Υπόθεση C-1/05

Yunying Jia

κατά

Migrationsverket

(αίτηση του Utlänningsnämnden

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Ελευθερία εγκαταστάσεως — Άρθρο 43 ΕΚ — Οδηγία 73/148/ΕΟΚ — Υπήκοος κράτους μέλους εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος — Δικαίωμα διαμονής ανιόντος του συζύγου, όταν ο ανιών και ο σύζυγος είναι, αμφότεροι, υπήκοοι τρίτης χώρας — Υποχρέωση του ανιόντος αυτού να διαμένει νομίμως σε κράτος μέλος κατά τον χρόνο μεταβάσεώς του, προς επανένωση με την οικογένειά του, στο κράτος μέλος εγκαταστάσεως — Αποδείξεις που πρέπει να προσκομισθούν, προκειμένου να θεωρηθεί ως συντηρούμενος ανιών»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed της 27ης Απριλίου 2006 

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 9ης Ιανουαρίου 2007 

Περίληψη της αποφάσεως

1.     Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Δικαίωμα εισόδου και διαμονής υπηκόων κρατών μελών — Δικαίωμα διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών, μελών της οικογένειας κοινοτικών υπηκόων

(Οδηγία 73/148 του Συμβουλίου)

2.     Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Δικαίωμα εισόδου και διαμονής υπηκόων κρατών μελών — Δικαίωμα διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών, μελών της οικογένειας κοινοτικών υπηκόων

(Άρθρο 43 ΕΚ· οδηγία 73/148 του Συμβουλίου, άρθρο 1 §§ 1, στοιχείο δ΄ και 6, στοιχείο β΄)

1.     Το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εξαρτούν την παροχή δικαιώματος διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας, μέλος της οικογένειας κοινοτικού υπηκόου ο οποίος έκανε χρήση του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας, από την προϋπόθεση ότι το μέλος αυτό της οικογένειας πρέπει, προηγουμένως, να έχει διαμείνει νομίμως σε άλλο κράτος μέλος.

(βλ. σκέψη 33, διατακτ. 1)

2.     Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 73/148, περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των υπηκόων των κρατών μελών στο εσωτερικό της Κοινότητας στον τομέα της εγκαταστάσεως και της παροχής υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι νοείται ως «συντηρούμενο» το μέλος της οικογένειας κοινοτικού υπηκόου εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος κατά την έννοια του άρθρου 43 ΕΚ, στην περίπτωση που έχει ανάγκη της οικονομικής υποστηρίξεως αυτού του υπηκόου ή του συζύγου του προς κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών του στο κράτος καταγωγής ή προελεύσεως αυτού του μέλους της οικογένειας κατά τον χρόνο που ζητεί να του επιτραπεί η διαβίωσή του μαζί με τον υπήκοο αυτόν. Το άρθρο 6, στοιχείο β΄ της ίδιας οδηγίας έχει την έννοια ότι η απόδειξη της ανάγκης οικονομικής υποστηρίξεως μπορεί να γίνει με κάθε πρόσφορο μέσο, μολονότι η απλή ανάληψη, εκ μέρους του κοινοτικού υπηκόου ή του συζύγου του, της δεσμεύσεως να συντηρούν το μέλος αυτό της οικογένειας ενδέχεται να μη θεωρηθεί ως αποδεικνύουσα την ύπαρξη πραγματικής καταστάσεως εξαρτήσεως του μέλους αυτού.

(βλ. σκέψη 43, διατακτ. 2)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 9ης Ιανουαρίου 2007 (*)

«Ελευθερία εγκαταστάσεως – Άρθρο 43 ΕΚ – Οδηγία 73/148/ΕΟΚ– Υπήκοος κράτους μέλους εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος – Δικαίωμα διαμονής ανιόντος του συζύγου, όταν ο ανιών και ο σύζυγος είναι, αμφότεροι, υπήκοοι τρίτης χώρας – Υποχρέωση του ανιόντος αυτού να διαμένει νομίμως σε κράτος μέλος κατά τον χρόνο μεταβάσεώς του, προς επανένωση με την οικογένειά του, στο κράτος μέλος εγκαταστάσεως – Αποδείξεις που πρέπει να προσκομισθούν, προκειμένου να θεωρηθεί ως συντηρούμενος ανιών»

Στην υπόθεση C-1/05,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Utlänningsnämnden (Σουηδία) με απόφαση της 30ής Δεκεμβρίου 2004, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Ιανουαρίου 2005, στο πλαίσιο της δίκης

Yunying Jia

κατά

Migrationsverket,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, P. Kūris και E. Juhász, προέδρους τμήματος, J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), K. Schiemann, U. Lõhmus, E. Levits και A. Ó Caoimh, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed

γραμματέας: K. Sztranc-Slawiczek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Φεβρουαρίου 2006,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–       η Y. Jia, εκπροσωπούμενη από τον M. Johansson, advokat,

–       η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις K. Norman και A. Falk,

–       η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Wimmer,

–       η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη από τις H. G. Sevenster, C. ten Dam και C. Wissels,

–       η Σλοβακική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Procházka,

–       η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την S. Nwaokolo, επικουρούμενη από τον M. Hoskins και την J. Stratford, barristers,

–       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την M. Κοντού-Durande και τον L. Parpala,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Απριλίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 73/148/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1973, περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των υπηκόων των κρατών μελών στο εσωτερικό της Κοινότητας στον τομέα της εγκαταστάσεως και της παροχής υπηρεσιών (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 144), καθώς και του άρθρου 43 ΕΚ.

2       Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο εκδικάσεως προσφυγής της Y. Jia, συνταξιούχου Κινέζας υπηκόου, κατά του Migrationsverket (υπηρεσίας μεταναστεύσεως), αναφορικά με την απόρριψη εκ μέρους της υπηρεσίας αυτής της αιτήσεώς της για τη χορήγηση άδειας διαμονής μακράς διάρκειας στη Σουηδία.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

3       Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 73/148 ορίζει:

«Τα κράτη μέλη καταργούν, υπό τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, τους περιορισμούς στη διακίνηση και στη διαμονή:

α)      των υπηκόων ενός κράτους μέλους που είναι εγκατεστημένοι ή επιθυμούν να εγκατασταθούν σε άλλο κράτος μέλος, προκειμένου να ασκήσουν μη μισθωτή δραστηριότητα, ή επιθυμούν να παράσχουν υπηρεσίες στο κράτος αυτό·

[…]

δ)      των ανιόντων και των κατιόντων των εν λόγω υπηκόων και των συζύγων τους, οι οποίοι συντηρούνται από αυτούς, ανεξαρτήτως ιθαγενείας.»

4       Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής ορίζει:

«1.      Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 1 την είσοδο στην επικράτειά τους με απλή επίδειξη δελτίου ταυτότητος ή διαβατηρίου εν ισχύι.

2.      Δεν δύναται να επιβληθεί θεώρηση εισόδου ή άλλη ισοδύναμη υποχρέωση, εκτός αν πρόκειται για μέλη της οικογενείας που δεν έχουν την ιθαγένεια Κράτους μέλους. Τα Κράτη μέλη παρέχουν στα πρόσωπα αυτά κάθε διευκόλυνση για την λήψη των αναγκαίων θεωρήσεων.»

5       Το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας ορίζει:

«Σε μέλος της οικογενείας που δεν έχει την ιθαγένεια Κράτους μέλους χορηγείται έγγραφο διαμονής της ίδιας ισχύος με αυτό που χορηγείται στον υπήκοο από τον οποίον εξαρτάται.»

6       Το άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας ορίζει:

«Για την έκδοση της αδείας διαμονής και του τίτλου διαμονής το Κράτος μέλος δύναται να απαιτεί από τον αιτούντα μόνο:

α)      το δελτίο ταυτότητος ή το διαβατήριο, με το οποίο εισήλθε στην επικράτειά του·

β)      απόδειξη ότι εμπίπτει σε μία από τις κατηγορίες που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 4.»

7       Το άρθρο 8 της οδηγίας 73/148 προβλέπει:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις της παρούσης οδηγίας μόνο για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας.»

 Η εθνική νομοθεσία

8       Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι τη σουηδική νομοθεσία περί αλλοδαπών συνιστά κυρίως ο νόμος 1989:529 περί αλλοδαπών (utlänningslagen, στο εξής: νόμος) και το διάταγμα 1989:547 περί αλλοδαπών (utlänningsförordningen, στο εξής: διάταγμα). Η απόφαση περί παραπομπής παρέχει, σχετικώς, τις ακόλουθες ενδείξεις.

9       Το κεφάλαιο 1 του νόμου προβλέπει ότι αλλοδαπός ο οποίος εισέρχεται ή διαμένει στη Σουηδία οφείλει να έχει θεώρηση, αν δεν είναι κάτοχος άδειας διαμονής ή υπήκοος Σκανδιναβικής χώρας. Η κυβέρνηση μπορεί να προβλέπει και άλλες εξαιρέσεις από την υποχρέωση θεωρήσεως. Αλλοδαπός ο οποίος διαμένει πλέον του τριμήνου στη Σουηδία πρέπει να είναι κάτοχος άδειας διαμονής, εκτός αν είναι υπήκοος Σκανδιναβικής χώρας.

10     Το κεφάλαιο 2, άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 3, του νόμου ορίζει ότι άδεια διαμονής μπορεί να χορηγείται σε αλλοδαπό μέλος της οικογένειας προσώπου εγκατεστημένου στη Σουηδία ή προσώπου στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια διαμονής, εφόσον συγκατοικεί με το πρόσωπο αυτό. Κατά το άρθρο 5 του ιδίου κεφαλαίου, αλλοδαπός ο οποίος επιθυμεί να διαμείνει στη Σουηδία πρέπει να εφοδιαστεί με άδεια διαμονής πριν από την είσοδό του στη χώρα. Αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής δεν γίνεται δεκτή μετά την είσοδο του ενδιαφερομένου στη Σουηδική επικράτεια. Πάντως, μπορεί να χορηγηθεί τέτοια άδεια σε αλλοδαπό μετά την είσοδό του στη Σουηδία ιδίως αν, κατά την έννοια του κεφαλαίου 2, άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 3, του νόμου, υφίσταται στενή σχέση μεταξύ του ενδιαφερομένου και προσώπου εγκατεστημένου στη Σουηδία και δεν μπορεί ευλόγως να απαιτηθεί από τον αλλοδαπό αυτό να επιστρέψει σε άλλη χώρα προκειμένου να υποβάλει εκεί αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής.

11     Δυνάμει του κεφαλαίου 2, άρθρο 14, του νόμου, η κυβέρνηση μπορεί να θεσπίζει διατάξεις προβλέπουσες ότι αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής μπορεί να γίνει δεκτή αν στηρίζεται σε σύμβαση συναφθείσα με ξένο κράτος. Tο διάταγμα περιλαμβάνει σχετικές διατάξεις στο κεφάλαιο 3, άρθρα 5a, 5b και 7a.

12     Ειδικότερα το κεφάλαιο 3, άρθρο 7a, του διατάγματος προβλέπει ότι μπορεί να γίνει δεκτή αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής, έστω και αν αυτή υποβάλλεται ή εξετάζεται όταν ο αλλοδαπός ευρίσκεται στη Σουηδία, εφόσον αυτός είναι υπήκοος κράτους μέλους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (στο εξής: ΕΟΧ) ή της Ελβετίας. Κατά το κεφάλαιο 3, άρθρο 5b, του διατάγματος, το ίδιο ισχύει για αίτηση υποβληθείσα από μέλος της οικογένειας αυτού του αλλοδαπού. Δυνάμει του κεφαλαίου 3, άρθρο 5a, του διατάγματος, η άδεια διαμονής χορηγείται σε αλλοδαπό ο οποίος έχει ισχύον διαβατήριο ή δελτίο ταυτότητας, είναι υπήκοος κράτους μέλους του ΕΟΧ ή της Ελβετίας και πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπουν τα σημεία 7 ή 10 του άρθρου αυτού. Κατά το τελευταίο σημείο, μπορεί να χορηγηθεί ανανεώσιμη άδεια διαμονής, πενταετούς διάρκειας, σε αυτοτελώς απασχολούμενο εργαζόμενο ο οποίος μπορεί εγγράφως να αποδείξει ότι έχει την ιδιότητα αυτή. Τέλος, κατά το κεφάλαιο 3, άρθρο 5b, του διατάγματος, η άδεια διαμονής χορηγείται σε αλλοδαπό ο οποίος κατά την έννοια των σημείων 1 έως 5 του άρθρου αυτού είναι μέλος της οικογένειας υπηκόου κράτους μέλους του ΕΟΧ.

13     Κατά την απόφαση περί παραπομπής, χορηγείται άδεια διαμονής, υπό τις προϋποθέσεις που ισχύουν για υπήκοο χώρας ΕΟΧ, σε αλλοδαπό ο οποίος έχει δεσμό με τον υπήκοο αυτό, υπό την προϋπόθεση προσκομίσεως ισχύοντος διαβατηρίου ή δελτίου ταυτότητας, πιστοποιητικού συγγένειας ή εγγράφου αποδεικνύοντος ότι συντηρείται από τον οικείο υπήκοο κράτους μέλους του ΕΟΧ ή τον σύζυγο αυτού. Ο αλλοδαπός οφείλει, επίσης, σε πολλές περιπτώσεις, να προσκομίσει έγγραφα ή αποδείξεις αποδεικνύουσες την ύπαρξη συγγενικού δεσμού με τον υπήκοο χώρας του ΕΟΧ, κατά την έννοια των σημείων 1 έως 5 του κεφαλαίου 3, άρθρο 5b, του διατάγματος. Το σημείο 1 του διατάγματος αυτού προβλέπει ότι, προκειμένου να θεωρηθεί μέλος της οικογένειας μη μισθωτού εργαζομένου, ο αλλοδαπός πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη ενός από τους ακόλουθους συγγενικούς δεσμούς με τον υπήκοο χώρας ΕΟΧ: σύζυγος, τέκνο που δεν έχει συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας του ή είναι συντηρούμενο, ή ανιών (της αμέσως προηγούμενης γενεάς) συντηρούμενος από τον υπήκοο κράτους του ΕΟΧ ή τον/την σύζυγο αυτού.

14     Δυνάμει του κεφαλαίου 4, άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 2, του νόμου, μπορεί να απελαθεί αλλοδαπός αν δεν έχει θεώρηση, άδεια διαμονής ή άλλον από τους απαιτούμενους τίτλους για την είσοδο στη Σουηδία, τη διαμονή ή την εργασία στη χώρα αυτή.

15     Τέλος, στην απόφαση περί παραπομπής επισημαίνεται ότι το κεφάλαιο 4, άρθρο 6, του νόμου προβλέπει ότι, σε περίπτωση απορρίψεως αιτήσεως περί χορηγήσεως άδειας διαμονής ή σε περίπτωση ανακλήσεως μιας τέτοιας άδειας κατά τη διάρκεια της διαμονής του αλλοδαπού στη Σουηδία, αποφασίζεται, παραλλήλως, εκτός αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι, η απέλαση ή η απομάκρυνση του ενδιαφερομένου.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16     Ο υιός τής Y. Jia, Shenzhi Li, επίσης κινέζικης ιθαγένειας, διαβιώνει στη Σουηδία με τη σύζυγό του Svanja Schallehn από το 1995. Η σύζυγός του, γερμανικής ιθαγένειας, ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα στη Σουηδία. Η S. Schallehn είναι κάτοχος άδειας διαμονής, ισχύουσας μέχρι τις 3 Ιουλίου 2006, η οποία της χορηγήθηκε επειδή έχει την ιδιότητα υπηκόου κράτους μέλους. Στον Shenzhi Li, ως σύζυγο κοινοτικού υπηκόου, χορηγήθηκε άδεια διαμονής με διάρκεια ισχύος ίδια με εκείνη της συζύγου του.

17     Στις 2 Μαΐου 2003, η Σουηδική πρεσβεία στο Πεκίνο χορήγησε στην Y. Jia τουριστική θεώρηση ισχύουσα μέχρι τις 21 Αυγούστου 2003 για είσοδο στον χώρο Σένγκεν και διαμονή διάρκειας 90 ημερών κατ’ ανώτατο όριο. Η Y. Jia εισήλθε στον χώρο Σένγκεν από το αεροδρόμιο της Στοκχόλμης Arlanda στις 13 Μαΐου 2003. Στις 7 Αυγούστου 2003 ζήτησε άδεια διαμονής από το Migrationsverk προβάλλουσα τον συγγενικό της δεσμό με υπήκοο κράτους μέλους.

18     Προς στήριξη της αιτήσεώς της για χορήγηση αυτής της άδειας διαμονής, η Y. Jia προέβαλε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα επιχειρήματα: Στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας λαμβάνει μηνιαία σύνταξη ίση προς 1 166 σουηδικές κορώνες και ο σύζυγός της, Yupu Li, λαμβάνει μηνιαία σύνταξη ίση προς 1000 σουηδικές κορώνες· η ίδια και ο σύζυγός της διαβιώνουν υπό ιδιαίτερα δυσχερείς συνθήκες στην Κίνα. Αδυνατούν να καλύψουν τις ανάγκες τους χωρίς την οικονομική στήριξη του υιού τους και της συζύγου του. Δεν έχουν καμία δυνατότητα να ζητήσουν οικονομική βοήθεια από τις κινεζικές αρχές. Προς στήριξη της αιτήσεώς της, η Y. Jia προσκόμισε πιστοποιητικό συγγένειας με τον Shenzhi Li εκδοθέν από το Bejing Notary Public House, καθώς και πιστοποιητικό του πρώην δημοσίου εργοδότη της China Forestry Publishing House, το οποίο βεβαιώνει ότι εξαρτάται οικονομικώς από τον υιό της και τη νύφη της.

19     Στις 7 Απριλίου 2004, το Migrationsverket απέρριψε την αίτηση της Y. Jia, με το αιτιολογικό ότι η προβαλλόμενη κατάσταση οικονομικής εξαρτήσεως δεν αποδείχθηκε επαρκώς, και αποφάσισε να προωθήσει την ενδιαφερόμενη στη χώρα καταγωγής της, εκτός αν αυτή αποδείξει ότι κάποιο άλλο κράτος είναι διατεθειμένο να τη δεχθεί. Στις 14 Μαΐου 2004 η Y. Jia προσέφυγε κατά της σε βάρος της αποφάσεως ενώπιον της Utlänningsnämnden (επιτροπή προσφυγών αλλοδαπών).

20     Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει, επίσης, ότι το Migrationsverket χορήγησε στις 3 Σεπτεμβρίου 2003 εθνική θεώρηση στον Yupu Li, για είσοδο στη Σουηδία και παραμονή 180 ημερών κατ’ ανώτατο όριο. Στις 10 Μαρτίου 2004, ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής για τον ίδιο λόγο που είχε επικαλεστεί η Y. Jia. Στις 17 Σεπτεμβρίου 2004, το Migrationsverket απέρριψε την αίτηση αυτή με απόφαση την οποία ο Yupu Li προσέβαλε ενώπιον της Utlänningsnämnden. Κατά την απόφαση περί παραπομπής, η εν λόγω επιτροπή δεν είχε ακόμα επιληφθεί της εξετάσεως της προσφυγής του Yupu Li κατά τον χρόνο υποβολής στο Δικαστήριο της παρούσας αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

21     Κατά το Migrationsverket, η έννοια της εξαρτήσεως από κοινοτικό υπήκοο (ή τον σύζυγό του) συνεπάγεται την ύπαρξη πραγματικής ανάγκης οικονομικής ή άλλης υποστηρίξεως τακτικώς παρεχόμενης από τα εγκατεστημένα στο κράτος μέλος μέλη της οικογένειας. Συνεπώς, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνον η σποραδική ανάγκη ή υποστήριξη που δεν είναι πράγματι αναγκαία για τη συντήρηση του συγκεκριμένου ατόμου. Πρέπει, εξάλλου, να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη υποστηρίξεως στη χώρα καταγωγής και όχι η ανάγκη που ανακύπτει από τυχόν μετανάστευση σε άλλο κράτος μέλος. Πρέπει, επίσης, η εξάρτηση να αποδεικνύεται με πιστοποιητικό ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο, το δε κοινοτικό δίκαιο δεν αποκλείει να ζητείται απόδειξη της υπάρξεως καταστάσεως εξαρτήσεως. Δεν απαιτείται η εκ μέρους του ενδιαφερομένου προσκόμιση πιστοποιητικού εξαρτήσεως χορηγηθέντος από τις αρχές του κράτους καταγωγής, καθόσον ένα τέτοιο πιστοποιητικό αναφέρεται ως παράδειγμα εγγράφου από το οποίο μπορεί να διαπιστωθεί η πραγματική ύπαρξη οικονομικής εξαρτήσεως. Πάντως, η απλή δέσμευση κοινοτικού υπηκόου ή του συζύγου του ότι θα καλύπτουν τις ανάγκες μελών της οικογένειάς τους δεν αποτελεί επαρκές στοιχείο για τη διαπίστωση της υπάρξεως της απαιτούμενης για τη χορήγηση άδειας διαμονής εξαρτήσεως.

22     Το Utlänningsnämnden παρατηρεί, ιδίως, ότι κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 18ης Ιουνίου 1987, 316/85, Lebon, Συλλογή 1987, σ. 2811, σκέψεις 20 έως 22) το γεγονός ότι κοινοτικός υπήκοος καλύπτει τις ανάγκες μέλους της οικογένειάς του αποτελεί σημαντικό στοιχείο προς απόδειξη της υπάρξεως καταστάσεως εξαρτήσεως, χωρίς να απαιτείται ο προσδιορισμός των λόγων αυτής της εξαρτήσεως. Πάντως, η κατάσταση εξαρτήσεως δεν απαιτείται να καθοριστεί με ακρίβεια. Είτε τεκμαίρεται μια τέτοια κατάσταση όταν το μέλος της οικογένειας του κοινοτικού υπηκόου χρειάζεται την οικονομική υποστήριξη αυτού προκειμένου να εξασφαλίσει ή να διατηρήσει το επιθυμητό βιοτικό επίπεδο, είτε θεωρείται ότι η κατάσταση εξαρτήσεως προκύπτει από το γεγονός ότι, χωρίς την οικονομική αυτή υποστήριξη, το μέλος της οικογένειας θα ήταν αδύνατο να εξασφαλίσει ένα απλώς αξιοπρεπές επίπεδο διαβιώσεως στη χώρα καταγωγής του ή στη χώρα όπου συνήθως διαμένει.

23     Επίσης, το Utlänningsnämnden υποστηρίζει ότι, κατά το άρθρο 6 της οδηγίας 73/148, μπορεί απλώς να απαιτηθεί από τον αιτούντα τη χορήγηση άδειας διαμονής να προσκομίσει το έγγραφο βάσει του οποίου εισήλθε στο οικείο κράτος μέλος και να αποδείξει ότι εμπίπτει σε μια από τις κατηγορίες των άρθρων 1 και 4 της οδηγίας αυτής. Στο πλαίσιο αυτό ανακύπτει το ζήτημα αν, πέραν του πιστοποιητικού συγγένειας, επιτρέπεται να απαιτηθεί η απόδειξη της καταστάσεως εξαρτήσεως. Δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι πιστοποιητικό του ενδιαφερομένου ή του κοινοτικού υπηκόου μπορεί να θεωρηθεί ως αποδεικνύον κατάσταση εξαρτήσεως.

24     Το Utlänningsnämnden αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

«1      α)     Έχει, υπό το πρίσμα της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, επί της υποθέσεως C-109/01 Akrich, Συλλογή 2003, σ. I-9607, το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968 περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), την έννοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος είναι μέλος της οικογένειας εργαζομένου κατά την έννοια του άρθρου αυτού, πρέπει να διαμένει νομίμως στην Κοινότητα για να έχει δικαίωμα να εγκατασταθεί μαζί με τον εργαζόμενο –και πρέπει συνεπώς, κατ’ αντίστοιχο τρόπο, το άρθρο 1 της οδηγίας 73/148/ΕΟΚ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το δικαίωμα εγκαταστάσεως για μέλος της οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που είναι υπήκοος τρίτης χώρας, προϋποθέτει ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας διαμένει νομίμως στην Κοινότητα;

β)      Αν η οδηγία 73/148/ΕΟΚ έχει την έννοια ότι προϋπόθεση για να μπορεί το μέλος της οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που έχει υπηκοότητα τρίτης χώρας, να επικαλεστεί το δικαίωμα εγκαταστάσεως βάσει της οδηγίας είναι να διαμένει νομίμως εντός της Κοινότητας, συνεπάγεται τούτο ότι αυτό το μέλος της οικογένειας πρέπει να είναι κάτοχος άδειας διαμονής σε ισχύ η οποία αφορά ή προορίζεται να οδηγήσει σε εγκατάσταση σε κάποιο από τα κράτη μέλη; Αν δεν υφίσταται άδεια εγκαταστάσεως, αρκεί άδεια διαμονής χορηγηθείσα για άλλο λόγο για συντομότερης ή μεγαλύτερης διάρκειας ή αρκεί, όπως στην εκκρεμή ενώπιον της Utlänningsnämnd υπόθεση, το μέλος της οικογένειας το οποίο ζητεί την άδεια διαμονής να είναι κάτοχος ισχύουσας θεωρήσεως εισόδου;

γ)      Αν το μέλος της οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που έχει υπηκοότητα τρίτης χώρας, δεν μπορεί να επικαλεστεί δικαίωμα εγκαταστάσεως βάσει της οδηγίας 73/148/ΕΟΚ λόγω του ότι δεν διαμένει νομίμως εντός της Κοινότητας, περιορίζει η άρνηση χορηγήσεως σ’ αυτό το μέλος της οικογένειας άδειας διαμονής για εγκατάσταση το δικαίωμα εγκαταστάσεως που παρέχει στον πολίτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως το άρθρο 43 της Συνθήκης της Ρώμης;

δ)      Αν το μέλος της οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που έχει υπηκοότητα τρίτης χώρας, δεν μπορεί να επικαλεστεί δικαίωμα εγκαταστάσεως βάσει της οδηγίας 73/148/ΕΟΚ λόγω του ότι δεν διαμένει νομίμως εντός της Κοινότητας, η απομάκρυνση από τη χώρα του μέλους της οικογένειας του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως λόγω του ότι η αίτηση για εθνική άδεια διαμονής δεν μπορεί να υποβληθεί μετά την είσοδο στη Σουηδία, περιορίζει το δικαίωμα εγκαταστάσεως που παρέχει στον πολίτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως το άρθρο 43 της Συνθήκης της Ρώμης;

2)      α)     Έχει το άρθρο 1, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 73/148/ΕΟΚ την έννοια ότι με τη λέξη “συντηρούνται” νοείται ότι το μέλος της οικογένειας του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως εξαρτάται οικονομικά από τον πολίτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως για να μπορεί να έχει ένα ελάχιστα αποδεκτό βιοτικό επίπεδο στη χώρα προελεύσεώς του ή στη χώρα της συνήθους διαμονής του;

β)      Έχει το άρθρο 6, στοιχείο β΄, της οδηγίας 73/148/ΕΟΚ την έννοια ότι τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από το μέλος της οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, το οποίο ισχυρίζεται ότι συντηρείται από τον πολίτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή από τον/την σύζυγό του, να προσκομίζει έγγραφα, πλέον της εκ μέρους του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αναλήψεως της σχετικής δεσμεύσεως, που να πιστοποιούν ότι υφίσταται πραγματική κατάσταση εξαρτήσεως;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος, υπό α΄ έως δ΄

25     Με το ερώτημα αυτό το αιτούν δικαστήριο ζητεί ουσιαστικώς να διευκρινιστεί αν το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει στα κράτη μέλη, έχοντας υπόψη την προαναφερθείσα απόφαση Akrich, να εξαρτούν την παροχή δικαιώματος διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας, μέλος της οικογένειας κοινοτικού υπηκόου ο οποίος έχει κάνει χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, από την προϋπόθεση ότι αυτό το μέλος της οικογένειας έχει, προηγουμένως, διαμείνει νομίμως σε άλλο κράτος μέλος.

26     Με την προαναφερθείσα απόφαση Akrich, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, για να μπορεί ο υπήκοος τρίτης χώρας που είναι σύζυγος πολίτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως να ασκεί τα δικαιώματα που αντλεί από το άρθρο 10 του κανονισμού 1612/68, πρέπει κατά τον χρόνο μεταβάσεώς του σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο εγκαθίσταται ή είναι εγκατεστημένος ο πολίτης της Ενώσεως, να διαμένει νομίμως σε κάποιο κράτος μέλος.

27     Αναφερόμενο στην απόφαση αυτή, το αιτούν δικαστήριο, ζητεί, ειδικότερα, να διευκρινιστεί αν η προϋπόθεση αυτή της προηγούμενης νόμιμης διαμονής ισχύει και στην περίπτωση της Y. Jia.

28     Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να υπομνησθεί το πραγματικό πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Akrich.

29     Το αιτούν στην υπόθεση εκείνη δικαστήριο είχε επιληφθεί προσφυγής κατά της αρνήσεως των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου να παράσχουν δικαίωμα διαμονής στον H. Akrich, υπήκοο τρίτης χώρας, σύζυγο υπηκόου του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο H. Akrich, ο οποίος δεν είχε δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο, είχε αποδεχθεί την απέλασή του στην Ιρλανδία όπου προ ολίγου χρόνου είχε ήδη εγκατασταθεί η σύζυγός του. Το ζεύγος είχε την πρόθεση να επιστρέψει στο Ηνωμένο Βασίλειο επικαλούμενο το κοινοτικό δίκαιο ώστε να μπορέσει ο Η. Akrich να εισέλθει στη χώρα αυτή ως σύζυγος πολίτη της Ενώσεως ο οποίος έκανε χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας.

30     Έχοντας υπόψη αυτή την κατάσταση, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να διευκρινίσει ποια μέτρα μπορούν να λαμβάνουν τα κράτη μέλη έναντι μελών της οικογένειας κοινοτικού υπηκόου που δεν πληρούν τις προβλεπόμενες από την εθνική νομοθεσία προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής σε κράτος μέλος.

31     Στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν προσάπτεται στο μέλος της οικογένειας παράνομη διαμονή σε κράτος μέλος ούτε επιδίωξή του να παρακάμψει καταχρηστικώς τους ισχύοντες κανόνες της εθνικής νομοθεσίας περί μεταναστεύσεως. Αντιθέτως, η Y. Jia διέμενε νομίμως στη Σουηδία κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεώς της, η δε σουηδική νομοθεσία δεν αποκλείει, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, την παροχή δικαιώματος διαμονής μακράς διάρκειας στον ενδιαφερόμενο, υπό την προϋπόθεση της επαρκούς αποδείξεως της προβαλλόμενης καταστάσεως οικονομικής εξαρτήσεως.

32     Κατά συνέπεια, η προϋπόθεση της προηγούμενης νόμιμης διαμονής σε άλλο κράτος μέλος, όπως αυτή διατυπώθηκε στην προαναφερθείσα απόφαση Akrich, δεν μπορεί να ισχύσει στην παρούσα υπόθεση ούτε να εφαρμοστεί σε μια τέτοια κατάσταση.

33     Επομένως, στο πρώτο ερώτημα, υπό α΄ έως δ΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει, λαμβανομένης υπόψη της προαναφερθείσας αποφάσεως Akrich, στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εξαρτούν την παροχή δικαιώματος διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας, μέλος της οικογένειας κοινοτικού υπηκόου ο οποίος έκανε χρήση του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας, από την προϋπόθεση ότι το μέλος αυτό της οικογένειας πρέπει, προηγουμένως, να έχει διαμείνει νομίμως σε άλλο κράτος μέλος.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος, υπό α΄ και β΄

34     Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 73/148 εφαρμόζεται μόνον επί των ανιόντων του συζύγου υπηκόου κράτους μέλους εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος προς άσκηση μη μισθωτής δραστηριότητας, οι οποίοι «συντηρούνται [από αυτόν]».

35     Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ιδιότητα του μέλους της οικογενείας το οποίο «συντηρείται» απορρέει από μια πραγματική κατάσταση χαρακτηριζόμενη από το ότι η υλική υποστήριξη του μέλους της οικογένειας εξασφαλίζεται από τον κοινοτικό υπήκοο ο οποίος έκανε χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας ή από τον σύζυγο αυτού (βλ., αναφορικά με τα άρθρα 10 του κανονισμού 1612/68 και 1 της οδηγίας 90/364/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής (ΕΕ L 180, σ. 26), αντιστοίχως, αποφάσεις Lebon, προαναφερθείσα, σκέψη 22, καθώς και της 19ης Οκτωβρίου 2004, C-200/02, Zhu et Chen, Συλλογή 2004, σ. I-9925, σκέψη 43).

36     Το Δικαστήριο έχει, επίσης, αποφανθεί ότι η ιδιότητα του συντηρούμενου μέλους της οικογένειας δεν προϋποθέτει δικαίωμα διατροφής, διότι, άλλως, η ιδιότητα αυτή θα εξαρτιόταν από τις εθνικές νομοθεσίες που ποικίλλουν στα διάφορα κράτη μέλη (προαναφερθείσα απόφαση Lebon, σκέψη 21). Κατά το Δικαστήριο, δεν απαιτείται να προσδιοριστούν οι λόγοι για τους οποίους παρέχεται η οικονομική υποστήριξη ή να εξεταστεί αν ο ενδιαφερόμενος είναι σε θέση να καλύψει τις ανάγκες του με την άσκηση αμειβόμενης δραστηριότητας. Η ερμηνεία αυτή υπαγορεύεται από την αρχή ότι οι διατάξεις που καθιερώνουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, η οποία συνιστά ένα από τα θεμέλια της Κοινότητας, πρέπει να ερμηνεύονται διασταλτικώς (προαναφερθείσα απόφαση Lebon, σκέψεις 22 και 23).

37     Προκειμένου να προσδιορίσει αν οι ανιόντες του συζύγου κοινοτικού υπηκόου συντηρούνται από αυτόν, το κράτος μέλος υποδοχής οφείλει να εξετάσει αν, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής και κοινωνικής τους καταστάσεως, αυτοί μπορούν να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες τους. Η ανάγκη οικονομικής υποστηρίξεως πρέπει να υφίσταται στο κράτος καταγωγής ή προελεύσεως των ανιόντων αυτών κατά τον χρόνο που ζητούν να τους επιτραπεί η συμβίωση με τον κοινοτικό υπήκοο.

38     Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλει το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 68/360/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των εργαζομένων των κρατών μελών και των οικογενειών τους στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 43), κατά το οποίο η απόδειξη της ιδιότητας του ανιόντος που συντηρείται από τον μισθωτό εργαζόμενο ή τον σύζυγό του, κατά την έννοια του άρθρου 10 του κανονισμού 1612/68, γίνεται με την προσκόμιση εγγράφου χορηγουμένου από την αρμόδια αρχή του «κράτους καταγωγής ή προελεύσεως» που να πιστοποιεί ότι ο εν λόγω ανιών συντηρείται από τον εργαζόμενο ή τον σύζυγό του. Πράγματι, καίτοι δεν διευκρινίζεται ο τρόπος με τον οποίο ο ενδιαφερόμενος μπορεί να αποδείξει ότι εμπίπτει σε μια από τις κατηγορίες των άρθρων 1 και 4 της οδηγίας 73/148, εντούτοις, δεν συντρέχει κανένας λόγος να εκτιμάται κατά τρόπο διαφορετικό η ιδιότητα του ανιόντος ανάλογα με το αν πρόκειται για μέλος της οικογένειας μισθωτού εργαζομένου ή για μέλος της οικογένειας μη μισθωτού εργαζομένου.

39     Κατά το άρθρο 6, στοιχείο β΄, της οδηγίας 73/148, το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να ζητήσει από τον αιτούντα να αποδείξει ότι εμπίπτει σε μια από τις κατηγορίες, που προβλέπει, ιδίως, το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής.

40     Τα κράτη μέλη οφείλουν να ασκούν τις εξουσίες τους στον τομέα αυτόν διασφαλίζοντας τόσο τις θεμελιώδεις ελευθερίες τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη ΕΚ όσο και την πρακτική αποτελεσματικότητα των διατάξεων οδηγιών που προβλέπουν μέτρα προς εξάλειψη, μεταξύ των κρατών μελών, των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, προκειμένου να διευκολυνθεί η άσκηση του δικαιώματος διαμονής των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και των μελών της οικογενείας τους στο έδαφος κάθε κράτους μέλους (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Μαΐου 2000, C-424/98, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2000, σ. I-4001, σκέψη 35).

41     Όσον αφορά το άρθρο 6 της οδηγίας 73/148, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, εφόσον δεν διευκρινίζεται ο αποδεκτός τρόπος αποδείξεως, προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να αποδείξει ότι εμπίπτει σε μία από τις κατηγορίες των άρθρων 1 και 4 της οδηγίας αυτής, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η απόδειξη αυτή μπορεί να γίνει με κάθε κατάλληλο μέσο (βλ., ιδίως, υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1991, C-363/89, Roux, Συλλογή 1991, σ. I-1273, σκέψη 16 και της 17ης Φεβρουαρίου 2005, C-215/03, Oulane, Συλλογή 2005, σ. I-1215, σκέψη 53).

42     Συνεπώς, έγγραφο της αρμόδιας αρχής του κράτους καταγωγής ή προελεύσεως το οποίο πιστοποιεί την ύπαρξη καταστάσεως εξαρτήσεως, καίτοι κατ’ εξοχήν πρόσφορο για τον σκοπό αυτό, εντούτοις, δεν μπορεί να αποτελέσει προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας διαμονής, μολονότι η απλή ανάληψη εκ μέρους του κοινοτικού υπηκόου ή του συζύγου του της δεσμεύσεως να συντηρούν το μέλος της οικογένειας για το οποίο πρόκειται ενδέχεται να μη θεωρηθεί ως αποδεικνύουσα την ύπαρξη πραγματικής καταστάσεως εξαρτήσεως του μέλους αυτού.

43     Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, στο δεύτερο ερώτημα, υπό α΄ και β΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 73/148 έχει την έννοια ότι ως «συντηρούμενο» νοείται το μέλος της οικογένειας κοινοτικού υπηκόου εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος κατά την έννοια του άρθρου 43 ΕΚ, στην περίπτωση που έχει ανάγκη της οικονομικής υποστηρίξεως αυτού του υπηκόου ή του συζύγου του προς κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών του στο κράτος καταγωγής ή προελεύσεως αυτού του μέλους της οικογένειας κατά τον χρόνο που ζητεί να του επιτραπεί η συμβίωσή του με τον υπήκοο αυτόν. Το άρθρο 6, στοιχείο β΄ της ίδιας οδηγίας έχει την έννοια ότι η απόδειξη της ανάγκης οικονομικής υποστηρίξεως μπορεί να γίνει με κάθε πρόσφορο μέσο, μολονότι η απλή ανάληψη, εκ μέρους του κοινοτικού υπηκόου ή του συζύγου του, της δεσμεύσεως να συντηρούν το μέλος αυτό της οικογένειας ενδέχεται να μη θεωρηθεί ως αποδεικνύουσα την ύπαρξη πραγματικής καταστάσεως εξαρτήσεως του μέλους αυτού.

 Επί των δικαστικών εξόδων

44     Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Το κοινοτικό δίκαιο, λαμβανομένης υπόψη της προαναφερθείσας αποφάσεως της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, Akrich (C-109/01), δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εξαρτούν την παροχή δικαιώματος διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας, μέλος της οικογένειας κοινοτικού υπηκόου ο οποίος έκανε χρήση του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας, από την προϋπόθεση ότι το μέλος αυτό της οικογένειας πρέπει, προηγουμένως, να έχει διαμείνει νομίμως σε άλλο κράτος μέλος.

2)      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 73/148/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1973, περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των υπηκόων των κρατών μελών στο εσωτερικό της Κοινότητας στον τομέα της εγκαταστάσεως και της παροχής υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι νοείται ως «συντηρούμενο» το μέλος της οικογένειας κοινοτικού υπηκόου εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος κατά την έννοια του άρθρου 43 ΕΚ, στην περίπτωση που έχει ανάγκη της οικονομικής υποστηρίξεως αυτού του υπηκόου ή του συζύγου του προς κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών του στο κράτος καταγωγής ή προελεύσεως αυτού του μέλους της οικογένειας κατά τον χρόνο που ζητεί να του επιτραπεί η διαβίωσή του μαζί με τον υπήκοο αυτόν. Το άρθρο 6, στοιχείο β΄ της ίδιας οδηγίας έχει την έννοια ότι η απόδειξη της ανάγκης οικονομικής υποστηρίξεως μπορεί να γίνει με κάθε πρόσφορο μέσο, μολονότι η απλή ανάληψη, εκ μέρους του κοινοτικού υπηκόου ή του συζύγου του, της δεσμεύσεως να συντηρούν το μέλος αυτό της οικογένειας ενδέχεται να μη θεωρηθεί ως αποδεικνύουσα την ύπαρξη πραγματικής καταστάσεως εξαρτήσεως του μέλους αυτού.

(υπογραφές)


*Γλώσσα διαδικασίας: η σουηδική.