Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Διαδικασία — Παρέμβαση — Ένσταση απαραδέκτου που δεν προβλήθηκε από το καθού

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 40, εδ. 4· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 93 § 4)

2. Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Ίση μεταχείριση — Διάκριση λόγω ιθαγενείας

(Πράξη προσχωρήσεως του 1985· Κανονισμός 27/2005 του Συμβουλίου)

3. Προσχώρηση νέων κρατών μελών στις Κοινότητες — Ισπανία — Αλιεία

(Πράξη προσχωρήσεως του 1985, άρθρα 156 έως 164· Κανονισμός 27/2005 του Συμβουλίου)

4. Αλιεία — Διατήρηση των θαλασσίων πόρων — Καθεστώς αλιευτικών ποσοστώσεων

(Κανονισμός 2371/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 20)

Περίληψη

1. Δυνάμει του άρθρου 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, τα αιτήματα του δικογράφου της παρεμβάσεως δεν μπορούν να έχουν άλλο αντικείμενο εκτός από τη στήριξη των αιτημάτων ενός των διαδίκων. Εξάλλου, κατά το άρθρο 93, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο παρεμβαίνων αποδέχεται τη δίκη στο στάδιο που αυτή βρίσκεται κατά τον χρόνο της παρεμβάσεώς του. Επομένως, δεν νομιμοποιείται να προβάλει ένσταση απαραδέκτου που δεν περιλαμβανόταν στα αιτήματα του καθού.

(βλ. σκέψεις 27-28)

2. Μη αντιμετωπίζοντας, στα πλαίσια του κανονισμού 27/2005, περί καθορισμού, για το 2005, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων και των συναφών όρων στα κοινοτικά ύδατα και, για τα κοινοτικά σκάφη, σε άλλα ύδατα όπου απαιτούνται περιορισμοί αλιευμάτων, το Βασίλειο της Ισπανίας κατά τον ίδιο τρόπο με τα κράτη μέλη που μετείχαν στην αρχική κατανομή των αλιευτικών ποσοστώσεων, πριν από την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας στην Κοινότητα, ή στις μεταγενέστερες κατανομές, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, το Συμβούλιο δεν προέβη σε δυσμενή διάκριση εις βάρος του Βασιλείου της Ισπανίας.

Πράγματι, είναι σημαντική η διάκριση μεταξύ της έννοιας της προσβάσεως στα ύδατα και εκείνης της προσβάσεως στους πόρους. Μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, το Βασίλειο της Ισπανίας μπορεί μεν να έχει εκ νέου πρόσβαση στα ύδατα της Βόρειας Θάλασσας και της Βαλτικής, αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι τα ισπανικά σκάφη μπορούν να έχουν πρόσβαση στους πόρους των δύο αυτών θαλασσών υπό τις αυτές αναλογίες με εκείνες των κρατών μελών που συμμετείχαν στην αρχική ή σε μεταγενέστερες κατανομές.

(βλ. σκέψεις 47, 51)

3. Το Συμβούλιο δεν παραβίασε την Πράξη Προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, επειδή δεν χορήγησε με τον κανονισμό 27/2005, περί καθορισμού, για το 2005, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων και των συναφών όρων στα κοινοτικά ύδατα και, για τα κοινοτικά σκάφη, σε άλλα ύδατα όπου απαιτούνται περιορισμοί αλιευμάτων, στο Βασίλειο της Ισπανίας ορισμένες αλιευτικές ποσοστώσεις στη Βόρεια Θάλασσα και στη Βαλτική. Τα άρθρα 156 έως 164 της εν λόγω Πράξεως καθορίζουν το εφαρμοστέο στον τομέα της αλιείας καθεστώς μόνο για τη μεταβατική περίοδο. Επομένως, τα άρθρα αυτά δεν μπορούν κατ’ αρχήν να αποτελέσουν θεμέλιο για διεκδικήσεις επί χρονική περίοδο της οποίας η έναρξη τοποθετείται σε ημερομηνία μεταγενέστερη της λήξεως της μεταβατικής περιόδου. Συνεπώς, μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου εφαρμόζεται το κοινοτικό κεκτημένο, το οποίο περιλαμβάνει την κλείδα κατανομής που καθορίστηκε με την κανονιστική ρύθμιση που ίσχυε κατά τον χρόνο προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας.

(βλ. σκέψεις 59, 61, 63)

4. Πρέπει να θεωρηθεί ότι η απαιτούμενη σχετική σταθερότητα της κατανομής των αλιευτικών δυνατοτήτων μεταξύ των κρατών μελών, την οποία επιβάλλει το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, σημαίνει τη διατήρηση σταθερού ποσοστού για κάθε κράτος μέλος και ότι η κλείδα κατανομής που ορίστηκε αρχικώς θα εξακολουθήσει να τυγχάνει εφαρμογής ενόσω δεν θεσπίζεται τροποποιητικός κανονισμός. Στον βαθμό που η εφαρμογή της αρχής της σχετικής σταθερότητας στις ήδη υφιστάμενες αλιευτικές δυνατότητες συνεπάγεται τη διατήρηση μιας κλείδας κατανομής που έχει ήδη καθοριστεί μεταξύ των κρατών μελών, η καθιέρωση νέας κλείδας κατανομής μεταξύ κρατών μελών συνεπάγεται την αναγνώριση νέων αλιευτικών δυνατοτήτων και κατανομή που λαμβάνει υπόψη το συμφέρον καθενός από τα κράτη αυτά. Η έννοια του συμφέροντος μπορεί μεν να περιέχει την ανάγκη διαφυλάξεως της σχετικής σταθερότητας στις αλιευτικές δραστηριότητες, αλλά δεν περιορίζεται στην ανάγκη αυτή. Έτσι, όταν μία πρώτη κλείδα κατανομής καθορίζεται ανά κράτος μέλος, ιδίως όταν τα κράτη μέλη αυτά έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους να αλιεύουν σε μια περιοχή και όταν πρόκειται για είδη για τα οποία η Κοινότητα έχει διαθέσει μια συνολική ποσόστωση, το Συμβούλιο αποφασίζει λαμβάνοντας υπόψη το συμφέρον καθενός από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 2371/2002. Δεδομένου ότι καμία κλείδα κατανομής δεν μπορεί, εξ ορισμού, να διατηρηθεί στην περίπτωση αυτή, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.

(βλ. σκέψεις 85-88)