπό την έννοια της υπουργικής απόφασης της 24ης Νοεμβρίου 1984 και συνδέονται με τους διαμεσογειακούς αγωγούς που μεταφέρουν αέριο αλγερινής προέλευσης.

36      Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, του σικελικού νόμου, γενεσιουργός αιτία της περιβαλλοντικής εισφοράς είναι η κυριότητα των αγωγών αερίου που διασχίζουν το έδαφος της Σικελίας.

37      Συναφώς, η Ιταλική Κυβέρνηση, με τις παρατηρήσεις της, βεβαιώνει ότι η επίδικη εισφορά δεν πλήττει το εμπόρευμα αλλά αποκλειστικά την υποδομή μεταφοράς. Ωστόσο, κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, η επίδικη εισφορά οφείλεται μόνον εάν υπάρχει πράγματι αέριο εντός της υποδομής.

38      Εξάλλου, η εν λόγω κυβέρνηση δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι μόνον η συνδεδεμένη με τους διαμεσογειακούς αγωγούς αερίου εγκατάσταση που μεταφέρει φυσικό αέριο αλγερινής προέλευσης πληροί τους καθοριζόμενους από τον σικελικό νόμο όρους επιβολής της εισφοράς.

39      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι η εισφορά που έχει θεσπιστεί βάσει του σικελικού νόμου αποτελεί φορολογική επιβάρυνση που πλήττει ένα εμπόρευμα, ήτοι το αλγερινό μεθάνιο, το οποίο εισάγεται από τρίτη χώρα προς διανομή και κατανάλωσή του στο ιταλικό έδαφος ή διαμετακόμισή του προς άλλα κράτη μέλη.

40      Όμως, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα στις σκέψεις 28 έως 33 της παρούσας απόφασης νομολογία, παρόμοια εισφορά επί εισαγόμενου από τρίτη χώρα εμπορεύματος, εν προκειμένω από την Αλγερία, αντίκειται τόσο στα άρθρα 23 ΕΚ και 133 ΕΚ όσο και στο άρθρο 9 της συμφωνίας συνεργασίας.

41      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, στο μέτρο που το αλγερινό αέριο, στο οποίο επιβάλλεται εισφορά βάσει του σικελικού νόμου, εισάγεται στην Ιταλία και εξάγεται ακολούθως σε άλλα κράτη μέλη, η επίδικη εισφορά μπορεί να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο κατά παράβαση του άρθρου 25 ΕΚ.

42      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της Ιταλικής Κυβέρνησης ότι η προσφυγή της Επιτροπής είναι αβάσιμη καθόσον η επίδικη εισφορά έχει θεσπιστεί μόνο για την προστασία του περιβάλλοντος, λαμβανομένης κυρίως υπόψη της αρχής της πρόληψης, αρκεί να αναφερθεί ότι οι επιβαρύνσεις αποτελέσματος ισοδυνάμου προς δασμό απαγορεύονται ανεξαρτήτως του σκοπού για τον οποίο θεσπίστηκαν ή του προορισμού των εξ αυτών προερχομένων εσόδων (βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C-72/03, Carbonati Apuani, Συλλογή 2004, σ. Ι-8027, σκέψη 31).

43      Όσον αφορά τα άρθρα 26 ΕΚ και 4 της συμφωνίας συνεργασίας, διαπιστώνεται ότι αυτές καθ’ εαυτές οι εν λόγω διατάξεις δεν παρέχουν κανένα επαρκώς ακριβές νομικό κριτήριο που να καθιστά δυνατή την εκτίμηση της επιβαλλόμενης από τον σικελικό νόμο εισφοράς.

44      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι η Ιταλική Δημοκρατία, έχοντας θεσπίσει περιβαλλοντική εισφορά που πλήττει το μεθάνιο αλγερινής προέλευσης, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 23 ΕΚ, 25 ΕΚ και 133 ΕΚ καθώς και από το άρθρο 9 της συμφωνίας συνεργασίας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

45      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Ιταλικής Δημοκρατίας και η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε, το κράτος μέλος αυτό πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Η Ιταλική Δημοκρατία, έχοντας θεσπίσει περιβαλλοντική εισφορά που πλήττει το μεθάνιο αλγερινής προέλευσης, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 23 ΕΚ, 25 ΕΚ και 133 ΕΚ καθώς και από το άρθρο 9 της συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλγερίας που υπογράφηκε στις 26 Απριλίου 1976 και εγκρίθηκε από την Κοινότητα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2210/78 του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 1978.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.